Παρασκευή 25 Μαρτίου 2011

Ἁγιολόγιον Μάρτιος 26 έως Ἀπρίλιος 02

Ἁγιολόγιον - Μάρτιος 26

Σύναξις Ἀρχαγγέλου Γαβριήλ
Γαβριὴλ σηµαίνει ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Στὴν Ἁγία Γραφή, τὸν ἀρχάγγελο αὐτὸ τοῦ Θεοῦ συναντᾶµε µία φορὰ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ δυὸ φορὲς στὴν Καινή. Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, µᾶς τὸν παρουσιάζει ὁ Δανιὴλ σὲ µία ὅρασή του (Η´ 16-17), ὅταν ζητάει ἀπ᾿ αὐτὸν τὴν ἐξήγησή της. Ἐκεῖ παρουσιάζεται µπροστά του κάποιος ἄνθρωπος, ποὺ εἶναι ὁ Γαβριήλ, καὶ τοῦ ἐξηγεῖ ὅτι τὸ κριάρι µὲ τὰ δυὸ κέρατα σήµαινε τοὺς βασιλεῖς τῆς Μηδίας καὶ τῆς Περσίας. Ὁ δὲ τριχωτὸς τράγος, τὸ βασιλιὰ τῆς Ἑλλάδας. Στὴν Καινὴ Διαθήκη, ὁ ἀρχάγγελος Γαβριὴλ στέλνεται στὸ Ζαχαρία (Λουκ. Α´, 11-19) καὶ τοῦ ἀναγγέλλει ὅτι ἡ γυναῖκα του Ἐλισάβετ θὰ συλλάβει καὶ θὰ γεννήσει τὸν Ἰωάννη τὸν Πρόδροµο. Ὁ Γαβριήλ, ἐπίσης, εἶναι αὐτὸς ποὺ εὐαγγελίζεται στὴν Παρθένο Μαρία τὴν ἄσπορη σύλληψη καὶ γέννηση τοῦ Σωτῆρα Χριστοῦ.

Οἱ Ἅγιοι 26 Μάρτυρες ποὺ µαρτύρησαν στὴ Γοτθία, ἀπὸ τοὺς ὁποίους οἱ δυὸ εἶναι Πρεσβύτεροι, Βαθούσης (ἢ Ἀαθούσης) καὶ Οὐίρκας (ἢ Οὐήρικας) µὲ τοὺς δυὸ γιούς του καὶ τὶς τρεῖς θυγατέρες του καὶ Ἀρπύλας ὁ µοναχός, λαϊκοὶ δέ, Ἄβηπας, Ἁγνὸς (ἢ Ἀγγίας), Ρύαξ (ἢ Ρυΐας), Ἠγάθραξ, Ἠσκόος (ἢ Ἠσκόης), Σύλλας, Σίγητζας (ἢ Σίδητζας), Σουηρίλας, Σεϊµβλᾶς, Ὀέρµας (ἢ Ὀέρθας), Φίλγας καὶ ἀπὸ τὶς γυναῖκες Ἄννα, Ἀλλᾶς, Βάρις (ἢ Βάρκα), Μωίκω, Μαµίκα, Οὐΐρκω (ἢ Οὐήκω) καὶ Ἀνιµαΐς
Ἔζησαν στὰ χρόνια του βασιλιᾶ τῶν Γότθων Ἰουγγουρίχου καὶ βασιλέως τῶν Ῥωµαίων Γρατιανοῦ (375-383). Ὅλοι αὐτοὶ οἱ Ἅγιοι ὁµολόγησαν τὸν Χριστὸ καὶ κάηκαν ζωντανοὶ ἀπὸ τὸν προαναφερθέντα βασιλιὰ τῶν Γότθων. Τότε συνέβη καὶ κάτι τὸ ἀξιοσηµείωτο. Κάποιος χριστιανός, ἔφερε στὴν Ἐκκλησία πρόσφορο, ἀλλὰ ἐκείνη τὴν στιγµὴ τὸν συνέλαβαν οἱ εἰδωλολάτρες καὶ ἀφοῦ ὁµολόγησε τὸν Χριστὸ ἔγινε ὁ ἴδιος πρόσφορο στὸν Θεό, παίρνοντας τὸ στεφάνι τοῦ µαρτυρίου µέσα στὸ καµίνι τῆς φωτιᾶς.

Οἱ Ἅγιοι Κοδρᾶτος, Θεοδόσιος, Μανουὴλ καὶ ἄλλοι σαράντα (40) ἀπὸ τὴν Ἀνατολή
Ὑπῆρξαν ὅλοι στὰ χρόνια τῶν διωγµῶν τῆς Ἐκκλησίας, ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες αὐτοκράτορες. Ἀφοῦ τοὺς συνέλαβαν, τοὺς πίεζαν ν᾿ ἀρνηθοῦν τὸν Χριστό. Ἀλλ᾿ αὐτοὶ ἐπανέλαβαν πολλὲς φορὲς τὴν ὁµολογία τους καὶ δήλωσαν, ὅτι ποτὲ δὲν θὰ λιποτακτοῦσαν ἀπὸ τὴν σηµαία τοῦ Εὐαγγελίου. Ἀπελπισµένος ὁ δικαστής, διέταξε νὰ διανοίξουν τὶς πλευρές τους. Ὅταν καὶ αὐτὸ τὸ βασανιστήριο στάθηκε ἀνίσχυρο νὰ µεταβάλει τὴν ἀφοσίωσή τους στὸν Χριστό, διέταξε τὸν ἀποκεφαλισµό τους.

Ὁ Ὅσιος Στέφανος ὁ Ὁµολογητής, ἡγούµενος Τρίγλιας
Ἔζησε στὰ χρόνια του βασιλιᾶ Λέοντα τοῦ Ἀρµενίου (813-820). Ἀφοσιώθηκε µὲ θέρµη στὴν ἀσκητικὴ ζωή, καὶ δὲν ἄργησε νὰ διακριθεῖ γιὰ τὴν ὑπέροχη ἀρετή του. Σὰν ἡγούµενος τῆς µονῆς Τρίγλιας, διακρίθηκε ὄχι µόνο γιὰ τὴν συνετὴ καὶ χρηστὴ διοίκησή του, ἀλλὰ καὶ διότι φρόντιζε µὲ ζῆλο γιὰ τὸ πνευµατικὸ µέρος τῆς µοναστηριακῆς ζωῆς, ποὺ εἶναι καὶ ὁ κυριότερος σκοπός της. Ἀλλ᾿ ὅταν ὁ εἰκονοµάχος Λέων ὁ Ε´ ἐξέδωσε διαταγὲς ἐναντίων τῶν ἁγίων εἰκόνων, τότε ὁ ἡγούµενος Στέφανος ἄφησε τὸ µοναστήρι του καὶ κατέβηκε στὶς πόλεις. Ἐκεῖ στήριζε τοὺς διωκόµενους καὶ ἐνίσχυε τὴν ἄκαµπτη ἀντίστασή τους. Γιὰ τὶς ἐνέργειές του αὐτὲς συνελήφθη καὶ ὑποβλήθηκε σὲ φυλακίσεις καὶ ἐξορίες. Μέσα δὲ σ᾿ αὐτὲς τὶς κακοπάθειες, ἄφησε τὴν τελευταία του πνοή. (Ἡ µνήµη του ἀπὸ ὁρισµένους Συναξαριστὲς ἐπαναλαµβάνεται καὶ τὴν 3η Σεπτεµβρίου).

Διήγηση ὠφέλιµη Μάλχου µοναχοῦ, ποὺ αἰχµαλωτίστηκε
Μὲ δυὸ λόγια ἡ διήγηση αὐτὴ ἔχει ὡς ἑξῆς: ὁ Μάλχος, ποὺ ἦταν µοναχὸς σὲ κάποιο µοναστήρι, ἔκανε παρακοὴ στὸν Γέροντά του καὶ ξεκίνησε γιὰ τὴν πατρίδα του τὴν Μαρώνεια τῆς Συρίας, γιὰ νὰ παραλάβει τὴν κληρονοµιὰ τῶν πεθαµένων γονιῶν του. Στὸ δρόµο τὸν συνέλαβαν Σαρακηνοὶ καὶ µαζὶ µὲ µία γυναῖκα τοὺς πούλησαν σ᾿ ἕναν Αἰθίοπα. Ἐκεῖ ὁ Μάλχος ἔδειξε ἄριστο παράδειγµα ὑπηρέτου. Καὶ ὁ κύριος του γιὰ νὰ τὸν ἀνταµείψει, τοῦ πρότεινε νὰ παντρευτεῖ τὴν συναιχµάλωτό του γυναῖκα. Ὁ Μάλχος τοῦ ἐξήγησε ὅτι εἶναι µοναχὸς καὶ δὲν τοῦ ἐπιτρέπεται νὰ παντρευτεῖ. Ὁ Αἰθίοπας ὅµως τὸν ἀπείλησε καὶ ἔτσι ὁ Μάλχος ἔκανε εἰκονικὸ γάµο µὲ τὴν γυναῖκα αὐτή. Κάποια νύχτα, κατόρθωσαν καὶ δραπέτευσαν, ἀλλ᾿ ὁ Αἰθίοπας µαζὶ µ᾿ ἕναν ὑπηρέτη του τοὺς κυνήγησαν. Αὐτοὶ γιὰ νὰ σωθοῦν µπῆκαν σὲ µία σπηλιά, ποὺ ἦταν γεµάτη ἄγρια θηρία. Ἔκαναν τὸ σηµεῖο τοῦ Σταυροῦ καὶ τὰ θηρία δὲν τοὺς ἄγγιξαν καθόλου. Μόλις ὅµως µπῆκε στὴ σπηλιὰ ὁ Αἰθίοπας µὲ τὸν ὑπηρέτη του, γιὰ νὰ σφάξουν τὸν Μάλχο µὲ τὴν γυναῖκα, ὅρµησε µία λέαινα καὶ τοὺς κατασπάραξε. Τότε ὁ Μάλχος µὲ τὴν γυναῖκα, ἀφοῦ εὐχαρίστησαν τὸν Θεὸ γιὰ τὴν σωτηρία τους, ἡ µὲν γυναῖκα µπῆκε σὲ γυναικεῖο µοναστήρι, ὁ δὲ Μάλχος γύρισε στὸ δικό του, συλλογιζόµενος ὅτι ἡ παρακοὴ τὸν ὁδήγησε σὲ ἄσχηµες περιπέτειες, καὶ πὼς ὁ ἀσφαλέστερος δρόµος εἶναι αὐτὸς τῆς ὑπακοῆς.

Ὁ Ὅσιος Βασίλειος ὁ Νέος ἀδελφὸς τοῦ Ὁσίου Παύλου τοῦ ἐν τῷ Λάτρῳ
Ἡ βιογραφία του σῴζεται χειρόγραφη στὴ Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννας τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἀλλὰ καὶ ἀλλοῦ.

Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ἀπὸ τὴν Σόφια τῆς Βουλγαρίας
Ὁ Ἅγιος αὐτὸς Γεώργιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Σόφια τῆς Βουλγαρίας καὶ κάποτε βρέθηκε στὴν Ἀδριανούπολη τῆς Θρᾴκης. Ἐκεῖ πῆγε σὲ κάποιο Ἀγαρηνὸ τοξοποιὸ γιὰ νὰ φτιάξει τὸ τόξο του. Σὲ κάποια στιγµὴ ὅµως ὁ Ἀγαρηνὸς τοξοποιὸς ἔβρισε τὸν Χριστὸ καὶ ὁ Γεώργιος µὲ δυνατὴ φωνὴ τοῦ εἶπε ὅτι, «µέγας µόνος Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς ὁ Θεὸς ἡµῶν...». Αὐτὸ ἄκουσαν οἱ ἐκεῖ παρευρισκόµενοι Τοῦρκοι, ὅρµησαν ἐπάνω του καὶ τὸν χτύπησαν σκληρά. Κατόπιν τὸν ὁδήγησαν στὸν ἡγεµόνα, ἀλλὰ καὶ ἐκεῖ ὁ γενναῖος Γεώργιος ὁµολόγησε τὸν Χριστό. Τότε ἀκολούθησε µία σειρὰ φρικτῶν βασανιστηρίων καὶ αὐστηρῆς ἀποµόνωσης. Κατόπιν µὲ ὑποσχέσεις καὶ κολακεῖες προσπάθησαν νὰ κάµψουν τὸ φρόνηµά του, ἀλλὰ καὶ πάλι ὁ Γεώργιος, ποὺ ἦταν ἐγγράµµατος, µὲ εὔστοχες ἀπαντήσεις ὁµολογοῦσε τὸν Χριστὸ Θεὸ ἀληθινό. Τελικὰ τὴν Μ. Τρίτη στὶς 26 Μαρτίου 1437 τὸν ἔκαψαν ζωντανὸ µὲ φρικτὸ τρόπο καὶ ἔτσι πῆρε τὸ στεφάνι τοῦ µαρτυρίου. Ἦταν σὲ ἡλικία 30 χρονῶν.

Ὁ Ἅγιος Πούλιος ὁ Ἀναγνώστης
Ἁγιολόγιον - Μάρτιος 27

Ἡ Ἁγία Ματρώνα ἡ ἐν Θεσσαλονίκῃ
Ἡ Ματρώνα ἔζησε στὰ ἀρχαῖα χριστιανικὰ χρόνια καὶ ἦταν ὑπηρέτρια, στὸ σπίτι ἑνὸς ἀνωτέρου ἀξιωµατούχου Ἑβραίου, στὴ Θεσσαλονίκη. Αὐτὸς ἦταν παντρεµένος µὲ µία, ἐπίσης Ἑβραία, ποὺ ὀνοµαζόταν Παντίλλα. Ἡ Ματρώνα, χωρὶς νὰ τὸ ξέρουν οἱ κύριοί της, ἔγινε χριστιανή. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἔµεινε κρυφὸ γιὰ πολὺ καιρό, διότι ἐκτελοῦσε µὲ πολλή ἀκρίβεια τὴν ὑπηρεσία της καὶ εἶχε τὴν εὐµένεια τῆς κυρίας της. Μὲ τὸν καιρό, ὅµως, ἀποκαλύφθηκε. Ἐνῷ ἡ Ἑβραία κυρία πήγαινε στὴ συναγωγή, ἡ Ματρώνα ἐκµεταλλευόµενη τὴν εὐκαιρία ἐκτελοῦσε τὰ θρησκευτικά της καθήκοντα στὴ χριστιανικὴ Ἐκκλησία. Τὴν κατασκόπευσαν, ὅµως, οἱ ἄλλες ὑπηρέτριες καὶ τὴν πρόδωσαν στὴν Παντίλλα. Ἡ σκληρὴ Ἑβραία τὴν κάλεσε νὰ τῆς πεῖ ἂν ὅλα αὐτὰ ἀληθεύουν. Ἡ Ματρώνα τότε ὁµολογεῖ τὴν πίστη της καὶ κακοποιεῖται ἄγρια ἀπὸ τὴν Παντίλλα. Χωρὶς καµιὰ µνησικακία ἡ Ματρώνα, ὁµολογεῖ καὶ πάλι ὅ,τι ὑπαγορεύει ἡ συνείδησή της, δηλαδὴ Χριστὸν Ἐσταυρωµένον. Διότι ἡ ψυχή της εἶχε µέσα «ἀγάπη ἐκ καθαρᾶς καρδίας καὶ συνειδήσεως ἀγαθῆς καὶ πίστεως ἀνυπόκριτου». Δηλαδή, ἀγάπη ἀπὸ καθαρὴ καὶ ἀνιδιοτελῆ καρδιὰ καὶ συνείδηση ἀγαθή, ἐλεύθερη ἀπὸ κάθε τύψη, καὶ πίστη ἀληθινή. Ἡ Παντίλλα τότε µὲ περισσότερη ὠµότητα τὴν µαστιγώνει καὶ τὴν ρίχνει στὴ φυλακή. Ἐκεῖ µέσα ἡ Ματρώνα παρέδωσε τὸ πνεῦµα της στὸ Θεό.

Ὁ Ὅσιος Κήρυκος ὁ ἐν τῷ Ἄσπρῳ
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

Οἱ Ἅγιοι Φίλητος, Λυδία, τὰ δυό τους παιδιὰ Θεοπρέπιος καὶ Μακεδόνας, Ἀµφιλόχιος ὁ δούκας καὶ Κρονίδης ὁ Κοµενταρήσιος
Σὲ καιρὸ διωγµοῦ, καὶ ὅταν αὐτοκράτορας ἦταν ὁ Ἀδριανὸς (117-138), ὁ Φίλητος µὲ τὴν σύζυγό του Λυδία καὶ τὰ δυό τους παιδιά, συνελήφθησαν καὶ τοὺς ζητήθηκε ν΄ ἀρνηθοῦν τὸ Χριστό. Ἀλλὰ γονεῖς καὶ παιδιά, ἔµειναν πιστοὶ στὴν ὁµολογία Του. Οὔτε ταράχτηκαν καθόλου, ὅταν δόθηκε ἡ διαταγὴ νὰ τοὺς θανατώσουν µὲ βασανιστήρια. Ἀντίθετα, τὰ ἀπέµειναν µὲ θαυµαστὴ καρτερία. Τέτοια δὲ ὑπῆρξε ἡ σταθερότητα καὶ ἡ πραότητά τους ἀπέναντι στοὺς δηµίους, ὥστε οἱ παρευρισκόµενοι ἄρχοντες, Ἀµφιλόχιος καὶ Κρονίδης, ἦλθαν καὶ αὐτοὶ στὴ χριστιανικὴ θρησκεία. Καὶ ἐπειδὴ ἐπέµεναν, διατάχθηκε νὰ θανατώσουν µαρτυρικὰ καὶ αὐτούς. Κατόπιν, σειρὰ βασανιστηρίων ἐφαρµόστηκαν ἐναντίον τῆς οἰκογένειας, ποὺ µὲ παρέµβαση τῆς θείας δυνάµεως δὲν εἶχαν ἀποτέλεσµα. Τελικά τους βρῆκε ὁ θάνατος καὶ κατατάχθηκαν ὅλοι στὸν ἔνδοξο µαρτυρικὸ χορό.

Οἱ Ἅγιοι Ἰωάννης καὶ Βαρούχιος
Μαρτύρησαν διὰ ξίφους.

Ὁ Προφήτης Ἀνάνι
Ὑπῆρξε στὰ χρόνια του βασιλιᾶ Ἰούδα (955 π.Χ.). Ὁ βασιλιὰς Ἀσὰ µὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, εἶχε στὴν ἀρχὴ ἀποκρούσει νικηφόρα τὴν ἐναντίον του ἐπιδροµὴ τοῦ βασιλιᾶ τῆς Συρίας. Κατόπιν ὅµως ὁ Ἀσὰ συνθηκολόγησε µὲ τὸν βασιλιὰ τῆς Συρίας καὶ τοῦ ἔστειλε χρυσὸ καὶ ἀσῆµι, γιὰ νὰ τὸν βοηθήσει στὸν πόλεµο ἐναντίον τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰσραήλ. Τότε ὁ Προφήτης Ἀνάνι, παρουσιάστηκε στὸν Ἀσὰ καὶ τοῦ ἔκανε δριµύτατη παρατήρηση (Β΄ Παραλειπ. ιστ΄ 7-10). Ὁ Ἀσὰ ὀργισµένος, φυλάκισε τὸν Προφήτη. Τελικὰ ὅµως αὐτὸς ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

Ὁ Ὅσιος Παῦλος ἐπίσκοπος Κορίνθου
Ἦταν ἀδελφὸς τοῦ ἐπισκόπου Ἄργους καὶ Ναυπλίου Πέτρου, βλέπε σχετικῶς 3 Μαΐου.

Ὁ Ὅσιος Εὐτύχιος
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

Ἁγιολόγιον - Μάρτιος 28

Ὁ Ὅσιος Ἰλαρίων ὁ Νέος
Ὑπῆρξε ἡγούµενος τῆς Μονῆς Πελεκητὴς στὴν Τρίγλια καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

Ὁ Ἅγιος Ἠρωδίων
Εἶπε ὁ Κύριος: «Ὅστις θέλει ὀπίσω µου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθείτω µοι». Δηλαδή, ἐκεῖνος ποὺ θέλει νὰ µὲ ἀκολουθεῖ σὰν µαθητής µου, ἂς διακόψει κάθε σχέση µὲ τὸ διεφθαρµένο ἀπὸ τὴν ἁµαρτία ἑαυτό του καὶ ἂς πάρει τὴν ἀπόφαση νὰ ὑποστεῖ γιὰ µένα ὄχι µόνο κάθε θλίψη καὶ δοκιµασία, ἀλλὰ ἀκόµη καὶ σταυρικὸ θάνατο. Καὶ τότε ἂς µὲ ἀκολουθεῖ, µιµούµενος τὸ παράδειγµά µου. Ἕνας τέτοιος µαθητής, µέσα στοὺς 70 µαθητὲς τοῦ Κυρίου, ἦταν καὶ ὁ Ἠρωδίων. Μετὰ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου, ὁ Ἠρωδίων ἀφοσιώθηκε στὸ κήρυγµα τοῦ Εὐαγγελίου, συνεργάτης τῶν 12 Ἀποστόλων, καὶ ἰδιαίτερα τοῦ Πέτρου. Μετὰ τὸ µαρτυρικὸ θάνατο τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέα τοῦ Πρωτοκλήτου, στὴν Ἐκκλησία τῆς Πάτρας ἐπίσκοπος ἔγινε ὁ Ἠρωδίων. Τὰ καθήκοντα τῆς νέας του θέσης, ὁ Ἠρωδίων τὰ ἐπιτελοῦσε µὲ ἀληθινὸ ἀποστολικὸ ζῆλο. Ἀλλὰ ἡ λύσσα τῶν εἰδωλολατρῶν ἔµελλε νὰ χτυπήσει καὶ αὐτόν. Ἀφοῦ τὸν συνέλαβαν, ἄγρια τὸν ἔδειραν καὶ τὸν λιθοβόλησαν. Ἔπειτα, µὲ τὸν πιὸ ὠµὸ τρόπο τὸν ἔσφαξαν. Ἔτσι, ἡ ζωή του ἐπισφραγίσθηκε µὲ τὴν ἔσχατη αὐταπάρνηση καὶ τὸ αἷµα του πότισε τὸν σπόρο τοῦ Εὐαγγελίου καὶ συνετέλεσε στὴ γρηγορότερη καρποφορία του στὴν ἑλληνικὴ γῆ. (Ἡ µνήµη του ἐπαναλαµβάνεται καὶ τὴν 8η Ἀπριλίου).

Οἱ Ἅγιοι Ῥῶσοι Στέφανος ὁ Θαυµατουργὸς καὶ Εὐστράτιος Ὁσιοµάρτυρας, ὁ Σπηλαιώτης

Ὁ Ὅσιος Ἡσύχιος ὁ Ἱεροσολυµίτης
Συγγραφεὺς ἀνεκδότων συγγραµµάτων (+ 5ος αἰ.).

Ἁγιολόγιον - Μάρτιος 29

Οἱ Ἅγιοι Μᾶρκος ἐπίσκοπος Ἀρεθουσίων, Κύριλλος Διάκονος, καὶ τῶν ἐν Ἀσκαλώνι καὶ Γάζῃ παρθένων γυναικῶν καὶ ἱερωµένων ἀνδρῶν
Ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ἦταν ἐπίσκοπος στὰ χρόνια του Μ. Κων/νου. Μία µέρα, κινούµενος ἀπὸ θεῖο ζῆλο, γκρέµισε ἕνα ναὸ τῶν εἰδώλων καὶ τὸν ἔκανε ἐκκλησία. Ὅταν ὅµως ἀνέλαβε αὐτοκράτωρ ὁ Ἰουλιανὸς ὁ Παραβάτης, συνέλαβε τὸ Μάρκο, διότι γκρέµισε τὸν εἰδωλολατρικὸ ναό. Τότε οἱ στρατιῶτες, ἀφοῦ τὸν γύµνωσαν καὶ τὸν µαστίγωσαν ἀλύπητα, τὸν ἔριξαν µέσα σὲ χαντάκια µὲ βρώµικο νερό. Μετὰ τὸν ἔβγαλαν ἀπὸ ἐκεῖ, καὶ τὸν παρέδωσαν σὲ µικρὰ παιδιά, νὰ τὸν τρυποῦν µὲ βελόνες. Ἔπειτα, ἔβρεξαν τὸ σῶµα του µὲ ἅλµη. Κατόπιν τὸν ἄλειψαν µὲ µέλι καὶ τὸν κρέµασαν ἀνάποδα στὸν ἥλιο, γιὰ νὰ εἶναι τροφὴ στὶς µέλισσες καὶ στὶς σφῆκες. Ὅλα αὐτὰ τὰ βάσανα ὁ Μᾶρκος τὰ ὑπέστη µὲ ἀνδρεία καὶ πολλὴ ὑποµονή. Ὁπότε, βλέποντας οἱ εἰδωλολάτρες αὐτὴ τὴν ἀνδρεία καὶ µεγαλοψυχία τοῦ γέροντα Μάρκου, ἔγινε στὶς ψυχὲς τοὺς µέγα θαῦµα. Ἀφοῦ τὸν κατέβασαν ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ τὸν εἶχαν κρεµασµένον, µετενόησαν, ἔγινε διδάσκαλός τους καὶ ἔµαθαν ἀπ᾿ αὐτὸν τὴν ἀληθινὴ πίστη. Ἔρχεται, ἔτσι, νὰ µᾶς ὑπενθυµίσει ὁ Ἅγιος Μᾶρκος τὸ θεόπνευστο λόγο τῆς Ἁγίας Γραφῆς: «ἀνδρίζου καὶ ἴσχυε, µὴ φοβοῦ µηδὲ δειλιάσῃς µηδὲ πτοηθῇς ἀπὸ προσώπου αὐτῶν». Νὰ ἔχεις, δηλαδή, ἀνδρεία καὶ θάῤῥος. Μὴ φοβᾶσαι, οὔτε νὰ δειλιάσεις. Οὔτε νὰ τροµάξεις µπροστὰ στοὺς ἐχθρούς σου.Ἐπὶ Ἰουλιανοῦ του Παραβάτη ἔλαµψε καὶ ὁ Διάκονος Κύριλλος, καύχηµα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Φοινίκης. Ἐπειδὴ στάθηκε ἀµετακίνητος στὴ χριστιανικὴ ὁµολογία καὶ κήρυττε κατὰ τῶν εἰδώλων, κίνησε τὴν µανία τῶν εἰδωλολατρῶν, οἱ ὁποῖοι µὲ ξίφη ἄνοιξαν τὴν κοιλιά του καὶ χύθηκαν τὰ σπλάχνα του. Μὲ τὸν ἴδιο θάνατο τελείωσαν τὴν ζωή τους καὶ ἀρκετὲς παρθένες γυναῖκες στὴν Ἀσκάλωνα καὶ τὴν Γάζα, καθὼς καὶ µερικοὶ ἱερωµένοι, τῶν ὁποίων ἡ µνήµη συνεορτάζεται τὴν ἡµέρα αὐτή.

Οἱ Ἅγιοι Ἰωνᾶς, Βαραχήσιος καὶ οἱ σὺν αὐτοῖς Ζανιθᾶς, Λάζαρος, Μαρουθᾶς, Ναρσῆς, Ἠλίας, Μαρῆ (κατ᾿ ἄλλους Μαρής), Ἄβιβος, Σιµιάθη (κατ᾿ ἄλλους Σιµιάθης) καὶ Σάβα ἢ Σώθα (κατ᾿ ἄλλους Σάββας)
Ἦταν ἀσκητὲς καὶ µαρτύρησαν περίπου τὸ 330 µ.Χ., ὅταν βασιλιὰς τῶν Περσῶν ἦταν ὁ Σαβώριος καὶ τῶν Ῥωµαίων ὁ Μέγας Κων/νος. Αὐτοὶ λοιπόν, ἀναχώρησαν ἀπὸ τὴν Μονὴ ποὺ µόναζαν καὶ πῆγαν σὲ κάποια κωµόπολη, ποὺ ὀνοµαζόταν Μαρβιαβὼχ (ἢ Μαρµιαβώχ). Ἐκεῖ ἐπισκέφθηκαν ἐννιὰ κρατούµενους Μάρτυρες στὴν εἱρκτή, τὸν Ζανιθά, Λάζαρο, Μαρουθά, Ναρσή, Ἠλία, Μαρῆ, Ἄβιβο, Σιµιάθη καὶ Σάβα (ἢ Σώβα) καὶ τοὺς ἐνθάῤῥυναν στὸ µαρτύριο. Ἀµέσως τότε συνέλαβαν καὶ αὐτοὺς καὶ τοὺς ὁδήγησαν µπροστὰ σὲ τρεῖς ἄρχοντες τῶν Περσῶν, τὸν Μασδράθ, τὸν Σιρῶ καὶ Μαρµισή. Αὐτοὶ συµβούλευσαν τοὺς Ἰωνᾶ καὶ Βαραχήσιο ν᾿ ἀρνηθοῦν τὸν Χριστὸ καὶ νὰ προσκυνήσουν τὴν φωτιά, τὸ νερὸ καὶ τὸν ἥλιο. Ἐπειδὴ ὅµως οἱ Ἅγιοι στάθηκαν σταθεροὶ στὴν πίστη τους, τοὺς βασάνισαν φρικτὰ καὶ τοὺς θανάτωσαν ἀφοῦ κατατεµάχισαν τὰ σώµατά τους. Τὰ ἁγία λείψανά τους τὰ ἀγόρασε κάποιος χριστιανὸς καὶ τὰ ἔθαψαν µαζὶ µὲ αὐτὰ τῶν ἐννιὰ προαναφερθέντων Μαρτύρων.

Ὁ Ἅγιος Εὐστάθιος ὁ Ὁµολογητὴς ἐπίσκοπος Χίου Βιθυνίας
Ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ µακροῦ καὶ πολυθόρυβου ἀγῶνα τῆς εἰκονοµαχίας. Ἀπὸ νέος βάδισε τὸ δρόµο τῆς εὐσέβειας, στολισµένος µὲ βαθειὰ καὶ ἔνθερµη πίστη. Ἦταν συγχρόνως καὶ ἀκριβὴς τηρητὴς τῶν ἐντολῶν, τὶς ὁποῖες δὲν γνώριζε µόνο ἀλλὰ καὶ ἐφάρµοζε. Τὴ ζωντανὴ αὐτὴ εὐσέβειά του καλλιέργησε ἀκόµα περισσότερο, ὅταν ἔγινε µοναχὸς καὶ χειροτονήθηκε ὕστερα Ἱερέας. Ἡ κοινὴ ἀναγνώριση τῶν προτερηµάτων αὐτῶν, τὸν ἀνέβασε στὴν ἐπισκοπὴ τῆς Κίου στὴ Βιθυνία. Στὴ νέα του αὐτὴ διακονία, ἔδειξε περισσότερα ποιµαντικὰ χαρίσµατα καὶ ἐργάστηκε µὲ µεγαλύτερη ἀφοσίωση στὴ φιλανθρωπικὴ ἀποστολή του. Ἀπέναντι στοὺς εἰκονοµάχους, ὁ εἰρηνικὸς ποιµενάρχης φάνηκε δυναµικὸς καὶ ἀκοίµητος φρουρὸς τῆς Ὀρθοδοξίας. Οὔτε πτοήθηκε, ὅταν εἶδε µπροστὰ τοῦ τὸν ἄγριο διωγµό. Φυλακίστηκε καὶ στὴ συνέχεια ἐξορίστηκε. Ἀλλ᾿ ἀπὸ παντοῦ συµµετεῖχε στὴν ἄµυνα τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὑπέµεινε δὲ ἀπερίγραπτες στερήσεις πείνας, γυµνότητας καὶ ἄλλων κακουχιῶν. Τελικὰ παρέδωσε τὸ πνεῦµα τοῦ στὸ Θεό, τοῦ ὁποίου ἔλαµψε πιστὸς καὶ γνήσιος ὑπηρέτης, ποὺ προτίµησε τὶς ταλαιπωρίες καὶ τὸ θάνατο ἀπὸ τὴν ἐγωϊστικὴ διατήρηση τοῦ ἀξιώµατός του.

Ὁ Ἅγιος Διάδοχος ἐπίσκοπος Φωτικῆς
Δὲν τὸν ἀναφέρουν οἱ Συναξαριστές. Συναντᾶται στὸν Λαυριωτικὸ Κώδικα Δ 34 φ. 68α, µαζὶ µὲ τὸν πρεσβύτερο Μᾶρκο τὸν µεγάλο ἀσκητὴ (+5 Μαρτίου), ὅπου ὑπάρχει καὶ κοινὸς Κανόνας τῶν δυὸ µὴ ὁλοκληρωµένος. Ὁ Ἅγιος Διάδοχος, ἐπίσκοπος Φωτικῆς τῆς Παλαιᾶς Ἠπείρου, ἔζησε τὸν 5ο αἰῶνα µ.Χ. καὶ εἶχε τὸ χάρισµα τῆς εὐγλωττίας, ἀλλὰ καὶ τῆς συναρπαστικῆς συγγραφῆς. Τὰ 100 γνωστικὰ ἀσκητικὰ κεφάλαια ποὺ ἔγραψε, διαβάζονταν µὲ ἀπληστία ἀπὸ τοὺς µοναχούς. Ἐπίσης ἔγραψε καὶ ἄλλα, ὅπως τὴν «Ὅραση» καὶ λόγο στὴν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου.

Οἱ Ὅσιοι Ἰωνᾶς καὶ Μᾶρκος
(Ῥώσοι, +15ος αἰ.).

Ὁ Ὅσιος Ἡσύχιος
Ὁ Σιναΐτης Ἡγούµενος Ἱ. Μονῆς Σινᾶ (+ 7ος αἰ.).

Ἁγιολόγιον - Μάρτιος 30

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης συγγραφέας τῆς Κλίµακος
Ἦταν γιὸς πλούσιας καὶ εὐσεβέστατης οἰκογενείας καὶ εἶχε πάρει πολὺ καλὴ µόρφωση. Νέος ἀκόµα, ἀφοσιώθηκε στὴν προσευχή, τὶς µελέτες καὶ τὴν συγγραφικὴ ἐργασία. Πῆγε στὸ ὄρος Σινᾶ, κοντὰ σ᾿ ἕναν ἀπὸ τοὺς καλύτερους ἀναχωρητές, τὸν Μαρτύριο, ὁ ὁποῖος καθοδηγοῦσε πνευµατικὰ καὶ ἀσκητικὰ τὸ νεαρὸ Ἰωάννη. Μετὰ τέσσερα χρόνια, ἔγινε µοναχὸς καὶ ἡ φήµη τῶν ἀρετῶν καὶ τῆς σοφίας του εἶχε διαδοθεῖ εὐρύτατα. Πολλοὶ µοναχοὶ καὶ λαϊκοὶ ἔρχονταν κοντά του γιὰ νὰ ζητήσουν τὴν συµβουλή του. Μετὰ ἀπὸ ἐπίµονη ἀπαίτηση τῶν ἀδελφῶν τῆς Μονῆς Σινᾶ, δέχθηκε καὶ ἔγινε γιὰ µερικὰ χρόνια ἡγούµενός τους. Ἡ νοσταλγία, ὅµως, τῆς ἐρηµικῆς ζωῆς ἔκανε τὸν Ἰωάννη νὰ ἀποσυρθεῖ καὶ νὰ ἀφοσιωθεῖ πάλι στὶς µελέτες του. Πέθανε περίπου τὸ 650 καὶ ἄφησε δυὸ σπουδαιότατα συγγράµµατα, τὴν Κλίµακα καὶ τὸν Λόγον πρὸς τὸν Ποιµένα. Νὰ µερικοὶ λόγοι του, ἀπὸ τὴν Κλίµακα, σχετικὰ µὲ τὸ θεµέλιο τῶν ἀρετῶν, τὴν ταπεινοφροσύνη: 1) «Ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι οὐράνιος ἀνεµοστρόβιλος ποὺ µπορεῖ νὰ ἀνεβάση τὴν ψυχὴ ἀπὸ τὴν ἄβυσσο τῆς ἁµαρτίας στὰ ὕψη τοῦ οὐρανοῦ». 2) «Μητέρα τῆς πηγῆς εἶναι ἡ ἄβυσσος τῶν ὑδάτων, πηγὴ δὲ τῆς διακρίσεως ἡ ταπείνωσις».

Ὁ Προφήτης Ἰωὴλ ἢ Ἰωάδ
Ἰωὰδ κατὰ τοὺς συναξαριστές, Ἰωὴλ κατὰ τὴν Β´ Παραλειποµένων (θ´ 29). Ἀπὸ τὴν Σαµάρεια καταγόµενος κατὰ τοὺς συναξαριστὲς ἀπὸ τὸν Ἰούδα κατὰ τὴν Γραφή (Γ´ Βασιλ. 10). Αὐτὸς λοιπὸν ἐστάλη ἀπὸ τὸν Θεὸ πρὸς τὸν βασιλιὰ Ἱεροβοὰµ γιὰ νὰ ἐλέγξει αὐτὸν γιὰ τὶς δαµάλεις (Γ´ Βασιλ. ιγ´ 2). Ὅταν δὲ ἅπλωσε τὸ χέρι του ὁ Ἱεροβοὰµ γιὰ νὰ κρατήσει τὸν προφήτη, ξεράθηκε τὸ χέρι του καὶ ἀποκαταστάθηκε πάλι διὰ τῆς προσευχῆς τοῦ προφήτου. Ἐπειδὴ ὅµως ὁ προφήτης πῆρε ὄρκο στὸν Θεὸ νὰ µὴ φάει καὶ πιεῖ, αὐτὸς ἔφαγε παραπλανηθεὶς ἀπὸ τὸν ψευδοπροφήτη Ἐνβέ. Γι᾿ αὐτὸ κατασπαράχθηκε, γιὰ τὴν παρακοή του, ἀπὸ ἕνα λιοντάρι, χωρὶς ὅµως τὸ θηρίο νὰ φάει τὸ σῶµα του. Τάφηκε δὲ κοντὰ στὸν τάφο τοῦ πλανήσαντος αὐτὸν ψευδοπροφήτου Ἐνβέ. Νὰ σηµειώσουµε ἐδῶ ὅτι, ἄλλος εἶναι ὁ προφήτης Ἰωὴλ ποὺ τὴν µνήµη του γιορτάζουµε τὴν 19η Ὀκτωβρίου.

Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ ἐν τῷ φρέατι
Γεννήθηκε στὰ χρόνια τῶν διωγµῶν τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες. Ἡ εὐσεβὴς µητέρα του τὸν πότισε µὲ τὰ νάµατα τῆς χριστιανικῆς θρησκείας, καὶ ἀργότερα ὁ Ἰωάννης κατέφυγε στὴν ἔρηµο ὅπου ἀφοσιώθηκε στὴ µελέτη καὶ τὴν πνευµατικὴ ἄσκηση. Ἐπειδὴ ὅµως τὸ µέρος ποὺ ἔµενε ἦταν µία µικρὴ σπηλιά, ἀναγκάσθηκε ὁ εὐσεβὴς ἐρηµίτης νὰ χρησιµοποιήσει σὰν ἀσκητήριο, ἕνα ξεροπήγαδο. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐπωνοµάστηκε: Ἰωάννης ὁ ἐν τῷ φρέατι. Μετὰ ἀπὸ καιρό, ἦλθαν κι ἄλλοι στὸν τόπο ἐκεῖνο, ὅπου ἔκτισαν µικρὰ κελιὰ γιὰ τὸν ἑαυτό τους. Ἀλλ᾿ ὁ Ἰωάννης, δὲν ἤθελε πλέον νὰ φύγει ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ ξεροπήγαδο, ποὺ εἶχε συνδεθεῖ µὲ τόσα χρόνια της ζωῆς του. Ἐπικοινωνοῦσε ὅµως µὲ τοὺς νεοελθόντες καὶ χρησίµευε ὡς πολύτιµος σύµβουλος καὶ καθοδηγός τους. Ἔτσι ὥστε ἡ µικρὴ ἐκείνη ἀδελφότητα, καταρτιζόταν καὶ προαγόταν κατὰ Χριστὸν ἀπ᾿ αὐτόν. Ὁ Ἰωάννης πέθανε εἰρηνικὰ σὲ βαθιὰ γεράµατα.

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Πατριάρχης Ἱεροσολύµων
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

Ἡ Ἁγία Εὐβούλη
Ἦταν µητέρα τοῦ Ἁγίου Παντελεήµονα καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

Ὁ Ἅγιος Ζαχαρίας Μητροπολίτης Κορίνθου
Ἦταν Ἐπίσκοπος Κορίνθου καὶ συκοφαντήθηκε ἀπὸ τοὺς Τούρκους ὅτι συνεργαζόταν µὲ τοὺς Ἐνετούς, κατὰ τὴν ἐκστρατεία τοῦ Μοροζίνη στὴν Ἑλλάδα, γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῶν Ἑλλήνων. Συνελήφθη καὶ ἀφοῦ βασανίστηκε σκληρὰ ὁδηγήθηκε στὸν κριτή, ὁ ὁποῖος τὸν προέτρεψε νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ γίνει µουσουλµάνος. Ὁ Ζαχαρίας, µὲ ἀηδία ἄκουσε τὴν πρόταση αὐτὴ τοῦ κριτῆ καὶ γι᾿ αὐτὸ βασανίστηκε φρικτά. Καταδικάστηκε νὰ καεῖ ζωντανὸς στὴ φωτιὰ περιστρεφόµενος! ΟΙ χριστιανοὶ τῆς Κορίνθου κατόρθωσαν, ἀφοῦ πρόσφεραν µεγάλο χρηµατικὸ ποσὸ στὸν Τοῦρκο ἔπαρχο, νὰ µεταβληθεῖ ὁ φρικτὸς αὐτὸς τρόπος τῆς θανατικῆς καταδίκης. Ἔτσι ὁ νέος ἱεροµάρτυρας Ζαχαρίας ἀποκεφαλίστηκε στὴν Κόρινθο, 30 Μαρτίου 1684, Κυριακὴ τῆς Σταυροπροσκυνήσεως.

Ὁ Ἅγιος Βίκτωρ
Μαρτύρησε στὴ Θεσσαλονίκη ἐπὶ Μαξιµιανοῦ, µαζὶ µὲ ἕντεκα ἄλλους µάρτυρες. Ἡ µνήµη του ἐπαναλαµβάνεται τὴν 30η Μαρτίου ἢ τὴν 1η Ὀκτωβρίου.

Ἁγιολόγιον - Μάρτιος 31

Ὁ Ἅγιος Ὑπάτιος ἐπίσκοπος Γαγγρῶν
Ὁ Ὑπάτιος ἦταν µορφὴ ἀπὸ ἐκεῖνες ποὺ δόξασαν τὴν Ἐκκλησία στοὺς πρώτους αἰῶνες της καὶ ἀγωνίσθηκαν γιὰ τὸ θρίαµβο τοῦ χριστιανισµοῦ καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἦταν ἐπίσκοπος Γαγγρῶν στὰ χρόνια του Μεγ. Κων/νου καὶ συµµετεῖχε στὴν Α´ Οἰκουµενικὴ Σύνοδο στὴ Νίκαια, κατὰ τῆς πλάνης τοῦ Ἀρείου. Στὸ ποιµαντικό του ἔργο, ἐξακολούθησε νὰ διδάσκει καὶ νὰ καθοδηγεῖ τὸ ποίµνιό του, ἀλλὰ κυρίως ἀντιµαχόταν τὶς αἱρέσεις, καὶ ἰδιαίτερα τὴν αἵρεση τῶν Ναυτιανῶν. Ἡ ἐπιτυχία µὲ τὴν ὁποία καταπολεµοῦσε τοὺς Ναυτιανούς, ξεσήκωσε τὰ ἄγρια πάθη τους καὶ ζητοῦσαν τὴν ἐξόντωσή του. Τότε, οἱ προβατόσχηµοι αὐτοὶ λύκοι µὲ δόλιο τρόπο, ἀφοῦ χρησιµοποίησαν σὰν ὄργανα ἀχρείους εἰδωλολάτρες, στὴν κατάλληλη εὐκαιρία, σὲ µία κρηµνώδη περιοχή, µὲ ρόπαλα, µαχαίρια καὶ ξύλα, χτύπησαν τὸν Ὕπάτιο µέχρι θανάτου. Ἔτσι, ἀποδήµησε ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν ζωή, µὲ τὸν τρόπο ποὺ ἀποδήµησαν οἱ περισσότεροι Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας µας: «Ἐλιθάσθησαν, ἐπρίσθησαν, ἐπειράσθησαν, ἐν φόνῳ µαχαίρας ἀπέθανον». Δηλαδή, λιθοβολήθηκαν, πριονίσθηκαν, δοκίµασαν πολλοὺς πειρασµούς, πέθαναν µὲ θάνατο ἀπὸ µαχαῖρι. Ἀλλὰ σηµασία ἔχει ὅτι στὸ τέλος τὸ ἀποτέλεσµα ἦταν ἡ περίτρανη νίκη τους.

Ὁ Ὅσιος Ἀκάκιος ὁ Ὁµολογητής, ἐπίσκοπος Μελιτηνῆς
Ἔζησε τὸν πέµπτο αἰῶνα µ.Χ. περίπου τὸ 431. Διακρινόταν πολὺ γιὰ τὶς ἀρετές του, τὴν παιδεία του καὶ τὸν ὀρθόδοξο ζῆλο του. Ὅταν τάραξε τὴν Ἐκκλησία ἡ αἵρεση τοῦ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Νεστορίου, ὁ Ἀκάκιος διακρίθηκε γιὰ τὴν ἐπιµεληµένη καὶ συστηµατικὴ ἐργασία του, γιὰ τὴν προφύλαξη τοῦ ποιµνίου του ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν αἱρετικὴ πλάνη. Ἐπιθυµώντας µάλιστα νὰ προσβάλει αὐτὴ εὐρύτερα καὶ νὰ συντελέσει στὴ γενικὴ ἀπόκρουσή της ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἔγραψε κατὰ τοῦ Νεστορίου. Ὁ Ἀκάκιος ἦταν καὶ ἰκανότατος ὁµιλητὴς καὶ διδάσκαλος τοῦ λαοῦ. Σῴζεται δὲ µία ὁµιλία του, ἡ ὁποία ἐξεφωνήθη στὴν Ἔφεσο. Ὁ δὲ Σ. Εὐστρατιάδης, ἰσχυρίζεται ὅτι ὑπῆρξε καὶ Ἀκάκιος Β´ ἐπίσκοπος Μελιτηνῆς καὶ τοποθετεῖ τὴν γιορτή του στὶς 18 Ἀπριλίου.

Οἱ Ἅγιοι Αὐδᾶς ἐπίσκοπος, οἱ µαζὶ µ᾿ αὐτὸν Ἐννέα Μάρτυρες καὶ ἄλλοι πολλοὶ Ἅγιοι, ποὺ µαρτύρησαν στὴν Περσία
Ὁ ἅγιος ἱεροµάρτυρας Αὐδᾶς, ὁ ἐπίσκοπός της Περσίας καὶ οἱ µαζὶ µ᾿ αὐτὸν ἑορταζόµενοι Ἅγιοι Μάρτυρες ἦταν στὰ χρόνια του βασιλιᾶ τῶν Ῥωµαίων Θεοδοσίου τοῦ Μικροῦ (408-450) καὶ Ἰσδιγέρδου τοῦ βασιλιᾶ τῶν Περσῶν (399-420). Τὸ ἔτος 412 ὁ Ἰσδιγέρδης κίνησε σκληρὸ διωγµὸ κατὰ τῶν Χριστιανῶν, µὲ τὴν ἑξῆς ἀφορµή. Ὁ Αὐδᾶς, ποὺ ἦταν στολισµένος µὲ πολλὰ εἴδη ἀρετῶν, ἀπὸ ἱερὴ ἀγανάκτηση, γκρέµισε τὸν ναό, στὸν ὁποῖο οἱ Πέρσες λάτρευαν τὴν φωτιά. Ὅταν τὸ ἔµαθε αὐτὸ ὁ βασιλιὰς ἀπὸ τοὺς µάγους, ἔστειλε καὶ ἔφεραν µπροστά του τὸν Αὐδᾶ. Στὴν ἀρχὴ κατηγόρησε µὲ ἠπιότητα τὴν πράξη του καὶ τὸν πρόσταξε νὰ ξανακτίσει τὸν ναό. Ὁ Αὐδᾶς ἀρνήθηκε. Τότε ὁ Ἰσδιγέρδης γκρέµισε ὅλες τὶς ἐκκλησίες τῶν χριστιανῶν καὶ θανάτωσε τὸν Αὐδᾶ µαζὶ µὲ ἄλλους ἐννιὰ προκρίτους χριστιανούς. Μετὰ 30 χρόνια, κινήθηκε νέος διωγµὸς κατὰ τῶν χριστιανῶν, ὅπου πολλοὶ Ἅγιοι θυσιάστηκαν στὸ βωµὸ τῆς ἀληθινῆς πίστης. Ὅπως λ.χ. ὁ εὐγενικῆς καταγωγῆς Ὀρµίσδης, ὁ διάκονος Βενιαµὶν ὁ µεγαλοµάρτυρας κ.ἄ. Ὅλων αὐτῶν, ποὺ ἀγωνίστηκαν καὶ θυσιάστηκαν κατὰ τὸν διωγµὸ αὐτό, ὅρισε µνήµη τιµητικὴ ἡ ἁγία µας Ἐκκλησία µαζὶ µ᾿ αὐτὴ τοῦ Ἐπισκόπου Αὐδᾶ, γιὰ νὰ δείξει, ὅτι γνωστοὶ καὶ ἄγνωστοι στοὺς ἀνθρώπους ἥρωες τῆς πίστης, ἔχουν κοινὴ τιµὴ στὸν οὐρανὸ καὶ κοινὰ θὰ ἀπολαύσουν τὰ στεφάνια τῶν µεγάλων ἀγώνων καὶ τῆς ἀθάνατης δόξας τους. (Νὰ σηµειώσουµε ἐδῶ, ὅτι ἡ µνήµη τοῦ Ἁγίου Αὐδᾶ ἐπαναλαµβάνεται - σὰν Ἀβδαῖος - καὶ τὴν 5η Σεπτεµβρίου).

Ὁ Ἅγιος Μένανδρος
Μαρτύρησε ἀφοῦ τὸν ἔσυραν γυµνό, πάνω σὲ αἰχµηρὲς πέτρες. [Στὸν Λαυριωτικὸ Κώδικα 170 ἡ µνήµη του φέρεται κοινὴ µετὰ τοῦ Ἁγίου Σαβίνου (βλ. 16 Μαρτίου) τὴν 28η Μαρτίου].

Ὁ Ὅσιος Βλάσιος
Γεννήθηκε στὴν πόλη τοῦ Ἀµορίου καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

Οἱ Ἅγιοι τριάντα ὀκτὼ (38) Μάρτυρες
Ἦταν ὅλοι συγγενεῖς µεταξύ τους καὶ µαρτύρησαν διὰ ξίφους.

Ὁ Ὅσιος Στέφανος ὁ Θαυµατουργός
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά. (Ὁρισµένα Μηνολόγια, τοποθετοῦν τὴν µνήµη του καὶ τὴν 28η Δεκεµβρίου).

Ὁ Ἅγιος Θεόφιλος ποὺ µαρτύρησε στὴν Κρήτη
Ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστές. Τὴ µνήµη του βρίσκουµε στὸν Παρισινὸ Κώδικα 1575 καὶ στοὺς Λαυριωτικοὺς Η 76, Δ 25 καὶ Δ 45, ὅπου ὑπάρχει καὶ πλήρης ἀκολουθία του.

Ὁ Ὅσιος Ἰωνᾶς Μητροπολίτης πασῶν τῶν Ῥωσιῶν
Γνωστὸς στὴ ῥωσικὴ Ἐκκλησία, ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστές. Εἶναι γιὰ τοὺς Ῥώσους ὅ,τι εἶναι γιὰ µᾶς ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικὸς (1375-1461). Τὴν ἀκολουθία του συνέταξε ὁ Ἱεροδιάκονος Θεόφιλος Πασχαλίδης καὶ τὴν ἐξέδωσε στὴν Πετρούπολη τὸ 1897.

Ὁ Ὅσιος Ἰννοκέντιος Βενιαµίνωφ Μητροπολίτης, Μέγας Ἱεραπόστολος Ἀλάσκας
Λεπτοµέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου τῆς Ὀρθοδοξίας, µπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «ΑΛΑΣΚΑ-Ὀρθόδοξο Συναξάρι» τοῦ Γεωργίου Ε. Πιπεράκη, τῶν ἐκδόσεων «ΠΑΡΟΥΣΙΑ».

Ἁγιολόγιον - Ἀπρίλιος 01

Ἡ Ὁσία Μαρία ἡ Αἰγύπτια
«Οὐ γὰρ ἦλθον καλέσαι δικαίους, ἀλλὰ ἁµαρτωλοὺς εἰς µετάνοιαν». Δὲν ἦλθα νὰ καλέσω αὐτοὺς ποὺ νοµίζουν τοὺς ἑαυτούς τους δικαίους, ἀλλὰ ἦλθα νὰ καλέσω τοὺς ἁµαρτωλούς, γιὰ νὰ µετανοήσουν καὶ νὰ σωθοῦν. Ὁ λόγος αὐτὸς τοῦ Κυρίου µας βρίσκει πλήρη ἐφαρµογὴ στὴ ζωὴ τῆς Μαρίας τῆς Αἰγύπτιας, καὶ νὰ γιατί: ἡ Ὁσία Μαρία γεννήθηκε στὴν Αἴγυπτο τὸ 345 (κατὰ τὸν Μ.Ι. Γαλανό). Ἀπὸ νωρὶς ἀναπτύχθηκε ἡ ὡραιότητα τοῦ σώµατός της, καὶ παρὰ τὶς συµβουλὲς γονέων καὶ ἱερέων, ἔπεσε στὴ διαφθορὰ τῆς ἁµαρτωλῆς ζωῆς γιὰ 17 ὁλόκληρα χρόνια. Ὅµως, ὁ πολυεύσπλαγχνος Κύριος ὄχι µόνο τὴν ἀνέχθηκε ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια της ἀσωτίας της, ἀλλὰ ἐνήργησε καὶ τὸ σχέδιο τῆς σωτηρίας της. Ὁδήγησε τὰ βήµατά της στοὺς Ἁγίους Τόπους. Ἡ Μαρία προσπάθησε νὰ µπεῖ στὴν Ἐκκλησία, νὰ προσκυνήσει τὸν Τίµιο Σταυρό. Μάταια, ὅµως. Εἶχε «καρφωθεῖ» στὴν εἴσοδο καὶ δὲν µποροῦσε νὰ κάνει βῆµα µπροστά. Ἡ ἀλλαγὴ στὰ βάθη τῆς ψυχῆς της ἤδη εἶχε ἀρχίσει. Παρακάλεσε τὴν Παναγία νὰ τῆς ἐπιτρέψει νὰ µπεῖ νὰ προσκυνήσει καὶ ἡ ζωή της ἀπὸ ἐκεῖ καὶ ἐµπρὸς θὰ ἦταν σύµφωνα µὲ τὸ θέληµα τοῦ Υἱοῦ της. Ἔτσι καὶ ἔγινε. Ἡ Μαρία µὲ πόνο ψυχῆς καὶ δάκρυα στὰ µάτια µπῆκε καὶ προσκύνησε τὸν Τίµιο Σταυρό. Ἔπειτα, µὲ θεία νεύση πῆγε στὴν ἔρηµο τοῦ Ἰορδάνη, ὅπου ἐξοµολογήθηκε, κοινώνησε τὸ Σῶµα τοῦ Κυρίου ἀπὸ τὸν ἀσκητὴ Ζωσιµᾶ (4 Ἀπριλίου) καὶ ἀσκήτεψε ἐκεῖ 50 ὁλόκληρα χρόνια, µὲ αὐστηρὴ νηστεία καὶ προσευχή. Ἔκαψε, ἔτσι, τὸ ἁµαρτωλὸ παρελθόν της καὶ συγχρόνως ἔγινε µεγάλο παράδειγµα µετανοίας. Μετὰ τὴν συνάντηση ποὺ εἶχε µὲ τὸν ἀσκητὴ Ζωσιµᾶ καὶ ὕστερα ἀπὸ ἕνα χρόνο, ὁ ἴδιος ἀσκητὴς ἐπανῆλθε γιὰ νὰ τὴν συναντήσει. Ἀλλὰ τὴν βρῆκε πεθαµένη καὶ τὴν ἔθαψε ἐκεῖ, στὰ µέρη ποὺ ἀσκήτευσε ἡ Ἁγία.

Ὁ Ὅσιος Μακάριος ὁ ὁµολογητὴς ἡγούµενος ἱερᾶς Μονῆς Πελεκητῆς
Ἔζησε στὰ τέλη τοῦ 8ου καὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 9ου αἰῶνα µ.Χ. Γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ὀνοµαζόταν Χριστοφόρος. Μικρὸς ἀκόµα, ἔχασε τὸν πατέρα καὶ τὴν µητέρα του. Τὸν ἀνέθρεψε ἕνας θεῖος του, µὲ πολλὴ ἐπιµέλεια καὶ στοργή. Ἡ προκοπή του στὰ γράµµατα ὑπῆρξε θαυµάσια, καὶ ἡ ζωή του ἦταν γεµάτη σωφροσύνη καὶ χρηστότητα, ὑπόδειγµα σὲ πολλοὺς συνοµηλίκους του. Ὅταν ὡρίµασε στὴν ἡλικία, ἔφυγε ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ πῆγε στὸ µοναστήρι τῆς Πελεκητῆς, ποὺ βρίσκεται στὴν Τρίγλεια τῆς Προῦσας. Ἐκεῖ ἔγινε µοναχὸς καὶ µετονοµάστηκε Μακάριος. Ἡ παιδεία του, καὶ οἱ ὑπέροχες προσωπικὲς καὶ διοικητικὲς ἀρετές του, δὲν ἄργησαν νὰ τὸν ἀναδείξουν ἡγούµενο τῆς Μονῆς, µετὰ ἀπὸ θερµὴ παράκληση τῶν µοναχῶν. Ὁ δὲ Πατριάρχης Ταράσιος, ὅταν ἄκουσε ὅτι ὁ Μακάριος θεράπευε µὲ τὴν προσευχή του ἀσθενεῖς, τὸν προσκάλεσε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου θεράπευσε ἕνα πατρίκιο, τὸν Παῦλο. Ἐκτιµῶντας τὴν προσωπικότητα τοῦ Μακαρίου ὁ Ταράσιος, τὸν χειροτόνησε ὁ ἴδιος Ἱερέα. Ἀργότερα, ἐπὶ αὐτοκρατόρων Λέοντος τοῦ Ἀρµενίου καὶ Μιχαὴλ τοῦ Τραυλοῦ, φυλακίστηκε καὶ ἐξορίστηκε ποικιλοτρόπως. Τελικὰ πέθανε ἐξορισµένος στὸ νησὶ Ἀφουσία, ὑπέρµαχος τοῦ ὀρθοῦ δόγµατος τῆς Ἐκκλησίας.

Οἱ Ἅγιοι Γερόντιος καὶ Βασιλείδης
(ἢ κατ΄ ἄλλους Βασιλειάδης). Μαρτύρησαν διὰ ξίφους.

Ὁ Δίκαιος Ἄχαζ
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

Ὁ Ἅγιος Πολυνίκης
Ἡ µνήµη του ἀναφέρεται ἐπιγραµµατικὰ στὸ «Μικρὸν Εὐχολόγιον ἢ Ἁγιασµατάριον», ἔκδοση Ἀποστολικῆς Διακονίας 1956, χωρὶς ἄλλες πληροφορίες. Πουθενὰ ἀλλοῦ δὲν ἀναφέρεται ἡ µνήµη του.

Ὁ Ὅσιος Εὐθύµιος Σαυζδαλίας
Ὁ θαυµατουργός, Ῥῶσος.

Ὁ Ἅγιος Μιχαὴλ ὁ νεοµάρτυς, ὁ Ῥῶσος
Διὰ Χριστὸν σαλός.
Οἱ Ἅγιοι Ἀλέξανδρος, Διονύσιος, Ἰνγενιανή. Πάκερος (ἢ Πάνταινος), Παρθένιος καὶ Σατουρνῖνος
Μαρτύρησαν στὴ Θεσσαλονίκη, πιθανότατα κατὰ τοὺς πρώτους χριστιανικοὺς χρόνους.
Ἁγιολόγιον - Ἀπρίλιος 02

Ὁ Ὅσιος Τίτος ὁ Θαυµατουργός
Ψυχὴ µὲ θερµὴ ἀγάπη στὸ Θεὸ καὶ τὸν πλησίον. Ὅπως ὁ Κύριος εἶχε πεῖ στοὺς µαθητές του, «ἐµὸν βρῶµά ἐστιν ἵνα ποιῶ τὸ θέληµα τοῦ πέµψαντός µε», δικό µου, δηλαδή, φαγητὸ εἶναι νὰ πράττω τὸ θέληµα Ἐκείνου (τοῦ Πατέρα Θεοῦ) ποὺ µὲ ἀπέστειλε, ἔτσι συνέβαινε καὶ στὸν ὅσιο Τίτο. Τροφή του ἦταν νὰ πράττει µὲ κάθε τρόπο τὸ θέληµα τοῦ οὐρανίου Πατέρα καὶ νὰ χρησιµοποιεῖ τὴν ζωή του γιὰ τὴν ἠθικὴ καὶ πνευµατικὴ οἰκοδοµὴ τῶν ἀδελφῶν του. Ὅταν ἔγινε µοναχός, ἔλαµψε µὲ τὴν φιλάδελφη συµπεριφορά του, τὴν πραότητα καὶ τὴν ἐπιείκεια. Ἦταν χαρακτῆρας ποὺ γνώριζε νὰ παραβλέπει, νὰ µακροθυµεῖ, νὰ ἀνέχεται, νὰ συνδιαλέγεται, νὰ διαλύει τὶς παρεξηγήσεις, νὰ κερδίζει γρήγορα τὴν ἐµπιστοσύνη καὶ νὰ κατακτᾷ τὶς καρδιὲς τῶν ἄλλων. Ἔτσι, ἔγινε πνευµατικὸς ἡγέτης µεγάλης ἀποδοχῆς καὶ πλῆθος λαϊκῶν καὶ µοναχῶν ζητοῦσαν νὰ ὠφεληθοῦν ἀπὸ τὴν συντροφιά του. Μάλιστα, ὁ Θεὸς ἀντάµειψε τὴν καθαρότητα τῆς ψυχῆς καὶ τῆς ζωῆς του µὲ τὸ χάρισµα νὰ θαυµατουργεῖ. Ἀφοῦ ἔµεινε σταθερὸς στὴν πίστη µέχρι τέλους τῆς ζωῆς του, ἀποδήµησε στὸν Κύριο, ἀφήνοντας πίσω του πολλοὺς µιµητές.

Οἱ Ἅγιοι Ἀµφιανὸς καὶ Αἰδέσιος
Κατάγονταν ἀπὸ τὴν Λυδία καὶ ἦταν ἀδέλφια. Στὸ χριστιανισµὸ ὁδηγήθηκαν ἀπὸ τὸν ἅγιο µάρτυρα Πάµφιλο, καὶ σὰν γνήσιοι µαθητές του, προσπαθοῦσαν νὰ µιµηθοῦν τὴν σοφία του καὶ πρὸ πάντων τὸ µαρτυρικὸ τέλος του. Ὅταν ὁ αὐτοκράτορας Διοκλητιανὸς κήρυξε διωγµὸ κατὰ τῶν χριστιανῶν, οἱ ἀδελφοὶ Ἀµφιανὸς καὶ Αἰδέσιος συνελήφθησαν ἀπὸ τὸν ἔπαρχο Οὐρβανό. Πρῶτος ἀνακρίθηκε ὁ Ἀµφιανός. Ἀφοῦ ὁµολόγησε τὴν πίστη του µὲ θάῤῥος, τὸν κτύπησαν στὴν ἀρχὴ σκληρά. Ἔπειτα µὲ τὰ πλευρὰ σχισµένα καὶ τὶς σάρκες τῶν ποδιῶν του κοµµένες ἀπὸ καυτὸ λάδι, ῥίχτηκε στὸ βυθὸ τῆς θάλασσας καὶ ἐκεῖ βρῆκε µαρτυρικὸ θάνατο. Ὁ ἄλλος ἀδελφός, ὁ Αἰδέσιος, ἀφοῦ ὁµολόγησε καὶ αὐτὸς τὸ Χριστό, ἐξορίστηκε στὴν Αἴγυπτο, ὅπου ὑποβλήθηκε σὲ καταναγκαστικὰ ἔργα. Ἀλλ᾿ ὁ Αἰδέσιος ὑπέµεινε. Διότι ἤξερε καλὰ αὐτὸ ποὺ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέει: ὅτι δηλαδὴ στοὺς χριστιανοὺς ἔγινε ἡ χάρη ὄχι µόνο νὰ πιστεύουν στὸ Χριστό, ἀλλὰ καὶ νὰ πάσχουν γιὰ τὴν χάρη Του. Ὁ ἄρχοντας ὅµως Ἱεροκλῆς, συµπεριφερόταν βάναυσα στοὺς ἐκεῖ χριστιανούς. Ἀπὸ ἀγανάκτηση τότε ὁ Αἰδέσιος, κάποια µέρα τὸν χαστούκισε δηµόσια. Τὸ ἀποτέλεσµα ἦταν νὰ τὸν βασανίσουν σκληρά, καὶ κατόπιν τὸν ἔῤῥιξαν στὴ θάλασσα.

Ἡ Ἁγία Θεοδώρα ἡ Παρθενοµάρτυς
Καταγόταν ἀπὸ τὴν Τύρο τῆς Φοινίκης καὶ δεκαεπτὰ χρονῶν παρουσιάστηκε στὸν ἄρχοντα τῆς Παλαιστίνης Οὐρβανό, ὁ ὁποῖος τὴν ῥώτησε ἂν πράγµατι πιστεύει στὸν Χριστό. Ἡ Θεοδώρα µὲ ἐκπληκτικὸ θάῤῥος ὁµολόγησε ὅτι πράγµατι πιστεύει. Τότε τὴν ἔδειραν σκληρὰ στὰ πλευρὰ καὶ τοὺς µαστούς. Κατόπιν τὴν ἔριξαν στὴ θάλασσα, ὅπου παρέδωσε τὴν ψυχή της στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ καὶ ἔλαβε τὸ στεφάνι τοῦ µαρτυρίου. Πολὺ πιθανὸ ἡ Ἁγία αὐτὴ νὰ εἶναι ἡ ἴδια, µὲ τὴν ἁγία Θεοδοσία τῆς 29ης Μαΐου. Διότι τὰ βιογραφικά τους στοιχεῖα εἶναι, σχεδόν, ὅµοια.

Ὁ Ἅγιος Πολύκαρπος
Mαρτύρησε διὰ ξίφους.

Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος ποὺ ἄσκησε στὸν κόλπο τῆς Νικοµήδειας (1240 µ.Χ.)
Ἔζησε τὸν 13ο αἰῶνα καὶ καταγόταν ἀπὸ τὰ µέρη Βιθυνίας. Ὁ Γρηγόριος, ἀπὸ παιδὶ ἔζησε ζωὴ σύµφωνα µὲ τὰ παραγγέλµατα τοῦ Εὐαγγελίου. Στὶς σπουδές του ἀναδείχτηκε εὐφυέστατος καὶ ἐπιµελέστατος. Τὴ µάθησή του αὐτὴ χρησιµοποίησε γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ γιὰ τὴν πνευµατικὴ οἰκοδοµὴ τοῦ πλησίον. Μετὰ ἀπὸ καιρὸ ὁ Γρηγόριος ἀποσύρθηκε σ΄ ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ φηµισµένα µοναστήρια τῆς ἐποχῆς του. Ἐκεῖ ἔλαµψε µὲ τὴν ἀρετή του. Ἀλλὰ µερικοὶ φθονεροὶ µοναχοὶ τὸν συκοφάντησαν, ὅτι δῆθεν ἔκλεψε ἱερὰ σκεύη τῆς Μονῆς. Ἡ ἀθῳότητά του ἀποδείχτηκε, ἀλλ΄ ὁ Γρηγόριος ἔφυγε ἀπὸ τὸ µοναστήρι ἐκεῖνο καὶ πῆγε σ΄ ἄλλο, ὅπου µόναζε καὶ ὁ ἀδελφός του. Ἐκεῖ ὁ Γρηγόριος ἀνέπτυξε ἀκόµα περισσότερο τὶς γνώσεις καὶ τὶς ἀρετές του, µὲ ἀποτέλεσµα νὰ τὸν κάνουν ἱερέα. Κατόπιν πῆγε σ΄ ἕνα διπλανὸ χωριό, ὅπου µὲ τὶς γνώσεις καὶ τὴν µεγάλη του πνευµατικότητα, βοηθοῦσε τοὺς συνανθρώπους του. Ὁ σατανάς, µέσῳ τῶν ὀργάνων του, τοῦ ἔστησε πολλὲς παγίδες. Ἀλλ΄ ὁ Γρηγόριος, µὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, τὶς ξεπέρασε ἄθικτος. Πέθανε σὲ ἡλικία 50 χρονῶν τὴν 2α Ἀπριλίου 1240, ἀφοῦ ἀγωνίστηκε µὲ τὶς γνώσεις του γιὰ τὸν πλησίον µέχρι τελευταίας του πνοῆς.

Ἡ Ἁγία Ebba (Ἀγγλίδα)
Λεπτοµέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτῆς τῆς ἁγίας τῆς ὀρθοδοξίας, µπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρεττανικῶν Νήσων», τοῦ Χριστόφορου Κων. Κοµµοδάτου, ἐπισκόπου Τελµησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.

Χαίρε βασιλικόν βλάστημα εκ της ρίζης Ιεσσαi

Χαίρε λοιπόν, θεόνυμφε Μαριάμ, πορφυρογέννητε Βασίλισσα των Αγγέλων.

Χαίρε αργυροχρυσόχοε κρίνε της καθαρότητος…

Χαίρε βασιλικόν βλάστημα εκ της ρίζης Ιεσσαί…

Ευαγγελισμός της Θεοτόκου, περιγράφεται στο Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον Κεφ.1: 26-38: ως ακολούθως:

Εν δε τώ μηνί τώ έκτω απεστάλη ο άγγελος Γαβριήλ από τού Θεού εις πόλιν της Γαλιλαίας, ή όνομα Ναζαρέτ προς παρθένον μεμνηστευμένην ανδρί, ώ όνομα Ιωσήφ, εξ οίκου Δαυίδ, και το όνομα της παρθένου Μαριάμ. και εισελθών ο άγγελος προς αυτήν είπε Χαίρε, κεχαριτωμένη ο Κύριος μετά σού ευλογημένη σύ εν γυναιξίν. η δε ιδούσα διεταράχθη επί τώ λόγω αυτού, και διελογίζετο ποταπός είη ο ασπασμός ούτος. και είπεν ο άγγελος αυτή Μή φοβού, Μαριάμ εύρες γάρ χάριν παρά τώ Θεώ. και ιδού συλλήψη εν γαστρί και τέξη υιόν, και καλέσεις το όνομα αυτού Ιησούν. ούτος έσται μέγας και υιός υψίστου κληθήσεται, και δώσει αυτώ Κύριος ο Θεός τον θρόνον Δαυίδ τού πατρός αυτού, και βασιλεύσει επί τον οίκον Ιακώβ εις τους αιώνας, και της βασιλείας αυτού ουκ έσται τέλος. είπε δε Μαριάμ προς τον άγγελον Πώς έσται μοι τούτο, επεί άνδρα ου γινώσκω, και αποκριθείς ο άγγελος είπεν αυτή Πνεύμα άγιον επελεύσεται επί σε και δύναμις υψίστου επισκιάσει σοι διό και το γεννώμενον άγιον κληθήσεται υιός Θεού. και ιδού Ελισάβετ η συγγενής σου και αυτή συνεληφυία υιόν εν γήρει αυτής, και ούτος μην έκτος εστίν αυτή τή καλουμένη στείρα ότι ουκ αδυνατήσει παρά τώ Θεώ πάν ρήμα. είπεν δε Μαριάμ Ιδού η δούλη Κυρίου γένοιτό μοι κατά το ρήμά σου. και απήλθεν απ' αυτής ο άγγελος.
Σύμφωνα με τον Ευαγγελιστή Λουκά το γεγονός του Ευαγγελισμού έλαβε χώρα στη Ναζαρέτ, το ασήμαντο αυτό χωριό που δεν συναντάμε ούτε στην Παλαιά Διαθήκη, ούτε στο Ταλμούδ, ούτε στα κείμενα του Ιώσηπου. Η περιφρονημένη αυτή περιοχή, από την οποία οι άνθρωποι σκέπτονταν αν δύναται τι αγαθόν είναι;(Ιωάν. 1:46), αποτελεί την πατρίδα των γονέων της Μαρίας (Μαριάμ) και της ίδιας της μητέρας του Ιησού και πιθανόν και του μνήστορος Ιωσήφ. Τελικά όμως, η Ναζαρέτ τιμήθηκε ιστορικά ως η ιδιαίτερη πατρίδα του Ιησού Χριστού, του επονομαζόμενου και "Ναζωραίου".
Σύμφωνα με την παράδοση και στοιχεία που αντλούνται από πολλά απόκρυφα κείμενα, το κορίτσι που έμελλε να γίνει η μητέρα του Ιησού Χριστού, έζησε σ' ένα φτωχικό σπίτι της Ναζαρέτ, όπου η καθημερινή ζωή της περιελάμβανε μεταξύ άλλων, τις πνευματικές ενασχολήσεις που επέβαλλε το τυπικό της ιουδαϊκήςθρησκείας (προσευχή, μελέτη των Γραφών, συμμετοχή στις λατρευτικές εκδηλώσεις της Συναγωγής). Ο Λουκάς άλλωστε, περιγράφει τη Μαρία ως μια ευσεβή Ιουδαία (Λκ. 2:22, 27, 39).
Τον έκτο μήνα από την σύλληψη του Προδρόμου, ο Αρχάγγελος Γαβριήλ, σταλμένος από τον θεό, συναντά την Μαρία στο μέρος όπου διέμενε και της απευθύνει τον χαιρετισμό: "Χαίρε, κεχαριτωμένη ο Κύριος μετά σου". Το "χαίρε" του αγγέλου δεν είναι ένας απλός χαιρετισμός, αλλά θυμίζει τις επαγγελίες για την έλευση του Κυρίου στην αγία πόλη του (π.χ. "Χαίρε σφόδρα, θύγατερ Σιών· κήρυσσε, θύγατερ Ιερουσαλήμ· ιδού ο βασιλεύς σου έρχεταί σοι..." Ζαχ. 9:9).
Στον χαιρετισμό αυτό, η Μαρία αντιδρά φυσιολογικά για ένα κορίτσι περίπου δεκατεσσάρων ετών, που θα είχε σχεδόν μηδενικές κοινωνικές συναναστροφές. Οι λέξεις του Γαβριήλ "κεχαριτωμένη", "ευλογημένη συ εν γυναιξίν" δεν από αυτές που συνήθιζε να ακούει ένα κορίτσι αντίστοιχης ηλικίας και κοινωνικής θέσης. Αρχίζει έτσι να διερωτάται "ποταπός είη ο ασπασμός ούτος", δηλ. ποιας προέλευσης (θείας ή μή) ήταν αυτός ο χαιρετισμός, συνετιζόμενη ίσως από το παράδειγμα της σχετικής εμπειρίας που είχε η Εύα στον παράδεισο. Ο άγγελος, βλέποντας τον δισταγμό της, την καθησυχάζει με τη φράση "Μή φοβού", που παρόμοιες συναντάμε συχνά στην Παλαιά και στην Καινή Διαθήκη σε γεγονότα θείων αποκαλύψεων (Μτ. 1:20, 14:27 -Μκ. 5:36 -Λκ. 1:13, 1:30, 2:10 - Ιησ. 1:9, Κρ. 6:23, Ιερ. 1:8, Δαν. 10:12 κ.ά.).
Αμέσως μετά της δηλώνει ότι βρήκε χάρη από το Θεό, πράγμα που δείχνει πως η Μαρία συγκαταλέγεται πλέον ανάμεσα σε εκείνα τα πρόσωπα που έγιναν αποδέκτες της εύνοιας του Θεού (Γέν. 6:8, Έξ. 33:13 κ.ά.).Ακολούθως, ο Γαβριήλ φανερώνει το περιεχόμενο της ευαγγελίας του. Η Μαρία πρόκειται να φέρει στον κόσμο ένα γιο τον οποίο θα ονομάσει Ιησού και ο οποίος "έσται μέγας" και θα αναγνωριστεί από όλους ως "υιός υψίστου". Για να δηλωθεί πως ο υιός αυτός θα είναι ο αναμενόμενος Μεσσίας, αναφέρει την καταγωγή του εκ του Δαυίδ όπως προείπαν οι προφήτες και το αιώνιο της Βασιλείας του κατά τον Δανιήλ: "δώσει αυτώ Κύριος ο Θεός τον θρόνον Δαυίδ τού πατρός αυτού, και βασιλεύσει επί τον οίκον Ιακώβ εις τους αιώνας, και της βασιλείας αυτού ουκ έσται τέλος" (βλ. 2Σαμ. 7:12 - Ησ. 9:6-7 - Δαν. 2:44, 4:3, 6:26, 7:14).
Αμέσως μετά, η Μαρία εφράζει μια εύλογη απορία, που δείχνει ότι ο Λουκάς αποδίδει μεγάλη σημασία στην παρθενία της Μαρίας, όπως και σ' όλο του το έργο άλλωστε ενδιαφέρεται για την εγκράτεια (Λκ 2:36, 14:26, 18:29) και για την παρθενία (Πραξ. 21:9). Αναφέρει βέβαια το γάμο της Μαρίας με τον Ιωσήφ (Λκ 1:27, 2:5), γιατί βλέπει στο γεγονός αυτό τη βάση της μεσσιανικής νομιμότητας του Ιησού (3:23 εξ) καθώς η αποκάλυψη του θεού, ανταποκρίνεται πάντοτε στα συγκεκριμένα δεδομένα της ιστορίας. Ο "γάμος" της με τον Ιωσήφ έδωσε την αναγκαία νομιμότητα στα γεγονότα που επακολούθησαν, χωρίς καμιά υποψία και μομφή. Μέσα στο μυστήριο αυτό της γέννησης του Ιησού, πίσω από το ιστορικό και κοινωνικό προσκήνιο, υπάρχει και μια άλλη αλληλουχία πραγμάτων, εκείνη που ανήκει σε μιας άλλης φύσεως πραγματικότητα, που δεν είναι θεατή και αποδεκτή από όλους. Στα ιερά κείμενα η αλληλουχία αυτή εκφράζεται με την επισήμανση ότι ο Ιησούς ήταν μόνο "ο υιός της Μαρίας" και απλώς "ενομίζετο" ως υιός του Ιωσήφ (Λκ. 3:23).
O Λουκάς λοιπόν τονίζει για τη νεαρή σύζυγο ότι είναι παρθένος και αυτό φαίνεται από την αντίρρηση που απευθύνει στον άγγελο, όταν της αναγγέλλει ότι θα γίνει η μητέρα του Μεσσία: "Πώς έσται μοι τούτο, επεί άνδρα ου γινώσκω;" που σημαίνει: "πως θα γίνει αυτό, αφού ως τώρα δεν έχω συζυγικές σχέσεις". Ο Λουκάς υπαινίσσεται πως η Μαρία ρωτάει όχι από απιστία αλλά για να μάθει τον τρόπο, αφού την ερώτησή της δεν ακολουθεί κάποιο αντίστοιχο επιτίμιο όπως στον Ζαχαρία που έδειξε να μην πιστεύει την γέννηση του Προδρόμου (Λκ. 1:20). Καταλαβαίνει ίσως η Μαρία πως θα γίνει αμέσως μητέρα, όπως άλλωστε συνέβει στη μητέρα του Σαμψών που συνέλαβε μόλις ο άγγελος της ανήγγειλε τη μητρότητα της (Κρ. 13:5-8). Το ερώτημά της Μαρίας, οδηγεί τον Γαβριήλ να της αναγγείλει την παρθενική σύλληψη του Ιησού με τρόπο υπερφυσικό. Για την πλειοψηφία των χριστιανών, ο στίχος "Πνεύμα άγιον επελεύσεται επί σε και δύναμις υψίστου επισκιάσει σοι διό και το γεννώμενον άγιον κληθήσεται υιός Θεού'' ερμηνεύεται "Τριαδολογικά", που σημαίνει ότι αναγνωρίζονται στον στίχο αυτόν δρώντα τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδας: Ο Πατέρας (δύναμις υψίστου), ο Υιός (υιός Θεού) και το Άγιο Πνεύμα (Πνεύμα άγιον επελεύσεται).
Κατόπιν, ο άγγελος συνεχίζει, και ως πιστοποίηση της δύναμης του Θεού για το θέμα αυτό της σύλληψης, φέρνει το παράδειγμα της Ελισσάβετ η οποία αν και ήταν σε προχωρημένη ηλικία ήταν ήδη στον έκτο μήνα της κυοφορίας της.
Στο τέλος της Ευαγγελικής περικοπής, ένα σημαντικό, θεολογικό μήνυμα περιέχεται: ο Γαβριήλ τελείωσε μεν την ευαγγελία του προς την Παρθένο, όχι όμως και την αποστολή του. Περιμένει τη συγκατάθεση της Μαρίας. Για τον Λουκά, ούτε μια τέτοια σπουδαία ενέργεια του Θεού δεν αφαιρεί από τον άνθρωπο το χάρισμα της συνδημιουργίας: "Ευτυχισμένη Μαρία, ο κόσμος όλος περιμένει τη συγκατάθεσή σου" αναφέρει ο ιερός Αυγουστίνος. Πράγματι, η μητρότητα αυτή είναι θεληματική. Μπροστά στην απροσδόκητη κλήση που της αναγγέλλει ο Γαβριήλ, η Μαρία ενδιαφέρεται να καταλάβει το κάλεσμα του Θεού. Οταν η Μαρία διαφωτίζεται πλήρως, δέχεται, και η διακονία της, είναι προπάντων ελευθερία.

Σάββατο 19 Μαρτίου 2011

Εις μνήμην του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά. Η προσφορά του στον Ησυχασμό

Στη μνήμη του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά. Η προσφορά του στον Ησυχασμό
by
Hatzistylianou G Eustratios

Ο Γρηγόριος ο Παλαμάς ήταν Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης και τιμάται ως ένας από τους σημαντικότερους Αγίους της Ορθόδοξης Εκκλησίας, το δε θεολογικό του έργο θεωρείται ως η βάση για τηνελληνική θεολογική παραγωγή των τελευταίων 7 αιώνων.

Ο ησυχασμός ως έριδα μεταξὺ Ανατολικής και Δυτικὴς Εκκλησίας
H Θεολογία κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας , συνδέεται στενά με την εκκλησιαστική πνευματικότητα, δηλαδή, με την πνευματική εμπειρία και ζωή της Εκκλησίας. Είναι τόσο ιδιαίτερη η σχέση τους μέσα στην ορθόδοξη παράδοση, που δεν μπορούμε να νοήσουμε τη μία ανεξάρτητα από την άλλη. Η ορθόδοξη θεολογία αποτελεί τη θεωρητική έκφραση της ορθόδοξης πνευματικότητας, όπως ακριβώς και η ορθόδοξη πνευματικότητα, αποτελεί την πρακτική βίωση του περιεχομένου της ορθόδοξης θεολογίας. Αυτή την στενή αλληλένδετη σχέση, Θεολογίας και Πνευματικότητας, που είναι διάχυτη μέσα στην ορθόδοξη παράδοση, τονίζουν οι ησυχαστές Πατέρες, θεωρώντας την πνευματική ζωή ως θεμελιώδη προϋπόθεση της αληθινής θεολογίας.
Την αφορμή στη έριδα γύρω από τον ησυχασμό, που κλόνισε την σχέση ανάμεσα στην ανατολική και δυτική εκκλησία, την έδωσε ο Έλληνας μοναχός Βαρλαάμ ο Καλαβρός (από την Καλαβρία της Ιταλίας, 1290-1348).Τα επιχειρήματα του Βαρλαάμ, ως εκφραστής της Δυτικής εκκλησίας, δείχνουν καθαρά ότι η σκέψη του, βρίσκεται κοντά στην ελληνική Φιλοσοφία και θέλει να στηρίζεται, σε φυσικά, λογικά επιχειρήματα. Από την άλλη πλευρά, η ανατολική εκκλησία με κύριο εκφραστή της τον Γρηγόριο Παλαμά, αντλεί τα επιχειρήματά της από τη βυζαντινή παράδοση, η οποία διακρίνει στο Θεό, ουσία και ενέργεια, διαφοροποιεί τη φιλοσοφία από την θεολογία και αποκαλύπτει τη δυνατότητα και τον τρόπο θεώσεως, οριοθετώντας τη σχέση κτιστού και Ακτίστου.
Στα πλαίσια της έρευνας, αντλώντας πολύτιμο θεολογικό υλικό από συγγραφείς μελετητές της ορθοδόξου κληρονομιάς, αλλά ιδιαίτερα από τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά, τον κύριο εκφραστή και υπερασπιστή της «Ιερής Ησυχίας», θα προσπαθήσουμε να ορίσουμε και να αναλύσουμε με βάση την ορθόδοξη θεολογική προσέγγιση, τους όρους «ησυχασμός» και «ησυχία», καθώς και τον ρόλο τους στην ορθόδοξη χριστιανική κοινότητα.
Στη συνέχεια μετά από μια σύντομη αξιολόγηση των θέσεων , γνωστών αντιησυχαστών, θα επακολουθήσει η ανάλυση της έριδας που δημιουργήθηκε μεταξύ ανατολικής και δυτικής εκκλησίας με αφορμή τον ησυχασμό. Κύριος άξονας της ανάλυσης θα είναι, η σύγκριση των θέσεων των δυο εκκλησιών, στην προσέγγιση και κατανόηση της θεολογικής μεθοδολογίας που ακολουθούν έως και σήμερα, η σχέση του ησυχασμού με την ορθόδοξη θεολογική πίστη, καθώς και μια σύγκριση του τρόπου που αντιλαμβανόταν ο Γρηγόριος Παλαμάς αλλά και ο Μοναχός Βαρλαάμ «το θεολογείν». Τέλος αφού γίνει μια συνοπτική περιγραφή των συνεπειών της έριδας και στις δυο εκκλησίες, θα ακολουθήσουν κάποια συμπεράσματα, τα οποία προκύπτουν, από την ησυχαστική έριδα, αλλά και από την ουσιαστική διαφοροποίηση ανατολής και δύσης στη θεολογική μεθοδολογία.
Ανάλυση των όρων «ησυχασμός», «ιερή ησυχία» και η θεολογική προσέγγιση τους.
Ο Ησυχασμός ως όρος, αποτελεί επινόηση της δυτικής Εκκλησίας. Στην Ορθοδοξία δεν χρησιμοποιείτε, αφού δεν πρόκειται περί ησυχαστικού κινήματος, άλλα περί “ιερώς ησυχαζόντων ”. Κατά τα τέλη του 13ου ή τις αρχές του 14ου αιώνα ο μοναχός Γρηγόριος Σιναΐτης εισήγαγε στο Άγιο Όρος την Ησυχία , τον ανώτερο δηλαδή βαθμό της μοναστικής ζωής.
Ορθόδοξη προσέγγιση του Ησυχασμού
Ως σύντομη ανάλυση του ησυχασμού, με την πλέον ορθόδοξη προσέγγιση του, προσδιορίζουμε την ύπαρξη των ησυχαστών, οι οποίοι υπήρξαν μοναχοί όπου υποστήριζαν ότι με τη συνεχή νοερή προσευχή, ο κάθε πιστός που έχει αγνή καρδιά μπορεί να έρθει σε κοινωνία με το Άκτιστο Φως του Θεού, το Φως που έλαμψε στο όρος Θαβώρ κατά την Μεταμόρφωση του Σωτήρος. Με τη συνεχή καρδιακή προσευχή, με την συγκέντρωση του πνεύματος στην καρδιά και την απομάκρυνσή του από οτιδήποτε δεν έχει σχέση με τον Θεό, οι ησυχαστές καταφέρνουν να δουν το Άκτιστο Φως, ένα δυνατό φως που τους γεμίζει χαρά. Οι ησυχαστές στο Άγιο Όρος προχωρώντας λίγο παραπάνω, αναζήτησαν τη Θέωση αφιερώνοντας ψυχή , πνεύμα και σώμα στον Πάνσοφο δημιουργό. Έθεσαν το σώμα τους στη διάθεση της νοερής προσευχής, τοποθετώντας αυτό, σε ορισμένη στάση, κατά την ώρα της προσευχής, η οποία στάση, βοηθούσε να φτάσουν στην εκστατική αγάπη, που με τρόπο άμεσο και όχι προοδευτικό, τους έφερνε στην ποθητή ένωση με το Θεό. Κατά την ιερή διαδικασία, έπρεπε να προσηλώνουν την προσοχή τους προς τη θέση της καρδιάς. Η ένωση με το Θεό, γίνεται όταν το πνεύμα πετύχει να προσελκύσει το νου στο βάθος της καρδιάς, τον στραγγαλίσει, του απαγορεύει τη συνήθη κίνησή του προς τα εξωτερικά αντικείμενα και από την «Βαβυλώνα τον επαναφέρει στη Σιών ». Μόνο η ενέργεια της καρδιάς οδηγεί στην καθαρή αλήθεια, γιατί είναι ενέργεια απλή και καθαρή, χωρίς καμιά μορφή, δώρο της θείας χάριτος. Η κίνηση για το μυστικό έρωτα προς το Θεό, αντί- διανοητική από την αρχή, τονίζει τώρα όλο και περισσότερο το ρόλο της καρδιάς, του αισθήματος. Όλο και περισσότερο, διευρύνεται η περιοχή που άνοιξε η ευαγγελική εντολή για την αγάπη, και πάει να αγκαλιάσει όλη τη ζωή του ανθρώπου. Και, όπως ήταν φυσικό, οι καλύτεροι αποδέκτες του ευαγγελικού κηρύγματος στάθηκαν οι μοναχοί της ορθοδοξίας .
Σχέση καρδίας και νου κατά την προσευχή
Αδιάκοπα αντιπαραθέτουν, οι ησυχαστές στο λόγο, τον νου και την καρδιά. Όταν η καρδιά στραγγαλίσει το νου, εξασφαλίζει τη γνώση των αρχών και την ορθή εκτέλεση των θείων εντολών.
Με την επιμονή σ' αυτό το είδος της θεωρίας και της προσευχής οι μοναχοί του Αγίου Όρους φτάνουν να βλέπουν γύρω τους ένα δυνατό φως, που τους πλημμυρίζει με άρρητη χαρά. Το φως αυτό είναι το ίδιο το άκτιστο φως του Θεού, ξεχωριστό από την ουσία του Θεού, με την ίδια φύση, με το φως που θάμπωσε τα μάτια των Αποστόλων στο Όρος Θαβώρ κατά τη μεταμόρφωση του Σωτήρος.
Ο Ησυχασμός κατά τους Έλληνες Πατέρες
Ο Ησυχασμός αποτελεί συνέχεια θέσεων Ελλήνων Πατέρων της αρχαίας Εκκλησίας, με πρώτο τον Άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη που υποστήριζε την ύπαρξη ενός κρυφού φωτός το οποίο βλέπουν οι άξιοι. Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς έλεγε ότι ο φωτισμός επιτυγχάνεται δια της αγνότητας .
Παρόμοιες ιδέες αλλά με διαφορετική ορολογία αναφέρει και ο Μάξιμος. Ο Συμεών ο νέος Θεολόγος δογμάτισε το Θείο Φως: η θεοπτία και η επακόλουθη ένωση με το θείο, είναι πρωταρχικός στόχος για κάθε Χριστιανό, για του οποίου την επίτευξη χρειάζεται συστηματική προεργασία που περιλαμβάνει το βάπτισμα, την ασκητική ζωή, την ειλικρινή μετάνοια και τη συμμετοχή στα Ιερά Μυστήρια . Αυτή η διδαχή αποτέλεσε τη βάση των Αγιορειτών Ησυχαστών. Αργότερα, τον 19ο αιώνα, οι κύριοι εκπρόσωποι των Ησυχαστών στην Ορθόδοξη Θεολογία ήταν ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο Ευγένιος Βούλγαρης και ο Αθανάσιος Πάριος.
Ο ρόλος του Ησυχασμού στην ιστορία της ορθόδοξης Εκκλησίας
Ο Ησυχασμός των μοναχών της ορθοδόξου εκκλησίας, αποτέλεσε την πεμπτουσία της Ιεράς ορθόδοξης παράδοσης, που περικλείει και εκφράζει ο όρος Ορθοδοξία. Έξω από την ησυχαστική παράδοση, που με τόσο κόπο και αγώνα ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς υποστήριξε, η ορθοδοξία χάνει την ταυτότητά της, είναι αδιανόητη, σχεδόν ανύπαρκτη Ο Ησυχασμός νοείται κυρίως ως πορεία προς τη θέωση του ορθόδοξου μοναχού, σε ένα δύσκολο μα συνάμα ξεχωριστά μοναδικό θείο μονοπάτι. Δεν αποτελεί τμήμα της καθημερινότητας του ορθόδοξου Χριστιανού, μιας και η κατάκτηση του, είναι έργο δύσκολο και συνάμα μοναχικό, αλλά η πορεία Θέωση ανθρώπου και άμεσης επικοινωνίας με το θείο, διέρχεται μέσα από τον ησυχασμό. Ως ασκητική θεραπευτική αγωγή, είναι η καρδιά της Ορθοδοξίας από την εποχή των Αποστόλων και εξαπλώθηκε σε όλη την Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Αυτή είναι η υπεύθυνη διαπίστωση του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά. Στο πλαίσιο της εμψυχωμένης από τον Ησυχασμό παραδόσεως είναι δυνατόν να κατανοηθεί και να ερμηνευτεί έγκυρα η εθνική,κοινωνική, πολιτιστική και πολιτική –ακόμη- ιστορία της Ρωμιοσύνης.
Η «ιερή ησυχία» και το περιεχόμενο της
Ο ασκητικός όρος, η «ησυχία» έχει κατεξοχήν υπαρξιακό και βιωματικό περιεχόμενο. Αναφέρεται στην εσωτερική ειρήνη που δύναται να αποκτήσει ο άνθρωπος, μέσα από την θεία χάρη και την προσωπική ασκητική ζωή. Εγκαθίσταται δε σ' αυτόν, όταν δει, και αφαιρέσει το «ειδεχθές προσωπείον» του, που δημιουργήθηκε από την περιπλάνηση του νου . Η ησυχία συνδέεται άρρηκτα με την κάθαρση του νου, την πνευματική εγρήγορση, και την βιωματική εμπειρία όλων εκείνων των καταστάσεων, που πραγματώνονται στη νήψη κατά πνευματικό και ανέκφραστο τρόπο. .Έχει δε εξωτερικά χαρακτηριστικά, όπως πραότητα και αγαλλίαση, τα οποία περιβάλουν έντονα τον μοναχό, που αποκτά αυτόν τον ανώτερο βαθμό της μοναστικής ζωής. Έργο του ησυχαστή είναι να διατηρεί της καρδία και την ψυχή του αμόλυντη διατηρώντας ταυτόχρονα, την πνευματική καθαρότητα και την μυστηριακή ζωή. Με την τήρηση των εντολών αποβάλλει ο ησυχαστής τον νόμο της αμαρτίας και εισάγει στον εαυτό του την εποπτεία του νου. Το θέμα των αισθήσεων που τόσο σημαντικό ρόλο διαδραματίζει στην ησυχαστική ζωή, επικεντρώνεται στην εγκράτεια, ενώ το παθητικό της ψυχής κυριαρχείται από την αγάπη και το λογιστικό από την νήψη .
Η ζωή του ησυχαστή, το Θείο Φώς ως το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα
Η ζωή του ησυχαστή είναι απλοϊκή, όπως ορίζει άλλωστε ο ορθόδοξος μοναχικός βίος . Δίχως μέριμνες, απαλλαγμένος, το δυνατόν, από κάθε σχέση αποσπάσεως του νου. Με την αδιάλειπτη προσευχή ενώνει το νου του με τον Θεό και συγκεντρωμένος εξολοκλήρου στον εαυτό του, βρίσκει άμεση δίοδο με σκοπό την άνοδο προς τον ουρανό. Προσηλώνοντας το νου του, γεύεται «ανέκφραστη ηδονή», βιώνει τέλεια και γλυκύτατη γαλήνη, και πραγματική ησυχία. Και έτσι, αφού παραδοθεί στον Θεό, βλέπει την δόξα του Θεού και εποπτεύει το θείο φως . Ο απώτερος σκοπός της ησυχαστικής ζωής είναι να γίνει ο άνθρωπος ένα με την Τρισυπόστατη Μονάδα - σύμφωνα με την αρχιερατική προσευχή του Χριστού, όπως δηλαδή εκείνος ήρθε σε κοινωνία και ενότητα με την ανθρώπινη φύση, χωρίς να απομακρυνθεί από την δική του Τριαδική Μονάδα. Για τους παραπάνω λόγους, η ησυχαστική ζωή αξιολογείται ως η υψηλότερη μορφή του ασκητικού βίου, ενώ ο Ησυχασμός ως το ακριβέστερο τμήμα της Εκκλησίας, αφού στο πλαίσιό του βιώνεται κατεξοχήν η κορυφαία πνευματική εμπειρία του άκτιστου φωτός, ως θεοπτία.
Το θείο Φώς
Ο Χριστός κατά την ιστορική παρουσία του στη γη, φανέρωσε στους επίλεκτους των μαθητών του την άκτιστη θεότητα του, με την μεταμόρφωσή του στο Θαβώρ. Αυτή η θεία χάρη μετεπήδησε από την αγιότητα του Χριστού στους εκλεκτούς μαθητές του, και αποτέλεσε τη επαγγελία του Αγίου Πνεύματος, την οποία έλαβε από τον Πατέρα ο Υιός και χάρισε στους πιστούς του. Είναι το Πνεύμα του Χριστού, το Πνεύμα του Θεού, το Πνεύμα το Άγιο. Στο εξής το πνεύμα το Άγιο, η άκτιστη Χάρη υπάρχει αδιαλείπτως στον πιστό και τον καθοδηγεί προς την σωτηρία του κατά ποικίλους τρόπους, ενώ το θείο φως της, λάμπει σ' αυτόν άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο . Το φως αυτό γίνεται θεατό πνευματικά με την νοερά αίσθηση και αποτελεί την αχώριστη δόξα και λαμπρότητα της θείας φύσεως. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, αναφέρει στο λόγο του , ότι το Θείο Φώς γίνεται αντιληπτό με την νοερά αίσθηση. Είναι δε «ενυπόστατο», δεν έχει δηλαδή δική του υπόσταση, συνεπώς γίνεται λόγος για έλλαμψη υποστατικού φωτός στις ψυχές των πιστών, που ενεργεί σ' αυτές δίχως να χωρίζεται από το Άγιο Πνεύμα.
Κάθε λοιπόν μοναχός ησυχαστής, αυτό το Θείο φώς αναζητά, για εκείνο μονοπωλεί την σωματική και ψυχική του ύπαρξη, δίχως να προσδοκά κομμάτι από τα εγκόσμια. Πως άλλωστε θα μπορούσε άνθρωπος μετά από αυτό το άμεσο επίπεδο επικοινωνίας με τον πανάγαθο Κτίστη να μπορέσει να βρει νόημα σε οτιδήποτε άλλο ;
Ο ησυχασμός, ως παράγων προάσπισης της ορθοδοξίας
Ο λόγος περί ησυχασμού εκ των πραγμάτων αποτελεί μείζων κεφάλαιο της Ορθοδοξίας, και έχει επεξηγηθεί υπέρλαμπρα, πρωτίστως από Άγιους Πατέρες του δόγματος καθώς και από απλούς Μοναχούς που έχουν βιώσει το «Θείο Φώς». Για ένα κοινό ορθόδοξο Χριστιανό, για έναν ερευνητή όσο και να μυηθεί στη θεία γνώση, αφού η αυτή εμπειρία παραλείπεται, θα αποτελεί μόνο παραλήρημα γνώσης, πιθανόν και ευσεβής πόθος. Η όλη πορεία του ωστόσο ως θεολογικό γεγονός, από τις αρχές του 14ου αιώνα έως και σήμερα και ιδιαίτερα την περίοδο της τουρκοκρατίας και της φραγκοκρατίας μετέπειτα, αποτέλεσε φάρο αληθείας και υπομονής προς το ορθόδοξο δόγμα. Η ησυχαστική παράδοση ενίσχυσε την ευσέβεια, διαμέσου της νοερής προσευχής και προσέδωσε στον ορθόδοξο Χριστιανό, παρόλη την σωματική και πνευματική υποδούλωσή του θεία δύναμη και υπομονή. Και αν ερμηνεύσουμε τα λόγια του Αποστόλου Παύλου «προσεύξομαι τω πνεύματι προσεύξομαι δε και τω νου».. «ψαλώ τω πνεύματι, ψαλώ δε και τω νου» καταλήγουμε στην πλήρη ταύτιση από πλευράς μεθοδολογίας, της αρχαίας χριστιανικής πίστης με την Βυζαντινή παράδοση. Η ταύτιση αυτή αρχίζει και τελειώνει στην «νοερά προσευχή», την καρδιά του ησυχασμού αλλά και όλης της αρχαίας χριστιανικής πίστης.
Ο Ησυχασμός σήμερα στην ορθόδοξη εκκλησία
Είναι φανερό ότι η φαινομενική πρόοδος την οποία η ορθόδοξη εκκλησία υποχρεώθηκε να ακολουθήσει, οδήγησε στην εγκατάλειψη του Ησυχασμού και στη στροφή στη μεταφυσική θεολόγηση. Μετά την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους, ως τελευταίο προπύργιο της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και συνεπώς εκφραστής της Ανατολικής ορθοδόξου Χριστιανικής Θρησκείας, απελευθερώθηκε μεν από τη δουλεία της Τουρκίας , αλλά όχι και από εκείνη της Δύσης. «Με την εκδίωξη των ησυχαστών από την ιδεολογία του νεοελληνισμού και την επικράτηση του κοραϊσμού, η κάθαρση αντικαταστάθηκε με την ηθική και ο φωτισμός με την κατήχηση. Έτσι, οι ησυχαστές πνευματικοί Πατέρες αντικατεστάθησαν από «ηθικολογούντες», οργανωτές ηθικών συναντήσεων, που φόρτωσαν τους νέους, με ηθικό και φιλοσοφικό σύστημα. Έτσι, οι βίοι των Αγίων κατάντησαν είδος μυθολογίας» Ο Ησυχασμός εκτοπίσθηκε από τον μεταφυσικό στοχασμό και τον δογματισμό στο χώρο της θεολογήσεως, αλλά και από τον ευσεβισμό στο χώρο της λαϊκής θρησκευτικότητας. Τα μοναστήρια έχασαν, το αληθινό θεραπευτικό νόημά τους, υποκαθιστάμενα από κοσμικά ιεραποστολικά σχήματα, με το αίτημα να μεταβληθούν και αυτά σε κέντρα δράσεως δια κοινωφελείς σκοπούς.
Λόγοι που καθιστούν τον ησυχασμό, θεολογική έριδα μεταξύ των δυο Εκκλησιών
Τον 14ο αιώνα έλαβε χώρα, η πρώτη σε βάθος αντιπαράθεση, μεταξύ Ανατολής και Δύσεως, στο χώρο της εκκλησιαστικής-θεολογικής παραδόσεως. Για πρώτη φορά δόθηκε η ευκαιρία, να τεκμηριωθεί η ριζική διαφοροποίησή της ανατολικής και δυτικής εκκλησίας και το ασύμπτωτο μεταξύ τους. Η χρονολογική τοποθέτηση των ησυχαστικών ερίδων, δύναται να χωρισθεί σε τρείς φάσεις . Κατά την πρώτη περίοδο (1336-1341), όπου γίνεται αισθητή η φιλοσοφική τοποθέτηση του μοναχού Βαρλαάμ εναντίον του ησυχασμού και των εκφραστών του, την δεύτερη περίοδο (1341-1347), όπου διαμέσου του εμφυλίου πολέμου τοποθετείται η εμφάνιση ενός νέου αντί -ησυχαστή του Γρηγορίου Ακινδύνου και τέλος την τρίτη περίοδο (1347-1368), όπου ο Νικηφόρος Γρηγοράς αναλαμβάνει να πολεμήσει για ακόμη μια φόρα, τον ησυχασμό. Είναι ιστορικά αποδεκτό , ότι και στις τρείς περιόδους των ησυχαστικών ερίδων, σημειώθηκε θρίαμβος των ησυχαστών, με τον πιο πανηγυρικό τρόπο, δικαίωση του Γρηγορίου Παλαμά ,και εδραίωση της «Ιερής Ησυχίας», ως ζωντανή έκφραση και συνέχεια της ορθόδοξης παράδοσης.
Η έριδα μεταξύ ανατολικής και δυτικής εκκλησίας
Το ζήτημα του ησυχασμού, τοποθετείται αρχικά στο επίκεντρο, από τις παρεμβάσεις του Βαρλαάμ, ενός μοναχού από την Καλαβρία με ελληνική καταγωγή ο οποίος ασπάζεται μεν την Ορθοδοξία, αλλά στην πραγματικότητα φέρει σαν πρόταση την αρχαία ελληνική φιλοσοφία. Σε αυτό το σημείο, βρίσκεται η αρχή της σύγχυσης γύρω από την ενόραση του θείου φωτός, τις αντιρρήσεις του Βαρλαάμ γύρω από το θέμα και όλα τα συνεπακόλουθα που χαρακτηρίζουν τις ησυχαστικές έριδες τον δέκατο τέταρτο αιώνα. Ο Αριστοτέλης είχε ασκήσει μοναδική επίδραση στη σκέψη των δυτικών, που από τον 11ο αιώνα άρχισε να διαμορφώνεται φιλοσοφικά και να παρουσιάζει μια στροφή της δυτικής εκκλησίας, προς την αρχαιοελληνική Φιλοσοφία. Η δυτική εκκλησία, είδε τον Αριστοτέλη, ως τον μόνο μεγάλο φιλόσοφο που με απόλυτη μεθοδικότητα, συνέταξε τη δική του φιλοσοφία, τη μόνη αληθινή η οποία ταυτιζότανε κατά τους δυτικούς, με την χριστιανική διδασκαλία. Είναι η φιλοσοφία την οποία και σήμερα αποδέχεται η Καθολική Εκκλησία ως επίσημη χριστιανική φιλοσοφία. Το ενδιαφέρον των δυτικών έφερε την εποχή εκείνη, τον Βαρλαάμ στην Κωνσταντινούπολη. Μελέτησε τον Ευκλείδη και έγραψε αριθμητική σε βιβλία. Μελέτησε και έγραψε ενδιαφέρον έργο για τους Στωϊκούς. Η επιρροή της φιλοσοφίας στη σκέψη του, ήταν μεγάλη και έχοντας υπερβολική εμπιστοσύνη στον εαυτό του, δημιούργησε μεγάλο θόρυβο στο Βυζάντιο, όπου επιθυμούσε, να προξενήσει την εντύπωση ότι η σοφία των δυτικών, τους οποίους οι Βυζαντινοί εξακολουθούσαν ακόμη να θεωρούν βαρβάρους, ήταν ανώτερη. Η όλη πορεία του Μοναχού Βαρλαάμ, αντικατοπτρίζει εκτός των πολιτικών και κοινωνικών διαφορών που αρχίζουν να σκιάζουν τις σχέσεις ανατολής και δύσης, την ύπαρξη διαφορετικής θεολογικής γραμμής μεταξύ των πατέρων της ορθόδοξης θεολογίας, με την αντίστοιχη των σχολαστικών της δύσης.
Θεολογικό το ζήτημα μεταξύ ανατολής και δύσης
Κάνοντας μια βαθύτερη διερεύνηση του θεολογικού αυτού θέματος, θα διαπιστώσουμε ότι, η σύγκρουση και η αναμέτρηση ησυχαστών και αντιησυχαστών κατά το 14 αιώνα, έδωσε μια μοναδική ευκαιρία να αναδυθεί, το ήδη υπάρχον θεολογικό ζήτημα μεταξύ της ανατολικής και δυτικής εκκλησίας, σε ότι αφορά την θεολογική μεθοδολογία. Τα πολλά κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα που υπήρχαν εκείνη την εποχή επισκίαζαν το θεολογικό ζήτημα που προϋπήρχε. Ο ησυχασμός αποτέλεσε την αφορμή να έρθει στην επιφάνεια και να διαχωριστεί η διπλή θεολογική μεθοδολογία των πατέρων της ορθόδοξης Εκκλησίας , με την επιστημονική και φιλοσοφική θεολογίας της Δύσης.
Υπάρχουν σαφή όρια μεταξύ θεολογίας και επιστήμης. Η θεολογία ασχολείται με τον Θεό, τί είναι ο Θεός και πώς κανείς μπορεί να φθάσει στην κοινωνία μαζί Του, ενώ η επιστήμη ασχολείται με τον κτιστό κόσμο και ενδιαφέρεται κυρίως για την πορεία του κόσμου. Η θεολογία, όσο και η επιστήμη, κινούνται σε διαφορετικά επίπεδα, κατά συνέπεια, δεν μπορεί να υπάρξει καμιά σύγκρουση μεταξύ θεολογίας και επιστήμης, ούτε μεταξύ θεολόγων και επιστημόνων. Η σύγκρουση έγινε ιστορικά στην Δύση, όταν ταυτίστηκε η μεταφυσική με την θεολογία. Άλλο είναι το περιεχόμενο της μεταφυσικής, σύμφωνα με την οποία υπάρχει ο αγέννητος κόσμος των ιδεών , από τον οποίο προήλθε ή εκ πτώσεως ή εξ απορροής ο κόσμος, και άλλο είναι το περιεχόμενο της αποκαλυπτικής θεολογίας. Όταν λοιπόν στην Δύση, ταυτίστηκε η μεταφυσική με την θεολογία και όταν μάλιστα η ανάπτυξη των φυσικών επιστημών είχε σαν αποτέλεσμα να κλονισθούν τα θεμέλια της μεταφυσικής, τότε χτυπήθηκε και η θεολογία, που είχε ταυτισθεί με την μεταφυσική.
Η θεολογική πρόταση της Δυτικής εκκλησίας
Το θεολογικό ατόπημα της Δύσης, την οδήγησε στο συμπέρασμα, ότι η αλήθεια, είτε η ανθρώπινη είτε η θεία, είναι μία και ενιαία. Για αναζήτηση του Θεού, προχωρεί κανείς με την πίστη, μέσω της φιλοσοφίας και της Γραφής, στη λογική σύλληψη της αποκαλύψεως. H προτεραιότητα δίνεται στη διάνοια, όχι μόνο στη φυσική, αλλά και στην υπερφυσική γνώση . Τα λόγια των θεουργών καθώς και η σοφία που περικλείεται σε αυτά, πρωτίστως αποβλέπουν στον ίδιο σκοπό με εκείνον στον οποίο αποβλέπει η φιλοσοφία, (Η αρχαία Ελληνική Φιλοσοφία και ιδιαίτερα οι Φιλοσοφικές προσεγγίσεις του Αριστοτέλη) που προέρχεται από τα κοσμικά μαθήματα και είναι η εύρεση της αληθείας. Έτσι, ισχυριζόταν ότι μία είναι η αλήθεια, αφού αυτή η αλήθεια δόθηκε στους Αποστόλους, ενώ εμείς την αποκαλύπτουμε και την διαφυλάττουμε με επιμέλεια. Η φιλοσοφία του Αριστοτέλη κάλυψε τα Θεολογικά κενά των Δυτικών και από την άλλη πλευρά, η Χαρισματική Θεολογία η καρδία της ορθόδοξης θεολογίας, αποτέλεσε για την δυτική εκκλησία, πνευματική θεολογία στηριγμένη στην απλή ορθόδοξη Μοναχική ζωή .
Το περιεχόμενο της ορθοδόξου πίστεως, η διπλή θεολογική γραμμή των ορθοδόξων πατέρων
Η θέση των πατέρων της ορθόδοξης Θεολογίας είναι διπλή μεν, αλλά ξεκάθαρη και σαν θεολογικό σκοπό έχει την θεογνωσία. Αποτελείται από δύο κατευθύνσεις, παράλληλες και λειτουργικά συνδεδεμένες μεταξύ τους, που δεν εκτρέπονται από την κοινή οδό της αλήθειας. Την χαρισματική θεολογία και την επιστήμη . Οι δύο αυτές θεολογίες από κοινού, ερμηνεύουν και αναφέρονται, στη βασική διάκριση κτιστού και άκτιστου. Το κτιστό αφορά στην επιστημονική θεολογία και το άκτιστο, στη χαρισματική.
Στην Ορθόδοξη Εκκλησία, όπως την εκφράζουν οι Άγιοι Πατέρες , βλέπουμε ότι άλλο είναι το περιεχόμενο της θεολογίας και άλλο της επιστήμης. Η θεολογία ομιλεί για τον Θεό, ( δημιουργός του κόσμου είναι ο Θεός), για την πτώση και ασθένεια της ανθρώπινης προσωπικότητας και για την θεραπεία της, ώστε να φθάσει ο άνθρωπος σε κοινωνία με τον Θεό. Η επιστήμη ασχολείται με το επιστητό, για εκείνα που ελέγχουν οι αισθήσεις και προσπαθεί να κάνει την ζωή του ανθρώπου υποφερτή μέσα στην πτωτική κατάστασή του. Η θεολογία αποκτά κοσμικό χαρακτήρα, όταν χάνει τον εσχατολογικό της προσανατολισμό, όταν αποβάλει την ουσία της, που είναι να οδηγήσει τον άνθρωπο στην κάθαρση, τον φωτισμό και την θέωση. Επίσης, η θεολογία αποκτά κοσμικό χαρακτήρα, όταν διακατέχεται από το άγχος και την ανασφάλεια μπροστά στα επιστημονικά επιτεύγματα ή όταν ακόμη χρησιμοποιεί την μεθοδολογία της επιστήμης για να ερμηνεύσει την χαρισματική θεολογία.
Τα επιτεύγματα της επιστήμης ανήκουν στον άνθρωπο και αυτός οφείλει να τα χρησιμοποιεί. Η επιστήμη της θεολογίας δύναται να χρησιμοποιεί αυτά τα επιτεύγματα προς μελέτη και έρευνα. Η χαρισματική θεολογία ουδόλως επηρεάζεται από αυτά. Αυτή τη λεπτή γραμμή διαχωρισμού των δύο παράλληλων θεολογικών γραμμών, της χαρισματικής θεολογίας και της επιστήμης της θεολογίας κατάφερε και έφερε στην επιφάνεια, η σύγκρουση και η αναμέτρηση ησυχαστών και αντιησυχαστών .
Η θεολογική πορεία του Μοναχού Βαρλαάμ από την ανατολή στη δύση
Ο μοναχός Βαρλαάμ, εμφανιζόταν ως γνώστης της ανατολικής και της δυτικής εκκλησίας. Λίγο η ελληνική του καταγωγή, αλλά και η επιθυμία του να εμβαθύνει στην Αριστοτελική και πλατωνική φιλοσοφία, έχοντας αποκτήσει την έδρα της φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο της Βασιλεύουσας, έφτασε στο σημείο να αποτελεί αντιπρόσωπο των ορθοδόξων σε διαπραγματεύσεις για την ένωση των δύο εκκλησιών. Η θεολογική προσέγγιση ενός τόσο σημαντικού θεολογικού πεπραγμένου όπως « Το δόγμα της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος» η οποία προσέγγιση του κατέληγε, πιθανότατα λόγω θεολογικής κενότητας, που ακολουθούσε η διαλεκτική μέθοδος του, στο συμπέρασμα ότι η διαφορά λατίνων και ορθοδόξων είναι «μη ουσιώδης», αποδεικνύει ότι ο ρόλος του, στα θεολογικά πεπραγμένα της εποχής, μάλλον καιροσκοπικός ήταν, παρά θεόπνευστος. Η μακρά σύγκρουση του με τον Γρηγόριο Παλαμά, έχει να κάνει με την «διαλεκτική μέθοδο» με την οποία αντιμετώπιζε όλα τα θεολογικά θέματα. Η αποκάλυψη του Θεού «εν πνεύματι αγίω» στην εκκλησία και η σαφήνεια του δόγματος όπως υποστηρίζει ο Παλαμάς δεν άφησε κανένα περιθώριο στο Μοναχό Βαρλαάμ και στην διαλεκτική του μέθοδο, να παραμείνει εντός του ορθοδόξου δόγματος.
Η ερμηνεία της θείας παρουσίας στον άνθρωπο
Πέραν της ξεκάθαρης διαφοροποίησης, ανατολικών και δυτικών, στο θέμα της «αποδεικτικής» και «διαλεκτικής» γνώσης του Θεού, ο ησυχασμός ως έριδα μεταξύ των παραπάνω, έφερε στην επιφάνεια την δογματική διαφορετικότητα, που αφορά στην ερμηνεία της θεϊκής παρουσίας, στον άνθρωπο.Η γνώση που αποκτά ο άνθρωπος, ως κτίσμα του θεού, κατά τους πατερικούς συγγραφείς, αποτελεί μια αλληλουχία από αλλεπάλληλες επιδράσεις του Θεού στον άνθρωπο, υπό μορφή θείας φώτισης, έως όταν επισέλθει η «κτιστή κατάσταση γνώσεως». Η πίστη λοιπόν του κτίσματος προς τον δημιουργό θεό του, λειτουργεί ως αίτιο και δημιουργεί το αποτέλεσμα της «γνώσης». Ζωντανό παράδειγμα αυτού, η επιφοίτηση του Αγίου πνεύματος στους απλούς και σχετικά ολιγογράμματους μαθητές Του. Η αντιπαράθεση του Παλαμά με τον Βαρλαάμ και συνεπώς με την δυτική εκκλησία, με αφορμή την έριδα του ησυχασμού, κοινοποιεί την θέση των σχολαστικών δυτικών, στα περί της «γνώσης» και φανερώνει αντί διαμετρική άποψη, ότι δηλαδή, κατά πρώτον, ο άνθρωπος έρχεται στην «κτιστή κατάσταση γνώσεως», μέσα από την απόκτηση της «γνώσεως» κάτω από προϋποθέσεις δηλαδή επισέρχεται ο φωτισμός της θείας χάριτος. Η θέση αυτή των δυτικών, επιτακτικά οδηγεί στην αντίληψη ότι η ανθρώπινη γνώση, βασίζεται στην αντίληψη, διαμέσου των αισθήσεων. Αδιαφορώντας για τις συνέπειες της θεωρίας αυτής και χωρίς να μπορεί να διακόψει την διαλογική πορεία, ο Βαρλαάμ αποποιείται την «πέρα από την φύση» μορφή της χριστιανικής εμπειρίας, κινδυνεύοντας να ταυτιστεί με τις αρχαιοελληνικές φιλοσοφικές απόψεις, περί κτιστού και κοσμογονίας και προσεγγίζει απίστευτα επικίνδυνα την «εις άτοπον απαγωγής μεθοδολογία» της αρνητικής θεολογίας των Ελλήνων Πατέρων. Καταλήγουμε στο συμπέρασμα, ότι ο ίδιος ο Βαρλαάμ αυτοαναιρείται, δεδομένου ότι αρχικά συμφωνεί με την υπερβατικότητα του Θεού , καταλήγει, την ανέκφραστη και ακατάληπτη μορφή του Θείου, να την αναζητά σε αριστοτελικές περίτεχνες φιλοσοφικές προσεγγίσεις, όπου κυριαρχεί η αντίληψη των αισθήσεων.
Η καλλιέργεια της έριδας, μεταξύ των δυο εκκλησιών
Οι δύο θρησκευτικές οντότητες, Παλαμάς και Βαρλαάμ, πρωταγωνίστησαν, καθ΄ όλη την διάρκεια της κύριας φάσης της έριδας, μεταξύ ανατολής και δύσης. Από το 1337 μ.Χ. όπου ξεκινάει η αναμέτρησή τους, με μορφή αλληλογραφίας, γίνεται αντιληπτό, ότι και οι δύο αναγνωρίζουν την αυθεντία της χριστιανικής αποκάλυψης, ωστόσο, η ουσιαστική διαφοροποίησή τους, επικεντρώνεται στο πρόβλημα της «αποδεικτικής» ή «διαλεκτικής» γνώσης του Θεού. Στοιχεία της διαμάχης που μάλλον καλλιεργούσαν παρά εκτόνωναν την έριδα, αποτελούν τα ατυχή και παράπλευρα σχόλια, του Βαρλαάμ εναντίον των ησυχαστών, ως ομφαλοσκόπους, και Βογόμιλους (Μεσσαλιανούς). Είναι εμφανής η διαφορά στην ποιότητα θεογνωσίας και στην «χριστώ ζωή» ανάμεσα στους δυο άνδρες, από το γεγονός ότι ενώ ο Βαρλαάμ χρησιμοποιεί ανεξέλεγκτα, μειωτικές και απαξιωτικές έννοιες για να χαρακτηρίσει τους ησυχαστές, ο Παλαμάς απορρίπτει τις δογματικές θέσεις των αιρετικών, αφοσιωμένος στο ορθόδοξο δόγμα χωρίς πνεύμα πόλωσης, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην εμπειρία της Χριστιανικής ζωής, χωρίς να οικειοποιείται την «Ιερά ησυχία» σαν να ήταν ατομικά δική του. Στη δε συγγραφική του πορεία, αντιμετωπίζει και εξετάζει τις απόψεις του Βαρλαάμ κρίνει με βάση τις γραφές αυτές και μόνο αυτές, και αποφεύγει περίτεχνα, την κατά μέτωπο προσωπική επίθεση στο όνομα Βαρλαάμ, το οποίο δεν μνημονεύεται καν στην πρώτη Τριάδα. Επικριτές του ησυχασμού, εντός του ορθοδόξου δόγματος (νεότερης περιόδου)
‘Έχοντας πλήρη συναίσθηση της κρισιμότητας του θέματος, καθώς και τα επικίνδυνα θεολογικά ατοπήματα που μπορεί κανείς να οδηγηθεί, αναλύοντας τις θέσεις του ησυχασμού και των εκφραστών του, ιδιαίτερα του Γρηγορίου Παλαμά,, θα κάνω μια απλή αναφορά των θέσεων που δημιουργήθηκαν στην μετά – Παλαμική εποχή, ιδιαίτερα στα τέλη του 18ου έως αρχές του 21ου αιώνα, από μεγάλους μελετητές – ερμηνευτές των πατερικών γραφών, οι οποίες θέσεις οδήγησαν στην κατάχρηση της διδασκαλίας του Παλαμά.
Η κατάχρηση αυτή πραγματοποιήθηκε, όχι από αντί- παλαμική θεολογική συνείδηση, αλλά από μία προσπάθεια ορθοδόξων θεολόγων, να αντιμετωπίσουν με επίκαιρα σχήματα και ορολογίες, την σύγχρονη θεολογική σκέψη της δύσης. Ο αείμνηστος Π. Τρεμπέλας, με το μακράν πολύτιμο συγγραφικό έργο του, δεν θεμελιώνει τη δογματική θεολογία πάνω στα «έργα» και στο «βίο», στην εμπειρία ζωής της εκκλησίας, με αποτέλεσμα να κλονίζει τα θεολογικά δρώμενα, να διχάζει την θεολογική κοινότητα, και να απαξιώνει συγγραφείς της νηπτικής παραδόσεως. Εύστοχα όμως τα έργα τους βρίσκουν αντίκρουση , καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι καμία ανάγκη δεν υπάρχει, ο θεολόγος να ξεκινάει από τις κοινές θεολογικές έννοιες και τους συλλογισμούς προσπαθώντας να δώσει «νέο-προοδευτικές ερμηνείες» δεδομένου ότι αποτελούν πραγματείες, δογματικά θεμελιωμένες, που πρέπει να παραμένουν απαρασάλευτες.
Από τα τέλη του 18ου αιώνα έως και σήμερα, παρουσιάστηκαν κατά καιρούς μελέτες και ερμηνείες που αναφέρουν την θεολογία του Παλαμά ως έκφραση ενός διαβρωτικού διπολισμού , μεταξύ της ορθοδόξου εκκλησίας και του κόσμου (υποσύνολο της εκκλησίας). Πολλές φορές μάλιστα το «μη κατανοητό», το απόμακρο, το αποκομμένο του μοναχισμού, δίνει τροφή για σχόλια και ταύτιση του με τον μυστικισμό, και απαξιωτικό χαρακτήρα έναντι του λαού. Το μη παράδοξο και καθ όλα σύννομο , με την «ομοιογεννή παγκοσμιοποίηση» κατάργηση του «άβατου» και εκμηδένιση των «ησυχαστικώς πεπραγμένων», ζήτημα που θέτουν ομόδοξοι, νέο μελετητές του ελληνικού πολιτισμού δείχνει ξεκάθαρα, μια προσπάθεια απαξίωσης όσο του ησυχασμού τόσο και του μοναχισμού σε όλες τις μορφές του, ενώ καλλιεργεί ταυτόχρονα έναν εκμοντερνισμό, σύννομο της δυτικής εκκλησίας που φανερώνει, έλλειψη αυτοσυνειδησίας του εκκλησιαστικού σώματος και θεολογική άγνοια τόσο επιστημονική, όσο και χαρισματική. Η «ιερά ησυχία» δεν αποτελεί για τον ορθόδοξο, ούτε συνθηκολόγηση της ψυχής με τον μαρασμό, ούτε και αποξένωση από την ανθρώπινη υλική κατάσταση. Απεναντίας « ο περιβαλλόμενος της ιερής ησυχίας», με καρδιά γεμάτη αγάπη και καθαρή ψυχή ενώνει πνεύμα, ψυχή και σώμα, σε μία άκρως λαμπρή προσπάθεια, άμεσης επαφής με τον Θεό δημιουργό του, αποποιείται την φυλακή των υλικών βασάνων ενδύεται το μανδύα της θείας σοφίας και αποκομμένος από κάθε τι «βασανιστικό» προσηλώνεται στον επιδιωκόμενο θείο σκοπό.
Οι συνέπειες των θεολογικών ερίδων, μεταξύ Ανατολής και Δύσης.
Είναι βέβαιο, ότι oι συνέπειες των θεολογικών ερίδων μεταξύ Ανατολής και Δύσης ήταν πολλές. Το περιεχόμενο αυτών άλλοτε γεωπολιτικό, πολλές φορές κοινωνικό, ιδιαίτερα όμως θεολογικό.
Ο θεολογικός χαρακτήρας των συνεπειών
Οι ανατολικοί και δυτικοί θεολόγοι συγκρούονταν με το θέμα του «Filioque», από τον 9ο ως τον 11ο αιώνα, επισημαίνοντας την μεταξύ των δύο Εκκλησιών ότι υπάρχει θεολογική αντίθεση. Τον 14ο αιώνα για πρώτη φορά δόθηκε η ευκαιρία, με την παρουσία ενός αυθεντικού «δυτικού» θεολόγου στην Ανατολή, του Βαρλαάμ, να αναδυθούν oι θεολογικές προϋποθέσεις Ανατολής και Δύσεως και να διαπιστωθεί η ριζική διαφοροποίηση της μιας από την άλλη και το ασύμπτωτο μεταξύ τους. Η δυτική θεολογία και ο προερχόμενος από αυτήν ευρωπαϊκός πολιτισμός, αποδεικνύονταν απότοκα μιας αλλοτριωμένης Χριστιανοσύνης, διαφορετικής από εκείνη που δίδαξαν με περίσσια πίστη, οι ορθόδοξοι Άγιοι πατέρες.Η Δύση είχε διαμορφώσει, έναν άλλο «χριστιανισμό», απόλυτα ασύμπτωτο με εκείνον της Ανατολής. Η «Ιερή Ησυχία» αποκάλυψε τη διαφορά της Ορθοδοξίας από τη Δύση και τους σχολαστικούς, στη θρησκευτική πεποίθηση. Oι ησυχαστές του 14ου αιώνα, με πρωτοπόρο τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, απέδειξαν την αδιάσπαστη πνευματική συνέχεια του Βυζαντίου. Ο Παλαμάς επαναδιατύπωσε την ορθόδοξη παράδοση, φανερώνοντας την διπλή θεολογική μεθοδολογία της ορθόδοξης εκκλησίας. Η θεολογική διαμάχη απέδειξε προ πάντων, αυτό που και σήμερα γίνεται καθολικά πια δεκτό, ότι δηλαδή ο ησυχασμός δεν συνιστούσε καινοτομία, όπως φανταζόταν ο ανυποψίαστος Βαρλαάμ. Ακόμη και οι Σχολαστικοί του «Βυζαντίου», που για διάφορους λόγους συντάχθηκαν μαζί του, δεν αμφισβήτησαν τον ησυχασμό. Δεν αμφισβήτησαν ποτέ τη μέθοδό του, αλλά διαφωνούσαν μόνο για τις συνέπειές της, δηλαδή «ως προς την θεολογική αξιολόγηση των καρπών» της. Η αντίθεση κάποιων επισκόπων κατά των ησυχαστών ερμηνεύεται, με αρκετή δόση αληθείας, ως έκφραση φόβου αυξήσεως του κύρους των μοναχών, που έδειχνε να απειλεί «τους έχοντες την πρωτοκαθεδρία»
Ο ησυχασμός είχε για το Βυζάντιο, όχι μόνο θρησκευτική ή πολιτική, αλλά και πολιτιστική σημασία, διότι καθόρισε την περαιτέρω στάση όχι μόνο έναντι της Δύσεως, αλλά και της ελληνικής αρχαιότητας. Η Δύση, όχι μόνο δεν ήταν πια ομόψυχη της Ανατολής, αλλά συνέχιζε να απειλεί, πέρα από την πνευματική, και την πολιτιστική απόστασή της. Από την άλλη πλευρά, η ελληνικότητα, που ενσάρκωναν οι σχολαστικοί του «Βυζαντίου», διαφοροποιόταν από την ελληνικότητα, όπως αφομοιώθηκε μέσα στην πατερική παράδοση, που δεν συνιστά απλή συνέχεια της Ελληνικής αρχαιότητας, αλλά υπέρβασή της, στη νέα σύνθεση του..Βυζαντινού.πολιτισμού.
Η Βυζαντινή αυτοκρατορία είχε αρχίσει να συρρικνώνεται εδαφικά, να αποδυναμώνεται όλο και περισσότερο και μένει αθωράκιστη στις επεκτατικές διαθέσεις των γειτόνων, και κυρίως των Οθωμανών. Το 1354 οι Τούρκοι θα καταλάβουν την Καλλίπολη, πατώντας σταθερά στην ευρωπαϊκή πλευρά της αυτοκρατορίας. Το κίνημα των ζηλωτών δε μπόρεσε να θεραπεύσει την κοινωνική δυσλειτουργία και να καταλύσει την οικονομική ανισότητα.
Η αυτοκρατορία βάδιζε προς τη δύση της. Το 1402 θα περιορισθεί εδαφικά στην Πόλη, τη Θάσο, τηΣαμοθράκη,.τη.Λήμνο,.την.Τένεδο.και.το..Μυστρά.Ο ησυχασμός αποδείχθηκε η μεγαλύτερη πνευματική δύναμη για την επιβίωση του Γένους. Το Βυζάντιο πολιτικά προχωρούσε στην πτώση, πνευματικά όμως παρέμενε ακμαίο και αδούλωτο. Μετά την άλωση θα θιγεί μόνο το πολιτικό μέρος της ζωής του Γένους, όχι όμως και το πνευματικό. Η ορθόδοξη Ανατολή του 14ου αιώνα απέρριψε τον Βαρλαάμ και τον ανάγκασε να φύγει, απορρίπτοντας την σχολαστική θεωρεία του.
Ενώ οι εμφύλιοι σπαραγμοί, oι κοινωνικές ανισότητες και oι εχθρικές προσβολές θα εξασθενίσουν προοδευτικά την ήδη παρηκμασμένη αυτοκρατορία, οι πνευματικές δυνάμεις, μέσα στην πατερική ησυχαστική παράδοση, θα αποτρέψουν τον κίνδυνο να μεταβληθεί το Βυζάντιο σε προτεκτοράτο της πλούσιας Δύσης, αλλά παράλληλα θα διασώσουν την Θεολογική ταυτότητα τους, ώστε να υποδουλωθεί μόνο σωματικά από την οθωμανική βαρβαρότητα. Σ’ όλη τη διάρκεια της μακράς δουλείας τα μοναστήρια με την ησυχαστική παράδοσή τους, θα διατηρήσουν την ορθόδοξη πίστη ισχυρή και αναλλοίωτη.
Κατά την συνοπτική περιγραφή του θέματος του ησυχασμού και της έριδας μεταξύ των δύο εκκλησιών, συμπεραίνουμε ότι, η δύση, στο όνομα της προοδευτικότητας, προσπάθησε να αποτάξει τον μανδύα της προσήλωσης στο αρχαίο χριστιανικό δόγμα, ως κάτι το αναχρονιστικό, που οδηγεί στην απολίθωση και στείρωση του πολιτισμού, με αποτέλεσμα να δώσει έμφαση στη φιλοσοφική έννοια της «γνώσης» αγνοώντας πλήρως τη θεολογική διάσταση της «εν Χριστώ» ζωής, που παραθέτει ως σανίδα σωτηρίας το Ιερό ευαγγέλιο .Σ΄ εκείνη τη δύνη της ισχυρής δυτικής ευρωπαϊκής εκπολιτιστικής επίδρασης, συνεπλάκη ο ησυχασμός και αποτέλεσε έριδα μεταξύ των δυο εκκλησιών, αλλά και ξεκαθάρισμα στο θολό τοπίο των θεολογικών θέσεων που διατηρεί η δυτική εκκλησία.
Συμπερασματικά από τις θέσεις της ορθοδόξου εκκλησίας που ήρθαν στην επιφάνεια μετά την έριδα του ησυχασμού, προκύπτει ότι, υπάρχει διαφοροποίηση μεταξύ Θεού και κτίσματος, αφού καμία ομοιότητα δεν υπάρχει μεταξύ άκτιστου και κτιστής φύσεως. Η «περί του Θεού αλήθεια» καθώς και η «περί της φύσεως του σύμπαντος αλήθεια» δεν ταυτίζονται, αν και η μία εξαρτάται από την άλλη, δεν μπορεί να ταυτισθεί η θεολογία με την επιστήμη. Ο θεολόγος και ο επιστήμονας έχουν διαφορετική γνώση. Ο πρώτος γνωρίζει τον Θεό, ενώ ο δεύτερος, ερευνά τα κτίσματα. Ο φιλόσοφος και ο επιστήμονας, επειδή ερευνούν τον κόσμο μέσα από την επιστημονική μέθοδο και την φιλοσοφική προσέγγιση , δεν μπορούν να έχουν την ίδια γνώση για τον Θεό που έχουν οι Προφήτες, οι Απόστολοι και οι άγιοι, συνεπώς, η φιλοσοφία καθώς και η διαλεκτική μέθοδος των δυτικών μειώνουν την αυθεντία των πατέρων και το κύρος των οικουμενικών συνόδων και δεν έχουν θέση, στο ορθόδοξο δόγμα.
 Ο θεολόγος μπορεί να έχει γνώση του επιστητού, να γίνει επιστήμονας μέσα από την γνώση της επιστήμης και όχι μέσα από την θεοπτία, όπως και ο επιστήμονας μπορεί να αποκτήσει γνώση του Θεού, όχι μέσα από την επιστήμη του, αλλά μέσα από την ορθόδοξη μέθοδο της θεογνωσίας που είναι η κάθαρση, ο φωτισμός και η θέωση. Οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας, υπήρξαν θεολόγοι μέσα από την εμπειρία της αποκαλύψεως και ακόμη έγιναν και επιστήμονες μέσα από την μελέτη και την επιμελή σπουδή της ανθρώπινης επιστήμης. Γι’ αυτό και είναι ολοκληρωμένοι.
Η εποχή μας έχει ένα σημαντικό κοινό με τον «βυζαντινό» 14ο αιώνα και την εποχή πριν από την άλωση: την τραγική σύγχυση και αδρανοποίηση των παραδοσιακών μας κριτηρίων. Η ησυχαστική παράδοση, ιδιαίτερα αναγκαία σήμερα, προκειμένου να μην φτάσουμε στην επιβεβαίωση του Σανταγίανα ότι «Όποιος ξεχνάει την ιστορία του είναι υποχρεωμένος να την ξαναζήσει».

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Α
Ἀναστασίου Ι., Ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία, .Τόμ. Β΄ (Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Παρατηρητής, 1987)
Βλάχου Ιερόθεου Μητροπολίτης Ναυπάκτου, Μεταξύ δύο αιώνων ( Εκδόσεις Ιεράς Μονής Γενεθλίου της Θεοτόκου,1988)
Γιανναρᾶ, Χ ,Ορθοδοξία και δύση στη νεότερη Ελλάδα (Ἀθήνα: Ἐκδόσεις Ἴκαρος)
Εὐδοκίμωφ Π., Ἡ Ὀρθοδοξία, (Ἀθήνα: Ἐκδόσεις Ρηγόπουλος 1965)
Καμπερίδη Λάμπρου, Περίληψη εισήγησης στην Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών, Ησυχασμός και Σουφισμός (5 Μαΐου 2007)
Λάππα Βανέσας Α. / μετ." Η Πόλις Εάλω" Α. Α. Λιβάνη. (Έτος Έκδοσης : 1993)
Μαρτζέλου, Ουσία και ενέργειαι του Θεού κατά τον Μέγαν Βασίλειον/ Ιστορικοδογματικήν διερεύνησιν της περί ουσίας και ενεργειών του Θεού διδασκαλίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας,( Θεσσαλονίκη 1993)
Μαρτίνου Αθανάσιου/ Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια /Μοναχισμός/Ιερ. Κοτσώνης (Αθήνα1962-1968)
Ματσούκα Ν., «Ἡ διπλή θεολογικὴ μεθοδολογία τοῦ Γρηγορίου Παλαμᾶ», στό Πρακτικὰ θεολογικοῦ συνεδρίου εἰς τιμὴν καὶ μνήμην τοῦ ἐν Ἀγίοις πατρὸς ἡμῶν Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης τοῦ Παλαμᾶ, (12-14 Νοεμβρίου 1984), (Θεσσαλονίκη: Ἐκδόσεις Ἱερᾶς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, 1986)
Ματσούκα Ν. Δογματικὴ καὶ Συμβολικὴ θεολογία, Τόμ. Α΄ (Θεσσαλονίκη: Ἐκδόσεις Π. Πουρναρᾶς 1988)
Μεγιέντορφ Ι. Ἡ Βυζαντινὴ κληρονομιὰ στὴν ὀρθόδοξη ἐκκλησία (Ἀθήνα: Ἐκδόσεις Ἁρμός 1990)
Μεταλληνού Γεώργιου Ελληνισμός Μαχόμενος, (Eκδόσεις Τήνος, Αθήνα 1995)
Πορτελάνου Στ., «Τό σχίσμα Ρώμης-Κων/πολης καὶ ἡ πολεμικὴ ἀντιπαράθεση ὀρθοδοξίας καὶ Ρωμαιοκαθολικισμού»,στό Ἡ Ὀρθοδοξία ὡς κληρονομιά. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση, ἐπιμ. Μ. Μπέγζος, κ.ἅ., Τόμ. Β΄ (Πάτρα, Ἐκδόσεις Ε.Α.Π 2002)
Ράγκου, Σπ. «Ἡ συνάντηση τοῦ ἐλληνισμοῦ μὲ τὸν χριστιανισμὸ ἀπὸ τὸν πρῶτο ἕως τὸν τέταρτο αἰῶνα», στὸ Ἡ Ὀρθοδοξία ὡς κληρονομιὰ : Οἱ πρῶτες ἱστορικὲς καταβολὲς τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ἐπιμ. ἔκδ. Δ. Μόσχος, καὶ Σ. Ράγκος, Τόμ. Α΄ (Πάτρα: Ε.Α.Π., 2002)
Ρωμανίδου Σ. Ιωάννου , Πατερική Θεολογία (εκδόσεις παρακαταθήκη Θεσσαλονίκη 2004)
Σταμούλη Χρ., Ἄσκηση αὐτοσυνειδησίας (Θεσσαλονίκη: Ἐκδόσεις Τὸ Παλίμψηστον, 2004)
Σκαλτσά Ι. Κων/νου , Θεωρία & Κείμενα Δικαίου (Εκδόσεις ΔΕΚ/ΓΕΣ, 1985)
Τατάκη Β., Ἡ ἑλληνικὴ καὶ πατερικὴ βυζαντινὴ φιλοσοφία (Ἀθήνα: Ἐκδόσεις Ἁρμός, 2000)
Φλορόφσκυ Γεώργιου (Георгий Васильевич Флоровский), Οι Βυζαντινοί Πατέρες του 5ου αιώνα, (Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1992)
Χρήστου Π., Ἐκκλησιαστικὴ Γραμματολογία (Θεσσλονίκη: Ἐκδόσεις Κυρομάνος 2002)
Χριστοφορίδη Β., Οἱ ἡσυχαστικὲς ἔριδες κατὰ τὸν ΙΔ αἰῶνα (Θεσσαλονίκη: Ἐκδόσεις Ἐπίκεντρο, 2005)
Β
Adam Drozdek /Greek philosophers as theologians,( ashgate 2001)
Γ
στο διαδικτυακό τόπο: http://www.myriobiblos.gr/texts/greek/geanakoplos_byzwest_2.html
(Κ. Ι. Γιαννακόπουλου/Οι επιρροές της βυζαντινής παιδείας στο μεσαιωνικό δυτικό κόσμο) , ημερομηνία ανάκτησης: 20-12-2009. http://www.ecclesia.gr/greek/archbishop/christodoulos.asp?id=6&what_main=1&what_sub=2&lang=gr&archbishop_heading=%CF%F1%E8%EF%E4%EF%EE%DF%E1 (Μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κυρού Χριστοδούλου/ Αναλοίωτος Ορθόδοξος Μοναχισμός), ημερομηνία ανάκτησης: 2-1-2010



















Η σχέση δογμάτων και Αγίας Γραφής

Η σχέση δογμάτων και Γραφής είναι σχέση ερμηνευτική. Το πρόβλημα, όπως τέθηκε από τους Δυτικούς θεολόγους μετά τη Μεταρύθμηση, αν δηλαδή έχουμε μία ή δύο "πηγές θείας αποκαλύψεως", όπως ονομάστηκαν, εκφράζει το συγκεκριμένο προβληματισμό μεταξύ Ρωμαιοκαθολικών και Διαμαρτυρομένων, λόγω τού ότι οι τελευταίοι είχαν απορρίψει την αυθεντία τής Παραδόσεως τής Εκκλησίας και εισήγαγαν την αρχή "sola scriptura". Στην Ορθόδοξη Θεολογία εισήχθη το πρόβλημα δια μέσου τών λεγομένων "Ορθοδόξων Ομολογιών" τού ΙΖ΄ αιώνος (πρβλ. προηγούμενα). Έτσι ανάλογα με την απόκλιση τής "ομολογίας" (Μογίλα = Ρωμαιοκαθολικισμός, Κύριλλος Λούκαρις = Καλβινισμός κλπ), δόθηκε και δίδεται ακόμα η απάντηση από τους Ορθοδόξους. Στον προβληματισμό αυτό οδηγήθηκε η Δύση κυρίως για δύο λόγους που δεν ισχύουν στην Ορθοδοξία:
1. Έλλειπε στη Δύση το στοιχείο ότι η αποκάλυψη είναι πάντοτε προσωπική και ποτέ λογική ή διανοητική. Ο Θεός αποκαλύπτεται στον Αβραάμ, στο Μωυσή, στον Παύλο, στους Πατέρες, κλπ. Συνεπώς δεν τίθεται ποτέ το ζήτημα νέας αποκαλύψεως ή προσθήκης στην αποκάλυψη ή ακόμα αυξήσεως τής Αποκαλύψεως, όπως έχει τεθεί στη Δύση (πρβλ. Νewman) και έχει λεχθεί ακόμη και από Ορθοδόξους θεολόγους.
2. Είχε επικρατήσει στη Δύση μια αντικειμενοποίηση τών Γραφών και τής Εκκλησίας, έτσι ώστε να γίνεται λόγος περί "ταμείων" τής αληθείας. Αλλά στην Ορθόδοξη παράδοση τόσο η Γραφή όσο και η Εκκλησία αποτελούν μαρτυρίες τρόπου βιώσεως τής αληθείας και όχι "εγκεφάλους" που συλλαμβάνουν, καταγράφουν και μεταδίδουν αλήθειες. Και τούτο γιατί η αλήθεια στην Ορθόδοξη Παράδοση δεν είναι ζήτημα αντικειμενικών λογικών προτάσεων, αλλά στάσεως και σχέσεων (προσωπικών) μεταξύ Θεού, ανθρώπου και κόσμου. (π.χ. δεν γνωρίζω την αλήθεια όταν ξέρω διανοητικά και αποδέχομαι τελικά ότι ο Θεός είναι Τριαδικός, αλλά όταν εμπλέκομαι ο ίδιος υπαρξιακά στην Τριαδική ύπαρξη τού Θεού μέσω τής οποίας νοηματίζεται ολόκληρη η ύπαρξη, η δική μου και τού κόσμου. Έτσι μια απλή γυναίκα που είναι σωστό μέλος τής Εκκλησίας, "γνωρίζει" το δόγμα τής Τριάδος. Το ίδιο ισχύει για τη Χριστολογία κλπ). Περισσότερα για το θέμα αυτό στα περί Γνωσιολογίας αργότερα.
Συνεπώς, αν η Αποκάλυψη τού Θεού είναι θέμα προσωπικής εμπειρίας και ευρύτερης εμπλοκής τού ανθρώπου σε ένα πλέγμα σχέσεων με το Θεό, τους άλλους και τον κόσμο, που χύνει νέο φως στην όλη ύπαρξη, τότε η Γραφή που μαρτυρεί γι' αυτή την Αποκάλυψη είναι τόσο πλήρης από την άποψη τού περιεχομένου τής Αποκαλύψεως όσο και κάθε άλλη μορφή τέτοιας Αποκαλύψεως μετά τη συγκρότηση τού κανόνος τής Βίβλου. Στο σημείο αυτό πρέπει να προστεθούν αμέσως οι εξής διευκρινήσεις:
Αν και σε όλες τις περιπτώσεις τέτοιων προσωπικών και υπαρξιακών αποκαλύψεων πρόκειται για αποκαλύψεις τού ενός και τού αυτού Θεού, οι τρόποι τών αποκαλύψεων αυτών διαφέρουν. Π.χ. στο όρος Σινά έχουμε αποκάλυψη στο Μωυσή τού ίδιου τού Θεού που μας αποκαλύπτεται στο Χριστό, αλλά όχι με τον ίδιο τρόπο. Στο Χριστό έχουμε τη δυνατότητα όχι απλώς να βλέπουμε ή να ακούμε το Θεό, αλλά να τον εγγίζουμε, να τον ψηλαφούμε, να Τον κοινωνούμε σωματικά. "Ό ην απ' αρχής, ό ακηκόαμεν, ό εθεασάμεθα και αι χείρες ημών εψηλάφησαν". (Α΄ Ιωάνου 1/α΄ 1). Οι θεοφάνειες τής Παλαιάς Διαθήκης, συνεπώς και εκείνες τής Καινής Διαθήκης, ενώ έχουν το ίδιο περιεχόμενο δεν έχουν τον ίδιο τρόπο αποκαλύψεως. Και επειδή, όπως είπαμε, η Αποκάλυψη δεν είναι θέμα αντικειμενικής γνώσεως αλλά προσωπικής σχέσεως, ο τρόπος τής Αποκαλύψεως έχει καίρια σημασία, γιατί εισάγει νέες σχέσεις, δηλαδή νέους τρόπους υπάρξεως.
(Το θέμα τής σχέσεως Παλαιάς και Καινής Διαθήκης είναι ιστορικά πολύ παλιό στην Πατερική Θεολογία και λύθηκε με τη Θεολογία κυρίως τού αγίου Ειρηναίου, που διόρθωσε σημαντικά την περί Λόγου διδασκαλία τού Ιουστίνου και αργότερα διατυπώθηκε άριστα από τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή με την αρχή που έθεσε: τα τής Παλαιάς Διαθήκης είναι σκιά, τα τής Καινής διαθήκης εικών, τα τής μελλούσης καταστάσεως αλήθεια).
Συνεπώς, στο πρόσωπο του Χριστού έχουμε ένα μοναδικό τρόπο αποκαλύψεως που χαρακτηρίζεται από κοινωνία των αισθήσεων (οράσεως, αφής, γεύσεως κλπ σύμφωνα και με το χωρίο Α΄ Ιωάννου 1/α΄ 1 που είδαμε: «και αι χείρες ημών εψηλάφησαν»), και όχι απλώς με του νου ή της καρδιάς. Γι’ αυτό και ο τρόπος αυτός κρίθηκε από τους Πατέρες ως ο ύψιστος και πληρέστερος τρόπος. Τίποτε ανώτερο από τη Χριστοφάνεια δεν μπορεί να αποκαλύψει το Θεό: «ο εωρακώς εμέ εώρακε τον Πατέρα». Έτσι η Καινή Διαθήκη που καταγράφει την εμπειρία των ανθρώπων που είχαν αυτή τη σαρκική κοινωνία με το Θεό ( «ό εωράκαμεν και αι χείρες εψηλάφησαν» ) νοηματίζει τόσο τις Θεοφάνειες της Παλαιάς Διαθήκης όσο και εκείνες μετά τη Βίβλο. Οι Πατέρες μάλιστα όπως ο Ειρηναίος κ.ά. ισχυρίζονται ότι μετά τη Σάρκωση του Λόγου έχουμε πληρέστερη και νεώτερη μορφή αποκαλύψεως από εκείνη της Παλαιάς Διαθήκης. Την ανωτερότητα αυτή όσο μεν αφορά τους Μαθητές του Κυρίου την αποδίδουν στην αισθητή και σαρκική αναστροφή τους μαζί Του, όσο δε αφορά στην μετέπειτα Εκκλησία, στα Μυστήρια και μάλιστα στη Θεία Ευχαριστία, που διατηρεί αυτή τη σαρκική κοινωνία (βλ. Ιγνάτιο, Κύριλλο Ιεροσολ., Κύριλλο Αλεξ. κλπ). Όποιος μετέχει επάξια στη Θεία Ευχαριστία «βλέπει» το Θεό καλύτερα από το Μωυσή.
Έτσι όλη η ζωή της Εκκλησίας αντλεί την αποκάλυψη του Θεού από το γεγονός του ιστορικού Χριστού, όπως καταγράφεται στην Κ.Δ. Γι’ αυτό η Κ.Δ. έχει την έννοια του κατ’ εξοχήν και πρωταρχικού δόγματος, έναντι του οποίου όλοι οι άλλοι τρόποι αποκαλύψεως (περιλαμβανομένης της Π.Δ. και των μετέπειτα δογμάτων) αποτελούν ερμηνείες του με τη βαθύτερη υπαρξιακή έννοια της ερμηνείας που δώσαμε πιο πάνω, ήτοι τρόπους εμπειρίας της υπάρξεως ως νέας σχέσεως Θεό, ανθρώπου και κόσμου.
Συμπέρασμα: ούτε η ερμηνεία της Π.Δ. ούτε η των δογμάτων μπορεί να παρακάμψει το γεγονός και το πρόσωπο του Χριστού, γιατί αυτό θα σήμαινε την εισαγωγή ενός νέου τρόπου αποκαλύψεως, πληρέστερου και ανώτερου εκείνου του Χριστού. Από αυτό βγαίνουν πολλά επί μέρους συμπεράσματα, αλλά σημειώνω τα εξής:
Α. Η Θεία Ευχαριστία ως η κατ’ εξοχήν αισθητή κοινωνία (και συνεπώς γνώση) του Θεού, παραμένει πάντοτε η υψίστη και τελειοτέρα μορφή αποκαλύψεως του Θεού στην προσωπική, υπαρξιακή της έννοια («και αι χείρες ημών εψηλάφησαν»).
Β. Η θέα του Θεού (κάθε μορφής Θεοπτία), είτε δια των αγίων εικόνων είτε δια της ασκητικής εμπειρίας, είναι θέα του ακτίστου φωτός πάντοτε με τη μορφή που αυτό αποκαλύπτεται εν Χριστώ και όχι ανεξάρτητα από αυτό, είναι δηλαδή στην ουσία Χριστοφάνειες. (Αυτό πρέπει να τονισθεί για αποφυγή παρεξηγήσεων που δυστυχώς αρχίζουν να πληθαίνουν). Ως απόδειξη αρκεί να αναφερθεί ως προς μεν τις εικόνες η όλη επιχειρηματολογία των αγίων Ιωάννου του Δαμασκηνού, Θοδώρου Στουδίτου κλπ. Εικονοφίλων, ότι η ενσάρκωση είναι αυτή που επιβάλλει την προσκύνηση των εικόνων ως μορφών αποκαλύψεως του Θεού, ως προς δε την εμπειρία του ακτίστου φωτός, το ότι το φως αυτό εννοείτο από τους ιερούς Ησυχαστάς ως το θαβώρειο φως, δηλαδή ως μετοχή στο φως που έλαμψε από το ιστορικό σώμα του Χριστού.
Επιστρέφοντας στη σχέση Γραφής – δογμάτων, σημειώνουμε λοιπόν, ότι κάθε δόγμα, σε οτιδήποτε και αν αφορά (ακόμα και το θέμα της Αγίας Τριάδος), είναι στην ουσία υπόμνημα στο γεγονός του Χριστού μέσω του οποίου αποκαλύπτεται ο Θεός ως βιωματική υπαρξιακή σχέση δηλαδή αλήθεια. (Δεν είναι τυχαίο π.χ. ότι και η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος ενώ θεμελίωσε την Τριαδική θεολογία, το έκανε αυτό με αφορμή και βάση την αλήθεια περί του Προσώπου του Χριστού – το ίδιο και όλες οι μετέπειτα Οικουμενικές Σύνοδοι, έστω και αν ασχολήθηκαν με όλα τα θέματα).
Αυτό σημαίνει ότι η Αποστολική εμπειρία που καταγράφεται στη Βίβλο αποτελεί το πρώτο δόγμα, το οποίο ερμηνεύουν τα άλλα δόγματα. Δεν μπορεί συνεπώς, κανένα δόγμα να προσκρούει σ’ αυτή την εμπειρία, αλλά να την ερμηνεύει μόνο. Η αποστολική εμπειρία και παράδοση είναι αποφασιστικής σημασίας για το δόγμα. Έτσι έχουμε μια συνέχεια των δογμάτων, μια αλληλουχία των δογμάτων, που μοιάζουν σαν εικόνες του Χριστού ζωγραφισμένες από διάφορους ανθρώπους κατά διάφορες εποχές και με τα μέσα που κάθε εποχή διαθέτει. Η αλληλουχία αυτή είναι αφ’ ενός εξωτερική (= πιστότητα στην προηγούμενη παράδοση και τελικά στη Βίβλο), αφ’ ετέρου εσωτερική (= διάσωση της ίδιας υπαρξιακής σχέσεως Θεού, ανθρώπου και κόσμου, που πραγματώθηκε και αποκαλύφθηκε στο Χριστό).