Η Θεοφάνεια ως Χριστοφάνεια, που αποτελεί τη βάση του δόγματος, εμπεριέχει δύο βασικά προβλήματα. Το ένα είναι ότι πρέπει να καλυφθεί ο χρόνος που χωρίζει τον ιστορικό Ιησού και την εποχή του (Αποστολική εποχή) από τις επόμενες γενεές – εποχές, στις οποίες διατυπώνεται το δόγμα:
Με ποιον τρόπο είναι δυνατή η γεφύρωση του χρονικού αυτού χάσματος;
Το δεύτερο είναι ότι μέσα στην ίδια την ιστορική θεοφάνεια εν Χριστώ, υπάρχει η διάσταση του «ήδη και όχι ακόμα»: στον ιστορικό Χριστό και την εμπειρία των πρώτων αποστόλων έχομε την αποκάλυψη του Θεού «εν εσόπτρω και εν αινίγματι» και όχι «πρόσωπον προς πρόσωπον». Η πλήρης «πρόσωπον προς πρόσωπον» αποκάλυψις είναι εσχατολογική πραγματικότητα. Ο Χριστός φέρει μια προεικόνιση και πρόγευση της Βασιλείας, της πλήρους δηλαδή και αμέσου προσωπικής γνώσεως του Θεού. Μέχρις ότου έλθει η «εσχάτη ημέρα», κανείς προφήτης ή άγιος δεν έχει πλήρη γνώση του Θεού σε μια σταθερή και αμετάβλητη μορφή. Πώς είναι δυνατόν η πρόγευση αυτή του παραδείσου, της πλήρους γνώσεως του Θεού να πραγματοποιηθεί από τώρα με πλήρη βεβαιότητα ότι το κηρυττόμενο δόγμα εκφράζει αυτή την προεικόνιση και προσφέρει αυτή την πρόγευση με πιστότητα και ακρίβεια;
Με άλλα λόγια το δόγμα ως πιστή εικόνα του Χριστού, που αποκαλύπτει τον Θεό, πρέπει να είναι πιστή ως προς δύο διαστάσεις:
Α. Πιστή εικόνα του ιστορικού Χριστού (= παρελθόν), και
Β. Πιστή εικόνα του μέλλοντος, εσχατολογικού Χριστού και της Βασιλείας Του. (Πρβλ. Βυζαντινή εικόνα: Δεν αρκείται στην ιστορική αναπαράσταση, αλλά εικονίζει τη μελλοντική κατάσταση. Π.χ. εικόνα Πεντηκοστής). Το έργο αυτό της γεφυρώσεως του παρόντος (= δόγμα) με το παρελθόν (ιστορική Χριστοφάνεια) και το μέλλον (= Δευτέρα Παρουσία) είναι το κατ’ εξοχήν έργο του Αγίου Πνεύματος στη θεία Οικονομία.
«Έδοξε τω Αγίω Πνεύματι και ημίν» (Πράξεις 15/ιε΄ κεφ.), είναι η απόφαση της Αποστολικής Συνόδου. Αποτελεί πάγια πεποίθηση της Εκκλησίας ότι τα δόγματα είναι κατ’ έμπνευσιν του Αγ. Πνεύματος, όπως και η Γραφή («πάσα γραφή θεόπνευστος…» Β΄ Τιμ. 3/γ΄ 16). Αλλά αυτό χρειάζεται πολλή προσοχή, γιατί μπορεί να νοηθεί κατά διαφόρους τρόπους. Έτσι:
Η παρουσία του Αγ. Πνεύματος και η ενέργειά Του είναι δυνατόν να νοηθεί ως ένα είδος μαγικής και μηχανικής επεμβάσεως του Θεού. Αυτό θυμίζει την «θεοπνευστία» των αρχαίων Ελλήνων (Μαντεία, χρησμοί κλπ). Δηλαδή η προσωπική ελευθερία αφαιρείται: οι συγγραφείς της Βίβλου και οι Πατέρες των Συνόδων ήταν άβουλα όργανα του Πνεύματος. Αυτό είναι μια αντίληψη που επικράτησε στη Δύση (από όπου προήλθε) με τη μορφή του λεγομένου Fundamentalismus.
Η παρουσία και ενέργεια του Πνεύματος είναι δυνατόν να νοηθεί ως αποτέλεσμα ηθικών μεταβολών στον άνθρωπο. Όταν λέμε: «Ηθικές μεταβολές» εννοούμε ευρύτερα κάθε βελτίωση του ανθρώπου οφειλόμενη στη δική του προσπάθεια (π.χ. κάθαρση από τα πάθη, αρετές κλπ).
Η ενέργεια του Αγίου Πνεύματος είναι δυνατόν να νοηθεί ως αποτέλεσμα ενός γεγονότος κοινωνίας, τόσο με κατακόρυφες όσο και με οριζόντιες διαστάσεις, δηλαδή ως αποτέλεσμα της κοινωνίας της εκκλησιαστικής κοινότητας.
Από τις δυνατότητες αυτές, η πρώτη πρέπει να αποκλεισθεί εντελώς: Το Άγιο Πνεύμα είναι Πνεύμα ελευθερίας» και δεν βιάζει τον άνθρωπο. Εξ άλλου το γεγονός του Χριστού, η ίδια η φύση της Χριστοφάνειας είναι τέτοια, ώστε να σέβεται πλήρως την ελευθερία του ανθρώπου.
Η δεύτερη δυνατότητα έχει περισσότερη αξία και βαρύτητα και ταιριάζει στις προϋποθέσεις της ασκητικής εμπειρίας, που όπως είδαμε πρέπει πάντοτε να λαμβάνεται υπ’ όψιν: Χωρίς κάθαρση από τα πάθη δεν είναι δυνατόν να δει κανείς το Θεό (π.χ. όποιος μισεί τον αδελφό του δεν μπορεί να δει τον Θεό. Πρβλ. Α΄ Ιωάννου). Με το ίδιο πνεύμα ο άγιος Γρηγόριος ο θεολόγος αποκρούει τους Ευνομιανούς, οι οποίοι είχαν δημιουργήσει μια εντελώς διανοητική θεολογία που επέτρεπε στον καθένα να «θεολογεί», ακόμη «και μετά τους ιππικούς και τα άσματα και την γαστέρα… οις και τούτο (η θεολογία) μέρος τρυφής…», τονίζοντας ότι «ου παντός… το περί Θεού φιλοσοφείν, ου παντός», αλλά «των εξητασμένων και διαβεβηκότων εν θεωρία και προ τούτων και ψυχήν και σώμα κεκαθαρμένων ή καθαιρομένων το μετριώτατον». Αν όμως η άσκηση ληφθεί ως μεμονωμένη και αυτάρκης προϋπόθεση, τότε πάσχει από δύο σοβαρά ελαττώματα: Του ατομικισμού και του ηθικισμού. Δηλαδή κινδυνεύουμε να πιστέψουμε ότι ο Θεός αποκαλύπτεται σε άτομα μεμονωμένα και υπό προϋποθέσεις ανθρώπινων επιτευγμάτων.
Γι’ αυτό η δεύτερη αυτή δυνατότητα πρέπει οπωσδήποτε να συνδυασθεί με την τρίτη που είναι η εκκλησιολογική μορφή ενεργείας του Αγ. Πνεύματος.
Για να κατανοηθεί αυτό θα πρέπει πριν από όλα να απαλλαγούμε από μια εσφαλμένη αντίληψη που έχουμε, ότι δηλαδή το Άγιο Πνεύμα ενεργεί επί μεμονωμένων ατόμων. Η αντίληψη αυτή είναι τόσο διαδεδομένη ώστε να ξενίζει ίσως το ότι την αποκαλούμε εδώ «εσφαλμένη». Όσοι την υποστηρίζουν παραγνωρίζουν μια θεμελιώδη διάκριση μεταξύ της ενεργείας του Αγ. Πνεύματος στην Παλαιά Διαθήκη και εκείνης στην Καινή Διαθήκη. Στην Π.Δ. το Πνεύμα δίδεται σε ορισμένα άτομα (προφήτες, βασιλείς κλπ) και όχι στο σύνολο του λαού του Ισραήλ. Στη Μεσσιανική όμως εποχή που εισάγεται στην Κ.Δ. με την έλευση του Μεσσία, το Πνεύμα αναμενόταν να δοθεί σε όλο το λαό του Θεού. Γι’ αυτό στην εξιστόρηση της Πεντηκοστής, ο Λουκάς χρησιμοποιεί τη φράση του προφήτη Ιωήλ: «εν ταις εσχάταις ημέραις εκχεώ από του Πνεύματός μου επί πάσαν σάρκα… λέγει Κύριος Παντοκράτωρ»
Αποτέλεσμα τούτου είναι ότι στην Κ.Δ. όλοι οι βαπτισμένοι Χριστιανοί εθεωρούντο ως έχοντες το Άγιο Πνεύμα και ως διαθέτοντες διάφορα χαρίσματα. Αν μελετήσουμε προσεκτικά το κεφ. 12/ιβ΄ της Α΄ Κορινθίους θα δούμε ότι για τον Απ. Παύλο το να είσαι μέλος της Εκκλησίας, ισοδυναμεί με το να έχεις κάποιο χάρισμα του Πνεύματος. Επειδή οι Κορίνθιοι είχαν την αντίληψη ότι μερικοί είναι πιο χαρισματούχοι από τους άλλους, ο Παύλος αποκρούει έντονα την αντίληψη αυτή και τονίζει ότι όλοι έχουν κάποιο χάρισμα, ακόμα και αυτοί που ασκούν απλό έργο διακυβερνήσεως κλπ. Εκεί κτυπάει ο Παύλος αλύπητα κάθε μορφή πνευματικού «ελιτισμού» και τονίζει ότι ακόμα και αν έχει κανείς γνώση ή πίστη ώστε «όρη μεθιστάνειν» μπορεί να μη είναι τίποτε αν δεν έχει «αγάπην».
Τι σημαίνει «αγάπην» εδώ; Αν δούμε το κείμενο στο σύνολό του (κεφ. 11 – 14) και όχι σε μεμονωμένα χωρία, θα δούμε ότι «αγάπη» εκεί για τον Παύλο σημαίνει την κοινωνία που δημιουργεί η κοινότητα της Εκκλησίας. Δεν πρόκειται για κάποιο συναίσθημα του ατόμου (καλή πρόθεση κλπ), αλλά για την αλληλοεξάρτηση των μελών της εκκλησίας σε ένα σώμα. «Αγάπη» θα πει να μη λες ότι εγώ είμαι η κεφαλή και δεν χρειάζομαι τα πόδια κλπ – αυτό τονίζει εκεί ο Παύλος. Δηλαδή την αλληλοεξάρτηση των χαρισμάτων.
Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο ο Παύλος καταλήγει στην επιστολή να ονομάσει το Άγιο Πνεύμα «κοινωνία». Στη Β΄ Κορινθίους 13/ιγ΄ 13 μάλιστα, φαίνεται ότι πρόκειται για μια έκφραση που υπάρχει προ του Παύλου στη λειτουργική χρήση των πρώτων Εκκλησιών και που παραμένει έκτοτε βασικό στοιχείο της Θείας Ευχαριστίας. Το Πνεύμα όπου πνέει δημιουργεί κοινωνία, και καταστρέφει τον ατομισμό. Αυτό πρέπει να το κατανοήσουμε καλά. Την αντίληψη αυτή περί Αγ. Πνεύματος είχαν και οι Πατέρες της Εκκλησίας. Θα μπορούσε κανείς να προσκομίσει πολλά χωρία από τους Πατέρες των πρώτων αιώνων, όπως ο άγιος Ειρηναίος κ.ά. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε τον άγιο Γρηγόριο Ναζιανζηνό, ο οποίος τονίζει ιδιαίτερα την προσωπική «θεωρία», και γι’ αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία ο τρόπος, με τον οποίο αναφέρεται στο Άγιο Πνεύμα. Στο 12ο Λόγο του, συγκρίνει τον πόθο της θεωρίας με το Πνεύμα ως εξής: από το ένα μέρος υπάρχει ο πόθος της θεωρίας, δηλαδή η τάση προς την ησυχίαν, την κάθαρση του νοός και τη θεωρία. Αυτό όμως δεν είναι εκεί που οδηγεί το Πνεύμα. Το Πνεύμα φέρει «εις μέσον (= σύναξη εκκλησίας) άγειν και καρποφορείν τω κοινώ (= εκκλησιαστική κοινότης) βούλεται και τούτο ωφελείσθαι, το ωφελείν αλλήλοις και δημοσιεύειν την έλλαμψιν». Γι’ αυτό η εκκλησία «κατηρτισμένη» (= εν συνάξει) είναι για τον άγιο Γρηγόριο τόσο ανώτερη από την εμπειρία της θεωρίας όσο ο ουρανός από ένα άστρο, ή ο κήπος από ένα φυτό, ή το σώμα από ένα μέλος. Αυτό για τους Πατέρες είναι το κύριο έργο του Πνεύματος, να οδηγεί στην Εκκλησία και όχι σε μεμονωμένες απλώς προσωπικές εμπειρίες.
Συνεπώς όλα τα χαρίσματα της Εκκλησίας είναι απαραίτητα για την Αποκάλυψη του Θεού – όχι μόνο μερικά και μεμονωμένα. Και τούτο γιατί κανένα χάρισμα δεν είναι νοητό χωρίς αλληλοεξάρτηση από τα άλλα. Η Εκκλησία έχει ποικιλία χαρισμάτων – δεν έχουν όλοι «γνώση», όλοι ιαματικές ικανότητες, όλοι γλωσσολαλία, όλοι διοικητικές ικανότητες κλπ. Δεν είναι όλοι «θεόπτες» με τον ίδιο τρόπο. Κανείς πάντως δεν μπορεί να δει το Θεό μόνος του και ανεξάρτητα από τα άλλα χαρίσματα. Το Πνεύμα ενεργεί ως κοινωνία και αυτό σημαίνει: στο σώμα της Εκκλησίας.