Κυριακή 1 Μαΐου 2011

Η Εκκλησία ως πρόσκληση προς τα Έσχατα

Η Εκκλησία σύμφωνα με την Ορθόδοξη διδασκαλία δεν είναι κάτι το στατικό αλλά εξελίσσεται. Αυτό συμβαίνει γιατί πορεύεται διαρκώς προς τη Βασιλεία του Θεού. Ωστόσο, όλη αυτή η εξέλιξη δεν γίνεται από κάπου έξω απ’ τον κόσμο, την ιστορία και μάλιστα με τρόπο μαγικό. Αντιθέτως, η Εκκλησία πορεύεται με διάλογο προς τον κόσμο, τον οποίο προσκαλεί να γίνει Βασιλεία. Ωστόσο, οι δυνατοί τρόποι σχέσεως της Εκκλησίας με την ιστορία και τη Βασιλεία είναι του «απόκοσμου», του «εκκοσμικευμένου» και του «εγκόσμιου».
Τον τελευταίο τρόπο συσχέτισης της Εκκλησίας με την ιστορία προκρίνει ως ορθόδοξο στην εκκλησιολογία του ο Θανάση Παπαθανασίου. Καταδικάζοντας τόσο την εσωστρέφεια όσο και την εκκοσμίκευση κάνει λόγο για μια Εκκλησία η οποία γίνεται όταν ανοίγεται προς τον κόσμο πορευόμενη μέχρι τη Βασιλεία. Μπορεί να φαίνεται περίεργο ωστόσο, η πρόγευση της Βασιλείας μέσα στην Εκκλησία την καθιστά ανοιχτή και εξελίξιμη προς τον κόσμο.
Πρόβλημα όμως υπάρχει για την έννοια του ρήματος γίνεται από τη ρήση του τίτλου του βιβλίου του Θανάση Παπαθανασίου : Η Εκκλησία γίνεται όταν ανοίγεται. Δηλαδή η Εκκλησία δεν είναι μια παγιωμένη κατάσταση και οφείλει συνεχώς να πραγματώνεται; Μια σειρά από Θεολογικά επιχειρήματα αλλά και παραθέματα από την βιβλική παράδοση προσπαθούν να τεκμηριώσουν την αδιάκοπη εξέλιξη της Εκκλησίας. Όμως δυσκολία υπάρχει και στην κατανόηση του ρήματος ανοίγεται.
Ο Θανάσης Παπαθανασίου αναφέρει στο παραπάνω βιβλίο τόσο το γιατί πρέπει η Εκκλησία να ανοίγεται στον κόσμο όσο και τον τρόπο με τον οποίο οφείλει να ανοίγεται. Το γιατί, λίγο ως πολύ φαίνεται να είναι αυτονόητο στο βιβλίο. Αυτό το οποίο έχει μεγάλη σημασία για τον Θανάση Παπαθανασίου είναι το πώς πρέπει να ανοίγεται. Και γι αυτό το πώς, προτείνει μια σειρά από τρόπους, οι οποίοι μπορούν να βοηθήσουν την Εκκλησία να ανοίγεται στον κόσμο ξεπερνώντας κινδύνους και εμπόδια. Αυτά αφορούν όχι μόνο την ιεραποστολή της Εκκλησίας αλλά και τον ίδιο της τον εαυτό.
Σύμφωνα με την άποψη του Κωνσταντίνου Αγόρα τρεις είναι οι δυνατοί τρόποι σχέσης της Εκκλησίας με τον κόσμος : ο «απόκοσμος», ο «εκκοσμικευμένος» και ο «εγκόσμιος». Βεβαία σ’ όλους αυτούς τους τρόπους σημαντικό ρόλο παίζει η θεώρηση της Βασιλείας. Αν η ιστορία είναι το αλεύρι, η Εκκλησία είναι το προζύμι και η Βασιλεία είναι η ζυμωμένη ζύμη, τότε «απόκοσμο» γίνεται το προζύμη όταν δεν ανακατευτεί με το αλεύρι. Αντιθέτως «εκκοσμικευμένο» γίνεται το προζύμι όταν μετατραπεί σε αλεύρι. Ενώ «εγκόσμιο» γίνεται το προζύμη όταν ανακατεύεται βαθιά με το αλεύρι με στόχο την δημιουργία ζυμαριού δηλαδή Βασιλείας.Αυτή την παράσταση χρησιμοποιεί ο Κωνσταντίνος Αγόρας για να δηλώσει τις σχέσεις κόσμου, Εκκλησίας, Βασιλείας.
Το απόκοσμο της Εκκλησίας έχει ως συνέπειες ένα ελιτισμό στις τάξεις της. Κυριαρχεί η τάξη του αυτοδοξασμού και της αυτάρκειας. Η σωτηρία έχει χαρακτήρα σακραμενταλιστικό και η Εκκλησία αποκτά καθιδρυματικό χαρακτήρα μιας και η παρουσία του Πνεύματος παύει να πνέει. Η ιεροσύνη γίνεται εξουσιαστικού τύπου έχοντας ως όνειρο τον ολοκληρωτισμό. Αυτές τις παραμέτρους καταδικάζει ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στο διήγημα τα Πτερόεντα δώρα. Παραμονή Πρωτοχρονιάς άγγελος Κυρίου κατέβηκε στην γη για να μοιράσει θεϊκά δώρα. Αφού θεώρησε ανάξιους της δωρεάς του τους ανθρώπους της πόλης, πήγε σε μια Εκκλησία όπου «καί εἰς το βάθος ἀντίκρυσεν ἔνα ἄνθρωπον χρυσοστόλιστον καί μιτροφοροῦντα ὡς Μῆδον σατράπην τῆς ἐποχῆς τοῦ Δαρείου, ποιοῦντα διαφόρους ἀκκισμούς καί ἐπιτηδευμένας κινήσεις…» φεύγοντας και από εκεί δυσαρεστημένος.
Κατά την εκκοσμικευμένη μορφή της Εκκλησίας, η ιστορία προσπαθεί να θεωθεί μόνη της χωρίς την παρουσία του Θεού. Πρόκειται για μια ατομοκρατική κατά βάση λειτουργία, η οποία κάνει την Εκκλησία να χάνει τον προσανατολισμό της και να μένει στατική στην ιστορία. Ειδικότερα στην δυτική χριστιανοσύνη εξαιτίας του χριστομονισμού η Εκκλησία ταυτίστηκε με την ιστορία με αποτέλεσμα την έντονη εκκοσμίκευση της. Η Βασιλεία δεν δίνει νόημα στην ιστορία αλλά αποτελεί το χρονικό τέλος της. Και σ’ αυτήν την περίπτωση το Πνεύμα δεν παραμερίζεται και η Εκκλησία γίνεται καθίδρυμα. Επίσης, χάνεται το εσχατολογικό ήθος με αποτέλεσμα να εισέρχονται στην Εκκλησία εγκοσμιοκρατικού χαρακτήρα συμπεριφορές, όπως είναι ο ευσεβισμός, η ατομοκρατία και ο οφελισμός.
Αντιθέτως, κατά τον εγκόσμιο τρόπο σχέσης της Εκκλησίας με την ιστορία η παρουσία του Πνεύματος είναι συνεχής. Η Εκκλησία αγκαλιάζει όλο τον κόσμο και διαλέγεται μαζί του. Τον προσκαλεί να γίνει και αυτός Βασιλεία. Βεβαίως, αυτό σημαίνει ότι τον κρίνει και έρχεται σε ρήξη με τα στοιχεία εκείνα, τα οποία τον οδηγούν στη φθορά. Η Βασιλεία εισέρχεται στην ιστορία δια της Εκκλησίας. Αυτή την άποψη φαίνεται ότι προκρίνει ως ορθόδοξη ο Θανάσης Παπαθανασίου σε σχέση με τις εκκλησιαστικές του απόψεις, όπως θα γίνει φανερό από την ανάλυση της εκκλησιολογίας του, η οποία ακολουθεί στο επόμενο κεφάλαιο.
Για τον Θανάση Παπαθανασίου η Εκκλησία δεν μπορεί να γίνεται έξω από τον κόσμο γιατί δεν είναι μια ιδεαλιστική φιλοσοφία. Άλλωστε στόχος της Εκκλησίας είναι η μεταμόρφωση της κτίσης και η ένωσή της με το Θεό. Η ίδια η μεταμόρφωση δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί αν δεν έχει ως υλικό της την ιστορία και ως προορισμό της και προπομπό της τα Έσχατα. Γι’ αυτό και ο Θανάσης Παπαθανασίου από την αρχή του βιβλίου του Η Εκκλησία γίνεται όταν ανοίγεται τονίζει ότι η Εκκλησία πρέπει να διακινδυνεύει στα πελάγη των πολιτισμών. Στην αντίθετη περίπτωση, στην οποία η Εκκλησία περιορίζεται σε έναν τόπο ή πολιτισμό αυτομάτως εγκλείεται και περιέρχεται στη φθορά.
Έχοντας οικουμενικό χαρακτήρα η Εκκλησία αναφέρεται και μετέχει όλης της κτίσης. Ο ίδιος ο τριαδικός Θεός ενεργεί και οικονομεί μέσα στην ιστορία και για την ιστορία. Γι’ αυτό δεν μπορεί να γίνει λόγος στον χριστιανισμό για χωρισμό μεταξύ ιερού και βέβηλου. Η Εκκλησία δηλαδή δεν είναι το ιερό, το οποίο καθαγιάζει το βέβηλο, το οποίο είναι η κτίση. Απεναντίας, Εκκλησία και κόσμος είναι από το ίδιο υλικό, την ίδια ουσία σύμφωνα με τον Θανάση Παπαθανασίου και ο μόνος διαχωρισμός μεταξύ τους έχει να κάνει με τον προσανατολισμό και την επιλογή της Εκκλησίας σε σχέση με την κτίση.Χάρη στον προσανατολισμό προς το Θεό και τη Βασιλεία, η Εκκλησία θεωρείται το μέρος εκείνο του κόσμου, το οποίο έχει ανταποκριθεί στην θεία πρόκληση.
Βεβαίως, αυτό δεν σημαίνει ότι το υπόλοιπο μέρος της κτίσης δεν μπορεί να φτάσει και αυτό σε κοινωνία με τον Θεό. Μάλιστα ακόμη και ο δαιμονικός κόσμος, δηλαδή το τραυματισμένο μέρος της ιστορίας μπορεί να γίνει δυνάμει Εκκλησία και να μεταμορφωθεί. Ωστόσο, η συγκεκριμένη αλλαγή νοείται και πορεία προς το Θεό, η οποία λαμβάνει ύπαρξη μόνο με την ελεύθερη συνέργια των μελών του κόσμου και σε καμία περίπτωση εξαναγκαστικά. Επομένως η Εκκλησία δεν πρέπει να επιβάλλει αλλά να προσκαλεί και να διακονεί το υπόλοιπο μέρος της κτίσης αλλά και τον ίδιο της τον εαυτό σε κοινωνία με τον Θεό.
Έχοντας η ίδια τη μαρτυρία της Ανάστασης οφείλει να την μεταδώσει σε όλη την κτίση. Η ιδιότητα του χριστιανισμού, η μετοχή στην Ανάσταση και η μαρτυρία της συνυφαίνονται αχώριστα.Επομένως το ευαγγελικό μήνυμα η Εκκλησία δεν το κρατάει για τον εαυτό της αλλά αντιθέτως το μεταδίδει αγκαλιάζοντας όλο τον κόσμος. Μέχρι την επερχόμενη Βασιλεία η Εκκλησία οφείλει να προσκαλεί την κτίση να μετάσχει στη Βασιλεία. Όπως το ίδιο κάνει και ο Θεός. Αυτό βεβαίως δεν μπορεί να γίνει χωρίς ρήξη με την φθορά και το θάνατο και τις δυνάμεις οι οποίες οδηγούν την κτίση προς το μηδενισμό.
Η μαρτυρία της Εκκλησίας και η αγάπη αναφέρονται σ’ όλο τον κόσμο αλλά κυρίως στο μέρος εκείνο το οποίο είναι άρρωστο. Γι’ αυτό και ο Θανάσης Παπαθανασίου δίνει το παράδειγμα του αββά Αγάθωνα από το μοναχισμό της αιγυπτιακής ερήμου. Ο Αγάθων φλέγονταν από τέτοια αγάπη ώστε ήταν πρόθυμος να βρει κάποιον λεπρό για να ανταλλάξει το σώμα του με το δικό του. Επομένως, η Εκκλησία λειτουργεί ως ιατρείο, το οποίο απαλλάσσει τον κόσμο από κάθε ασθένεια. Ταυτόχρονα καταξιώνει και αγιάζει κάθε μέρος του κόσμου ιερό και μη. Ως προς το τελευταίο ο Θανάσης Παπαθανασίου δίνει και άλλο ένα επιχείρημα.
Στην σημιτική και μεσοποταμική παράδοση η έρημος θεωρούνταν ως τόπος κατοικίας του κακού, το βασίλειο των δαιμόνων. Οι ασκητές και οι αναχωρητές οι οποίοι πήγαιναν εκεί έδιναν μάχη με τις δαιμονικές δυνάμεις. Στόχος ήταν η κάθαρση της μολυσμένης κτίσης και όχι η απόρριψη της. Η πολεμική αυτή ήταν κατά βάση άρνηση από την πλευρά των αναχωρητών ένα μέρος της κτίσης να πάει προς τη φθορά και το μηδέν. Πρώτος εισβολέας της ερήμου υπήρξε ο ίδιος ο Χριστός, ο οποίος συγκρούστηκε με την φθορά και τον διάβολο. Το ίδιο παράδειγμα καλείται να ακολουθεί η Εκκλησία κάθε φορά την οποία συναντά τόπο έρημο. Ο τελευταίος μπορεί να είναι κάθε οδύνη, κάθε εξανδραποδισμός και κάθε εξάτμιση της αγάπης.
Ωστόσο, η κτίση καταξιώνεται περισσότερο με την συμμετοχή της στη Θεία Ευχαριστία. Στο μυστήριο αυτό ο κόσμος μεταμορφώνεται σε κοινωνία με Θεό αποτελώντας κήρυκα της μέλλουσας Βασιλείας. Η Λειτουργία είναι «φάρμακο της αθανασίας» γιατί με την αποδοχή και κατάφαση προς τον κόσμο αντιφάσκει προς τη φθορά του. Σύμφωνα με τον Νικόλαο Καβάσιλα ο άρτος και ο οίνος δεν είναι απλές τροφές, τις οποίες προσφέρουμε στο Θεό. Αποτελούν στοιχεία της ανθρώπινης δημιουργικότητας, είναι στοιχεία του ανθρώπινου πολιτισμού.Αυτό σημαίνει ότι κάθε πολιτισμός μπορεί να προσφερθεί στο Θεό και κατά συνέπεια να αγιαστεί.
Επίσης, η Εκκλησία οφείλει να γίνει μάρτυρας και διάκονος του κόσμου καθώς η ίδια προγεύεται τη μέλλουσα Βασιλεία. Με την Θεία Ευχαριστία προεικονίζεται η Βασιλεία, γίνεται δυνατή η θέωση του ανθρώπου εν τόπω και χρόνω, πραγματοποιείται η συμπαντική συμφιλίωση και επέρχεται η νίκη κατά της φθοράς. Ωστόσο, όλη αυτή η ενέργεια δεν μπορεί να έχει κανένα νόημα αν δεν ανοιχτεί στην κτίση, καθώς μόνο σ’ αυτήν μπορεί να εφαρμοστεί η «κενωτική» νίκη κατά του μηδενισμού. Και μόνο έτσι μπορεί να προκόβει η σάρκωση όπως την προσδιόρισε ο Μάξιμος Ομολογητής.
Η ίδια η ζωή των χριστιανών αποτελεί μαρτυρία και παράδειγμα προς μίμηση. Ο αγγελικός βίος τον οποίο διαβιούσαν οι πρώτοι χριστιανοί, αποτελεί για τον Ιωάννη Χρυσόστομο τον πιο σπουδαίο τρόπο ιεραποστολής, ανώτερο και από τα θαύματα. Οι πιστοί στην πρώτη εκκλησία των Ιεροσολύμων «είχαν μια καρδιά και μία ψυχή. Κανείς δε θεωρούσε ότι κάτι από τα υπάρχοντα του ήταν δικό του, αλλά όλα τα είχαν κοινά. Δίνονταν στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του και ζούσαν βίο αγγελικό. Αν γίνει αυτό σήμερα, θα μεταστρέφουμε στη χριστιανική πίστη ολόκληρη την οικουμένη, ακόμα και χωρίς θαύμα». Επομένως, όσοι προγεύονται τα Έσχατα, θα πρέπει σε κάθε εποχή να αποτελούν παράδειγμα προς μίμηση για τους άλλους και όχι προς αποφυγή.
Σύμφωνα με την εκκλησιολογία του Θανάση Παπαθανασίου η Εκκλησία δεν είναι κάτι το στατικό αλλά γίνεται κάθε φορά που ανοίγεται στον κόσμο και την Βασιλεία. Το ρήμα γίνεται, στην προκειμένη περίπτωση σημαίνει ότι υπάρχει μέλλον, υπάρχει εξέλιξη και τίποτα δεν είναι ακόμη οριστικό και τελεσίδικο. Αυτό συμβαίνει γιατί το οριστικό στην ορθόδοξη πνευματικότητα ταυτίζεται με την έλευση των Εσχάτων, της Βασιλείας του Θεού. Έτσι ούτε η ιστορία έχει φτάσει στην πηγή της ούτε η Εκκλησία είναι η Βασιλεία. Επομένως, εφόσον η Εκκλησία βρίσκεται ακόμη μέσα στην ιστορία, πορεύεται οδοιπορεί μέχρι την Βασιλεία.
Επιπλέον το ρήμα γίνεται παρουσιάζει την ίδια την ουσία της Εκκλησίας, προβάλλει τον εαυτό της. Η Εκκλησία δεν είναι ένα καθίδρυμα το οποίο μοιράζει την θεία χάρη στην κτίση και τα μέλη της έχουν ήδη φτάσει στη σωτηρία. Σ’ αυτή την περίπτωση θα ήταν αρκετή η εισαγωγή των μελών στην Εκκλησία με το βάπτισμα και τίποτα παραπέρα. Όμως το βάπτισμα εδώ αποτελεί το ίδιο διαβατήριο, το οποίο αποτελούσε στα χρόνια του χριστού η περιτομή. Αντιθέτως, κάθε φορά η Εκκλησία γίνεται όταν τα μέλη της γίνονται σώμα Χριστού και κοινωνούν με το Θεό αλλά και μεταξύ τους. Αυτό σημαίνει άνοιγμα και προς τους άλλους, προς όλη την κτίση δηλαδή και αυτή είναι η λειτουργία της Εκκλησίας, διάλογος με την κτίση με στόχο η τελευταία να γίνει Βασιλεία.
Συγχρόνως είναι και μια επανεύρεση του εαυτού της για την Εκκλησία, γιατί με το να γίνεται έρχεται πιο κοντά στην τελείωση, η οποία θα είναι ακόρεστη κατά τη Βασιλεία. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο πρέπει να κατανοηθεί η ιστορική έλευση της Εκκλησίας. Κάθε στιγμή της είναι και ένα σπουδαίο βήμα προς τα Έσχατα. Κάθε φορά που πραγματώνεται είναι και ένα πλησίασμα και μία μαρτυρία της Βασιλείας. Γι’ αυτό το λόγο στα βιβλικά και πατερικά μνημεία της παράδοση γίνεται λόγος για φάσεις της Εκκλησίας.Η Εκκλησία αρχίζει με την δημιουργία και πορεύεται μέχρι τη Βασιλεία.
Επειδή η Εκκλησία γίνεται, εξελίσσεται στην ιστορία, τα διάφορα σχήματα τα οποία παίρνει μέσα στην ιστορία είναι προσωρινά. Γι’ αυτό και η οργάνωση της βρίσκεται και αυτή σε διαρκή εξέλιξη και ανανέωση. Άλλα τα σημερινά οργανωτικά σχήματα και διαφορετικά αυτά της Εκκλησίας των πρώτων αιώνων.Βεβαίως αυτό δεν σημαίνει ότι η Εκκλησία εκκοσμικεύεται μεταβάλλοντας τα οργανωτικά της σχήματα αλλά αντιθέτως, είναι αναγκαίο να ενδύεται την ιστορία για να μπορεί να προσκαλεί την κτίση να γίνει Βασιλεία. Μέσα σ’ αυτήν την οπτική δεν μπορεί να υπάρξει μια γλώσσα ιερή αλλά τον Θεό μπορεί ο καθένας να τον επικαλείται σε οποιαδήποτε γλώσσα.
Άλλωστε, η Εκκλησία δεν πραγματώνεται από μόνη της αλλά χάρη στη συνέργεια του Αγίου Πνεύματος. Αυτό συνέχει το όλον της Εκκλησίας και συγκροτεί το θεσμό της. Βεβαίως, αυτό δεν σημαίνει ότι το Άγιο Πνεύμα φυλακίζεται μέσα στο θεσμό αυτόν, αλλά αντίθετα μπορεί να πνέει παντού και να χαριτώνει κάθε μέρος της κτίσης. Η ίδια η δράση του στην Εκκλησία δεν είναι στατική, αλλά στην ορθόδοξη λατρεία προσκαλείται σε κάθε λειτουργία από την κοινότητα των πιστών.Και αυτό συμβαίνει γιατί κάθε φορά που το Πνεύμα πνέει υπάρχει και μια νέα δράση του και όχι ανάμνηση μιας προηγούμενης. Αυτή η κάθε φορά και νέα δράση αποτελεί και καινούργια πραγμάτωση της Εκκλησίας.
Όπως αναφέρθηκε παραπάνω η Εκκλησία βρίσκεται σε συνεχή εξέλιξη μέχρι και τη Βασιλεία. Για τον Θανάση Παπαθανασίου αυτή η εξέλιξη είναι αδιανόητη χωρίς το άνοιγμα της Εκκλησίας προς το σύμπαν. Αυτό συμβαίνει γιατί η ίδια η Βασιλεία, η οποία προγεύεται και μαρτυρείται στην Εκκλησία (Ο Ιωάννης Ζηζιούλας χρησιμοποιεί τον όρο «εικονολογική Οντολογία» γι’ αυτήν τη μαρτυρία) είναι συμπαντική συμφιλίωση και σωτηρία. Η εικόνα μιας πολυεθνικής σύναξης χρησιμοποιείται συχνά στη Γραφή για να σημάνει την μελλούμενη τελική ανταπόκριση της ανθρωπότητας στην πρόσκληση του Θεού για θέωση.
Ο Θανάσης Παπαθανασίου ταυτίζει την καθολικότητα της Εκκλησίας με το ιεραποστολικό έργο της. Ονομάζεται καθολική επειδή ανοίγεται σε όλο τον κόσμο, διδάσκει και καθοδηγεί κάθε ανθρώπινη φυλή και κάθε μέρος του κόσμου. Γι’ αυτό για την Εκκλησία «τόπος μικρός, τόπος κακός» καθώς η εσωστρέφεια ενέχει τον κίνδυνο του αυτοδοξασμού και του εθνικισμού. Η τοπικότητα είναι νόμιμη μόνο αν συνυφαίνεται με την οικουμενικότητα, αλλιώς οδηγεί σε αυταρέσκεια την τοπική Εκκλησία η οποία νομίζει ότι επειδή αποτελεί Εκκλησία είναι της Εκκλησίας.
Επιπλέον για να διαφωτίσει το γιατί της ιεραποστολής ο Θανάσης Παπαθανασίου χρησιμοποιεί επιχειρήματα από την ίδια τη διδασκαλία του Χριστού. Ο ίδιος ο Χριστός έδωσε την εντολή στους μαθητές του να πορευτούν προς πάντες και παντού. «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη».Επίσης κατά τη διάρκεια της νίψης των ποδιών των μαθητών οι τελευταίοι καλούνται να διακονήσουν τον κόσμο. «καθώς ἐγώ ἐποίησα ὑμῖν καί ὑμεῖς ποιείτε». Μ’ αυτόν τον τρόπο αποστολή και διακονία συνδέονται μέσα στον κόσμο και πραγματώνονται μόνο μέσα από την αγαπητική σχέση με τους συνανθρώπους ανεξαρτήτως φυλής και φύλου.
Βεβαίως πριν την εντολή «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη» τα βιβλικά κείμενα αναφέρουν μια άλλη ιεραποστολή, η οποία έχει σπουδαία σημασία για να γίνει κατανοητό το άνοιγμα της Εκκλησίας προς τον κόσμο. Πρόκειται για την εντολή του Χριστού προς της γυναίκες, οι οποίες τον συνάντησαν μετά την Ανάσταση να μεταφέρουν την είδηση της Ανάστασης στους μαθητές και να τους ειδοποιήσουν ότι σύντομα θα τους συναντούσε. Για τον Θανάση Παπαθανασίου το γεγονός έχει μεγάλη σημασία γιατί όποιος γίνεται μάρτυρας του Ευαγγελίου, της Ανάστασης του Χριστού αυτομάτως γίνεται απόστολος του Αναστάντος στην κτίση άπασα. Αυτό αυτονόητα είναι και το χρέος της Εκκλησίας.
Πέρα από το γιατί πρέπει η Εκκλησία να ανοίγεται, το οποίο τόσο για την Ορθόδοξη πνευματικότητα όσο και για τον Θανάση Παπαθανασίου είναι δεδομένο και αναγκαστικό, τον τελευταίο τον απασχολεί έντονα και το πώς πρέπει να γίνεται ιεραποστολή. Το να ανοιχτεί η Εκκλησία προς τον κόσμο κρύβει πολλούς κινδύνους καθώς το άνοιγμα μπορεί να πάρει διάσταση ιμπερεαλιστική. Δεν μπορεί να γίνεται με τη μορφή αυτοκρατορίας, να επιβάλλεται δηλαδή εξουσιαστικά προς όλους. Επίσης δεν μπορεί να γίνεται με τη μορφή Μάρκετινγκ για να προσηλυτίζει πιστούς με έναν γλυκότερο τρόπο.Τέλος δεν πρέπει να λαμβάνει διαστάσεις εθνικισμού, αφού ακόμη και στο χριστιανισμό δεν υπάρχει ένας «χριστιανισμός» αλλά διάφορα ρεύματα και φυσικά δεν υπάρχουν ληξίαρχοι σωζομένων.
Αντιθέτως, η Εκκλησία οφείλει να διαλέγεται με τον κόσμο και να προσκαλεί το μέρος εκείνο του κόσμου, το οποίο τείνει προς το μηδέν, για να γίνει Βασιλεία. Διάλογος σημαίνει και κριτική κυρίως των στοιχείων τα οποία οδηγούν στο θάνατο. Το άνοιγμα της Εκκλησίας κατανοείται ως μια συμφιλίωση συμπαντική η οποία πραγματοποιείται με αυτοκριτική και μετάνοια σε κάθε επίπεδο (προσωπικό, θεολογικό, κοινωνικό, οικονομικό). Ιεραποστολή χρειάζονται και οι φερόμενοι ως Ευαγγελιστές. Αυτό έχει μεγάλη σημασία για τον Θανάση Παπαθανασίου γιατί η Εκκλησία μπορεί και βρίσκει τον ίδιο της τον εαυτό. Και συμβαίνει όταν υπάρχει αυταπάρνηση και κένωση του εγώ και συγχρόνως αγαπητική σχέση με τον άλλο.
Στον σημερινό κόσμο της παγκοσμιοποίησης και του διαδικτύου οι προκλήσεις για διάλογο και άνοιγμα της Εκκλησίας είναι πάρα πολλές. Γνώμονας πρέπει να είναι ο σεβασμός του ανθρώπινου προσώπου και της ελευθερίας του. Θα πρέπει να αναζητείται η ομοψυχία στην πολυφωνία και όχι η ομοιομορφία των πολιτισμών. Γεγονός είναι ότι η αλήθεια του Χριστού μπορεί να ενσωματωθεί σε περισσότερα από ένα γλωσσικά πολιτιστικά συστήματα. Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια πρέπει να κατανοηθεί και η πρόταση του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου για πνευματική οικουμενικότητα. Αποτελεί την χριστιανική παγκοσμιοποίηση και βασίζεται στην αγάπη και τον συνάνθρωπο και στον σεβασμό της ελευθερίας του.
Επιπλέον, για τον Οικουμενικό Πατριάρχη η παγκοσμιοποίηση ως μέσον ομογενοποίησης της ανθρωπότητας, επιρροής των μαζών και δημιουργίας ενός ενοποιημένου και μοναδικού τρόπου σκέψης δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Η Εκκλησία οφείλει να σταθεί απέναντι σε κάθε προσπάθεια χειραγώγησης του ανθρώπου. Γι’ αυτό θα πρέπει να εναντιώνεται σε κάθε μορφή εξουσίας, η οποία καταπιέζει την ανθρωπότητα. Οφείλει να μη ξεπερνάει αυτό το θέμα υποκριτικά αλλά να αντιστέκεται διαχρονικά. Ωστόσο, η στάση αυτή δεν θα πρέπει να εμπεριέχει μόνο άρνηση αλλά και κριτική δημιουργικότητα όπως προτείνει ο Θανάσης Παπαθανασίου.
Κριτική δημιουργικότητα σημαίνει πως το παρελθόν της Εκκλησίας δεν αποτελεί το κυρίαρχο δομικό στοιχείο της. Ο εκάστοτε πολιτισμός θα πρέπει να είναι το υλικό μέσο από το οποίο φανερώνεται ο Θεός στους ανθρώπους.Ωστόσο, η Εκκλησία έχει ως αποστολή και την κριτική των πολιτισμών.Αυτό σημαίνει ότι στοιχεία όπως ο κατακερματισμός ή ο ολοκληρωτισμός θα πρέπει να καταδικάζονται και να ενισχύεται η ειρηνική συνύπαρξη και η κοινωνική δικαιοσύνη. Άλλωστε τίποτε στον χριστιανισμό δεν μπορεί να γίνει χωρίς αγάπη και αδελφοσύνη. Ο ίδιος ο Θεός αγάπη δεν είναι;
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Ο Χριστιανισμός δεν είναι μια ιδεαλιστική φιλοσοφία η οποία πραγματεύεται θεωρίες έξω από τον κόσμο και την ιστορία. Αντιθέτως, η Εκκλησία μετέχοντας η ίδια στην κτίση την προσκαλεί κάθε φορά να ενωθεί με το Θεό, να γίνει Βασιλεία. Την προσκαλεί όχι βίαια ή εξαναγκαστικά αλλά ερχόμενη σε διάλογο μαζί της. Αυτό σημαίνει συνάντηση των δύο και μάλιστα απ’ την πλευρά της Εκκλησίας γίνεται με πνεύμα κριτικό.
Η Εκκλησία δεν είναι μια παγιωμένη κατάσταση αλλά γίνεται, πραγματώνεται κάθε φορά που ανοίγεται στην ιστορία. Και επειδή πορεύεται στην ιστορία δεν θα πρέπει να εγκλείεται σε συγκεκριμένα οργανωτικά σχήματα. Γιατί σ’ αυτήν την περίπτωση γίνεται καθίδρυμα χάνοντας τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Το τελευταίο κάθε φορά που γίνεται η επίκληση του, δρα μέσα στην Εκκλησία με τρόπο καινό και όχι ως μια ανάμνηση της παλαιότερης δράσης του.
Αν και το γιατί της ιεραποστολής φαίνεται κάπως αυτονόητο στην ορθόδοξη πνευματικότητα, το πώς είναι το ζητούμενο. Δεν υπάρχει μια και μοναδική συνταγή για τον τρόπο με τον οποίο πρέπει η Εκκλησία να ανοίγεται προς τον κόσμο. Άλλωστε η πολυμορφία του τελευταίου δεν επιτρέπει κάτι τέτοιο. Υπάρχουν όμως αξίες, όπως ο σεβασμός του ανθρώπου ως προσώπου και της ελευθερίας του, η κενωτική αγάπη προς όλους, οι οποίες αποτελούν διαχρονικούς άξονες για την πόρευση της Εκκλησίας μέσα στον κόσμο.
Ο σύγχρονος πλουραλιστικός κόσμος αποτελεί πρόκληση για την Εκκλησία. Καθώς ανοίγονται νέοι δρόμοι και νέες εξελίξεις στις οποίες η Εκκλησία καλείται να μαρτυρήσει την Ανάσταση του Χριστού και τη δυνατότητα νίκης του θανάτου. Ο ρόλος της Εκκλησίας δεν είναι στο περιθώριο της ιστορίας αλλά στο κέντρο των εξελίξεων, καθώς η μαρτυρία της αποτελεί μια διαφορετική πρόταση για την ιστορία.
Το διαφορετικό αυτό στοιχείο προέρχεται από τα Έσχατα, τα οποία νοηματοδοτούν την ίδια την Εκκλησία. Εφόσον η Βασιλεία θα είναι η μελλοντική συμπαντική συμφιλίωση η Εκκλησία, η οποία την προγεύεται από τώρα, οφείλει να προσπαθεί να την εφαρμόσει στην ιστορία. Έτσι στη θέση της παγκοσμιοποίησης, η οποία για οικονομικούς λόγους πολτοποιεί τους ανθρώπους, η Εκκλησία προτείνει μια οικουμενική κοινωνία αγάπης.