Ἁγιολόγιον - Μάρτιος 12
Ὁ Ὅσιος Θεοφάνης ὁ Ὁµολογητὴς τῆς Συγριανῆς
Ὁ γνωστὸς χρονογράφος καὶ εὐθαρσὴς Ὁµολογητής, γεννήθηκε τὸ 760 µ.Χ. Τὸν πατέρα του ἔλεγαν Ἰσαὰκ καὶ τὴν µητέρα του Θεοδότη. Σὲ ἡλικία ὀκτὼ ἐτῶν ἔµεινε ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα, ἀλλὰ ἡ µητέρα του κατόρθωσε νὰ τὸν µορφώσει καλὰ καὶ νὰ τὸν παντρέψει σὲ νεαρὴ ἡλικία, µὲ ἐνάρετη καὶ πλούσια κόρη, τὴν Μεγαλῶ, τὴν ἔπειτα µοναχὴ καὶ µετονοµασθεῖσα Εἰρήνη. Ὁ Θεοφάνης ὅµως, εἶχε µοναχικὴ κλίση καὶ ἔτσι ὁ γάµος διαλύθηκε. Καὶ ἡ µὲν σύζυγός του µὲ τὴν θέλησή της κλείστηκε στὴ γυναικεία µονὴ τῆς νήσου τοῦ Πρίγκηπος, καὶ αὐτὸς σ᾿ ἕνα µοναστήρι κοντὰ στὸ βουνὸ τῆς Συγριανῆς, τὸ Πολίχνιο. Ἀπὸ τὴν µονὴ αὐτή, προσεκλήθη µαζὶ µὲ ἄλλους ἡγουµένους στὴ Ζ´ Οἰκουµενικὴ Σύνοδο στὴ Νίκαια, ὅπου καὶ διέπρεψε. Ὅταν ἐπέστρεψε, ἐγκατέστησε ἡγούµενο τὸ µοναχὸ Στρατήγιο καὶ ἀποχώρησε στὴν ἀπέναντι νῆσο Κολώνυµο. Ἐκεῖ ἵδρυσε νέα µεγάλη µονὴ καὶ ἐπὶ ἕξι χρόνια καλλιγραφοῦσε καὶ συνέγραψε. Ἡ ὑγεία του ὅµως, προσβλήθηκε ἀπὸ ὀξεῖα λιθίαση. Καὶ ἐπειδὴ δὲ συµµερίστηκε τὶς αἱρετικὲς ἰδέες τῶν εἰκονοµάχων Λέοντα τοῦ Ἀρµενίου καὶ Ἰωάννου τοῦ πατριάρχου, ἐξορίσθηκε στὴ Σαµοθράκη ὅπου µετὰ 23 ἡµέρες πέθανε (815 ἢ κατ᾿ ἄλλους τὸ 818). Ἀργότερα οἱ µαθητές του, µετακόµισαν τὰ λείψανά του στὴ µονή του (822).
Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος ὁ Α´ ὁ Διάλογος Πάπας Ῥώµης
Ὁ Γρηγόριος γεννήθηκε στὴ Ῥώµη τὸ 540, ἀπὸ πλούσια καὶ χριστιανικὴ οἰκογένεια. Σπούδασε νοµικὰ καὶ φιλοσοφία. Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ πατέρα του, κληρονόµησε µεγάλη περιουσία. Αὐτὸς ὅµως ἄφησε τὰ τοῦ κόσµου, ἔκτισε ἕξι µοναστήρια στὴ Σικελία καὶ ἕνα στὴ Ῥώµη, ὅπου µόνασε καὶ ὁ ἴδιος. Τὸ 590 διαδέχεται τὸν Πάπα Πελάγιο τὸν Β´. Ὅταν ἀνέλαβε Πάπας ὁ Γρηγόριος, ἡ ἐκκλησιαστικὴ καὶ ἡ πολιτικὴ κατάσταση τῆς ἐποχῆς εἶχε µεγάλες ἀθλιότητες. Καὶ γράφει χαρακτηριστικὰ σὲ µία ἐπιστολή του: «Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὡσὰν ἕνα καράβι παλαιόν, ποὺ κυµατίζεται σφοδρότατα καὶ κάµνει νερὰ σὲ ὅλα του τὰ µέρη, µὲ τὰ ξύλα του σαρακοφαγωµένα, καθηµερινῶς πληττόµενον ἀπὸ τὴν τρικυµίαν καὶ κινδυνεῦον νὰ χαθεῖ». Ἐπιπλέον, ὁ Γρηγόριος ἦταν καὶ πολὺ ἀσθενικὸς στὸ σῶµα. Τί νὰ κάνει; Ἀµέσως τότε, πέρασαν ἀπὸ τὸ µυαλό του τὰ λόγια του Κυρίου µας: «Ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις µου· ἡ γὰρ δύναµίς µου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται». Δηλαδή, σοῦ εἶναι ἀρκετὴ ἡ χάρη ποὺ σοῦ δίνω. Διότι ἡ δύναµή µου ἀναδεικνύεται τέλεια, ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀσθενής, καὶ µὲ τὴν ἐνίσχυσή µου κατορθώνει µεγάλα καὶ θαυµαστά. Πράγµατι, µέσα στὰ 14 χρόνια ποὺ ἡ Ἐκκλησία ποιµάνθηκε ἀπὸ τὸ Γρηγόριο, κατάφερε νὰ ὀρθοποδήσει, καὶ καλλιεργήθηκε σωστὰ ἡ ὅλη ἐκκλησιαστικὴ παράδοση. Πέθανε εἰρηνικὰ στὶς 12 Μαρτίου τοῦ ἔτους 604.
Οἱ Ἅγιοι Ἐννέα Μάρτυρες
Μαρτύρησαν διὰ πυρός. (Ἴσως εἶναι οἱ ἴδιοι µ᾿ αὐτοὺς ποὺ µαρτύρησαν µαζὶ µὲ τὸν Ἅγιο ἐπίσκοπο Αὐδᾶ στὴν Περσία, ποὺ ἡ µνήµη τους ἑορτάζεται τὴν 31η Μαρτίου).
Ὁ Δίκαιος Φινεές
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ὁ Ἅγιος Συµεὼν ὁ Νέος Θεολόγος
Ἦταν ἀπὸ τὴν Παφλαγονία καὶ ἔζησε τὸν 10ο αἰῶνα. Οἱ γονεῖς του Βασίλειος καὶ Θεοφανῶ, φρόντισαν γιὰ τὴν καλή του ἐκπαίδευση, τὶς δὲ σπουδές του συµπλήρωσε στὴν Κωνσταντινούπολη µὲ τὴν κηδεµονία ἰσχυροῦ θείου του στὴν Αὐλή. Μὲ τὴν ἐπιµονὴ τοῦ θείου του, µπῆκε καὶ αὐτὸς στὴν Αὐλή. Ὅταν ὅµως πέθανε ὁ θεῖος του, ἄφησε τὴν Αὐλὴ τοῦ Παλατιοῦ καὶ ζήτησε νὰ εἰσαχθεῖ στὴν περίφηµη Μονὴ τοῦ Στουδίου. Δὲν τὸν δέχτηκαν λόγω τοῦ νεαροῦ της ἡλικίας του. Ἀργότερα ὅµως τὸν δέχτηκαν. Ἐκεῖ µαθήτευσε κοντὰ στὸν ὁµώνυµο προίσταµενό του Συµεών, µὲ τὶς ὁδηγίες τοῦ ὁποίου εὐδοκιµοῦσε στὶς θεολογικὲς µελέτες καὶ στὴν πνευµατικὴ ζωή. Συναντᾶµε κατόπιν τὸν Συµεὼν στὴ Μονὴ τοῦ ἁγίου Μάµαντα, ὅπου πῆρε τὸ µοναχικὸ σχῆµα καὶ στὴ συνέχεια ἔγινε ἡγούµενός της. Ἐπειδὴ ὅµως θέλησε νὰ ἐπιβάλει τοὺς µοναστικοὺς κανόνες τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, συνάντησε ζωηρὴ ἀντίδραση καὶ παραιτήθηκε. Ἀσχολήθηκε ἀποκλειστικὰ µὲ θεολογικὲς µελέτες καὶ συγγραφές. Κατηγορήθηκε ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Νικοµήδειας Στέφανο ὅτι, γιόρταζε ἀπὸ µόνος του σὰν ἐπίσηµο Ἅγιο τὸν γέροντά του Συµεὼν καὶ ἡ περιπέτεια αὐτὴ τοῦ κόστισε ἕξι χρόνια ταλαιπωρίες. Τελικά, διατάχθηκε νὰ πάει σ᾿ ἕνα µοναχικὸ παρεκκλῆσι τῆς ἁγίας Μαρίνας, στὴν Ἀσιατικὴ ὄχθη τῆς Προποντίδας, ὅπου καὶ πέθανε σὲ γεροντικὴ ἡλικία (κατὰ τὸ 1020). Ἀπὸ τὶς συγγραφές του σῴζονται 92 λόγοι, 282 πρακτικὰ καὶ θεολογικὰ κεφάλαια, καθὼς καὶ θρησκευτικὰ ποιήµατα. Γιὰ τὴν θεολογική του δεινότητα ὀνοµάστηκε Νέος Θεολόγος.
Ὁ Ἅγιος Λαυρέντιος
Ἀνήκει καὶ αὐτὸς στὸ χορὸ τῶν 300 Μαρτύρων καὶ Ὁσίων της Κύπρου, τοὺς ἐπονοµαζόµενους Ἀλαµανούς. Βλέπε καὶ Μάρτυρες 300 Ἀλαµανοὶ στοὺς Α.Χ.Ε.Χ.
Ἁγιολόγιον - Μάρτιος 13
Ἀνακοµιδὴ Λειψάνου Ἁγίου Νικηφόρου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως
Ἡ µνήµη του ἑορτάζεται στὶς 2 Ἰουνίου. Χειροτονήθηκε Οἰκουµενικὸς Πατριάρχης στὶς 12 Ἀπριλίου τοῦ ἔτους 802. Ἐπὶ Λέοντος τοῦ Ε΄ σφοδροῦ πολεµίου τῶν ἁγίων εἰκόνων, ἀναγκάσθηκε νὰ παραιτηθεῖ, στὰ µέσα Μαρτίου τοῦ 815. Ἀφοῦ ἀποχαιρέτησε τὸ ποίµνιό του, πέρασε νύχτα τὸ Βόσπορο καὶ ἦλθε ἐξόριστος σὲ κάποια Μονή. Ὅταν πέθανε ὁ Λέων, ὁ Νικηφόρος ἐπανῆλθε στὴν Κωνσταντινούπολη, ἐπὶ Μιχαὴλ τοῦ Α΄. Ὁ βασιλιὰς αὐτὸς ὑποσχέθηκε στὸ Νικηφόρο νὰ τὸν ἐπαναφέρει στὴν Πατριαρχεία, µὲ τὸν ὅρο νὰ µὴν ἀνακινήσει πλέον τὸ ζήτηµα περὶ τῶν ἁγίων εἰκόνων. Ὁ Νικηφόρος δὲν συµφώνησε καὶ ἀποµακρύνεται καὶ πάλι ἀπὸ τὴν πρωτεύουσα. Πέθανε τὴν 2α Ἰουνίου τοῦ ἔτους 828. Ἀλλ᾿ ὁ ἀγῶνας ὑπὲρ τῶν εἰκόνων κάποτε θριάµβευσε. Καὶ τότε, µὲ αἴτηση τοῦ Πατριάρχη Μεθοδίου στὴ βασίλισσα Θεοδώρα, ἐνεκρίθη ἡ ἀνακοµιδή του λειψάνου του στὴ βασιλεύουσα καὶ ἀναγνωρίστηκε σὰν ἕνας ἀπὸ τοὺς ἐνδοξότερους ἀθλητὲς τῆς Ὀρθοδοξίας. Μάλιστα, ἡ βασίλισσα παραχώρησε καὶ βασιλικὸ πλοῖο, µὲ τὸ ὁποῖο ὁ Πατριάρχης παρέλαβε τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου Νικηφόρου (τὸ ὁποῖο γιὰ 19 χρόνια ἔµεινε ἀκέραιο καὶ ἄθικτο). Κατὰ τὴν ἐπιστροφή, µεγάλο πλῆθος λαοῦ καὶ ἐπισήµων κάλυπτε τὴν παραλία. Τὸ ἅγιο λείψανο κατετέθη µὲ ἱερὴ ποµπὴ στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων (13 Μαρτίου 846).
Ὁ Ἅγιος Πούπλιος ἱεροµάρτυρας ἐπίσκοπος Ἀθηνῶν
Πολλὲς λεπτοµέρειες γιὰ τὴν ζωή του δὲν ἔχουµε. Ξέρουµε µόνο, ὅτι ἔκανε ἐπίσκοπος Ἀθηνῶν (µετὰ τὸν Νάρκισσο) κατὰ τὸν δεύτερο αἰῶνα µετὰ Χριστόν. Κυβέρνησε τὸ ποίµνιό του σὰν καλὸς ποιµένας, τελευταία δὲ ἔδωσε καὶ τὴν ζωή του ὑπὲρ τῶν λογικῶν προβάτων, ἀφοῦ τελείωσε αὐτὴ µὲ µαρτυρικὸ θάνατο κατὰ τὸν ἐπὶ Μάρκου Αὐρηλίου (161-180) διωγµό.
Οἱ Ἅγιοι Ἀφρικανός, Πούπλιος καὶ Τερέντιος
Ὁ Σ. Εὐστρατιάδης στὸ Ἁγιολόγιό του ἀναφέρει: «Ἄνευ ὑποµνήµατος. Τελεῖται ἡ σύναξις αὐτῶν ἐν τῷ Πετρίῳ, κατὰ δὲ τὸν Συναξαριστὴν Νικοδήµου, ἐν τῷ Παυλοπετρίῳ». Θεόδωρος ὁ Ἀναγνώστης λέγει (Ἐκκλ. Ἱστορ. Β, 62) ὅτι ἡ ἀνακοµιδὴ τῶν Ἱερῶν τούτων λειψάνων ἐγένετο ἐπὶ Θεοδοσίου Α΄ «εἰς τὴν ἁγίαν Εὐφηµίαν ἐν τῇ Πέτρᾳ» ὅπου ἐτελεῖτο φαίνεται καὶ ἡ τούτων σύναξις. Συµµάρτυρας τρεῖς ὢν διὰ ξίφους τέλος ἴσα στεφάνοις τοῖς Ἰάµβοις χρὴ στέφειν. Ἐν τῷ Λαυριωτικῷ κώδ. 70 εἰς τοὺς ἀνωτέρω ἁγίους ἀριθµεῖται καὶ ὁ Σαβίνος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ· τὸ δὲ δίστιχον ἔχει οὕτως: Μάρτυρας πολλοὺς ὢν διὰ ξίφους στέφος ἴσα στεφάνοις τοῖς ἰάµβοις χρὴ στέφειν. Ἐν τῷ αὐτῷ κώδ. κεῖται καὶ τὸ ἑξῆς ὑπόµνηµα: «Οὖτοι οἱ ἅγιοι διὰ τὴν εἰς Χριστὸν ὁµολογίαν προσήχθησαν τῷ ἄρχοντι τῆς αὐτῶν πόλεως καὶ ὁµογνωµίᾳ ψυχῆς καὶ προαιρέσει καθαρωτάτῃ ἐνέπτυσαν εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ τυράννου καὶ τὰ εἴδωλα τὰ παρ΄ ἐκείνου σεβόµενα καθύβρισαν καὶ ἐβδελύξαντο· ὁ δὲ ἐκπυρωθεὶς τῷ θυµῷ ἔµεινεν ἔνεος καὶ ὅλος οὐκ ἐναισθάνετο τίνας τιµωρίας αὐτοῖς προσενεγκεῖν καὶ δεινὸς µάστιγας, ὑπὲρ τῆς ἀµώµητου πίστεως, ἧς ἔλεγον ἐµµένοντες αὐτῷ καὶ ἀπειλοῦντες. Ὕστερον διανοηθεὶς ἐµηχανήσατό τι τοιοῦτον λουτρὸν ἐξανάπτει σφοδρότατον ἐπὶ τρισὶν ἡµέραις καὶ πάλους σιδηροὺς µέσον αὐτῶν καταπήξας, τοὺς ἁγίους δεδεµένους ἁλύσεσι βαρυτάταις, ἐν τῷ λουτρῷ ἀναφθέντι ἐνέβαλεν ἐν τοῖς σιδηροῖς πάλοις δεδεµένους, καὶ κατακλείσας αὐτοὺς εἴασεν ἐκεῖσε. Παρελθουσῶν δὲ ἡµερῶν τριῶν ἐκέλευσεν ἀναφραχθῆναι ἡ κάµινος καὶ εὑρόντες τοὺς ἁγίους ἀβλαβεῖς ἐκ πυρὸς ἐπίστευσαν εἰς τὸν Χριστὸν πάντες οἱ ἀπελθόντες ἐκεῖσε· οἳ καὶ τὰς κεφαλὰς παρὰ τοῦ τυράννου ἀπετµήθησαν εἴτα ἐνέκλεισεν αὐτοὺς ἐν εἱρκτῇ ζοφώδει· καὶ ἡµέρας ποιησάντων ἐπὶ πλεῖον ἐν αὐτῇ ἐξήγαγεν αὐτοὺς ἔξω καὶ ἁπλοῖ αὐτοὺς ἐπάνω ἀνθρακίων καὶ ἄνωθεν µετὰ ῥάβδων τυπτοµένους· εἶτα καταξένει τὰς προσληφθεῖσας σάρκας πλήκτροις σιδηροῖς καὶ τοὺς ὄνυχας αὐτῶν ἐκριζοῖ καὶ θαυµατουργησάντων πάλιν συνέπεσον τὰ εἴδωλα καὶ συνετρίβησαν ἐν τῇ γῇ καὶ διελύθησαν ὡσεὶ κηρὸς ἀπὸ πυρός. Καὶ ἐκ πάντων ἐξαπορηθεὶς ὁ ἡγεµών, δειλιάσας δὲ µήπως πλέον ἀπὸ τῶν εἰδωλολατρῶν ἐπιστρέψωσι πρὸς τὴν ἀληθινὴν πίστιν τὴν εἰς τὸν Κύριον ἡµῶν Ἰησοῦν Χριστὸν ἀπὸ τῶν ἀπείρων θαυµατουργιῶν ὧν ἔφρων γεγενηµένων ὑπὸ τῶν ἁγίων, ἐκέλευσε ξίφει τὰς κεφαλὰς αὐτῶν ἀποτµηθῆναι· καὶ οὕτως ἐτελειώθη αὐτῶν ἡ µαρτυρία καὶ τῶν ἐν οὐρανοῖς ἀγαθῶν καὶ στεφάνων ἁµαραντίνων ἀπέλαβον. Τελεῖται δὲ αὐτῶν ἡ σύναξις ἐν τῷ Πετρίῳ εἰς δόξαν Θεοῦ».
Ὁ Ἅγιος Ἄβιβος ἀπὸ τὴν Ἐρµούπολη
Ἦταν ἀπὸ τὴν Ἐρµούπολη τῆς Αἰγύπτου καὶ πῆρε τὸ στεφάνι τοῦ µαρτυρίου ἀφοῦ τοῦ ἔδεσαν µεγάλη πέτρα στὸ σῶµα, καὶ κατόπιν τὸν ἔριξαν στὸ ποτάµι. (Ἴσως εἶναι τὸ ἴδιο πρόσωπο µὲ τὸν Ἅγιο Σαβίνο τὸν Αἰγύπτιο, βλ. 16 Μαρτίου).
Ἡ Ἁγία Χριστίνα ἡ ἐν Περσίᾳ
Μαρτύρησε ἀφοῦ τὴν µαστίγωσαν µέχρι θανάτου.
Ὁ Ἅγιος Μάριος ἐπίσκοπος Σεβαστείας
Ἡ µνήµη του ἀναφέρεται ἐπιγραµµατικὰ στὸ «Μικρὸν Εὐχολόγιον ἢ Ἁγιασµατάριον» ἔκδοση Ἀποστολικῆς Διακονίας, 1956, χωρὶς ἄλλες πληροφορίες. Πουθενὰ ἀλλοῦ δὲν ἀναφέρεται ἡ µνήµη του.
Ὁ Ἅγιος Λέανδρος (Ἰσπανός)
Λεπτοµέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου τῆς Ὀρθοδοξίας, µπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Ἡ ἐν Ὀρθοδοξίᾳ Ἡνωµένη Εὐρώπη», τοῦ Γ.Ε. Πιπεράκη, Ἐκδ. «Ἑπτάλοφος», Ἀθῆναι 1997.
Ἁγιολόγιον - Μάρτιος 14
Ὁ Ὅσιος Βενέδικτος
Ὁ Ὅσιος Βενέδικτος γεννήθηκε στὴ Νουρσία τῆς Ἰταλίας καὶ ἔζησε τὸν 6ο αἰῶνα µ.Χ. Οἱ γονεῖς του ἦταν εὐγενεῖς καὶ πλούσιοι, ἀλλὰ καὶ ἀφοσιωµένα τέκνα τῆς Ἐκκλησίας. Γι᾿ αὐτὸ καὶ στὸ παιδί τους, µὲ ἀγάπη καὶ ταπεινὸ φρόνηµα, ἐφάρµοσαν τὴν διαπαιδαγώγηση ποὺ συνιστᾷ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ: «Ἐκτρέφετε αὐτὰ ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου». Ν᾿ ἀνατρέφετε, δηλαδή, τὰ παιδιά σας, µὲ παιδαγωγία καὶ νουθεσία, σύµφωνα µὲ τὸ θέληµα τοῦ Κυρίου. Ἔτσι καὶ οἱ γονεῖς αὐτοὶ ἀνέθρεψαν τὸ γιό τους Βενέδικτο µὲ θερµότατη εὐσέβεια καὶ φρόντισαν νὰ τοῦ ἀνάψουν τὸ ζῆλο νὰ ἐργασθεῖ σὲ κάτι µεγάλο καὶ καλὸ ὑπὲρ τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Βενέδικτος ὅταν ἐνηλικιώθηκε, πράγµατι ἀνταποκρίθηκε στὶς προσδοκίες τῶν γονέων του. Ἀφοῦ ἀποχώρησε σ᾿ ἕνα φαράγγι στὰ Ἀπέννινα ὄρη, ἐπιδόθηκε στὴν προσευχὴ καὶ τὴν µελέτη. Ἡ τόσο ἁγία ζωὴ ποὺ ἔκανε, ἔγινε αἰτία νὰ ἀποκτήσει µεγάλη φήµη στοὺς γύρω ὀρεινοὺς πληθυσµούς. Μέσα σὲ διάστηµα εἴκοσι χρόνων, ἦλθαν κοντά του 164 µοναχοί. Ὁπότε τὸ ἔτος 540 ἵδρυσε µοναστήρι, ἐπάνω στὸ ὄρος CASSΙNO. Ὑπῆρξε Ἱδρυτὴς τοῦ µοναχικοῦ τάγµατος τῶν Βενεδικτίνων, ποὺ ὑπάρχει µέχρι καὶ σήµερα στὴ δυτικὴ Ἐκκλησία. Ὁ Ὅσιος Βενέδικτος πέθανε εἰρηνικὰ τὸ ἔτος 543, σὲ ἡλικία 62 χρονῶν.
Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος ὁ ἐν Πίδνῃ
Ὁ Ἅγιος αὐτός, στὴν ἀρχὴ βρισκόταν στὸ σκοτάδι τῆς πλάνης. Ἀργότερα ὅµως, ἔλαµψε σὰν ἀστέρας πολύφωτος µὲ τὴν καλή του ὁµολογία. Διότι ἔκανε δριµύτατο ἔλεγχο στὴν πλάνη τῶν εἰδωλολατρῶν καὶ καταπλήγωσε µὲ τὰ λόγια του τὸν νοητὸ διάβολο. Ὁπότε οἱ πλανεµένοι εἰδωλολάτρες, µὴ µπορώντας νὰ ὑποφέρουν τὸ θάῤῥος καὶ τὴν δύναµη τοῦ Ἁγίου, προσπάθησαν νὰ νικήσουν τὴν µεγαλοψυχία του µὲ διάφορους τρόπους καὶ κολακεῖες. Ἐπειδὴ ὅµως δὲν µπόρεσαν, τὸν ἀποκεφάλισαν. Ὁ Θεὸς ὅµως τὸν ἀντάµειψε µὲ τὸ ἰαµατικὸ χάρισµα, διότι τὸ ἱερὸ λείψανό του γιατρεύει κάθε ἀσθένεια ἐκείνων ποὺ προστρέχουν σ᾿ αὐτὸ µὲ πίστη.
Ὁ Ἅγιος Εὔσχηµος ἢ Εὐσχήµων ὁ Ὁµολογητὴς ἐπίσκοπος Λαµψάκου
Ἔζησε στὰ χρόνια τῶν εἰκονοµάχων. Παρ᾿ ὅλο ποὺ οἱ βασιλικὲς διαταγὲς ἐπέβαλλαν αὐστηρότατες ποινές, ἐναντίον αὐτῶν ποὺ ὑπερασπίζονταν τὶς ἅγιες εἰκόνες, ὁ ἅγιος Εὔσχηµος ἐξετέλεσε τὸ καθῆκον του ὑπὲρ αὐτῶν, µὲ ὅλο του τὸ θάῤῥος. Καταγγέλθηκε, ἐξορίστηκε καὶ φυλακίστηκε. Ἀλλ᾿ ὑπέστη τὸ διωγµὸ µὲ ὅλη τὴν χαρά, ποὺ ἔφερε σ᾿ αὐτὸν ἡ συναίσθηση, ὅτι µαχόταν γιὰ τὴν ἁγία µας Ἐκκλησία. Ὁ σεπτὸς ἐπίσκοπος διακρίθηκε καὶ γιὰ τὰ φιλάνθρωπα αἰσθήµατά του. Οἱ φτωχοὶ ἀνακουφίζονταν πατρικότατα µὲ τὶς πατρικές του φροντίδες. Καὶ σ᾿ αὐτὴ ἀκόµα τὴν ἐξορία του, εὐσεβεῖς ἐπισκέπτες τοῦ δώριζαν διάφορα χρηµατικὰ ποσά, ποὺ ὅλα τὰ διέθετε γιὰ τοὺς ἀπόρους. Ὑπῆρξε λοιπὸν ἐπίσκοπος γνήσιος καὶ ἀληθινός, ποιµένας φιλόστοργος καὶ ἡρωικός, καὶ δίκαια ἡ Ἐκκλησία τὸν κατέταξε µεταξὺ τῶν ἁγίων της ὁµολογητῶν.
Οἱ Ἅγιοι Ἀλέξανδρος καὶ Διονύσιος οἱ «Βασιλικοί» - Βασίλειος καὶ Εὐφράτης
Μάρτυρες ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη, ἴσως τῶν πρώτων χριστιανικῶν χρόνων. Δὲν ὑπάρχουν ἐπαρκεῖς βιογραφικὲς πληροφορίες. Ἡ µνήµη τους τὴν 13η ἢ 14η Μαρτίου.
Οἱ Ἅγιοι Φρόντων καὶ Φρόνιµος
Δὲν ὑπάρχουν πληροφορίες γιὰ τὸν χρόνο τοῦ µαρτυρίου τους. Μόνο ὅτι µαρτύρησαν στὴ Θεσσαλονίκη ἐπὶ Μαξιµιανοῦ, µαζὶ µὲ τοὺς πιὸ πάνω µάρτυρες.
Ὁ Ὅσιος Θεόγνωστος ὁ Ἕλλην
Μητροπολίτης Κιέβου καὶ πάσης Ῥωσίας (+ 1358).
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τοῦ Γιούρεβιτς (Ῥῶσος)
Διὰ Χριστὸν σαλός.
Ὁ Ἅγιος Boniface (Σκωτσέζος)
Λεπτοµέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου τῆς Ὀρθοδοξίας, µπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρεττανικῶν Νήσων», τοῦ Χριστόφορου Κων.
Κοµµοδάτου, ἐπισκόπου Τελµησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.
Aγιολόγιον - Μάρτιος 15
Οἱ Ἅγιοι Ἀγάπιος, Πλήσιος, Ῥωµῦλος, Τιµόλαος, δυὸ Ἀλέξανδροι καὶ δυὸ Διονύσιοι
Ἔζησαν καὶ κέρδισαν τὰ ἀθάνατα βραβεῖα, κατὰ τὸ διωγµὸ τοῦ Διοκλητιανοῦ (284-304) ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Ἀγάπιος ἦταν ἀπὸ τὴν Γάζα τῆς Παλαιστίνης, ὁ Τιµόλαος ἀπὸ τὴν Μαύρη Θάλασσα, οἱ δυὸ Διονύσιοι ἀπὸ τὴν Τρίπολη τῆς Φοινίκης, ὁ Ρωµύλος ὑποδιάκονος- ἀπὸ τὴν Λύδδα ἢ Διόσπολη, ὁ Πλήσιος καὶ οἱ δυὸ Ἀλέξανδροι ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο. Κατηγορήθηκαν ὅτι εἶναι χριστιανοὶ καὶ ὁδηγήθηκαν µπροστὰ στὸν ἔπαρχο τῆς Καισαρείας Οὐρβανό, ὅπου µὲ παῤῥησία ὁµολόγησαν τὸ Χριστό. Μάταιες ἀπόπειρες ἔκανε ἐκεῖνος γιὰ νὰ τοὺς δελεάσει ἢ καὶ νὰ τοὺς ἐκφοβίσει. Διότι στὸ µυαλὸ ὅλων ἐπικρατοῦσε ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ: «Τὸν φόβον αὐτῶν µὴ φοβηθῆτε µηδὲ ταραχθῆτε». Δηλαδή, µὴ φοβηθεῖτε τὸ φόβο µὲ τὸν ὁποῖο ζητοῦν οἱ ἄπιστοι νὰ σᾶς πτοήσουν καὶ µὴ ταραχθεῖτε καθόλου ἀπ᾿ αὐτόν. Πέθαναν ὅλοι µαρτυρικὰ µὲ ἀποκεφαλισµό, δίνοντας σ᾿ ὅλους τοὺς ἀγωνιστὲς χριστιανοὺς µήνυµα θάῤῥους καὶ ἐλπίδας.
Ὁ Ἅγιος Ἀριστόβουλος ἐπίσκοπος Βρετανίας
Ἀνῆκε στὸ χορὸ τῶν 70 ἀποστόλων καὶ ἀκολούθησε σὲ µερικὲς περιοδεῖες τὸν ἀπόστολο Παῦλο. Ἐκτιµώντας δὲ αὐτὸς τὴν διδακτικὴ ἱκανότητα τοῦ Ἀριστοβούλου, καθὼς καὶ τὰ διοικητικά του χαρίσµατα ποὺ συνοδεύονταν µὲ γνήσιο ζῆλο γιὰ τὴν πίστη, τὸν ἔκανε ἐπίσκοπο τῆς Βρετανίας. Οἱ τότε κάτοικοί της ἦταν ἐντελῶς ἀπολίτιστοι καὶ βάρβαροι, προσκολληµένοι τυφλὰ στὶς χυδαῖες καὶ ἀνόητες δεισιδαιµονίες τους. Γι᾿ αὐτὸ τὸ ἔργο τοῦ Ἀριστοβούλου, συνάντησε µεγάλη ἀντίσταση. Πολλὲς φορὲς κινδύνευσε ἡ ζωή του, ὑπέφερε δὲ ἀµέτρητα βάσανα καὶ θλίψεις. Ἀλλ᾿ ἡ θεία χάρη, δὲν ἄφησε χωρὶς ἀποτέλεσµα τὶς προσπάθειές του. Ἀρκετοὶ ἀπὸ τοὺς κατοίκους πίστεψαν στὸ Χριστό, καὶ στὰ ἄγρια ἐκεῖνα µέρη ἱδρύθηκε χριστιανικὴ Ἐκκλησία. Αὐτὴν καλλιεργώντας µὲ ἄγρυπνη ἐπιµέλεια καὶ ἐπεκτείνοντας µὲ ἀκούραστη φιλοπονία πέθανε ὁ ἅγιος Ἀριστόβουλος, σ᾿ ὅλα ἀντάξιος τοῦ ἀδελφοῦ του καὶ Ἀποστόλου ἐπίσης Βαρνάβα. (Ἡ µνήµη του ἐπαναλαµβάνεται καὶ τὴν 31η Ὀκτωβρίου, µαζὶ µὲ ἄλλους ἀποστόλους ἐκ τῶν 70).
Ὁ Ἅγιος Νίκανδρος ὁ ἐν Αἰγύπτῳ
Ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ Διοκλητιανοῦ (284-305). Θερµὸς ζηλωτὴς τῆς πίστης, θαύµαζε µὲ ὅλη του τὴν ψυχὴ ἐκείνους, ποὺ ἔχυναν γι᾿ αὐτὴν τὸ αἷµα τους. Καὶ ὅσες φορὲς µάθαινε τὸν θάνατο µαρτύρων, πήγαινε ἐπὶ τόπου, παραλάµβανε τὰ Ἅγια λείψανά τους καὶ τὰ ἔθαβε καταβρέχοντας αὐτὰ µὲ τὰ δάκρυά του. Στὴν ἐκτέλεση τοῦ ἱεροῦ αὐτοῦ ἔργου συνελήφθη καὶ δικάστηκε. Ἐπειδὴ ὅµως ἔµεινε πιστὸς στὴν ὁµολογία τοῦ Χριστοῦ, καταδικάστηκε σὲ σκληρότατο θάνατο. Μὲ διαταγὴ τοῦ τυράννου, ἔγδαραν τὸ δέρµα του καὶ ἔπειτα τὸ ἔκαψαν µὲ ἀναµµένες λαµπάδες.
Ὁ Ἅγιος Μανουὴλ ἀπὸ τὰ Σφακιά
Ὁ νεοµάρτυρας αὐτὸς γεννήθηκε στὰ Σφακιὰ τῆς Κρήτης, ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς. Σὲ µικρὴ ἡλικία αἰχµαλωτίστηκε ἀπὸ τοὺς Τούρκους, µὲ τὴν βία ἐξισλαµίστηκε καὶ στὴ συνέχεια παρέµεινε στὴν ὑπηρεσία τους. Βρῆκε ὅµως τὴν εὐκαιρία καὶ δραπέτευσε ἀπὸ τὸ σπίτι τῶν κυρίων του, καὶ πῆγε στὴ Μύκονο, ὅπου ἐξοµολογήθηκε καὶ ζοῦσε µὲ χριστιανοπρέπεια. Ἐκεῖ παντρεύτηκε καὶ ἀπόκτησε ἕξι παιδιά. Ἐπειδὴ ὅµως ἡ σύζυγός του πρόδωσε τὴν συζυγική της τιµή, µετακόµισε αὐτὸς µὲ τὰ ἕξι παιδιά του σὲ ἄλλο σπίτι χωρὶς νὰ τὴν διαποµπεύσει. Ἀλλ᾿ ὁ ἀδελφός τῆς ἄπιστης συζύγου του, ποὺ ὑπηρετοῦσε στὸν Τουρκικὸ στόλο, κατάγγειλε τὸν Μανουὴλ στὸν Τοῦρκο πλοίαρχο ὅτι, ἐνῷ εἶχε γίνει µουσουλµάνος, ἐπανῆλθε στὴ χριστιανικὴ θρησκεία. Ὅταν συνελήφθη ἀπὸ τὸν Τοῦρκο πλοίαρχο, ὁ Μανουὴλ µὲ θάῤῥος ὁµολόγησε τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Μετὰ ἀπὸ πολλὰ βασανιστήρια, παραδόθηκε στὸν Τοῦρκο Ναύαρχο, ποὺ βρισκόταν στὴ Χίο. Αὐτὸς τὸν ἀνέκρινε καὶ ἐξέδωσε θανατικὴ ἀπόφαση. Ὁπότε οἱ ὑπηρέτες τοῦ Ναυάρχου, πῆραν τὸν Μανουὴλ καὶ τὸν ὁδήγησαν στὸν τόπο τῆς ἐκτέλεσης, ποὺ ὀνοµαζόταν Παλαιὰ Βρύση. Καὶ ἐνῷ ὁ µάρτυρας ἔσκυψε τὸ κεφάλι του, ὁ δήµιος, ποὺ εἶχε ὁρισθεῖ νὰ τὸν ἐκτελέσει, δείλιασε, πέταξε τὸ σπαθὶ καὶ ἀποµακρύνθηκε. Τότε ἅρπαξε τὸ σπαθὶ κάποιος ὑπαξιωµατικός, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ δὲν µπόρεσε µετὰ ἀπὸ πολλὰ κτυπήµατα στὸ λαιµὸ τοῦ µάρτυρα νὰ τὸν ἀποκεφαλίσει, τὸν ἔριξε κάτω καὶ τὸν ἔσφαξε µὲ τὸν πιὸ φρικτὸ τρόπο σὰν πρόβατο. Ὅλα αὐτὰ ἔγιναν στὴ Χίο, στὶς 15 Μαρτίου 1792, ἡµέρα Δευτέρα καὶ ὥρα τέσσερις µ.µ. Τὸ δὲ τίµιο λείψανό του, οἱ Τοῦρκοι, ἀφοῦ τὸ ἔδεσαν µὲ ὀγκόλιθους τὸ ἔριξαν στὴ θάλασσα. Χειρόγραφο µαρτύριο τοῦ Ἁγίου αὐτοῦ, βρίσκεται στὴ βιβλιοθήκη τῆς Μονῆς Ξενοφῶντος τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ ἐν τῷ φρέατι
Βλέπε βιογραφία του τὴν 30η Μαρτίου.
Ὁ Ὅσιος Ἀγάπιος ὁ ἐν Σκήτῃ Κολιτζοῦ
Ὁ Ἅγιος Παρθένιος Νεοµάρτυρας
Διάκονος ἐν Διδυµοτείχῳ (+ 18ος αἰ.).
Ἁγιολόγιον - Μάρτιος 16
Ὁ Ἅγιος Σαβίνος ὁ Αἰγύπτιος
Ἡ καταγωγή του ἦταν ἀπὸ τὴν Ἐρµούπολη τῆς Αἰγύπτου. Ὅταν ὁ αὐτοκράτωρ Διοκλητιανὸς (284-304) διέταξε ἄγριο διωγµὸ κατὰ τῶν χριστιανῶν, ὁ ἐκεῖ ἔπαρχος Ἀῤῥιανὸς ἀπὸ τοὺς πρώτους ζήτησε τὸ Σαβίνο, γνωστότατο γιὰ τὶς ἐνέργειές του ὑπὲρ τῆς πίστης. Οἱ ὑπόλοιποι, ὅµως, χριστιανοί, τῶν ὁποίων αὐτὸς ἦταν στήριγµα καὶ παρηγοριά, τὸν πίεσαν νὰ διαφυλάξει τὴν ζωή του, γιὰ τὸ καλό της Ἐκκλησίας. Ὁ Σαβίνος πείστηκε καὶ φυλάχθηκε µὲ λίγους ἄλλους χριστιανοὺς σ΄ ἕνα σπίτι ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη. Ἀλλὰ τὰ ὄργανα τῆς ἐξουσίας τὸν ἀνακάλυψαν καὶ τὸν ἔφεραν µπροστὰ στὸν ἔπαρχο. Αὐτὸς µεταχειρίσθηκε κάθε εἴδους κολακείας καὶ ὑποσχέσεως, γιὰ νὰ τὸν κάνει νὰ ἀρνηθεῖ τὴν χριστιανικὴ πίστη. Ἀλλὰ ἀπέτυχε. Ἐπίσης, ναυάγησαν καὶ οἱ ἀπειλές του. Ὁ Σαβίνος σὲ κάθε ἐρώτηση ἀπαντοῦσε µὲ τὴν θαῤῥαλέα καὶ ἀποφασιστικὴ ἐκείνη ἀπάντηση τῶν µαρτύρων: «Χριστιανὸς εἰµί». Δηλαδή, «ΝΑΙ ΕΙΜΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ». Τὸ µαρτύριό του ὑπέµεινε µὲ µεγάλη γενναιότητα. Ἔσχισαν τὶς σάρκες του καὶ ἔκαψαν τὶς πληγές του µὲ ἀναµµένες λαµπάδες. Τελικὰ τὸν ἔριξαν στὰ νερὰ τοῦ Νείλου, ὅπου τὸ σῶµα του βρῆκε τὸ θάνατο, ἐνῷ ἡ ψυχή του πετοῦσε στὴν αἰώνια ζωή. (Ἡ µνήµη του περιττῶς ἐπαναλαµβάνεται - ἀπὸ ὁρισµένους Συναξαριστές- τὴν 28η καὶ τὴν 31η Μαρτίου).
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ ἐν Ρουφιαναῖς
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ὁ Ἅγιος Ῥωµανὸς ὁ ἐν τῷ Παρίῳ
Μαρτύρησε διὰ ξίφους.
Ὁ Ἅγιος Πάπας
Δόξασε τὴν χώρα τῆς Λυκαονίας. Ἦταν θερµὸς κήρυκας τοῦ Χριστοῦ στὸν κόσµο τῆς εἰδωλολατρίας καὶ καταδικάστηκε σὲ θάνατο. Στὴν ἀρχὴ τὸν χτύπησαν µὲ λεπτὲς εὐλύγιστες βέργες. Κατόπιν ἔσχισαν τὰ πλευρά του µὲ σιδερένια νύχια. Στὴν κατάσταση ποὺ ἦταν τοῦ φόρεσαν σιδερένια παπούτσια καὶ τὸν βίαζαν νὰ βαδίζει. Τέλος, µισοπεθαµένο τὸν κρέµασαν σ΄ ἕνα δένδρο, ὅπου παρέδωσε τὴν τελευταία του πνοὴ ψιθυρίζοντας µέχρι τέλους: «Χριστιανὸς εἰµί». (Μᾶλλον εἶναι ὁ ἴδιος ἅγιος µ΄ αὐτὸν τῆς 14ης Σεπτεµβρίου).
Ὁ Ἅγιος Ἰουλιανὸς ἀπὸ τὴν Κιλικία
Βλέπε τὴν βιογραφία του 21 Ἰουνίου, ὅπου εἶναι καὶ ἡ κυρίως µνήµη του.
Οἱ Ἅγιοι δέκα Μάρτυρες οἱ ἐν Φοινίκῃ
Μαρτύρησαν διὰ ξίφους.
Ὁ Ὅσιος Ἀνίνας ὁ Θαυµατουργός
Ὀρφανὸς σὲ ἡλικία 15 χρονῶν, πῆγε κοντὰ στὸν διάσηµο ἐρηµίτη Μαϊουµᾶ. Ἐκεῖ ὁ Ἀνίνας, πέτυχε στὸν ἑαυτό του µεγάλη εὐσέβεια µὲ τὴν ἄσκηση καὶ τὶς συµβουλὲς τοῦ γέροντά του. Μετὰ ἀπὸ καιρὸ ὁ γέροντάς του ἀναχώρησε σ΄ ἄλλο τόπο, ὁ δὲ Ἀνίνας ἔµεινε. Τὸ δὲ κελλί του, ἦταν πέντε µίλια µακριὰ ἀπὸ τὸν ποταµὸ Εὐφράτη. Πολλοὶ διερχόµενοι ἀπὸ ἐκεῖ, γνώρισαν καὶ ἑλκύστηκαν ἀπὸ τὴν ἀγαθότητα καὶ τὴν προθυµία του, καὶ θαύµασαν τὴν ἀσκητικὴ ἀρετή του καὶ τὰ πνευµατικά του χαρίσµατα. Ὁ Ὅσιος προικίστηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ µὲ θαυµατουργικὴ δύναµη. Καὶ ἀποδείχτηκε σ΄ ὅλα ἄξιος της µὲ τὴν µεγάλη του ταπεινοφροσύνη. Ἐπίσης, ἵδρυσε καὶ µία µικρὴ ἀδελφότητα, ποὺ τὴν κατάρτιζε µὲ τὰ διδάγµατα τῆς ζωντανῆς εὐσέβειας. Πέθανε εἰρηνικὰ σὲ ἡλικία 110 χρονῶν.
Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος πάπας Ῥώµης
Ἀπὸ τὸν Συναξαριστὴ τοῦ Ἁγίου Νικοδήµου καὶ τὰ Μηναῖα, καλεῖται Ἀλεξανδρίων. Ἀλλὰ µὲ τέτοιο ὄνοµα πάπας Ῥώµης δὲν ὑπῆρξε ποτέ. Πρόκειται λοιπὸν γιὰ τὸν πάπα Ἀλέξανδρο τὸν Α΄ (105-115).
Ὁ Ὅσιος Χριστόδουλος ὁ Θαυµατουργός, ὁ ἐν Πάτµῳ
Αὐτὸς ἔκτισε τὴν Μονὴ στὴν Πάτµο τοῦ Εὐαγγελιστῆ Ἰωάννη. Γεννήθηκε τὸ 1020 στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας καὶ ἀνατράφηκε ἀπὸ γονεῖς εὐσεβέστατους, καὶ ὀρθοδόξους, τὸν Θεόδωρο καὶ τὴν Ἄννα. Τὸ βαπτιστικό του ὄνοµα ἦταν Ἰωάννης. Ἡ σχολική του ἐπίδοση ὑπῆρξε ἀξιοσηµείωτη, καὶ ἀπὸ νεαρὸς ἀκόµα ἀνατράφηκε στὴ µοναχικὴ ζωή. Εἶχε πλοῦτο λαµπρῶν πλεονεκτηµάτων καὶ ἀρετῶν. Διότι δὲν ἦταν µόνο εὐσεβὴς ψυχή, ἀγαθὴ καρδιά, χρηστὸς χαρακτῆρας, ἀλλὰ καὶ δυναµικός, εὐφυής, δραστήριος καὶ τολµηρός. Ἀργότερα, µὲ συνδροµὴ τοῦ βασιλιᾶ Ἀλεξίου τοῦ Κοµνηνοῦ (1081-1118), ἔκτισε τὴν Μονὴ στὴν Πάτµο, ὅπου καὶ µόνασε. Ἀλλὰ οἱ ἐπιδροµὲς τῶν βαρβάρων καὶ συγκεκριµένα τῶν Ἀράβων, τὸν ἀνάγκασαν νὰ πάει στὴν Εὔβοια. Ἡ διαµονή του στὴν Εὔβοια διήρκεσε 7-8 χρόνια, ὅπου καὶ πέθανε τὸ 1101. Τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Χριστοδούλου, µετακοµίστηκε ἀργότερα στὴ Μονὴ τῆς Πάτµου, ὅπου σῴζεται µέχρι σήµερα.
Ἁγιολόγιον - Μάρτιος 17
Ὁ Ὅσιος Ἀλέξιος ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ
Γεννήθηκε στὴ Ῥώµη, στὰ χρόνια του Ἀρκαδίου καὶ Ὀνωρίου, γιῶν τοῦ Μ. Θεοδοσίου (378-395). Ὁ πατέρας του ὀνοµαζόταν Εὐφηµιανὸς καὶ ἡ µητέρα του Ἀγλαΐα. Ἦταν εὐσεβέστατοι χριστιανοὶ καὶ εἶχαν µεγάλη περιουσία, ποὺ διέθεταν στὰ ὀρφανὰ καὶ στοὺς φτωχούς µε µεγάλη προθυµία καὶ γενναιοδωρία. Τὴν ἴδια ἀκριβῶς ἀνατροφὴ ἔδωσαν καὶ στὸ γιὸ τους Ἀλέξιο. Μὲ τὸ δικό του χέρι µοίραζαν τὰ περισσότερα ἐλέη τους. Ὅταν ἔφτασε σὲ κατάλληλη ἡλικία ὁ Ἀλέξιος, θέλησαν νὰ τὸν νυµφεύσουν, πρᾶγµα ποὺ ὁ ἴδιος δὲν ἐπιθυµοῦσε. Ἀλλὰ στὴν ἐπιµονὴ τῶν γονέων του, ὁ Ἀλέξιος νυµφεύθηκε µία γυναῖκα ποὺ κι αὐτὴ ἤθελε νὰ µείνει ἄγαµη. Ὁπότε συµφώνησαν νὰ διατηρήσουν καὶ οἱ δυὸ τὴν παρθενία τους. Αὐτό, ὅµως, τὸ κατάλαβαν οἱ γονεῖς τοῦ Ἀλεξίου καὶ γι᾿ αὐτὸ ἀναγκάζεται νὰ φύγει σὲ µακρινὸ µέρος, στὴν Ἔδεσσα τῆς Συρίας. Ἐκεῖ ἐπιδόθηκε στὴ µελέτη τοῦ θείου λόγου καὶ στὶς ἀσκήσεις, ἀλλὰ καὶ στὴ βοήθεια καὶ φροντίδα τῶν φτωχῶν. Μετὰ 17 χρόνια, ἐπέστρεψε στὴν πατρίδα του καὶ βρῆκε στὴ ζωὴ τοὺς γονεῖς του καὶ τὴν σύζυγό του. Αὐτοὶ ὅµως δὲν τὸν ἀναγνώρισαν. Ἔµεινε κοντά τους, συνεχίζοντας καὶ καλλιεργώντας τὸ θεάρεστο ἔργο του. Ὅταν πέθανε, ἀποκάλυψε ποιὸς ἦταν. Αὐτὸ στὴν ἀρχὴ λύπησε τοὺς δικούς του, ἀλλὰ ἔπειτα χάρηκαν, διότι ὁ Ἀλέξιος µέχρι τέλους ἦταν «ἄρτιος του Θεοῦ ἄνθρωπος», δηλαδή, τέλειος ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ.
Τῇ αὐτῇ ἡµέρᾳ Μνήµη τῆς µετὰ φιλανθρωπίας ἐπενεχθείσης ἡµῖν φοβερᾶς ἀπειλῆς τοῦ Σεισµοῦ κατὰ τοὺς χρόνους Κωνσταντίνου τοῦ Βασιλέως
Ὁ Σ. Εὐστρατιάδης στὸ Ἁγιολόγιό του ἀναφέρει: Ἐν τοῖς ἐντύποις Συναξαρισταῖς καὶ τοῖς Μηναίοις σηµειοῦται κατὰ τὴν ἡµέραν ταύτην, ἄνευ ὑποµνήµατος, «µνήµη τῆς µετὰ φιλανθρωπίας ἐπενεχθείσης ἡµῖν φοβερᾶς ἀπειλῇς τοῦ σεισµοῦ, κατὰ τοὺς χρόνους Κωνσταντίνου τοῦ βασιλέως». Περὶ τοῦ σεισµοῦ τοῦ ἐπὶ Κωνσταντίνου τοῦ Πορφυρογεννήτου (780-797) συµβάντος, ὁ Κεδρηνὸς (Β΄, σ. 23) λέγει, ὅτι ἐγένετο κατὰ τὸ δέκατον ἔτος τῆς βασιλείας αὐτοῦ, χωρὶς νὰ ὁρίζῃ τὴν ἡµέραν, ἥτις, κατὰ πᾶσαν πιθανότητα, εἶναι ἡ κατὰ τὴν 17ην Μαρτίου µνηµονευοµένη ὑπὸ τῶν Συναξαριστῶν. Ὁ Λαυριωτικὸς Κώδ. 70 συµπληροῖ τὴν ἀνωτέρω σύντοµον µνείαν τοῦ σεισµοῦ οὕτω: «τότε γὰρ πολὺ µέρος τῶν τειχῶν τῆς πόλεως κατέπεσε καὶ θεῖοι ναοὶ διεῤῥάγησαν καὶ οἶκοι διάφοροι καὶ τριόροφοι ἕως ἐδάφους κατέπεσον καὶ ἢν κλονουµένη πᾶσα ἡ γῆ ἐπὶ πλεῖστας ἡµέρας· ὁ δὲ βασιλεύς, σὺν τῷ Πατριάρχῃ καὶ παντὶ τῷ λαῷ µετὰ λιτῶν καὶ τῶν σεπτῶν εἰκόνων καὶ ζωοποιῶν σταυρῶν καὶ τῶν ἁγίων λειψάνων σὺν δάκρυσι καὶ νηστείαις καὶ προσευχαῖς ἐξιλεούµενοι τὸ θεῖον καὶ παρακλητεύοντες [καί] ἐπιβοῶντες «ρῦσαι Κύριε, τῆς δικαίας σου ὀργῆς καὶ µὴ κατὰ τὰς ἁµαρτίας ἡµῶν παραδώῃς ἡµᾶς εἰς θάνατον ἀλλὰ κατὰ τὸ πολὺ ἔλεός σου ἐλέησον τὸν σὸν ὑποκείµενον λαόν» ὁ δὲ πολυέλεος καὶ µακρόθυµος Θεὸς ἀποστρέψας τὴν ὀργὴν αὐτοῦ, παρ΄ ἐλπίδα τοὺς τότε πάντας ἐῤῥύσατο καὶ τὸν κλόνον καὶ τρόµον τῆς γῆς κατέπαυσε.
Ὁ Ὅσιος Θεοστήρικτος ὁ Ὁµολογητής
Γεννήθηκε στὴν Τρίγλια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας (κωµόπολη τῆς Βιθυνίας στὰ παράλια της Προποντίδας) στὶς ἀρχὲς τοῦ 8ου αἰῶνα. Εὐσεβὴς καὶ φιλοµόναχος ἀπὸ µικρός, ἀµέσως ὅταν τελείωσε τὴν βασική του ἐκπαίδευση, πῆγε στὴν ἐκεῖ κοντὰ Μονὴ Πελεκητή, ὅπου ἐκάρη µοναχὸς καὶ ἀργότερα ἔγινε καὶ ἡγούµενός της. Ὅταν ἐπὶ Κων/νου Ε΄ τοῦ Κοπρωνύµου (741-775) ξέσπασε ὁ φοβερὸς διωγµὸς κατὰ τῶν εἰκόνων, ὁ αὐτοκράτορας πρόσταξε τὸν ἡγεµόνα τῆς Ἀσίας Μιχαὴλ τὸ Λαχανοδράκοντα, νὰ τιµωρήσει µὲ κάθε τρόπο σκληρὰ αὐτοὺς ποὺ προσκυνοῦν τὶς ἅγιες εἰκόνες. Τότε αὐτός, πῆγε στὴ Μονὴ Πελεκητῆς τὴν Μεγάλη Πέµπτη καὶ κατὰ τὴν ὥρα τῆς Θ. Λειτουργίας, συνέλαβε τοὺς µοναχοὺς καὶ ἄλλους σκότωσε µὲ βάρβαρα βασανιστήρια καὶ ἄλλους, µεταξὺ αὐτῶν καὶ τὸν Θεοστήρικτο, ἀφοῦ πάλι σκληρὰ βασάνισε τοὺς ἔστειλε στὶς φυλακὲς τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἀργότερα, ὅταν ὁ Ἅγιος βγῆκε ἀπὸ τὴν φυλακή, γέροντας πλέον, ἐπέστρεψε στὴν κατεστραµµένη Μονὴ Πελεκητῆς, ὅπου συναντήθηκε µὲ τὸν ὅσιο καὶ ὁµολογητὴ Νικήτα, ἡγούµενο τῆς κοντινῆς Μονῆς Μηδικίου. Ὁ Ὅσιος Θεοστήρικτος συνέθεσε καὶ «Κανόνα Παρακλητικὸν εἰς τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον». Ἔζησε σὲ βαθιὰ γεράµατα καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ὁ Ἅγιος Παῦλος ὁ Ὁσιοµάρτυρας
Ἦταν ἀπὸ τὴν Κρήτη καὶ ἔζησε στὰ φοβερὰ χρόνια τοῦ εἰκονοµάχου αὐτοκράτορα Κων/ νου Ε΄ Κοπρωνύµου. Τότε λοιπὸν καὶ ὁ Ἅγιος Παῦλος, συνελήφθη ἀπὸ τὸν στρατηγὸ τῆς Κρήτης Θεοφάνη Λαρδατύρη, ποὺ τὸν ἐκβίαζε νὰ ποδοπατήσει τὴν εἰκόνα τοῦ Ἐσταυρωµένου. Ὁ Ἅγιος ὅµως τὴν προσκύνησε καὶ τὴν ἀσπάστηκε εὐλαβικά. Ἐξαγριωµένος ὁ στρατηγός, τοῦ πέρασε µὲ φρικτὸ τρόπο σίδερα σ΄ ὅλο του τὸ σῶµα, καὶ κατόπιν ἀφοῦ τὸν κρέµασε µὲ τὸ κεφάλι πρὸς τὰ κάτω, τὸν ἔκαψε. Ἔτσι ὁ Ἅγιος Παῦλος, πῆρε τὸ ἀµάραντο καὶ αἰώνιο στεφάνι τοῦ µαρτυρίου.
Ὁ Ἅγιος Μαρῖνος
Ὑπῆρξε στὰ χρόνια τῶν διωγµῶν τῆς Ἐκκλησίας. Χριστιανὸς ἀπὸ τὴν γέννησή του, ἀνατράφηκε µὲ πολλὴ ἐπιµεληµένη εὐσέβεια καὶ µὲ θερµότατο ζῆλο γιὰ τὴν πίστη. Ὅταν συνελήφθη σὰν χριστιανός, ὁµολόγησε µὲ θάῤῥος τὴν πίστη του καὶ ἤλεγξε τοὺς εἰδωλολάτρες γιὰ τὶς ἀνόητες θυσίες τους, ὅταν αὐτοὶ ἔβρισαν τὴν χριστιανικὴ θρησκεία. Τότε τὸν βασάνισαν ἄγρια. Τὸν ἔδειραν µὲ µαστίγια, τοῦ ἔσπασαν κατόπιν τὸ στόµα καὶ τὰ δόντια, καὶ τελευταῖα πῆρε τὸ στεφάνι τῆς µαρτυρικῆς τελείωσης µὲ ἀποκεφαλισµό.
Ὁ Ἅγιος καὶ Δίκαιος Λάζαρος ὁ φίλος τοῦ Χριστοῦ
Τὴ µνήµη του ἀναφέρουν ὁ Συναξαριστὴς τοῦ Delehaye καὶ ὁ Λαυριωτικὸς Κώδικας 70, µνήµη ποὺ δὲν ἀναφέρουν ὁ Συναξαριστὴς τοῦ Ἁγίου Νικοδήµου καὶ τὰ ἔντυπα Μηναῖα. Στὸν ἀνωτέρω λοιπὸν Κώδικα ἀναφέρεται ὡς ἑξῆς: «Τῇ αὐτῇ ἡµέρᾳ ἡ ἀνάστασις τοῦ ἁγίου καὶ δικαίου Λαζάρου τοῦ φίλου τοῦ Κυρίου ἡµῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὃν ἐκ νεκρῶν ἤγειρεν ἐν τῇ πόλει Βηθανίᾳ πλησίον Ἱεροσολύµων, ὅτε σαρκὶ περιεπολεύετο ἐν τῇ γῇ ὁ ἀγαθὸς Θεὸς ἡµῶν διὰ τὴν σωτηρίαν». Γιὰ τὴν ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου βλέπε στὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιον, κεφ. ια΄ στ. 1 - 44.
Ὁ Ὅσιος Μακάριος
Ἡγούµενος Κολιαζίνης στὴ Ῥωσία.
Ὁ Ἅγιος Patrick (Ἰρλανδός)
Λεπτοµέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου τῆς Ὀρθοδοξίας, µπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρεττανικῶν Νήσων», τοῦ Χριστόφορου Κων. Κοµµοδάτου, ἐπισκοποῦ Τελµησσοῦ, Ἀθῆναι 1985, καθὼς ἐπίσης καὶ στὸ βιβλίο «Ἡ ἐν Ὀρθοδοξίᾳ Ἡνωµένη Εὐρώπη», τοῦ Γ.Ε. Πιπεράκη, Ἐκδ. «Ἑπτάλοφος», Ἀθῆναι 1997.
Ἁγιολόγιον - Μάρτιος 18
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἀρχιεπίσκοπος Ἱεροσολύµων
Ὁ Κύριλλος ἀποτελεῖ µία ἀπὸ τὶς λαµπρότερες φυσιογνωµίες τῶν Πατέρων καὶ Διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας µας. Γεννήθηκε στὴν Ἱερουσαλήµ, περίπου τὸ 312-315. Τὸ 334 ἔγινε διάκονος καὶ τὸν ἑπόµενο χρόνο ὁ Μάξιµος, ἐπίσκοπος Ἱεροσολύµων, τὸν χειροτόνησε πρεσβύτερο. Ὁ Κύριλλος ἀπὸ τότε διαπρέπει γιὰ τὶς θεολογικές του γνώσεις καὶ τὸν ὀρθόδοξο ζῆλο του. Γι΄ αὐτὸ καὶ τοῦ ἀνατίθεται στὴν ἐπισκοπὴ Ἱεροσολύµων νὰ κηρύττει τὸ θεῖο λόγο καὶ νὰ διδάσκει τοὺς κατηχουµένους. Τὸ 351 ὁ Μάξιµος πεθαίνει καὶ τότε ὁ Θεὸς ἀξιώνει τὸν Κύριλλο νὰ χειροτονηθεῖ ἐπίσκοπος Ἱεροσολύµων. Αὐτός, ὅµως, δὲν ἀναπαύεται στὶς δάφνες του, ἀλλὰ πολλαπλασιάζει τοὺς κόπους του γιὰ τὴν Ἐκκλησία. Καὶ ἀναδεικνύεται ποιµὴν καὶ διδάσκαλος «πρὸς καταρτισµὸν τῶν ἁγίων εἰς ἔργον διακονίας, εἰς οἰκοδοµήν του σώµατος τοῦ Χριστοῦ», δηλαδή, µὲ σκοπὸ νὰ καταρτίζονται οἱ χριστιανοὶ καὶ νὰ ἐπιτελεῖται ἔργο διακονίας, ποὺ οἰκοδοµεῖ τὸ σῶµα τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Κύριλλος τρεῖς φορὲς ἐξορίσθηκε (τὸ 357, 360 καὶ 367) γιὰ τὸ ὀρθόδοξο φρόνηµά του καὶ ὑπέστη πολλὲς κακοπάθειες (ἀπὸ τοὺς ἀρειανίζοντες αὐτοκράτορες Κωνστάντιο καὶ Οὐάλη). Τὸ 386 πεθαίνει, ἀφήνοντας πίσω του µία ἀκµάζουσα Ἐκκλησία Ἱεροσολύµων, καθὼς ἐπίσης, πολλὰ θεολογικὰ συγγράµµατα, ποὺ τὸ κυριότερο εἶναι οἱ 23 λεγόµενες Κατηχήσεις.
Οἱ Ἅγιοι Τρόφιµος καὶ Εὐκαρπίων
Ἦταν στρατιῶτες καὶ οἱ δυὸ στὴ Νικοµήδεια καὶ ἔζησαν στὰ χρόνια τοῦ Διοκλητιανοῦ. Εἰδωλολάτρες στὴν ἀρχή, ἐδίωκαν σκληρὰ τοὺς χριστιανούς, συνέπρατταν µάλιστα στὶς φυλακίσεις καὶ τοὺς βασανισµούς τους. Ἀλλ΄ ὁ Χριστὸς ἔκανε τὸ θαῦµα του καὶ ἐπὶ τῶν διωκτῶν αὐτῶν. Ἡ χάρη Του ἄνοιξε τὰ µάτια τους καὶ τοὺς ἔφερε στὴν πίστη Του. Ἔνθερµοι δὲ τώρα χριστιανοὶ καὶ κήρυκες τοῦ Λυτρωτῆ τους, διαλαλοῦσαν ἐλεύθερα τὸ ὄνοµά Του καὶ προσπαθοῦσαν νὰ πολλαπλασιάζουν τὶς φάλαγγες τῶν ὀπαδῶν Του. Ὅταν καταγγέλθηκαν στὴ Νικοµήδεια, ἔµειναν σταθεροὶ στὴν ὁµολογία τους καὶ καταδικάστηκαν σὲ θάνατο. Στὴν ἀρχὴ ἔσχισαν τὶς σάρκες τους µὲ σιδερένια ὄργανα, καὶ κατόπιν τοὺς θανάτωσαν ἀφοῦ τοὺς ἔριξαν µέσα σὲ ἀναµµένο καµίνι.
Οἱ Ἅγιοι µύριοι (10.000) Μάρτυρες
Μαρτύρησαν διὰ ξίφους, Ἴσως στὴ Νικοµήδεια.
Ὁ Ὅσιος Ἀνανίας ὁ Θαυµατουργός
Ἡ µνήµη του ἀναγράφεται στὸ Λαυριωτικὸ Κώδικα 70. Ἀπὸ µικρὸ παιδὶ ὁ Ὅσιος Ἀνανίας ἀφιέρωσε τὴν ζωή του στὸν ἀσκητικὸ µοναχισµὸ καὶ λόγω τῆς µεγάλης του ἀρετῆς ὁ Θεὸς τὸν ἀξίωσε νὰ θαυτουργῇ. Ὁ συγκεκριµένος Κώδικας γράφει ὅτι µὲ τὴν προσευχή του νέκρωσε ἕναν δράκοντα, ἐπίσης ἀνέστησε νεκρὸ ἄνθρωπο, ἔβγαλε πολλὰ δαιµόνια ἀπὸ δαιµονισµένους καὶ ἀφοῦ προεῖδε καὶ τὸν θάνατό του, ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ὁ Ἅγιος Edward (Ἄγγλος)
Λεπτοµέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου τῆς Ὀρθοδοξίας, µπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρεττανικῶν Νήσων», τοῦ Χριστόφορου Κων. Κοµµοδάτου, ἐπισκόπου Τελµησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.
Ἁγιολόγιον - Μάρτιος 19
Οἱ Ἅγιοι Χρύσανθος καὶ Δαρεία
ΟΙ Ἅγιοι αὐτοὶ ἔζησαν στὰ χρόνια του βασιλιᾶ Νουµεριανοῦ (284). Ὁ Χρύσανθος, γιὸς εἰδωλολάτρη ἄρχοντα τῆς Ἀλεξανδρείας (τοῦ Πολέµωνος), κατηχήθηκε στὴ χριστιανικὴ πίστη ἀπὸ ἕνα χριστιανὸ ἐπίσκοπο. Ἡ πληροφορία αὐτὴ ἐξόργισε πολὺ τὸν πατέρα του, ποὺ προσπάθησε µὲ πολλοὺς τρόπους νὰ τὸν µεταπείσει. Μάταια ὅµως. Τότε, µὲ τὴν βία τοῦ δίνει σύζυγο µία Ἑλληνίδα εἰδωλολάτρισσα κόρη, τὴν Δαρεία, µὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι θὰ ἐπηρεάσει καὶ θὰ ἐπαναφέρει τὸ γιό του στὴν εἰδωλολατρία. Ἀλλὰ ὁ Χρύσανθος εἶχε καὶ αὐτὸς τὸ σχέδιό του. Στὶς συζητήσεις ποὺ εἶχε µὲ τὴν σύζυγό του, κατάφερε τελικὰ νὰ τὴν πείσει ὅτι ἡ ἀλήθεια βρίσκεται στὴ χριστιανικὴ πίστη, ἐπαληθεύοντας τὰ λόγια του Κυρίου µας, ποὺ εἶπε: «κἀγὼ ἐὰν ὑψωθῶ ἐκ τῆς γῆς, πάντας ἑλκύσω πρὸς ἑµαυτόν», δηλαδή, ἂν ἐγὼ ὑψωθῶ διὰ τοῦ σταυροῦ ἀπὸ τὴν γῆ καὶ ἀναληφθῶ στοὺς οὐρανούς, θὰ ἑλκύσω πρὸς τὸν ἑαυτό µου ὅλους, ὄχι µόνο τοὺς Ἰουδαίους, ἀλλὰ καὶ τοὺς Ἕλληνες εἰδωλολάτρες, ποὺ θὰ πιστέψουν σ᾿ ἐµένα. Πράγµατι, ἡ Ἑλληνίδα εἰδωλολάτρισσα Δαρεία, ἑλκυόµενη ἀπὸ τὸ ἠθικὸ ἄρωµα τῆς χριστιανοσύνης, ποὺ τόσο στόλιζε τὸ σύζυγό της, µόνη της παρακάλεσε καὶ τὴν βάπτισαν χριστιανή. Συµφώνησαν τότε νὰ µείνουν καὶ οἱ δυὸ παρθένοι καὶ ἐπιδόθηκαν στὴ χριστιανικὴ Ἱεραποστολή. Στὸ τέλος, µάλιστα, ὑπέστησαν µαρτυρικὸ θάνατο γιὰ τὸ ἅγιο ἔργο τους.
Οἱ Ἅγιοι Κλαύδιος ὁ Τριβοῦνος, Ἰλαρία ἡ σύζυγός του, τὰ παιδιά τους Ἰάσων καὶ Μαῦρος καὶ οἱ µαζὶ µ᾿ αὐτοὺς θανατωθέντες Στρατιῶται
Ὁ Κλαύδιος ἦταν Τριβοῦνος στὸ ἀξίωµα στὰ χρόνια του βασιλιᾶ Νουµεριανοῦ (283-84). Σ᾿ αὐτὸν παρέδωσε ὁ ἔπαρχος Κελαρῖνος τοὺς Ἁγίους Χρύσανθο καὶ Δαρεία, γιὰ νὰ τοὺς τιµωρήσει. Ἀλλ᾿ ὅταν εἶδε ὅτι τὸ Ἅγιο ζευγάρι ἔµενε ἀβλαβὲς ἀπὸ τὰ βασανιστήρια, πίστεψε στὸν Χριστὸ καὶ βαπτίστηκε µαζὶ µὲ τὴν σύζυγό του Ἰλαρία καὶ τὰ παιδιά του Ἰάσονα καὶ Μαῦρο. Καθὼς ἐπίσης, τὸ ἴδιο ἔπραξαν καὶ οἱ στρατιῶτες τῆς φρουρᾶς του. Τότε, τὸν µὲν Κλαύδιο, ἀφοῦ τοῦ ἔδεσαν ἕνα ὀγκόλιθο στὸ σῶµα τὸν ἔριξαν στὴ θάλασσα καὶ ἔτσι βρῆκε ἔνδοξο µαρτυρικὸ τέλος. Τοὺς δὲ γιούς του, µαζὶ µὲ τοὺς στρατιῶτες, τοὺς ἀποκεφάλισαν. Ἡ µητέρα τους Ἰλαρία παρέλαβε τὰ λείψανά τους καὶ τὰ ἔθαψε. Σὲ µία ἀπὸ τὶς ἐπισκέψεις της στὸν τάφο τους, τὴν συνέλαβαν οἱ στρατιῶτες τοῦ ἐπάρχου καὶ τὴν ἔσυραν γιὰ νὰ τὴν θανατώσουν. Ἡ Ἰλαρία τους παρακάλεσε νὰ τὴν ἀφήσουν πρῶτα νὰ προσευχηθεῖ, καὶ ἔτσι κατὰ τὴν διάρκεια τῆς προσευχῆς ἐξέπνευσε. Οἱ ὑπηρέτριές της παρέλαβαν τὸ σῶµα της καὶ τὸ ἔθαψαν στὸν τάφο τῶν γιῶν της. Σύµφωνα µὲ ἄλλη παράδοση πέθανε µὲ ἀποκεφαλισµό.
Ὁ Ἅγιος Παγχάριος
Καταγόταν ἀπὸ τὴν χώρα τῶν θυσάνων καὶ συγκεκριµένα ἀπὸ τὴν πόλη Βιλλασάτη (ἢ κατ᾿ ἄλλους Βιθλαπάτη ἢ Βιλλαπάτη). Οἱ γονεῖς του τὸν εἶχαν ἀναθρέψει στὴ χριστιανικὴ πίστη καὶ διακρινόταν γιὰ τὸ ἀνδρικὸ παράστηµα καὶ τὴν ὡραιότητά του. Ὅταν ἦλθε στὴ Ῥώµη, κίνησε τὴν προσοχὴ τῶν ἀνακτορικῶν γιὰ τὸ ἔξοχο παρουσιαστικό του καὶ τὸ σπινθηροβόλο πνεῦµα του. Αὐτὸ δὲ ἔφθασε µέχρι τὸν Διοκλητιανό, ποὺ τὸν προσέλαβε κοντά του καὶ τὸν ἔκανε συγκλητικό. Οἱ τιµὲς ὅµως καὶ ἡ βασιλικὴ εὔνοια, ἔκαναν τὸν Παγχάριο ν᾿ ἀρνηθεῖ τὸ Χριστό. Ὅταν τὸ ἔµαθαν αὐτὸ ἡ µητέρα του καὶ ἡ ἀδελφή του, λυπήθηκαν πολύ. Τοῦ ἔγραψαν τότε µία συγκινητικότατη ἐπιστολή, ποὺ τὸν ἱκέτευαν νὰ ἐπανέλθει στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, ἔστω καὶ µὲ θυσία τῆς ζωῆς του. Εὐτυχῶς ἡ ἐπιστολὴ ἐπανέφερε τὸ νεαρὸ Παγχάριο στὸν ἑαυτό του. Κατάλαβε τὸ ὀλίσθηµα στὸ ὁποῖο ἔπεσε, καὶ τὸ ρεῦµα τῆς µετανοίας κατέκλυσε τὴν ψυχή του. Τότε χωρὶς καθυστέρηση, ὁµολόγησε µπροστὰ στοὺς ἀνακτορικοὺς τὴν χριστιανικὴ πίστη. Ὁ Διοκλητιανός, ὑπόθεσε στὴν ἀρχὴ ὅτι ὁ Παγχάριος ὑπέστη κάποια διανοητικὴ τρέλα. Ἀλλ᾿ ὅταν πείστηκε γιὰ τὴν σοβαρότητα τοῦ πράγµατος, ἐξοργισµένος, διέταξε καὶ ἀποκεφάλισαν τὸν Παγχάριο.
Οἱ Ἅγιοι Διόδωρος ὁ Πρεσβύτερος καὶ Μαριανός ὁ Διάκονος
Μαρτύρησαν ἀφοῦ τοὺς ἔκλεισαν ἑρµητικὰ µέσα σὲ µία σπηλιά.
Ὁ Ἅγιος Δηµήτριος ὁ Τορναρᾶς
Ὁ νεοµάρτυρας αὐτὸς συναναστρεφόταν πολὺ µὲ Τούρκους καὶ ἤλεγχε τὴν πίστη τους. Κάποια µέρα ὅµως, οἱ Τοῦρκοι, µὲ φθονερὰ κίνητρα, τὸν πίεσαν νὰ γίνει Τοῦρκος. Ἐπειδὴ ὁ Δηµήτριος δὲν θέλησε, τὸν ἔφεραν στὸν κριτὴ καὶ ψευδοµαρτύρησαν ὅτι δῆθεν ἔβρισε τὴν πίστη τους. Ὁ δὲ κριτὴς διέταξε νὰ τὸν δείρουν ἀνελέητα, µέχρι νὰ γίνει Τοῦρκος. Οἱ Τοῦρκοι τότε τὸν βασάνισαν µὲ µεγάλη σκληρότητα, ἀλλὰ βλέποντας τὴν ἀµετάθετη γνώµη τοῦ Δηµητρίου, καὶ µὲ ἀπόφαση τοῦ κριτῆ τὸν ἀποκεφάλισαν τὸ 1564 καὶ ἔτσι ἔλαβε τὸ ἀµάραντο στεφάνι τοῦ µαρτυρίου
Ὁ Ἅγιος Νικόλαος Καραµάνος ἢ Κασσέτης
Ὁ νεοµάρτυρας Νικόλαος Καραµάνος ἦταν ἔγγαµος καὶ ζοῦσε στὴ Σµύρνη, καὶ ὅταν κάποτε βρέθηκε σὲ κατάσταση θυµοῦ εἶπε ὅτι θὰ γίνει Τοῦρκος. Μόλις ἄκουσαν αὐτὸ οἱ ἐκεῖ παρευρισκόµενοι Τοῦρκοι τὸν ἅρπαξαν καὶ τὸν ὁδήγησαν στὸν κριτή. Ἀνακρινόµενος ὁ Νικόλαος, ἀρνήθηκε νὰ γίνει Τοῦρκος, παρὰ τὰ βασανιστήρια ποὺ ἀκολούθησαν καὶ παρὰ τὶς πιέσεις τῆς µητέρας του καὶ τῆς συζύγου του. Τότε ὁ κριτὴς διέταξε καὶ τοῦ ἔκαναν περιτοµὴ µὲ τὴν βία, ἀλλὰ ὁ Νικόλαος συνεχῶς διακήρυττε ὅτι εἶναι χριστιανός. Ἀκολούθησαν γιὰ 36 συνεχεῖς ὁλόκληρες ἡµέρες φρικτὰ βασανιστήρια, ποὺ κατέπληξαν καὶ αὐτοὺς ἀκόµα τοὺς ξένους στὴ Σµύρνη. Μεταξὺ αὐτῶν καὶ τὸν Ἰησουΐτη Νabois, ποὺ ἔγραψε καὶ τὸ µαρτύριο τοῦ Ἁγίου. Τελικά, ἀφοῦ ὁ Νικόλαος ἔµεινε σταθερὸς στὴν πίστη του, ἀπαγχονίστηκε στὶς 19 Μαρτίου 1657, στὴ Σµύρνη, Μ. Πέµπτη καὶ ὥρα 9 τὸ πρωί, σὲ ἡλικία 34 χρονῶν. Τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου, ἀφοῦ τὸ ἔδεσαν µὲ ἕνα ὀγκόλιθο, τὸ ἔριξαν στὴ θάλασσα. Ἀλλὰ κάποιος Λατῖνος, ποὺ βρισκόταν στὴ Σµύρνη, τὸ ἔβγαλε καὶ τὸ πῆγε στὴν Εὐρώπη. Στοὺς Συναξαριστὲς ἡ µνήµη τοῦ Ἁγίου ἀναφέρεται τὴν 6η Δεκεµβρίου.
Ὁ Ἅγιος Ἀνεκτός
Λανθασµένα ἀναφέρουν τὴν µνήµη του αὐτὴ τὴν µέρα, ὁρισµένοι Συναξαριστές. Ἡ κυρίως µνήµη τοῦ συγκεκριµένου Ἁγίου Ἀνεκτοῦ εἶναι στὶς 10 Μαρτίου, µαζὶ µ᾿ αὐτὴ τοῦ Ἁγίου Κοδράτου καὶ τῶν λοιπῶν µαζὶ µ᾿ αὐτὸν µαρτυρησάντων Ἁγίων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου