Ἡ Ἱερὰ Θεολογικὴ Σχολὴ τῆς Χάλκης βρίσκεται σὲ λόφο, ποὺ ὀνομάζεται λόφος τῆς Ἐλπίδας, στὴ νῆσο Χάλκη, μία ἀπὸ τὰ Πριγκηπόννησα. Ἀπέχει μία περίπου ὥρα μὲ πλοῖο ἀπὸ τὴν ἀκτὴ τῆς Πόλης. Στὸν τόπο τῶν ἐγκαταστάσεων τῆς Σχολῆς βρίσκεται ἡ Μονὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος, ποὺ ἱδρύθηκε κατὰ τὴν περίοδο τῶν βυζαντινῶν χρόνων, χωρὶς νὰ ἔχουμε πληροφορίες γιὰ τὸν ἀκριβῆ χρόνο. Ἀνίδρυση καὶ ἀνασύσταση τῆς Μονῆς συνδέεται μὲ τοὺς Οἰκουμενικοὺς Πατριάρχες Μέγα Φώτιο, Μητροφάνη Γ´ καὶ Γερμανὸ Δ´. Ὁ τελευταῖος, ὁ Γερμανὸς Δ´ (1842-1845) ἐπισκέφθηκε τὴ Μονὴ τὸ 1842, εἶδε κατεστραμμένες καὶ ἐρειπωμένες τὶς ἐγκαταστάσεις της καὶ ἀφοῦ ἔλαβε τὴ σχετικὴ ἄδεια ἀπὸ τὶς τουρκικὲς ἀρχὲς προχώρησε σὲ ἀνίδρυση καὶ ἀνοικοδόμησή της. Τὴν 1η Ὀκτωβρίου τοῦ 1844 μὲ εἰδικὴ τελετὴ ἐπανήρχισε ἡ λειτουργία τῆς Ἱερᾶς Μονῆς καὶ ταυτόχρονα ἔγινε ἡ ἔναρξη τῆς λειτουργίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς. Τὸ κτίριο, στὸ ὁποῖο στεγάστηκε ἀρχικὰ ἡ Μονὴ ἦταν ξύλινο. Περιλάμβανε χώρους γιὰ τὴ στέγαση τῶν καθηγητῶν καὶ τῶν σπουδαστῶν, αἴθουσες διδασκαλίας, νοσοκομεῖο, διευθυντήριο καὶ τὸ πατριαρχικὸ διαμέρισμα. Σὲ παρακείμενη λιθόκτιστη διώροφη οἰκοδομὴ στεγάστηκε ἡ βιβλιοθήκη τοῦ ἱδρύματος. Ὁ σεισμὸς ὅμως τῆς 28ης Ἰουνίου 1894 μετέτρεψε σὲ ἐρείπια τὶς ἐγκαταστάσεις, ἐκτὸς τοῦ ναοῦ, καὶ ἀνέστειλε τὴ λειτουργία του.
Ἡ σημερινὴ μορφὴ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς καὶ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τῆς Χάλκης ὀφείλεται στὴν προσφορὰ τοῦ μεγάλου εὐεργέτη Παύλου Σκυλίτση Στεφάνοβικ ποὺ ἀνέθεσε στὸν ἀρχιτέκτονα Περικλῆ Φωτιάδη τὴν οἰκοδόμηση τῶν νέων ἐγκαταστάσεων σὲ σχῆμα Π. Τὸ συγκρότημα τῆς Σχολῆς ἀποτελεῖται ἀπὸ ὑπόγειο, ἰσόγειο καὶ δύο ὀρόφους. Τὰ ἐγκαίνια ἔγιναν τὴν 6ην Ὀκτωβρίου 1896 καὶ συνεχίστηκε ἡ λειτουργία τῆς Σχολῆς. Κατὰ τὴν δεκαετία τοῦ ’50 ἄρχισαν καὶ προοδευτικὰ ὁλοκληρώθηκαν ἀρκετὲς ἐσωτερικὲς μεταρρυθμίσεις τοῦ οἰκοδομικοῦ συγκροτήματος μὲ στόχο τὴν ἰκανοποίηση τῶν νέων ἀναγκῶν καὶ ἀπαιτήσεων. Ὁλοκληρώθηκαν σύγχρονοι ἐγκαταστάσεις λουτρῶν, ἐσωτερικῆς θερμάνσεως, μαγειρείων, ψυκτικοῦ θαλάμου, ἐνῷ ἔγινε πλήρης ἐπισκευὴ τῆς ὀροφῆς καὶ ἐπαναδιοργάνωση τοῦ νοσοκομείου καὶ τοῦ διευθυντηρίου. Στὴν περίοδο αὐτὴ ἔγιναν καὶ οἱ ἐργασίες ἐπιδιορθώσεως τοῦ μοναστηριακοῦ ναοῦ. Οἱ κτιριακὲς ἐγκαταστάσεις περιβάλλονται ἀπὸ κήπους, τὴν αἰσθητικὴ σχεδίαση καὶ τὴν δημιουργία τῶν ὁποίων ἐπιμελήθηκε ὁ Μητροπολίτης Πριγκηποννήσων Δωρόθεος. Πίσω ἀπὸ τὸ ἱερὸ βῆμα τοῦ ναοῦ τῆς Μονῆς καὶ σὲ ἰδιαίτερο χῶρο ἐκτὸς τοῦ κήπου ὑπάρχουν τάφοι Πατριαρχῶν, Μητροπολιτῶν καὶ Καθηγητῶν τῆς Σχολῆς.
Ἡ Ἱερὰ Θεολογικὴ Σχολὴς τῆς Χάλκης ἱδρύθηκε γιὰ νὰ καλύψῃ τὶς ἐκπαιδευτικὲς ἀνάγκες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας γενικότερα. Τὴν ἵδρυσή της ἐπέβαλαν καὶ εἰδικότερα αἴτια, ὅπως ἡ εὐρύτερη ἀναγέννηση τῶν γραμμάτων κατὰ τὸν 19ον αἰώνα, ἡ ἀνάγκη τῆς ἐκκλησιαστικῆς καὶ θεολογικῆς καταρτίσεως τοῦ ὀρθόδοξου κλήρου, ἡ τακτικὴ καὶ συστηματικὴ καλλιέργεια τῆς θεολογικῆς ἐπιστήμης, ἡ ἀντιμετώπιση σὲ ἰδεολογικὸ ἐπίπεδο καὶ μὲ αὐστηρὰ ἐπιστημονικὰ ἐπιχειρήματα καινοφανῶν δυτικῶν ἰδεολογιῶν, ὅπως τοῦ ὑλισμοῦ καὶ κοινωνικό-φιλοσοφικῶν συστημάτων μὲ ἀντιχριστιανικὲς θέσεις, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀντιμετώπιση τοῦ προσηλυτισμοῦ ποὺ ἄρχισαν νὰ ἀσκοῦν σὲ βάρος τῆς Ὀρθοδοξίας οἱ δυτικὲς χριστιανικὲς ὁμολογίες. Ἡ ἱστορία τῆς Ἱερᾶς Θεολογικῆς Σχολῆς τῆς Χάλκης ἀπὸ τῆς ἱδρύσεώς της (1844) μέχρι σήμερα περιλαμβάνει πέντε περιόδους: τὴν Α´, ἀπὸ τὸ 1844 μέχρι τὸ 1919. Κατὰ τὴν περίοδο αὐτὴν ἡ Σχολὴ εἶχε ἑπτὰ τάξεις, τέσσερις γυμνασιακὲς καὶ τρεῖς θεολογικές, μὲ κάποιες περιοδικὲς ἐξαιρέσεις, τὴν Β´, ἀπὸ τὸ 1919 μέχρι τὸ 1923, ὅταν καταργήθηκε τὸ γυμνασιακὸ τμῆμα καὶ ἡ Σχολὴ λειτούργησε ὡς Ἀκαδημία μὲ πέντε τάξεις, τὴν Γ´, ἀπὸ τὸ 1923 μέχρι τὸ 1951, ὅταν ἐπανῆλθε στὸ παλαιὸ ἑπτατάξιο σχῆμα της, τὴν Δ´, ἀπὸ τὸ 1951 μέχρι τὸ 1971, ποὺ ἡ Σχολὴ λειτουργοῦσε μὲ ἑπτὰ τάξεις, τὶς τρεῖς γυμνασιακὲς καὶ τὶς τέσσερις θεολογικές. Τὸ 1971 ἡ Σχολὴ ἔκλεισε, μὲ νόμο τῆς τουρκικῆς κυβερνήσεως ποὺ ἀπαγόρευσε τὴ λειτουργία ἰδιωτικῶν ἀνωτάτων ἐκπαιδευτικῶν ἱδρυμάτων. Τέλος, ἀπὸ τὸ 1971 παρὰ τὶς κατὰ καιροὺς ὑποσχέσεις τῶν τουρκικῶν ἀρχῶν ἡ Σχολὴ τῆς Χάλκης δὲν λειτουργεῖ. Στὶς ἐγκαταστάσεις της προσέρχονται προσκηνυματικὰ οἱ ὀρθόδοξοι καὶ οἱ φίλοι τῆς Ὀρθοδοξίας, ἐνῷ πρόσφατα μὲ πρωτοβουλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Κυρίου Βαρθολομαίου διοργανώνονται διεθνῆ Οἰκολογικὰ Συμπόσια καὶ Συνέδρια μὲ ἐκλεκτὲς ξένες συμμετοχές. Ἡ Ἱερὰ Θεολογικὴ Σχολὴ τῆς Χάλκης λειτούργησε βάσει Ἐκπαιδευτικῶν Κανονισμῶν, ποὺ ἐκδόθηκαν κατὰ τὰ ἔτη 1845, 1853, 1857, 1867, 1874, 1898, 1903 καὶ 1951. Ὁ Κανονισμὸς τοῦ 1903 ἐφαρμόζετο συνεχῶς ἀπὸ τὸ 1923 καὶ ἑξῆς μὲ τροποποιήσεις σύμφωνα πρὸς τὸν περὶ Μειονοτικῶν Σχολῶν καὶ τῆς Μέσης Παιδεύσεως Κανονισμὸ τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας τῆς Τουρκικῆς Δημοκρατίας. Τέλος ὁ Κανονισμὸς τοῦ 1951 εἶναι ὁ πρῶτος ποὺ ἐπικυρώθηκε ἀπὸ τὴν τουρκικὴ πολιτεία. Βέβαια γιὰ θέματα ἐσωτερικῆς ζωῆς, σχέσεων, πειθαρχίας καὶ ἐφαρμογῆς τοῦ προγράμματος ὑπάρχουν καὶ οἱ εἰδικοὶ ἐσωτερικοὶ κανονισμοί. Ἡ Θεολογικὴ Σχολὴ τῆς Χάλκης εἶναι ἱδρυμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ ἔχει ὡς ἄμεσον προστάτη, ρυθμιστὴ καὶ πνευματικὴ κορυφὴ τὸν ἑκάστοτε Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη καὶ τὴν περὶ αὐτὸν Ἱερὰ Σύνοδο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου. Εἰδικότερα μὲ τὰ ἀναφερόμενα στὴν Σχολὴ ζητήματα ἀσχολεῖται ἰδιαίτερη ἐπιτροπὴ ἀρχιερέων, ποὺ ὀνομάζεται «Ἐφορία τῆς Ἱερᾶς Θεολογικῆς Σχολῆς τῆς Χάλκης». Ἡ «Ἐφορία» διαθέτει ἰδιαίτερο γραφεῖο στὸ Πατριαρχεῖο καὶ ἀναφέρεται κανονικῶς στὴν Ἱερὰ Σύνοδο. Τὴν «Ἐφορία» ἀπασχολοῦν ἡ κατάρτιση τοῦ προϋπολογισμοῦ, ὁ διορισμὸς τοῦ διδάσκοντος προσωπικοῦ, ἡ πρόσληψη τῶν σπουδαστῶν καὶ ἡ γενικότερη ἐποπτεία τῆς Σχολῆς. Τὴν ἐσωτερικὴ διεύθυνση τῆς Σχολῆς ἀσκεῖ ὁ διευθυντής της, ποὺ ὀνομάζεται «σχολάρχης». «Σχολάρχης» μπορεῖ νὰ ὀνομαστεῖ ἀρχιμανδρίτης ἢ συνήθως ἐπίσκοπος ἢ μητροπολίτης. Αὐτὸς εἶναι ὁ πρόεδρος τοῦ καθηγητικοῦ συλλόγου καὶ θεωρεῖται ἡγούμενος τῆς μοναστικῆς κοινοβιακῆς ἀδελφότητας, ποὺ ἀπαρτίζουν κατὰ ἰδιότυπον τρόπο ὡς ἀδελφοὶ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς οἱ σπουδαστές της. Συνεργάτες στὸ ἔργο του ὁ σχολάρχης ἔχει τοὺς καθηγητές, τὸν γραμματέα, τὸν ἐπιστάτη ἢ ἐπιμελητὴ τῶν σπουδαστῶν, τὸν βιβλιοφύλακα, τὸν γραμματέα τῆς διευθύνσεως καὶ τὸν οἰκονόμο. Σχολάρχης συνήθως διορίζεται ἕνας ἀπὸ τοὺς ἄγαμους κληρικοὺς μέλος τοῦ καθηγητικοῦ συλλόγου. Σχολάρχες, ποὺ διεύθυναν κατὰ τὸν 19ον αἰώνα γιὰ σειρὰν ἐτῶν τὴν Σχολή, ὑπῆρξαν: ὁ Μητροπολίτης Σταυρουπόλεως Κωνσταντῖνος Τυπάλδος (1844-1864) καὶ ὁ Ἀρχιμανδρίτης Γερμανὸς Γρηγορᾶς (1868-69, 1977-97). Οἱ καθηγητὲς ἐκτὸς ἀπὸ τὸ διδακτικό τους ἔργο εἶναι καὶ μέλη διαφόρων συνοδικῶν ἐπιτροπῶν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Μετέχουν ὡς ἀντιπρόσωποι τοῦ Πατριαρχείου καὶ τῆς Σχολῆς σὲ διάφορα διορθόδοξα καὶ διαχριστιανικὰ ἐπιστημονικὰ συνέδρια καὶ καλούμενοι δίνουν διαλέξεις ἢ κάμνουν ὁμιλίες καὶ μαθήματα σὲ ξένα πανεπιστήμια. Κατὰ τὸν ἐσωτερικὸ κανονισμὸ ἡ Σχολὴ ἔναντι τῶν σπουδαστῶν της διατηρεῖ διορθόδοξη μορφὴ μὲ σαφῶς οἰκουμενικὸ χαρακτῆρα. Ἐπειδὴ λειτουργεῖ ὡς μοναστικὴ ἀδελφότητα, προσλαμβάνει ὡς σπουδαστές της μόνον ἄνδρες, λαϊκούς, κληρικοὺς ἢ μοναχοὺς καὶ τελευταία γιὰ μικρὸ διάστημα καὶ ὡς ἀκροατὲς ἐγγάμους. Οἱ σπουδαστὲς φοροῦν μέσα στοὺς χώρους τῆς Σχολῆς ὁμοιόμορφο κοντόρασο μαύρου χρώματος. Ἔχουν περιορισμένες ἐξόδους σὲ ὁρισμένες ἡμέρες καὶ ἂν χρειαστεῖ, γιὰ εἰδικοὺς λόγους περισσότερος χρόνος, ἡ σχολαρχεία χορηγεῖ εἰδικὴ ἄδεια. Ἡ φοίτηση στὴν Σχολὴ εἶναι συνεχῆς καὶ παρέχεται δωρεάν. Σὲ περίπτωση, κατὰ τὴν ὁποία οἱ σπουδαστὲς μὲ τὴν ὁλοκλήρωση τῶν σπουδῶν τους δὲν χειροτονηθοῦν, ὀφείλουν νὰ καταθέσουν στὴν Σχολὴ χρηματικὴ ἀποζημίωση ἔναντι τῶν ἐξόδων σπουδῶν καὶ διατροφῆς τους. Οἱ σπουδαστὲς εἶτε κατὰ τὴ διάρκεια τῶν σπουδῶν εἶτε μετὰ τὴν ἀποφοίτησή τους καὶ ἐφόσον ἔχουν τὴν κατάλληλη ἡλικία καὶ τὰ ἀπαιτούμενα κανονικὰ προσόντα εἰσέρχονται στὶς τάξεις τοῦ Κλήρου. Τὸ ποσοστὸ τῶν χειροτονουμένων ἀποφοίτων τῆς Σχολῆς εἶναι ἀρκετὰ ὑψηλὸ καὶ ἐγγίζει τὸ 80%. Κέντρο τῆς ζωῆς τῶν σπουδαστῶν ἀποτελεῖ ἡ ὀρθόδοξη λατρεία καὶ ἡ συμμετοχὴ στὶς λατρευτικὲς συνάξεις τοῦ ναοῦ. Σημαντικὴ βαρύτητα δίδεται στὴ διδασκαλία τοῦ μαθήματος τῆς βυζαντινῆς μουσικῆς καὶ οἱ ἀπόφοιτοι τῆς Σχολῆς διακρίνονται γιὰ τὴν κατάρτισή τους στὸ βυζαντινὸ μέλος.
Τὸ πρόγραμμα τῶν μαθημάτων τοῦ Γυμνασιακοῦ Τμήματος εἶναι παρόμοιο μὲ ἐκεῖνο τῶν κλασικῶν λυκείων, ἐνῷ τοῦ Θεολογικοῦ Τμήματος ἀνάλογο ἐκείνων τῶν Ὀρθοδόξων Θεολογικῶν Σχολῶν ποὺ λειτουργοῦν εἶτε στὴν Ἑλλάδα εἶτε σὲ ἄλλες ὀρθόδοξες χῶρες. Τὰ μαθήματα συνήθως ἐκτείνονται σὲ παραδόσεις ἐτήσιας διάρκειας ποὺ τέμνεται ἰσομερῶς σὲ δύο ἑξάμηνα. Οἱ ἐξετάσεις γίνονται στὸ τέλος κάθε ἑξαμήνου, ἐνῷ ἐνδιάμεσα πραγματοποιοῦνται δοκιμασίες προόδου. Στὸ τέλος τοῦ Δ´ ἔτους σπουδῶν οἱ σπουδαστὲς ὑποβάλλουν ἐναίσιμη πτυχιακὴ διατριβὴ καὶ μετὰ τὴν ἐπιτυχὴ κρίση τους στὸ περιεχόμενό της δίδουν τὶς πτυχιακὲς ἐξετάσεις. Οἱ ἀπόφοιτοι λαμβάνουν τὸν τίτλο τοῦ «διδασκάλου τῆς Ὀρθοδόξου Χριστιανικῆς Θεολογίας» σὲ ἰδιαίτερη τελετὴ τὴν Α´ Κυριακὴ τοῦ Ἰουλίου κάθε ἔτους, κατὰ τὴ διάρκεια εἰδικῆς ἐκκλησιαστικῆς τελετῆς ποὺ προεξάρχει ὁ Πατριάρχης καὶ περιβάλλεται ἀπὸ τοὺς συνοδικοὺς ἀρχιερεῖς στὸν Ἱερὸ Ναὸ τῆς Σχολῆς. Κατὰ τὴ διάρκεια τῶν τεσσάρων θεολογικῶν ἐτῶν διδάσκονται τὰ ἑξῆς μαθήματα: Εἰσαγωγὴ στὴν Παλαιὰ καὶ τὴν Καινὴ Διαθήκη, Ἐξηγητικὴ τῆς Παλαιᾶς καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης, Ἱερὰ Ἐρμηνευτική, Ἱερὰ Κριτική, Ἑβραϊκὴ Ἀρχαιολογία, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, Ἱστορία τῶν Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, Πατρολογία, Χριστιανικὴ Ἀρχαιολογία καὶ Χριστιανικὴ Ἀρχιτεκτονική, Δογματική, Συμβολική, Ἀπολογητική, Ἱστορία Δογμάτων, Χριστιανικὴ Ἠθική, Ἐκκλησιαστικὸ Δίκαιο, Λειτουργική, Κατηχητική, Ποιμαντική, Ὁμιλητική, Ἐγκυκλοπαιδεία τῆς Θεολογίας, Φιλοσοφικὴ Ἠθική, Ἱστορία τῆς Φιλοσοφίας, Ἱστορία τῶν Θρησκευμάτων, Βυζαντινὴ Μουσικὴ καὶ Ὑγιεινή. Γιὰ τοὺς σπουδαστὲς ποὺ εἶναι τοῦρκοι ὑπήκοοι διδάσκεται τὸ δίωρο καθ᾽ ἑβδομάδα μάθημα τῆς Τουρκικῆς Φιλολογίας. Ἡ βιβλιοθήκη τῆς Σχολῆς, ποὺ θεωρεῖται μία ἀπὸ τὶς πιὸ πλούσιες στὸν κόσμο σὲ παλαιότυπα καὶ σπάνια βιβλία, ἔχει τὴν ἀρχή της στοὺς βυζαντινοὺς χρόνους, ἀφοῦ πολλὰ ἀπὸ τὰ χειρόγραφά της προέρχονται ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Θεόδωρου Στουδίτη, τοῦ ἱεροῦ Φωτίου καὶ τῆς Αἰκατερίνης τῆς Κομνηνῆς. Κύριος διοργανωτὴς καὶ θεμελιωτὴς τῆς βιβλιοθήκης, πρὶν ἀκόμη ὑπάρξει ἡ Σχολή, ὑπῆρξε ὁ πατριάρχης Μητροφάνης Γ´ (1565-1572 καὶ 1579-1580). Εἶναι ἐκεῖνος ποὺ μεταξὺ ἄλλων δώρισε καὶ 300 σπάνια χειρόγραφα, πολλὰ ἀπὸ τὰ ὁποῖα σῴζονται σήμερα στὴν Αἴθουσα Χειρογράφων τῆς Πατριαρχικῆς Βιβλιοθήκης. Ἡ βιβλιοθήκη πλουτίστηκε μὲ διάφορες ἐκδόσεις ἀπὸ δωρεὲς καὶ σημαντικὲς ἀγορές. Κύριος δωρητὴς τῆς ὑπῆρξε τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, στὸ ὁποῖο ἀνήκει αὐτὴ ὡς ἡ δευτέρα Πατριαρχικὴ Βιβλιοθήκη, μετὰ ἀπὸ ἐκείνην ποὺ ὑπάρχει αὐτοτελῶς στὸ Φανάρι. Πρὶν ἀπὸ τὴν λειτουργία τῆς Σχολῆς ἡ βιβλιοθήκη τῆς Μονῆς ἦταν πιθανῶς ἐγκατεστημένη σὲ ἰδιαίτερο χῶρο τοῦ Πατριαρχείου. Μετὰ τὴν ἵδρυση τῆς Σχολῆς ὁ πατριάρχης Γερμανὸς Δ´ κατὰ τὴν δεύτερή του πατριαρχεία (1852-53) καὶ μὲ προσωπικὲς δαπάνες κατασκεύασε διώροφο λιθόκτιστο κτίριο βιβλιοθήκης ποὺ χρησιμοποιήθηκε μέχρι τὸ σεισμὸ τοῦ 1894. Ἀπὸ τὸ 1986 μέχρι τὸ 1927 τὰ βιβλία ἦσαν τοποθετημένα στὴν μεγάλη αἴθουσα τῆς νοτιοδυτικῆς πλευρᾶς τοῦ ἄνω πατώματος τῆς Σχολῆς. Ἀπὸ τὸ 1927 καὶ μετὰ βρίσκονται στὴ σημερινή τους θέση στὸ ὑπόγειο τῆς βόρειας πλευρᾶς τῆς Σχολῆς.
Τμῆμα ὁλόκληρο μὲ δαπάνη του Κ. Παμούκογλου διασκευάστηκε κατάλληλα ὡς αἴθουσα περιοδικῶν, ἀναγνωστήριο καὶ γραφεῖο τοῦ ὑπευθύνου τῆς λειτουργίας της. Δωρητὲς καὶ εὐεργέτες ὑπῆρξαν, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς προαναφερθέντες, κυρίως οἱ ἀπόφοιτοι τῆς Σχολῆς, πατριάρχες, ἱεράρχες, καὶ ἄλλοι κληρικοί, καθηγητές της, διάφοροι ὁμογενεῖς φιλάνθρωποι, ἀδελφὲς Ἐκκλησίες, φίλες χριστιανικὲς Ἐκκλησίες, ἐκκλησιαστικὰ ἱδρύματα καὶ μεμονωμένα ἄτομα. Ἡ βιβλιοθήκη λειτουργεῖ ὑπὸ τὴν ἐποπτεία τῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς ἐπὶ τῶν Βιβλιοθηκῶν καὶ ὑπὸ τὴν ἐπίβλεψη τριῶν καθηγητῶν τῆς Σχολῆς, μὲ διευθυντή της τὸν ἑκάστοτε βιβλιοφύλακα. Ἐκτὸς τῆς Μεγάλης αὐτῆς Βιβλιοθήκης ὑπάρχει καὶ ἄλλη, ἡ Μαθητικὴ Βιβλιοθήκη, ποὺ ἱδρύθηκε, συντηρεῖται καὶ διευθύνεται ἀπὸ τὸ 1923 ἀπὸ τοὺς σπουδαστὲς τῆς Σχολῆς, ὑπὸ τὴν ἐποπτεία τοῦ Σχολάρχη.
Ἡ Θεολογικὴ Σχολὴ Χάλκης ὑπῆρξε τὸ ἀνώτατο ἐκπαιδευτικὸ καθίδρυμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως καὶ τὸ πνευματικὸ φυτώριο τοῦ σεπτοῦ Κέντρου τῆς Ὀρθοδοξίας γιὰ τὴ στελέχωση αὐτοῦ καὶ τῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων καὶ Ἀρχιεπισκοπῶν, ποὺ ὑπάγονται στὸ κλίμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου.
ΑπάντησηΔιαγραφή