Τετάρτη 7 Νοεμβρίου 2012

Η σωτηρία προνόμιο και υποχρέωση του Ανθρώπου διαμέσου του Λόγου


            Η Ιστορία της σωτηρίας που διατρέχει την παγκόσμια ιστορία από την Δημιουργία ως και την Δ. Παρουσία ως μέρος αυτής παρουσίασε το χαρακτηριστικό της επιλεκτικής προσεγγίσεως γεγονότων από τον ίδιο τον Θεό, τα οποία γεγονότα συνδέονται μεταξύ τους με ένα σωτηριολογικό δεσμό με βαθμιαία ανάπτυξη. Η κτίση σαν δημιούργημα που είναι, έχει μέσα της την φθορά και τον θάνατο, διότι προέρχεται από το μηδέν, περιέχει τον θάνατο, ο οποίος είναι η διάσπαση και η διαίρεση των όντων. Ο μόνος τρόπος για να αποφευχθεί, να ξεπεραστεί ο θάνατος, είναι η διαρκής κοινωνία και σχέση του κτιστού με το άκτιστο. Για τον σκοπό αυτό δημιουργήθηκε ο άνθρωπος και δημιουργήθηκε στο τέλος, όταν πια είχε ολοκληρωθεί η δημιουργία, ακριβώς σαν κρίκος μεταξύ του υλικού κόσμου και του Θεού. Το προνόμιο του ανθρώπου σε σχέση με τα άλλα λογικά και ελεύθερα όντα, όπως είναι οι άγγελοι, είναι ακριβώς το ότι μετέχει και του υλικού κόσμου και αυτό τον καθιστά ικανό να ενώνει το κτιστό με το άκτιστο, να ενώνει και τον υλικό κόσμο. Συνεπώς δια του ανθρώπου και μόνον θα μπορούσε να ξεπερασθεί ο θάνατος, ο θάνατος για όλη την κτίση. Ο θάνατος δεν είναι κάτι που αφορά μόνον τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος δεν πεθαίνει μόνος του. Πεθαίνει, διότι υπάρχει θάνατος σ' όλη την κτίση. Για να ξεπερασθεί ο θάνατος για τον άνθρωπο, θα πρέπει να ξεπερασθεί συγχρόνως για όλη την κτίση. Μια κτίση που πεθαίνει ως προς όλα τα όντα της τα υλικά, εκτός από τον άνθρωπο είναι αδιανόητη. Αν δεν μεταμορφωθεί η κτίση ολόκληρη, ώστε να μην πεθαίνει τίποτε, δεν μπορεί να υπάρξει αθανασία του ανθρώπου. Μια μη σύννομη με το χριστιανικό δόγμα προσέγγιση που προέρχεται από τον   Άγιο  Αυγουστίνο, είναι ότι ο θάνατος μπήκε σαν τιμωρία για την πτώση του ανθρώπου, κάτι που ο Θεός επέβαλε για να τιμωρήσει τον άνθρωπο, διότι έπεσε, χωρίς να υπάρχει προηγουμένως στην κτίση ο θάνατος. Αν δεχτούμε μια τέτοια προσέγγιση όχι μόνο μιλάμε για ένα Θεό τιμωρό αλλά και για την  εφάπαξ τετελεσμένη  διείσδυση του μηδενός μέσα στα όντα. Επιπλέον Άγιος Αυγουστίνος με την επίδραση του Πλατωνισμού, δέχθηκε την αθανασία, η οποία δίνεται ως σωτηρία της κτίσεως και του ανθρώπου, σαν υπόθεση αθανασίας της ψυχής του ανθρώπου. Δηλαδή στα έσχατα, όταν ο θάνατος καταργηθεί, αυτό θα σημάνει ότι οι ψυχές των ανθρώπων θα ζουν, και τα σώματα ίσως των ανθρώπων θα ζουν, αλλά στον υπόλοιπο κόσμο η φύση θα υφίσταται το θάνατο. 
          Η παραπάνω ερμηνεία καθιστά το θάνατο ως τμηματική παρέμβαση του Θεού «υπό τύπου διορθωτικών κινήσεων» και θα πρέπει να τεθεί ως σωτηριολογική παρέμβαση επί της αποκαλυπτικής του φανέρωσης. Ο θάνατος είναι  φαινόμενο ενιαίο σε όλη την κτίση. Έτσι η Θεολογία δύναται να συνυπάρξει  με την Βιολογία. Κάθε διαφορετική προσέγγιση εξαναγκάζει τη Θεολογία να κάνει μυθολογία. Η Βιολογία βλέπει τον θάνατο σαν ενιαίο φαινόμενο. Όπως πεθαίνει οποιοδήποτε μη ανθρώπινο όν, πεθαίνει και ένας άνθρωπος. Για τους ίδιους λόγους πεθαίνουν και τα δύο. Και όπως είπαμε η διαδικασία του θανάτου, είναι συμφυής με τη γέννηση. Λοιπόν, είναι γενικό βιολογικό φαινόμενο ο θάνατος και για να ξεπερασθεί, χρειάζεται να ξεπερασθεί για όλη την κτίση, ώστε αυτή να μεταμορφωθεί. Η πτώση του ανθρώπου κατέστησε αδύνατη αυτήν την μεταμόρφωση της κτίσεως. Ο άνθρωπος, σαν κρίκος μεταξύ Θεού και της κτίσεως, θα ανέφερε όλη την δημιουργία στον Θεό και σε μια κοινωνία της δημιουργίας με τον Θεό, θα ζούσε ο κόσμος αιώνια. Αυτήν την αποστολή ο άνθρωπος την αρνήθηκε. Αντί να αναφέρει την κτίση στον Δημιουργό για να ενώσει την κτίση με τον Θεό, κάνοντας τον εαυτό του «χάριτι θεό», ανέφερε την κτίση στον εαυτό του. Αλλά επειδή ο ίδιος ήταν κτιστός, ανέφερε τελικά την κτίση σε ένα κτιστό ον. Ο θάνατος, συνεπώς, ήταν αναπόφευκτος για την κτίση. Δεν μπορούσε να ξεπερασθεί ο θάνατος, διότι είναι εγγενής στο κτιστό. Δημιουργήθηκε λοιπόν με την πτώση του ανθρώπου μια αδυναμία υπερβάσεως του θανάτου και μια ψευδής ζωή, δηλαδή δημιουργήθηκε αυτή η βιολογική ζωή, η οποία από το πρώτο της κύτταρο περιέχει τον θάνατο. Εάν έχουμε υπόψη μας όλη αυτήν την παθολογία της κτίσεως, που επιφέρει τον θάνατο, αυτήν την αρρώστια της κτίσεως, βλέπουμε πως και η θεραπεία αυτής της καταστάσεως θα πρέπει να είναι ανάλογη με την αρρώστια. Δεν μπορείς να δώσεις σε έναν άρρωστο φάρμακο χωρίς να κάνεις διάγνωση. Η διάγνωση λοιπόν είναι πολύ σημαντική, πρέπει να γίνει σωστά. Η θεραπεία είναι ακριβώς η σωτηρία του κόσμου. Όταν έχεις έναν άρρωστο, με την διάγνωση αυτή που κάνουμε, που έχει το πρόβλημα αυτό, δεν θα ασχοληθείς με τίποτε άλλο παρά με την θεραπεία του προβλήματος αυτού. Το πρόβλημα στην περίπτωση αυτή είναι, όπως είδαμε, ο θάνατος. Συνεπώς, η σωτηρία δεν μπορεί να αναφέρεται τελικά σε τίποτε άλλο παρά στην υπέρβαση του θανάτου. Η σύγχυση δημιουργήθηκε από το ότι δεν είδαμε αυτήν την διάγνωση, αλλά ξεκινήσαμε από προϋποθέσεις ηθικές και δικανικές. Ωστόσο ο θάνατος, υπήρχε σαν δυνατότητα και πριν. Αυτό που έκανε η ανυπακοή είναι να μην καταστεί δυνατή η θεραπεία του κακού, η υπέρβαση του κακού, που υπήρχε ήδη. Λοιπόν με την υπακοή δεν λύνεται το πρόβλημα αυτομάτως. Ο Μ. Αθανάσιος τονίζει ότι, αν το πρόβλημα της παραπτώσεως του Αδάμ ήταν πρόβλημα αφέσεως αμαρτιών, θα μπορούσε ο Θεός να τον συγχωρήσει· θα μπορούσε ο Αδάμ να μετανοήσει, να κλάψει - και πράγματι έκλαψε, βγήκε από τον Παράδεισο και έκλαψε πικρώς - μετάνοιωσε ο Αδάμ γι' αυτό που έκανε. Θα μπορούσε και ο Θεός να τον συγχωρήσει και όλα θα ήταν καλά. Δεν έφθανε αυτό. Εκείνο που χρειαζόταν ήταν να έρθει ο Λόγος, όπως λέει, να σαρκωθεί, για να ενωθεί πάλι το κτιστό με το άκτιστο. Δεν ήταν δηλαδή το πρόβλημα η υπακοή και η ανυπακοή, δεν ήταν ηθικό το πρόβλημα αλλά οντολογικό. Έπρεπε να γίνει αυτή η ένωση του κτιστού με το άκτιστο, για να γίνει υπέρβαση του θανάτου. Συνεπώς, η σωτηρία δεν είναι θέμα ηθικής. Δεν είναι θέμα να κάνεις ή να μην κάνεις κάτι. Η σωτηρία είναι θέμα σχέσεως, ενώσεως προσωπικής, και όπως είπαμε ο άνθρωπος έχει το προνόμιο αυτό της σωματικής, της υλικής ενώσεως. Πρέπει και το σώμα, η ύλη, να μετέχει σ' αυτήν την ένωση. Ο ψυχοσωματικός κόσμος ολόκληρος και φυσικά δι' αυτού όλη η κτίση, διότι συνδεόμεθα ψυχοσωματικά με όλη την κτίση. Για  να σωθεί ο κόσμος έπρεπε οπωσδήποτε να μεσολαβήσει ο άνθρωπος. Κανένα άλλο ον δεν μπορεί να σώσει τον κόσμο. Αν ο Θεός έλεγε από μακριά: «σώζεσθε» δημιουργεί  θέμα δικανικό καθιστώντας την ελευθερία του ανθρώπου «διάτρητη».  Ούτε άγγελος μπορούσε να σώσει τον κόσμο, διότι δεν έχει σωματική οντότητα.  Δεν θα μπορούσε να συμπεριλάβει την υλική κτίση. Το ότι λοιπόν χρειάστηκε για την σωτηρία να γίνει ο Θεός άνθρωπος, και δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς, είναι αποτέλεσμα μιας λογικής σαν αυτή που αναπτύξαμε. Και δεν είναι απλώς θέμα το ότι έπεσε ο άνθρωπος και δια του ανθρώπου πρέπει να σωθεί, και αν δεν έπεφτε ο άνθρωπος πάλι δι' αυτού θα γινόταν η υπέρβαση του θανάτου. Εδώ ο Άγιος Μάξιμος είναι σαφής, όταν λέει ότι η ενσάρκωση θα γινότανε και αν δεν έπεφτε ο άνθρωπος. Ήταν αδιανόητο αυτός ο κόσμος να ξεπεράσει την εγγενή στην φύση του φθορά και τον θάνατο. Εγγενή φθορά, που δεν ήρθε με την πτώση του ανθρώπου. Ήταν αδύνατο να το ξεπεράσει αυτό, αν ο άνθρωπος δεν ένωνε «εν τω προσώπω του» την υλική κτίση με τον άκτιστο Θεό.
              Η πρώτη προϋπόθεση, το πρώτο στοιχείο για την σωτηρία είναι η μεσολάβηση του ανθρώπου. Το δεύτερο στοιχείο είναι το γεγονός ότι ο άνθρωπος με την πτώση του αλλά και πριν από την πτώση του, με το να είναι κτιστός δεν ήταν δυνατόν μόνος του να προχωρήσει στην υπέρβαση του θανάτου. Η υπέρβαση του θανάτου δεν μπορούσε να γίνει μόνη της από το κτιστό. Ιδίως όταν έπεσε ο άνθρωπος και έγινε δέσμιος πλέον αυτής της ψεύτικης ζωής - διότι η βιολογική ζωή, όπως είδαμε, είναι ψευδής, περιέχει μέσα της τον θάνατο - από την ώρα εκείνη λοιπόν που ενεπλάκη ο άνθρωπος σ' αυτό το κύκλωμα, ζωή - θάνατος, δεν ήταν δυνατόν να βγει από εκεί μόνος του, και συνεπώς θα έπρεπε να αναληφθεί μια πρωτοβουλία, μια επέμβαση από το άκτιστο, το οποίο δεν είναι μπλεγμένο σ αυτήν την διαδικασία της ψεύτικης ζωής. Καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η σωτηρία του κτιστού, του κόσμου, η σωτηρία από τον θάνατο, μπορεί να βρεθεί μόνο στον Χριστό. Ο Χριστός είναι άνθρωπος. Δεν έγινε άγγελος, δεν έγινε ο,τιδήποτε άλλο, αλλά άνθρωπος. Ο Χριστός είναι Θεός - και πρέπει να είναι Θεός στην υποστασή Του για να μην είναι εξ αρχής μπλεγμένος μέσα σ αυτόν τον φαύλο κύκλο της ζωής και του θανάτου, που είπαμε - και με αυτές τις προϋποθέσεις δεν υπήρχε άλλη λύση για το πρόβλημα του κτιστού, από την σάρκωση του Λόγου. Η σάρκωση του Λόγου,  πρέπει και αυτή να ικανοποιεί αυτές τις προϋποθέσεις. Η μια προϋπόθεση είναι να είναι σάρκωση ανθρώπου, ο οποίος να μην έχει προσωπική υπόσταση κτιστού, αλλά να έχει υπόσταση ακτίστου. Η δεύτερη προϋπόθεση, σαν συνέπεια της πρώτης, είναι να μην γεννηθεί αυτός ο Σωτήρ με τον τρόπο που γεννάται ο κτιστός άνθρωπος. Συνεπώς, το δόγμα της συλλήψεως του Χριστού κατά τρόπο μη βιολογικό, δηλαδή όπως γράφουν τα Ευαγγέλια: εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου, είναι ουσιαστικό στοιχείο στην πίστη αυτή, διότι αν ο Χριστός εγεννάτο μέσω του βιολογικού κύκλου, με τον οποίον γεννιόμαστε εμείς, τότε θα ήταν δέσμιος αυτής της ανακυκλήσεως, αυτής της ψευδούς ζωής, που έχει μέσα της τον θάνατο και δεν θα μπορούσε να προσφέρει την λύση. Η εκ παρθένου σύλληψη λοιπόν του Χριστού, είναι ουσιαστικό στοιχείο της Δογματικής, δεν μπορούμε να το παραμερίσουμε. Και όταν ληφθεί υπ' όψιν αυτό, μετά τίθεται το θέμα, γιατί η εκ παρθένου σύλληψη του Κυρίου έγινε με τον τρόπο που έγινε, δηλαδή εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου. Ο λόγος είναι ότι δεν ήταν απλώς απαραίτητο να αναλάβει το άκτιστο την πρωτοβουλία και ο Χριστός να ήταν άκτιστος στην υποστασή Του, αλλά ήταν επίσης απαραίτητο όλη αυτή η διαδικασία να γίνει ελεύθερα. Ελεύθερα από την πλευρά του Λόγου, που σαρκώθηκε, και ελεύθερα από την πλευρά του ανθρώπου. Διότι δεν ήταν νοητό, αφού άφησε ο Θεός ελεύθερο τον Αδάμ να πραγματώσει το σχέδιο της σωτηρίας, και εκείνος ελεύθερα αρνήθηκε να το πραγματώσει, δεν ήταν νοητό σ αυτήν την φάση που θέλει ο Θεός να διορθώσει την κατάσταση, να άρει την ελευθερία και να επέμβει κατά τρόπο ανελεύθερο. Να πει δηλαδή ο Θεός, θέλει δεν θέλει ο Αδάμ, θέλει δεν θέλει ο άνθρωπος, επεμβαίνω και σώζω τον κόσμο. Το ότι τηρήθηκε ο κανών, ο όρος της ελευθερίας, αυτό το βλέπουμε στον τρόπο με τον οποίο έγινε η ενσάρκωση, και κυρίως στον ρόλο τον οποίο διαδραμάτισε η Παναγία. Εδώ θα πρέπει να επιμείνουμε, να τονίσουμε την σημασία του ρόλου της Παναγίας, η οποία σημασία συνίσταται στο Ναι που είπε στην κλήση του Θεού για την πραγμάτωση αυτού του μυστηρίου του Χριστού. Το Ναι της Παναγίας, ήταν η έκφραση της ελευθερίας του ανθρώπου, η συγκατάνευση, η συναίνεση της ελευθερίας του ανθρώπου στην πρωτοβουλία αυτή του Θεού. Και γι' αυτό έχει μεγάλη σημασία, διότι μπορούσε η Παναγία να πει όχι, και βέβαια η πρόσκληση εκ μέρους του Θεού να προσφέρει η Παναγία τον εαυτό της για ένα τέτοιο σχέδιο προσκρούει φυσιολογικά στην λογική σε τέτοιο βαθμό, ώστε θα περίμενε κανείς το φυσιολογικό, το λογικό να ήταν μια άρνηση της Παναγίας, διότι δεν ήτανε λογικό χωρίς υπέρβαση της λογικής, χωρίς πίστη, όπως την ορίσαμε προ ολίγου, να συγκατανεύσει η Παναγία σε αυτήν την κλήση του Θεού. Συνεπώς, ο Αδάμ εν τη ελευθερία του επιζεί και στην περίπτωση του Χριστού. Ο Χριστός γίνεται πλέον ο άνθρωπος, ο Αδάμ, ο οποίος από την ίδια του την σύσταση την βιολογική ας πούμε, δεν είναι ένα αναγκαστικό ον, το οποίο δουλεύει στην ανάγκη, αλλά είναι ένα ελεύθερο ον, ένα ον το οποίο πηγάζει από μια ελεύθερη συγκατάνευση, συναίνεση του ανθρώπου. Το ότι συνεπώς γεννάται κατ' αυτόν τον τρόπο ο Χριστός είναι και αυτό μια προϋπόθεση για να ισχύσει όλο αυτό που είπαμε μέχρι τώρα στην Δογματική, δηλαδή η προσωπική σχέση μεταξύ Θεού και κόσμου. 
       Η ενσάρκωση του Χριστού συνεπώς, διαφέρει από τις διάφορες ενσαρκώσεις, που παρατηρούμε σε άλλες θρησκείες, και από τις διάφορες γεννήσεις και αναγεννήσεις των θεών δια μέσου των φυσικών φαινομένων, διότι όλες αυτές οι γεννήσεις, οι Θεογονίες και οι οποιεσδήποτε γεννήσεις στις θρησκείες είναι αναγκαστικές, δεν στηρίζονται σε μια ελεύθερη προσωπική συγκατάθεση εκ μέρους του ανθρώπου. Στηρίζονται πάνω σε φυσικούς νόμους. Ο Χριστός γεννάται κατ' αυτόν τον τρόπον, χωρίς να παρεμβαίνουν οι φυσικοί νόμοι, όχι απλώς για να δείξει την δύναμή Του, ότι είναι Θεός, διότι πολλοί το ερμηνεύουν κατ' αυτόν τον τρόπο, αλλά γιατί μια μη θαυματουργική γέννησή Του θα σήμαινε την συμμόρφωση στην ανάγκη των βιολογικών νόμων της φύσεως. Δεν θα ήταν προϊόν ελευθερίας η γέννηση του Χριστού, το πρόσωπο του Χριστού. Και έτσι θα φεύγαμε από εκείνη την αρχική κατάσταση, στην οποία, όπως είπαμε, τ' άφησε όλα ο Θεός στην ελευθερία, σε σημείο που ο Αδάμ ανέτρεψε όλα τα σχέδιά Του. Ό,τι είχε σκεφτεί ο Θεός ανετράπη εξαιτίας της ελευθερίας του Αδάμ. Αυτή λοιπόν η ελευθερία της Παναγίας να συγκατανεύσει, είναι μια ελευθερία, η οποία συνεχίζεται σ' όλο το μυστήριο του Χριστού, σ' όλο το μυστήριο της σωτηρίας. Και θα την παρακολουθήσουμε τώρα σε στενή σχέση με το τι συνέβη στην ενσάρκωση του Χριστού μετά την σύλληψή Του, μετά την γεννησή Του, την βιολογική, μέχρι την Αναστασή Του, και επίσης το τι συμβαίνει σ' αυτό το μυστήριο της σωτηρίας και μετά την Ανάσταση του Χριστού. Θα δούμε ότι ο παράγων ελευθερία τηρείται απαρεγκλίτως σ' όλες τις μεγάλες φάσεις του μυστηρίου της σωτηρίας.

Σάββατο 22 Σεπτεμβρίου 2012

Ορθοδοξία

Ορθοδοξία :  Είναι πρόσκληση σε μια συγκινητική και καταπληκτική περιπέτεια. Θέλει τόλμη, έχει ρίσκο, δεν είναι μια επανάπαυση σε δάφνες του παρελθόντος. Θα συμφωνήσω με τον Ντοστογιέφσκι που λέει: “Πιστεύω πως δεν υπάρχει τίποτε πιο ωραίο, πιο βαθύ, πιο δελεαστικό, πιο δημοφιλές, πιο γενναίο και πιο τέλειο από τον Χριστό…”.
Η Ορθοδοξία αυστηρά μας θέλει καθαρούς και αθώους. Έχει μεγάλες απαιτήσεις από εμάς. Δίχως Θεό θα ήμασταν σίγουρα πιο παλιάνθρωποι. Είναι αλήθεια πως δεν είμαστε άγιοι. Το χειρότερο είναι να κάνουμε τους αγίους. Αυτό δεν αρέσει διόλου στον Θεό. Η Ορθοδοξία μας θέλει ανυπόκριτους, ατόφιους, γνήσια ταπεινούς κι επιεικείς με τους άλλους. Επίσης ακαχύποπτους, αζηλόφθονους και καρτερικούς. Ο Χριστός της Ορθοδοξίας είναι προσιτός, φιλικός, ευγενικός, συγχωρητικός και συμπαθητικός. Ποτέ δεν μίλησε σκληρά στους αμαρτωλούς ούτε ποτέ τους περιφρόνησε. Κατανοεί την αδυναμία μας, τον παρασυρμό μας, την αδυναμία μας. Δεν κακιώνει, δεν επιτιμά, δεν τιμωρεί κι εκδικείται. Συγχωρεί, αγαπά, θυσιάζεται για μας.
Ένας Εβραίος-Ρουμάνος, που έγινε στη φυλακή ορθόδοξος, γράφει στο “Ημερολόγιο της ευτυχίας” του, ο Νικολάε Στάινχαρτ: Ο Θεός “σε καμία περίπτωση δεν είναι αυτή η αφηρημένη έννοια, ο ψυχρός δημιουργός, δεν είναι ο αχώρητος και αμετάβλητος Βράχμα, δεν είναι η θεότητα της γνώσης που εκδιπλώνει τους αιώνες”. Η Ορθοδοξία δεν είναι μια ωραία θρησκεία ανάμεσα στις άλλες καλές. Είναι τρόπος, στάση, ύφος και ήθος ζωής. Είναι η θυσιαστική αγάπη δίχως ανταλλάγματα. Η αγάπη των εχθρών και η συγχώρεση των πάντων. Είναι ένα σκάνδαλο και μια μωρία για τους πολύ λογικούς η Ορθοδοξία.
Η ορθόδοξη διδασκαλία δεν είναι η ασαφής, μπερδεμένη, δύσκολη, ακατόρθωτη. Δεν είναι για τους ευκολόπιστους και τους φανατικούς θρησκόληπτους. Είναι για απαιτητικά πνεύματα, για αισιόδοξους και μαχητικούς. Δίνει την πραγματική ελευθερία και μακαριότητα. Η ειρήνη, η ηρεμία, η γλυκύτητα των αγίων το φανερώνει. Η Ορθοδοξία δεν είναι αναλγητικό και ναρκωτικό. Είναι συνεχής διακινδύνευση, εγρήγορση, ορθοστασία, αγρύπνια, ανάταση.
Η Ορθοδοξία δεν είναι ελληνική, είναι οικουμενική. Δεν κρύβεται στο Άγιον Όρος ή τα Ιεροσόλυμα αλλά στην καρδιά του κάθε αληθινού ταπεινού.
Όσοι θεωρούν ότι η Ορθοδοξία είναι για τους απλοϊκούς και αφελείς πλανάται πλάνη οικτρή. Αν νομίζει κανείς ότι στην Ορθόδοξη Εκκλησία μαθητεύουν κάποιοι χασομέρηδες, κλαψιάρηδες, λαθεύει. Οι Ορθόδοξοι αγωνίζονται για την ακεραιότητα, τη διαφάνεια και τη γνησιότητα. Δεν είναι ακατάδεκτοι, ψυχροί. Η ματαιότητα του κόσμου δεν τους μελαγχολεί, αλλά τους συνετίζει καίρια. Ο Θεός μας δεν είναι μάγος, φακίρης, ταχυδακτυλουργός και παράξενος θαυματοποιός. Δεν του αρέσουν τα μεσοβέζικα πράγματα, τα μελαγχολικά, τα βιαστικά, ανυπόμονα και χλιαρά. Αγαπά κυρίως τ’ αληθινά, τ’ ατόφια, τα ταπεινά. Στην Ορθοδοξία πάντοτε ελπίζουμε, μυστικά χαιρόμαστε, δεν μπορούμε να μην αισιοδοξούμε. Ζούμε για ν’ αγαπάμε. Όποιος νομίζει ότι η Ορθοδοξία θέλει εχθρούς, μόνο πολεμά, είναι για να εξουσιάζει και να καταδικάζει, αστοχεί σοβαρά. Για ν’ αναστηθούμε θα πρέπει πρώτα να σταυρωθούμε. Η σταύρωση θέλει προετοιμασία. Η σταύρωση θέλει την ώρα της. Η Ορθοδοξία είναι σταυρωμένη, τεταπεινωμένη και αναστημένη. Ορθοδοξία σημαίνει ορθοπραξία. Ορθή και αληθινή γνώση και καθαρή ζωή. Η Ορθοδοξία είναι παρεξηγημένη. Ίσως φταίμε κι εμείς που την παρουσιάσαμε λαθεμένα. Η Ορθοδοξία περισσότερο βιώνεται και λιγότερο διδάσκεται. Η Ορθοδοξία είναι μια στοργική μητρική αγκαλιά, που γνωρίζει ν’ αναπαύει τα τέκνα της εξαίσια.

Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου 2012

Ο γέροντας μας έφυγε στους ουρανούς.

Μετα απο 9 μήνες που υπέφερε υπομονετικά με  κλονισμένη την υγεία του, σήμερα το πρωί μετά απο το μυστήριο του ευχελαίου που τέλεσαν κληρικοί του στις 11 η ώρα εκλεισε τα μάτια του για να πετάξει η ψυχή του στον ουρανό για να συνεχίσει εκει να τελεί την θεία λειτουργία που μόνο κατά την περιοδο της ασθενείας του είχε σταματήσει να τελεί. Ιεράρχης μιας αλλής εποχής με μεγαλη προσφορά στην εκκλησία απο τα πρώτα του ιερατικά βήματα στη ''μητέρα του'' θεολογική σχολη της Χάλκης που δεν την αγαπούσε απλά, τη λάτρευε. Στη πατρίδα του τη Μυτιλήνη άφησε μεγάλο έργο στα οικοτροφεία, στα χριστιανικά κέντρα, ως πρωτοσύγκελος, κατόπιν ως εφημέριος στο Λονδίνο, πάλι στη Μυτηλήνη, ως ηγούμενος της Μονής Βλατάδων, ως ιερατικώς προιστάμενος του Ι.Ν.Αγ. Νικολάου οδού Αχαρνών και απο τον απρίλιο του 1981 στη Μητρόπολη Ιερισσού.
 Ο Μητροπολίτης Ιερισσού, Αγίου Όρους και Αρδαμερίου, Υπέρτιμος και Έξαρχος Πάσης Χαλκιδικής Νικόδημος Αναγνώστου γεννήθηκε το 1931 στο Λισβόριο Μυτιλήνης, απεφοίτησε αριστούχος από την Θεολογική Σχολή της Χάλκης το 1955. Διάκονος και πρεσβύτερος χειροτονήθηκε το 1955 στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης από τον Σχολάρχη της Σχολής Επίσκοπο Ικονίου, Ιάκωβο. Υπηρέτησε για 4 χρόνια ως εφημέριος στην Αρχιεπισκοπή Θυατείρων. Στην συνέχει έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Birminghan στην Καινή Διαθήκη. Υπηρέτησε ως Πρωτοσύγγελος(1959-1977], ως Ηγούμενος της Μονής Βλατάδων και ως αντιπρόεδρος του Πατριαρχικού Ιδρύματος Πατερικών Μελετών, ως καθηγητής της Εκκλησιαστικής Παιδαγωγικής Ακαδημίας Θεσσαλονίκης(1977-1980). Υπηρέτησε ως Προϊστάμενος του Ιερού Ναού Αγίου Νικολάου Κάτω Πατησίων Αθηνών (1980-1981). Το 1981] εξελέγη από την Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος Μητροπολίτης της Ιεράς Μητροπόλεως Ιερισσού, Αγίου Όρους και Αρδαμερίου, η χειροτονία του έγινε στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών. Ήταν συγγραφέας θεολογικών βιβλίων με θέμα την Καινή Διαθήκη και άρθρων σε περιοδικά και εφημερίδων.
Λειτουργός, κήρυκας, συγγραφεύς, ΑΝΡΘΩΠΟΣ με όλη τη σημασία της λέξεως και καλός πατέρας για τους παπάδες του.
Να έχουμε την ευχή του και να αναπαυθεί η ψυχή του.

Τετάρτη 22 Αυγούστου 2012

Λειτουργική Αναγέννηση και Ορθόδοξη (Ορθή) Συμμετοχή στην Λατρεία

Η Εκκλησία δύναται να επιτελεί το «σωστικό της έργο» όχι με εκείνα που συνήθως πράττει, ούτε με εκείνα που λέγει, αλλά κυρίως με αυτό που «είναι». Η ταυτότητα δηλ. και αυτοσυνειδησία της Εκκλησίας, την οποία πιστεύουμε ότι διασώζει αυθεντικότερα η ορθόδοξη παράδοση, είναι τίποτε το όραμα ενός καινούργιου κόσμου διαφορετικού από το φθαρτό και συμβατικό στον οποίο ζούμε, το όραμα δηλαδή της προσδοκώμενης συμμετοχής στα έσχατα. Το όραμα αυτό πέρα από υπερβατική και προσδοκώμενη στα έσχατα πραγματικότητα αποτελεί εναλλακτική πρόταση ζωής, υπέρβαση της καθημερινότητας και της φθαρτότητας, τις οποίες εκφράζει η συμβατική ζωή. Αυτή την εναλλακτική πρόταση ζωής, η Εκκλησία δύναται να την εκφράζει αυθεντικά στην (ευχαριστιακή κυρίως) λειτουργία της, στην οποία οι πιστοί βιώνουν ως πρόγευση και προληπτική φανέρωση το μεγαλείο της Βασιλείας του Θεού.
Εκκλησία χωρίς αυθεντική λειτουργική πράξη που να αντανακλά τη Βασιλεία του Θεού μετατρέπεται σε κακέκτυπο ομοίωμα της κολάσεως. Ταυτόχρονα όμως οι πιστοί κατά τη μετα-λειτουργία, τη λειτουργία δηλαδή μετά τη (θεία) λειτουργία, καλούνται να μεταλαμπαδεύσουν προς τα έξω, να καταθέσουν με άλλα λόγια ως ζωντανή «μαρτυρία» στον κόσμο, την εμπειρία αυτής της Βασιλείας. Εκκλησία χωρίς αυτή την ιερή «αποστολή» της απλούστατα δεν είναι Εκκλησία. Όσο κι αν σε πολλούς φαίνεται παράδοξο, η Εκκλησία δεν υπάρχει για τον εαυτό της, αλλά για τον κόσμο.
Η λειτουργική αναγέννηση, η οποία σημειωτέον αφορά και στα δύο αυτά διαδοχικά στάδια της ζωής της Εκκλησίας, δεν μπορεί να είναι επιλογή, κάτι δηλαδή που μπορεί να υπάρχει ή να λείπει από το πρόγραμμα μιας ιεραποστολικά προσανατολισμένης Εκκλησίας. Η λειτουργική αναγέννηση αποτελεί μια sine qua non επιτακτική ανάγκη της. Χωρίς διαρκή «αναγέννηση» της «λειτουργικής» ταυτότητας της Εκκλησίας η οποιαδήποτε «ιεραποστολική» μαρτυρία της στον κόσμο καθίσταται αναποτελεσματική και φυσικά αναξιόπιστη. Εδώ θα πρέπει να διευκρινήσουμε πως η λειτουργική αναγέννηση δεν αφορά στην ατομική προσευχή, αλλά σ’αυτή καθαυτή τη λειτουργία, την κοινή δηλαδή λατρεία της πιστεύουσας κοινότητας, και κυρίως στην Ευχαριστία, η οποία αποτελεί το κεντρικό και προσδιοριστικό της στοιχείο. Mε τον όρο λειτουργική αναγέννηση αναφερόμαστε σε έναν πολύ ευρύτερο της καθ’ αυτό λειτουργικής ζωής της Εκκλησίας τομέα. Η λειτουργική αναγέννηση στη σύγχρονη θεολογική επιστήμη δεν περιορίζεται μόνον στο πώς η Εκκλησία οφείλει να λατρεύει τον Θεό, αλλά επεκτείνεται και στο τι εκφράζει το καθόλου λειτουργικό γεγονός της Εκκλησίας. Αναφέρεται δηλαδή στα αναγκαία μέτρα, τα οποία οφείλει διαρκώς να λαμβάνει η κάθε εκκλησιαστική κοινότητα, προκειμένου να επαναπροσδιορίζει ορθοδόξως την ταυτότητά της.
Στόχος και κριτήριο της «λειτουργικής αναγέννησης». Η λειτουργική αναγέννηση πρώτα-πρώτα δεν αποβλέπει στον εκσυγχρονισμό απλώς των παραδοσιακών λειτουργικών τελετών, αλλά στην επαναφορά της εκκλησιαστικής κοινότητας στην οντολογική εκκλησιακή της υπόσταση. Μόνον δευτερευόντως μπορούμε να πούμε ότι αποβλέπει και στην αυθεντική και εκκλησιολογικά ορθή λειτουργική πρακτική. Γι’ αυτό και μοναδικό κριτήριο της λειτουργικής αναγεννήσεως είναι το εκκλησιολογικό. Με άλλα λόγια, στόχος της λειτουργικής αναγέννησης είναι να επανέλθει η κατεξοχήν έκφραση της Εκκλησίας, δηλαδή η Ευχαριστία, στην αυθεντική οντολογική της υπόσταση.
Λειτουργική αναγέννηση και συμμετοχή των λαϊκών. Γι’ αυτό και κύριο μέλημά της είναι η συμμετοχή των λαϊκών στο λειτουργικό κατ΄ αρχήν και στη συνέχεια στο διοικητικό και διδακτικό έργο της εκκλησίας. Να εκφράζουν δηλαδή οι βαπτισμένοι ως «βασίλειον ιεράτευμα» το τρισσόν (ιερατικό, βασιλικό, προφητικό) αξίωμα του Χριστού. Κι’ αυτό μπορεί να συμβεί μόνον όταν επέλθουν μερικές άκρως απαραίτητες επαναρρυθμίσεις της ευχαριστιακής λειτουργικής τάξεως, προκειμένου να αποκτήσει εκ νέου η κάθε τοπική χριστιανική ευχαριστιακή κοινότητα την αυθεντική «ορθόδοξη» έκφρασή της.
Θα αρχίσω από τα πλέον ανώδυνα και θα καταλήξω στα πιο δύσκολα.
1. Η λειτουργική αναγέννηση στοχεύει στην επιστροφή στο καθεστώς της πλήρους συμμετοχής του συνόλου του «λαού του Θεού» (γενικής-λαϊκής και της ειδικής-χειροτονημένης ιερωσύνης) στα δρώμενα, αναγινωσκόμενα και ψαλλόμενα της λειτουργίας. Δεν μπορεί ούτε θεολογικά ούτε και κοινωνιολογικά να δικαιολογηθεί ο αποκλεισμός των γυναικών από τα λειτουργικά δρώμενα. Ο αποκλεισμός τους π.χ. από την ψαλμωδία, δυστυχώς εξακολουθεί να είναι από τα πλέον αρνητικά «προνόμια» της ελλαδικής Ορθοδοξίας.
2. Η λειτουργική αναγέννηση στοχεύει στην επαναφορά, έστω και σταδιακά, του «λαού» – όπως απαιτεί η ορθόδοξη λειτουργική παράδοση – στη θέση του «χορού», και πολύ περισσότερο του μόνου «ιεροψάλτη». Τελικός στόχος η οριστική αχρήστευση των ενδιάμεσων και μόνο βοηθητικών αυτών παραγόντων της λειτουργικής ζωής της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
3. Η λειτουργική αναγέννηση στοχεύει στο να επανέλθει η Θ. Ευχαριστία, αλλά και οι συνδεόμενες με αυτήν ακολουθίες (τόσο του νυχθημέρου, όσο και οι μυστηριακές), σε μορφή (γλωσσική, συμβολική κλπ.) προσιτή στο μέσο πιστό και κατανοητή (βεβαίως μυστηριακά) από το σύνολο της κοινότητας, τους φυσικούς δηλαδή συλλειτουργούς των μυστηρίων της Εκκλησίας.
4. Η λειτουργική αναγέννηση στοχεύει στην κατάργηση
(α) της μυστικής ανάγνωσης των ευχών (και κυρίως αυτών της αναφοράς),
(β) της γονυκλισίας κατά την επίκληση, και
(γ) του μεταγενέστερου περιορισμού αποκλειστικά στον ανώτερο κλήρο του ασπασμού της ειρήνης (κατά το «αγαπήσωμεν αλλήλους»), της δυναμικής δηλαδή πράξης συμφιλίωσης της κοινότητας, και μοναδικής προϋπόθεσης συμμετοχής στην αληθινή λατρεία (Ματθ. 5,23εξ).
5. Η λειτουργική αναγέννηση στοχεύει στην επαναφορά της ορθόδοξης ναοδομίας στην αρχική της μορφή (παλαιοχριστιανική ή πρώιμη βυζαντινή), με ανάδειξη των στοιχείων εκείνων που χαρακτηρίζουν την πρωτοποριακή επανάσταση της βυζαντινής τεχνοτροπίας της Αγίας Σοφίας, η οποία όπως είναι γνωστό υπογραμμίζει:
(α) τη φωτεινότητα του χώρου, σε αντίθεση με τη μεταγενέστερη, μη υγιούς μυστικής επίδρασης υποβάλλουσα σκοτεινότητα, που αντί να προσανατολίζει την ευχαριστιακή κοινότητα στη λαμπρότητα και το χαρμόσυνο της Βασιλείας, συμβάλλει ακούσια στην εξατομίκευση του γεγονότος της σωτηρίας.
(β) το ευρύχωρο στη λειτουργική διαρρύθμιση του χώρου, χωρίς τα ενδιάμεσα καθίσματα, που μετατρέπουν το λαό από ενεργητικό συλλειτουργό σε απλό θεατή και παθητικό δέκτη των τελουμένων.
6. Η λειτουργική αναγέννηση στοχεύει στην κατάργηση του τέμπλου στη σημερινή του μορφή, που επιτείνει τη διάκριση κλήρου και λαού. Προσωπικά δεν υποστηρίζω την επαναφορά του πρωτοχριστιανικού μοντέλου, αλλά τη μορφή που είχε μετά το θρίαμβο των εικόνων, με «στήλους» (εξού και ο γνωστός όρος «αναστήλωση των εικόνων») και χαμηλά θωράκια, στο ύψος των οποίων θα μπορούσαν να τοποθετηθούν μικρές φορητές εικόνες, αντί των γιγαντιαίων σημερινών.
7. Η λειτουργική αναγέννηση στοχεύει στην επαναφορά των ευχών της ορθόδοξης λειτουργικής παράδοσης στην πραγματική τους θέση και μορφή. Είναι απαράδεκτο να απαγγέλλεται ο κατηχητικός λόγος του ιερού Χρυσοστόμου στην αναστάσιμη ακολουθία του Πάσχα μετά τη θεία κοινωνία, η λειτουργία των προηγιασμένων να τελείται το πρωί, η ευχή των βαΐων να μετατρέπεται σε ευλογία από τη χειροτονημένη ιερωσύνη προς τους λαϊκούς. Όλα αυτά υποτιμούν το ιερατικό λειτούργημα των λαϊκών, ακυρώνουν την αρχιερωσύνη του Χριστού, και επαναφέρουν την μια για πάντα καταργημένη μεσιτική ιερωσύνη των εξω-χριστιανικών θρησκειών.
8. Η λειτουργική αναγέννηση στοχεύει στην ανάδειξη όλων των κινητών, λειτουργικών και συμμετοχικών στοιχείων της ορθόδοξης Λειτουργίας. Και τα πλέον ενδεδειγμένα είναι :
(α) η εκ νέου ενεργοποίηση του άμβωνα και η μεταφορά σ’ αυτόν, έξω δηλαδή από το ιερό, όλων των σχετικών «ευαγγελιστικού χαρακτήρα» τμημάτων της λειτουργικής πράξης, όπως το «Μυστήριο του Λόγου» της Θείας Λειτουργίας, αλλά και όλων των μη-ευχαριστιακών ακολουθιών (εσπερινός, όρθρος κλπ.), σύμφωνα με την αρχαιότερη κανονική λειτουργική τάξη (που ευτυχώς διασώζεται κατά την αρχιερατική λειτουργική τάξη, όπου ο επίσκοπος «χοροστατεί», προΐσταται δηλαδή του χορού)•   (β) η επαναφορά στην αυθεντικότερη μορφή της μεγάλης εισόδου, με τη συμβολική συμμετοχή της κοινότητας, όπου ο προεστώς της ευχαριστιακής συνάξεως δεν μεταφέρει ο ίδιος, αλλά υποδέχεται την προσφορά των δώρων της κτιστής δημιουργίας. Σήμερα η μεταφορά τους πραγματοποιείται δια των διακόνων, της ενδιάμεσης δηλαδή τάξεως μεταξύ της γενικής ιερωσύνης, των λαϊκών, και της ειδικής ιερωσύνης, δηλαδή των κληρικών. Επίσης, είναι επιβεβλημένη η μεταφορά της προσκομιδής πριν από τη μεγάλη είσοδο. Είναι και στο σημείο αυτό ενδεικτική η τάξη της αρχιερατικής Λειτουργίας.
9. Η λειτουργική αναγέννηση στοχεύει στην ανάδειξη του αποκλειστικά εσχατολογικού χαρακτήρα της Ευχαριστίας ως μυστηρίου της Βασιλείας, και όχι ως μιας θρησκευτικής τελετής ανάμεσα σε πολλές, και της ευχαριστιακής σύναξης ως αναλαμπής της ογδόης ημέρας. Αυτό μπορεί να γίνει ή με τη μεταφορά του όρθρου το βράδυ του Σαββάτου και τη σύνδεσή του με την ακολουθία του εσπερινού κατά το σαββαϊτικό τυπικό (νυχτερινή πανυχίδα της Κυριακής, καθεστώς που ισχύει με επιτυχία σε ολόκληρη τη σλαβόφωνη Ορθοδοξία), ή με την κατάργηση ή συντόμευση του όρθρου σε μερικές ενορίες (όχι στα μοναστήρια).
10. Κυρίως όμως η λειτουργική αναγέννηση πρέπει να στοχεύει στην επαναφορά της καθολικής συμμετοχής των λαϊκών, όλων δηλαδή του βαπτισμένων (και βέβαια μη αφορισμένων) μελών του σώματος του Χριστού, στην εσχατολογική τράπεζα της Βασιλείας του Θεού, στη θεία δηλαδή «κοινωνία». Η προβολή απλώς της συχνής «μεταλήψεως», για την οποία οι κολλυβάδες αγωνίστηκαν με τόσο πάθος, αλλά και τόση επιτυχία για τα πρώτα βήματα της λειτουργικής αναγέννησης σήμερα, δεν αρκεί. Η συμμετοχή των λαϊκών στο μυστήριο της ζωής, το μυστήριο par excellence της Εκκλησίας, υπό προϋποθέσεις (αξιοσύνης, σωστής προετοιμασίας κλπ.), και μάλιστα σε συνάρτηση με άλλα (ασφαλώς υποδεέστερα από άποψη ορθόδοξης θεολογίας) «μυστήρια» (μετανοίας, ιερωσύνης κλπ) είναι εκκλησιολογικά απαράδεκτη και ουσιαστικά αντορθόδοξη.
Το πρόβλημα της υπέρβασης του κακού στον κόσμο είναι κατά κύριο λόγο εκκλησιολογικό. Μόνο, λοιπόν, με το μαζικό επαναπροσδιορισμό της ταυτότητας της Εκκλησίας μέσα από μια ριζική λειτουργική αναγέννηση, μπορούν να αναδειχθούν οι βασικές ιδιότητες της Εκκλησίας, όπως η ενότητα και η καθολικότητα, με την αναγνώριση της αναγκαιότητας της υπέρβασης της «αποκλειστικότητας» και την παραχώρηση της θέσης της στην προτεραιότητα της «κοινωνίας» με τους «άλλους» (επακόλουθα: η υπέρβαση των εθνικιστικών, φυλετικών εκδηλώσεων, η προώθηση της ενότητας της Ορθοδοξίας, η αναζήτηση της ορατής ενότητας της Εκκλησίας και ο αγώνας για την ενότητα της ανθρωπότητας).
Μόνον έτσι μπορεί να επιτευχθεί η υπέρβαση της φθαρτής ιεραρχικής τάξης των ιερατικών χαρισμάτων, η οποία είναι αντανάκλαση της πεπτωκυίας κοσμικής τάξης πραγμάτων και όχι της κενωτικής τριαδικής θεϊκής υπόστασης (επακόλουθα: η επάνοδος στην παραδοσιακή αυθεντική ορθόδοξη «εικονική» ερμηνεία των κατεξοχήν ιερατικών λειτουργημάτων [επισκόπου, πρεσβυτέρου, ως τύπων του Χριστού και των αποστόλων αντίστοιχα], κυρίως όμως επάνοδος στην αυθεντική «συνοδικότητα» σε όλους τους τομείς της εκκλησιαστικής ζωής, με τεράστιες επιπτώσεις στην κοινωνική ζωή [ανεκτικότητα, καταλλαγή, οικουμενικότητα, πραγματική κοινωνία ανδρός και γυναικός κλπ.].



Τετάρτη 15 Αυγούστου 2012

Παναγία - Ιερό Προσκύνημα της Αγιάσου

 ΙΑΚΩΒΟΥ ΦΡΑΝΤΖΗ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΜΥΤΙΛΗΝΗΣ

Τα πλήθη των προσκυνητών πού καταφθάνουν από κάθε γωνιά της πατρίδας μας αλλά και τα πλήθη των ομογενών του εξωτερικού πού άρχονται στην Παναγία της Αγιάσου, είναι φυσικό να ζητούν, όχι μόνο προφορικές πληροφορίες για την εικόνα της Παναγίας και το Ιερό γενικά Προσκύνημα της Αγιάσου, αλλά αν είναι δυνατόν και κάποιο σχετικό βιβλίο.
Αυτή η ανάγκη ώθησε τον προκάτοχο μου αείμνηστο Μητροπολίτη Ιάκωβο Κλεομβρότου τον από Σισανίου και Σιατίστης, να συντάξει σχετικό βιβλίο, το όποιο εξέδωσε το Ιερό Προσκύνημα κατά το έτος 1981 και το όποιο με την πάροδο του χρόνου εξηντλήθη.
Ή αυτή ανάγκη ωδήγησε και εμέ στη συγγραφή του βιβλιαρίου τούτου, στο όποιο περιέλαβα τις κυριώτερες ιστορικές πληροφορίες για την ιερή εικόνα της Παναγίας και την Ιστορία του Ιερού Προσκυνήματος αφού προσέθεσα σ' αυτό και την ιερή ακολουθία πού ψάλλεται κατά την εορτή της μετακομιδής της ιεράς εικόνος της Παναγίας.
Το παραδίδω στα χέρια των ευσεβών Προσκυνητών με την θερμή ευχή, όπως "ή εν πρεσβείαις ακοίμητος Θεοτόκος" δέχεται τις προσευχές όλων και ως μητέρα του Κυρίου πρεσβεύει για όλους ώστε να μας συνοδεύει η Χάρις και η ευλογία του Κυρίου.
Μετά θερμών ευχών και αγάπης
Ό Μητροπολίτης

ΑΓΙΑΣΟΣ
Όσο είναι ξακουσμένη σ' όλη την Ελλάδα για τις δροσιές, για την ευφορία της γης, για τις ομορφιές της η περιοχή του Πηλίου, άλλο τόσο είναι φημισμένη και η δροσόλουστη και φρουτοπαραγωγική Άγιάσος στη Λέσβο.
Από το κέντρο του νησιού, ανάμεσα σε καταπράσινα βουνά, και από ψηλή βουνοπλαγιά αντικρίζει την κορυφή του επιβλητικού Λεσβιακού Όλύμπου με την ψηλότερη κορφή του πού φτάνει τα 1.000 περίπου μέτρα και τον καθαγιάζει το εξωκλήσι του Προφήτη Ηλία. Κάστανα, καρύδια, μήλα, βύσσινα, κεράσια, εκτός από το λάδι, είναι τα Ιδιαίτερα προϊόντα της περιοχής. Την εύφορη γη της τρέφουν τα πλούσια νερά της Αγιάσου πού κυλώντας από βουνά και λαγκάδια τροφοδοτούν τις πηγές της Καρύνης με τα πανύψηλα αιωνόβια πλατάνια και την κάνουν σταθμό εξαίρετο για όσους ανεβαίνουν στην Άγιάσο ή επιστρέφουν άπ' αυτήν. Όμως εκείνο πού δίνει ιδιαίτερη χάρη στην όμορφη και ιστορική κωμόπολη της Αγιάσου είναι ή Παναγία η Άγιασώτισσα. Αυτή έδωσε "προ αιώνων " και το όνομα στον τόπο τούτο. Αυτή ανέδειξε την έρημη κάποτε αύτή περιοχή σε θρησκευτικό κέντρο του νησιού μας. Και τούτο είχε την ευνοϊκή συνέπεια, το αρχικά θρησκευτικό αυτό κέντρο, να γίνει κωμόπολη με ακτινοβολία πολιτιστική και εμπορική, με πρόοδο στα γράμματα και στις τέχνες και Ιδιαίτερα με πρωτοφανή επίδοση στην κεραμική. Και όλα αυτά ξεκινούν από την Παναγία της Αγιάσου. Για τούτο: "Αν το Άγιο Όρος ονομάζεται "το περιβόλι της Παναγίας" έχομε κάθε δικαίωμα να ονομάσουμε "Περιβόλι της Παναγιάς" την Άγιάσο, γιατί ό,τι είναι η Άγιάσος σήμερα, μπορούμε να πούμε ότι στην Παναγία το χρωστά.

Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣΟΥ

Όταν λέμε: Παναγία της Αγιάσου, εννοούμε την Ιερή «Εικόνα της Παναγίας της Αγιάσου πού για την Ιστορία της θα πρέπει να πούμε λίγα λόγια στη συνέχεια. Οι ιστορικές πληροφορίες πού έχουμε για την εικόνα αύτη μας φέρνουν χίλια εκατό περίπου χρόνια πίσω, στον ένατο αιώνα, στην εποχή της εικονομαχίας. Είναι γνωστό από την ιστορία, ότι εικονομάχοι απ΄ τη μια μεριά και φίλοι των εικόνων από την άλλη, αγωνίζονταν χρόνια και χρόνια στο Βυζάντιο. Παρεξηγημένες απόψεις και φανατισμοί έφεραν τρικυμία, που συγκλόνιζε όλη τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Η Πολιτεία άλλοτε έπαιρνε τη μία θέση και άλλοτε την άλλη. Ήταν επόμενο η ανάμειξη της Πολιτείας, που κρατά στα χέρια της την εξουσία να καταλήξει σε διωγμούς και βαναυσότητες. Οι εικόνες όσο και αν ήταν ιερές και αξιοσέβαστες αλλά και αξιοθαύμαστες σαν έργα τέχνης, ήταν ο στόχος των εικονομάχων. Με μανία και πρωτοφανή ασέβεια γινότανε με το τσεκούρι καυσόξυλα. Τότε, ευσεβείς άνθρωποι και μάλιστα κληρικοί αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις πόλεις πού κατοικούσαν, να αυτοεξορισθούν, για να σωθούν, αλλά και να σώσουν άπ' τη μανία της καταστροφής ιερές εικόνες ή ιερά λείψανα και ιερά αντικείμενα. Ένας τέτοιος αυτοεξόριστος ήτανε ο ιερεύς Αγαθών ο Έφέσιος για τον όποιο έχομε τις παρακάτω πληροφορίες. Ό Αγαθών υπηρετούσε στα Ανάκτορα της Κωνσταντινουπόλεως επί αυτοκράτορας Λέοντος του Α'. του Ίσαύρου (775-780), ο όποιος υπήρξε εικονομάχος. Επειδή περιέπεσε στη δυσμένεια του Βασιλέως, λόγω των αντιθέτων φρονημάτων του, αναχώρησε από την Κωνσταντινούπολη και ήλθε στα μέρη της Παλαιστίνης, όπου το φρόνημα των Χριστιανών ήτο εικονόφιλο. Έμεινε εκεί δώδεκα χρόνια και παρακολουθούσε με ενδιαφέρον την εξέλιξη του κινήματος των εικονομάχων. Όταν πληροφορήθηκε ότι η Αυτοκράτειρα Ειρήνη η Αθηναία, πού είχε αγωνισθεί για την επαναφορά των Αγίων εικόνων εξορίστηκε στη Λέσβο και ότι στο νησί αυτό επικρατούσε φρόνημα εικονόφιλο, αναχώρησε από τα Ιεροσόλυμα και ήλθε στη Λέσβο, έχοντας μαζί του μια αρχαία βυζαντινή εικόνα της Παναγίας, διαστάσεων 0,56X0,62 παριστάνουσα τη Θεοτόκο σε προτομή, να βαστάζει στους κόλπους της τον Ιησού Χριστόν. Ή εικόνα είχε την επιγραφή "Μήτηρ Θεού Αγία Σιών».Ό Αγαθών ο Έφέσιος έφερε και αλλά κειμήλια όπως ήταν ένας μικρός αργυρός σταυρός με τίμιο ξύλο, ένα χειρόγραφο Ευαγγέλιο του Ε' αιώνα και λείψανα του Αγίου Διονυσίου, προφανώς για να έλθει σε επαφή με την εξόριστη Βασίλισσα και μετά την καταστολή του εικονομαχικού κινήματος να μπορέσει να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη1. Ό Αγαθών δεν παρέμεινε στην πόλη της Μυτιλήνης, ούτε σε άλλο παραθαλάσσιο χωριό, αλλά από τον φόβο των πειρατών, πού πολύ συχνά ενοχλούσαν τότε τα νησιά μας, προσχώρησε στο εσωτερικό του νησιού και έφθασε κάπου εδώ ανάμεσα στα βουνά και στα λαγκάδια της Αγιάσου. Διάλεξε μια δασωμένη έρημη τότε τοποθεσία όπου σήμερα βρίσκεται το παρεκκλήσιο της Ζωοδόχου Πηγής, το γνωστό σαν άγιασμα, πίσω από το κτίριο του Αναγνωστηρίου της Αγιάσου. Ό τόπος αυτός λεγόταν "Καρυές", όνομα πού πήρε από τη μεγάλη καρυδιά, πού βρισκότανε εκεί. Σ' αυτό το δασωμένο τόπο ασκήτεψε ο Αγαθών και μέσα σε μια κρύπτη πού έφτιαξε εκεί, έκρυψε την ιερή εικόνα με μεγάλη προσοχή και ευλάβεια, όπως και τα αλλά Ιερά κειμήλια, πού έφερε με τόσους κόπους και κινδύνους. Σιγά-σιγά τον πλησίασαν άνθρωποι από γειτονικά μικρά χωριουδάκια της περιοχής. Από την "Πενθίλη" πού δεν υπάρχει πια σήμερα και πού μόνο ή τοποθεσία της είναι γνωστή με το όνομα "Μπιτζίλια", εκεί κοντά στο χώρο πού έκτισε ο αείμνηστος Μητροπολίτης Μυτιλήνης "Ιάκωβος, ο από Δυρραχίου το έτος 1936 το Σανατόριο και πού τώρα μετατράπηκε σε «Ίδρυμα Κοινωνικής Πρόνοιας Ή θεομήτωρ», και από άλλο χωριό την "Καρύνη" στη γνωστή και σήμερα τοποθεσία με τα άφθονα και κρύα νερά. Αρκετοί κάτοικοι των χωριών αυτών συνεπαρμένοι από την αγιότητα του Αγάθωνα, με χαρά έπαιρναν από την Καρύνη τον ανηφορικό και δύσβατο δρόμο, πού σήμερα, αν πάμε από τον ασφαλτοστρωμένο δρόμο, είναι περίπου 10 χιλιόμετρα, ή πάλι αυτοί πού ερχότανε από την Πενθίλη κατέβαιναν από την επίσης δύσβατη ρεματιά, όπου σήμερα είναι τα γραφικά εξωκκλήσια Ταξιάρχης, Αγ. Κωνσταντίνος και Αγ. Ιωάννης 'Απέσου. Και όλοι αυτοί ήθελαν όχι μόνο να ακούσουν τα σοφά λόγια του Αγάθωνα, να εξομολογηθούν σ' αυτόν, αλλά και να τον παρακαλέσουν να δεχθεί εμπιστευτικά και να τους αφήσει να προσκυνήσουν την εικόνα της Παναγίας και τα άλλα ιερά κειμήλια. Δεν άργησαν πολλοί άπ' αυτούς τους ευσεβείς ανθρώπους, να έλθουν για πάντα κοντά στον Αγάθωνα και να ασκητέψουν μαζί του, χτίζοντας εκεί ένα μοναστηράκι. Πότε ακριβώς ήρθε ο Αγαθών στη Λέσβο δεν είναι ίσως γνωστό, Ίσως το 803, είναι όμως γνωστό, ότι ο Κύριος τον κάλεσε κοντά του την ήμερα της Υπαπαντής (2 Φεβρουαρίου) του έτους 830 μ.Χ. Σύμφωνα με την επιθυμία του, οι μοναχοί τον έθαψαν λίγο πιο πέρα από το Μοναστήρι τους, στον τόπο ακριβώς πού σήμερα βρίσκεται ο ναός της Παναγίας. Αυτοί εξακολούθησαν να μένουν στο μοναστήρι και μετά το θάνατο του Αγάθωνος και να κρύβουν και να φυλάγουν την εικόνα της Παναγίας και τα αλλά Ιερά κειμήλια με μεγάλη προσοχή και μόνο σε έμπιστους και πολύ γνωστούς για τα εικονόφιλα αισθήματα τους Χριστιανούς να τα δείχνουν και να επιτρέπουν να τα ασπάζονται. Και αυτό γινότανε μέχρι το έτος 842 πού νίκησαν οι φίλοι των ιερών εικόνων και έγινε η λεγόμενη αναστήλωση τους, δηλαδή τότε πού ξαναμπήκανε οί εικόνες στους ναούς, αφού σύμφωνα με τη διδασκαλία της Εκκλησίας, δεν λατρεύουμε τις ιερές εικόνες σαν να ήταν είδωλα θεών - αφού εμείς οι Χριστιανοί πιστεύουμε στον Ένα και μόνο αληθινό θεό- αλλά τις τιμούμε και τις προσκυνούμε εκδηλώνοντας την αγάπη μας και τον σεβασμό μας στα πρόσωπα πού εικονίζονται σ' αυτές, όπως καθόρισε και η Ζ' Οικουμενική Σύνοδος στο 787, πού έδωσε τη λύση στο μεγάλο αυτό πρόβλημα της εικονομαχίας.

ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΤΟΥ ΑΓΑΘΩΝΑ
ΓΙΝΕΤΑΙ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ
Μετά από την Ζ' Οικουμενική Σύνοδο, τη νίκη των εικονόφιλων και την αναστήλωση των εικόνων, πού οι Χριστιανοί μπορούσαν ελεύθερα να τιμούν και να προσκυνούν τιμητικά τις ιερές εικόνες, φανέρωσαν οι μοναχοί του Αγάθωνα, την εικόνα της Παναγίας και τα αλλά ιερά κειμήλια. Από όλα τα μέρη του νησιού άρχισαν οι Χριστιανοί με πόθο θερμό να ανεβαίνουν στο μοναστήρι του Αγάθωνα, για να προσκυνήσουν το Τίμιο ξύλο και την εικόνα της Παναγίας. Τόση ήταν η προσέλευση του κόσμου όχι μόνο από τη Μυτιλήνη, αλλά και από τα απέναντι Μικρασιατικά παράλια, ώστε γρήγορα αναγκάστηκαν να χτίσουν μεγάλο ναό, ώστε να εξυπηρετεί τις χιλιάδες των προσκυνητών, πού ερχότανε με πεζοπορία ή με τα ζώα τους στη Μεγαλόχαρη. Ερχότανε κάθε ένας με τον πόνο του, πολλές φορές φέρνοντας άρρωστους συγγενείς, με αφάνταστα μεγάλο κόπο. Σήμερα δεν μπορούμε καν να φανταστούμε τις δυσκολίες πού αντιμετώπιζαν αυτοί διασχίζοντας ανηφορικά μονοπάτια και χαράδρες, μια απόσταση σήμερα είκοσι επτά χιλιόμετρα από τη Μυτιλήνη, με θαυμάσιο τώρα ασφαλτοστρωμένο δρόμο. Και όλοι ήθελαν, λαχταρούσαν να τους αξιώσει ή Χάρη της να πάνε στην Παναγία την "Αγία Σιών". Έτσι ήταν γνωστή, γιατί έτσι έγραφε πάνω του το Ιερό εικόνισμα, αφού προερχόταν από τα Ιεροσόλυμα. Και λέγοντας πάμε στην Αγία Σιών σιγά-σιγά φτιάχτηκε το όνομα Άγιάσος. Τότε άρχισε να γίνεται και το χωριό γύρω από το Μοναστήρι, πού από το όνομα της εικόνας πήρε το όνομα Άγιάσος.Οι προσκυνητές βέβαια, είχαν ανάγκη από τροφή, από κάποιο Πανδοχείο, ώστε να μπορούν να διανυκτερεύουν χωρίς κίνδυνο αφού και το κλίμα της Αγιάσου είναι αρκετά ψυχρό, με το υψόμετρο πού έχει 650 μ. Επίσης όλοι ζητούσαν και ένα βάζο, ένα μπουκαλάκι να βάλουν και να πάρουν μαζί τους, όταν θα έφευγαν άγιασμα. Άλλα που να βρεθούν τόσα μπουκαλάκια εκείνα τα χρόνια; Έξυπνοι και εφευρετικοί οι Άγιασώτες άρχισαν να κατασκευάζουν κανατάκια από κατάλληλο χώμα και αυτή ή ανάγκη για τη μεταφορά του αγιάσματος, έγινε ή αρχή να αναπτυχθεί στην Άγιάσο η αγγειοπλαστική σε βαθμό αξιοθαύμαστο.
Ή βαθιά πίστη, οι προσευχές των προσκυνητών καρποφορούσαν. Θαύματα πολλά και μεγάλα αναφέρονται στην ιστορία του Προσκυνήματος και πολλά άπ' αυτά έχουν σαν αιώνιους μάρτυρες τα αναθήματα (τα τάματα), πού βρίσκονται σήμερα στο Ιερό Προσκύνημα της Παναγίας και πού προέρχονται όχι μόνο από Χριστιανούς, αλλά και από Μωαμεθανούς, πού πάνω στον πόνο τους κατέφευγαν στην Παναγία.
Έτσι ή ακτινοβολία του Ιερού Προσκυνήματος της Παναγίας γινόταν πανελλήνια όχι μόνο στο χώρο της σημερινής Ελλάδος, αλλά και σ' όλον τον Ελληνισμό της Μικρός Ασίας, από την οποία καράβια γεμάτα με προσκυνητές ερχότανε.
Ή μεγάλη προσέλευση των προσκυνητών συντελούσε να μεγαλώνει και να προοδεύει η Άγιάσος σαν χωριό.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΝΑΟΥ
Το έτος 1170 θεμελιώθηκε ο ναός στη θέση πού είναι σήμερα, δηλαδή στον τόπο όπου ήταν θαμμένος ο άγιος Αγαθών. Εκεί πάνω στο μνημείο του, είχαν γράψει: "Τύμβος μοναχο- πρεσβυτέρου Αγάθωνος Έφεσίου, κομιστού της αγίας εικόνος".
Προτίμησαν αυτόν τον τόπο όχι μόνο για να τιμήσουν τον Αγάθωνα, αλλά ίσως και για να μεταφέρουν το Μοναστήρι τους στη νέα αυτή θέση, γιατί εκεί πού το είχαν χτίσει πρώτα ήταν βαθούλωμα και το χειμώνα πλημμύριζε από τα νερά, πού συσσωρεύονταν σ' αυτό το μέρος.
Για το χτίσιμο του ναού έπρεπε να πάρουν άδεια από τον διοικητή της Λέσβου, πού τότε ήταν ο Κωνσταντίνος Βαλέριος. Έχουμε σαν ιστορικό ντοκουμέντο το έγγραφο της αδείας2.
"Βαλέριος Κωνσταντίνος Άρχων πάσης Λέσβου.
Έντεταλμένος του εν δόξη και αρεταίς περιβαλλόμενου και υπεράνω παντός γηϊνοκόσμου μεγίστου αυτοκράτορος απαξαπάσης Βυζαντινής Επικρατείας, Βαλέριος Κωνσταντίνος, Άρχων πάσης Λέσβου, εδρεύων Μυτιλήνην. Συνειδώς Ικεσίας Χριστιανών οικούντων περίχωρα ορίοις και τόπου καλούμενον "Καρυαί"ένθα ενθρονισμένη ιερά σκήτη απεικόνισις Ύπεραγίας Θεομήτορος προελθούσης εξ Αγίας Σιώνος, πιστών και υποτελών ενδοξότατη και κοσμοκράτειρα αυτοκρατορία. Δίδωμι αυτοίς ελευθερίαν οικοδμησίας Οικοθέου εν τω ονόματι και μνήμη Ύπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου εν θέσει, ένθα μιμνήσιον τύμβου + μοναχο-πρεσβυτέρου Αγάθωνος Έφεσίου κομιστού της αγίας εικόνος.Εντέλλομαι δεκάρχην Ευμένιον χειροπαραδώσειν παρούσαν ικέταις".Βαλέριος Κωνσταντίνος Άρχων πάσης Λέσβου Εκ Μεγάρου του ΙΒ' αιώνι Θ΄ έχει 17 Αυγούστου 1170
Το χτίσιμο του ναού βάσταξε τρία χρόνια. Ό ναός ήταν μικρότερος από το σημερινό. Στην είσοδο του ναού υπήρχε η παρακάτω επιγραφή: ΕΠΙ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΟΣ ΜΑΝΟΥΗΛ ΕΚ ΚΟΜΝΗΝΩΝ ΚΑΙ ΑΡΧΟΝΤΟΣ ΤΗΣ ΛΕΣΒΟΥ ΒΑΛΕΡΙΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΑΝΗΓΕΡΘΗ Ο ΝΑΟΣ ΟΥΤΟΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΜΕΡΙΜΝΗ ΠΙΣΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ ΑΓΑΘΩΝΟΣ ΕΦΕΣΙΟΥ ΣΕΠΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΚΟΜΙΣΤΟΥ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΕΙΚΟΝΟΣ ΤΗ 15ηΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1173.
Μαζί με το ναό οι μοναχοί έχτισαν πολλά κελλιά όχι μόνο για τις δικές τους ανάγκες, αλλά και για τη φιλοξενία των προσκυνητών. Τούτο φαίνεται και από την επιγραφή πού έγραψαν στην είσοδο των κελλιών του ξενώνα: «ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΑΣ ΤΗΣ ΣΙΩΝ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΠΑΝΤΑΣ ΠΡΟΣΗΝΩΣ ΔΕΧΟΜΑΙ ΕΚ ΚΑΡΔΙΑΣ» Από το 1173 πού τελείωσε και εγκαινιάστηκε ο ναός αυτός, διατηρήθηκε επί 633 χρόνια, δηλαδή μέχρι το έτος 1806, πού αναγκάστηκαν να τον κατεδαφίσουν, διότι έγινε επικίνδυνα ετοιμόρροπος, και να χτίσουν στην ίδια θέση νέο ναό, πολύ μεγαλύτερο από τον πρώτο, αν και οι τουρκικές αρχές απαγόρευαν να χτίζονται ναοί μεγαλύτεροι από αυτούς πού υπήρχαν σε κάθε τόπο. Αξίζει στο σημείο αυτό να μεταφέρουμε τη σχετική περικοπή από το βιβλίο "Ιερά Προσκυνήματα Αγιάσου" του Στρατή Κολαξιζέλλη.
"Δια να την κτίσουν μεγαλυτέραν οι προαναφερθέντες, εφιλοξένησαν τον υπάλληλον πού ήρθε στην Άγιάσο όσον ήτο δυνατόν καλύτερα. Την επαύριον έβαλαν γιουβέτσι εις τον φούρνον, υποδείξαντες εις τον φούρναρην να το ψήσει. Περί τις δύο ώρες μετά το μεσημέρι και αφού έφαγαν μαζί του με πολύ αργόν ρυθμόν πήγαν εις το οικόπεδον της εκκλησίας κατά την ώραν του Εσπερινού. "Ωσπου να βρουν με το βήμα της χελώνης το μέρος από το όποιον ανατέλλει ο ήλιος, να μετρήσουν το μήκος και το πλάτος, να στηρίξουν εις όλες τις γωνίες πασσάλους τους οποίους να δέσουν με σχοινί, και να δέσουν τις δύο άκρες του σχοινιού με κόμβον, επί του οποίου ο υπάλληλος να κολλλήσει βουλοκέρι, και να αποτυπώσει έπ' αυτού την μετάλλινη σφραγίδα του, ο ήλιος βασίλεψε, και η κατάθεσις του θεμελίου λίθου ανεβλήθη δια την αυριανήν ημέραν.
Για το σχοινί οι ενδιαφερόμενοι χρησιμοποίησαν το εντόπιο αιγοτρίχινο ελαστικό καζίλι, χωρίς να το τεντώνουν.
Την νύκτα μετεκίνησαν τους πασσάλους προς τα έξω, τεντώσαντες το καζίλι χωρίς όμως να βλάψουν το αποτύπωμα της σφραγΐδος. Το πρωΐ ο υπάλληλος είδεν, ότι το αποτύπωμα της σφραγίδας ήτο σε καλήν κατάστασιν και έδωκε την ΄άδειαν να κτίζουν. Εις το τέλος είδεν, ότι η νέα εκκλησία έγινε λίγο, μεγαλύτερα της προϋπαρχούσης, αλλά δεν τους ετιμώρησε, διότι υπήρχε και το ελαφρυντικό νομικό αξίωμα: "Ότι οποιοδήποτε εκτίσθη, είναι καλά κτισμένο", το όποιον εγνώριζαν και οι ενδιαφερόμενοι".
Ή ανέγερση του ναού έγινε με πρωτοβουλία του τότε Μητροπολίτου Μυτιλήνης Ιερεμία του μετέπειτα Οικουμενικού Πατριάρχου και των προεστών της Κοινότητος Αγιάσου, πού φρόντιζαν για το ναό, αφού πια από το 1783 είχε διαλυθεί το Μοναστήρι του Αγάθωνα και ο ναός είχε γίνει Ενοριακός για την Κοινότητα και Ενορία της Αγιάσου.
Ό ναός αυτός δεν ήταν θέλημα Θεού να διατηρηθεί και να εξυπηρετήσει τους Χριστιανούς. Άρχισε, όπως είπαμε, να χτίζεται το 1806 και ενώ υστέρα από 6 χρόνια ήταν σχεδόν έτοιμος - τότε έκαμαν τις τελευταίες διακοσμήσεις του ναού και τα ξυλόγλυπτα - τη νύχτα της 6ης Αυγούστου 1812 καταστράφηκε από πυρκαϊά, πού έκαψε ένα μεγάλο τμήμα της Αγιάσου.
Ευτυχώς η εικόνα της Παναγίας και οι περισσότερες αγίες εικόνες σώθηκαν, αλλά ο ναός ολόκληρος, το καμάρι των Άγιασωτών, έπρεπε να ξαναχτιστεί.
Με ενέργειες του Μητροπολίτου Μυτιλήνης του μετέπειτα Πατριάρχου Αλεξανδρείας Καλλινίκου έγινε Ιρανός σ' όλο το νησί, αλλά και στη Μ. Ασία για την ανοικοδόμηση του ναού. Έτσι στα 1815 ξαναχτίζεται ο τρίτος κατά σειρά ναός, αυτός πού υπάρχει σήμερα.
Για την ανέγερση του ναού έδωσε αδεία ο Σουλτάνος Μαχμούτ ο Β'. Ό ναός είναι τρίκλιτη βασιλική με τρεις κόγχες Ιερού Βήματος και τρεις αγίες Τράπεζες και μεγάλο γυναικωνίτη.
Το μήκος του ναού είναι 32,20 μέτρα και το πλάτος 26,20 μέτρα. Το τέμπλο είναι μαρμάρινο, όπως και ο δεσποτικός θρόνος με τέχνη εξαίρετη. Ή εσωτερική διακόσμηση του ναού συμπληρώθηκε και με νέο Έρανο, το έτος 1838 επί Μητροπολίτου Μυτιλήνης Πορφυρίου. Τότε τοποθετήθηκε στο Νάρθηκα η επιγραφή "ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΕΓΩΓΕ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΑΓΙΑΣ ΣΙΩΝ ΜΗΤΡΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΤΟΥ ΔΕΣΠΟΤΟΥ ΤΩΝ ΟΡΑΤΩΝ ΟΣ ΕΚ ΒΑΘΡΩΝ ΗΓΕΡΜΑΙ ΚΑΤΑ ΤΟ ΕΤΟΣ 1815 ΚΑΙ ΟΙΑΝ ΕΝΤΕΛΕΙΑΝ ΑΘΡΟΙΣ ΛΑΜΒΑΝΩΝ ΤΟ 1838 ΑΔΡΑ ΔΑΠΑΝΗ ΚΟΙΝΗ ΓΝΩΜΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΤΩΝ ΑΠΑΣΩΤΩΝ ΣΥΝΔΡΑΜΟΝΤΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΛΩΝ ΕΞΩΘΕΝ ΕΥΣΕΒΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ ΑΛΛ Ω ΜΗΤΕΡ ΕΛΕΟΥΣ ΤΕ ΕΥΣΠΛΑΓΧΝΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΤΙΡΜΩΝ ΣΩΖΕ ΠΑΝΤΑΣ ΗΜΑΣ ΕΚ ΝΟΣΩΝ ΔΕΙΝΩΝ ΚΑΙ ΟΛΕΘΡΙΩΝ ΚΑΚΩΝ"
Κατά τα νεώτερα χρόνια, τα μετά την Ελληνική Επανάσταση του 1821, το Προσκύνημα της Αγιάσου παρουσίασε αξιόλογη ανάπτυξη, με το θερμό ενδιαφέρον πού έδειξαν γι' αυτό οι δύο μεγάλοι Μητροπολίτες της Μυτιλήνης Ιάκωβος από Δυρραχίου (1925-1958) και Ιάκωβος ο από Σισανίου και Σιατίστης (1958-1987), ο Αρχιερατικός Επίτροπος Πρωτοπρεσβύτερος Εμμανουήλ Μυτιληναίος (1937-1940) και άλλοι.
Με πρωτοβουλία του λόγιου πρωτοπρ. Εμμανουήλ Μυτιληναίου το Ιερό Προσκύνημα εξέδιδε το περιοδικό "Αγία Σιών", στο όποιο δημοσιεύθηκαν πολλές σοβαρές μελέτες. Με πρωτοβουλία του ιδίου άνω των εκατό διαφόρων μεγεθών φορητές εικόνες, χρονολογούμενες από τον 9ον μέχρι τον 19ον αιώνα, συγκεντρώθηκαν και φυλάχθηκαν σε ειδικές προθήκες μέσα στο ναό, ενώ άλλες ένδεκα περιμάζεψε ο Αρχιερατικός Επίτροπος πρωτοπρεσβύτερος Νικόλαος Παπουτσέλης (1944-71). Επίσης πολύτιμες υπηρεσίες προσέφεραν οι Αρχιερατικοί Επίτροποι Άρχιμ. Ιάκωβος Μαλλιαρός μετέπειτα Μητροπολίτης Μηθύμνης, Άρχιμ. Θεόκλητος Σεκέρης, Οικον. Νεκτάριος Χατζηπροκοπίου και άλλοι δια την καλήν διατήρηση των αρχείων και κειμηλίων του ναού, την ευπρέπειαν αυτού και την ευεργετική και πνευματική ακτινοβολία του σ' όλη την Ελλάδα.
Κατά το έτος 1963 με πρωτοβουλία του Ιερομόναχου Φωτίου Λαυριώτου συνέθεσε ο Υμνογράφος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης Ιερή Ακολουθία, πού αναφέρεται στη μετακομιδή της Ιερής Εικόνος. Την ακολουθία βλέπε στο τέλος του βιβλίου τούτου.
Με τις ενέργειες του άειμν. Μητροπολίτου Μυτιλήνης Ιακώβου του από Σισανίου και Σιατίστης κατά το έτος 1971 το Ιερό Προσκύνημα της Αγιάσου αναγνωρίσθηκε και κατά νόμον "Ιερό Προσκύνημα" και διοικείται, ως ορίζει ο νόμος, από 5μελή Διοικούσα Επιτροπή.
Κατά το έτος 1977 έγινε η τελευταία ριζική εσωτερική ανακαίνιση του Ιερού Ναού του Προσκυνήματος, για την οποία δαπανήθηκε το ποσό του 1.300.000 δραχμών. Το έργο ανέλαβε και εξετέλεσε πολυμελής ειδική επιτροπή, ή οποία συγκέντρωσε τα χρήματα και ανέθεσε την ανακαίνιση του ναού σε ειδικό διακοσμητή των Αθηνών, ονομαζόμενο Κωνσταντίνο Σαμαρτζή.
Τ Ο Α Ν Ε Λ Π Ι Σ Τ Ο Ε Υ Ρ Η Μ Α
Ξεκινώντας από τον Ιερομόναχο Αγάθωνα, πού έφερε την Ιερή εικόνα της Παναγίας, παρακολουθήσαμε στις προηγούμενες σελίδες πώς άρχισε να συγκεντρώνεται ο κόσμος γύρω στο ιερό προσκύνημα, πώς χρειάστηκε να χτιστεί ο πρώτος και έπειτα ο δεύτερος και τρίτος ναός και είδαμε πώς με τη χάρη της Παναγίας έγινε πανελλήνιο Προσκύνημα και πώς είχε τούτο σαν συνέπεια να αναπτυχθεί γύρω άπ' αυτό η κωμόπολη της Αγιάσου σαν θρησκευτικό κέντρο με πλούσια πνευματική ακτινοβολία, αλλά είναι τώρα καιρός να επανέλθουμε στην Ιστορία της Ιερής εικόνας της Παναγίας. Επί αιώνες, όταν ερχότανε οι Χριστιανοί στο ναό της Παναγίας, έβλεπαν με κατάνυξη στο συνήθη τόπο, δίπλα στην ωραία Πύλη μια ωραία εικόνα της Παναγίας να κρατά στην αγκαλιά της το Χριστό. Όλη η εικόνα ήταν, όπως είναι και σήμερα, ντυμένη με πλάκα επίχρυση, με καλλιτεχνικά σχέδια και πολύτιμα πετράδια, πού λάμπουν στο φως των κανδηλιών. Στη γιορτή της Παναγίας, στις 15 Αύγουστου κάθε χρόνο, από παιδιά βλέπαμε την ίδια εικόνα κατά τη λιτάνευση της εορτής, να τη σηκώνουν με κόπο και να την περιφέρουν με ευλάβεια αυτοί πού ήθελαν να την κρατήσουν.
Φαινότανε πολύ βαριά, γιατί το πάχος της εικόνας ήταν περίπου μια σπιθαμή και όλο το πάχος αυτό της εικόνας, όπως και το πίσω μέρος αυτής, ήταν ντυμένο με βυσσινί βελούδο.
Όμως στην Άγιάσο υπήρχε ή παράδοση, αιώνες τώρα, ότι μέσα στο πάχος αυτής της εικόνας ήταν κρυμμένη ή παλαιά εικόνα του Αγάθωνα και πού ήταν και αυτή, κατά την παράδοση, έργο του Ευαγγελιστή Λουκά. Όμως η παράδοση έλεγε, και κάτι άλλο: ότι θα πέθαινε αυτός πού θα τολμούσε να ξηλώσει, να ανοίξει κατά κάποιο τρόπο ή για οποιοδήποτε λόγο, το πίσω μέρος της εικόνας.
Κατά το έτος 1938 ο αείμνηστος Μητροπολίτης Ιάκωβος ο από Δυρραχίου αποφάσισε να ερευνήσει και να λύσει το πρόβλημα αυτό. Με τη σύμφωνη γνώμη του δραστήριου τότε Αρχιερατικού Επιτρόπου Πρωτοπ. Εμμανουήλ Μυτιληναίου, και τη συναίνεση των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου του Ναού, αποφάσισε να ερευνήσει την εικόνα παρουσία και άλλων μαρτύρων.
Ή έρευνα έγινε στο γραφείο του ναού. Ήταν παρόντες ο Μητροπολίτης, ο τότε Πρωτοσύγκελος, μετέπειτα Μητροπολίτης Μυτιλήνης Ιάκωβος ο από Σισανίου και Σιατίστης, ο Αρχιερατικός Επίτροπος Έμμ. Μυτιληναίος, ο Ρώσος τεχνίτης Βασίλειος Ραχτσέβσκυ, ειδικός συντηρητής εικόνων του Βυζαντινού Μουσείου Αθηνών, πού για τον σκοπό αυτό κάλεσε στη Μυτιλήνη ο Μητροπολίτης, παρίσταντο επίσης και όλα τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του Ναού.
Έβγαλαν τότε με προσοχή και Ιερή αγωνία το πρώτο βελούδινο κάλυμμα και στη συνέχεια το δεύτερο, το τρίτο, το τέταρτο, γιατί φαίνεται ότι με το πέρασμα των χρόνων, όταν ξεθώριαζε ή σχιζότανε το ύφασμα, έβαζαν πάνω σ' αυτό το παλαιό ένα καινούργιο κάλυμμα. Έτσι βγάζοντας ένα-ένα τα από αιώνων αλλεπάλληλα καλύμματα, βρήκαν ένα ξύλινο κιβώτιο και μέσα σ' αυτό την εικόνα της Παναγίας, πού έφερε ο Αγάθων, τυλιγμένη προσεκτικά με ύφασμα βουτηγμένο, εμποτισμένο, σε κηρομαστίχα, που χρησιμοποιείται σαν ζεστός πολτός κατά τα εγκαίνια της Αγίας Τράπεζας των ναών.
Ή χαρά, η συγκίνηση ήταν αδύνατον να περιγραφεί για το μεγάλο, το θείο εύρημα. Με μεγάλη προσοχή ξετύλιξαν το ύφασμα. Όλοι με δάκρυα στα μάτια, με ρίγη συγκινήσεως ασπάσθηκαν την εικόνα, την θύμιασαν και έψαλαν τροπάρια στη θεομήτορα.
Ή εικόνα ήταν σαν αύτη πού ήξεραν, δηλαδή αύτη πού έβλεπαν και προσκυνούσαν οι πιστοί στο τέμπλο της εκκλησίας, με την επίχρυση επένδυση. Απεδείχθη έτσι, πώς αυτή ήταν πιστό αντίγραφο της κρυμμένης παλαιάς εικόνας του Αγάθωνα.
' Αλλά ή εικόνα πού βρέθηκε ήταν φοβερά κατεστραμμένη. Πολλά κομμάτια από ξύλο της εικόνας είχαν αποσαθρωθεί, είχαν μαδύσει. Ό Ρώσος τεχνίτης κάθισε αρκετό καιρό στη Μυτιλήνη και δούλεψε μερόνυχτα πάνω στην εικόνα προσπαθώντας να την καθαρίσει, και όπου το ξύλο είχε μαδήσει, το αντικαθιστούσε με κομμάτια ειδικού φελλού, πού τον συναρμολογούσε σαν ειδικός συντηρητής εικόνων.
Από τότε αποφασίστηκε να γίνει ένα μαρμάρινο προσκυνητάρι, μπροστά στην εικόνα της Παναγίας, πού βρίσκεται στο τέμπλο και πάνω σ' αυτό να τοποθετηθεί μόνιμα και ασφαλισμένα μέσα σε ξύλινη θήκη με διπλό κρύσταλλο ή αρχαία πολύτιμη εικόνα. Εκεί την βλέπουμε και την προσκυνάμε σήμερα. Είναι φανερό, ότι οι παλαιοί εκείνοι Χριστιανοί, όταν είδαν ότι η εικόνα της Παναγίας άρχισε να καταστρέφεται, ανέθεσαν σε καλό αγιογράφο να κάνει ένα πιστό αντίγραφο της εικόνος για να κρύψουν την παλαία. Ή εικόνα - αντίγραφο είναι έργο εξαίρετο Βυζαντινής τέχνης. Οι ειδικοί λένε, ότι έγινε κατά τους χρόνους της αλώσεως, δηλαδή γύρω στο 1453. Έγινε στις διαστάσεις της παλαιάς. Έχει επίχρυση καλλιτεχνική επένδυση καμωμένη έτσι ώστε να ξεκλιδώνει και να ανοίγει σαν παράθυρο, για να φαίνεται η εικόνα.

ΚΤΙΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑΤΟΣ
α) Στο προαύλιο του ναού υπάρχει το παρεκκκλήσιο των Αγίων Αποστόλων.
β) Παλαιό κτίριο πού επισκευάσθηκε ριζικά (αναπαλαιώθηκε) κατά το έτος 1965. Σ' αυτό στεγάζεται η αίθουσα υποδοχής (το λεγόμενο Συνοδικό) τα δωμάτια φιλοξενίας του Μητροπολίτη και του Ιεροκήρυκα, τα δύο Μουσεία- Βυζαντινό και Λαϊκό - Δωμάτια, αποθήκες και στο ισόγειο επτά (7) ενοικιαζόμενα καταστήματα,
γ) Τέσσερα (4) κτίρια παλαιών ξενώνων, πού διαθέτουν συνολικά 65 δωμάτια, για τη φιλοξενία προσκυνητών.
δ) Ό ένας ξενώνας στη θέση Σταυροί πού έχει χτιστεί το 1931 με κάπως ιδιόρρυθμο σχέδιο και σήμερα στεγάζει το Α.Τ. Αγιάσου, το Υποθηκοφυλακείο, τα Φροντιστήρια Ξένων Γλωσσών κ.λ.π.).
ε) Κτίριο Πνευματικού Κέντρου και Ξενοδοχείο.
Τούτο κτίστηκε κατά το έτος 1971 με τη φροντίδα του τότε εκκλησιαστικού συμβουλίου πού αποτελούσαν, ο γράφων το παρόν ως Αρχιερατικός Επίτροπος τότε, ο Ευστράτιος Τζίνης, ο Κλεάνθης Καλδέλλης, ο Χαράλαμπος Εύσ. Πανταζής και ο Μιλτιάδης Έπαμ. Ψυρούκης.
Ή αποπεράτωση του έργου έγινε το έτος 1979. Δαπανήθηκε το ποσό των 7.300.000 δραχμών, από το όποιο τα έξι εκατομμύρια διέθεσε το Ιερό Προσκύνημα και ευσεβείς δωρητές. Το 1.300.000 δραχμές ήταν κρατική επιχορήγηση, πού εξασφάλισε με ενέργειες του ο αείμνηστος Μητροπολίτης Μυτιλήνης Ιάκωβος από τον τότε Υπουργό Πολιτισμού και Επιστημών Δημήτριο Νιάνια. Τα σχέδια είναι του Αρχιτέκτονα Γ. Γιαννουλέλη.
Στο ισόγειο του κτιρίου υπάρχει και λειτουργεί το Πνευματικό Κέντρο του Προσκυνήματος, καθώς και το γραφείο του Αρχιερατικού Επιτρόπου και το Εξομολογητήριο.
Στους Α' και Β' ορόφους λειτουργεί το Ξενοδοχείο "Αγία Σιών" 14 δωματίων και 28 κλινών.
στ) Εκκλησιαστικό Μουσείο.
Από το έτος 1972 λειτουργεί το Εκκλησιαστικό Μουσείο, στο όποιο φυλάσσονται: Ό σταυρός με το Τίμιο Ξύλο πού έφερε, ο Αγαθών, δύο μεμβράνινα φύλλα Ευαγγελίου του Ε' αιώνα, ίσως αυτού πού έφερε ο Αγαθών, ιερά Ευαγγέλια, δύο λειψανοθήκες, δισκοπότηρα, ποιμαντικές ράβδοι, παλαιά κανδήλια, ιστορικά, χρυσοκέντητα άμφια και κυρίως ένα επιτραχήλιο του 16ου αιώνα με 55 χρυσοκέντητες εικόνες και άλλα ιερά κειμήλια μεγάλης αξίας.
ζ) Λαογραφικό μουσείο.
Από το έτος 1982 λειτουργεί το Λαογραφικό Μουσείο με πολύτιμα έργα λαϊκής τέχνης (κεντήματα, υφαντά, ενδυμασίες, παλαιά χάλκινα σκεύη, κοσμήματα, νομίσματα και αλλά αντικείμενα).
ΣΩΖΟΜΕΝΑ ΙΕΡΑ ΚΕΙΜΗΛΙΑ
α) Ό Σταυρός με το τεμάχιο τιμίου Ξύλου πού έφερε Ό Αγαθών. Είναι μικρός ασημένιος Σταυρός διαστάσεων 6X3 εκατοστών, πού έχει στο κέντρο τεμάχιο τιμίου Ξύλου. Για να χρησιμοποιείται ευχερέστερα κατά τις ήμερες των εορτών της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού (14 Σεπτεμβρίου) και της Κυριακής της Σταυροπροσκυνήσεως κατά τη θεία λειτουργία και την προσκύνηση των Χριστιανών, ο μικρός αυτός Σταυρός τοποθετήθηκε στο κέντρο μεγαλύτερου Σταυρού στολισμένου με σμάλτο και με κατάλληλη επίσης σμαλτοποίκιλτη βάση σε ειδικό δίσκο, όπως φαίνεται στην εικόνα του όπισθεν εξωφύλλου όπου διακρίνεται στο μέσον ο Σταυρός του Αγάθωνα.
β) Ή εικόνα του Χρίστου στο τέμπλο του ναού. Όταν κάηκε ο ναός κατά το έτος 1812, κάηκε και ή εικόνα του Χρίστου, πού είχε τοποθετηθεί στο τέμπλο του ναού. Ό αείμνηστος Μητροπολίτης Ιάκωβος ο από Δυρραχίου "θέλοντας να έχει ο ναός του Ιερού Προσκυνήματος στο τέμπλο του εικόνα του Κυρίου ανάλογη περίπου με την εικόνα της Παναγίας αρχαιολογικής αξίας παραχώρησε και μετέφερε και τοποθέτησε στο ναό του Προσκυνήματος την εικόνα του ΙΕ' αιώνα του Μητροπολιτικού αγροκτήματος "Δαμάνδριον".
γ) "Αγια Λείψανο. Σε μεγάλη σχετικά αργυρή λειψανοθήκη με καλλιτεχνικές διακοσμήσεις, φυλάσσονται τμήματα ιερών λειψάνων των αγίων Διονυσίου, Στυλιανού, Τρύφωνα, Μιχαήλ Επισκόπου Συνάδων και άλλων αγίων.
δ) Ιερά Ευαγγέλια. Ευαγγέλιο μεγάλου σχήματος επιχρυσωμένο με θαυμάσιες και ιστορικές επιγραφές, έντυπο του 1791.
— Ευαγγέλιο χειρόγραφο διαστάσεων (0,15X0,10), στο όποιο έχουν βρεθεί ραμμένα δύο φύλλα μεμβράνινου χειρογράφου ευαγγελίου, κατά πάσαν πιθανότητα εκείνου πού έφερε ό Αγαθών.
— Ιερό Ευαγγέλιο διαστάσεων (0,14X0,10) χειρόγραφο, άχρονολόγητο.
— Ιερό Ευαγγέλιο με επίχρυσες πλάκες, σμάλτα, έντυπο Βενετίας του έτους 1752.
ε) Ιερά Σκέυη. Έξη (6) "Αγια Δισκοπότηρα με θαυμάσιες διακοσμήσεις, δώρα Πατριαρχών, Αρχιερέων και άλλων ευσεβών, οκτώ (8) σταυροί Αγιασμού με ξυλόγλυπτες και ωραίες διακοσμήσεις, αρτοφόρια, επίχρυσες "κιβωτοί" λιβανοθήκες για μεγάλες λιτανείες, αργυρά κατσία, θυμιατήρια, δύο ποιμαντορικές ράβδοι, εξαπτέρυγα, παλαιές ιστορικές κανδήλες με αξιόλογες επιγραφές, ιερά αντιμήνσια και αλλά.
 Υποσημειώσεις:
1. Από το βιβλίο Ιακώβου Γ. Κλεομβρότου, Μητροπολίτη Μυτιλήνης "Ή Παναγία της Αγιάσου" Μυτιλήνη 1982 σελ. 9-10 όπου δηλώνει ότι τις πληροφορίες αυτές πήρε από το βιβλίο του Στρ. Κολαξιζέλλη "Θρύλος και Ιστορία της Αγιάσου" Μυτιλήνη 1947
2. Μεταφέρουμε το κείμενο του εγγράφου, όπως έχει δημοσιευθεί στο βιβλίο του αειμνήστου Μητροπολίτου Μυτιλήνης Ιακώβου Κλεομβρότου πού προαναφέραμε με την παρατήρηση ότι όπως έχει γράψει ο αείμ. Έμμ. Μυτιληναίος το κείμενο δημιουργεί ερωτηματικά ως προς τη γλώσσα και τη χρονολογία.

Κυριακή 5 Αυγούστου 2012

Προσευχή

Όπου υπάρχει αληθινή προσευχή εκεί χάνεται, παύει κάθε φιλοσοφία και όπου δεν υπάρχει αληθινή προσευχή, γίνεται επιτακτική ανάγκη η ορθή φιλοσοφία. Η προσευχή φθάνει στον τέλειο βαθμό της όταν αναδεικνύει τον άνθρωπο και όλη του τη φιλοσοφία, όλο τον τρόπο της ζωής του, έκφραση τέλειας αγάπης, φωτεινό δοξαστικό ον που πάνω του λάμπει η Θεία εικόνα του Δημιουργού του.
Προσευχή είναι το ασίγητο ευχαριστώ της ψυχής στο Δημιουργό της.
Προσευχή είναι η λαχτάρα της ψυχής να ζει για πάντα ενωμένη με τον Θεό.
Προσευχή είναι οι δυνάμεις του ανθρώπου όταν βρίσκονται ενοποιημένες και ομόφωνες, γεμάτες αγάπη και υμνούν το Δημιουργό της ζωής.
Προσευχή είναι το πιο μεγάλο μέσο για την απόκτηση εσωτερικής καθαρότητας, αλλά και το αποτέλεσμα της εσωτερικής καθαρότητας.Η προσευχή είναι η μέθοδος, ο τρόπος, ο αθλητικός στίβος όπου γυμνάζεται ο ανθρώπινος λόγος , εσωτερικός και εξερχόμενος, για να προσαρμοστεί, να ενοποιηθεί και τέλος να ομοιωθεί με το Θείο Λόγο, ώστε να γίνει δίαυλός του.
Ο λόγος της προσευχής μας είναι το ανώτερο και ιερότερο δώρο που μπορούμε να προσφέρουμε στον Θεό, στο Δημιουργό μας. Ευτυχισμένος αυτός που το προσφέρει με πράξη ζωής.
Η ολοκληρωμένη προσευχή ανοίγει τις μυστικές πύλες του ουράνιου Θεού και η κατερχόμενη δύναμη δημιουργεί ζωντανή ελπίδα εκεί που όλες οι δυνάμεις, ορατές και αόρατες, έρχονται σε αδιέξοδο.
Η προσευχή είναι δύναμη λόγου που μπορείς να επιλέξεις ελεύθερα και να τον εργαστείς στον εαυτό σου, σμιλεύοντας το πνευματικό σου σώμα σύμφωνα με το πνεύμα των προσευχών σου.
Η μεγαλύτερη προσευχή είναι να έχεις εσωτερικό “είναι” αγάπης, χρηστότητας και ανεξικακίας, ώστε να είσαι μια συνεχόμενη προσευχή προς το Δημιουργό σου.Προσευχή είναι εκείνη η όμορφη ένωση που υπάρχει μεταξύ εμβρύου και μάνας. Το μεν έμβρυο είναι η ψυχή, η δε μάνα η θεότητα και η προσευχή ο ομφάλιος λώρος που ενώνει τους δύο.
Προσευχή είναι η έκφραση ευγνωμοσύνης του λάτρη της ψυχής προς τον Θεό. Προσευχή είναι ο δρόμος που ακολουθώντας τον ελευθερώνεται ο λάτρης της ψυχής και κατ’ επέκταση όλος ο άνθρωπος από τις παγίδες του εχθρού . Προσευχή και δύναμη προσευχής είναι ο νους της αγάπης, ο νους της ειρήνης, η καρδιά της συμπάθειας, της ανεξικακίας, των αγνών προθέσεων, ο λόγος που έχει απαλλαχθεί από κάθε ψυχρότητα και αντιπάθεια. Τότε ο άνθρωπος παρουσιάζεται μέσα σε ολοκληρωμένη πίστη , έτοιμος να υπηρετήσει την τέλεια Αγάπη του Θεού σε όλες τις συνθήκες της ζωής του, σηκώνοντας και το βάρος που τυχόν χρειαστεί, χωρίς όμως να συνθλίβεται ή να μειώνεται η καθαρότητά του.
Προσευχή είναι οι λόγοι μας, εσωτερικοί και εξερχόμενοι, οι σκέψεις μας, η ποιότητά τους, οι πράξεις μας, οι προθέσεις μας, τα βιώματά μας, τα όνειρά μας, οι επιθυμίες μας, οι αγάπες μας, τα μίση μας, τα θετικά και τα αρνητικά μας, όλη μας η ζωή, η στάση μας απέναντί της, ο καλός και κακός εαυτός μας, ο φανερός και ο κρυφός εαυτός μας, όλα μέσα μας, τα πάντα μέσα μας είναι προσευχή.
Προσευχή είναι αυτό που έχει μέσα της η καρδιά σου, δηλαδή η ποιότητα που έχει το πνευματικό σου σώμα. Αν αυτό που έχει μέσα της η καρδιά σου είναι καλό, αυτό το ίδιο λαμβάνεται σαν προσευχή καλή που ζητά το καλό που ζει, να δωρηθεί σε όλους όσους το θέλουν˙ κι αν αυτό που έχει μέσα της η καρδιά σου είναι άσχημο, αυτό το ίδιο λαμβάνεται σαν προσευχή κακή που ζητά να πολλαπλασιαστεί το κακό της σε όσους θέλουν, αλλά και σε όσους δεν το θέλουν. Μα, ποιο λογικό ον θα τολμούσε να αποκαλέσει την κακία, τα μίση, τα ψέματα, τις εχθρότητες, τις βλασφημίες, τις θολές και άσχημες σκέψεις, τα εγώ, την πλεονεξία, τα πάθη, τη μανία της δόξας, την ξεχωριστικότητα, τις προσκολλήσεις σε αρνητικές δυνάμεις και όλη τη συνάφεια αυτών προσευχή; Απολύτως κανένα.
Τότε, δικαιολογημένα θα μου πεις, πώς εσύ ονομάζεις τα πάντα μέσα μας προσευχή; Τα ονομάζω έτσι διότι τα πάντα μέσα μας είναι προσευχή, αλλά και για να σε προετοιμάσω κατάλληλα να ακολουθήσεις αληθινούς λόγους της προσευχής που οδηγούν στην ολοκληρωμένη πίστη και στη ζωή της τέλειας αγάπης.

 Aπό το βιβλίο  Αέναον Φυσικός στο Φως

Πέμπτη 26 Ιουλίου 2012

Ελλάς


Η ετοιμολογία της λέξεως «Ελλάς» δεν έχει διευκρινιστεί. Κατά τον Γ. Κούρτιο έχει σχέση με τα ονόματα «σέλας», «σελήνη», «ελήνη(= λαμπάς)», κατά δεν τον Wilamowitz είναι συγγενές προς τα «ψελίζω», «σελλίζω», «ελλός», «έλλοψ», και τους «Σελλούς» ή «Ελλούς» της Δωδώνης. Θα μπορούσε ακόμη (h. Jojuh) η λέξη να συγγενεύει με την «Ελλοπία», όπου απαντά ως ονομασία διάφορων ελληνικών χώρων και όπου είναι δυνατόν να παράγεται από τον «έλλα» (λακωνιστί = καθέδρα, καθ’ Ησύχιο) ή του «έλος». Πάντως καμιά από τις προταθείσες ετυμολογίες δεν φαίνεται εντελώς πειστική. Ως προς την χρήση των λέξεων «Ελλάς» και «Έλληνες» παρατηρούμε ότι αυτές μάλλον αργάδήλωσαν ολόκληρο το Ελληνικό έθνος.
Στα Ομηρικά έπη ο όρος «Ελλάς» σήμαινε απλώς κάποια χώρα που ανήκε στο κράτος του Πηλέα και κατοικούμενη από τους Μυρμηδόνες, πατρίδα του Αμύντορα, πατέρα του Φοίνικα (Ι΄ 447 - 448, 478). Συναντάται στον Όμηρο και ως πόλη (στον κατάλογο των νέων, Β 683 - 684). Κατά τον Στράβωνα (Θ΄ 431 - 432), οι μεν πίστευαν ότι η Ομηρική Ελλάδα είναι η Φθία (πρβλ. και Θουκυδίδη Α΄ 3 «τους μετ’ Αχιλλέως εκ της Φθιώτιδος, οίπερ και πρώτοι Έλληνες ήσαν») και αποτελεί το νότιο μέρος της Θεσσαλίας, οι δε ότι ήταν διάφορος της Φθίας χώρα ή πόλη. Θεωρείται όμως ως λίαν απίθανο να υπήρξε ποτέ πόλη της Ελλάδας που να ονομάζονταν «Ελλάς». Κατά τον Busolt η Ομηρική χώρα Ελλάς ήταν από Ενιπέα, του Απιδανού και άλλων παραποτάμων του Πηνειού διαρρεομένη Θεσσαλιώτιδα. Στα νεώτερα χωρία της Οδύσσειας το όνομα «Ελλάς» αποκτά μέγιστη έκταση γιατί σε αυτήν βρίσκουμε «καθ’ ην (ή αν΄) Ελλάδα και μέσον Άργος», όπου «Ελλάς» καλείται η στερεά Ελλάδα και «Άργος» η Πελοπόννησος.
Οι Έλληνες στα Ομηρικά έπη καλούνται «Δαναοί» («φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντες») και «Αργείοι» και «Αχαιοί» και η λέξη «Έλληνες» αναφέρεται μόνο στον κατάλογο των νέων (Β΄ 684), δηλαδή με την στενή έννοια, σήμαινε τους κατοίκους του κράτους του Πηλέα της Θεσσαλικής Ελλάδος. Εμφανίζεται η λέξη «Πανέλληνες» (Β530) που προφανώς σημαίνει το σύνολο των Ελλήνων. Η λέξη Πανέλληνες που δηλώνει όλο το Ελληνικό γένος συναντάται πρώτη φορά στον Ησίοδο τον Ζ’ π.Χ. αιώνα (Έργα 528) και στον Αρχίλοχο (απ. 52). Κατά τις αρχές του ΣΤ΄ αιώνα υπήρχε ο όρος Έλληνες σε κοινή χρήση σημαίνοντας το σύνολο των Ελλήνων εφόσον προτού του 580 είχε επικρατήσει η λέξη «Ελλανοδίκαι» που δήλωνε τους κριτές των Ολυμπιακών αγώνων.
Πρώτος ο Αριστοτέλης μετέθεσε την παλαιότατη Ελλάδα από την Θεσσαλία στην Ήπειρο και κυρίως στην περιοχή της Δωδώνης και του Αχελώου «(ο κατακλυσμός) περί τον ελληνικόν εγένετο μάλιστα τόπον• και τούτου περί την Ελλάδα την αρχαίαν. Αύτη δ’ εστιν η περί Δωδώνην και τον Αχελώον• ούτος γαρ πολλαχού το ρεύμα μεταβέβληκεν• ώκουν γαρ οι Σελλοί ενταύθα και οι καλούμενοι τότε μεν Γραικοί, νυν δ’ Έλληνες» (Μετεωρ. 352α). Μάλλον η γνώμη αυτή του Αριστοτέλη κατά την οποία η Ελλάδα βρίσκονταν στην Δωδώνη να πηγάζει από έναν μύθο που διαδόθηκε τον Δ΄ αιώνα π.Χ. από τους Μολοσσούς, στην περιοχή των οποίων βρισκόταν τότε η Δωδώνη. Ο μύθος αυτός για να εμπεδώσει την ελληνική καταγωγή του βασιλικού οίκου των Μολοσσών, παρίστανε τον Δευκαλίωνα ιδρυτή του ιερού της Δωδώνης. Ο Αριστοτέλης ασπάσθηκε τον μολοσσικό μύθο πρόθυμα, τόσο περισσότερο όσο κατά την Ηλιάδα (Π΄ 233 -235) στην Δωδώνη διαμένουν οι Σελλοί, των οποίων το όνομα μπορεί να θεωρηθεί ότι συγγενεύει με εκείνο των Ελλήνων. Πάντως η Δωδώνη πρέπει να θεωρηθεί ως μια από τις κοιτίδες του ελληνικού έθνους.
Το όνομα «Ελλάς» από την στενή σημασία του Ομήρου επεκτάθηκε και σήμαινε πρώτα την Στερεά Ελλάδα χωρίς όμως την Πελοπόννησο (πρβλ «την Ελλάδα καιΠελοπόννησον» Δημοσθ. 19, 303) και της Θεσσαλίας και έπειτα όλες τις από Έλληνες κατοικημένες χώρες συμπεριλαμβανομένης και της Πελοποννήσου και ακόμη και της Μ. Ασίας (Ηροδ. 1, 92, Ξενοφ. Αναβ. 6, 5, 23), στην οποία αντιτίθεται «η παρ’ ημίν Ελλάς» (Ξενοφ., Ελλ. 3, 4, 5.)
Κατά τους Αλεξανδρινούς χρόνους μετά την ευρεία εξάπλωση της ελληνικής γλώσσας στην Ανατολή, «Έλληνες» και «ελληνίζοντες» και «ελληνισταί» ονομάζονταν όλοι αυτοί που μιλούσαν ελληνικά, έστω και αν ήταν αλλοεθνείς. Κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους, μετά την εμφάνιση του Χριστιανισμού οι λέξεις αυτές σήμαιναν τους Εθνικούς - ειδωλολάτρες και ο «ελληνισμός» σήμαινε τον Εθνισμό και την Ειδωλολατρία. Στα μέσα του Ε’ αιώνα ο εκκλησιαστικός συγγραφέας Θεοδώρητος ο Κύρρου ονομάζει τους ιερείς του Βάαλ «ιερείς τών Ελλήνων».
Το όνομα Ελλάς επέζησε κατά τους μέσους χρόνους, τουλάχιστον στην επίσημη γλώσσα της διοικήσεως του κράτους. Έτσι νωρίτερα από το 535 και επί Ιουστινιανού δημοσιευθέν σύγγραμμα του Ιεροκλέους «Συνέκδημος», η υπό ανθυπάτου διοικούμενη «επαρχία της Ελλάδος» περιλαμβάνει την Στερεά, την Πελοπόννησο, την Εύβοια και διάφορα άλλα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου Πελάγους. Αυτή η επαρχία, περιέχει 79 πόλεις και μητρόπολη είναι η Κόρινθος. Αργότερα το «θέμα Ελλάδος» κατά το «Περίτων θεμάτων» σύγγραμμα του Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου, αποτελείται από την Αττική, Βοιωτία, Φωκίδα, Λοκρίδα, Εύβοια, Κυκλάδες και την μέχρι του Πηνειού Θεσσαλία. Πρωτεύουσα αυτού του θέματος είναι η Θήβα. Κατά τον ΙΑ΄ και ΙΒ΄ αιώνα τα δύο θέματα Ελλάδας και Πελοποννήσου συναντώνται ενωμένα σε ένα θέμα με πρωτεύουσα συνήθως την Κόρινθο. Του θέματος Ελλάδος οι κάτοικοι ονομάζονται ελλαδικοί.
Μετά από την άλωση της Κων/πόλεως από τους Λατίνους το 1204, το όνομα Ελλάς εξαφανίζεται ως δηλωτικό διοικητικής περιφέρειας αλλά τουναντίον από τους ίδιους χρόνους καθίσταται συχνότερη η χρήση των λέξεων Έλληνες και Ελλάς με την ευρύτερη εθνολογική και πολιτιστική σημασία. Ο Ιωάννης ο Γ΄ Δούκας ο Βατάτζης, ο αυτοκράτορας της Νικαίας (1222- 1255) σε επιστολή του προς τον Πάπα Γρηγόριον τον Θ΄ («Αθήναιον», τ. Α΄ σ. 373 -378) γράφει «ότι τε εν τω γένει των Ελλήνων ημών ησοφία βασιλεύει» και μετά «ότι μεν ουν από του ημετέρου γένους η σοφία και το ταύτης ήνθησεν αγαθόν». Ο σουλτάνος της Αιγύπτου και Συρίας Νασίρ Νασρεδδίν Μοχάμεδ, γράφει προς τον Ανδρόνικο Γ΄ τον Παλαιολόγο (1328-1341) προσαγορεύοντάς τον «κληρονόμο της βασιλείας των Ρωμαίων» και τον αποκαλεί «σπάθην του βασιλέως των Μακεδόνων» και «ανδρειότητα της βασιλείας των Ελλήνων». Ο διάδοχος του Σουλτάνου Νασίρ Νασρεδδίν Χασάν, το 1348, σε επιστολή προς τον Ιωάννη ζ΄ τον Κατακουζηνό (εκδ. Βόννης σ. 94 - 99) ονομάζει αυτόν «σπάθη των Μακεδόνων» και «βασιλέα των Ελλήνων». Ο Νικηφόρος Γρηγοράς , κατά τους ίδιους περίπου χρόνους, λέει για τον Πατριάρχη Γρηγόριο του Κυπρίου που έζησε τον ΙΓ΄ αιώνα, «διαβόητος εν τοις τότε γενόμενος Έλλησιν». Ο Ιωάννης ο Αργυρόπουλος προσφωνεί τον Ιωάννη Η΄ τον Παλαιολόγο (1425-1448) «ω της Ελλάδος ήλιε βασιλεύ» (Σάθα, Momuments τ. Α΄ σ. ΧΙΙ). Ο δε τελευταίος στην Κων/πολη Χριστιανός βασιλιάς Κωνσταντίνος ΙΑ΄ ο Παλαιολόγος, που και αυτός, όπως και οι προκάτοχοί του, έφερε τον τίτλο του «βασιλέως και αυτοκράτορος Ρωμαίων», στην προσλαλιά του κατά την προτεραία της αλώσεως, αποκαλεί την Κωνσταντινούπολη «ελπίδα και χαράν πάντων των Ελλήνων».
Μετά την άλωση της Κων/πόλεως από τους Τούρκους, καθόσον ολοένα το Ελληνικό έθνος θα αποκτά ζωηρότερη συνείδηση του εαυτού του, το όνομα Έλληνας και Ελλάδα περιβάλλονται υπό αυτού με μείζονα αίγλη και καθίσταται εις αυτό αεί προσφιλέστερο. Ο ιστορικός Λαόνικος Χαλκοκονδύλης γράφει «Ελλήνων πράγματα», «Ελλήνων βασίλειον», «Ελλήνων βασιλεύς» και με τους Έλληνες εννοούσε τους Χριστιανούς Ρωμηούς. Ο Αντώνιος ο Έπαρχος μόνο με τις λέξεις «Έλληνες» και «Ελλάς» σημαίνει τους ομοεθνείς και την πατρίδα του. Κατά την επανάσταση του 1821 το έθνος αγωνίζεται για την ελευθερία των Ελλήνων και της Ελλάδος. Η συνέλευση της Επιδαύρου που συνέταξε το «Προσωρινόν πολίτευμα τής Ελλάδος» εξέδωσε την 1η Ιανουαρίου 1822 κήρυγμα, με το οποίο «το Ελληνικόν έθνος, το υπό την φρικώδηοθωμανικήν δυναστείαν… κηρύττει σήμερον δια των νομίμων παραστατών του, εις εθνικήν συντεταγμένων συνέλευσιν… την πολιτικήν αυτού ύπαρξιν και ανεξαρτησίαν». Έτσι το έθνος, άμα την έναρξη του μακριού απελευθερωτικού αγώνα, απέβαλε επίσημα εις το νέο κράτος το ελληνικό όνομα «Ελληνική Επικράτεια, Ελληνική Πολιτεία, Βασίλειον της Ελλάδος, Ελληνική Δημοκρατία».



Βιβλιογραφία
1. Busolt G., Griechische Geschichte I2 (σελ. 196 - 200)
2. Paully - Wissowa, Realencyclipeadie der klassichen Altertumswissenschaft στα άρθρα Hellas, Hellen, Grai
3. Θερειανού Δ., Ο ελληνισμός κατά λεκτική και πραγματική έννοια στο «Φιλοσοφικές υποτυπώσεσι» (Τεργέστη 1885)
4. Πολίτου Ν. Γ. Έλληνες ή Ρωμιοί;(Αθήνα 1901. Ανετυπώθη στο «Λαογραφικοίς Συμμείκτοις», τ. Α΄, Αθήνα 1920, σελ. 120 - 133)
5. Μυστακίδου Β. Α. Οι λέξεις Έλλην, Γραικός (Γραικύλος), Βυζαντινός (Τυβίγγη 1920)
6. Α. Ν. Χατζή, Έλλη - Ελλάς, Έλλην (Αθήναι 1935).



Τρίτη 24 Απριλίου 2012

Ένα μοναστήρι των Ταξιαρχών

Μεταξύ 10ου με 11ου αιώνα οι Σαρακηνοί λυμαίνονταν τα νησιά του Αιγαίου, λήστευαν, έκαιγαν κι αιχμαλώτιζαν ανθρώπους, πού τους προόριζαν για τα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής.
H Ν. Λέσβος, είχε γίνει λεία των κουρσάρων αρκετές φορές. Στην τοποθεσία Λεσβάδος, κοντά στο Μανταμάδο, υπήρχε μια αρχαία πολιτεία, ο Στένακας, και όχι πολύ μακριά της ένα μοναστήρι των Ταξιαρχών, πού ή ίδρυση του χάνεται στα βάθη των αιώνων. Ήταν οχυρωμένο σαν κάστρο με τείχη και πύργο, κι από νωρίς είχε προκαλέσει το ενδιαφέρον των πειρατών, πού το 'χαν βάλει πείσμα να το πατήσουν. Έτσι κάποια άνοιξη, ο αρχιπειρατής Σιρχάν, ένας άγριος και μελαψός γίγαντας, ζωσμένος το μπαλτά και τη σπάθα, κάλεσε το τσούρμο του και τους είπε:"Αυτή τη φορά, το δίχως άλλο, θα μπούμε στο μοναστήρι. Εγώ θέλω μόνο το χρυσό ποτήρι, πού λειτουργάνε οι καλόγεροι, για να πίνω το κρασί μου. Όλα τ' αλλά δικά σας".Ό ίδιος δεν θα 'παιρνε μέρος στην επιχείρηση. Δεν καταδεχόταν τέτοιες μικροδουλειές.Έβαλαν πλώρη για τη Λέσβο. Πλησίασαν το μοναστήρι μεσάνυχτα και κρύφτηκαν στα δέντρα.Στο μεταξύ οι καλόγεροι, ανέμελοι από την ησυχία του χειμώνα, δεν φύλαγαν το μοναστήρι όπως έπρεπε. Κάποια στιγμή χτύπησε το σήμαντρο, πού καλούσε τους μοναχούς στην ορθρινή ακολουθία. Τα βήματα τους ακούστηκαν ρυθμικά στον ξύλινο εξώστη, καθώς κατέβαιναν στην εκκλησία. Σε λίγο όλα ησύχασαν.Τότε o αρχηγός έδωσε το σύνθημα. Ένας πειρατής έριξε το γάντζο, σκαρφάλωσε στα τείχη, πήδηξε στην αυλή και άνοιξε τη μεγάλη καστρόπορτα. Οι κουρσάροι όρμησαν με αλαλαγμούς στην εκκλησία. Πριν συνέλθουν οι μοναχοί από τον αιφνιδιασμό, περνούσαν από τη ζωή στο θάνατο. Ένας δόκιμος καλόγερος ο Γαβριήλ, βρισκόταν στο Ιερό. Γρήγορος κι ευκίνητος, σκαρφάλωσε στη στέγη του ναού. Οι πειρατές τον ακολούθησαν. Τότε όμως ακούστηκε μια δυνατή βουή, και ή σκεπή μετατράπηκε θαυματουργικά σε φουρτουνιασμένο πέλαγος. Πάνω στ' αφρισμένα κύματα ένας πελώριος και αγριωπός Στρατιώτης, με σπάθα πού έβγαζε φωτιές, όρμησε εναντίον τους. Εκείνοι παράτησαν αμέσως όπλα και κλοπιμαία κι έφυγαν πανικόβλητοι.Ό Γαβριήλ, ο μόνος πού απέμεινε ζωντανός από την τραγωδία, συγκλονισμένος από το θαύμα του αρχαγγέλου πλησίασε και πρόσπεσε στο εικονοστάσι του. Όταν συνήλθε από την ταραχή, σήκωσε τα μάτια. Αλλά τι πρόσωπο ήταν αυτό; Αν και ζωγραφισμένο, φαινόταν ζωντανό κι είχε μια θεϊκή γλυκύτητα.Ό δόκιμος επιθύμησε να το ζωγραφίσει." Ταξιάρχη μου, παρακάλεσε, μεσίτευσε στον Κύριο ν' αναπαύσει τους αδελφούς μου. Κι έμενα αξίωσε με ν' απεικονίσω την εξαίσια μορφή σου".Αμέσως, σαν να φωτίστηκε από τον αρχάγγελο, πήρε ένα σφουγγάρι, μάζεψε μ' αυτό ευλαβικά το αίμα των μοναχών σε μια λεκάνη, το ανακάτεψε με ασπρόχωμα και άρχισε να πλάθει την εικόνα του.Από την αρχή της εργασίας ένιωσε αισθητή τη βοήθεια του Ταξιάρχη. Τα χέρια του, σαν να τα οδηγούσε αόρατη δύναμη, σχημάτιζαν γρήγορα και σταθερά με τον πηλό το πρόσωπο του αρχαγγέλου Μιχαήλ.
 Το πρόσωπο εκείνο πού είδε στη σκεπή του ναού, το αγριωπό, αλλά με τη θεϊκή χάρη. Ενώ στο μοναστήρι του Ταξιάρχη παιζόταν αυτό το δράμα, η ζωή στους γύρω συνοικισμούς συνεχιζόταν ήσυχη. Μόνο ένα τσοπανόπουλο, καθώς αγνάντευε τη θάλασσα από μια κορυφή, είδε κουρσάρικα καράβια λίγο πιο μέσα άπ' την ακτή.Πήδηξε στ' άλογο του και κάλπασε προς τη μονή για να ειδοποιήσει τους μοναχούς να φυλαχθούν. Το θέαμα όμως πού αντίκρισε, τον έριξε κάτω λιπόθυμο.Όταν συνήλθε, έτρεξε και ειδοποίησε τον Αλέξη, τον άρχοντα του Στένακα, για τα συμβάντα. Εκείνος ξεκίνησε αμέσως για το μοναστήρι μ' άλλους πενήντα καβαλάρηδες.
Όταν μπήκε στο ναό τάχασε. Είδε τους μοναχούς σφαγμένους και βαμμένους στο αίμα και τον ηγούμενο νεκρό μπροστά στην αγία Τράπεζα. Έσφιξε τα δόντια και βγήκε έξω με διάθεση να εκδικηθεί. Πήδηξαν όλοι στ' άλογα τους κι ακολουθώντας τ' άχνάρια των πειρατών, πλησίασαν σ' ένα πλάτωμα. Απότομα σταμάτησαν. Το θέαμα πού αντίκρισαν τούς έκανε κι ανατρίχιασαν. Είδαν αυτούς πού καταδίωκαν, νεκρούς και σκορπισμένους σ' όλο το πλάτωμα. Μια σπαθιά, πού άρχιζε άπ' το μέτωπο κι έφτανε ως την κοιλιά, ήταν χαραγμένη στο σώμα του καθενός και τ' άνοιγε στα δύο. Ή μαχαιριά σε κάθε σώμα ήταν ακριβώς ή ίδια. Κανείς άπ' τους καβαλάρηδες δεν ρώτησε ποιος το 'κανε. Όλοι μάντευαν τον τιμωρό. Δεν είχαν αμφιβολία."Μεγάλη η χάρη κι η δύναμη σου, αρχάγγελε ψέλλισαν και σταυροκοπήθηκαν".Στο μεταξύ, δυο πειρατές, πού είχαν μείνει στην παραλία περιμένοντας τους συντρόφους τους, ανησύχησαν από την αργοπορία και ανηφόρισαν για να τους συναντήσουν. Όταν αντίκρισαν στο πλάτωμα το μακάβριο θέαμα, γύρισαν γρήγορα στα καράβια, οπού περίμενε με αγωνία ο αρχηγός τους, και του διηγήθηκαν την τραγωδία. Μόλις τ' ακούσε εκείνος, χτύπησε τη γροθιά του στο τραπέζι και ορκίστηκε εκδίκηση.
Τον άλλο χρόνο έβαλε σ' εφαρμογή το σχέδιο του για την κατάληψη του Στένακα. Μια νύχτα οι πειρατές αποβιβάστηκαν αθόρυβα στην παραλία και ετοιμάζονταν να επιτεθούν τα χαράματα στη μικρή πολιτεία, πού κοιμόταν ανυποψίαστη. Αυτή την κρίσιμη ώρα επεμβαίνει και πάλι ο Ταξιάρχης. Ό Στέφανος, ο γιος του άρχοντα 'Αλέξη, πού μόλις είχε πέσει να κοιμηθεί, βλέπει μπροστά του τον αρχάγγελο. Ήταν πανώριος μες στην ολόχρυση πανοπλία του. Τα ξανθά μαλλιά του χύνονταν στους ώμους κι έδιναν στα κάτασπρα φτερά του χρυσή ανταύγεια. Στο δεξί χέρι κρατούσε πύρινη ρομφαία, ενώ τ' αριστερό ήταν σηκωμένο με τεντωμένο το δείκτη. Χαμογέλασε στο νέο και με γλυκεία φωνή του είπε.  " Σήκω πάνω, Στέφανε. Πήγαινε γρήγορα με τον πατέρα σου να ετοιμάσετε την άμυνα της πόλης. Έρχονται οι Σαρακηνοί να σας αφανίσουν. Μη φοβηθείτε! Στο πλευρό σας θα είμαστε εγώ κι ο προστάτης σου Άγιος. Θα σας προστατεύουμε και θα σας καθοδηγούμε.  Οι πειρατές έχουν αράξει στον όρμο, κάτω από την πόλη σας. Λίγοι άπ' αυτούς θ' αναρριχηθούν στο κάστρο, για να εξουδετερώσουν το σκοπό της πύλης και ν' ανοίξουν την καστρόπορτα. Θα σας επιτεθούν την ώρα πού ή νύχτα παλεύει με τη μέρα. Προσοχή στην πύλη." Τα γεγονότα εξελίχθηκαν όπως τα είπε ο Ταξιάρχης. Όταν οι κουρσάροι επιτέθηκαν, βρήκαν τους υπερασπιστές στις επάλξεις. Την ίδια ώρα ένα απόσπασμα με αρχηγό το Στέφανο, πού είχε κατηφορίσει αθόρυβα στην παραλία, έβαζε φωτιά στα πειρατικά καράβια. Οι πειρατές είδαν τη φωτεινή ανταύγεια της φωτιάς και τα 'χασαν. Ό πανικός πού ακολούθησε ήταν απερίγραπτος. Ενώ έτρεχαν προς τη θάλασσα, τους καταδίωκαν έφιπποι οι Στενακιώτες και τους αποδεκάτιζαν. Μια ομάδα με τον αρχιληστή κατάφερε να ξεφύγει, ακολουθώντας πορεία μέσα από το δάσος. Έπεσε όμως πάνω στο απόσπασμα πού είχε Πριν λίγο κάψει τα καράβια, και βρέθηκε κυκλωμένη. Σε λίγο κι αυτοί οι πειρατές, μαζί με τον αρχιληστή, είχαν εξολοθρευτεί. Πέρασαν αιώνες. Το μοναστήρι ερειπώθηκε από τις αλλεπάλληλες επιδρομές των Αγαρηνών. Τον 18ο αιώνα ο μικρός παλαιός ναός αντικαταστάθηκε με νέο και μεγαλύτερο, μα η ανάγλυφη θαυματουργή εικόνα του αρχαγγέλου διασώθηκε ως τις μέρες μας, όπως ακριβώς τη φιλοτέχνησε ο δόκιμος Γαβριήλ. Διατηρεί την πρώτη ζωντάνια της και παραμένει άφθορη από το χρόνο.

Από το
Ποιητικό ιστορικό και θαύματα των Αρχαγγέλων Μανταμάδου
Πρωτοπρεσβυτέρου

ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΥ ΔΗΣΣΟΥ
Ιερατικού προϊσταμένου
Ι. Ν. Παμμεγίστων Ταξιαρχών Μανταμάδου

Δευτέρα 23 Απριλίου 2012

Άγιος Γεώργιος

 Η μνήμη του τιμάται στις 23 Απριλίου για τις Εκκλησίες που πηγαίνουν σύμφωνα με το Ιουλιανό ημερολόγιο. Eάν η ημέρα συμπέσει πριν την Ανάσταση, μετατίθεται τη Δευτέρα της Διακαινησίμου. Ο Άγιος Γεώργιος θεωρείται Άγιος της Καθολικής, τηςΑγγλικανικής, της Ορθόδοξης, της Λουθηρανικής, της Αγγλικανικής και της Αρμενικής Εκκλησίας.

Γεννήθηκε μεταξύ των ετών 280-285 μ.Χ., πιθανώς στην περιοχή της Αρμενίας, από τον Έλληνα Συγκλητικό, στρατηλάτη στο αξίωμα, κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Διοκλητιανού, Γερόντιο. Εκεί, σε ένα μοναστήρι της περιοχής, ο Άγιος δέχθηκε το Μυστήριο του Βαπτίσματος και έγινε μέλος της Εκκλησίας. Ο πατέρας του Αγίου, Γερόντιος, καταγόταν από πλούσια και επίσημη γενιά της Καππαδοκίας. Σε παλαιό χειρόγραφο αναφέρεται ότι γεννήθηκε στη Σεβαστούπολη της Μικρής Αρμενίας, αρχικά ήταν ειδωλολάτρης και αργότερα έγινε χριστιανός. Η σύζυγός του ονομαζόταν Πολυχρονία, ήταν χριστιανή και καταγόταν από το γνωστό Λύδδα (Διάσπολη) της Παλαιστίνης. Όπως αναφέρουν οι πηγές, η οικογένεια του Αγίου, όταν εκείνος ήταν σε μικρή ηλικία, μετοίκησε στη Λύδδα, λόγω του θανάτου του πατρός του.
Σε νεαρή ηλικία ο Γεώργιος κατατάχθηκε στο ρωμαϊκό στρατό. Διακρίθηκε για την τόλμη και τον ηρωισμό του και έλαβε το αξίωμα του Τριβούνου. Λίγο αργότερα ο Διοκλητιανός τον έκανε Δούκα (διοικητή) με τον τίτλο του Κόμητος (συνταγματάρχη) στο τάγμα τον Ανικιώρων της αυτοκρατορικής φρουράς• «πολλάκις πρότερον μεγαλοπρεπώς διαπρέψας του των σχολών μετά ταύτα πρώτου τάγματος κόμης κατ' εκλογήν προεβλήθη».
Το 303 μ.Χ., όταν άρχισαν οι διωγμοί του Διοκλητιανού, ο Άγιος Γεώργιος δε δίστασε να ομολογήσει τη χριστιανική του πίστη, προκαλώντας το μένος του Διοκλητιανού, ο οποίος τον υπέβαλε σε σειρά βασανιστηρίων. Η πίστη του Αγίου γίνεται αφορμή να βαπτιστούν οι στρατιωτικοί Ανατόλιος και Πρωτολέων, Βίκτωρ και Ακίνδυνος, Ζωτικός και Ζήνωνας, Χριστοφόρος και Σεβιριανός, Θεωνάς, Καισάριος και Αντώνιος, των οποίων τη μνήμη εορτάζει η Εκκλησία στις 20 Απριλίου και η βασίλισσα Αλεξάνδρα, σύζυγος του Διοκλητιανού, μαζί με τους δούλους της Απολλώ, Ισαάκιο και Κοδράτο, των οποίων η μνήμη τιμάται στις 21 Απριλίου.
Ο Διοκλητιανός δεν το περίμενε και έφριξε με τη στάση του Γεωργίου. Τότε άρχισε για τον Άγιο μια σειρά φρικτών βασανιστηρίων, αλλά και θαυμάτων, που έφεραν πολλούς ειδωλολάτρες στη χριστιανική πίστη. Αφού τον λόγχισαν, ξέσκισαν τις σάρκες του με ειδικό τροχό από μαχαίρια. Έπειτα, τον έριξαν σε λάκκο με βραστό ασβέστη και κατόπιν τον ανάγκασαν να βαδίσει με πυρωμένα μεταλλικά παπούτσια. Από όλα αυτά ο Θεός τον κράτησε ζωντανό και έγινε αιτία να εξευτελιστούν τα είδωλα και οι εκφραστές τους.
Ο Άγιος μαρτύρησε προσευχόμενος, «απετμήθη την κεφαλήν», την Παρασκευή 23 Απριλίου του έτους 303 μ.Χ. Κατά δε τον υπολογισμό του ιστορικού Ευσεβίου, και σύμφωνα με το μακεδονικό ημερολόγιο, αντιστοιχούσε στην Παρασκευή της Διακαινησίμου του Πάσχα. Κρυφά σήκωσαν οι Χριστιανοί το πάντιμο λείψανό του και το έθαψαν, μαζί με αυτό της αγίας μητρός του, η οποία μαρτύρησε την ίδια ή την επόμενη ημέρα. Ο πιστός υπηρέτης του Αγίου, Πασικράτης, εκτελώντας την επιθυμία του Αγίου, παρέλαβε το άγιο λείψανο του Μάρτυρα, μαζί με αυτό της μητέρας του και τα μετέφερε στη Λύδδα της Παλαιστίνης. Από εκεί, όπως βεβαιώνουν οι πηγές, οι Σταυροφόροι πήραν τα ιερά λείψανα της Αγίας Πολυχρονίας και τα μετέφεραν στη Δύση.
Μετά το μαρτυρικό θάνατο του Αγίου μαρτύρησαν και οι συνδέσμιοί του Ευσέβιος, Νέων, Λεόντιος, Λογγίνος και άλλοι τέσσερις μαζί. Τη μνήμη τους τιμά η Εκκλησία στις 23 Απριλίου. Βλέπουμε ότι με κέντρο την ημέρα του μαρτυρίου του Αγίου δημιουργείται μέσα στο λειτουργικό χρόνο της Εκκλησίας ένας εορτολογικός κύκλος, ο οποίος καλλιεργείται περισσότερο από τα Τυπικά της Κωνσταντινούπολης, που ξεκινά στις 20 Απριλίου και τελειώνει στις 24 του αυτού μηνός. Ο εορτολογικός αυτός κύκλος δείχνει την περίοπτη θέση του Μάρτυρος στη ζωή της Εκκλησίας. Από την υμνογραφία της Ορθόδοξης Εκκλησίας κοσμείται με τα επίθετα «ο μαργαρίτης ο πολύτιμος», «ο αριστεύς ο θείος», «ο λέων ο ένδοξος», «ο αστήρ ο πολύφωτος», «του Χριστού οπλίτης», «της ουρανίου στρατιάς ο συνόμιλος».