Η μνήμη του τιμάται στις 23 Απριλίου για τις Εκκλησίες που πηγαίνουν σύμφωνα με το Ιουλιανό ημερολόγιο. Eάν η ημέρα συμπέσει πριν την Ανάσταση, μετατίθεται τη Δευτέρα της Διακαινησίμου. Ο Άγιος Γεώργιος θεωρείται Άγιος της Καθολικής, τηςΑγγλικανικής, της Ορθόδοξης, της Λουθηρανικής, της Αγγλικανικής και της Αρμενικής Εκκλησίας.
Γεννήθηκε μεταξύ των ετών 280-285 μ.Χ., πιθανώς στην περιοχή της Αρμενίας, από τον Έλληνα Συγκλητικό, στρατηλάτη στο αξίωμα, κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Διοκλητιανού, Γερόντιο. Εκεί, σε ένα μοναστήρι της περιοχής, ο Άγιος δέχθηκε το Μυστήριο του Βαπτίσματος και έγινε μέλος της Εκκλησίας. Ο πατέρας του Αγίου, Γερόντιος, καταγόταν από πλούσια και επίσημη γενιά της Καππαδοκίας. Σε παλαιό χειρόγραφο αναφέρεται ότι γεννήθηκε στη Σεβαστούπολη της Μικρής Αρμενίας, αρχικά ήταν ειδωλολάτρης και αργότερα έγινε χριστιανός. Η σύζυγός του ονομαζόταν Πολυχρονία, ήταν χριστιανή και καταγόταν από το γνωστό Λύδδα (Διάσπολη) της Παλαιστίνης. Όπως αναφέρουν οι πηγές, η οικογένεια του Αγίου, όταν εκείνος ήταν σε μικρή ηλικία, μετοίκησε στη Λύδδα, λόγω του θανάτου του πατρός του.
Σε νεαρή ηλικία ο Γεώργιος κατατάχθηκε στο ρωμαϊκό στρατό. Διακρίθηκε για την τόλμη και τον ηρωισμό του και έλαβε το αξίωμα του Τριβούνου. Λίγο αργότερα ο Διοκλητιανός τον έκανε Δούκα (διοικητή) με τον τίτλο του Κόμητος (συνταγματάρχη) στο τάγμα τον Ανικιώρων της αυτοκρατορικής φρουράς• «πολλάκις πρότερον μεγαλοπρεπώς διαπρέψας του των σχολών μετά ταύτα πρώτου τάγματος κόμης κατ' εκλογήν προεβλήθη».
Το 303 μ.Χ., όταν άρχισαν οι διωγμοί του Διοκλητιανού, ο Άγιος Γεώργιος δε δίστασε να ομολογήσει τη χριστιανική του πίστη, προκαλώντας το μένος του Διοκλητιανού, ο οποίος τον υπέβαλε σε σειρά βασανιστηρίων. Η πίστη του Αγίου γίνεται αφορμή να βαπτιστούν οι στρατιωτικοί Ανατόλιος και Πρωτολέων, Βίκτωρ και Ακίνδυνος, Ζωτικός και Ζήνωνας, Χριστοφόρος και Σεβιριανός, Θεωνάς, Καισάριος και Αντώνιος, των οποίων τη μνήμη εορτάζει η Εκκλησία στις 20 Απριλίου και η βασίλισσα Αλεξάνδρα, σύζυγος του Διοκλητιανού, μαζί με τους δούλους της Απολλώ, Ισαάκιο και Κοδράτο, των οποίων η μνήμη τιμάται στις 21 Απριλίου.
Ο Διοκλητιανός δεν το περίμενε και έφριξε με τη στάση του Γεωργίου. Τότε άρχισε για τον Άγιο μια σειρά φρικτών βασανιστηρίων, αλλά και θαυμάτων, που έφεραν πολλούς ειδωλολάτρες στη χριστιανική πίστη. Αφού τον λόγχισαν, ξέσκισαν τις σάρκες του με ειδικό τροχό από μαχαίρια. Έπειτα, τον έριξαν σε λάκκο με βραστό ασβέστη και κατόπιν τον ανάγκασαν να βαδίσει με πυρωμένα μεταλλικά παπούτσια. Από όλα αυτά ο Θεός τον κράτησε ζωντανό και έγινε αιτία να εξευτελιστούν τα είδωλα και οι εκφραστές τους.
Ο Άγιος μαρτύρησε προσευχόμενος, «απετμήθη την κεφαλήν», την Παρασκευή 23 Απριλίου του έτους 303 μ.Χ. Κατά δε τον υπολογισμό του ιστορικού Ευσεβίου, και σύμφωνα με το μακεδονικό ημερολόγιο, αντιστοιχούσε στην Παρασκευή της Διακαινησίμου του Πάσχα. Κρυφά σήκωσαν οι Χριστιανοί το πάντιμο λείψανό του και το έθαψαν, μαζί με αυτό της αγίας μητρός του, η οποία μαρτύρησε την ίδια ή την επόμενη ημέρα. Ο πιστός υπηρέτης του Αγίου, Πασικράτης, εκτελώντας την επιθυμία του Αγίου, παρέλαβε το άγιο λείψανο του Μάρτυρα, μαζί με αυτό της μητέρας του και τα μετέφερε στη Λύδδα της Παλαιστίνης. Από εκεί, όπως βεβαιώνουν οι πηγές, οι Σταυροφόροι πήραν τα ιερά λείψανα της Αγίας Πολυχρονίας και τα μετέφεραν στη Δύση.
Μετά το μαρτυρικό θάνατο του Αγίου μαρτύρησαν και οι συνδέσμιοί του Ευσέβιος, Νέων, Λεόντιος, Λογγίνος και άλλοι τέσσερις μαζί. Τη μνήμη τους τιμά η Εκκλησία στις 23 Απριλίου. Βλέπουμε ότι με κέντρο την ημέρα του μαρτυρίου του Αγίου δημιουργείται μέσα στο λειτουργικό χρόνο της Εκκλησίας ένας εορτολογικός κύκλος, ο οποίος καλλιεργείται περισσότερο από τα Τυπικά της Κωνσταντινούπολης, που ξεκινά στις 20 Απριλίου και τελειώνει στις 24 του αυτού μηνός. Ο εορτολογικός αυτός κύκλος δείχνει την περίοπτη θέση του Μάρτυρος στη ζωή της Εκκλησίας. Από την υμνογραφία της Ορθόδοξης Εκκλησίας κοσμείται με τα επίθετα «ο μαργαρίτης ο πολύτιμος», «ο αριστεύς ο θείος», «ο λέων ο ένδοξος», «ο αστήρ ο πολύφωτος», «του Χριστού οπλίτης», «της ουρανίου στρατιάς ο συνόμιλος».
Γεννήθηκε μεταξύ των ετών 280-285 μ.Χ., πιθανώς στην περιοχή της Αρμενίας, από τον Έλληνα Συγκλητικό, στρατηλάτη στο αξίωμα, κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Διοκλητιανού, Γερόντιο. Εκεί, σε ένα μοναστήρι της περιοχής, ο Άγιος δέχθηκε το Μυστήριο του Βαπτίσματος και έγινε μέλος της Εκκλησίας. Ο πατέρας του Αγίου, Γερόντιος, καταγόταν από πλούσια και επίσημη γενιά της Καππαδοκίας. Σε παλαιό χειρόγραφο αναφέρεται ότι γεννήθηκε στη Σεβαστούπολη της Μικρής Αρμενίας, αρχικά ήταν ειδωλολάτρης και αργότερα έγινε χριστιανός. Η σύζυγός του ονομαζόταν Πολυχρονία, ήταν χριστιανή και καταγόταν από το γνωστό Λύδδα (Διάσπολη) της Παλαιστίνης. Όπως αναφέρουν οι πηγές, η οικογένεια του Αγίου, όταν εκείνος ήταν σε μικρή ηλικία, μετοίκησε στη Λύδδα, λόγω του θανάτου του πατρός του.
Σε νεαρή ηλικία ο Γεώργιος κατατάχθηκε στο ρωμαϊκό στρατό. Διακρίθηκε για την τόλμη και τον ηρωισμό του και έλαβε το αξίωμα του Τριβούνου. Λίγο αργότερα ο Διοκλητιανός τον έκανε Δούκα (διοικητή) με τον τίτλο του Κόμητος (συνταγματάρχη) στο τάγμα τον Ανικιώρων της αυτοκρατορικής φρουράς• «πολλάκις πρότερον μεγαλοπρεπώς διαπρέψας του των σχολών μετά ταύτα πρώτου τάγματος κόμης κατ' εκλογήν προεβλήθη».
Το 303 μ.Χ., όταν άρχισαν οι διωγμοί του Διοκλητιανού, ο Άγιος Γεώργιος δε δίστασε να ομολογήσει τη χριστιανική του πίστη, προκαλώντας το μένος του Διοκλητιανού, ο οποίος τον υπέβαλε σε σειρά βασανιστηρίων. Η πίστη του Αγίου γίνεται αφορμή να βαπτιστούν οι στρατιωτικοί Ανατόλιος και Πρωτολέων, Βίκτωρ και Ακίνδυνος, Ζωτικός και Ζήνωνας, Χριστοφόρος και Σεβιριανός, Θεωνάς, Καισάριος και Αντώνιος, των οποίων τη μνήμη εορτάζει η Εκκλησία στις 20 Απριλίου και η βασίλισσα Αλεξάνδρα, σύζυγος του Διοκλητιανού, μαζί με τους δούλους της Απολλώ, Ισαάκιο και Κοδράτο, των οποίων η μνήμη τιμάται στις 21 Απριλίου.
Ο Διοκλητιανός δεν το περίμενε και έφριξε με τη στάση του Γεωργίου. Τότε άρχισε για τον Άγιο μια σειρά φρικτών βασανιστηρίων, αλλά και θαυμάτων, που έφεραν πολλούς ειδωλολάτρες στη χριστιανική πίστη. Αφού τον λόγχισαν, ξέσκισαν τις σάρκες του με ειδικό τροχό από μαχαίρια. Έπειτα, τον έριξαν σε λάκκο με βραστό ασβέστη και κατόπιν τον ανάγκασαν να βαδίσει με πυρωμένα μεταλλικά παπούτσια. Από όλα αυτά ο Θεός τον κράτησε ζωντανό και έγινε αιτία να εξευτελιστούν τα είδωλα και οι εκφραστές τους.
Ο Άγιος μαρτύρησε προσευχόμενος, «απετμήθη την κεφαλήν», την Παρασκευή 23 Απριλίου του έτους 303 μ.Χ. Κατά δε τον υπολογισμό του ιστορικού Ευσεβίου, και σύμφωνα με το μακεδονικό ημερολόγιο, αντιστοιχούσε στην Παρασκευή της Διακαινησίμου του Πάσχα. Κρυφά σήκωσαν οι Χριστιανοί το πάντιμο λείψανό του και το έθαψαν, μαζί με αυτό της αγίας μητρός του, η οποία μαρτύρησε την ίδια ή την επόμενη ημέρα. Ο πιστός υπηρέτης του Αγίου, Πασικράτης, εκτελώντας την επιθυμία του Αγίου, παρέλαβε το άγιο λείψανο του Μάρτυρα, μαζί με αυτό της μητέρας του και τα μετέφερε στη Λύδδα της Παλαιστίνης. Από εκεί, όπως βεβαιώνουν οι πηγές, οι Σταυροφόροι πήραν τα ιερά λείψανα της Αγίας Πολυχρονίας και τα μετέφεραν στη Δύση.
Μετά το μαρτυρικό θάνατο του Αγίου μαρτύρησαν και οι συνδέσμιοί του Ευσέβιος, Νέων, Λεόντιος, Λογγίνος και άλλοι τέσσερις μαζί. Τη μνήμη τους τιμά η Εκκλησία στις 23 Απριλίου. Βλέπουμε ότι με κέντρο την ημέρα του μαρτυρίου του Αγίου δημιουργείται μέσα στο λειτουργικό χρόνο της Εκκλησίας ένας εορτολογικός κύκλος, ο οποίος καλλιεργείται περισσότερο από τα Τυπικά της Κωνσταντινούπολης, που ξεκινά στις 20 Απριλίου και τελειώνει στις 24 του αυτού μηνός. Ο εορτολογικός αυτός κύκλος δείχνει την περίοπτη θέση του Μάρτυρος στη ζωή της Εκκλησίας. Από την υμνογραφία της Ορθόδοξης Εκκλησίας κοσμείται με τα επίθετα «ο μαργαρίτης ο πολύτιμος», «ο αριστεύς ο θείος», «ο λέων ο ένδοξος», «ο αστήρ ο πολύφωτος», «του Χριστού οπλίτης», «της ουρανίου στρατιάς ο συνόμιλος».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου