Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2010

Η Πρώτη του Γρηγοριανού Ημερολογίου - Ο Βασίλειος Καισαρείας

To Γρηγοριανό Hμερολόγιο, είναι το ημερολόγιο που χρησιμοποιείται τώρα στον Δυτικό κόσμο. Είναι μια παραλλαγή του ιουλιανού ημερολογίου, και προτάθηκε από τον Aloysius Lilius, Ναπολιτάνο γιατρό, και θεσπίστηκε από τον Πάπα   Γρηγόριο ΙΓ'  από τον οποίο πήρε το όνομά του, στις 24 Φεβρουαρίου του 1582.  Η παπική βούλα  Inter gravissimass υπογράφηκε το 1581. για άγνωστους λόγους, αλλά τυπώθηκε την 1 Μαρτίου του 1582.Σύμφωνα με αυτό το Ημερολόγιο εορτάζουμε την πρώτη ημέρα του χρόνου, καθώς και τον Αγιο Βασίλειο.
Εδώ και πολλά χρόνια στη συνείδηση των ανθρώπων και κυρίως των παιδιών, ο Άγιος Βασίλης έχει .συνδεθεί με την εικόνα ενός συμπαθή χοντρούλη υπερήλικα, με άσπρη γενειάδα, του Santa Claus που, πολλές φορές προκαλεί γέλιο στην προσπάθειά του να κατέβει από τις καμινάδες των τζακιών γιατί τον εμποδίζει η κοιλιά του.
Η μορφή του Santa Claus που ξέρουμε πλέον όλοι, διαμορφώθηκε από τον Αμερικανό σκιτσογράφο, Τόμας Ναστ, το 1862, σύμφωνα με τις ευρωπαϊκές παραδόσεις και αντιστοιχεί στον άγιο Νικόλαο. Αρχικά ο Santa Claus ήταν ντυμένος στα χρώματα του ουράνιου τόξου, ενώ το κόκκινο χρώμα της στολής του το πήρε τελικά από το κόκκινο χρώμα γνωστού αμερικάνικου αναψυκτικού, που χρησιμοποίησε τη μορφή του σε διαφημίσεις. Ο Santa Claus για όλες τις χώρες, με εξαίρεση την Ελλάδα, επισκέπτεται τα σπίτια τα Χριστούγεννα.
Στην Ελλάδα, η Πρωτοχρονιά, υπό την επιρροή της Εκκλησίας, συνδέθηκε με τη γιορτή του Αγίου Βασιλείου (και όχι του Αγίου Νικολάου, όπως στις άλλες χώρες).
Παρά το γεγονός ότι ο συμπαθέστατος Santa Claus έχει καθιερωθεί ως εικόνα στη συνείδηση των Ελλήνων, όπως και των άλλων λαών, ο δικός μας Άγιος Βασίλης, είναι ακόμη πιο συμπαθής, γλυκός και καλός. Είναι ο Έλληνας άγιος, με τα μαύρα γένια και το σκούρο φτωχό ράσο, ένας από τους Τρεις Ιεράρχες, που έρχεται από την Καισάρεια της Καππαδοκίας (Μικρά Ασία) για να ευλογήσει τα σπιτικά μας και να πάρει το δικό του κομμάτι από τη βασιλόπιτα. Πρόκειται για το φιλάνθρωπο επίσκοπο του 4ου αιώνα μ.Χ., τον άνθρωπο των γραμμάτων, τον ταπεινό και θαυματουργό δικό μας άγιο, που μπορεί να είναι λιγότερο διαφημιστικός, αλλά όχι λιγότερο αγαπητός. Ο λόγος που τον δεχόμαστε την Πρωτοχρονιά και όχι τα Χριστούγεννα, είναι γιατί αυτή είναι η ημέρα της εορτής του.
Ο Άγιος Βασίλειος
Ο Βασίλειος Καισαρείας, γνωστότερος ως Μέγας Βασίλειος (μεταξύ 329 και 333 - 379), υπήρξε Πατέρας της Εκκλησίας, Αρχιεπίσκοπος Καισαρείας, κορυφαίος θεολόγος του 4ου αιώνα και ένας από τους Τρεις Ιεράρχες, που θεωρούνται προστάτες της παιδείας. Γεννήθηκε στα 330 στη Νεοκαισάρεια της Καππαδοκίας. Ο πατέρας του Βασίλειος ασκούσε το επάγγελμα του καθηγητή ρητορικής στη Νεοκαισάρεια και η μητέρα του Εμμέλεια ήταν απόγονος οικογένειας Ρωμαίων αξιωματούχων (ο πατέρας της είχε πεθάνει ως Χριστιανός μάρτυρας). Στην οικογένεια εκτός από το Βασίλειο υπήρχαν άλλα οκτώ ή εννέα παιδιά. Μεταξύ αυτών, ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης, ο Ναυκράτιος που έγινε ασκητής και θαυματουργός Άγιος, η Μακρίνα (Οσία Μακρίνα) και ο Πέτρος, Επίσκοπος Σεβαστείας, ενώ κάποιο φαίνεται να πέθανε σε βρεφική ηλικία.
Όντας φιλάσθενος από μικρός, ο Βασίλειος μεταφέρθηκε από τη γιαγιά του Μακρίνα στο κτήμα των Αννήσων κοντά στον ποταμό Ίρι, όπου ανατράφηκε από αυτήν μέχρι το θάνατό της και μετέπειτα από την πρωτότοκη αδερφή του Μακρίνα η οποία επηρέασε καθοριστικά τον μικρό Βασίλειο να στραφεί στην Χριστιανική πίστη. Την εγκύκλια παιδεία έλαβε από τον πατέρα του ενώ μετά την εκδημία του (γύρω στα 345) μετέβη στην Καισάρεια. Κατόπιν η ανάγκη του για περαιτέρω μόρφωση τον έφερε στην Κωνσταντινούπολη, όπου φοίτησε κοντά στο γνωστό δάσκαλο της εποχής Λιβάνιο και επακόλουθα στην Αθήνα (352).
Στην Αθήνα γνωρίστηκε με το Γρηγόριο από την Καππαδοκία (τον μετέπειτα Γρηγόριο το Θεολόγο) αναπτύσσοντας μία μεγάλη φιλία, εγγράφηκε στη σχολή του Χριστιανού φιλοσόφου Προαιρεσίου και παρακολούθησε τη διδασκαλία του καθώς και τη διδασκαλία άλλων φιλοσόφων όπως ο Ιμέριος. Επέστρεψε στην πατρίδα του το καλοκαίρι του 356, εγκαταστάθηκε στην Καισάρεια και, συνεχίζοντας την παράδοση του πατέρα του, έγινε καθηγητής της ρητορικής. Το 358, επηρεασμένος από το θάνατο του αδερφού του μοναχού Ναυκρατίου, βαπτίζεται Χριστιανός, πιθανόν από τον επίσκοπο Διάνιο, και αποφασίζει να αφιερώσει τον εαυτό του στην ασκητική πολιτεία. Το φθινόπωρο του ίδιου έτους ξεκινά ένα οδοιπορικό σε γνωστά κέντρα ασκητισμού της Ανατολής, επιθυμώντας την ανεύρεση κατάλληλου τόπου διαμονής. Επέστρεψε το 359 στον Πόντο και για μικρό χρονικό διάστημα διέμεινε στην Αριανζό, κοντά στο φίλο του Γρηγόριο.
Τον Ιανουάριο του 360 φαίνεται να συμμετείχε, ως παρατηρητής εντεταλμένος από τον επίσκοπο Διάνιο, στην αρειανική Σύνοδο, που συνήλθε στην Κωνσταντινούπολη, για την έριδα μεταξύ Ομοουσιανών και Ομοιανών. Μετά την υπογραφή, από μέρους του Διανίου, του συμβόλου των Ομοιανών, ο Βασίλειος απογοητευμένος αποσύρθηκε στο ησυχαστήριο της αδερφής του εγκαινιάζοντας τη μνημειώδη αλληλογραφία του με το Γρηγόριο.
Το καλοκαίρι του 364 ο Ευσέβιος Καισαρείας τον χειροτόνησε πρεσβύτερο. Η μεγάλη δραστηριότητα και η μόρφωση του Βασιλείου προκάλεσαν τα ζηλόφθονα αισθήματα του Ευσεβίου γεγονός που οδήγησε τον πρώτο, για ακόμα μία φορά, να επιστρέψει στην πατρίδα του. Η μεσολάβηση, όμως, του Γρηγορίου επιφέρει εξομάλυνση των σχέσεων και την επιστροφή του Βασιλείου στην Καισάρεια. Μετά το θάνατο του Ευσεβίου, με τη συνδρομή του Ευσεβίου επισκόπου Σαμοσάτων και του Γρηγορίου επισκόπου Ναζιανζού, εκλέγεται διάδοχός του στην επισκοπική έδρα της Καισάρειας και αναλαμβάνει συν τω χρόνω, λόγω του κύρους της προσωπικότητάς του, την εξαρχία της Αρχιεπισκοπής του Πόντου.
Στον εκκλησιαστικό τομέα, ως επίσκοπος πλέον, ο Βασίλειος αντιμετώπισε την προσπάθεια του Αυτοκράτορα Ουάλη να επιβάλει τον Ομοιανισμό (ρεύμα του Αρειανισμού), όντας σε επιστολική επικοινωνία με το Μέγα Αθανάσιο, Πατριάρχη Αλεξανδρείας και τον Πάπα Ρώμης Δάμασο. Στην περιφέρεια της ποιμαντικής του ευθύνης είχε να αντιμετωπίσει την έντονη παρουσία του αρειανικού στοιχείου και άλλων χριστιανικών, μη ορθόδοξων, ομολογιών. Σε αυτό τον τομέα έδρασε και ως επίσκοπος, δηλαδή οργανωτικά, αλλά και με την αντιρρητική του γραμματεία. Μέσα από τις επιστολές του φαίνονται οι προσπάθειες που κατέβαλε για την ανάδειξη άξιων κληρικών στο ιερατείο, την καταπολέμηση της σιμωνίας των επισκόπων, την πιστή εφαρμογή των ιερών κανόνων από τους πιστούς καθώς και η ποιμαντική μέριμνα, που επέδειξε έναντι των αποκομμένων και περιθωριοποιημένων μελών της Εκκλησίας. Η όλη του δραστηριότητα επιφέρει τη βαθμιαία αναγνώρισή του ως κοινού έξαρχου ολόκληρου του ασιατικού θέματος της Αυτοκρατορίας.
Στην οικουμενική Εκκλησία ο Βασίλειος αναλαμβάνει τα πνευματικά ηνία από το Μέγα Αθανάσιο, ο οποίος βαθμιαία αποσύρεται από την ενεργό δράση λόγω γήρατος. Εργάζεται για την επικράτηση των ορθόδοξων χριστιανικών αρχών και υπερασπίζεται το δογματικό προσανατολισμό της Οικουμενικής Συνόδου της Νίκαιας. Προσπαθεί να βρίσκεται σε αλληλενέργεια με τα ορθόδοξα πατριαρχεία και ουσιαστικά υποκαθιστά και αντικαθιστά την αρειανίζουσα ιεραρχία του πολιτικού κέντρου της Αυτοκρατορίας. Σε αυτή την προσπάθεια συναντά την αδιάφορη ή προκατειλημμένη στάση των άλλων πατριαρχείων, γεγονός, που παρά την απογοήτευση που του επιφέρει δεν τον καταβάλει στη συνέχιση του αγώνα του.
Έργο ζωής και σημαντικό σταθμό στην πορεία του, αποτελεί η ίδρυση και λειτουργία ενός κοινωνικού φιλανθρωπικού συστήματος, του Πτωχοκομείου ή Βασιλειάδας. Εκεί διοχετεύει όλη την ποιμαντική του ευαισθησία, καθιστώντας την πρότυπο κέντρου περίθαλψης και φροντίδας των ασθενέστερων κοινωνικά ατόμων. Ουσιαστικά η Βασιλειάδα υπήρξε ένας πρότυπος οίκος για τη φροντίδα των ξένων, την ιατρική περίθαλψη των φτωχών άρρωστων και την επαγγελματική κατάρτιση των ανειδίκευτων. Καθίσταται η μήτρα ομοειδών οργανισμών που δημιουργήθηκαν σε άλλες επισκοπές και στάθηκε η σταθερή υπενθύμιση στους πλουσίους του προνομίου τους να διαθέτουν τον πλούτο τους με έναν αληθινά χριστιανικό τρόπο.
Καταπονημένος από την ευρεία δράση που ανέπτυξε σε πολλούς τομείς της χριστιανικής μαρτυρίας καθώς και την ασκητική ζωή, την οποία ακολουθούσε, ο Βασίλειος πεθαίνει την 1 Ιανουαρίου του 379 σε ηλικία 50 ετών. Ο θάνατός του βυθίζει στο πένθος όχι μόνο το ποίμνιό του αλλά και όλο το χριστιανικό κόσμο της Ανατολής. Στην κηδεία του συμμετέχουν Ιουδαίοι, πιστοί της εθνικής θρησκείας και ένα πλήθος ανομοιογενούς θρησκευτικής και εθνικής απόχρωσης. Η παρακαταθήκη του υπήρξε το τεράστιο σε μέγεθος και σημασία θεολογικό – δογματικό του έργο μαζί με τη συμβολή του στη λειτουργική και την πρωτότυπη ανθρωπιστική του δράση.
Η μνήμη του τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία την 1η Ιανουαρίου ενώ από το 1081 ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως – Νέας Ρώμης Ιωάννης Μαυρόπους (ο από Ευχαΐτων) θέσπισε έναν κοινό εορτασμό των Τριών Ιεραρχών, Βασιλείου του Μεγάλου, Ιωάννη Χρυσοστόμου και Γρηγορίου του Θεολόγου, στις 30 Ιανουαρίου ως προστατών των γραμμάτων και της παιδείας. Η Αγγλικανική και η Καθολική εκκλησία τιμούν την μνήμη του στις 2 Ιανουαρίου, ενώ η Λουθηρανική και η Επισκοπελιανή, στις 14 Ιουνίου.
Ο Μέγας Βασίλειος είναι ένας από τους σημαντικότερους δογματικούς θεολόγους του Χαλκηδόνιου Χριστιανισμού με σημαντική συμβολή στην ανάπτυξη του Τριαδολογικού δόγματος. Διακήρυξε την ενότητα της Αγίας Τριάδας ως μιας ουσίας και προχώρησε στον προσδιορισμό του υποστατικού διαχωρισμού των Προσώπων της. Κάθε υπόσταση διακρίνεται από ορισμένους τρόπους ύπαρξης και μεμονωμένα χαρακτηριστικά (ιδιώματα): ο Πατέρας είναι αγέννητος, ο Υιός γεννηθείς αχρόνως και το Άγιο Πνεύμα εκπορευτό διά του Πατρός. Η μόνη προτεραιότητα του Πατέρα είναι λογική, μη χρονική και δεν ενέχει καμία ανωτερότητα.
Στο έργο τόνισε επίσης τη σημασία της διάκρισης μεταξύ ουσίας και ενεργειών του Θεού. Μεταξύ του άκτιστου Θεού και του κτιστού κόσμου υπάρχει οντολογικό χάσμα, που αποκλείει την κατ’ ουσία κοινωνία και σχέση μεταξύ τους. Ο Θεός καθίσταται αντιληπτός στον κόσμο διά των ενεργειών του. Το ότι ο κόσμος διατηρείται στο "είναι" οφείλεται στη δημιουργική, συνεκτική και ζωοποιό ενέργεια του Θεού.
Ο Βασίλειος υπήρξε θαυμαστής του μεγάλου αλεξανδρινού φιλοσόφου Ωριγένη αλλά στο ερμηνευτικό του έργο απορρίπτει την αλληγορική μέθοδο και πλησιάζει προς την αντιοχειανή σχολή. Ερμηνεύει χρησιμοποιώντας το κείμενο ως αφορμή έκθεσης των προσωπικών του θέσεων.
Κεφαλαιώδης ήταν και η συμβολή του στην αξιολόγηση της θύραθεν παιδείας μέσα στη χριστιανική Εκκλησία. Μελετητής ο ίδιος και γνώστης της ελληνικής φιλοσοφίας, τη χρησιμοποιεί ως όργανο επεξεργασίας και διατύπωσης των θεολογικών του αντιλήψεων. Η φιλοσοφία, κατά το Βασίλειο, πρέπει να μελετάται υπό το νέο χριστιανικό πρίσμα. Δεν απορρίπτει τη μελέτη των κλασσικών γραμμάτων, αντίθετα προτρέπει στη χρήση τους ως ένδυμα της χριστιανικής θρησκευτικής διδασκαλίας.
Στον τομέα του μοναχισμού ανέλαβε δράση θέτοντάς τον υπό τον έλεγχο της εκκλησιαστικής ηγεσίας και εισήγαγε την ομολογία της αφιέρωσης στο Θεό και της ένταξης στην αδελφότητα, η οποία προέβλεπε αγαμία, υπακοή και ακτημοσύνη. Επίσης έθεσε την αυθαίρετη πνευματικότητα του μοναχισμού στη σταθερή βάση της Αγίας Γραφής και τοποθέτησε τους μοναχούς στη γραμμή του κοινού βίου και της οργανωμένης δράσης.
Τα έργα του κατατάσσονται σε τέσσερεις κατηγορίες:
• Δογματικά συγγράμματα.
α) "Ανατρεπτικός του Απολογητικού του δυσσεβούς Ευνομίου". Αποτελείται από τρία βιβλία και καταφέρεται ενάντια του αρχηγού των Ανομοίων Ευνομίου.
β) "Προς Αμφιλόχιον, περί του Αγίου Πνεύματος". Επιστολική πραγματεία προς τον επίσκοπο Ικονίου Αμφιλόχιο σχετικά με το Άγιο Πνεύμα.
• Ασκητικά συγγράμματα.
α) "Τα Ηθικά". Συλλογή 80 ηθικών κανόνων.
β) "Όροι κατά πλάτος". Περιέχει 55 κεφάλαια με θέμα γενικές αρχές του μοναχισμού.
γ) "Όροι κατ’ επιτομήν". Περιέχει 313 κεφάλαια που αναφέρονται στην καθημερινή ζωή των μοναχών.
δ) "Περί πίστεως".
ε) "Περί κρίματος".
στ) "Περί της εν παρθενία αληθούς αφθορίας". Έργο σχετικό με την παρθενική ζωή.
• Ομιλίες.
α) "Εις την Εξαήμερον". Συλλογή 9 ομιλιών με θέμα τη δημιουργία του κόσμου.
β) "Εις του Ψαλμούς". Συλλογή 18 ομιλιών με αφορμή το περιεχόμενο των Ψαλμών του Δαυίδ.
γ) "Περί του ουκ έστιν αίτιος του κακού ο Θεός".
δ) "Περί πίστεως".
ε) "Κατά Σαβελλιανών, Αρείου και Ανομοίων".
στ) "Προς τους νέους, όπως αν εξ ελληνικών ωφελοίντο λόγων". Το διασημότερο από τα κείμενα του Βασιλείου, στο οποίο πραγματοποιεί προσπάθεια γεφύρωσης του χάσματος μεταξύ χριστιανικής και κλασσικής παιδείας.
ζ) "Προτρεπτικός εις το άγιον βάπτισμα".
η) "Εις το πρόσεχε σεαυτώ".
θ) "Προς Πλουτούντας".
ι) "Εν λιμώ και αυχμώ".
ια) "Εις την μάρτυρα Ιουλίτταν και περί ευχαριστίας".
• Επιστολές.
Σώζονται 365 επιστολές με το όνομα του Μεγάλου Βασιλείου, που καλύπτουν την εικοσαετία από την επιστροφή του στην Καισάρεια από την Αθήνα έως και το θάνατό του.

Βιβλιογραφία
• Παναγιώτη Κ. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, Πατριαρχικόν Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, 1989, Θεσσαλονίκη
• Δημητρίου Γ. Τσάμη, Εκκλησιαστική Γραμματολογία. Από την αποστολική εποχή ως την άλωση της Κωνσταντινούπολεως, Εκδόσεις Πουρναρά, 2001, Θεσσαλονίκη ISBN 960-242-136-3
• Παναγιώτη Κ. Χρήστου, Εκκλησιαστική γραμματολογία. Πατέρες και θεολόγοι του χριστιανισμού, Εκδοσεις Κυρομάνος, 1991, Θεσσαλονίκη
• Γεωργίου Δ. Μαρτζέλου, Ουσία και ενέργειαι του Θεού κατά τον Μέγαν Βασίλειον, Εκδόσεις Πουρναρά, 1993, Θεσσαλονίκη ISBN 960-242-069-3
• Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Βυζαντινοί ασκητικοί και πνευματικοί Πατέρες, Μτφ. Παναγιώτου Κ. Πάλλη, Εκδόσεις Πουρναρά, 1993, Θεσσαλονίκη ISBN 960-242-031-6
• Βιβλιοθήκη Ελλήνων Πατέρων και Εκκλησιαστικών Συγγραφέων (ΒΕΠΕΣ), Έκδοσις της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, 1988, Αθήναι







Ἁγιολόγιον - Δεκέµβριος 31

Ἡ Ὁσία Μελάνη ἡ Ῥωµαία
Ἔζησε στὰ χρόνια ποὺ βασιλιὰς ἦταν ὁ Ὀνώριος, δεύτερος γιὸς τοῦ Μεγάλου Θεοδοσίου. Οἱ γονεῖς της, εὐγενεῖς καὶ πλούσιοι, τὴν πάντρεψαν σὲ µικρὴ ἡλικία καὶ ἀπέκτησε δυὸ παιδιά. Ὅµως µεγάλες δοκιµασίες τὴν περίµεναν. Τὴν µητρική της καρδιὰ σπάραξε ὁ θάνατος τῶν δυὸ παιδιῶν της. Μετὰ ἀπὸ λίγο καὶ ἐντελῶς ξαφνικά, πέθανε ὁ σύζυγός της. Καὶ γιὰ νὰ γεµίσει τὸ πικρὸ ποτήρι τῆς λύπης, χάνει καὶ τοὺς γονεῖς της. Οἱ στιγµὲς δύσκολες. Ποιὸς θὰ τὴν παρηγορήσει; Μὰ ποιὸς ἄλλος; Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ποὺ λέει: «τῇ ἐλπίδι χαίροντες, τῇ θλίψει ὑποµένοντες, τῇ προσευχῇ προσκαρτεροῦντες». (Ἀπολυτίκιον, τὸ ἴδιο µὲ αὐτὸ τῆς Ἁγίας Ἀνυσίας, 30 Δεκεµβρίου). Δηλαδή, ἡ ἀκλόνητη ἐλπίδα σας στὰ µέλλοντα ἀγαθά, νὰ σᾶς γεµίζει χαρὰ καὶ νὰ σᾶς ἐνισχύει γιὰ νὰ δείχνετε ὑποµονὴ στὴ θλίψη. Καὶ νὰ ἐπιµένετε στὴν προσευχή, συνεχίζει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὴν ὁποία θὰ λαµβάνετε σπουδαία βοήθεια στὶς δύσκολες περιστάσεις τῆς ζωῆς σας. Ἔτσι καὶ ἡ Μελάνη, ἀδιάφορη γιὰ τὶς κοσµικὲς ἀπολαύσεις, ἀποσύρθηκε σὲ ἕνα ἐξοχικό της κτῆµα, ὅπου ἀφοσιώθηκε στὴ µελέτη καὶ τὴν προσευχή. Ἐκεῖ ἐπίσης καλλιγραφοῦσε ἱερὰ βιβλία καὶ τὰ ἔδινε νὰ τὰ διαβάζουν οἱ πιστοί. Διέθεσε ὅλη της τὴν περιουσία γιὰ τὴν ἀνακούφιση τῶν φτωχῶν καὶ ἀσθενῶν. Καὶ ἀφοῦ ἐπισκέφθηκε πολλοὺς τόπους βοηθῶντας τοὺς πάσχοντες, κατέληξε στὴν Ἱερουσαλήµ, ὅπου καὶ πέθανε ἀπὸ πλευρίτιδα. Ὁ δὲ Σ. Εὐστρατιάδης γράφει τὰ ἑξῆς γιὰ τὴν Ἁγία αὐτή: »...Αὐτὴ ἣν ἐπὶ τῆς βασιλείας Ὀνωρίου (395-423) Ῥωµαία πλουσία καὶ ἐκ γένους περιφανοῦς καὶ ἐνδόξου. Συζευχθεῖσα παρὰ τὴν θέλησιν αὐτῆς, ἀπεσύρθη µετὰ τὸν θάνατον τοῦ ἀνδρὸς καὶ τῶν δυὸ αὐτῆς τέκνων εἰς ἓν προάστειον τῆς Ῥώµης, ἐπιµελουµένη τῶν πτωχῶν, ὑποδεχόµενη τοὺς ξένους, ἐπισκεπτόµενη τοὺς ἐξόριστους καὶ ἐν φυλακαῖς καὶ θεραπεύουσα τοὺς νοσοῦντας. Μετὰ τὴν ἐκποίησιν τῶν κτηµάτων αὐτῆς καὶ διανοµὴν τῶν προσόντων εἰς µονὰς καὶ ἐκκλησίας, διὰ τῆς Ἀφρικῆς καὶ Ἀλεξανδρείας κατέλαβε τὰ Ἱεροσόλυµα καὶ ἐνεκλείσθη εἰς πενιχρὸν κελλίον ἐκεῖ ἔκτισε καὶ µονὴν εἰς ἣν συνήγαγεν ἐνενήκοντα παρθένους, ἐξ ἰδίων διὰ τὴν διατροφὴν αὐτῶν δαπανῶσα· µικρὸν ἀσθενήσασα ἐκ πλευρίτιδας, µετέλαβε τῶν ἀχράντων µυστηρίων ἐκ τῶν χειρῶν τοῦ ἐπισκόπου Ἐλευθερουπόλεως καὶ ἀνεπαύθη ἐν Κυρίῳ».

Ὁ Ἅγιος Ζωτικός ὁ Ὀρφανοτρόφος
Γεννήθηκε καὶ ἀνατράφηκε στὴ Ῥώµη, ἀπὸ εὐγενῆ οἰκογένεια, µὲ πολλὴ εὐλάβεια καὶ παιδεία. Τὸν στόλιζε πολλὴ φιλανθρωπία καὶ τὸν διέκρινε ἡ εἰλικρινὴς προσπάθεια στὸ νὰ ὑπηρετεῖ τὸν Χριστό, πράττοντας τὶς ἐντολές Του. Γι΄ αὐτὰ τοῦ τὰ χαρίσµατα, ὁ Ζωτικὸς ἦταν πολὺ ἀγαπητὸς στὸν Μεγάλο Κωνσταντῖνο (330 µ.Χ.). Ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ ἔκτισε τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὴν ἀνέδειξε πρωτεύουσα τοῦ κράτους του, προσκάλεσε σ΄ αὐτὴ τὸν Ζωτικό µε ἄλλους εὐσεβεῖς ἄνδρες, γιὰ νὰ τοὺς ἔχει ἐκεῖ πολύτιµους ἐργάτες τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης. Ὁ Ἅγιος Ζωτικὸς διακρίθηκε κυρίως στὴν περιποίηση τῶν λεπρῶν. Τοὺς ὁποίους πλησίαζε χωρὶς φόβο, δίνοντας σ΄ αὐτοὺς βοηθήµατα καὶ παρηγοροῦσε τὴν δυστυχία τους µὲ ἀδελφικὴ ἀφοσίωση. Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, ὁ γιός του Κωνστάντιος ἀκολούθησε ἄλλους δρόµους καὶ κακοµεταχειρίστηκε τὸν Ζωτικό. Μὲ ἀποτέλεσµα ὁ φιλάνθρωπος αὐτὸς ἄνδρας νὰ πεθάνει ἀπὸ τὶς κακουχίες καὶ τὶς ταλαιπωρίες. Ἀλλ΄ ὁ θάνατός του κίνησε τὴν µετάνοια τοῦ Κωνσταντίου. Ἀφοῦ µεταµελήθηκε, τίµησε τὴν µνήµη του κτίζοντας ἕνα λεπροκοµεῖο γιὰ τὴν περίθαλψη τῶν λεπρῶν. Καὶ τὸ προίκισε µὲ πολλὰ κτήµατα καὶ εἰσοδήµατα. Ἀπὸ τότε, πολλοὶ αὐτοκράτορες, ὅπως ὁ Κωνσταντῖνος Ζ΄ ὁ Πορφυρογέννητος (945), ὁ Ἰωάννης ὁ Τσιµισκὴς (963-976), ὁ Ῥωµανὸς ὁ Γ΄ (1028-1034), ἐξασφάλιζαν τὴν καλὴ λειτουργία του καὶ ἐξυπηρετοῦσε πλῆθος λεπρῶν, χάρη στὴν ἀρχικὴ φιλανθρωπικὴ ἐνέργεια τοῦ ἁγίου Ζωτικοῦ.

 Ὅσιος Γελάσιος
Ἦταν Ἀββᾶς τῆς ἐρήµου, τοῦ ὁποίου διήγηµα περὶ κλοπῆς κάποιου βιβλίου βρίσκεται στὸν Εὐεργετινό. Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

Ὁ Ὅσιος Γάιος
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

Οἱ Ἁγίες δέκα (10) Παρθένες
Αὐτὲς µαρτύρησαν στὴ Νικοµήδεια (ἴσως ἐπὶ Μαξιµιανοῦ (286-305), τότε ποὺ πλῆθος χριστιανῶν µαρτύρησε σ΄ αὐτὴ τὴν πόλη). Αὐτὲς λοιπόν, ἀφοῦ τοὺς ἔβγαλαν τὰ µάτια, κατόπιν ἔγδαραν τὸ σῶµα τους καὶ ἔτσι παρέδωσαν τὸ πνεῦµα τους στὸ Θεό.

Ἡ Ἁγία Ὀλυµπιοδώρα
Μαρτύρησε διὰ πυρὸς.

Ὁ Ἅγιος Βούσιρις
Μαρτύρησε, ἀφοῦ τὸν θανάτωσαν γυναῖκες µὲ σαΐτες ποὺ ὑφαίνουν.

Ἡ Ἁγία Νέµη
Μαρτύρησε διὰ ξίφους. (Κάτ΄ ἄλλους Ἅγιος Νέµης).

Ὁ Ἅγιος Γαυδέντιος
Δὲν βρίσκουµε πουθενὰ βιογραφικά του στοιχεῖα.

Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ὁ Θαυµατουργὸς καὶ λεγόµενος µαχαιρωµένος
Ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστές, γνωστὸς ὅµως τοπικὸς Ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου στὸν Ἀναλιόντα (Πατµιακὸς Κώδικας 266).

Ἀπόδοσις τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων

Πέμπτη 30 Δεκεμβρίου 2010

Ἁγιολόγιον - Δεκέµβριος 30

Ἡ Ἁγία Ἀνυσία, ἡ Ὁσιοµάρτυς ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη
Ἡ Ἁγία Ἀνυσία ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ (298 µ.Χ.). Καταγόταν ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη καὶ ἦταν θυγατέρα γονέων εὐσεβῶν καὶ πολὺ πλουσίων. Ὅταν πέθαναν οἱ γονεῖς της, ἡ Ἀνυσία στάθηκε κυρία τοῦ ἑαυτοῦ της. Οὔτε τὰ πλούτη ποὺ κληρονόµησε τὴν µέθυσαν, οὔτε ἡ ὀρφάνια της τὴν παρέσυρε. Ἀλλὰ µὲ φρόνηση καὶ ἐγκράτεια, προσπαθοῦσε πάντα νὰ µαθαίνει «τί ἐστὶν εὐάρεστον τῷ Κυρίῳ». Τί δηλαδή, εἶναι εὐχάριστο καὶ εὐπρόσδεκτο στὸν Κύριο. Ἡ εὐσέβειά της αὐτή, τὴν ἔκανε γνωστὴ στοὺς εἰδωλολάτρες. Μία φορὰ λοιπόν, ἐνῷ πήγαινε στὴν ἐκκλησία, τὴν συνάντησε κάποιος εἰδωλολάτρης στρατιώτης. Ἀφοῦ τὴν ἔπιασε βίαια, τὴν ἔσυρε στοὺς βωµοὺς τῶν εἰδώλων καὶ τὴν πίεζε νὰ θυσιάσει στοὺς Θεούς. Ἡ Ἀνυσία ὁµολόγησε ὅτι πιστεύει στὸν Ἕνα καὶ ἀληθινὸ Θεό, τὸν Ἰησοῦ Χριστό, καὶ Αὐτὸν ἀγωνίζεται νὰ εὐχαριστεῖ κάθε µέρα. Ὁ στρατιώτης ἐξαγριωµένος, ἄρχισε νὰ βλασφηµεῖ τὸ Θεὸ καὶ τότε ἡ Ἀνυσία τὸν ἔφτυσε στὸ πρόσωπο. Ντροπιασµένος αὐτός, ἔσυρε τὸ σπαθί του καὶ διαπέρασε τὰ πλευρά της. Ἔτσι ἡ Ἀνυσία, πῆρε τὸ ἁµαράντινο στεφάνι τοῦ µαρτυρίου.

Ἡ Ὁσία Θεοδώρα «ἡ ἀπὸ Καισαρίδος»
Ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Λέοντα τοῦ Ἰσαύρου (717-741). Ἦταν ἀπὸ γένος λαµπρὸ καὶ ἐπίσηµο, τὸν πατέρα της ἔλεγαν Θεόφιλο καὶ ἦταν πατρίκιος, τὴν δὲ µητέρα της Θεοδώρα. Ἡ Θεοδώρα ἦταν στεῖρα καὶ κατόπιν µεγάλης προσευχῆς πρὸς τὸ Θεό, ἀπέκτησε τὴν Ὁσία. Ὅταν ἡ κόρη Θεοδώρα ἔφτασε σὲ κατάλληλη ἡλικία, ἀφιερώθηκε στὴ Μονὴ τῆς Ἁγίας Ἄννας, τὴν ὀνοµαζόµενη Ῥιγιδίου. Ἐκεῖ διέµενε ἀσκούµενη στὴν ἀρετή, µέχρι τὴν στιγµή, ποὺ ὁ βασιλιὰς Λέων τὴν ἅρπαξε ἀπὸ τὴν Μονὴ γιὰ νὰ τὴν δώσει γυναῖκα στὸν γιό του Χριστόφορο. Τὴν ἡµέρα ὅµως τοῦ γάµου, ὁ Χριστοφόρος ἐξεστράτευσε µαζί µε τὸν πατέρα του κατὰ τῶν Σκυθῶν καὶ στὴ συµπλοκὴ σκοτώθηκε. Ἔτσι ἡ Θεοδώρα, ἀφοῦ πῆρε ὅσα πολύτιµα πράγµατα εἶχε, ἐπέστρεψε στὴ Μονή της, ὅπου ἐκάρη µοναχή. Ἐκεῖ ἔζησε µὲ µεγάλη ἐγκράτεια καὶ σκληραγωγία καὶ ἀπεβίωσε µὲ ὁσιακὸ τρόπο.

Ὁ Ἅγιος Φιλέταιρος
Μεταξὺ τῶν χριστιανῶν τῆς Νικοµήδειας, στὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ (286 µ.Χ.), διακρινόταν γιὰ τὸ µεγαλοπρεπὲς παράστηµα καὶ τὴν ὡραιότητά του, νέος, ποὺ ὀνοµαζόταν Φιλέταιρος (ἦταν γιὸς κάποιου ἔπαρχου Τατιανοῦ). Καὶ αὐτὸς µέν, οὔτε πρόσεχε καθόλου στὰ ἐξωτερικά του αὐτὰ χαρίσµατα. Μία µόνο προσοχὴ καὶ προσπάθεια εἶχε, πὼς νὰ γίνεται ἀπὸ µέρα σὲ µέρα θεοσεβέστερος. Καὶ γι᾿ αὐτὸ πρόκοβε ὁλοένα στὴν ταπεινοφροσύνη, ξέροντας καλὰ ὅτι χωρὶς αὐτή, κάθε ἀρετὴ νοθεύεται καὶ ἐξαφανίζεται. Οἱ εἰδωλολάτρες ὅµως, ποὺ πρόσεχαν τὰ σωµατικά του προτερήµατα, τὸν θαύµαζαν καὶ τὸν σύστησαν στὸν Διοκλητιανό. Αὐτὸς τὸν κάλεσε µπροστά του καὶ τοῦ εἶπε, ὅτι θὰ τὸν κάνει βασιλικὸ ἀκόλουθο ἂν ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό. Ὁ Φιλέταιρος µὲ εὐγένεια ἀπάντησε, ὅτι ἦταν πρόθυµος νὰ ὑπηρετήσει τὸν βασιλιά, ἀλλὰ µὲ τὴν προύποθεση ὅτι θὰ ὁµολογεῖ τὸν Χριστό. Ὁ Διοκλητιανὸς δὲν κράτησε τὴν ὀργή του καὶ ἀφοῦ τὸν τιµώρησε τὸν ἄφησε ἐλεύθερο. Κατόπιν ὅταν ἀνέλαβε ὁ σκληρὸς Μαξιµιανός, ὁ Φιλέταιρος καταδιώχθηκε καὶ βασανίστηκε ποικιλοτρόπως. Διασώθηκε ὅµως καὶ πῆγε στὴ Νίκαια, ὅπου καὶ ἐκεῖ φανέρωσε τὴν πίστη του καὶ συνελήφθη. Ἀλλὰ τὰ λόγια του καὶ οἱ τρόποι του ἔκαναν χριστιανοὺς τοὺς φύλακες, µὲ ἀποτέλεσµα νὰ τὸν ἐλευθερώσουν καὶ νὰ τὸν συνοδέψουν µέχρι τὴν Μηδία. Ἐκεῖ, σ΄ ἕνα ὄρος ἐπάνω, στὰ µέρη τῆς Σιγριανῆς, συνάντησαν ἕνα ἅγιο ἄνθρωπο τὸν Εὐβίοτο. Καὶ ὅλοι µαζὶ ἔζησαν στὸ ὄρος αὐτὸ µὲ ἀδελφικὴ ἀγάπη, συµµελέτη καὶ συµπροσευχή.

Μνήµη τοῦ κόµη καὶ ἕξι στρατιωτῶν
Αὐτοὶ πίστεψαν στὸν Χριστό, διὰ τοῦ Ἁγίου Φιλεταίρου καὶ ἀπεβίωσαν εἰρηνικά.

Ὁ Ὅσιος Λέων ὁ Ἀρχιµανδρίτης
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

Ὁ Ἅγιος Γεδεών ὁ Νέος Ὁσιοµάρτυρας
Γεννήθηκε στὸ χωριὸ Κάπουρνα τῆς Δηµητριάδος (Νοµὸς Μαγνησίας). Οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς του ὀνοµαζόταν Αὐγερινὸς καὶ Κυράτζα. Ὁ Γεδεὼν, κατὰ κόσµον ὀνοµαζόταν Νικόλαος. Δώδεκα χρονῶν, µὲ τὴν οἰκογένειά του ἦλθε στὸ χωριὸ Γιερµὴ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὸ Βελεστίνο, ὅπου ἐργαζόταν κοντὰ στὸ θεῖο του. Τὸν ἅρπαξε ὅµως κάποιος Τοῦρκος καὶ τὸν ἐξισλάµισε µὲ τὸ ὄνοµα Ἰµπραήµ. Ἀλλ΄ ὁ Νικόλαος, κατόρθωσε καὶ δραπέτευσε καὶ ἐπανῆλθε στὴν οἰκογένειά του. Ὁ πατέρας του τὸν φυγάδευσε στὸ χωριὸ Κεραµίδι, ὅπου κοντὰ σὲ κάποιους οἰκοδόµους πῆγε στὴν Κρήτη. Ἐκεῖ ἐξοµολογήθηκε σὲ κάποιο ἱερέα καὶ βρῆκε ἄσυλο στὸ ἐξωκλῆσι του. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ ἱερέα, ὁ Νικόλαος ἔφυγε γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἐκεῖ πάλι ἐξοµολογήθηκε, ἔλαβε τῶν ἀχράντων µυστηρίων καὶ στὴ Μονὴ Καρακάλου, ἐκάρη µοναχός µε τὸ ὄνοµα Γεδεὼν. Στὴ Μονὴ αὐτὴ ἔµεινε 35 χρόνια. Μὲ τὸν πόθο ὅµως τοῦ µαρτυρίου, ἦλθε στὸ Βελεστίνο, ὅπου µέσα στὴν ἀγορὰ µὲ θάῤῥος ὁµολόγησε τὸν Χριστό. Διωκόµενος ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ἦλθε στὴν Ἀγυιά, ὅπου συνελήφθη. Οἱ Τοῦρκοι, ἀφοῦ τὸν διαπόµπευσαν στοὺς δρόµους τοῦ Τιρνάβου, κατόπιν τοῦ ἔκοψαν τὰ πόδια καὶ τὰ χέρια καὶ στὴ συνέχεια τὸν ἔριξαν στὰ ἀποχωρητήρια. Ἐκεῖ, µέσα σὲ φρικτοὺς πόνους, παρέδωσε τὸ πνεῦµα του στὶς 30 Δεκεµβρίου 1818. Ἡ τίµια κάρα τοῦ µάρτυρα ἀποθησαυρίστηκε στὴν ἁγία Τράπεζα τοῦ Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ τοῦ Τυρνάβου, Παναγίας Φανερωµένης.

Ὁ Ἅγιος Ἀνύσιος, Ἐπίσκοπος Θεσσαλονίκης
Ὑπῆρξε Ἐπίσκοπος Θεσσαλονίκης καὶ µαθητής, καθὼς καὶ διάδοχος τοῦ Ἅ(σ)χολίου, Ἐπισκόπου Θεσσαλονίκης. Ἔπαιξε σηµαντικὸ ῥόλο γιὰ τὴν δικαίωση τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόµου.

Τετάρτη 29 Δεκεμβρίου 2010

Ἁγιολόγιον - Δεκέµβριος 29

Τὰ ἅγια Νήπια (περίπου 14.000) ποὺ ἐσφάγισαν µὲ διαταγὴ τοῦ Ἡρῴδη
Ὅταν οἱ Μάγοι δὲν ἐπέστρεψαν στὸν Ἡρῴδη νὰ τοῦ ποῦν ποῦ εἶναι ὁ Χριστός, ὁ πονηρὸς αὐτὸς βασιλιὰς µηχανεύθηκε ἄλλο σχέδιο γιὰ νὰ ἐξοντώσει τὸ Θεῖο Βρέφος. Εἶχε ἀκούσει ὅτι, σύµφωνα µὲ τὶς Γραφές, τόπος γέννησης τοῦ Χριστοῦ θὰ ἦταν ἡ Βηθλεέµ. Ἐπειδὴ ὅµως δὲ γνώριζε ποιὸς ἦταν ὁ Ἰησοῦς, ἂν βρισκόταν µέσα στὴ Βηθλεὲµ ἢ στὰ περίχωρά της καὶ ἐπειδὴ συµπέρανε ὅτι τὸ παιδὶ θὰ ἦταν κάτω ἀπὸ δυὸ χρονῶν, ἔδωσε διαταγὴ νὰ σφαγοῦν ὅλα τὰ παιδιὰ τῆς Βηθλεὲµ καὶ τῶν περιχώρων της, µέχρι τῆς ἡλικίας τῶν δυὸ ἐτῶν. Ἡ σφαγὴ ἔγινε ξαφνικά, ὥστε νὰ µὴ µπορέσουν οἱ οἰκογένειες νὰ ἀποµακρυνθοῦν µὲ τὰ βρέφη τους. Καὶ οἱ δυστυχισµένες µητέρες εἶδαν νὰ σφάζονται τὰ παιδιὰ τοὺς µέσα στις ἴδιες τὶς ἀγκαλιές τους. Ἡ χριστιανικὴ Ἐκκλησία, πολὺ σωστὰ ἀνακήρυξε Ἅγια τὰ σφαγιασθέντα αὐτὰ παιδιά, διότι πέθαναν σὲ µία ἀθῴα ἡλικία καὶ ὑπῆρξαν κατὰ κάποιο τρόπο οἱ πρῶτοι µάρτυρες τοῦ χριστιανισµοῦ. Μπορεῖ βέβαια νὰ µὴ βαπτίσθηκαν ἐν ὕδατι, βαπτίσθηκαν ὅµως, µέσα στὸ ἴδιο εὐλογηµένο αἷµα τοῦ µαρτυρίου τους.

Μνήµη πάντων τῶν Χριστιανῶν ποὺ πέθαναν µαρτυρικὰ γιὰ τὴν δόξα τοῦ Χριστοῦ, ἀπὸ πείνα, δίψα, κρύο καὶ µαχαῖρι
Αὐτὴν τὴν ἡµέρα ἡ Ἐκκλησία µας ὅρισε νὰ γιορτάζουµε τὴν µνήµη ὅλων τῶν χριστιανῶν, ποὺ µαρτύρησαν γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ καὶ τὰ ὀνόµατά τους δὲν µᾶς εἶναι γνωστά. Ἡ γιορτὴ αὐτὴ µᾶς διδάσκει, ὅτι τὸ βλέµµα τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι ὅµοιο µὲ τοῦ ἀνθρώπου. Διότι οἱ ἄνθρωποι, συνήθως δοξάζουν καὶ τιµοῦν αὐτοὺς ποὺ γίνονται γνωστοὶ καὶ διάσηµοι, ἐνῷ ὁ Θεὸς βλέπει γνωστοὺς καὶ ἀγνώστους, διάσηµους καὶ ἄσηµους, ἀρκεῖ ὅλοι νὰ πράττουν εὐσυνείδητα τὸ θέληµά του. Ἔτσι καὶ ὁ µικρότερος τῶν χριστιανῶν αὐτῶν, θὰ λάµψει ἀσύγκριτα περισσότερο ἀπὸ τοὺς πιὸ φαντασµένους καὶ ἀστραφτεροὺς βασιλεῖς τῆς γῆς, ὅταν ἔλθει ἡ ὥρα τῆς τελικῆς δικαίωσης.

Ὁ Ὅσιος Μάρκελλος
Πέτυχε στὴ ζωή του διότι µὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ κατάλαβε ὅτι οἱ κοσµικὲς λαµπρότητες φαίνονται καὶ ἀφανίζονται ὅπως τὰ ἄνθη. Καὶ εἶχε τὴν πεποίθεση ὅτι ζωὴ ἀληθινὴ καὶ κερδισµένη εἶναι µόνο ἐκείνη, ποὺ ἀφιερώνεται στὴν ὑπηρεσία τοῦ καλοῦ, ἐπάνω στὸ δρόµο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ Μάρκελλος ἔζησε τὸν 5ο αἰῶνα, ἐπὶ πατριαρχείας Γενναδίου τοῦ Α΄ (458-471) καὶ βασιλέως τοῦ Λέοντα Α΄ τοῦ Μακέλλη. Ἡ καταγωγὴ τοῦ Μάρκελλου ἦταν ἀπὸ τὴν Συρία καὶ ἡ οἰκογένειά του ἦταν ἀρκετὰ πλούσια. Ἐπειδὴ οἱ γονεῖς του ἀγαποῦσαν τὰ γράµµατα, στόλισαν τὸ γιό τους µὲ πολλὴ παιδεία. Ἀλλ΄ ἡ καρδιὰ τοῦ νέου, εἶχε µέσα της ζωηρὴ καὶ ἀκοίµητη τὴν φλόγα τῆς εὐσέβειας. Τὰ κοσµικὰ ἀξιώµατα δὲν τὸν ἐνδιέφεραν. Μὲ τέτοιες διαθέσεις πῆγε στὴν Ἔφεσο, ὅπου µπῆκε σὲ µοναστήρι καὶ ἔγινε µοναχός. Ἀπὸ ἐκεῖ πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη, στὴ Μονὴ Ἀκοίµητων, ὅπου ἡγούµενος ἦταν ὁ Ἀλέξανδρος. Ἐκεῖ, γρήγορα διακρίθηκε γιὰ τὶς ἀρετές του καὶ ἀγαπήθηκε πολὺ ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς τῆς Μονῆς, γιὰ τὴν ταπεινοφροσύνη ποὺ διατηροῦσε, ἂν καὶ ἦταν ἄνθρωπος µελέτης καὶ µεγάλης διανοητικῆς ἀξίας. Ἀφοῦ πέθανε ὁ ἡγούµενος Ἀλέξανδρος καὶ ὕστερα ὁ διάδοχός του Ἰάκωβος, ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ἐκτίµηση τῶν ἀδελφῶν, ἀνέδειξε ἡγούµενο τὸν Μάρκελλο. Ἡ διοίκησή του ἦταν ἄριστη. Σύµφωνα µὲ ἄλλη γνώµη, τὴ µονὴ Ἀκοιµήτων εἶχε κτίσει αὐτὸς ὁ Ὅσιος Μάρκελλος, πιθανῶς στὴ θέση τοῦ σηµερινοῦ Τσιµπουκλί. Ἔτσι µὲ αὐτὴν τὴ θεία καὶ ὁσία ζωή του κοιµήθηκε καὶ ἀναπαύτηκε ὁ Μάρκελλος στὴ Μονή του.

Ὁ Ὅσιος Θαδδαῖος ὁ Ὁµολογητής
Ἦταν Σκύθης καὶ ὑπηρέτης τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτη, στὴ Μονὴ τοῦ ὁποίου ὁ Θαδδαῖος ἔγινε µοναχὸς καὶ διακρίθηκε γιὰ τὴν αὐστηρὴ ἄσκηση. Κάποτε λοιπόν, ὅταν συνόδευε στ΄ ἀνάκτορα τὸν ἡγούµενο τοῦ Θεόδωρο, ἤλεγξε τὸν βασιλιὰ Μιχαὴλ (820829) (ὁ Μ. Γαλανὸς ἀναφέρει τὸν Λέοντα τὸν Ε΄) µπροστὰ στὴ σύγκλητο γιὰ τὴν ἀσέβειά του ἀπέναντι στὶς ἱερὲς εἰκόνες. Τότε ὁ Βασιλιὰς τὸν ἐξανάγκαζε νὰ ποδοπατήσει τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, πρᾶγµα ποὺ ὁ Ὅσιος ὄχι µόνο δὲν ἔπραξε, ἀλλὰ ἀποκάλεσε τὸν βασιλιὰ πληρωµένο τύραννο καὶ ἀκάθαρτο. Τότε βασανίστηκε σκληρά, σύρθηκε ἀπὸ τὰ πόδια στοὺς δρόµους τῆς πόλης, ὁπότε µετὰ τρεῖς µέρες πέθανε.

Ἐγκαίνια τοῦ Ναοῦ τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα
«πλησίον τοῦ Χαλκοῦ Τετραπύλου».

Ὁ Ὅσιος Βενιαµίν
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά. Ὁ δὲ Ἅγιος Νικόδηµος, ἀναφέρει ὅτι πέθανε ἀπὸ ὑδρωπικία καὶ ὅτι στὸν Εὐεργετινὸ ὑπάρχει ἀπόφθεγµά του.

Ὁ Ὅσιος Ἀθηνόδωρος
Στὸν Κώδικα 1578 τῶν Παρισίων, ὁ Ἀθηνόδωρος συνοδεύεται καὶ ἀπὸ ἄλλους ὁσίους πατέρες, τοὺς Βαβύλα καὶ Βενιαµίν. Πάντως ἦταν ἀσκητής, (ἄγνωστο πού) καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

Ὁ Ὅσιος Γεώργιος ἐπίσκοπος Νικοµήδειας ποιητὴς ἀσµατικῶν Κανόνων καὶ Τροπαρίων
Ἔζησε στὴ θορυβώδη καὶ µεγάλη γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία ἐποχὴ τοῦ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Φωτίου (857-891), µὲ τὸν ὁποῖο καὶ διατηροῦσε ἀλληλογραφία. Σύνθεσε δυὸ ἐγκώµια στὴ γιορτὴ τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου καὶ µελοποίησε τὴν Ἀκολουθία τους. Μελοποίησε ἐπίσης τὸν προεόρτιο Κανόνα στὸν Εὐαγγελισµό, καθὼς καὶ ἄλλους Κανόνες στὴ Θεοτόκο. Συνέγραψε µάλιστα καὶ πανηγυρικοὺς λόγους, ὅπως στὰ Εἰσόδια, στὴ σύλληψη τῆς Ἁγίας Ἄννας καὶ στὸ «Εἰστήκεισαν παρὰ τῷ Σταυρῷ τοῦ Ἰησοῦ». (Στοιχεῖα τῆς βιογραφίας του συγχέονται µ΄ αὐτὰ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ἐπισκ. Ἀµάστριδος, κυρίως ὅσον ἀφορᾷ τὴν ποίηση τῶν ἀσµατικῶν Κανόνων. Ἴσως βέβαια, νὰ συµβαίνει καὶ τὸ ἀντίθετο).

Τρίτη 28 Δεκεμβρίου 2010

Ἁγιολόγιον - Δεκέµβριος 28

Οἱ Ἅγιοι δισµύριοι (20.000) Μάρτυρες ποὺ κάηκαν στὴ Νικοµήδεια
Τὸν 4ο αἰῶνα µ.Χ., ἐπὶ Διοκλητιανοῦ καὶ Μαξιµιανοῦ, οἱ χριστιανοὶ τῆς Νικοµήδειας ἦταν ἀρκετὰ πολυπληθεῖς. Ὁ ἐπίσκοπος Ἄνθιµος, ἄνδρας ἄξιος καὶ µὲ αὐταπάρνηση, κοπίαζε νύχτα-µέρα γιὰ τὶς ψυχὲς τῶν πιστῶν. Ἡ πρόοδος αὐτὴ τῶν χριστιανῶν κέντρισε τὸ φθόνο τῶν εἰδωλολατρῶν ἀρχόντων καὶ θέλησαν νὰ ἐξοντώσουν τὴ χριστιανικὴ Ἐκκλησία, προπάντων στὰ µεγαλύτερα καὶ πολυπληθέστερα κέντρα της. Σχεδίασαν λοιπόν, ἀνήµερα Χριστούγεννα νὰ κάνουν γενικὴ σφαγὴ τῶν χριστιανῶν τῆς Νικοµήδειας. Οἱ χριστιανοὶ εἶχαν µαζευτεῖ καὶ πανηγύριζαν τὸ κοσµοσωτήριο γεγονὸς τῆς γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἐπίσκοπος, µόλις πληροφορήθηκε ὅτι τοὺς εἶχαν περικυκλώσει στρατὸς καὶ ὄχλος εἰδωλολατρῶν µὲ ὄπλα καὶ ῥόπαλα, διέταξε νὰ γίνει γρήγορα ἡ κοινωνία τῶν ἀχράντων Μυστηρίων. Ἔπειτα, βάπτισε τοὺς κατηχουµένους, γιὰ νὰ ἔχουν ἀσφαλῆ ἐφόδια στὴν αἰώνια σωτηρία. Τότε οἱ εἰδωλολάτρες ἔβαλαν φωτιὰ στὸ ναό, µὲ ἀποτέλεσµα νὰ καοῦν χιλιάδες πιστοί. Τὸ τραγικὸ αὐτὸ γεγονός, ἀντὶ νὰ µειώσει τὸν ἀριθµὸ τῶν µελῶν τῆς Ἐκκλησίας, ἀντίθετα τὸν πολλαπλασίασε καὶ χαλύβδωσε ἀκόµα περισσότερο τὸ ἠθικὸ τῶν πιστῶν. Ἔτσι καὶ στὴν περίπτωση αὐτὴ ἀποδείχθηκε περίτρανα αὐτὸ ποὺ εἶπε ἡ κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας Ἰησοῦς Χριστός: «καὶ πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς». Ὁ θάνατος δηλαδὴ καὶ οἱ ὀργανωµένες δυνάµεις τοῦ κακοῦ, δὲ θὰ ὑπερισχύσουν, οὔτε θὰ κατανικήσουν τὴν Ἐκκλησία, ποὺ εἶναι αἰώνια καὶ ἀθάνατη. (Συναξαριακὴ πηγή, µαζὶ µὲ τὴν µνήµη τῶν πιὸ πάνω Μαρτύρων, ἀναφέρει καὶ τὴν µνήµη τῶν Ἁγίων Δηµοσθένους, Δηµοκλέους καὶ Δηµοκρίτου. Ἡ ὕπαρξη ὅµως τῶν Ἁγίων αὐτῶν εἶναι ἀµφίβολη, διότι τὰ ὀνόµατά τους καθὼς καὶ βιογραφικὰ στοιχεῖα γι᾿ αὐτοὺς δὲν ἀναφέρονται ἀπὸ καµία Ἁγιολογικὴ πηγή. Ἴσως εἶναι οἱ ἴδιοι καὶ συγχέονται µὲ τοὺς ὁµώνυµούς τους Μάρτυρες τῆς 10ης Ἀπριλίου).

Μνήµη τῶν Ἁγίων συγκλητικῶν, Ἴνδη, Γοργονίου, Πέτρου, Ζήνωνος, Δωροθέου τοῦ Πραιποσίτου Μαρδονίου, Γλυκερίου τοῦ Πρεσβύτερου, Θεοφίλου τοῦ Διακόνου καὶ Μυγδονίου
Αὐτοὶ ἀπέµειναν ἔξω ἀπὸ τὸν Ναὸ ποὺ κάηκε µὲ προσταγὴ τοῦ Μαξιµιανοῦ στὴ Νικοµήδεια, ὅπου κάηκαν ζωντανοὶ οἱ 20.000 χριστιανοί. Αὐτοὶ λοιπόν, ποὺ ἦταν συγκλητικοί, συνελήφθησαν καὶ οἱ µὲν τρεῖς πρῶτοι µαρτύρησαν διὰ πνιγµοῦ µέσα στὴ θάλασσα, οἱ ἑπόµενοι δυὸ µαρτύρησαν διὰ ἀποκεφαλισµοῦ, οἱ ἄλλοι δυὸ µαρτύρησαν διὰ πυρός, ὁ Θεόφιλος διὰ λιθοβολισµοῦ καὶ ὁ Μυγδόνιος θανατώθηκε µέσα σὲ βόθρο.

Ἡ Ἁγία Δόµνα
Ἡ Ἁγία Δόµνα ἦταν ἱέρεια τῶν εἰδώλων ἐπὶ Μαξιµιανοῦ στὴ Νικοµήδεια καὶ συγκεκριµένα στὸν ναὸ τοῦ Δωδεκάθεου. Οἱ ἐπιστολὲς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ἄνοιξαν τὰ πνευµατικά της µάτια καὶ βαπτίστηκε χριστιανή, µαζὶ µὲ τὸν ὑπηρέτη της Ἴνδη, ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο Νικοµήδειας Κύριλλο. Ἀπὸ τότε ἔκανε συνειδητὴ χριστιανικὴ ζωή, µοιράζοντας στοὺς φτωχοὺς ὅ,τι εἶχε ἀπὸ τὴν περιουσία της, ἀλλὰ καὶ ὅ,τι ἔπαιρνε ἀπὸ τὸ παλάτι. Κάποτε ὅµως, τὸ ἔµαθε αὐτὸ ὁ ἀρχιυπηρέτης τοῦ παλατιοῦ καὶ ὅταν ἦταν νὰ τιµωρήσει τὴν Δόµνα, αὐτὴ ἔκανε τὴν τρελὴ καὶ στάλθηκε στὸν ἐπίσκοπο γιὰ θεραπεία. Ἔπειτα γιὰ νὰ µὴ συλληφθεῖ, ντύθηκε ἀνδρικὰ καὶ ἔθαβε τὰ λείψανα τῶν µαρτύρων. Ὅταν ὅµως ἐπέστρεψε ὁ Μαξιµιανὸς στὴ Νικοµήδεια, ζήτησε τὴν Δόµνα καὶ ὅταν ἔµαθε ὅτι ἔγινε χριστιανή, διέταξε νὰ τὴν συλλάβουν. Ἐπειδὴ ὅµως δὲν τὴν βρῆκε, διέταξε τὸν γενικὸ φόνο τῶν χριστιανῶν, µεταξὺ τῶν ὁποίων ἀναγνωρίστηκε καὶ ἡ Δόµνα καὶ ἔτσι τὴν ἀποκεφάλισαν. (Συναξαριακὴ πηγή, µαζὶ µὲ τὴν µνήµη τῆς Ἁγίας Δόµνας, ἀναφέρει καὶ τὴν µνήµη τῶν Ἁγίων Θεοφίλης τῆς Παρθένου καὶ Ἀγάπης τῆς Προεστώσας).

Ὁ Ἅγιος Σεκοῦνδος
Φωτιστῆ τῶν Ἰσπανῶν θὰ µποροῦσαµε νὰ χαρακτηρίσουµε τὸν ἅγιο Σεκοῦνδο. Ἔζησε τὸν πρῶτο αἰῶνα µετὰ Χριστόν. Καὶ κατὰ τὴν παράδοση, στάλθηκε ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους στὴν Ἱσπανία γιὰ νὰ κηρύξει ἐκεῖ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μετὰ ἀπὸ ἕνα εὐχάριστο ταξίδι, ἀποβιβάστηκε στὴν πόλη, ποὺ σήµερα λέγεται Κάδιξ. Ἐκεῖ, ἀπὸ τὸ ἕνα µέρος µὲ τὸ κήρυγµα καὶ τὴν ἀρετή του, ἀπὸ τὸ ἄλλο µὲ τὰ θαύµατα, ποὺ ἡ θεία χάρη ἐνεργοῦσε µέσῳ αὐτοῦ, πολλοὶ ἀπὸ τοὺς κατοίκους πίστεψαν στὸ Χριστό. Στὴ συνέχεια ὁ Σεκοῦνδος πῆγε καὶ σὲ ἄλλες πόλεις τῆς Ἱσπανίας, µιµούµενος καὶ σ᾿ αὐτὸ τὸ παράδειγµα τῶν ἀποστόλων, οἱ ὁποῖοι ὡς γνωστόν, πήγαιναν ἀπὸ πόλη σὲ πόλη καὶ κήρυτταν παντοῦ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ ἵδρυσαν νέες Ἐκκλησίες. Τοὺς τελευταίους κόπους καὶ ἀγῶνες τοῦ Σεκούνδου, στεφάνωσε µαρτυρικὸς θάνατος.

Ὁ Ὅσιος Βαβύλας
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

Ὁ Ἅγιος Πλουτόδωρος
Ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστές. Ἡ µνήµη του ἀναγράφεται στὸν Πατµιακὸ Κώδικα 256 ὡς ἑξῆς: «τῇ αὐτῇ ἡµέρᾳ ἄθλησις τοῦ ἁγίου µάρτυρος Πλουτοδώρου».

Ὁ Ὅσιος Σίµων Μυροβλήτης κτήτορας τῆς Ἱ. Μονῆς Σιµωνόπετρας
Δὲν ὑπάρχουν σαφῆ καὶ συγκεκριµένα στοιχεῖα γιὰ τὴ ζωή του. Μόνο ὅτι ἔζησε ἀσκητικὰ καὶ ὑπῆρξε κτήτορας τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Σιµωνόπετρας Ἁγίου Ὄρους. Ἀπεβίωσε εἰρηνικά. Κάποιες λεπτοµέρειες (µερικὲς ἴσως καὶ φανταστικές), βλέπε στὸν «Μέγα Συναξαριστή» τοῦ Ματθαίου Λαγγῆ τόµος 12ος, σελ. 724, ἔκδοση 1993. Ἡ Ἀκολουθία τοῦ συγκεκριµένου Ὁσίου, κυκλοφόρησε τὸ 1924 ἀπὸ τὸν ἡγούµενο τῆς Σίµωνος Πέτρας Ἱερώνυµο.

Ὁ Ὅσιος Στέφανος ὁ θαυµατουργός
Πρόκειται γιὰ τὸ ἴδιο πρόσωπο µ᾿ αὐτὸ τῆς 31ης Μαρτίου. Ἐλάχιστα µηνολόγια τοποθετοῦν ἐδῶ τὴν µνήµη του. Στὸν Παρισινὸ Κώδικα 1623 φ. 1436 βρίσκονται ἀποµεινάρια τῆς Ἀκολουθίας του. Ἀπ᾿ αὐτὴ γίνεται φανερό, ὅτι ἦταν ἀσκητής, ἄγνωστο ποὺ καὶ πότε, ὅτι εὐαρέστησε τὸν Θεὸ καὶ πέθανε ὁσιακά. Ὁ δὲ Σ. Εὐστρατιάδης εἰκάζει ὅτι καθόλου ἀπίθανο νὰ πρόκειται γιὰ τὸν Ἅγιο Στέφανο τὸν Σαββαΐτη τὸν θαυµατουργό, ποὺ ἡ µνήµη του ἑορτάζεται τὴν 28ηὈκτωβρίου.

Δευτέρα 27 Δεκεμβρίου 2010

Ἁγιολόγιον - Δεκέµβριος 27

Ὁ Ἅγιος Στέφανος ὁ Πρωτοµάρτυρας καὶ Ἀρχιδιάκονος
Ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ διακεκριµένους µεταξὺ τῶν ἑπτὰ διακόνων, ποὺ ἐξέλεξαν οἱ πρῶτοι χριστιανοὶ γιὰ νὰ ἐπιστατοῦν στὶς κοινὲς τράπεζες τῶν ἀδελφῶν, ὥστε νὰ µὴ γίνονται λάθη. Ἂν καὶ κουραστικὴ ἡ εὐθύνη τοῦ ἐπιστάτη γιὰ τόσους ἀδελφούς, παρ᾿ ὅλα αὐτὰ ὁ Στέφανος ἔβρισκε καιρὸ καὶ δύναµη γιὰ νὰ κηρύττει τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ὅπως ἀναφέρει ἡ Ἁγία Γραφή, «Στέφανος πλήρης πίστεως καὶ δυνάµεως ἐποίει τέρατα καὶ σηµεῖα µεγάλα ἐν τῷ λαῷ». Δηλαδὴ ὁ Στέφανος, ποὺ ἦταν γεµάτος πίστη καὶ χάρισµα εὐγλωττίας δυνατό, ἔκανε µεταξὺ τοῦ λαοῦ µεγάλα θαύµατα, ποὺ προκαλοῦσαν κατάπληξη καὶ ἀποδείκνυαν τὴν ἀλήθεια τοῦ χριστιανικοῦ κηρύγµατος. Οἱ Ἰουδαῖοι ὅµως, καθὼς ἦταν προκατειληµµένοι, ἐξαπέλυσαν συκοφάντες ἀνάµεσα στὸ λαό, ποὺ διέδιδαν ὅτι ἄκουσαν τὸ Στέφανο νὰ βλασφηµεῖ τὸ Μωϋσῆ καὶ τὸ Θεό. Μὲ ἀφορµὴ λοιπὸν αὐτὲς τὶς συκοφαντίες, ποὺ οἱ ἴδιοι εἶχαν ἐνσπείρει, ἅρπαξαν µὲ µῖσος τὸ Στέφανο καὶ τὸν ὁδήγησαν µπροστὰ στὸ Συνέδριο, τάχα γιὰ νὰ ἀπολογηθεῖ. Ἡ ἀπολογία τοῦ Στεφάνου ὑπῆρξε πρότυπο τόλµης καὶ θάῤῥους. Χωρὶς νὰ φοβηθεῖ καθόλου, ἐξαπέλυσε λόγια-κεραυνοὺς ἐναντίον τῶν Ἰουδαίων. Καὶ ἀπὸ ὑπόδικος, ὀρθώθηκε θυελλώδης ἐλεγκτὴς καὶ κατήγορος. Τότε, ἀκράτητοι ἀπὸ τὸ µῖσος οἱ Ἰουδαῖοι, τὸν ἔσυραν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, ὅπου τὸν θανάτωσαν µὲ λιθοβολισµό. Ἐκεῖ φάνηκε καὶ ἡ µεγάλη συγχωρητικότητα τοῦ Στεφάνου πρὸς τοὺς ἐχθρούς του µὲ τὴν φράση του, «Κύριε, µὴ στήσης αὐτοῖς τὴν ἁµαρτίαν ταύτην». Κύριε, µὴ λογαριάσεις σ᾿ αὐτοὺς τὴν ἁµαρτία αὐτή.

Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Γραπτός
Ἦταν γιὸς τοῦ Ἰωανᾶ, ἀπὸ τὴν Παλαιστίνη, καὶ ὑπῆρξε µαθητὴς µαζὶ µὲ τὸν ἀδελφό του Θεοφάνη, στὴ µονὴ τοῦ ἁγίου Σάββα. Στὰ χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Λέοντα τοῦ Ε´ ἦλθαν στὴν Κωνσταντινούπολη, ἀλλὰ καὶ οἱ δυὸ γιὰ τὸ ζήτηµα τῶν ἁγίων εἰκόνων, περιορίστηκαν σὲ κάποια Μονὴ στὸ Στόµιο τῆς Μαύρης Θάλασσας. Ὁ βασιλιὰς Μιχαὴλ ὁ Τραυλὸς τοὺς ἐπανέφερε, ἀλλὰ αὐτοὶ δὲν θέλησαν νὰ ἐξαγοράσουν τὴν ἡσυχία τους µὲ ἀδιαφορία στὰ ἐκκλησιαστικὰ ζητήµατα καὶ νὰ νεκρώσουν τὶς ἱερὲς πεποιθήσεις τους. Γι᾿ αὐτὸ ἐκδήλωσαν µὲ θάῤῥος τὰ φρονήµατά τους καὶ ἔτσι πάλι περιορίστηκαν ἀπὸ τὸν βασιλιά, σὲ κάποιο τόπο κοντὰ στὸ Σωσθένιο. Ἀργότερα ἐπὶ Θεοφίλου τοῦ Εἰκονοµάχου, στάλθηκαν στὴν Ἀφουσία. Ἂν καὶ ἐκεῖ εἶχαν µείνει πολλὰ χρόνια καὶ εἶχαν αὐστηρὴ ἐπιτήρηση, αὐτοὶ ἐξακολουθοῦσαν νὰ φωνάζουν κατὰ τῆς εἰκονοµαχίας. Τότε ὁ Θεόφιλος, γεµάτος θυµό, τοὺς ἔφερε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου τοὺς µαστίγωσε ἀνελέητα. Καὶ κατόπιν χάραξε στὰ µέτωπά τους µὲ πυρακτωµένο σίδερο, δώδεκα στίχους γιὰ νὰ τοὺς στιγµατίσει. Ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν αἰτία ὀνοµάστηκαν καὶ οἱ δυὸ Γραπτοί. Ἐπὶ δὲ τοῦ Πατριάρχου Ἰωάννου Ζ´ (836 ἢ 837), ἐξορίστηκαν πάλι στὴν Ἀπάµεια τῆς Βιθυνίας, ὅπου ὁ Θεόδωρος πέθανε καὶ τάφηκε ἀπὸ τὸν ἀδελφό του Θεοφάνη. Ἀργότερα τὸ λείψανό του µεταφέρθηκε στὴ Χαλκηδόνα. Ὁ ἑορτασµός του µας ὑπενθυµίζει πόσους ἀγῶνες κίνησαν οἱ πιστοί, γιὰ νὰ διαφυλαχτεῖ ἡ ὀρθόδοξη διδασκαλία καὶ λατρεία. Καὶ γιὰ τ᾿ ἀδέλφια δίνει λαµπρὸ µάθηµα, γιὰ τὸ ὅτι δὲν ὑπάρχει τίποτα συγκινητικότερο καὶ τιµητικότερο, ἀπὸ τὸ νὰ ζοῦν ἀφοσιωµένοι µέχρι θανάτου γιὰ τὴν νίκη τῆς ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.

Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Α´ Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως
Ὁ Ἅγιος αὐτὸς ἦταν γέννηµα καὶ θρέµµα τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ Βασιλιᾶ Κωνσταντίνου Δ´ τοῦ Πωγωνάτου (668-685). Λόγω τῆς µεγάλης του ἀρετῆς καὶ εὐλάβειας, χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος τῆς Ἁγίας Σοφίας καὶ κατόπιν ἔγινε σύγκελλος καὶ σκευοφύλακας αὐτῆς. Ἐπειδὴ δὲ ὁ τότε Πατριάρχης Κωνσταντῖνος πέθανε, ἀπὸ τὸν βασιλιὰ καὶ τὴν σύγκλητο, ἀναγκάστηκε νὰ χειροτονηθεῖ Πατριάρχης ὁ Θεόδωρος. Θεάρεστα ἀφοῦ διακυβέρνησε τὴν Ἐκκλησία γιὰ δυὸ χρόνια καὶ τρεῖς µῆνες, ἀποµακρύνθηκε τοῦ θρόνου (678) ἀπὸ τὸν βασιλιὰ Κωνσταντίνο Πωγωνᾶτο. Ἡ ἀποµάκρυνση αὐτὴ δὲν µάρανε τὸν θεῖο ζῆλο τοῦ Πατριάρχη Θεοδώρου καὶ ἀφοῦ πέρασε τὸ ὑπόλοιπό της ζωῆς του ἐπίσης θεάρεστα, ἀπεβίωσε εἰρηνικά. (Ἄλλες Συναξαριακὲς πηγὲς ἀναφέρουν, ὅτι ὁ Ἁγ. Θεόδωρος, ἐπανῆλθε στὸν θρόνο του µετὰ τὸν θάνατο τοῦ πατρ. Γεωργίου Α´ καὶ πατριάρχευσε ἀπὸ τὸ 683 ἕως τὸ 686).

Ὁ Ὅσιος Λουκᾶς ὁ Τριγλινός
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά. Μᾶλλον εἶναι ὁ ἡγούµενος τῆς Μονῆς Βαθέος Ῥύακος στὴν Τρίγλια.

Ὁ Ἅγιος Μαυρίκιος, ὁ γιός του Φωτεινὸς καὶ οἱ Ἅγιοι 70 Μάρτυρες
Αὐτοὶ µαρτύρησαν στὰ χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Μαξιµιανοῦ (286-305) καὶ ἦταν στρατιῶτες ποὺ διέµεναν στὴν Ἀπάµεια τῆς Βιθυνίας τοῦ Πόντου. Ὅταν πέρασε ἀπὸ ἐκεῖ ὁ Μαξιµιανός, καταγγέλθηκαν ὅτι ἦταν χριστιανοί. Ὅταν τοὺς κάλεσε ὁ βασιλιάς, οἱ Ἅγιοι ὁµολόγησαν καὶ µπροστά του ὅτι ἦταν χριστιανοὶ καὶ ἀµέσως τότε τοὺς ἀφαιρέθηκαν οἱ στρατιωτικὲς ζῶνες καὶ τοὺς ἔριξαν στὴ φυλακή. Ὅταν µετὰ τρεῖς µέρες ῥωτήθηκαν καὶ πάλι, ἔµειναν ἀµετάθετοι στὸ φρόνηµά τους καὶ ἔτσι τοὺς κρέµασαν καὶ τοὺς ξέσχισαν τὶς πλευρές. Ὁ δὲ Μαξιµιανός, γιὰ νὰ κάνει πικρότερο τὸ µαρτύριο τοῦ Μαυρικίου, ἀποκεφάλισε µπροστά του τὸν γιό του Φωτεινό. Αὐτοὺς δέ, τοὺς πῆγε σὲ τόπο µὲ βρώµικα βαλτόνερα, ὅπου τοὺς ἔδεσε γυµνοὺς σὲ πασσάλους καὶ τοὺς ἄλειψε µὲ µέλι. Οἱ µάρτυρες, ἔµειναν ἔτσι δεµένοι ἐπὶ 10 ἡµέρες, τελικὰ ὅµως, ἀπὸ τὰ τσιµπήµατα τῶν ἐντόµων, παρέδωσαν µαρτυρικὰ τὸ πνεῦµα τους στὸ Θεό.

Κυριακή 26 Δεκεμβρίου 2010

Ἁγιολόγιον - Δεκέµβριος 26

Ἡ Σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου - Ἡ φυγὴ στὴν Αἵγυπτο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου
Ὅταν οἱ µάγοι προσκύνησαν τὸ Χριστό, ἀναχώρησαν γιὰ τὴν πατρίδα τους, χωρὶς νὰ περάσουν ἀπὸ τὸ βασιλιὰ Ἡρῴδη. Τότε ἄγγελος Κυρίου φάνηκε σὲ ὄνειρο στὸν Ἰωσὴφ καὶ τοῦ εἶπε νὰ πάρει τὸ παιδὶ µὲ τὴν µητέρα του καὶ νὰ φύγει στὴν Αἴγυπτο. Καὶ ἔµειναν ἐκεῖ, µέχρι ποὺ πέθανε ὁ Ἡρῴδης, γιὰ νὰ ἐπαληθευθεῖ ἔτσι ἐκεῖνο ποὺ ἐλέχθη διὰ τοῦ προφήτου Ὠσηέ: «Ἐξ Αἰγύπτου ἐκάλεσα τὸν υἱόν µου» (Ὤσ. ια΄ 1). Μετὰ τὴν φυγὴ τοῦ Κυρίου στὴν Αἴγυπτο, ὁ Ἡρῴδης ἔστειλε στρατιῶτες καὶ θανάτωσαν ὅλα τὰ παιδιὰ ποὺ ἦταν στὴ Βηθλεὲµ καὶ τὰ περίχωρά της, ἀπὸ ἡλικίας δυὸ ἐτῶν καὶ κάτω. Διότι τόσο εἶχε ὑπολογίσει τὴν ἡλικία τοῦ Χριστοῦ, Τὸν ὁποῖο φοβόταν ὅτι θὰ τοῦ ἔπαιρνε τὴν βασιλεία. Ἐπίσης, ἡ φυγὴ τοῦ Κυρίου στὴν Αἴγυπτο, κατὰ τὸν Ἅγιο Νικόδηµο τὸν Ἁγιορείτη, φράσσει καὶ τὰ στόµατα τῶν αἱρετικῶν. Διότι ὅπως λέει, ἂν δὲν ἔφευγε ὁ Κύριος καὶ φονευόταν ἀπὸ τὸν Ἡρῴδη, θὰ εἶχε ἐµποδιστεῖ ἡ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Ἂν πάλι τὸν συνελάµβαναν καὶ δὲν φονευόταν, θὰ ἔλεγαν πολλοὶ ὅτι δὲ φόρεσε ἀνθρώπινη σάρκα, ἀλλὰ µόνο κατὰ φαντασία. Ἔπειτα, ἡ φυγὴ φανερώνει ἄλλη µία φορά, ὅτι τίποτα δὲν µπορεῖ νὰ µαταιώσει τὰ σχέδια τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Ἅγιος Εὐθύµιος ὁ Ὁµολογητής, ἐπίσκοπος Σάρδεων
Ὁ Σ. Εὐστρατιάδης, στὸ Ἁγιολόγιό του, ἀναφέρει γιὰ τὸν Ἅγιο αὐτὸν τὰ ἑξῆς:
Ἤκµασεν ἐπὶ τῆς βασιλείας Κωνσταντίνου καὶ Εἰρήνης (780-797), γεννηθεῖς ἐν Λυκαονίᾳ καὶ σπουδάσας ἐν Ἀλεξάνδρειᾳ. Μετὰ τὴν ἀποπεράτωσιν τῶν σπουδῶν αὐτοῦ κατέφυγεν εἰς µονήν τινα ἀποκαρεῖς µοναχὸς καὶ διαπρέψας ἐν τῇ µοναχικῇ πολιτείᾳ· διὰ δὲ τὴν ἀρετὴν καὶ τὴν παιδείαν αὐτοῦ προεβιβάσθη εἰς τὸν µητροπολιτικὸν θρόνον τῶν Σάρδεων, λαβὼν µέρος ἐν τῇ κατὰ τῶν εἰκονοµάχων
ἀθροισθείσῃ ἐν Νίκαιᾳ τὸ δεύτερον Ἑβδόµῃ οἰκουµενικῇ συνόδῳ (787), ἐν ᾗ τὴν ὀρθὴν τῆς ἐκκλησίας δόξαν µετὰ παῤῥησίας καὶ θάῤῥους καθωµολόγησε καὶ ὑπέγραψε (ἴδε Mansi, τ. XII, σ. 1087-1088). Τὰ ἐξαιρετικὰ αὐτοῦ προσόντα ἐκτιµῶντες οἱ βασιλεῖς ἐνεπιστεύθησαν αὐτῷ διαφόρους δηµοσίας ἀποστολάς, ἀλλ΄ ἐπὶ τῆς βασιλείας Νικηφόρου Α΄ (802-811), ἐπὶ καταγγελίᾳ γενοµένη παρὰ ἀνωτέρου ὑπαλλήλου ἐν Σάρδεσι ὅτι ἔκειρε µοναχὴν κόρην, ἣν ἐζήτει οὗτος εἰς γάµον, ὁ Εὐθύµιος ἐξωρίσθη εἰς τὴν νῆσον Παττάλαραν λίαν ταλαιπωρηθεῖς. Ἐκ τῆς ἐξορίας ἐπανῆλθεν εἰς Κωνσταντινούπολη (814), ἀλλὰ καὶ πάλιν µετὰ τὴν ἔκρηξιν τῆς εἰκονοµαχίας ἐπὶ Λέοντος τοῦ Ἰσαύρου (813-820), ὀπαδὸς τῆς ἐναντίας ταχθεῖς µερίδος, ἐξωρίσθη εἰς Ἀσσὸν (παρὰ τὸ Ἀδραµύτιον), ἔνθα παρέµεινε µέχρι τοῦ θανάτου τοῦ Λέοντος ἀνακληθεῖς ὑπὸ Μιχαὴλ τοῦ Τραυλοῦ (820-829)· ἀλλὰ καὶ τοῦτον καταβροντήσας δι᾿ ὧν κατὰ πρόσωπον αὐτοῦ εἶπεν, «εἰ τὶς οὐ προσκυνεῖ τὸν Κύριον ἡµῶν Ἰησοῦν Χριστὸν εἰκόνι περιγραπτὸν ἤτω ἀνάθεµα», ἐξώργισε καὶ ἠνάγκασε νὰ ἐξορίσει αὐτὸν εἰς τὸν Ἀκρίταν, ἔνθα ἐνέκλεισεν αὐτὸν εἰς ζοφερωτάτην φυλακὴν ἐκεῖ διὰ βουνεύρων τυπτόµενος καὶ ἐκ τῶν πληγῶν ἐξογκωθεῖς ὡς ἀσκὸς ὀκτὼ ἡµέρας µετὰ τὴν ἄθλησιν, πρὸς Κύριον ἐξεδήµησε». Θεῷ παραστάς, Εὐθύµιε, τρισµάκαρ, πλήρης ἄληκτου τυγχάνεις εὐθυµίας. (Ἡ µνήµη τοῦ Ἁγίου, ἀπὸ ὁρισµένους Συναξαριστές, περιττῶς ἐπαναλαµβάνεται καὶ τὴν 11η Ὀκτωβρίου).

Ὁ Ὅσιος Κωνσταντῖνος «ὁ ἐξ Ἰουδαίων»
Καταγόταν ἀπὸ τὰ Σύναδα τῆς Φρυγίας, Ἑβραῖος στὸ γένος, ἐπέστρεψε στὴ χριστιανικὴ πίστη καὶ βαπτίστηκε στὴ Μονὴ τοῦ Φουβουτίου, ὅπου εἶχε καταφύγει. Ἀπὸ τὴν Μονὴ αὐτὴ πῆγε στὸν Ὄλυµπο καὶ ἀπὸ τὸν Ὄλυµπο στὰ Μῦρα τῆς Λυκίας. Κατόπιν ἐπισκέφθηκε τὴν Κύπρο, τὴν Ἀττάλεια καὶ ἄλλους τόπους γιὰ νὰ καταλήξει καὶ πάλι στὸν Ὄλυµπο, ὅπου ἔκανε αὐστηρὴ νηστεία 40 ἡµερῶν, χωµένος µέχρι τὴν µέση σ΄ ἕνα λάκκο. Ἐκεῖ χειροτονήθηκε ἱερέας καὶ στὴ συνέχεια ἔφυγε στὴν Ἀτρώα, ὅπου καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

Ὁ Ὅσιος Εὐάρεστος
Καταγόταν ἀπὸ τὴν Γαλατία ἀπὸ γονεῖς ἔνδοξους καὶ ἐπισήµους τῆς χώρας αὐτῆς. Ἀφοῦ καλὰ καὶ ὅσια ἐκπαιδεύτηκε στὴ χώρα του, πῆγε µὲ τὸν πατέρα του στὴν Κωνσταντινούπολη ἐπὶ Λέοντος τοῦ Ἰσαύρου (813-820) καὶ τὸν φιλοξενοῦσε ὁ συγγενής του πατρίκιος Βρυέννιος. Ὅταν αὐτὸς στάλθηκε ἀπὸ τὴν βασίλισσα Θεοδώρα πρέσβυς στοὺς Βούλγαρους, πῆρε κοντά του καὶ τὸν Εὐάρεστο καὶ ὅταν ἔφτασαν στὸν τόπο, ποὺ ὀνοµαζόταν Σκόπελο, ἐκεῖ ὁ Εὐάρεστος συνάντησε γέροντα ἀσκητή, στὸν ὁποῖο προσκολλήθηκε καὶ ἐκάρη µοναχός. Ὁ δὲ γέροντας, βλέποντας τὴν ὑψηλὴ πνευµατικὴ ἔφεση τοῦ νέου, τὸν ἔστειλε µὲ συστατικὴ ἐπιστολὴ στὴ Μονὴ Στουδίου, ὅπου ὁ Εὐάρεστος διέπρεπε σὰν αὐστηρὸς ἀσκητής. Ἐκεῖ λοιπὸν ὁσιακὰ ἀφοῦ ἔζησε καὶ τὰ ὑπόλοιπα χρόνια τῆς ζωῆς του, ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ σὲ ἡλικία 79 χρονῶν. Τὸ δὲ τίµιο λείψανό του ἐναποτέθηκε στὴ Μονὴ Κοκουρουβίου (ἢ Κοκκοροβίου).

Ὁ Ἅγιος Κωνστάντιος ὁ Ῥῶσος, ὁ Νέος Ἱεροµάρτυρας
Ὁ Κωνστάντιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ῥωσία καὶ ὑπηρετοῦσε σὰν ἐφηµέριος στὴ Ῥωσικὴ Πρεσβεία στὴν Κωνσταντινούπολη. Κατὰ τὸν Ῥωσοτουρκικὸ πόλεµο ἦλθε στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ παρέµεινε γιὰ ἀρκετὸ χρονικὸ διάστηµα στὴ Μεγίστη Λαύρα, ἀπ΄ ὅπου ἀναχώρησε στὰ Ἱεροσόλυµα γιὰ προσκύνηµα στοὺς Ἁγίους Τόπους. Ἐπανῆλθε στὴ Μεγίστη Λαύρα καὶ περίµενε τὴν εἰρήνη µεταξὺ Ῥωσίας καὶ Τουρκίας. Ὅταν ἐπιτεύχθηκε ἡ εἰρήνη, ὁ Ἅγιος πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ παρέµεινε σὰν ἐφηµέριος στὴν ἴδια πρεσβεία. Ἐκεῖ ὅµως, ἄγνωστο γιὰ ποιοὺς λόγους, ἦλθε σὲ προστριβὴ µὲ τὸν Ῥῶσο Πρέσβη καὶ εἴτε ἀπὸ φόβο εἴτε ἀπὸ θυµό, παρουσιάστηκε στὸν Σουλτάνο καὶ ἀρνήθηκε τὸν Χριστό. Γιὰ τὴν ἐνέργειά του αὐτὴ ἔτυχε µεγάλων τιµῶν καὶ περιποιήσεων ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Μετὰ ἀπὸ λίγες ἡµέρες συναισθάνθηκε τὸ µεγάλο του ὀλίσθηµα, µετανοηµένος ἔκλαψε πικρὰ καὶ πόθησε τὸ µαρτύριο. Ἔτσι πέταξε τὰ τούρκικα ῥοῦχα, φόρεσε ἕνα φθαρµένο ῥάσο, παρουσιάστηκε στὸν Σουλτάνο καὶ µὲ θάῤῥος ὁµολόγησε τὸν Χριστὸ καὶ ἀποκήρυξε τὴν θρησκεία τοῦ Μωάµεθ. Χωρὶς καµιὰ διαδικασία, οἱ Τοῦρκοι πῆραν τὸν µάρτυρα καὶ τὸν ἀποκεφάλισαν µπροστὰ στ΄ ἀνάκτορα τοῦ σοῦλτάνου τὸ 1743.

Κυριακὴ µετὰ τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ
Κατὰ τὴν 26η τοῦ µήνα αὐτοῦ, ἂν τύχει Κυριακὴ ἢ ἂν δὲν τύχει Κυριακὴ ὁποιαδήποτε µέρα ποὺ νὰ συµπίπτει 26 Δεκεµβρίου, τιµοῦµε τὴν µνήµη τῶν Ἁγίων.
● Ἰωσὴφ τοῦ Μνηστῆρα τῆς Παρθένου Παναγίας
● τοῦ Δαβὶδ τοῦ Προφήτη καὶ βασιλιὰ καὶ.
● Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου.
Δηλαδή, τὸ κατὰ κόσµον γένος καὶ οἰκογένεια τοῦ Χριστοῦ.
(Συνήθως αὐτὴ τὴν Κυριακή, τελεῖται ἡ θεία Λειτουργία τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου, ποὺ εἶναι µία ἀπὸ τὶς ἀρχαιότερες θ. Λειτουργίες).

Σάββατο 25 Δεκεμβρίου 2010

Ἁγιολόγιον - Δεκέµβριος 25

Ἡ Γέννησις τοῦ Χριστοῦ


Αὐτὴν τὴν ἡµέρα ἡ ἁγία Ἐκκλησία µας γιορτάζει τὸ µεγάλο καὶ ἀνερµήνευτο γεγονὸς τῆς κατὰ σάρκα γεννήσεως τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Μετὰ τὸν Εὐαγγελισµὸ τῆς Παρθένου Μαρίας ἀπὸ τὸν ἀρχάγγελο Γαβριὴλ καὶ ἐνῷ πλησίαζε ὁ καιρὸς νὰ τελειώσουν οἱ ἐννιὰ µῆνες ἀπὸ τὴν ὑπερφυσικὴ σύλληψη τοῦ Χριστοῦ στὴν παρθενική της µήτρα, ὁ Καῖσαρ Αὔγουστος διέταξε ἀπογραφὴ τοῦ πληθυσµοῦ τοῦ ῥωµαϊκοῦ κράτους. Τότε ὁ Ἰωσὴφ µαζὶ µὲ τὴν Θεοτόκο, ξεκίνησαν γιὰ τὴν Βηθλεέµ, γιὰ νὰ ἀπογραφοῦν ἐκεῖ. Ἐπειδὴ ὅµως εἶχε πλησιάσει ὁ καιρὸς νὰ γεννήσει ἡ Παρθένος καὶ δὲν ἔβρισκαν κατοικία νὰ καταλύσουν, διότι εἶχε µαζευτεῖ πολὺς λαὸς στὴ Βηθλεέµ, µπῆκαν σὲ ἕνα φτωχικὸ σπήλαιο. Ἐκεῖ ἡ Θεοτόκος γέννησε τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ σπαργάνωσε σὰν βρέφος τὸν Κτίστη τῶν ἁπάντων. Ἔπειτα Τὸν ἔβαλε ἐπάνω στὴ φάτνη τῶν ἀλόγων ζῴων, διότι «ἔµελλε νὰ ἐλευθέρωση ἡµᾶς ἀπὸ τὴν ἀλογίαν», ὅπως χαρακτηριστικὰ γράφει ὁ Ἅγιος Νικόδηµος ὁ Ἁγιορείτης. Ἀπὸ τότε, ὅλοι οἱ πιστοὶ χριστιανοὶ µὲ χαρὰ ψάλλουν τὸν ὕµνο τῶν ἀγγέλων ἐκείνης τῆς νύκτας: «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία». Δόξα δηλαδή, ἂς εἶναι στὸ Θεό, ποὺ βρίσκεται στὰ ὕψιστα µέρη τοῦ οὐρανοῦ καὶ στὴ γῆ ὁλόκληρη, ποὺ εἶναι ταραγµένη ἀπὸ τὴν ἁµαρτία ἂς βασιλεύσει ἡ θεία εἰρήνη, διότι ὁ Θεὸς ἔδειξε τὴν ἀγάπη Του στοὺς ἀνθρώπους µὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ Του. Νὰ σηµειώσουµε ἐδῶ, ὅτι ἡ γιορτὴ τῶν Χριστουγέννων καθιερώθηκε γιὰ πρώτη φορὰ τὴν 25η Δεκεµβρίου τοῦ 397 ἐπὶ πατριαρχείας Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόµου. Κατ᾿ ἄλλους ὁ πατριάρχης Ἱεροσολύµων Ἰουβενάλιος, χώρισε τὶς δυὸ γιορτὲς τῶν Φώτων καὶ τῶν Χριστουγέννων, οἱ ὁποῖες παλιότερα γίνονταν τὴν ἴδια µέρα, δηλαδὴ τὴν 6η Ἰανουαρίου.

Ἡ Προσκύνησις τῶν Μάγων
Βλέπε κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον Κεφάλαιο Β´ στίχοι 1 ἕως 12.

Μνήµη τῶν ποιµένων, ποὺ εἶδαν τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό
Βλέπε κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιον Κεφάλαιο Β´ στίχοι 1 ἕως 20.


Παρασκευή 24 Δεκεμβρίου 2010

Ἁγιολόγιον - Δεκέµβριος 24

Ἡ Ἁγία Εὐγενία ἡ Ὀσιοπαρθενοµάρτυς καὶ Παραµονὴ Χριστουγέννων (Νηστεία ἐκ πάντων)
Ἔζησε στὸ δεύτερο µισὸ τοῦ 3ου αἰῶνα µ.Χ. Καταγόταν ἀπὸ τὴν Ῥώµη καὶ οἱ γονεῖς της ὀνοµαζόταν Φίλιππος καὶ Κλαυδία. Ἐπίσης, εἶχε καὶ δυὸ ἄλλα ἀδέλφια, τὸν Ἀβίτα καὶ τὸ Σέργιο. Ὁ πατέρας της διορίστηκε ἔπαρχος στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ πῆγε ἐκεῖ µὲ ὅλη του τὴν οἰκογένεια. Ἐκεῖ ἡ Εὐγενία σπούδασε κατὰ τὸν καλύτερο δυνατὸ τρόπο καὶ ἔµαθε ἄριστα τὴν ἑλληνικὴ καὶ ρωµαϊκὴ φιλολογία. Ὅταν τελείωσε τὶς σπουδές της, ψάχνοντας γιὰ περισσότερη γνώση πῆρε στὰ χέρια της ἀπὸ µία χριστιανὴ κόρη τὶς ἐπιστολὲς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Ὅταν τὶς διάβασε, ἐντυπωσιάσθηκε πολύ. Ἐκεῖ µέσα δὲν ὑπῆρχαν θεωρίες καὶ φιλοσοφικὲς δοξασίες. Οἱ γραµµές τους ἐνέπνεαν ζωὴ καὶ ἐλπίδα. Ἐκείνη τὴν περίοδο, οἱ γονεῖς της ἤθελαν νὰ τὴν δώσουν σύζυγο σὲ κάποιο Ῥωµαῖο ἀξιωµατοῦχο, τὸν Ἀκυλίνα. Τότε ἡ Εὐγενία, ἀρνούµενη νὰ δεχθεῖ αὐτὴ τὴν πρόταση τῶν γονέων της, κάποια νύχτα ντύθηκε ἀνδρικὰ καὶ ἔφυγε σὲ ἄλλη πόλη. Ἐκεῖ κατηχήθηκε, βαπτίσθηκε χριστιανὴ καὶ ἔλαβε συγχρόνως τὸ µοναχικὸ σχῆµα. Μετὰ ἀπὸ χρόνια, ἐπέστρεψε στὸ σπίτι της καὶ ἡ ἀναγνώριση ἀπὸ τοὺς γονεῖς της ἔγινε µέσα σὲ δάκρυα καὶ ἀνέκφραστη χαρά. Δὲν πέρασε πολὺς καιρὸς καὶ ὅλοι στὸ σπίτι τῆς Εὐγενίας δέχθηκαν τὸ χριστιανισµό. Ἀπὸ µῖσος τότε οἱ εἰδωλολάτρες τραυµάτισαν θανάσιµα τὸν πατέρα της. Καὶ ὅταν ἡ Εὐγενία ἐπέστρεψε στὴ Ῥώµη, ἐπειδὴ δὲ θυσίαζε στὰ εἴδωλα, τὴν ἀποκεφάλισαν, τερµατίζοντας ἔτσι ἔνδοξα «τὸν καλὸν ἀγῶνα τῆς πίστεως» µαζὶ µὲ τὴν ἐπίγεια ζωή της.

Ἡ Ἁγία Βάσιλα
Στοὺς Συναξαριστὲς σηµειώνεται µόνο, ὅτι συµµαρτύρησε µὲ τὴν Ἁγία Εὐγενία καὶ θανατώθηκε διὰ ἀποκεφαλισµοῦ. Ὁ Σ. Εὐστρατιάδης ὅµως, νοµίζει ὅτι ἡ Ἁγία αὐτὴ εἶναι ἡ µητέρα τῆς Ἁγίας Εὐγενίας, διότι µαζὶ µ᾿ αὐτὴ ἀναφέρεται καὶ ἡ µνήµη τοῦ πατέρα τῆς Ἁγίας Εὐγενίας, Φιλίππου, καθὼς καὶ τῶν ὑπηρετῶν της, Πρωτᾶ καὶ Ὑακίνθου, ποὺ ὅλοι µαζὶ µαρτύρησαν στὴν Ῥώµη ἐπὶ Κοµόδου (180-192 µ.Χ.). Ἀλλ᾿ ὁ Γαλανὸς στοὺς «Βίους τῶν Ἁγίων» ἀναφέρει ὅτι τὴν Βάσιλα προσήλκυσε στὸ χριστιανισµὸ ἡ Ἁγία Εὐγενία στὴ Ῥώµη. Ὁ µνηστῆρας ὅµως τῆς Ἁγίας Βασίλας, Ποµπήιος, ἦταν εἰδωλολάτρης καὶ κατέδωσε στὶς ἀρχὲς τὴν Ἁγ. Βάσιλα καὶ τὴν Ἁγία Εὐγενία, µὲ ἀποτέλεσµα, ἡ µὲν πρώτη νὰ ἀποκεφαλιστεῖ, ἡ δὲ δεύτερη ἀφοῦ πρῶτα ῥίχτηκε στὸν ποταµὸ Τίβερη καὶ διασώθηκε, κατόπιν νὰ ἀποκεφαλιστεῖ καὶ αὐτή.

Ὁ Ἅγιος Φίλιππος
Ἦταν πατέρας τῆς Ἁγίας Εὐγενίας καὶ µαρτύρησε, ἀφοῦ θανατώθηκε µὲ µαχαῖρι.

Οἱ Ἅγιοι Πρωτᾶς καὶ Ὑάκινθος
Ἦταν ὑπηρέτες καὶ ἀργότερα συνασκητὲς τῆς Ἁγίας Εὐγενίας, οἱ ὁποῖοι µαρτύρησαν διὰ ξίφους στὴ Ῥώµη.

Ὁ Ὅσιος Νικόλαος «ὁ ἀπὸ στρατιωτῶν»
Αὐτὸς ὁ Ἅγιος ἦταν στρατιώτης καὶ πῆρε µέρος στὸν πόλεµο κατὰ τῶν Βουλγάρων, ἐπὶ Νικηφόρου τοῦ Λογοθέτου (802-811). Σὲ µία ὁδοιπορία διανυκτέρευσε σὲ ἕνα ξενοδοχεῖο. Τὴ νύχτα ὅµως, ἡ κόρη τοῦ ξενοδόχου τοῦ ἐπιτέθηκε µὲ ἁµαρτωλὲς προθέσεις. Ἀλλ᾿ ὁ Νικόλαος συγκρατήθηκε καὶ δὲν µόλυνε τὸ σῶµα του ἀπὸ τὴν αἰσχρὴ πράξη, στὴν ὁποία τὸν καλοῦσε καὶ τὸν ἐρέθιζε ἡ πονηρὴ κόρη. Τότε ἀξιώθηκε νυκτερινῆς ὀπτασίας, ποὺ ἐπιβράβευσε τὴν ἁγνότητά του. Ὅταν ἐπέστρεψε ἀπὸ τὸν πόλεµο σῶος καὶ ἀβλαβῆς, ἀποσύρθηκε σὲ κάποια Μονή, ὅπου ἔγινε µοναχός. Καὶ ἀφοὺ ἔζησε ζωὴ ὁσία, πέθανε εἰρηνικά.

Ὁ Ἅγιος Ἀχαϊκός
Μαρτύρησε διὰ ξίφους.

Ὁ Ὅσιος Ἀντίοχος
Ὁ Ἅγιος Νικόδηµος ὁ Ἁγιορείτης ὑποθέτει, ὅτι ὁ Ὅσιος αὐτὸς εἶναι ὁ λεγόµενος Πάνδεκτος (δηλαδὴ ὁ συγγραφέας τῆς Πανδέκτου), ποὺ ἔζησε στὰ µέσα τοῦ 7ου αἰῶνα, καταγόταν ἀπὸ τὴν Γαλατία καὶ ἦταν µοναχὸς στὴ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Σάββα στὰ Ἱεροσόλυµα. Αὐτὸς µάλιστα περιέγραψε καὶ τὴν ἅλωση τῆς Ἱερουσαλὴµ ἀπὸ τοὺς Ἄραβες καὶ θρήνησε τὸ φόνο τῶν µοναχῶν τῆς Λαύρας ἀπὸ τοὺς ἐπιδροµεῖς. Γιὰ τὸν Ἀντίοχο καλὴ µελέτη ἔγραψε ὁ ἀρχιµ. Κάλλιστος (1910) καὶ ὁ Ἰ. Φωκυλίδης στὸ ἔργο του «Ἡ Ἱερὰ Λαύρα Σάββα τοῦ ἡγιασµένου».

Ὁ Ὅσιος Βιτιµίων
Μᾶλλον ἀσκητὴς τῆς ἐρήµου ποὺ ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

Ὁ Ὅσιος Ἀφροδίσιος
Μᾶλλον ἀσκητὴς τῆς ἐρήµου ποὺ ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

Οἱ Ἅγιοι Σόσσιος καὶ Θεόκλειος
Ἄγνωστοι στὸν Συναξαριστὴ τοῦ Ἁγίου Νικόδηµου. Ἀναφέρονται στὸν Παρισινὸ Κώδικα 1621, µὲ λίγα βιογραφικὰ στοιχεῖα. Μαρτύρησαν ἐπὶ Μαξιµιανοῦ (286-305) καὶ Μαγνεντίου. Συνελήφθησαν σὰν χριστιανοὶ ἀπὸ τὸν ἡγεµόνα Βαῦδο (ποὺ ἦταν ἡγεµόνας τῆς Ἀδριανουπόλεως τῆς Μακεδονίας) καὶ ἐπειδὴ δὲν πείστηκαν ν᾿ ἀρνηθοῦν τὸν Χριστό, βασανίστηκαν ἀνελέητα µὲ τὸν πιὸ φρικτὸ τρόπο. Τόσα πολλὰ εἶναι τὰ βασανιστήριά τους, ποὺ εἶναι ἀδύνατο νὰ ἀπαριθµηθοῦν καὶ ἀπορεῖ κανεὶς πὼς κατόρθωσαν νὰ ἐπιζήσουν. Τελικά τους ἀποκεφάλισαν καὶ ἔτσι ἔλαβαν τὰ ἄφθαρτα στεφάνια τοῦ µαρτυρίου.

Ὁ Ἅγιος Κάστουλος
Ἄγνωστος στὸν Συναξαριστὴ τοῦ Ἁγίου Νικόδηµου καὶ τὰ ἔντυπα Μηναῖα. Ἀναφέρεται στὸν Παρισινὸ Κώδικα 1621 µὲ σύντοµο βιογραφικὸ ὑπόµνηµα. Σύµφωνα λοιπὸν µ᾿ αὐτό, ὁ Ἅγιος αὐτὸς µαρτύρησε στὰ χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Λικινίου (307-323), στὸν ὁποῖο καταγγέλθηκε σὰν χριστιανός. Ἀφοῦ τὸν συνέλαβαν, τὸν κρέµασαν καὶ τοῦ ἔγδαραν τὸ δέρµα. Κατόπιν τὸν παρέδωσαν στὸν ἡγεµόνα Ζηλικίνθιο καὶ ἐπειδὴ δὲν κατάφερε κι᾿ αὐτὸς νὰ ἀλλαξοπιστήσει τὸν µάρτυρα, τὸν βασάνισε σκληρὰ καὶ στὸ τέλος τὸν ἀποκεφάλισε.

Ὁ Ἅγιος Ἀχµέδ ὁ Νεοµάρτυρας
Βλέπε βιογραφικό του σηµείωµα τὴν 3η Μαΐου.

Ὁ Ὅσιος Ἀγάπιος ὁ νεώτερος
Ὁ Ἀγάπιος ὁ νεώτερος, κατὰ κόσµον Ἀντώνιος Ἀντωνόπουλος, γνωστὸς καὶ ὡς Ἀγάπιος Παπαντωνόπουλος (Δηµητσάνα, 1753-1812). Φοίτησε στὴ σχολὴ τῆς γενέτειράς του, ὅπου εἶχε διδασκάλους τὸν Ἀγάπιο Λεονάρδο καὶ τὸν Γεράσιµο Γοῦνα. Ὅταν µὲ τὰ Ὀρλοφικὰ ἡ σχολὴ ἔκλεισε, ὁ Ἀγάπιος ἀκολούθησε τὸν Γεράσιµο Γοῦνα στὴ Σµύρνη, ὅπου συνέχισε τὶς σπουδές του στὴ φηµισµένη σχολὴ τῆς πόλης µὲ σχολάρχη τὸν Ἰερόθεο Δενδρινό. Στὴ Σµύρνη πῆρε καὶ τὸ σχῆµα τοῦ µοναχοῦ. Ἀργότερα ἀκολούθησε τὸν Γεράσιµο Γοῦνα στὴ Χίο καὶ τελικὰ ἐπέστρεψε στὴ γενέτειρά του Δηµητσάνα, ὅπου τὸν Αὔγουστο τοῦ 1781 ἀνέλαβε τὴν διεύθυνση τῆς παλιᾶς σχολῆς του. Τὴ φήµη της ἡ σχολὴ τῆς Δηµητσάνας τὴν ὀφείλει κατὰ κύριο λόγο στὸν Ἀγάπιο τὸν νεώτερο, ὁ ὁποῖος ἐπὶ 32 ὁλόκληρα χρόνια ἄσκησε τὰ καθήκοντα τοῦ σχολάρχη µὲ µοναδικὴ εὐσυνειδησία, ἐργατικότητα καὶ ἐντιµότητα. Ἕνα ἄλλο χαρακτηριστικό του Ἀγάπιου, ποὺ µᾶς ἀποκαλύπτεται στὴν ἀλληλογραφία του, εἶναι ἡ ἁπλότητα καὶ λιτότητα τῆς ζωῆς του: «... ζῶµεν δηµητσανίτικα», γράφει στὸν Ἄνθιµο Καράκαλλο, ποὺ ἔνθερµα ὑποστήριζε τὸ ἔργο τῆς σχολῆς, «πότε µὲ µολόχες, πότε µὲ τζικνίδες, πότε µὲ ἁβρονιές, πότε µὲ ἀριάνι, πότε µὲ µοναχὸ ψωµί». Συγγραφικὸ ἔργο τοῦ Ἀγάπιου δὲν ἔχουµε. Ἡ διδασκαλία του ὅµως, ἦταν ὁ σπόρος ἀπὸ τὸν ὁποῖο βλάστησαν πολλοὶ ἔξοχοι διδάσκαλοι καὶ κληρικοὶ τῆς ἐποχῆς.

Πέμπτη 23 Δεκεμβρίου 2010

Ἁγιολόγιον - Δεκέµβριος 23

Οἱ Ἅγιοι δέκα Μάρτυρες ποὺ µαρτύρησαν στὴν Κρήτη
Ἀπὸ αὐτούς, οἱ µὲν Θεόδουλος, Σατορνίνος, Εὔπορος, Γελάσιος καὶ Εὐνικιανός, ἦταν ἀπὸ τὴν Γορτυνία τῆς Κρήτης. Ὁ Ζωτικός, ἀπὸ τὴν Κνωσσό. Ὁ Ἀγαθόπους ἀπὸ τὸ λιµένα Πανούρµου. Ὁ Βασιλειάδης (ἢ Βασιλείδης) ἀπὸ τὴν Κυδωνιά. Ὁ Εὐάρεστος καὶ ὁ Μόβιος (ἢ Πόµπιος, ἢ Πόντιος) ἀπὸ τὸ Ἡράκλειο. Ὅλοι µαρτύρησαν τὸν 3ο αἰῶνα µ.Χ., ὅταν αὐτοκράτορας ἦταν ὁ Δέκιος. Καὶ οἱ δέκα µε πολὺ ζῆλο ἐργάζονταν γιὰ τὴν διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου στὸ νησί. Καταγγέλθηκαν στὸν ἔπαρχο Κρήτης, ποὺ ἦταν συνώνυµος τοῦ αὐτοκράτορα, ὀνοµαζόταν δηλαδὴ κι αὐτὸς Δέκιος. Ὁ ἔπαρχος, ὅταν εἶδε τὴν ἀνθηρὴ νεότητά τους καὶ τὸ ἀῤῥενωπό τους παράστηµα, προσπάθησε νὰ τοὺς παρασύρει µὲ πολλὲς ὑποσχέσεις ἐγκόσµιων ἀπολαύσεων καὶ ἡδονῶν. Ἀλλὰ ὅταν εἶδε ὅτι τίποτα δὲν πετύχαινε, διέταξε νὰ τοὺς µαστιγώσουν, καὶ κατόπιν τοὺς λιθοβόλησαν. Οἱ γενναῖοι µάρτυρες τοῦ Χριστοῦ ὑπέµειναν ἡρωικὰ τὰ βασανιστήρια, ἐνθυµούµενοι τὰ λόγια του ψαλµῳδοῦ: «Ἀνδρίζεσθε καὶ κραταιούσθω ἡ καρδία ὑµῶν, πάντες οἱ ἐλπίζοντες ἐπὶ Κύριον». Δηλαδή, νὰ ἔχετε γενναῖο καὶ ἀνδρεῖο φρόνηµα, καὶ ἡ καρδιά σας ἂς γίνεται κραταιὰ καὶ ἀτρόµητη, ὅλοι ἐσεῖς ποὺ ἐλπίζετε στὸν Κύριο. Κατόπιν, µὲ διαταγὴ τοῦ ἔπαρχου, οἱ στρατιῶτες ἔκοψαν µὲ τὰ ξίφη τους τὶς τίµιες κεφαλὲς τῶν δέκα χριστιανῶν Ἁγίων.

Ὁ Ὅσιος Παῦλος Ἀρχιεπίσκοπος Νεοκαισαρείας
Ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Λικινίου (307-323) καὶ ἦταν ἐπίσκοπος Νεοκαισάρειας. Ξακουστὸς γιὰ τὴν ἀρετή του ὁ Παῦλος, τὸν κάλεσε ὁ Λικίνιος µὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι θὰ µετέστρεφε τὸ φρόνηµά του. Ἀφοῦ οὔτε µὲ ἀπειλές, οὔτε µὲ ὑποσχέσεις κατάφερε νὰ κλονίσει τὴν πίστη του, διέταξε νὰ τὸν κάψουν µὲ πυρωµένα σίδερα στὰ χέρια. Κατόπιν τὸν ἐξόρισε σὲ κάποιο φρούριο, κοντὰ στὸν ποταµὸ Εὐφράτη, ὅπου ἔµεινε µέχρι ποὺ κατέβηκε ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος στὴν Ἀνατολή. Τότε ἀπελευθερώθηκε, µαζὶ µὲ ἄλλους κρατούµενους καὶ ὁ Παῦλος ἐπανῆλθε στὴν ἐπισκοπή του. Στὴν Α´ Οἰκουµενικὴ Σύνοδο, ποὺ ἔγινε στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας, ἔλαβε µέρος καὶ ἔδειξε τὰ τραύµατά του, τὰ ὁποῖα ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ἀσπάστηκε. Κατόπιν γύρισε στὴν ἐπαρχία του, ὅπου µετὰ ἀπὸ λίγα χρόνια ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

Ὁ Ἅγιος Ναούµ ὁ Θεοφόρος καὶ θαυµατουργὸς
Ὑπῆρξε συνεργάτης τοῦ Κυρίλλου καὶ Μεθοδίου, τὸν 9ο αἰῶνα (842), στοὺς ἀγῶνες τους γιὰ τὴν διάδοση τῆς χριστιανικῆς πίστης στὴ Βουλγαρία. Καὶ στὸ βαρὺ αὐτὸ ἔργο, ὅπου συνάντησαν µεγάλα ἐµπόδια καὶ ἐπικίνδυνες ἀντιστάσις, ἡ παρουσία τοῦ Ναοὺµ εἶχε µεγάλη ἐπίδραση. Διότι στὴ δύναµη τῆς διδασκαλίας του, πρόσθετε καὶ τὴν ἐντύπωση, ποὺ προκαλοῦσαν τὰ θαύµατα ποὺ ἐνεργοῦσε µὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ναούµ, ἐπιστρέφοντας ἀπὸ τὴν Ῥώµη, ὅπου πῆγε στὸν τότε Πάπα Ἀδριανό, πέρασε καὶ ἀπὸ τὴν Γερµανία, ὅπου ὑπῆρχαν πολλὲς καὶ διάφορες αἱρέσεις. Καὶ ἀφοῦ κήρυξε καὶ ἐκεῖ ἀγωνιζόµενος γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία, ἐπανῆλθε καὶ πάλι στὴ Βουλγαρία. Ἐκεῖ, ὀργάνωσε µαζὶ µὲ ἄλλους συναγωνιστές του, σῶµα ἐσωτερικῆς ἱεραποστολῆς καὶ ἐργάστηκε θερµότατα γιὰ τὴν διάδοση τοῦ χριστιανισµοῦ µὲ τὰ κηρύγµατά του καὶ τὶς συνεχεῖς διδακτικὲς περιοδεῖες του. Ὁ θάνατος τὸν βρῆκε ὄρθιο, νὰ κοπιάζει µέχρι τελευταίας του πνοῆς γιὰ τὸν εὐσεβῆ σκοπό του.

Μνήµη Ἐγκαινίων τῆς Ἁγίας Σοφίας (562 µ.Χ.)

Ὁ Ἅγιος Σχίνων
Μαρτύρησε διὰ ξίφους.

Ὁ Ὅσιος Νήφων ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς
Ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστὲς καὶ τὰ Μηναῖα. Ἡ ζωή του βρίσκεται στοὺς ἀρχαίους Κώδικες καὶ µεταγενέστερους, ὅπως στοὺς Λαυριωτικοὺς Β81 φ. 1-155,1 23 φ. 228α-278, Λ. 66 φ. 32α -58 καὶ στὸν Βατοπεδινὸ 618 φ. 143α-159. Ἡ ἐπιγραφὴ τῆς βιογραφίας του ἔχει ὡς ἑξῆς: «Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡµῶν Νήφωνος τοῦ ἐν Κωνσταντινουπόλει µὲν ἀσκήσαντος, γενοµένου δὲ ἐπισκόπου Κωνσταντιανῆς κατὰ Ἀλεξάνδρειαν». Στὸν Λαυριωτικὸ Κώδικα Β 81, λέγεται ἐπίσκοπος Ἀλµυρουπόλεως καὶ ὅτι ἀπεβίωσε 23 Δεκεµβρίου. Ἀκολουθία του βρίσκεται στὸν Κώδικα Δ. δ. II τῆς Κρυπτοφέρης (Βλ. Κατάλογο Roechi σελ. 389). Ἐλεύθερη ἀπόδοση τῆς ζωῆς του ἀπὸ τὸ βυζαντινὸ χειρόγραφο, βρίσκεται στὸ βιβλίο «Ἕνας ἀσκητὴς Ἐπίσκοπος», ἔκδοση Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου Ὠρωποῦ (1993).

Ὁ Ἅγιος Χρυσόγονος
Ὁ Χρυσόγονος αὐτὸς εἶναι ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστὲς καὶ τὰ ἔντυπα Μηναῖα. Ἡ µνήµη του ἀναφέρεται στὸν Σαβαϊτικὸ Κώδικα 635 τὴν ἡµέρα αὐτή, ὡς ἑξῆς: «Χρυσογόνου ἔπαρχου πόλεως Θεσσαλονίκης» (βλ. Δηµητριεύσκη, Τυπικά, τόµος Β´, σελ. 365).

Ὁ Ἅγιος Πόµπιος
Ἡ µνήµη του ἀναφέρεται ἐπιγραµµατικὰ στὸ «Μικρὸν Εὐχολόγιον ἢ Ἁγιασµατάριον» ἔκδοση Ἀποστολικῆς Διακονίας 1959, χωρὶς ἄλλες πληροφορίες. Πουθενὰ ἀλλοῦ δὲν ἀναφέρεται ἡ µνήµη του (ἴσως εἶναι τὸ ἴδιο πρόσωπο µὲ τὸν µάρτυρα Μόβιο ἢ Πόµπιο, ἀπὸ τοὺς 10 µάρτυρες τῆς Κρήτης, βλ. στὴν ἀρχὴ 23 Δεκ.).

Τετάρτη 22 Δεκεμβρίου 2010

Ἁγιολόγιον - Δεκέµβριος 22

Ἡ Ἁγία Ἀναστασία ἡ Μεγαλοµάρτυς (ἢ Φαρµακολύτρια)
Ὁ πατέρας της ἦταν Ῥωµαῖος πατρίκιος, Πραιτεξτάτος ὀνοµαζόµενος καὶ ἡ µητέρα της Φαῦστα. Ἡ Ἀναστασία διακρινόταν γιὰ τὴν ὀµορφιὰ τοῦ σώµατος, τὴν µόρφωση, τὸ ἄµεµπτο ἦθος καὶ τὴν σωφροσύνη της. Σὲ µικρὴ ἡλικία, παντρεύτηκε ἕνα Ῥωµαῖο ἄρχοντα, τὸν Ποπλίονα. Αὐτὸς ἦταν φανατικὸς εἰδωλολάτρης καὶ µισοῦσε θανάσιµα τοὺς χριστιανούς. Ἡ Ἀναστασία, ὅµως, ὄχι. Γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν ἄργησε νὰ δεχθεῖ τὸ ἅγιο Βάπτισµα καὶ νὰ γίνει χριστιανή. Ἀλλὰ καὶ ἡ στάση της δὲν ἦταν παθητική. Ἔβαζε φτωχὰ ῥοῦχα καὶ πήγαινε στὶς φυλακές, ὅπου ἔδινε τροφὲς καὶ χρήµατα στοὺς φυλακισµένους χριστιανοὺς µάρτυρες. Ὅταν ἔµαθε αὐτὸ ὁ σύζυγός της, ἐξοργισµένος τῆς εἶπε ὅτι, ἂν δὲν ἀλλάξει τὸ χριστιανικό της φρόνηµα, θὰ γίνει ὁ χειρότερος ἐχθρός της. Ἡ Ἀναστασία, χωρὶς νὰ ταραχθεῖ, ἀπάντησε στὸ σύζυγό της ὅτι αὐτὰ ποὺ λέει δὲν τὴν ἐκπλήσσουν, οὔτε τὴν φοβίζουν. Διότι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ἐνηµέρωσε τοὺς ἀγωνιζόµενους πιστούς Του ὅτι: «Ἐχθροί του ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ». Δηλαδή, ἐχθροί του πιστοῦ ἀνθρώπου θὰ εἶναι οἱ ἄνθρωποι τοῦ σπιτιοῦ του, ποὺ δὲ θὰ δεχθοῦν τὸ Εὐαγγέλιο, τὸ ὁποῖο φέρνει τὴν ἀληθινὴ καὶ οὐράνια εἰρήνη. Τότε ὁ Ποπλίων χωρὶς δισταγµὸ τὴν κατήγγειλε στὸ Διοκλητιανό. Αὐτὸς τὴν φυλάκισε καὶ κατόπιν τὴν ἐξόρισε σὲ ἕνα νησί, ὅπου ὑπέστη µαρτυρικὸ θάνατο µέσα στὴ φωτιά.

Ὁ Ἅγιος Χρυσόγονος
Ἦταν ἄνθρωπος θεοσεβὴς καὶ διδάσκαλος τῆς ἁγίας Ἀναστασίας τῆς Φαρµακολυτρίας. Καταγόταν ἀπὸ τὴν Ῥώµη καὶ ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ (290). Ἐπειδὴ τότε κινήθηκε διωγµὸς κατὰ τῶν χριστιανῶν, ἔπιασαν καὶ τὸν Χρυσόγονο καὶ τὸν φυλάκισαν. Ὅταν ὁ Διοκλητιανὸς βρισκόταν στὴ Νίκαια, ἔµαθε ὅτι στὴ Ῥώµη ἦταν πολὺ πλῆθος χριστιανῶν φυλακισµένο, ποὺ ἂν καὶ βασανίστηκε σκληρὰ δὲν ἀρνήθηκε τὴν πίστη του, ἐπειδὴ εἶχε παρακινητὴ στὸ µαρτύριο τὸν θεῖο Χρυσόγονο. Τότε ὁ Διοκλητιανὸς διέταξε νὰ θανατωθοῦν ὅλοι οἱ χριστιανοὶ ποὺ δὲν θὰ ἀρνηθοῦν τὸν Χριστὸ καὶ τὸν Χρυσόγονο νὰ τὸν φέρουν δεµένο µπροστά του. Ὅταν λοιπὸν ὁ Χρυσόγονος παρουσιάστηκε στὸν βασιλιά, τὸ φρόνηµά του δὲν κάµφθηκε οὔτε ἀπὸ κολακεῖες, οὔτε ἀπὸ φοβέρες. Ἀντίθετα µάλιστα, µὲ θάῤῥος διακήρυξε ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ µόνος ἀληθινὸς Θεὸς καὶ ὅτι οἱ Θεοὶ εἶναι πλάνη τῶν ἀνθρώπων καὶ φθορὰ τῶν ψυχῶν καὶ ἀπώλεια. Ὅταν ἄκουσε αὐτὰ ὁ τύραννος, διέταξε νὰ τὸν φέρουν σὲ ἔρηµο τόπο καὶ νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν. Ἔτσι ὁ µακάριος Χρυσόγονος, πῆρε τὸ στεφάνι τοῦ µαρτυρίου ἀπὸ τὸν Κύριο.

Ἡ Ἁγία Θεοδότη καὶ τὰ τρία παιδιά της
Ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Διοκλητιανοῦ (284-304) καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Βιθυνία. Στὴ Νίκαια γνώρισε τὴν Ἁγία Ἀναστασία τὴν Φαρµακολύτρια, µαζὶ µὲ τὸν δάσκαλό της Χρυσόγονο καὶ ὅλοι µαζὶ ἐπισκέπτονταν στὶς φυλακὲς τοὺς µάρτυρες χριστιανοὺς καὶ τοὺς συµπαραστέκονταν ποικιλοτρόπως. Ὅταν τὸ ἔµαθε αὐτὸ ὁ Διοκλητιανός, θέλησε νὰ δώσει τὴν Θεοδότη γιὰ γυναῖκα στὸν ἄρχοντα Λευκάδιο (ἢ Λευκάτιο), µὲ σκοπὸ νὰ τὴν ἑλκύσει στὴν εἰδωλολατρία. Αὐτὴ ὅµως ἀρνήθηκε καὶ παραδόθηκε στὸν ἄρχοντα Βιθυνίας ὑπατικὸ Νικήτιο, ὁ ὁποῖος τὴν ἔριξε µαζὶ µὲ τὰ τρία παιδιά της στὴ φωτιά, ὅπου βρῆκαν µαρτυρικὸ θάνατο.

Ὁ Ἅγιος Ζωΐλος
Ὑπέστη µαρτυρικὸ θάνατο ἐπὶ Διοκλητιανοῦ, ὅταν µαζὶ µὲ τὶς ἅγιες γυναῖκες Ἀγάπη, Εἰρήνη καὶ Χιονία, περισυνέλεξε ἀπὸ τὰ νερὰ τῆς λίµνης τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου Χρυσογόνου (µνήµη τοῦ ὁποίου προαναφέραµε). (Ἐδῶ, ὁρισµένα Συναξάρια ἀναφέρουν µαζὶ καὶ τὴν µνήµη κάποιου Ἁγίου Εὐτυχιανοῦ).

Μνήµη Θυρανοιξίας τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ
Πρόκειται γιὰ θυρανοίξια τοῦ Ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας στὴν Κωνσταντινούπολη.
Τὸ φωτοδρόµιο τῆς Μεγάλης τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίας (Ἁγίας Σοφίας)

Τρίτη 21 Δεκεμβρίου 2010

Ἁγιολόγιον - Δεκέµβριος 21

Ἡ Ἁγία Ἰουλιανή
Οἱ γονεῖς τῆς Ἰουλιανῆς ἦταν εἰδωλολάτρες καὶ θέλησαν νὰ τὴν µνηστεύσουν µὲ κάποιο διακεκριµένο ἀξιωµατοῦχο τῆς Ἀντιοχείας, τὸν Ἐλεύσιο. Ἀλλὰ ἡ Ἰουλιανὴ ἀρνήθηκε σθεναρά. Ἡ ἄρνησή της κατέπληξε τοὺς γονεῖς της, διότι µέχρι ἐκείνη τὴν στιγµὴ δὲν τοὺς εἶχε φέρει καµιὰ ἀντίῤῥηση καὶ ἦταν ὑπάκουη κόρη. Ὁ Ἐλεύσιος µὲ πληγωµένο ἐγωισµὸ ζητοῦσε ἐκδίκηση. Ἀφοῦ ἐρεύνησε καὶ παρακολούθησε γιὰ πολὺ καιρὸ τὴν Ἰουλιανή, ἔµαθε ὅτι ἐν ἀγνοίᾳ τῶν γονέων της εἶχε γίνει χριστιανή. Ἔτσι ὁ Ἐλεύσιος τὴν κατήγγειλε στὸν ἔπαρχο, µὲ ἀποτέλεσµα νὰ συλληφθεῖ καὶ νὰ φυλακισθεῖ. Μέσα στὴ φυλακή, συνεχίστηκαν οἱ προσπάθειες νὰ γίνει σύζυγος τοῦ Ἐλευσίου καὶ νὰ ἀποφύγει τὸν κίνδυνο τοῦ θανάτου. Ἀλλὰ ἡ Ἰουλιανὴ προτιµοῦσε νὰ πεθάνει, παρὰ νὰ πάρει εἰδωλολάτρη σύζυγο. Τότε ὁ Ἐλεύσιος µὲ διαταγὴ τοῦ ἔπαρχου καὶ πολὺ µῖσος τὴν µαστίγωσε ἀνελέητα. Ἔπειτα, ἔκαψε τὸ πρόσωπό της µὲ πυρακτωµένο σίδερο, καὶ τῆς εἶπε: «Πήγαινε τώρα στὸν καθρέπτη νὰ καµαρώσεις τὴν ὀµορφιά σου». Ἡ δὲ Ἰουλιανή, µὲ ἕνα ἐλαφρὸ µειδίαµα τοῦ ἀπάντησε: «Στὴν ἀνάσταση τῶν δικαίων, στὰ πρόσωπα δὲ θὰ ὑπάρχουν πληγὲς καὶ ἐγκαύµατα. Θὰ ὑπάρχουν µόνο οἱ πληγὲς τῶν ψυχῶν ἀπὸ τὴν ἁµαρτία. Γι΄ αὐτό, Ἐλεύσιε προτιµῶ τώρα τὶς πληγὲς τοῦ σώµατος, ποὺ εἶναι προσωρινές, παρὰ τὶς πληγὲς τῆς ψυχῆς, ποὺ βασανίζουν αἰώνια». Μετὰ ἀπὸ λίγο, τὸ ξίφος τοῦ δηµίου ἔκοψε τὸ νεανικὸ κεφάλι τῆς Ἰουλιανῆς. Ἀργότερα ὁ Ἐλεύσιος, ὅταν βρέθηκε ναυαγὸς σὲ κάποιο ἄγνωστο νησί, βρῆκε τραγικὸ τέλος, ὅταν τὸν κατασπάραξε ἕνα ἄγριο λιοντάρι.

Οἱ Ἅγιοι 500 Μάρτυρες
Αὐτοὶ πίστεψαν στὸν Χριστὸ διὰ τῆς Ἁγίας Ἰουλιανῆς καὶ κατόπιν ὅλοι µαρτύρησαν διὰ ξίφους.

Οἱ Ἁγίες 130 γυναῖκες
Αὐτὲς πίστεψαν στὸν Χριστὸ διὰ τῆς Ἁγίας Ἰουλιανῆς καὶ στὴ συνέχεια ὅλες µαρτύρησαν διὰ ἀποκεφαλισµοῦ.

Ὁ Ἅγιος Θεµιστοκλῆς
Προστάτης τῶν διωκοµένων χριστιανῶν µπορεῖ νὰ χαρακτηριστεῖ ὁ ἅγιος Θεµιστοκλῆς. Καταγόταν ἀπὸ τὰ Μῦρα τῆς Λυκίας καὶ ἔζησε στὰ µέσα του 3ου αἰῶνα µετὰ Χριστόν. Ὅταν ἐπὶ διωγµοῦ τοῦ Δεκίου ἔπασχαν ἀνήκουστα πράγµατα οἱ χριστιανοί, ὁ Θεµιστοκλῆς, βοσκὸς τὸ ἐπάγγελµα, ἔκρυψε πολλοὺς σὲ δυσπρόσιτα ὀρεινὰ µέρη. Καταγγέλθηκε γι᾿ αὐτό, ἀλλὰ ἀρνήθηκε νὰ δείξει τὰ κρησφύγετα τῶν διωκοµένων. Καταδικάστηκε λοιπὸν καὶ αὐτός, σύρθηκε δὲ σὲ ἔδαφος, στὸ ὁποῖο εἶχαν µπήξει σιδερένια καρφιὰ καὶ ἔτσι παρέδωσε στὸν Θεὸ τὴν ἁγία του ψυχή.

Ὁ Ἅγιος Πέτρος ὁ Θαυµατουργὸς Μητροπολίτης πάσης Ῥωσίας (Ρῶσος)

Δευτέρα 20 Δεκεμβρίου 2010

Ἁγιολόγιον - Δεκέµβριος 20

Ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος καὶ Ἱεροµάρτυρας
Ὁ χρόνος γέννησης καὶ ἡ ἐθνικότητα τοῦ Ἁγίου Ἰγνατίου εἶναι ἀσαφῆ. Στὸ θρόνο τῆς Ἀντιοχείας ὁ Ἰγνάτιος ἀνέβηκε µεταξὺ 68-70 µ.Χ. Ποίµανε σὰν ἀποστολικὸς διδάσκαλος καὶ στάθηκε φρουρὸς τῶν ψυχῶν τοῦ ποιµνίου του. Ὅταν ὁ Τραϊανὸς διέταξε διωγµὸ κατὰ τῶν Χριστιανῶν, θαῤῥαλέα ὁ Ἰγνάτιος, ἐνῷ ὁ βασιλιὰς περνοῦσε ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια, παρουσιάστηκε µπροστά του καὶ ὑπεράσπισε τὰ δίκαια τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν ἀλήθεια τῆς χριστιανικῆς πίστης. Τότε ὁ Τραϊανὸς, διέταξε τὴν σύλληψη τοῦ Ἰγνατίου καὶ τὴν µεταφορά του στὴ Ῥώµη. Οἱ χριστιανοὶ τῆς Ῥώµης σκόπευαν νὰ τὸν ἀπαλλάξουν ἀπὸ τὸ µαρτύριο, ἀλλὰ ὁ Ἰγνάτιος, µὲ φλογερὴ δίψα πρὸς τὸ µαρτύριο, ἔγραψε σ΄ αὐτοὺς νὰ ἀφήσουν νὰ γίνει τὸ θέληµα τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, τὴν 20ή Δεκεµβρίου τοῦ ἔτους 107 µ.Χ., τὸν ἔριξαν στὸ ἀµφιθέατρο, ὅπου πεινασµένα θηρία τὸν κατασπάραξαν. Διασώθηκαν µόνο τὰ µεγαλύτερα ἀπὸ τὰ ὀστά του, ποὺ µεταφέρθηκαν καὶ τάφηκαν µὲ τιµὲς στὴν Ἀντιόχεια. Ἀργότερα µετακοµίσθηκαν στὴ Ῥώµη (β΄ ἀνακοµιδὴ τὸ 540 µ.Χ. καὶ ἐναποτέθησαν στὸν Ἱερὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Κλήµεντος). Ἔτσι, ὁ Ἰγνάτιος ἔµεινε µέχρι τέλους πιστὸς στὴ διδαχὴ τοῦ Χριστοῦ, καὶ «ὁ µένων ἐν τῇ διδαχῇ τοῦ Χριστοῦ, οὗτος καὶ τὸν πατέρα καὶ τὸν υἷον ἔχει». Ἐκεῖνος δηλαδή, ποὺ µένει στὴ διδαχὴ τοῦ Χριστοῦ, αὐτὸς καὶ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸ ἔχει, διότι αὐτὸς ἔγινε ναὸς τοῦ Θεοῦ καὶ ἑποµένως φέρει µέσα τοῦ τὸ Θεό. Γι΄ αὐτὸ καὶ ὁ Ἰγνάτιος ἐπονοµάσθηκε Θεοφόρος.

Ὁ Ὅσιος Φιλογόνιος Πατριάρχης Ἀντιοχείας
Ὅπως ὁ Χρυσόστοµος, ὁ Βασίλειος, ὁ Ἀµβρόσιος καὶ τόσοι ἄλλοι διαπρεπέστατοι ποιµένες τῆς Ἐκκλησίας, ἔτσι καὶ ὁ Φιλογόνιος διακρίθηκε στὴν ἀρχὴ σὰν δικηγόρος. Τόσο ἡ εὐγλωττία του, ὅσο καὶ ἡ ἀναµφισβήτητη καὶ ὑπέροχη εὐσέβεια καὶ χρηστότητά του, ἔκαναν τοὺς χριστιανούς, καθὼς λέει γι᾿ αὐτὸν ὁ θεῖος Χρυσόστοµος, νὰ τὸν ἁρπάξουν µέσα ἀπὸ τὴν ἀγορὰ καὶ νὰ τὸν ἐξαναγκάσουν νὰ δεχτεῖ τὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο τῆς µεγάλης καὶ περίλαµπρης ἐκείνης πόλης. Ἀπὸ τὸν Χρυσόστοµο πάλι µαθαίνουµε, ὅτι ὁ Φιλογόνιος τὸ δικηγορικό του ἐπάγγελµα εἶχε ἐξασκήσει σὰν ἱερὴ διακονία, ὑπερασπίζοντας πάντοτε τοὺς ἀδικηµένους καὶ προστατεύοντας αὐτοὺς ἀπὸ τὰ ἀδικήµατα τῶν ἰσχυρότερων. Καὶ συνεχίζει ὁ Χρυσόστοµος νὰ µᾶς πληροφορεῖ ὅτι ὁ λαµπρὸς αὐτὸς ἐπίσκοπός της Ἀντιοχείας ἦταν παντρεµένος καὶ χειροτονήθηκε ἔχοντας τὴν γυναῖκα του καὶ τὴν θυγατέρα του. Καὶ αὐτὸ δὲν τὸν ἐµπόδισε καθόλου, στὸ νὰ ἀφιερώσει ὅλες του τὶς δυνάµεις γιὰ τὴν ποίµνη ποὺ τοῦ ἐµπιστεύτηκαν. Ὁ Φιλογόνιος ἔζησε ἐπὶ Μεγάλου Κωνσταντίνου καὶ πέθανε εἰρηνικά.

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ ῥάφτης Νεοµάρτυρας ἀπὸ τὴν Θάσο
Τὸ ἡρωικὸ αὐτὸ παιδὶ γεννήθηκε στὸ χωριὸ Μαριαῖς τοῦ νησιοῦ Θάσου. Σὲ ἡλικία 14 ἐτῶν ἦλθε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ µάθαινε τὴν τέχνη τοῦ ῥάφτη στὸ Γαλατᾶ. Κάποτε πῆγε σ΄ ἕνα κατάστηµα Ἑβραίου ἐµπόρου γιὰ ν΄ ἀγοράσει κλωστὲς καὶ φιλονίκησε µ΄ αὐτόν. Ὁ Ἑβραῖος βρῆκε τὴν εὐκαιρία τὴν ὥρα ποὺ ὁ Χόντζας βρισκόταν πάνω στὸν µιναρέ, κατηγόρησε τὸν Ἰωάννη ὅτι βρίζει τὴν πίστη καὶ τὸ προσκύνηµα τῶν Τούρκων. Ὅταν τὸ παιδὶ ὁδηγήθηκε µπροστὰ στὸν βεζίρη καὶ πιεζόταν ν΄ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό, µὲ γενναιότητα ἀπάντησε: «Δὲν θ΄ ἀρνηθῶ ποτὲ τὸν γλυκύτατό µου Ἰησοῦ Χριστό, καὶ ἂν ἀκόµα µύρια βάσανά µου κάνετε καὶ τὸ βασίλειό σας ὅλο µου χαρίσετε». Βλέποντας ὁ βεζίρης τὴν ἀµετάθετη γνώµη τοῦ παιδιοῦ, διέταξε τὸν ἀποκεφαλισµό του. Ἔτσι στὴν τοποθεσία «Τσαρσὶ τῶν γουναράδων» ὁ δήµιος ἔκοψε µαρτυρικὰ λίγο-λίγο τὸ κεφάλι τοῦ ἡρωικοῦ παιδιοῦ στὶς 20 Δεκεµβρίου 1652. Τὸν βίο τοῦ Ἁγίου συνέγραψε ὁ Ἰωάννης Καρυοφύλλης καὶ ὁ Μελέτιος Συρίγου.

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κρονστάνδης (Ρῶσος)
Στοιχεῖα γιὰ τὴ ζωή του παίρνουµε ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης» τοῦ ἐπισκ. Ἀλεξάνδρου Σεµενὼφ - Τιαν - Σάνσκυ, ποὺ τὸ µετέφρασε ὁ Ἀρχιµ. Τιµόθεος Καθηγούµενος τῆς Ἱ. Μονῆς Παρακλήτου Ὠρωποῦ καὶ τὸ ἐξέδωσε ἡ ἴδια ἡ Μονή. Αὐτὸς ὁ ἅγιος Ἰωάννης λοιπόν, γεννήθηκε στὶς 18 Ὀκτωβρίου τοῦ 1829 στὸ χωριὸ Σούρα τοῦ νοµοῦ Ἀρχάγγελκ καὶ τὸ πρῶτο του ὄνοµα ἦταν Ἰβὰν Ἠλὶτς Σέργιεφ. Οἱ γονεῖς του ὀνοµαζόταν Ἠλίας Μιχαήλοβιτς Σέργιεφ καὶ ἦταν ἱεροψάλτης, ἡ δὲ µητέρα του Θεοδώρα Βλάσιεβνα. Στὴν ἀρχὴ τὰ γράµµατα τὰ «ἔπαιρνε» δύσκολα, ἀλλὰ κατόπιν προχώρησε καὶ µὲ κρατικὴ ὑποτροφία. Τὸ 1851, µπῆκε στὴ Θεολογικὴ Ἀκαδηµία τῆς Πετρουπόλεως. Μετὰ τὴν ἀποφοίτησή του ἀπὸ τὴν Σχολή, παντρεύτηκε τὴν Ἐλισάβετ Κωνσταντίνοβα καὶ τοῦ πρότειναν νὰ ἀναλάβει θέση ἱερέα στὸν καθεδρικὸ ναὸ τῆς Κρονστάνδης ἀφιερωµένο στὸν Ἁγ. Ἀνδρέα τὸν Πρωτόκλητο. Στὶς 11 Νοεµβρίου 1855 ἔγινε ἡ χειροτονία του σὲ διάκονο καὶ τὴν ἑποµένη σὲ πρεσβύτερο. Χειροτονήθηκε στὴν Πετρούπολη ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο Βιννίσκυ Χριστόφορο στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Πέτρου καὶ Παύλου. Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα ἀρχίζει µία τέτοια πνευµατικὴ ἀνοδικὴ πορεία, ποὺ εἶναι ἀδύνατο νὰ περιγράψει κανεὶς µέσα σὲ λίγες γραµµές. Ὑπῆρξε φωτεινὸ παράδειγµα λειτουργοῦ ἱερέως, ἄριστος ποιµένας, ἀφοῦ ἵδρυσε πολλὰ εὐαγῆ ἱδρύµατα καὶ ἔδωσε ὅλο τοῦ τὸν ἑαυτὸ στὴ βοήθεια τῶν συνανθρώπων του. Ἐπίσης συνέγραψε πολὺ πνευµατικὰ ἔργα καὶ ὁ Θεὸς τοῦ εἶχε δωρίσει τὸ χάρισµα νὰ θαυµατουργεῖ διὰ τῶν θερµῶν τοῦ προσευχῶν. Πέθανε στὶς 7.40 τὸ πρωὶ τῆς 20ῆς Δεκεµβρίου τοῦ 1908 σὲ ἡλικία 80 χρονῶν, ἀφήνοντας πίσω του ἕνα τεράστιο πνευµατικὸ ἀλλὰ καὶ ὑλικὸ ἔργο γιὰ τὸ ποίµνιό του.
Ὁρισµένα Συναξάρια, τοποθετοῦν αὐτὴν τὴν ἡµέρα, τὰ προεόρτια (ἢ τουλάχιστον τὴν ἀρχὴ τῶν προεορτίων) τῆς κατὰ σάρκα Γεννήσεως τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡµῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Κυριακή 19 Δεκεμβρίου 2010

Ἁγιολόγιον - Δεκέµβριος 19

Οἱ Ἅγιοι Βονιφάτιος καὶ Ἀγλαΐα ἡ Ῥωµαία
Ἔζησαν τὸν 3ο µ.Χ. αἰῶνα. Ἡ Ἀγλαΐα ἀνῆκε στὴν τάξη τῶν εὐγενῶν καὶ πλούσιων Ῥωµαίων γυναικῶν καὶ ἦταν πάντα πρόθυµη στὶς ἐλεηµοσύνες καὶ στὶς διάφορες ἀγαθοεργίες. Ὁ δὲ Βονιφάτιος ἦταν γραµµατέας τῆς περιουσίας τῆς Ἀγλαΐας καὶ ἐπόπτης τῶν κτηµάτων της. Ὅπως ἡ κυρία του, ἦταν καὶ αὐτὸς εὔσπλαχνος καὶ φιλάνθρωπος. Διαχειριζόταν τὴν περιουσία τῆς Ἀγλαΐας µὲ πολλὴ τιµιότητα, καὶ ἀπέναντι στοὺς ὑπηρέτες ἦταν εὐγενέστατος. Ἀλλὰ ἡ ἀνεξέλεγκτη καλοζωία ἔπνιξε τὴν πνευµατικότητα τοῦ Βονιφατίου καὶ τῆς Ἀγλαΐας. Ἄναψε τὴν εὔφλεκτη νεότητά τους καὶ παρασύρθηκαν ἀπὸ τὶς ἔνοχες σαρκικὲς ἡδονές. Εὐτυχῶς ὅµως, ὁ ἔλεγχος τῶν συνειδήσεών τους ἦταν αὐτὸς ποὺ τελικὰ ἐπικράτησε. Ἁµάρτησαν. Ἔκλαψαν καὶ οἱ δυὸ πικρά. Θὰ τοὺς δεχόταν ἄραγε καὶ πάλι ὁ Θεὸς σὰν ζωντανὰ µέλη τῆς Ἐκκλησίας του; Γιατί ὄχι; Ἄλλωστε, ὁ Ἴδιος εἶπε: «Χαρὰ γίνεται ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ ἐπὶ ἐνὶ ἁµαρτωλῷ µετανοοῦντι». Δηλαδή, χαρὰ γίνεται στοὺς οὐρανοῦς, µὲ τὴν παρουσία ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ, ποὺ συµµετέχουν στὴ χαρὰ αὐτή, γιὰ ἕναν ἁµαρτωλὸ ποὺ µετανοεῖ. Μὲ πολλὴ συντριβὴ λοιπόν, οἱ δυὸ µετανοοῦντες ἐξοµολογήθηκαν τὸ ἠθικό τους ὀλίσθηµα σὲ πνευµατικὸ ἱερέα καὶ ἡ ἠθική τους ἐπιστροφὴ καὶ ἀναγέννηση ἦταν πλέον γεγονός. Ἔτσι ἀργότερα ὁ µὲν Βονιφάτιος πέθανε µαρτυρικὰ γιὰ τὴν πίστη στὴν Ταρσὸ τῆς Κιλικίας, ἡ δὲ Ἀγλαΐα, ἀφοῦ πούλησε τὰ ὑπάρχοντά της, ἀφιέρωσε τὴ ζωή της στὴν ἀνακούφιση τῶν φτωχῶν καὶ τῶν πασχόντων.

Οἱ Ἅγιοι Ἠλίας, Πρόβος καὶ Ἄρης
Ὅλοι κατάγονταν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο καὶ ἐµπνεόµενοι ἀπὸ τὴν θερµή τους πίστη, πήγαιναν σὲ διάφορες πόλεις καὶ ὑπηρετοῦσαν τοὺς διωκόµενους χριστιανούς. Στὴν Ἀσκαλώνα συνελήφθησαν, ἐπέµεναν στὴν ὁµολογία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ καταδικάστηκαν σὲ θάνατο ἀπὸ τὸν κριτὴ Φιρµιλιανό. Καὶ ὁ µὲν Ἠλίας καὶ Πρόβος ἀποκεφαλίστηκαν, ὁ δὲ Ἄρης παρέδωσε τὴν ἁγία του ψυχὴ µέσα στὶς φλόγες.

Οἱ Ἅγιοι Τιµόθεος καὶ Πολύευκτος
Καὶ οἱ δυὸ πέθαναν ἀφοῦ τοὺς ἔριξαν µέσα στὴ φωτιά. Ὁ µὲν Τιµόθεος στὴν Ἀφρική, ὁ δὲ Πολύευκτος στὴν Καισαρεία, διότι κατηχοῦσαν καὶ βάπτιζαν εἰδωλολάτρες. Παρ᾿ ὅλο ποὺ κατὰ τὴν θανατικὴ ἐκτέλεση ἦταν παρόντες καὶ οἱ δικοί τους καὶ ἔκλαιγαν τσιρίζοντας, αὐτοὶ ἀτρόµητοι µὲ τὴν θεία χάρη, τοὺς παρηγοροῦσαν. Μπῆκαν δὲ µέσα στὶς φλόγες, διατηρῶντας τὴν εὐψυχία τους καὶ ψάλλοντες ὕµνους πρὸς τὸν Κύριο. (Ὁρισµένοι Συναξαριστὲς λανθασµένα ἀναφέρουν τὴν ἡµέρα αὐτὴ καὶ δεύτερο Ἅγιο Πολύευκτο, ποὺ ὅµως πρόκειται γιὰ τὸν ἴδιο µε τὸν πιὸ πάνω Ἅγιο).

Οἱ Ἅγιοι Εὐτύχιος, Θεσσαλονίκη, 200 ἄνδρες καὶ 70 γυναῖκες
Ὅλοι µαρτύρησαν διὰ ξίφους.

Ὁ Ὅσιος Γρηγέντιος ἐπίσκοπος Αἰθιοπίας
Ἔζησε τὸν 6ο αἰῶνα µ.Χ. καὶ καταγόταν ἀπὸ τὰ Μεδιόλανα. Οἱ γονεῖς του ὀνοµαζόταν Ἀγάπιος καὶ Θεοδότη καὶ ἦταν πολὺ εὐσεβεῖς. Ὁ Γρηγέντιος ἀπὸ πολὺ µικρὸς διακρινόταν γιὰ τὴν εὐγλωττία του καὶ γιὰ τὴν µεγάλη ἀρετή του. Γιὰ νὰ καταρτίσει τὸν ἑαυτό του περισσότερο πνευµατικό, ἔκανε ταξίδι στὴν Ἀνατολή, ποὺ τότε ἦταν τὸ µεγαλύτερο θεολογικὸ καὶ πνευµατικὸ κέντρο. Κατόπιν πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἔγινε γνωστὸς τοῦ τότε αὐτοκράτορα Ἰουστίνου καὶ τοῦ Πατριάρχη. Στὴ συνέχεια ἐπισκέφτηκε τὴν Ἀλεξάνδρεια ἐπὶ Πατριάρχου Προτερίου, ὁ ὁποῖος καὶ τὸν χειροτόνησε πρεσβύτερο. Τὰ δὲ ἱερατικά του καθήκοντα, ὁ Γρηγέντιος, ἐκτελοῦσε ἄριστα. Ὅταν χήρεψε ἡ ἐπισκοπὴ Αἰθιοπίας, ὁ βασιλιὰς Ἐλεσβαὰν ζήτησε ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας νὰ τοῦ στείλει ἐπίσκοπο µορφωµένο καὶ ἐνάρετο. Τότε ὁ Πατριάρχης ἐξέλεξε τὸν Γρηγέντιο, ὁ ὁποῖος ἐπετέλεσε τὴν ἀποστολή του µὲ πολὺ ζῆλο καὶ µεγάλη καρποφορία. Στὸν τόπο αὐτὸ ἦταν πολλοὶ Ἑβραῖοι καὶ ἦταν φανατικὰ προσκολληµένοι στὴ θεωρία τους. Ἕνας µάλιστα δεινὸς συζητητὴς ἀπ᾿ αὐτοὺς ἦταν καὶ ὁ Ῥαβίνος Ἐρβᾶς. Ἀλλ᾿ ὁ Γρηγέντιος, µὲ τὰ σοφὰ ἐπιχειρήµατά του, τὴν ἀγαθότητά του καὶ µὲ τὴν θεία χάρη, κατόρθωσε νὰ φέρει στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας τοὺς περισσότερους Ἑβραίους τοῦ τόπου καὶ τὸν ἴδιο τὸν Ἐρβᾶ, ποὺ βαπτίστηκε παρουσία τοῦ βασιλιᾶ καὶ µετονοµάστηκε Λέων καὶ τιµήθηκε µὲ τὸ ἀξίωµα τοῦ Πατρικίου. Ὁ διάδοχός του Ἐλεσβαᾶν γιός του Ἔρδιδος, συνέχισε τὴν ἴδια πολιτικὴ εὐλάβειας πρὸς τὸν Γρηγέντιο. Ὁ Γρηγέντιος πέθανε εἰρηνικὰ στὶς 19 Δεκεµβρίου 552 καὶ τὴ στέρησή του θρήνησε πολὺς κόσµος.

Ὁ Ἅγιος Τρύφων
Μαρτύρησε διὰ ἀπαγχονισµοῦ πάνω σὲ µία ἰτιά.

Ὁ Ὅσιος Ἠλιοῦ Μουρόµας ὁ Θαυµατουργὸς «ὁ ἐν τῷ Σπηλαίῳ» (Ρῶσος)