«... τὰ τῶν ἀνθρώπων ἤθη κατεκόσµησας». - Μὲ τὴν φράση αὐτή, τὸ ἀπολυτίκιο, ἀπόλυτα ἐπιτυχηµένα, τονίζει τὴν κοινωνικὴ προσφορὰ τοῦ Ἅγιου Βασιλείου, ποὺ µὲ τὴν θεία διδασκαλία του στόλισε µὲ ἀρετὲς τὰ ἤθη καὶ τὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων. Ὁ Μέγας αὐτὸς πατέρας καὶ διδάσκαλος τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας γεννήθηκε τὸ 329, κατ΄ ἄλλους τὸ 330 µ.Χ., στὴ Νεοκαισάρεια τοῦ Πόντου, σύµφωνα µὲ τὰ γραφόµενα τοῦ φίλου του, Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου. Τὰ δὲ ἐγκυκλοπαιδικὰ λεξικὰ ἀναφέρουν σὰν πατρίδα τοῦ Μ. Βασιλείου τὴν Καισαρεία τῆς Καππαδοκίας. Οἱ γονεῖς του Βασίλειος (καὶ αὐτός), ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴν Νεοκαισάρεια τοῦ Πόντου καὶ Ἐµµέλεια, ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴν Καππαδοκία, ἂν καὶ κατὰ κόσµον εὐγενεῖς καὶ πλούσιοι, εἶχαν συγχρόνως καὶ ἀκµαιότατο χριστιανικὸ φρόνηµα. Αὐτοὶ µάλιστα ἔθεσαν καὶ τὶς πρῶτες -καθοριστικῆς σηµασίας- πνευµατικὲς βάσεις τοῦ Ἁγίου. Μὲ ἐφόδιο αὐτὴ τὴν χριστιανικὴ ἀνατροφή, ὁ Βασίλειος ἀρχίζει µία καταπληκτικὴ ἀνοδικὴ πνευµατικὴ πορεία. Ἔχοντας τὰ χαρίσµατα τῆς εὐστροφίας καὶ τῆς µνήµης, κατακτᾷ σχεδὸν ὅλες τὶς ἐπιστῆµες τῆς ἐποχῆς του. Καὶ τὸ σπουδαιότερο, κατακτᾷ τὴν θεία θεωρία τοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ τὴν κάνει ἀµέσως πράξη µὲ τὴν αὐστηρὴ ἀσκητικὴ ζωή του. Ἂς ἀναφέρουµε ὅµως, περιληπτικά, τὴν πορεία τῶν δραστηριοτήτων του. Μετὰ τὶς πρῶτες του σπουδὲς στὴν Καισαρεία καὶ κατόπιν στὸ Βυζάντιο, ἐπισκέφθηκε, νεαρὸς ἀκόµα, τὴν Ἀθήνα, ὅπου ἐπὶ τέσσερα χρόνια συµπλήρωσε τὶς σπουδές του, σπουδάζοντας φιλοσοφία, ρητορική, γραµµατική, ἀστρονοµία καὶ ἰατρική, ἔχοντας συµφοιτητές του τὸν Γρηγόριο τὸν Ναζιανζηνὸ (τὸν θεολόγο) καὶ τὸν Ἰουλιανὸ τὸν Παραβάτη. Ἀπὸ τὴν Ἀθήνα ἐπέστρεψε στὴν Καισαρεία καὶ δίδασκε τὴν ρητορικὴ τέχνη. Ἀποφάσισε ὅµως, νὰ ἀκολουθήσει τὴν µοναχικὴ ζωὴ καὶ γι᾿ αὐτὸ πῆγε στὰ κέντρα τοῦ ἀσκητισµοῦ, γιὰ νὰ διδαχθεῖ τὰ τῆς µοναχικῆς πολιτείας στὴν Αἴγυπτο, Παλαιστίνη, Συρία καὶ Μεσοποταµία. Ὅταν ἐπέστρεψε, ἀποσύρθηκε σὲ µία Μονὴ τοῦ Πόντου, ἀφοῦ ἔγινε µοναχός, καὶ ἀσκήθηκε ἐκεῖ µὲ κάθε αὐστηρότητα γιὰ πέντε χρόνια (357-362). Ἤδη τέλεια καταρτισµένος στὴν Ὀρθόδοξη Πίστη, χειροτονήθηκε διάκονος καὶ πρεσβύτερος ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο Καισαρείας Εὐσέβιο. Ὁ ὑποδειγµατικὸς τρόπος τῆς πνευµατικῆς ἐργασίας του δὲν ἀργεῖ νὰ τὸν ἀνεβάσει στὸ θρόνο τῆς ἀρχιερωσύνης, διαδεχόµενος τὸν Εὐσέβιο στὴν ἐπισκοπὴ τῆς Καισαρείας (370). Μὲ σταθερότητα καὶ γενναῖο φρόνηµα, ὡς ἀρχιερέας ἔκανε πολλοὺς ἀγῶνες γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Πίστη. Μὲ τοὺς ὀρθόδοξους λόγους ποὺ συνέγραψε, κατακεραύνωσε τὰ φρονήµατα τῶν κακοδόξων. Στοὺς ἀγῶνες του κατὰ τοῦ Ἀρειανισµοῦ ἀναδείχτηκε ἀδαµάντινος, οὔτε κολακεῖες βασιλικὲς τοῦ Οὐάλεντα (364-378), ποὺ πῆγε αὐτοπροσώπως στὴν Καισαρεία γιὰ νὰ τὸν µετατρέψει στὸν Ἀρειανισµό, οὔτε οἱ ἀπειλὲς τοῦ Μόδεστου µπόρεσαν νὰ κάµψουν τὸ ὀρθόδοξο φρόνηµα τοῦ Ἁγίου. Ὑπεράσπισε µὲ θάῤῥος τὴν Ὀρθοδοξία, καταπλήσσοντας τὸν βασιλιὰ καὶ τοὺς Ἀρειανούς. Ἀκόµα, ἀγωνίστηκε κατὰ τῆς ἠθικῆς σήψεως καὶ ἐπέφερε σοφὲς µεταῤῥυθµίσεις στὸ µοναχισµό. Ἡ δὲ ὑπόλοιπη ποιµαντορικὴ δράση του, ὑπῆρξε ἀπαράµιλλη, κτίζοντας τὴν περίφηµη «Βασιλειάδα», συγκρότηµα µὲ εὐαγῆ Ἱδρύµατα, ὅπως πτωχοκοµεῖο κ.ἄ., ὅπου βρῆκαν τροφὴ καὶ περίθαλψη χιλιάδες πάσχοντες κάθε ἡλικίας, γένους καὶ φυλῆς. Νὰ ἀναφέρουµε ἐπίσης ὅτι ὁ Μέγας Βασίλειος, ἐκτὸς τῶν ἄλλων ἔργων του, ἔγραψε καὶ Θεία Λειτουργία, πού, µετὰ τὴν ἐπικράτηση αὐτῆς τῆς συντοµότερης τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόµου, τελεῖται 10 φορὲς τὸ χρόνο: τὴν 1η Ἰανουαρίου (ὅπου γιορτάζεται καὶ ἡ µνήµη του), τὶς πρῶτες πέντε Κυριακὲς τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, τὶς παραµονὲς τῶν Χριστουγέννων καὶ τῶν Θεοφανείων, τὴν Μ. Πέµπτη καὶ τὸ Μ. Σάββατο. Στὰ πενήντα του χρόνια ὁ Μέγας Βασίλειος, ἐξαιτίας τῆς ἀσθενικῆς κράσεώς του καὶ τῆς αὐστηρῆς ἀσκητικῆς ζωῆς του (ὁρισµένες πηγὲς λένε ἀπὸ βαριὰ ἀῤῥώστια τοῦ ἥπατος ἢ τῶν νεφρῶν), τὴν 1η Ἰανουαρίου τοῦ 378 ἢ κατ΄ ἄλλους τὸ 379 µὲ 380, ἐγκαταλείπει τὸ φθαρτὸ καὶ µάταιο αὐτὸ κόσµο, ἀφήνοντας παρακαταθήκη καὶ Ἱερὴ κληρονοµιὰ στὴν ἀνθρωπότητα ἕνα τεράστιο πνευµατικὸ ἔργο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου