Παρασκευή 16 Σεπτεμβρίου 2011

Το παιδαγωγικά επιτυχημένο σχολείο


Τρεις οι βασικές παραδοχές για το σχολείο και τα μαθήματα.
1. Σε όλα τα μαθήματα του σχολείου αντικατοπτρίζεται η ανάγκη του ανθρώπου για γνώση και κατανόηση της φύσης και της κοινωνίας, για κατανόηση του μικρόκοσμου και του μεγάκοσμου που τον περιβάλλει. Αντικατοπτρίζεται η αγωνιώδης προσπάθειά του για αυτοσυνειδησία.
2. Όλα τα μαθήματα στο σχολείο – ως περιεχόμενο και ως τρόπος διαπραγμάτευσης μαζί – εξυπηρετούν τον κύριο σκοπό της εκπαίδευσης, που δεν είναι άλλος από την αγωγή και τη μόρφωση των παιδιών μας. Στο σχολείο αυτό επιτυγχάνεται με τη δια-μεσολάβηση των παιδαγωγών. Εκεί, η ενήλικη και ώριμη γενιά της κοινωνίας με οργανωμένο και συστηματικό τρόπο βοηθάει τη νεότερη να προσλάβει κριτικά τη συσσωρευμένη από γενιά σε γενιά σοφία και πείρα της ανθρωπότητας.
3. Η αγωγή είναι συναρτησιακή-πολυπαραγοντική υπόθεση και «δουλεύει» σε βάθος χρόνου.
Με αφετηρία λοιπόν τις παραπάνω παραδοχές, μπορούμε να ξαναδούμε μερικά από τα θεμελιώδη ερωτήματα της Εκπαίδευσης. Η μελέτη αυτών των ερωτημάτων θα μας επιτρέψει να δούμε καλύτερα την αξία των μαθημάτων μέσα στο εκπαιδευτικό μας σύστημα. Τα θεμελιώδη λοιπόν ερωτήματα όπως εγώ τα αντιλαμβάνομαι είναι:
1. Τι είναι επιστημονική γνώση σήμερα, ποια είναι τα κριτήρια εγκυρότητάς της, πώς και γιατί διαμορφώνονται αυτά τα κριτήρια;
2.Τι μέρος αυτής της έγκυρης γνώσης, θεωρείται ότι έχει μεγάλη αξία για τον άνθρωπο και την ανθρωπότητα. Θεωρείται δηλαδή ως βασική και κρίσιμη γνώση για την προσωπική και κοινωνική ανάπτυξη; Ποιοι θα προσδιορίσουν την κρισιμότητα της παραπάνω έγκυρης γνώσης, γιατί και πώς ; (κριτήρια).
3.Τι μέρος από αυτήν την παραπάνω βασική και κρίσιμη γνώση θεωρείται ως αναγκαίο να διδάσκεται στο σχολείο; (σχολική γνώση). Ποιοι και γιατί θα προσδιορίσουν αυτό το αναγκαίο μέρος και πώς; (κριτήρια).
Αυτά τα ερωτήματα συμπυκνώνουν μία από τις βασικές διαστάσεις της όλης προβληματικής για τα μαθήματα. Ας την ονομάσουμε «γνωσιακή διάσταση», αυτή δηλαδή που απαντάει στο «τι» της εκπαιδευτικής λειτουργίας.
Η άλλη διάσταση, αξεχώριστη από την πρώτη, είναι η «παιδαγωγική διάσταση». Αυτή απαντάει στο «πώς» της εκπαιδευτικής λειτουργίας. Με το «πώς», η έγκυρη, βασική, κρίσιμη και αναγκαία επιστημονική γνώση αναπλαισιώνεται σε σχολική, για να είναι προσβάσιμη στα παιδιά, να μπορεί δηλαδή να διδαχθεί και να μαθευτεί. Εδώ είναι και η ουσία της Παιδαγωγικής. Η παιδαγωγική είναι πράξη που πρέπει να απαντάει σωστά κάθε φορά στο «πώς» της εκπαιδευτικής λειτουργίας, για να διευκολύνει τη μάθηση και μέσα από αυτήν την ανάπτυξη του νέου ανθρώπου. Η διευκόλυνση αυτή δε νοείται παρά ως σχέση ψυχολογικής βοήθειας του παιδαγωγού προς τον παιδαγωγούμενο. Σε αυτήν τη σχέση ψυχολογικής βοήθειας βασίζεται η παιδαγωγική επιτυχία οποιουδήποτε σχολείου.
Από το «πώς» λοιπόν της παιδαγωγικής λειτουργίας παράγεται το βασικό ερώτημα: « Πόσο παιδαγωγικά επιτυχημένο θεωρείται ότι είναι το σχολείο μας σήμερα; Σε τι βαθμό εκτιμάται ότι είναι επιτυχημένο; καθόλου, λίγο, αρκετά, πολύ, πάρα πολύ και γιατί;»
Η συμβολή μας ως παιδαγωγών στην παιδαγωγική επιτυχία του σχολείου μας είναι αναμφισβήτητη. Αυτή η συμβολή κρίνεται καθημερινά μέσα στην τάξη και ως ένα μεγάλο βαθμό, από τον τρόπο που επικοινωνούμε με τα παιδιά στο μάθημά μας, από τον τρόπο που διαπραγματευόμαστε το περιεχόμενο του μαθήματός μας. Εμείς λοιπόν είμαστε αυτοί που με τη στάση μας δίνουμε ή δεν δίνουμε την αξία που πρέπει στο μάθημά μας ή και την «καταστρέφουμε» ακόμα. Πάρτε για παράδειγμα έναν σπουδαίο ρόλο ενός μεγάλου θεατρικού έργου και δώστε τον σε έναν ηθοποιό που δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του. Είναι βέβαιο ότι θα καταστρέψει όχι μόνο το ρόλο, αλλά και την παράσταση. Θα την απαξιώσει. Γνωρίζουμε δηλαδή ως παιδαγωγοί ότι δεν παίρνουμε «αξία» από το μάθημά μας, αλλά από τον τρόπο που το δουλεύουμε με τα παιδιά μας στην τάξη. Από το «πώς». Ήταν και θα είναι συνεπώς σχεσιακή και εμπρόσωπη λειτουργία η εκπαίδευση, νοουμένου ότι δε διδάσκουμε μαθήματα, αλλά μαθητές και δε διδάσκουμε άλλο τι παρά μόνο αυτό που είμαστε. Αυτό βλέπουν τα παιδιά σε εμάς και από αυτό διαπαιδαγωγούνται. Είμαστε λοιπόν εμείς οι παιδαγωγοί, σε θέση να συν-κινήσουμε τα παιδιά μας, έτσι ώστε να σχετιστούν προσωπικά με το μάθημά μας και να το αγαπήσουν; Μπορούμε τελικά να φτιάξουμε μια γνήσια παιδαγωγική σχέση στο μάθημά μας; Μέσα σε αυτήν νομίζω πως «κρύβεται» η αξία του μαθήματός μας και οποιουδήποτε μαθήματος. Εκεί γίνεται η διαπραγμάτευση των νοημάτων του κάθε μαθήματος κι εκεί κρίνεται και «παίζεται» σε τελική ανάλυση η σπουδαιότητά του και κατά συνέπεια η παιδαγωγική επιτυχία του σχολείου.








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου