Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 2011

«ΣΥΓΓΝΩΣΤΟΝ ΓΑΡ, ΟΥ ΤΙΜΩΡΗΤΟΝ, Η ΑΣΘΕΝΕΙΑ»

Είναι αλήθεια ότι στα όρια του Χριστιανισμού αρκετές φορές μεγαλύτερος λόγος γίνεται για την αμαρτία και λιγότερος για την αρετή. Έτσι, συνειδητά ή ασυνείδητα, η αναζήτηση του Χριστού μοιάζει να περνάει κατ’ ανάγκη μέσα από το δρόμο της αποφυγής της αμαρτίας. Στο κέντρο δηλαδή της ζωής βρίσκεται η αμαρτία, η οποία πρέπει να νικηθεί προκειμένου να φτάσει κάποιος στην αρετή. Πρόκειται ουσιαστικά για μια πορεία στέρησης, όπου ο σκοπός δεν είναι η αναζήτηση του αγαθού, αλλά κυρίως και κατεξοχήν η αποφυγή του κακού.
Δεν χωρά αμφιβολία ότι μια τέτοια τοποθέτηση δίνει στην αμαρτία διαστάσεις μεγαλύτερες απ’ ότι αυτή έχει, γεννά συμπλέγματα ενοχικότητας και φανερώνει τον κόσμο του Θεού κόσμο μανιχαϊκό, όπου παλεύουν για την επικράτηση οι δυνάμεις του καλού με τις δυνάμεις του κακού. Όλα αυτά εντός ενός πολιτισμού που αναζητά και μετά μανίας προβάλλει, κάποιες φορές μάλιστα και δημιουργεί, συμπεριφορές παραβατικότητας, θέτοντας στο περιθώριό του την ανάδειξη του καλού, το οποίο κατανοεί αποκλειστικά επετειακά. Έρχονται, άλλωστε, άπαξ του έτους οι εορτασμοί των Χριστουγέννων και του Πάσχα, στο χωροχρόνο των οποίων ανήκει η φολκλορική παρουσίαση της θετικής πλευράς της ζωής, η ανθρωπινότητά της. Με τον τρόπο αυτό ο πολιτισμός της παραβατικότητας, προσφέροντας δόσεις εικονικού συναισθήματος, δίκην μουσικού διαλείμματος, αποκτά το άλλοθι του, προκειμένου να συνεχίσει την πορεία του, την ύπαρξή του ανενόχλητος και δικαιωμένος.
Και εάν όλα αυτά αποτελούν το παρόν του σύγχρονου πολιτισμού στον οποίο άλλωστε ανήκουν και εντός του οποίου φανερώνονται, άλλως αποκαλύπτονται οι Χριστιανικές Εκκλησίες του κόσμου, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι και από αυτόν δημιουργήθηκαν, ο δρόμος της αμαρτίας σε Ανατολή και Δύση έχει τη δική του ιστορία. Θα πρέπει, λοιπόν, ευθύς εξαρχής να τονιστεί με έμφαση ότι η θεολογία για τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα δεν είναι γέννημα της Βίβλου. Ο λόγος της Α΄ Επιστολής του Ιωάννη για «αμαρτία προς θάνατο» (5,16-17), που πολλές φορές χρησιμοποιήθηκε για να υποστηριχθούν τα λεγόμενα θανάσιμα αμαρτήματα, δεν γίνεται για κάποια συγκεκριμένη αμαρτία, αλλά όπως μπορεί κάποιος εύκολα να καταλάβει από τα συμφραζόμενα είναι λόγος που αναφέρεται στην άρνηση της ενανθρώπησης. Η μόνη αμαρτία που οδηγεί στο θάνατο είναι, λοιπόν, σύμφωνα με την Καινή Διαθήκη η άρνηση της σάρκωσης του Θεού Λόγου και συνεπώς η άρνηση της Ανάστασης.
Ο κατεξοχήν χώρος γέννησης της θεωρίας των επτά θανάσιμων αμαρτημάτων είναι η δυτική Χριστιανοσύνη και εισηγητής τους τον 62 αιώνα ο πάπας Γρηγόριος ο Μέγας, ο επονομαζόμενος και Διάλογος. Πρόκειται για τον ίδιο πάπα που έθεσε στο κέντρο της θεολογίας του τη διδασκαλία για το «καθάρσιο πυρ» και με τον τρόπο αυτό εγκαινίασε τον «σκοτεινό μεσαίωνα με τις φοβίες του για την κόλαση», που στηρίζεται στη νομική και άκρως ηθικιστική κατανόηση της σχέσης Θεού και ανθρώπου. Πρόκειται για μια σχέση η οποία στηρίζεται στο σχήμα έγκλημα και τιμωρία. Η αμαρτία είναι έγκλημα του ανθρώπου που θίγει τη θεία δικαιοσύνη και το ξεπέρασμά της πραγματοποιείται μέσα από το δρόμο της τιμωρίας. Προδρομικές εκφράσεις της διδασκαλίας των επτά θανάσιμων αμαρτημάτων, μια πρώτη δηλαδή προσπάθεια αρίθμησης των αμαρτημάτων, με όλα όσα αυτή συνεπάγεται, συνιστούν τον 45 αιώνα οι κατάλογοι που καταρτίσθηκαν από τον Ευάγριο Ποντικό και λίγο αργότερα από τον Ιωάννη Κασσιανό. Μάλιστα ο Ευάγριος αριθμεί οκτώ βαριά αμαρτήματα, οκτώ λογισμούς, λαιμαργία, πορνεία, φιλαργυρία, λύπη, οργή, ακηδία, κενοδοξία και υπερηφάνεια, από τους οποίους στην πορεία με τη σύμπτυξη της κενοδοξίας με την υπερηφάνεια, όπως ο ίδιος υποστηρίζει, προήλθαν τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα. Πρέπει, βέβαια, στο σημείο αυτό να σημειωθεί ότι ο Ευάγριος δεν ομιλεί για θανάσιμα αμαρτήματα, αλλά για λογισμούς, οι οποίοι πλήττουν τους μοναχούς στην πάλη τους με τους δαίμονες και οι οποίοι γιατρεύονται με την  «ότι πολλοί πλάνοι εξήλθον εις τον κόσμον, οι μη ομολογούντες Ιησούν Χριστόν ερχόμενον εν σαρκί», Β’ Ιωάν.7.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου