Η Εκκλησία δύναται να επιτελεί το «σωστικό της έργο» όχι με εκείνα που συνήθως πράττει, ούτε με εκείνα που λέγει, αλλά κυρίως με αυτό που «είναι». Η ταυτότητα δηλ. και αυτοσυνειδησία της Εκκλησίας, την οποία πιστεύουμε ότι διασώζει αυθεντικότερα η ορθόδοξη παράδοση, είναι τίποτε το όραμα ενός καινούργιου κόσμου διαφορετικού από το φθαρτό και συμβατικό στον οποίο ζούμε, το όραμα δηλαδή της προσδοκώμενης συμμετοχής στα έσχατα. Το όραμα αυτό πέρα από υπερβατική και προσδοκώμενη στα έσχατα πραγματικότητα αποτελεί εναλλακτική πρόταση ζωής, υπέρβαση της καθημερινότητας και της φθαρτότητας, τις οποίες εκφράζει η συμβατική ζωή. Αυτή την εναλλακτική πρόταση ζωής, η Εκκλησία δύναται να την εκφράζει αυθεντικά στην (ευχαριστιακή κυρίως) λειτουργία της, στην οποία οι πιστοί βιώνουν ως πρόγευση και προληπτική φανέρωση το μεγαλείο της Βασιλείας του Θεού.
Εκκλησία χωρίς αυθεντική λειτουργική πράξη που να αντανακλά τη Βασιλεία του Θεού μετατρέπεται σε κακέκτυπο ομοίωμα της κολάσεως. Ταυτόχρονα όμως οι πιστοί κατά τη μετα-λειτουργία, τη λειτουργία δηλαδή μετά τη (θεία) λειτουργία, καλούνται να μεταλαμπαδεύσουν προς τα έξω, να καταθέσουν με άλλα λόγια ως ζωντανή «μαρτυρία» στον κόσμο, την εμπειρία αυτής της Βασιλείας. Εκκλησία χωρίς αυτή την ιερή «αποστολή» της απλούστατα δεν είναι Εκκλησία. Όσο κι αν σε πολλούς φαίνεται παράδοξο, η Εκκλησία δεν υπάρχει για τον εαυτό της, αλλά για τον κόσμο.
Η λειτουργική αναγέννηση, η οποία σημειωτέον αφορά και στα δύο αυτά διαδοχικά στάδια της ζωής της Εκκλησίας, δεν μπορεί να είναι επιλογή, κάτι δηλαδή που μπορεί να υπάρχει ή να λείπει από το πρόγραμμα μιας ιεραποστολικά προσανατολισμένης Εκκλησίας. Η λειτουργική αναγέννηση αποτελεί μια sine qua non επιτακτική ανάγκη της. Χωρίς διαρκή «αναγέννηση» της «λειτουργικής» ταυτότητας της Εκκλησίας η οποιαδήποτε «ιεραποστολική» μαρτυρία της στον κόσμο καθίσταται αναποτελεσματική και φυσικά αναξιόπιστη. Εδώ θα πρέπει να διευκρινήσουμε πως η λειτουργική αναγέννηση δεν αφορά στην ατομική προσευχή, αλλά σαυτή καθαυτή τη λειτουργία, την κοινή δηλαδή λατρεία της πιστεύουσας κοινότητας, και κυρίως στην Ευχαριστία, η οποία αποτελεί το κεντρικό και προσδιοριστικό της στοιχείο. Mε τον όρο λειτουργική αναγέννηση αναφερόμαστε σε έναν πολύ ευρύτερο της καθ αυτό λειτουργικής ζωής της Εκκλησίας τομέα. Η λειτουργική αναγέννηση στη σύγχρονη θεολογική επιστήμη δεν περιορίζεται μόνον στο πώς η Εκκλησία οφείλει να λατρεύει τον Θεό, αλλά επεκτείνεται και στο τι εκφράζει το καθόλου λειτουργικό γεγονός της Εκκλησίας. Αναφέρεται δηλαδή στα αναγκαία μέτρα, τα οποία οφείλει διαρκώς να λαμβάνει η κάθε εκκλησιαστική κοινότητα, προκειμένου να επαναπροσδιορίζει ορθοδόξως την ταυτότητά της.
Στόχος και κριτήριο της «λειτουργικής αναγέννησης». Η λειτουργική αναγέννηση πρώτα-πρώτα δεν αποβλέπει στον εκσυγχρονισμό απλώς των παραδοσιακών λειτουργικών τελετών, αλλά στην επαναφορά της εκκλησιαστικής κοινότητας στην οντολογική εκκλησιακή της υπόσταση. Μόνον δευτερευόντως μπορούμε να πούμε ότι αποβλέπει και στην αυθεντική και εκκλησιολογικά ορθή λειτουργική πρακτική. Γι αυτό και μοναδικό κριτήριο της λειτουργικής αναγεννήσεως είναι το εκκλησιολογικό. Με άλλα λόγια, στόχος της λειτουργικής αναγέννησης είναι να επανέλθει η κατεξοχήν έκφραση της Εκκλησίας, δηλαδή η Ευχαριστία, στην αυθεντική οντολογική της υπόσταση.
Λειτουργική αναγέννηση και συμμετοχή των λαϊκών. Γι αυτό και κύριο μέλημά της είναι η συμμετοχή των λαϊκών στο λειτουργικό κατ΄ αρχήν και στη συνέχεια στο διοικητικό και διδακτικό έργο της εκκλησίας. Να εκφράζουν δηλαδή οι βαπτισμένοι ως «βασίλειον ιεράτευμα» το τρισσόν (ιερατικό, βασιλικό, προφητικό) αξίωμα του Χριστού. Κι αυτό μπορεί να συμβεί μόνον όταν επέλθουν μερικές άκρως απαραίτητες επαναρρυθμίσεις της ευχαριστιακής λειτουργικής τάξεως, προκειμένου να αποκτήσει εκ νέου η κάθε τοπική χριστιανική ευχαριστιακή κοινότητα την αυθεντική «ορθόδοξη» έκφρασή της.
Θα αρχίσω από τα πλέον ανώδυνα και θα καταλήξω στα πιο δύσκολα.
1. Η λειτουργική αναγέννηση στοχεύει στην επιστροφή στο καθεστώς της πλήρους συμμετοχής του συνόλου του «λαού του Θεού» (γενικής-λαϊκής και της ειδικής-χειροτονημένης ιερωσύνης) στα δρώμενα, αναγινωσκόμενα και ψαλλόμενα της λειτουργίας. Δεν μπορεί ούτε θεολογικά ούτε και κοινωνιολογικά να δικαιολογηθεί ο αποκλεισμός των γυναικών από τα λειτουργικά δρώμενα. Ο αποκλεισμός τους π.χ. από την ψαλμωδία, δυστυχώς εξακολουθεί να είναι από τα πλέον αρνητικά «προνόμια» της ελλαδικής Ορθοδοξίας.
2. Η λειτουργική αναγέννηση στοχεύει στην επαναφορά, έστω και σταδιακά, του «λαού» όπως απαιτεί η ορθόδοξη λειτουργική παράδοση στη θέση του «χορού», και πολύ περισσότερο του μόνου «ιεροψάλτη». Τελικός στόχος η οριστική αχρήστευση των ενδιάμεσων και μόνο βοηθητικών αυτών παραγόντων της λειτουργικής ζωής της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
3. Η λειτουργική αναγέννηση στοχεύει στο να επανέλθει η Θ. Ευχαριστία, αλλά και οι συνδεόμενες με αυτήν ακολουθίες (τόσο του νυχθημέρου, όσο και οι μυστηριακές), σε μορφή (γλωσσική, συμβολική κλπ.) προσιτή στο μέσο πιστό και κατανοητή (βεβαίως μυστηριακά) από το σύνολο της κοινότητας, τους φυσικούς δηλαδή συλλειτουργούς των μυστηρίων της Εκκλησίας.
4. Η λειτουργική αναγέννηση στοχεύει στην κατάργηση
(α) της μυστικής ανάγνωσης των ευχών (και κυρίως αυτών της αναφοράς),
(β) της γονυκλισίας κατά την επίκληση, και
(γ) του μεταγενέστερου περιορισμού αποκλειστικά στον ανώτερο κλήρο του ασπασμού της ειρήνης (κατά το «αγαπήσωμεν αλλήλους»), της δυναμικής δηλαδή πράξης συμφιλίωσης της κοινότητας, και μοναδικής προϋπόθεσης συμμετοχής στην αληθινή λατρεία (Ματθ. 5,23εξ).
5. Η λειτουργική αναγέννηση στοχεύει στην επαναφορά της ορθόδοξης ναοδομίας στην αρχική της μορφή (παλαιοχριστιανική ή πρώιμη βυζαντινή), με ανάδειξη των στοιχείων εκείνων που χαρακτηρίζουν την πρωτοποριακή επανάσταση της βυζαντινής τεχνοτροπίας της Αγίας Σοφίας, η οποία όπως είναι γνωστό υπογραμμίζει:
(α) τη φωτεινότητα του χώρου, σε αντίθεση με τη μεταγενέστερη, μη υγιούς μυστικής επίδρασης υποβάλλουσα σκοτεινότητα, που αντί να προσανατολίζει την ευχαριστιακή κοινότητα στη λαμπρότητα και το χαρμόσυνο της Βασιλείας, συμβάλλει ακούσια στην εξατομίκευση του γεγονότος της σωτηρίας.
(β) το ευρύχωρο στη λειτουργική διαρρύθμιση του χώρου, χωρίς τα ενδιάμεσα καθίσματα, που μετατρέπουν το λαό από ενεργητικό συλλειτουργό σε απλό θεατή και παθητικό δέκτη των τελουμένων.
6. Η λειτουργική αναγέννηση στοχεύει στην κατάργηση του τέμπλου στη σημερινή του μορφή, που επιτείνει τη διάκριση κλήρου και λαού. Προσωπικά δεν υποστηρίζω την επαναφορά του πρωτοχριστιανικού μοντέλου, αλλά τη μορφή που είχε μετά το θρίαμβο των εικόνων, με «στήλους» (εξού και ο γνωστός όρος «αναστήλωση των εικόνων») και χαμηλά θωράκια, στο ύψος των οποίων θα μπορούσαν να τοποθετηθούν μικρές φορητές εικόνες, αντί των γιγαντιαίων σημερινών.
7. Η λειτουργική αναγέννηση στοχεύει στην επαναφορά των ευχών της ορθόδοξης λειτουργικής παράδοσης στην πραγματική τους θέση και μορφή. Είναι απαράδεκτο να απαγγέλλεται ο κατηχητικός λόγος του ιερού Χρυσοστόμου στην αναστάσιμη ακολουθία του Πάσχα μετά τη θεία κοινωνία, η λειτουργία των προηγιασμένων να τελείται το πρωί, η ευχή των βαΐων να μετατρέπεται σε ευλογία από τη χειροτονημένη ιερωσύνη προς τους λαϊκούς. Όλα αυτά υποτιμούν το ιερατικό λειτούργημα των λαϊκών, ακυρώνουν την αρχιερωσύνη του Χριστού, και επαναφέρουν την μια για πάντα καταργημένη μεσιτική ιερωσύνη των εξω-χριστιανικών θρησκειών.
8. Η λειτουργική αναγέννηση στοχεύει στην ανάδειξη όλων των κινητών, λειτουργικών και συμμετοχικών στοιχείων της ορθόδοξης Λειτουργίας. Και τα πλέον ενδεδειγμένα είναι :
(α) η εκ νέου ενεργοποίηση του άμβωνα και η μεταφορά σ αυτόν, έξω δηλαδή από το ιερό, όλων των σχετικών «ευαγγελιστικού χαρακτήρα» τμημάτων της λειτουργικής πράξης, όπως το «Μυστήριο του Λόγου» της Θείας Λειτουργίας, αλλά και όλων των μη-ευχαριστιακών ακολουθιών (εσπερινός, όρθρος κλπ.), σύμφωνα με την αρχαιότερη κανονική λειτουργική τάξη (που ευτυχώς διασώζεται κατά την αρχιερατική λειτουργική τάξη, όπου ο επίσκοπος «χοροστατεί», προΐσταται δηλαδή του χορού) (β) η επαναφορά στην αυθεντικότερη μορφή της μεγάλης εισόδου, με τη συμβολική συμμετοχή της κοινότητας, όπου ο προεστώς της ευχαριστιακής συνάξεως δεν μεταφέρει ο ίδιος, αλλά υποδέχεται την προσφορά των δώρων της κτιστής δημιουργίας. Σήμερα η μεταφορά τους πραγματοποιείται δια των διακόνων, της ενδιάμεσης δηλαδή τάξεως μεταξύ της γενικής ιερωσύνης, των λαϊκών, και της ειδικής ιερωσύνης, δηλαδή των κληρικών. Επίσης, είναι επιβεβλημένη η μεταφορά της προσκομιδής πριν από τη μεγάλη είσοδο. Είναι και στο σημείο αυτό ενδεικτική η τάξη της αρχιερατικής Λειτουργίας.
9. Η λειτουργική αναγέννηση στοχεύει στην ανάδειξη του αποκλειστικά εσχατολογικού χαρακτήρα της Ευχαριστίας ως μυστηρίου της Βασιλείας, και όχι ως μιας θρησκευτικής τελετής ανάμεσα σε πολλές, και της ευχαριστιακής σύναξης ως αναλαμπής της ογδόης ημέρας. Αυτό μπορεί να γίνει ή με τη μεταφορά του όρθρου το βράδυ του Σαββάτου και τη σύνδεσή του με την ακολουθία του εσπερινού κατά το σαββαϊτικό τυπικό (νυχτερινή πανυχίδα της Κυριακής, καθεστώς που ισχύει με επιτυχία σε ολόκληρη τη σλαβόφωνη Ορθοδοξία), ή με την κατάργηση ή συντόμευση του όρθρου σε μερικές ενορίες (όχι στα μοναστήρια).
10. Κυρίως όμως η λειτουργική αναγέννηση πρέπει να στοχεύει στην επαναφορά της καθολικής συμμετοχής των λαϊκών, όλων δηλαδή του βαπτισμένων (και βέβαια μη αφορισμένων) μελών του σώματος του Χριστού, στην εσχατολογική τράπεζα της Βασιλείας του Θεού, στη θεία δηλαδή «κοινωνία». Η προβολή απλώς της συχνής «μεταλήψεως», για την οποία οι κολλυβάδες αγωνίστηκαν με τόσο πάθος, αλλά και τόση επιτυχία για τα πρώτα βήματα της λειτουργικής αναγέννησης σήμερα, δεν αρκεί. Η συμμετοχή των λαϊκών στο μυστήριο της ζωής, το μυστήριο par excellence της Εκκλησίας, υπό προϋποθέσεις (αξιοσύνης, σωστής προετοιμασίας κλπ.), και μάλιστα σε συνάρτηση με άλλα (ασφαλώς υποδεέστερα από άποψη ορθόδοξης θεολογίας) «μυστήρια» (μετανοίας, ιερωσύνης κλπ) είναι εκκλησιολογικά απαράδεκτη και ουσιαστικά αντορθόδοξη.
Το πρόβλημα της υπέρβασης του κακού στον κόσμο είναι κατά κύριο λόγο εκκλησιολογικό. Μόνο, λοιπόν, με το μαζικό επαναπροσδιορισμό της ταυτότητας της Εκκλησίας μέσα από μια ριζική λειτουργική αναγέννηση, μπορούν να αναδειχθούν οι βασικές ιδιότητες της Εκκλησίας, όπως η ενότητα και η καθολικότητα, με την αναγνώριση της αναγκαιότητας της υπέρβασης της «αποκλειστικότητας» και την παραχώρηση της θέσης της στην προτεραιότητα της «κοινωνίας» με τους «άλλους» (επακόλουθα: η υπέρβαση των εθνικιστικών, φυλετικών εκδηλώσεων, η προώθηση της ενότητας της Ορθοδοξίας, η αναζήτηση της ορατής ενότητας της Εκκλησίας και ο αγώνας για την ενότητα της ανθρωπότητας).
Μόνον έτσι μπορεί να επιτευχθεί η υπέρβαση της φθαρτής ιεραρχικής τάξης των ιερατικών χαρισμάτων, η οποία είναι αντανάκλαση της πεπτωκυίας κοσμικής τάξης πραγμάτων και όχι της κενωτικής τριαδικής θεϊκής υπόστασης (επακόλουθα: η επάνοδος στην παραδοσιακή αυθεντική ορθόδοξη «εικονική» ερμηνεία των κατεξοχήν ιερατικών λειτουργημάτων [επισκόπου, πρεσβυτέρου, ως τύπων του Χριστού και των αποστόλων αντίστοιχα], κυρίως όμως επάνοδος στην αυθεντική «συνοδικότητα» σε όλους τους τομείς της εκκλησιαστικής ζωής, με τεράστιες επιπτώσεις στην κοινωνική ζωή [ανεκτικότητα, καταλλαγή, οικουμενικότητα, πραγματική κοινωνία ανδρός και γυναικός κλπ.].
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου