ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ως το μεγαλύτερο υπό τον ουρανό μυστήριο δύναται να χαρα- κτηριστή η θεία λειτουργία. Τούτη παρεδόθη από τον ίδιο τον Κύριο «τη νυκτί εν η παρεδίδοτο», και συγκεκριμένα κατά την τέλεση του μυστικού δείπνου. Άφησε δε μάλιστα ως ιερή παρακαταθήκη την εντολή στους μαθητές του, και κατ' επέκταση στην Εκκλησία, την εις το διηνεκές τέλεσή της. Χαρακτηριστική τυγχάνει εν προκειμένω παρατήρηση του αγίου Συμεών Θεσσαλονίκης. «Και διηνεκώς τούτο ζητεί. Ου ποιήσατε γαρ, έφη, αλλά τούτο ποιείτε εις την εμήν ανά-μνησιν, τουτέστι διηνεκώς» (ΡG 155, 969Α).
Η τέλεση της θείας λειτουργίας είναι μία διαρκής ανάμνηση του πάθους και της αναστάσεως του Κυρίου. « Οσάκις γαρ αν εσθί-ετε τον άρτον τούτον και το ποτήριον τούτο πίνητε το θάνατον του Κυρίου καταγγέλλετε, άχρις ου αν έλθη» (Α´ Κορ. ια´ 26) «και την ανά-στασιν αυτού ομολογείται» θα προσθέσει ο Μέγας Βασίλειος (ευχή της αγίας Αναφοράς). Το μυστικό πασχάλιο δείπνο τη νύκτα της πα-ραδόσεώς του, ο Κύριος, το μετέτρεψε σε θεία ευχαριστία. « Εσθιό-ντων δεν αυτών λαβών ο Ιησούς τον άρτον και ευχαριστήσας έκλασε και εδίδου τοις μαθηταίς και είπε· λάβετε φάγετε· τούτο εστι το σώμά μου· και λαβών το ποτήριον και ευχαριστήσας έδωκεν αυτοίς λέγων· πίετε εξ αυτού πάντες· τούτο γαρ εστι το αίμα μου το της καινής διαθήκης το περί πολλών εκχυνόμενον εις άφεσιν αμαρτιών» (Ματθ. κστ´ 26-28). Έκτοτε η Εκκλησία τελεί το μυστήριο της θείας ευχαριστίας αναμιμνησκομένη και βιώνουσα συνεχώς τις περί ημάς σωτηριώδεις ενέργειες του Κυρίου.
Ο όρος λειτουργία είναι σύνθετος. Παράγεται εκ των επί μέρους συνθετικών λείτος (λαός) και έργον. Η θεία λειτουργία είναι το έργο του λαού. Είναι η διαρκής μετοχή του στην αναίμακτη θυσία, στο σώμα και στο αίμα του Κυρίου. Είναι η αποδοχή της προσκλήσεως του Κυρίου για μετοχή στην αιώνιο ζωή. Κατά τον μακαριστό γέροντα Παΐσιο η θεία λειτουργία είναι έκφραση της παραδεισίου ζωής, στην οποία είναι καλεσμένοι όλοι οι πιστοί.
Η τέλεση της θείας ευχαριστίας παρέχει στον άνθρωπο το δικαίωμα να λατρεύει τον Θεό του πάντοτε και μετά φόβου, αλλά και «ακατακρίτως» να μετέχει των αγίων του Θεού μυστηρίων, για να αξιωθεί της επουρανίου του βασιλείας (β´ ευχή πιστών λειτουργίας Χρυσοστόμου). Η προσφορά της θείας ευχαριστίας θεωρείται υπό των Πατέρων της Εκκλησίας ως η κατ' εξοχήν έκφραση λατρείας του ανθρώπου προς τον Θεό, αλλά και η άκρα συγκατάβαση του Θεού προς τον άνθρωπο.
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ
1. Έναρξη. «Ευλογημένη η βασιλεία του Πατρός, και του Υιού και του αγίου Πνεύματος».
Ο τύπος τούτος της ενάρξεως της θείας λειτουργίας απα-ντάται στα λειτουργικά χειρόγραφα από τον ι´ αιώνα, ίσως και ενωρίτερα. Σε παλαιότερες του ι´ αιώνος εποχές, η λειτουργία, άρχιζε με τα αγιογραφικά αναγνώσματα, αφού προηγουμένως εδίδετο ειδική προς τούτο ευλογία υπό του επισκόπου η του ιερέως δια του «Ειρήνη πάσι», όπως μαρτυρεί ο ιερός Χρυσόστομος (δ´-ε´ αι.).
Η θεία λειτουργία είναι το μυστήριο της φανερώσεως της βασιλείας του Τριαδικού Θεού. Έτσι, από της ενάρξεως της ακολουθίας έχομε πρόσκληση προς την αγία Τριάδα να είναι παρούσα στο μυστήριο.
Δεν χωρεί αμφιβολία πως η έκβαση της θείας λειτουργίας είναι η μετοχή του ανθρώπου στη βασιλεία του Θεού. Και, δεδομένου του ότι στόχος και σκοπός της θείας λειτουργίας είναι η μετοχή στην αποκεκαλυμμένη (φανερωμένη) βασιλεία του Τριαδικού Θεού, από της ενάρξεώς της ήδη προκαταγγέλλεται και προλαμβάνεται το τέλος της. Δια του «Ευλογημένη η βασιλεία» έχομε ουσιαστικώς πρόληψη του αποτελέσματός της.
2. Ειρηνικά. Πρόκειται για μία σειρά αιτημάτων, η οποία ονομάζεται και «μεγάλη συναπτή». Η ονομασία «ειρηνικά» οφεί-λεται στο ότι τα τρία πρώτα αιτήματα διαλαμβάνουν τη λέξη «ειρήνη» («Εν ειρήνη του Κυρίου δεηθώμεν», «Υπέρ της άνωθεν ειρήνης...», «Υπέρ της ειρήνης του σύμπαντος κόσμου...»). Η έννοια της ειρήνης επιδέχεται ενταύθα τρεις ερμηνείες· α) Η εσωτερική των ανθρώπων ειρήνη, η οποία είναι απαραίτητη, προκειμένου να προσευχηθεί ο άνθρωπος, β) η ειρήνη του σύμπαντος κόσμου, η ειρήνευση δηλ. μεταξύ των λαών, η οποία λειτουργεί και ως προϋπόθεση για την ενότητά τους, και γ) η ταύτισή της προς το πρόσωπο του Κυρίου. «Αυτός (Χριστός) εστίν η ειρήνη ημών» (Εφεσ. 2, 14) κατά τον απόστολο Παύλο. Δε χωρεί αμφιβολία πως η άνωθεν καταβαίνουσα ειρήνη, η οποία μάλιστα διενεργεί τη σωτηρία των ψυχών μας, είναι ο ίδιος ο Κύριος, στο πρόσωπο του οποίου η έννοια της ειρήνης λαμβάνει υποστατική ιδιότητα.
Τα λοιπά αιτήματα των ειρηνικών αναφέρονται στον ναό και στους πιστούς, οι οποίοι εισέρχονται σ’ αυτόν με πίστη, ευλάβεια και φόβο Θεού, στον τοπικό επίσκοπο, ο οποίος ενσαρκώνει στο πρόσωπό του την ενότητα των επί μέρους ενοριών της περιφερείας του, στους τοπικούς άρχοντες, στον χώρο τελέσεως της λατρείας (πόλη, μονή, κώμη). Ακόμη δεόμεθα όπως ο Θεός παράσχει ευ-κράτους και ειρηνικούς καιρούς (καλές καιρικές συνθήκες), προσ-ευχόμαστε υπέρ των «πλεόντων, οδοιπορούντων, νοσούντων, καμνό-ντων (κουρασμένοι - ταλαιπωρημένοι) και αιχμαλώτων», παρακα-λούμε όπως απαλλαγούμε από «πάσης θλίψεως, οργής, κινδύνου και ανάγκης» δια της βοηθείας, αντιλήψεως και διαφυλάξεως του Θεού. Τέλος, δια των πρεσβειών της υπερευλογημένης Θεοτόκου και πάντων των Αγίων παραθέτομε στα χέρια του Θεού «εαυτούς και αλλήλους και πάσαν την ζωήν ημών».
3. Τα Αντίφωνα. Κατ' αρχάς να αναφέρομεν ότι ο όρος αντίφωνον είναι τεχνικός μουσικός όρος και αναφέρεται στον αρχαϊκό τρόπο ψαλμωδίας κατά τις συνάξεις των χριστιανών. Η λατρεία της Εκκλησίας γνώρισε δύο τύπους αντιφωνικής ψαλμω-δίας. Αυτόν, κατα τον οποίον ένας εκφωνούσε τους στίχους κάποιου ψαλμού, στους οποίους ο λαός υπέψαλλε τα ακροστίχια – την τελευταία λέξη – του ψαλμού, όπως το «Αμήν» η το «Αλληλούια» η το εφύμνιό του, και αυτόν, κατά τον οποίον οι δύο χοροί έψαλλαν αντιφωνικά κάποιο ψαλμό στίχο προς στίχο, όπως δηλ. ψάλλεται ο Ν' ψαλμός σήμερα στους όρθρους των Κυριακών.
Η διαμόρφωση των αντιφώνων της λειτουργίας υπό τη σημε-ρινή τους μορφή πραγματοποιήθηκε μεταξύ του ζ' και του η' αιώνος. Από τη μελέτη των πηγών προκύπτει ότι η λειτουργία άρχιζε με τα αναγνώσματα, αφού προηγουμένως ο κλήρος και ο λαός εισέρχονταν μετά του Ευαγγελίου εν σιγή στον ναό, και αφού διδόταν από τον επίσκοπο, ο οποίος ίστατο στο σύνθρονο, η ευλογία «Ειρήνη πάσι».Η εισαγωγή των τριών αντιφώνων στη λειτουργία εν συντομία ακολούθησε την εξής πορεία. Πρώτα, τον ζ' αιώνα, φαίνεται πως εισήγαγαν έναν εισοδικό ψαλμό, ο οποίος συνόδευε την πομπική είσοδο κλήρου και λαού στον ναό προκειμένου να τελέσει τη λειτουργία. Ως τέτοιο ψαλμό επέλεξαν τον 94ο, «Δεύτε αγαλλιασώμεθα τω Κυρίω…». Στις αρχές του η' αιώνος προσε-τέθησαν πριν από τον εισοδικό αυτό ψαλμό (94) και άλλοι δύο ψαλμοί, πιθανόν διαδοχικά, έτσι ώστε τελικά, για το ιερό του αριθμού, οι ψαλμοί έγιναν τρεις. Οι νέοι ψαλμοί, οι οποίοι προσετέθησαν ήταν ο 91ος («Αγαθόν το εξομολογείσθαι τω Κυρίω…») και ο 92ος («Ο Κύριος εβασίλευσεν, ευπρέπειαν ενεδύσατο…»).
Ως εφύμνια για τους τρεις αυτούς ψαλμούς κατά σειρά μαρτυρούνται τα· «Ταις πρεσβείαις της Θεοτόκου* Σώτερ, σώσον ημάς» για τον πρώτο (91), «Πρεσβείαις των αγίων σου,* σώσον ημάς Κύριε» για τον δεύτερο (92) και «Σώσον ημάς, υιέ Θεού* ο αναστάς εκ νεκρών* ψάλλοντάς σοι αλληλούια» για τον τρίτο (94). Τα αντίφωνα αυτά χαρακτηρίζονται ως τα αρχαία αντίφωνα προς διάκριση από τα νεώτερα, τα οποία αποτελούνται μεν από τους τρεις προαναφερόμενους ψαλμούς, διαφοροποιούνται όμως ως προς τα εφύμνιά τους, τα οποία είναι: «Ταις πρεσβείαις της Θεοτόκου* Σώτερ, σώσον ημάς» για τον πρώτο (91), «Σώσον ημάς, υιέ Θεού*… ψάλλοντάς σοι αλληλούια» για τον δεύτερο (92) και το απολυτίκιον της ημέρας για τον τρίτο (94).
Η κανονική τάξη προβλέπει να λέγεται πρώτα η συναπτή, να ακολουθεί η ευχή του αντιφώνου, στη συνέχεια η εκφώνησή της, και στο τέλος να ψάλλεται το αντίφωνο. Του πρώτου αντιφώνου προηγούνται τα ειρηνικά, ενώ του δευτέρου και του τρίτου μικρές συναπτές. Το δεύτερο αντίφωνο κατακλείεται πάντοτε δια του ύμνου «Ο μονογενής υιός…». Ο ύμνος τούτος καθιερώθηκε στη λατρεία τον στ' αιώνα από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό, και στη θέση την οποία ευρίσκεται σήμερα μετετέθη τον ι' αιώνα. Έχει χριστοκεντρικό περιεχόμενο, αφού εν συντομία ανατρέχει όλες τις σωτηριώδεις ενέργειες του Θεού για τον κόσμο (σάρκωση του Θεού Λόγου, σταύρωση, θάνατος, ανάσταση). Με αρκετή άνεση θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως ένα δεύτερο σύμβολο πίστεως. Στο τέλος του τρίτου αντιφώνου γίνεται η είσοδος του Ευαγγελίου (μικρά είσοδος).
4. Είσοδος του Ευαγγελίου. Στο τέλος του γ´ αντιφώνου γίνε-ται σήμερα η είσοδος του Ευαγγελίου (από του ιδ´ αιώνος χαρακτη-ρίζεται ως μικρά είσοδος). Ο ιερέας θα παραλάβει το Ευαγγέλιο από την αγία Τράπεζα, αφού προηγουμένως βάλει τρεις μικρές μετά-νοιες, και, φέροντάς το στο ύψος του προσώπου του, θα εξέλθει εκ της βορείου πύλης προπορευομένης λαμπάδος, θα έλθει στο κέντρο του ναού ή στον σολέα, θα αναγνώσει την ευχή της εισόδου «Δεσπο-τα Κύριε ο Θεός ημών...», θα ευλογήσει την είσοδο (ωραία πύλη) και στη λήξη του τροπαρίου θα υψώσει το Ευαγγέλιον εκφωνώντας το «Σοφία ορθοί». Ακολούθως, ψαλλομένου του εισοδικού «Δεύτε προ-σκυνήσωμεν και προσπέσωμεν Χριστώ...», εισέρχεται και πάλιν εντός του ιερού βήματος, όπου θα εναποθέσει το Ευαγγέλιον επί της αγίας τραπέζης.
Η εκφώνηση «Σοφία· ορθοί» εμφανίζεται τον ζ´ αιώνα. Ουσια-στικώς πρόκειται περί ενός παραγγέλματος προσοχής, η δε ερμη-νεία της θα πρέπει να διατυπωθεί σε σχέση με το πρόσωπο του Χριστού. Κατά τον ιερό Καβάσιλα το Ευαγγέλιο δηλοί τον ίδιο τον Χριστό, ο οποίος διαφορετικά ονομάζεται και «Σοφία». Είναι η του Θεού (Πατρός) Σοφία και Δυναμις. Υψούμενο το Ευαγγέλιο προ-βάλλει στους πιστούς τον Χριστό, ο οποίος δι' αυτού του τρόπου αισθητοποιεί την παρουσία του μεταξύ τους. Ο όρος όμως «σοφία» είναι δυνατόν να λάβει και μία δεύτερη ερμηνεία. Σοφία είναι η ιδία η διδασκαλία του Ευαγγελίου, την οποία εντός ολίγου θα ακούσομε να αναγιγνώσκεται επ' Εκκλησίας.
5. Απολυτίκια – Κοντάκιον. Μετά το Εισοδικό και την είσοδο του ιερέως εντός του ιερού Βήματος, ψάλλονται σήμερα το απολυ-τίκιο της ημέρας, του εορταζομένου Αγίου, εάν υπάρχει, το του Αγίου του ναού και το Κοντάκιο της περιόδου. Η ενότητα αυτή παλαιότερα ανήκε στο γ´ αντίφωνο, το οποίο μετά την ψαλμωδία του εισοδικού κατακλειόταν με το απολυτίκιο και το κοντάκιο των οποίων προτασσόταν αντιστοίχως το «Δόξα» και «Και νυν». Η αρχαία αυτή τάξη διατηρείται σήμερα κυρίως στις δεσποτικές εορτές, οπόταν, μετά το εισοδικό, ψάλλονται μόνον το απολυτίκιο και το κοντάκιο της εορτής, χωρίς την προσθήκη του «Δόξα, Και νυν».
6. Τρισάγιος ύμνος. Της ψαλμωδίας του κοντακίου έπεται η ψαλμωδία του τρισαγίου ύμνου « Άγιος ο Θεός, άγιος ισχυρός, άγιος αθάνατος, ελέησον ημάς». Αυτός εισάγεται με τη διακονική παρα-κέλευσι «Του Κυρίου δεηθώμεν», ακολουθεί κανονικά η ευχή του Τρισαγίου, δια της οποίας παρακαλούμε τον Θεό να προσδεχθεί «εκ του στόματος ημών των αμαρτωλών τον τρισάγιον ύμνον», και κατακλείεται με την εκφώνηση του ιερέως « Ότι άγιος ει, ο Θεός ημών...».
Η ονομασία «τρισάγιος ύμνος» οφείλεται στο ότι εντός του ύμνου επαναλαμβάνεται τρις το επίθετο άγιος. Ο ύμνος ψάλλεται τρεις φορές, ακολουθεί το «Δόξα, Και νυν» στο τέλος του οποίου προσάπτεται το ακροτελεύτιον «άγιος αθάνατος, ελέησον ημάς», για να κατακλεισθεί με την περισσή, το λεγόμενο «δύναμις», το οποίο απαιτεί μελωδικότερη και εντονότερη ψαλμωδία του τρισ-αγίου για τελευταία φορά.Βάση για τη σύνταξη του ύμνου αποτελεί ο ύμνος των αγγέ-λων, όπως αυτός καταγράφεται στο όραμα του προφήτου Ησαΐου « Άγιος, άγιος, άγιος Κύριος Σαβαώθ» ( Ησ. στ´ 3), ως επίσης και ο 2ος στίχος του 41ου ψαλμού «εδίψησεν η ψυχή μου προς τον Θεόν, τον ισχυρόν, τον ζώντα». Ο υμνογράφος δηλ. στην προσπάθειά του να συνθέσει τον ύμνο συνέπλεξε αριστοτεχνικά τα δύο τούτα χωρία συνδυάζοντας τα τρία «άγιος» του πρώτου μετά των τριών τελευ-ταίων λέξεων του δευτέρου. Έτσι παρήξε το· « Άγιος ο Θεός, άγιος ισχυρός, άγιος (ζων) αθάνατος» με κατακλείδα το «ελέησον ημάς». Ο ύμνος ερμηνεύεται τριαδολογικά. Κατά τον άγιο Νικόλαο Καβάσιλα ψάλλοντάς τον «ως Τριάδα τον Θεόν ανυμνούμεν». Πρβλ. και το τριαδικό τροπάριο « Άγιος ο Θεός, ο Πατήρ ο άναρχος, άγιος ισχυρός, ο Υιός συνάναρχος, άγιος αθάνατος, το πανάγιον Πνεύμα».
7. Τα αναγνώσματα. Μετά την ψαλμωδία του τρισαγίου ύμνου ακολουθούν τα εκ της Καινής Διαθήκης προβλεπόμενα αναγνώσματα. Σήμερα είναι δύο τον αριθμό, ένα εκ του βιβλίου του Αποστόλου και ένα εκ του βιβλίου του Ευαγγελίου. Σε παλαιότερες εποχές τα Αγιογραφικά αναγνώσματα ήταν τρία η και πέντε ακόμη, τάξη η οποία τηρείται στη λειτουργία του αγίου Ιακώβου του αδελφοθέου και του αποστόλου Μάρκου (Προφήτης, Απόστολος, Ευαγγέλιο).
Όπως εξάγεται εκ των πηγών δεν υπήρχεν ευθύς εξ αρχής σύστημα διαχωρισμού και κατανομής των Αγιογραφικών περικο-πών. Ο καταμερισμός της Αγίας Γραφής σε περικοπές προς εξυπη-ρέτηση των λατρευτικών αναγκών της Εκκλησίας προέκυψε συν τω χρόνω, και είναι αποτέλεσμα της συστηματικής δόμησης της λατρείας.
Τα βιβλία του Αποστόλου και του Ευαγγελίου είναι διηρη-μένα κατά τέτοιον τρόπον, ώστε να καλύπτουν λειτουργικά όλο το εκκλησιαστικό έτος. Το σύστημα κατανομής των ευαγγελικών και αποστολικών περικοπών της λειτουργίας είναι το εξής· α) Ευαγγέ-λιον. Τούτες κατανέμονται σε δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος καταχω-ρούνται οι εκ των τεσσάρων Ευαγγελιστών περικοπές των λειτουρ-γησίμων ημερών όλου του έτους και στο δεύτερο μέρος οι προβλε-πόμενες για τις εορτές (δεσποτικές και θεομητορικές) και τούς εορταζομένους αγίους περικοπές του εκκλησιαστικού έτους, από της 1ης Σεπτεμβρίου μέχρι της 31ης Αυγούστου. Η διαίρεση στο πρώτο μέρος ακολουθεί το εξής σχήμα· πρώτος διαβάζεται ο Ιωάννης, από το Πάσχα μέχρι την Πεντηκοστή. Δεύτερος ο Ματθαίος, από τη Δευτέρα του αγίου Πνεύματος μέχρι τα μέσα περίπου του Σεπτεμ-βρίου. Τρίτος ο Λουκάς, από τα μέσα Σεπτεμβρίου και εντεύθεν, και τέταρτος ο Μάρκος, ο οποίος περιορίζεται στα Σάββατα και στις Κυριακές της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. β) Απόστολος. Και του Αποστόλου οι περικοπές της λειτουργίας κατανέμονται σε δύο μέρη κατά τον τύπο του Ευαγγελίου (καθημερινές και εορτές ή μνήμη Αγίου). Το πρώτο μέρος των περικοπών του Αποστόλου ακολουθεί την εξής διάταξη· από το Πάσχα μέχρι την Πεντηκοστή αναγινώσκονται οι Πράξεις των Αποστόλων, και από τη Δευτέρα του αγίου Πνεύματος μέχρι το πέρας της επόμενης Σαρακοστής οι επιστολές των Απόστόλων. Τις Κυριακές κατά προτίμηση αναγινώ-σκονται περικοπές εκ των επιστολών του αποστόλου Παύλου και η περίοδος της μεγάλης Τεσσαρακοστής καλύπτεται από την προς Εβραίους επιστολή του Παύλου.
8. Προκείμενον: Της αναγνώσεως του αποστόλου προτάσ-σονται, κατά τη νεωτέρα πράξη, δύο ψαλμικοί στίχοι, τούς οποίους απαγγέλλει ο αναγνώστης, του ιερέως αντιφωνούντος «Πρόσχωμεν· σοφία· πρόσχωμεν». Τούτο δεν είναι τίποτε άλλο παρά το κατάλοιπο του αρχαίου προκειμένου του αποστόλου.
Το προκείμενο ήταν ψαλμικός στίχος, ο σημαντικότερος από απόψεως περιεχομένου και ψαλμωδίας, ο οποίος επιλεγόταν από κάποιο ψαλμό, προτασσόταν του ψαλμού τούτου, προ - κείμαι, εξ ου και προκείμενο του ψαλμού, και ψαλλόταν από τον λαό ενδιάμεσα των στίχων του ψαλμού, οι οποίοι στιχολογούνταν από τον προ-εξάρχοντα του χορού. Αργότερα προκείμενο ονομάστηκε ολόκλη-ρος ο ψαλμός.
Προϊόντος του χρόνου η ψαλμωδία του προκειμένου περιορί-στηκε και αντί να στιχολογείται ολόκληρος ο ψαλμός, επιλέγονταν και στιχολογούνταν δύο η τρεις στίχοι απ' αυτόν, συνήθως οι πρω-τοι, στο ενδιάμεσο των οποίων επαναλαμβανόταν το προκείμενο. Δείγματα αυτής της πράξεως αποτελούν σήμερα τα μεγάλα προ-κείμενα της Τεσσαρακοστής, των δεσποτικών εορτών και του Σαβ-βάτου (« Ο Κύριος εβασίλευσεν...»).
Δυστυχώς η αρνητική αυτή εξέλιξη δεν περιορίσθηκε μέχρις εδώ. Η άγνοια της λειτουργικής παραδόσεως είχεν ως αποτέλεσμα την έκπτωση των σωζομένων, ακόμη στο βιβλίο του Αποστόλου προκειμένων. Και ενώ αναγράφεται, π.χ. προ των αποστόλων των Κυριακών· «Προκείμενον, ήχος (τάδε), στίχος (τάδε)», τόσο το προ-κείμενο όσο και ο επακολουθών στίχος εκλαμβάνονται ως στίχοι και ως τέτοιοι εκφωνούνται.
Στο άγιον Όρος και αλλού επικρατεί σήμερα η κατωτέρω διάταξη, ως προς την εκφώνηση του προκειμένου, η οποία είναι προτιμότερη από την επικρατούσα στον κόσμο, διότι, αφ’ ενός μεν μας συνδέει με αρχαία λειτουργικά χειρόγραφα, αφ’ ετέρου δε μας δίδει την αίσθηση ότι πρόκειται για το προκείμενο του αποστόλου.
Η δομή της συγκεκριμένης διατάξεως έχει ως εξής·
Αναγνώστης· Προκείμενον του αποστόλου.
Διάκονος - ιερεύς· Πρόσχωμεν.
Αναγνώστης· «Εις πάσαν την γην εξήλθεν ο φθόγγος αυτών».
«Οι ουρανοί διηγούνται δόξαν Θεού».
Διάκονος - ιερεύς· Σοφία.
Αναγνώστης· Προς Ρωμαίους επιστολής Παύλου το ανάγνωσμα.
Διάκονος - ιερεύς· Πρόσχωμεν.
Αναγνώστης· Αναγινώσκει το κείμενο του αποστόλου.
Αξίζει τον κόπο να σημειώσομε ότι σε μερικές μονές του Αγίου Όρους, αλλά και σε ορισμένους ενοριακούς ναούς έχει επαν-έλθει η ψαλμωδία του προκειμένου του αποστόλου σχεδόν στην αρχική του μορφή, στιχολογουμένων των αρχικών στίχων του ψαλμού από τον οποίο είναι παρμένο.
9. Αλληλουάριον: Κατά την ανάγνωση του αποστολικού ανα-γνώσματος αρκετοί ιερείς συνηθίζουν την προσφορά θυμιάματος. Θυμιούν την αγία τράπεζα, τις εικόνες του εικονοστασίου και τον λαό. Αναμφίβολα η λειτουργική αυτή πράξη έλκει την καταγωγή της από παλαιά λειτουργική συνήθεια, τελείται όμως σε λάθος χρόνο. Εκτός τούτου, η συγκεκριμένη κίνηση δημιουργεί· α) αταξία στον ναό, η οποία προκαλείται από την προσπάθεια των πιστών να σηκωθούν από τις θέσεις τους, από ευλάβεια προς το θυμίαμα, και να ξανακαθίσουν για τη δικαιωματικά ανάπαυσή τους την ώρα αυτή, και β) απόσπαση της προσοχής από το κείμενο του αποστόλου, για την κατανόηση του οποίου, λόγω των γλωσσικών και θεολογικών του δυσκολιών, χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή. Εκτός τούτου ο ιερέας δίδει την εντύπωση πως εκείνη την στιγμή έχει να ασχοληθεί με κάτι άλλο, χάνοντας μάλιστα ο ίδιος την ευκαιρία να αναπαυθεί επ’ ολίγο.
Σημειώνουν επί τούτου τα παλαιά Μεγάλα Ευχολόγια (εκδ. Βενετίας 1760, 1832, 1862, σ. 52)· «Και του αποστόλου πληρωθέντος, λέγει ο ιερεύς· Αλληλούϊα, ψαλμός τω Δαυΐδ. Του δε, Αλληλούϊα, ψαλλομένου, λαβών ο διάκονος το θυμιατήριον και το θυμίαμα, πρόσεισι τω ιερεί· και λαβών ευλογίαν παρ' αυτού, θυμιά την αγίαν τράπεζαν γύρωθεν, και το ιερατείον όλον και τον ιερέα...». Στο βιβλίο του Αποστόλου εξ άλλου, στο τέλος των αποστολικών κειμένων των Κυριακών και των μεγάλων εορτών, σημειώνεται· « Αλληλούϊα (γ´). Ήχος (τάδε). Ψαλμός (τάδε)», και ακολουθούν τουλάχιστον δύο ψαλμικοί στίχοι εκ του αναγεγραμμένου ψαλμού. Η σημείωση αυτή συμβαδίζει πλήρως προς τη διάταξη των εντύπων ευχολογίων την οποία μνημονεύσαμε. Η ψαλμωδία του « Άλληλούϊα» εκ τρίτου ως εφυμνίου στους στίχους του ψαλμού είναι παλαιότατο και ωραιότατο λειτουργικό στοιχείο. Η όλη ενότητα ονομάζεται Αλληλουάριον.
Κατά την ψαλμωδία του Αλληλουαρίου γίνονταν όλα τα προ-παρασκευαστικά για την ανάγνωση του ευαγγελίου. Τούτα είναι· η προσφορά του θυμιάματος, η ανάγνωση της ευχής προ του ευαγ-γελίου « Έλλαμψον εν ταις καρδίαις ημών...», η ευλογία του ευαγγε-λιστού-διακόνου, και η μετάβασή του στον άμβωνα. Πέραν τούτων εξασφαλιζόταν η εύτακτη ανάγνωση του αποστολικού αναγνώσμα-τος, αφού ιερέας και λαός απερίσπαστοι άκουαν αυτό.
Σημειώνουμε πως η επαναφορά του θυμιάματος προ του ευ-αγγελίου και η τέλεση κατ' αυτό όλων των προπαρασκευαστικών για την ανάγνωση του ευαγγελίου σημείων, όπως έχουν μνημονευθεί ανωτέρω, δεν είναι δύσκολη υπόθεση. Προς τούτο χρειάζεται η καλή διάθεση, τόσον του ιερέως, όσον και των ιεροψαλτών.
10. Εκτενής ικεσία. Της αναγνώσεως του ευαγγελίου η της εκφωνήσεως του κηρύγματος έπεται η εκτενής ικεσία. Η δέηση αυτή άρχεται δια του «Είπωμεν πάντες εξ όλης της ψυχής και εξ όλης της διανοίας ημών είπωμεν», αίτημα, το οποίο προσέδωκε και την ονομασία στην όλη ενότητα των αιτημάτων, αφού δια του «εξ όλης της ψυχής και εξ όλης της διανοίας» τονίζεται ένας βαθύτερος τρόπος προσευχής. Βάση για την ονομασία απετέλεσε και το «εκτενέστερον» της προσευχής του Κυρίου στον κήπο της Γεθσημανή λίγο προ της συλλήψεώς του (Λουκ. κβ' 44). Το τριπλούν επίσης «Κύριε ελέησον», το οποίον επισφραγίζει σχεδόν όλα τα αιτήματα της δεήσεως είναι δηλωτικό της εκτενέστερης και θερμότερης προσευχής.
Τα αιτήματα της εκτενούς αφορούν σε όλους. Αφορούν στον τοπικό επίσκοπο, στον κλήρο, στους ζώντες ευσεβείς χριστιανούς, στους κτίτορες του ναού και τους κεκοιμημένους αδελφούς, και στους διακονούντες με οιονδήποτε τρόπο στον ναό. Η όλη δέηση καταλήγει με την «ευχήν της εκτενούς ικεσίας» δια της οποίας παρακαλούμε τον Θεό να καταπέμψει επί πάντα τον λαό του το έλεος και τους οικτιρμούς του.
11. Δεήσεις υπέρ των κατηχουμένων. Μετά την εκτενή ακολου-θούν οι δεήσεις και η ευχή υπέρ των κατηχουμένων και η απόλυσή τους από τον ναό δια του «Όσοι κατηχούμενοι, προέλθετε· οι κατηχούμενοι, προέλθετε· μη τις των κατηχουμένων». Η ενότητα αυτή για κάποιους σήμερα φαντάζει ως αναχρονισμός, αφού οι κατηχούμενοι έχουν εκλείψει από τις τάξεις της Εκκλησίας. Κατά παρατήρηση όμως του καθηγητού Ιωάννου Φουντούλη «η Εκκλησία πάντοτε είχε και έχει κατηχουμένους. Είναι τα αβάπτιστα νήπια και όλοι όσοι στα πέρατα της οικουμένης ακούουν τον λόγο του Θεού και ετοιμάζονται να γίνουν μέλη της Εκκλησίας… Τέτοιοι υπάρχουν και πρέπει να ευχόμαστε να υπάρχουν πολλοί, για να ανανεώνεται το αίμα της Εκκλησίας και νέοι λαοί να μπαίνουν στους κόλπους της».
Στην αρχαία Εκκλησία οι κατηχούμενοι ήσαν χωρισμένοι σε τρεις ομάδες – τάξεις. Τούτοι είχαν το δικαίωμα να εκκλησιάζονται κατά τις κοινές συνάξεις των χριστιανών, να παραμένουν σε ειδικούς χώρους εντός των ναών, να παρακολουθούν την λειτουργία μέχρι των ανα-γνωσμάτων και να ακροώνται το κήρυγμα. Αναχωρούσαν δε εκ του ναού μετά τα ειδικά γι' αυτούς αιτήματα και την ευχήν υπέρ των κατηχουμένων.
Οι τρεις τάξεις των κατηχουμένων ήσαν: Η πρώτη τάξη - ομάδα ονομάζονταν κυρίως κατηχούμενοι. Αυτοί κατηχούνταν για περίοδο τριών περίπου ετών και διδάσκονταν το περιεχόμενο της πίστεως μέσω των βιβλίων της Αγίας Γραφής. Η δεύτερη ομάδα καταρτιζόταν σε ειδική τάξη την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Ονομάζονταν προς το φώτισμα ευτρεπιζόμενοι ή φωτιζόμενοι. Αυτοί ετοιμάζονταν συστη-ματικά για να δεχθούν το βάπτισμα κατά την ακολουθία της παννυχίδος του Μεγάλου Σαββάτου. Διδάσκονταν δε το περιεχόμενο των μυστηρίων του βαπτίσματος και της θείας ευχαριστίας. Τέλος, η Τρίτη ομάδα ονο-μάζονταν φωτισμένοι ή νεοφώτιστοι. Ήσαν αυτοί, οι οποίοι εδέχθη-σαν το βάπτισμα κατά το Μεγάλο Σάββατο, εξακολουθούσαν όμως να κατηχούνται κατά την Διακαινήσιμο εβδομάδα η και καθ' όλη την περίο-δο του Πεντηκοσταρίου, μυούμενοι στο περιεχόμενο των δογμάτων· (τριαδολογικό, χριστολογικό, εκκλησιολογικό κ.α.).
12. Δεήσεις υπέρ των πιστών. Μετά την απόλυση των κατη-χουμένων ακολουθούν τα αιτήματα και οι δύο ευχές υπέρ των πιστών. Η όλη ενότητα αφορά τόσον στον ιερέα όσον και στον λαό. Ο ιερέας δέεται υπέρ εαυτού όπως καταστεί άξιος εις το «προσφέρειν δεήσεις και ικεσίας και θυσίας αναιμάκτους υπέρ παντός του λαού». Επίσης παρακαλεί τον Θεό υπέρ της σωματικής και ψυχικής του καθαρότητος, για να έχει την παράσταση ενώπιον του αγίου θυσιαστηρίου «ανένοχον και ακατά-κριτον». Για τους πιστούς εύχεται ο ιερέας όπως τους χαρίσει ο Θεός «προκοπήν βίου και πίστεως» και πνευματική σύνεση. Ακόμη, με φόβο και αγάπη να λατρεύουν τον Θεό, «ανενόχως και ακατακρίτως» να μετέχουν των αγίων του μυστηρίων και να καταξιωθούν της επουρανίου του βασιλείας.
13. Άνοιγμα του ειλητού. Προ της αναγνώσεως της πρώτης ευχής υπέρ των πιστών σημειώνεται υπό των διατάξεων της θείας λειτουργίας το άνοιγμα του ειλητού. Πρόκειται για τεμάχιο λινού λευκού υφάσματος, διαστάσεων όσων περίπου και το αντιμίνσιο. Το ειλητό μαρτυρείται από παλαιοτάτων χρόνων. Κατ' αρχάς επρόκειτο περί σινδόνος, η οποία απλωνόταν σε όλη την επιφάνεια της αγίας τράπεζας. Η χρήση του ειλητού αποσκοπούσε στην προστασία του καθαγιασμένου άρτου, και στη συνέχεια του αμνού, κατά τον τεμαχισμό του από τους ιερείς προ της μεταλήψεώς του από τους πιστούς.
Συμβολικά παρεμβάλλεται προς τη σινδόνα των κρυφών μαθητών του Κυρίου Ιωσήφ και Νικοδήμου εντός της οποίας τύλιξαν το νεκρό σώμα του Κυρίου. «Το ειλητόν, ο εν τη τραπέζη απλούται τη θεία, εις τύπον αν είη της σινδόνος, δι' ης ειλίχθη το δεσποτικόν σώμα υπό Ιωσήφ και Νικοδήμου» (Ιωάννης Νηστευτής +595). Το ειλητό χρησιμοποιείτο προφανώς επί καθαγιασμένων τραπεζών, ενώ ως γνωστόν επί των μη καθαγιασμένων τραπεζών χρησιμοποιείται το αντιμίνσιο.
14. Χερουβικός ύμνος. Η εισαγωγή του χερουβικού ύμνου γίνεται με την εκφώνηση της δεύτερης ευχής των πιστών «Όπως υπό του κράτους σου πάντοτε φυλαττόμενοι…». Η σημερινή πράξη κατά την ψαλμωδία του χερουβικού ύμνου διαλαμβάνει την ανάγνωση της ευχής του χερουβικού «Ουδείς άξιος…», τη θυμίαση του ιερατείου, του εικονοστασίου και του λαού υπό του ιερέως απαγγέλλοντος τον Ν' ψαλμό, και τη μεταφορά των τιμίων δώρων από την προσκομιδή στην αγία τράπεζα εκφωνουμένου του «Πάντων υμών μνησθείη Κύριος ο Θεός…».
Το τμήμα τούτο της θείας λειτουργίας παρουσιάζει μίαν ιδιαί-τερη ιστορική ανάπτυξη. Κατ' αρχάς εδώ γινόταν η προσκομιδή των τιμίων δώρων στο θυσιαστήριο και η προετοιμασία τους για τον επακο-λουθούμενο καθαγιασμό. Τα δώρα εναποτίθονταν από τους πιστούς στο παστοφόριο κατά την είσοδό τους στον ναό. Το παστοφόριο ήταν το ιδιαίτερο δωμάτιο, όπου φυλάσσονταν οι προσφορές των πιστών· ευρισκόταν δε τις περισσότερες φορές στο αίθριο. Από εδώ τα παραλάμβαναν οι διάκονοι, και εν σιγή τα μετέφεραν, τα προσκόμιζαν στην αγία τράπεζα, εξ ου και ο όρος προσκομιδή. Τους διακόνους περίμενε στο θυσιαστήριο ο επίσκοπος, ο οποίος παρελάμβανε τα δώρα και τα τακτοποιούσε.
Ένα δεύτερο βήμα στην ανάπτυξη αυτής της λειτουργικής ενότητος ήταν και η εμφάνιση κάποιου ψαλμού - ύμνου, ο οποίος θα κάλυπτε τον χρόνο μεταφοράς των δώρων. Ως καταλληλότερος κρίθηκε ο κγ' ψαλμός «Του Κυρίου η γη και το πλήρωμα αυτής…», στον οποίο υπάρχει ο στίχος «Άρατε πύλας, οι άρχοντες υμών, και επάρθητε πύλαι αιώνιοι, και εισελεύσεται ο βασιλεύς της δόξης», του οποίου το περιεχόμενο υπομνηματίζει το τι ακριβώς λαμβάνει χώρα εκείνη τη στιγμή. Ο ψαλμός αυτός ψαλλόταν αντιφωνικά. Επί τη βάσει αυτού συνετάχθη τον στ' αιώνα, και συγκεκριμένα το έτος 573 ο γνωστός μέχρι και σήμερα χερουβικός ύμνος («Οι τα χερουβίμ…»), ο οποίος κατ' αρχάς, προκειμένου να καλύψει τον χρόνο προετοιμασίας του ιερέως και των διακόνων για την είσοδο των δώρων, ψαλλόταν τρεις φορές. Εκτός τούτου η σημερινή λειτουργική πράξη γνωρίζει και άλλους αρχαίους ύμνους ψαλλόμενους επίσης ως χερουβικά. Τέτοιοι ύμνοι είναι ο «Σιγησάτω πάσα σάρξ…», ο οποίος ψάλλεται στη λειτουργία του αγίου Ιακώβου και στην εσπερινή λειτουργία του Μεγάλου Σαββάτου, ο «Νυν αι δυνάμεις των ουρανών…», ο οποίος ψάλλεται στη «λειτουργία» των προηγιασμένων δώρων, και ο «Του δείπνου σου του μυστικου…», ο οποίος ψάλλεται κατά τη λειτουργία της Μεγάλης Πέμπτης.
Τρίτο λειτουργικό στοιχείο, το οποίο προσετέθη στην όλη ενότητα είναι η ευχή του χερουβικού «Ουδείς άξιος…». Η ευχή αυτή αφορά μόνον στο πρόσωπο του ιερέως, γι' αυτό και λέγεται μυστικά, τον οποίο προετοιμάζει για το μυστήριο της θείας ευχαριστίας.
Ένα νέο στοιχείο το οποίο προσετέθη σ' αυτή τη λειτουργική ενότητα είναι η κατά την είσοδο των δώρων εκφώνηση «Πάντων υμών μνησθείη Κύριος ο Θεός…».
15. Πληρωτικά. Πρόκειται για μίαν άλλη ενότητα αιτημάτων, τα οποία, σε αντίθεση προς τον οικουμενικό χαρακτήρα των αιτημάτων της εκτενούς, έχουν προσωπικό χαρακτήρα, και αφορούν περισσότερο στην πνευματική ζωή των πιστών. Η ονομασία τους οφείλεται στην εναρκτήρια λέξη των αιτημάτων «Πληρώσωμεν την δέησιν ημών τω Κυρίω». Αρχικά λέγονταν στη θέση, στην οποία βρίσκονται σήμερα οι αιτήσεις υπέρ των κατηχουμένων. Ακολουθούσαν δηλ. την εκτενή, της οποίας συμπληρώνουν τα αιτήματα.
Εν συντομία το περιεχόμενο τους είναι το εξής: Δεόμεθα «υπέρ των προτεθέντων» στο θυσιαστήριο πλέον «τιμίων δώρων». Για τον ναό και για τους εν τω ναώ προσευχομένους, όπως απαλλαγούν από κάθε θλίψη, οργή, κίνδυνο και ανάγκη. Να είναι ο Θεός αντιλήπτορας και σωτήρας μας. Να μας χαρίσει την «ημέραν πάσαν» τελείαν, αγίαν, ειρηνικήν και αναμάρτητον. Ζητούμε από τον Θεό να μας δώσει «άγγελον ειρήνης», ο οποίος να είναι για μας πιστός οδηγός και φύλακας των ψυχών και των σωμάτων μας. Ζητούμε ακόμη συγγνώμη και άφεση για τις αμαρτίες και τα πλημμελήματά μας, τα καλά και τα συμφέροντα για τις ψυχές μας, ειρήνη για τον κόσμο, τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής μας να τον διάγομε με ειρήνη και μετάνοια, τα τέλη της ζωής μας να είναι χριστιανά, ανώδυνα, ανεπαίσχυντα, ειρηνικά, και ακόμη να έχομε καλή απολογία ενώπιον του φοβερού βήματος του Χριστού κατά την ημέρα της κρίσεως.
16. Ευχή της προσκομιδής. Η ονομασία της, αλλά και η θέση, στην οποία βρίσκεται (μετά την είσοδο των δώρων), δείχνουν την αρχική θέση της προσκομιδής των δώρων στο θυσιαστήριο, η οποία γινόταν κατά την ψαλμωδία του χερουβικού ύμνου. Η ευχή αυτή, όπως φαίνεται, αναγινωσκόταν μετά την απόθεση των τιμίων δώρων στο θυσιαστήριο. Τα δώρα έχουν ήδη προσκομισθεί και αποτεθεί στο θυσιαστήριο. Αποχωρίσθηκαν από κάθε κοινή χρήση και αφιερώθηκαν ειδικά στον Θεό.
Το περιεχόμενό της αφορά περισσότερο στο πρόσωπο του ιερέως. Δεόμεθα του Θεού Πατρός όπως μας καταστήσει ικανούς να προσφέρομε δώρα και θυσίες πνευματικές «υπέρ των ημετέρων αμαρτημάτων και των του λαού αγνοημάτων». Ακόμη, να μας κατά-ξιώσει να βρούμε χάριν ενώπιόν του, ώστε να γίνει η θυσία μας ευπρόσδεκτη και να επισκηνώσει «το Πνεύμα της χάριτός του το αγαθόν εφ' ημάς», επί τα προκείμενα δώρα και επί πάντα τον λαό.
Η ευχή κατακλείεται με την εκφώνηση «Δια των οικτιρμών του μονογενούς σου Υιού…». Όλα όσα ζητήσαμε στην ευχή να γίνουν πραγματικότητα δια των οικτιρμών (δια της ευσπλαχνίας, δια του ελέους) του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ο οποίος ευλογείται (επαινείται, εγκωμιάζεται, δοξολογείται) μαζί με τον Πατέρα και το άγιο Πνεύμα.
17. Ο ασπασμός της αγάπης. Μετά την πάρα πάνω εκφώνηση άρχεται ένας λειτουργικός διάλογος μεταξύ του ιερέως και του λαού. Ο διάλογος αυτός εισάγεται με την ευλογία του ιερέως προς τον λαό και το δόσιμο της ειρήνης του Θεού προς αυτόν δια του «ειρήνη πάσι». Ο λαός δια στόματος του χορού αντεύχεται την ίδια ειρήνη και στον ιερέα, ανταπαντώντας «και τω πνεύματί σου». Ακολούθως, εάν υπάρχει διάκονος, η ελλείψει τούτου ο ιερέας, προτρέπει τους εκκλησιαζομένους να δώσουν τον ασπασμό της αγάπης δια του «αγαπήσωμεν αλλήλους, ίνα εν ομονοία ομολογήσωμεν».
Πρόκειται για μία πανάρχαιη λειτουργική πράξη με ουσιαστικό όμως νόημα και περιεχόμενο. Ο ασπασμός διδόταν με διάφορους τρόπους. Συνηθέστερος ήταν αυτός, κατά τον οποίο οι άνδρες ασπάζονταν τους άνδρες και οι γυναίκες τις γυναίκες. Ο κάθε ένας ασπαζόταν τον διπλανό του, και έτσι ο ασπασμός διαδοχικά μετα-φερόταν σε όλο το εκκλησίασμα. Εξυπακούεται ότι και οι κληρικοί ασπάζονταν μεταξύ τους. Πρώτα ασπάζονταν τον επίσκοπο, και εν συνεχεία ο ένας ασπαζόταν τον άλλο. Η πράξη αυτή, αν και έχει καταργηθεί, τουλάχιστον όσον αφορά στους πιστούς, διατηρείται μεταξύ των κληρικών, όταν λειτουργεί επίσκοπος η όταν τελείται ιερατικό συλλείτουργο.
Συνεπής προς τον ασπασμό της αγάπης ήταν και η αντιφώνηση του λαού στην προτροπή του ιερέως για τον ασπασμό. Ο λαός σε παλαιότερες εποχές αντιφωνούσε «αγαπήσω σε, Κύριε, η ισχύς μου· Κύριος στερέωμά μου και καταφυγή μου και ρύστης μου» (Ψαλμ. ιζ' 1). Είναι προφανές πως το βάρος της όλης λειτουργικής ενότητος έπιπτε στην δια του ασπασμού εκδηλούμενη μεταξύ των χριστιανών αλληλοσυγχώρηση, η οποία θεωρείται απαραίτητη προϋπόθεση και για την τέλεση, αλλά και για τη συμμετοχή στο μυστήριο της θείας ευχαριστίας. Το «αγαπήσω σε, Κύριε, η ισχύς μου» ψάλλεται σήμερα όταν λειτουργεί επίσκοπος η όταν τελείται ιερατικό συλλείτουργο.
18. Η ομολογία της πίστεως. Ενώ, όπως είδαμε πάρα πάνω, το βάρος στην προτροπή του ιερέως «αγαπήσωμεν αλλήλους, ίνα εν ομονοία ομολογήσωμεν» έπιπτε στο πρώτο μέρος του παραγγέλματος («αγαπήσωμεν αλλήλους») και είχε ως αποτέλεσμα τον αλληλο-ασπασμό, εν συνεχεία το βάρος μετετέθη στο δεύτερο μέρος του παραγγέλματος («ίνα εν ομονοία ομολογήσωμεν»), με αποτέλεσμα η λειτουργική τούτη ενότητα να λάβει άλλο χαρακτήρα. Θεωρήθηκε ως απαραίτητη προϋπόθεση για τη μετοχή στο μυστήριο η αποδοχή και η ομολογία της αυτής πίστεως. Έτσι, το «αγαπήσω σε, Κύριε, η ισχύς μου» αντικατεστάθη δια του «Πατέρα, Υιόν και άγιον Πνεύμα, Τριάδα ομοούσιον και αχώριστον», και από του στ' αιώνος εισήχθη στη θεία λειτουργία το σύμβολο της πίστεως, το οποίο απαγγέλλεται μετά το παράγγελμα «Τας θύρας, τας θύρας· εν σοφία πρόσχωμεν». Και δια των δύο τούτων ο λαός ομολογεί την πίστη του στον Τριαδικό Θεό, στον Πατέρα, τον Υιόν και το άγιο Πνεύμα.
19. «Τας θύρας, τας θύρας· εν σοφία πρόσχωμεν». Με την πα-ρακέλευση τούτη του διακόνου, σήμερα, άρχεται η απαγγελία του συμβόλου της πίστεως. Σε παλαιότερες όμως εποχές, το πρώτο ήμισυ της προτροπής αυτής («Τας θύρας, τας θύρας») είχεν ως αποδέκτες τους πυλωρούς του ναού, οι οποίοι, κατά την τέλεση της θείας λειτουργίας είχαν την ευθύνη για τη φύλαξη των θυρών του, ούτως ώστε ουδείς των αμυήτων να ευρίσκεται εντός του ναού κατά την τέλεση του μυστηρίου. Το δεύτερο ήμισυ («εν σοφία πρόσχωμεν») αναφέρεται στους πιστούς, τους οποίους καλεί να έχουν ιδιαίτερη προσοχή, τόσο κατά την απαγγελία του συμβόλου της πίστεως, όσο και κατά την τέλεση του μυστηρίου της θείας ευχαριστίας.
20. Ο ριπισμός των τιμίων δώρων. Ο ριπισμός των τιμίων δώρων άρχεται με την απαγγελία του συμβόλου της πίστεως, αφού προηγουμένως ο ιερέας προσκυνήσει τρις έμπροσθεν της αγίας τραπέζης λέγοντας το «αγαπήσω σε, Κύριε, η ισχύς μου· Κύριος στερέωμά μου και καταφυγή μου και ρύστης μου» (Ψαλμ. ιζ' 1), εν συνεχεία ασπασθεί «πρώτον τον άγιον δίσκον, είτα το άγιον ποτήριον και το έμπροσθεν αυτού άκρον της αγίας τραπέζης», και περατώνεται όταν ο χορός αντιφωνήσει το «Έλεον ειρήνης, θυσίαν αινέσεως». Ακολούθως αίρει τον αέρα από τα τίμια δώρα και προβαίνει στον ριπισμό τους, σείοντάς τον πάνω απ' αυτά. Η πράξη τούτη είναι πανάρχαιη, διατηρούμενη σήμερα κατά τι διαφοροποιημένη. Τον ριπισμό των δώρων επιτελούσαν οι διάκονοι ιστάμενοι πέριξ της αγίας τραπέζης και σείοντας τα ριπίδια πάνω από τα δώρα. Ο ριπισμός συνεχιζόταν καθ' όλο τον χρόνο, κατά τον οποίον τα δώρα ήταν ακάλυπτα. Σκοπός του ριπισμού ήταν η δημιουργία ρεύματος αέρος προς αποδίωξη των επάνωθεν των δώρων ιπταμένων εντόμων η ζωυφίων. Ο ιερέας κατ' αρχάς δεν μετείχε σ' αυτόν. Η ανάγκη όμως να λειτουργεί μόνος του επέβαλε την διαφοροποίηση της πράξεως. Έτσι καταλήξαμε στο να γίνεται ο ριπισμός υπό του ιερέως με ο,τι πρόχειρο κάλυμμα είχε στην διάθεσή του, τον αέρα.
21. Η ευχή της αγίας Αναφοράς. Πρόκειται για το σημαντικότερο, θεολογικότερο και ουσιαστικότερο τμήμα της θείας λειτουργίας.
Πυρήνας της αγίας αναφοράς, πέριξ του οποίου περιστρέφονται όλα τα επί μέρους σημεία, είναι η ανάμνηση και η επανάληψη του μυστικού δείπνου. Σημειώνει επί τούτου ο ιερός Χρυσόστομος· «ουκ άλλην θυσίαν…αλλά την αυτήν (την του μυστικού δείπνου) αεί ποιούμεν» (PG 63, 131). Κατά τη διάρκεια της ευχής της αγίας αναφοράς τα προσφερόμενα υπό των πιστών δώρα δια της ευχής του λειτουργούντος και της ενεργείας του αγίου Πνεύματος «ευδοκία της αγαθότητος του Θεού Πατρός» (ευχή αναφοράς Μεγάλου Βασιλείου) μεταβάλλονται σε σώμα και αίμα Χριστού, όπως ακριβώς συνέβη και στον μυστικό δείπνο.
Η ευχή της αγίας αναφοράς αρχίζει με τη διακονική παρακέλευση «Στώμεν καλώς, στώμεν μετά φόβου» και τελειώνει με την ευχή των διπτύχων. Κεντρικά σημεία είναι αυτή τούτη η ευχή της αγίας αναφοράς, η ανάμνηση του μυστικού δείπνου, η επίκληση της χάριτος του αγίου Πνεύματος και ο καθαγιασμός των δώρων, ο λειτουργικός διάλογος μεταξύ κλήρου και λαού, και τέλος τα δίπτυχα
22. «Στώμεν καλώς, στώμεν μετά φόβου· πρόσχωμεν
την αγίαν αναφοράν εν ειρήνη προσφέρειν»
« Έλεον ειρήνης, θυσίαν αινέσεως».
Όπως έχομε αναφέρει πάρα πάνω η ευχή της αγίας αναφοράς άρχεται με τη διακονική παρακέλευση «Στώμεν καλώς…», στην οποία ο λαός δια στόματος του χορού αντιφωνεί το «έλεον ειρήνης, θυσίαν αινέσεως». Για να μπορέσομε να δώσομε την ακριβή ερμηνεία των δύο τούτων σημείων του κειμένου θα πρέπει να τα δούμε σε μίαν ερμηνευτική ενότητα, ακολουθούντες την ερμηνεία του αγίου Νικολάου του Καβάσιλα.
α) Το «στώμεν καλώς» ο ιερός συγγραφέας το συνδέει με την ομολογία της πίστεως, η οποία μόλις προ ολίγου διετυπώθη με την απαγγελία του «Πιστεύω». Η γνησιότητα και η σταθερότητα στην πίστη, καθώς και η ομολογία της θεωρούνται απαραίτητες προϋπο-θέσεις για τη μετοχή στη θεία λειτουργία.
β) Η προσαγωγή - η προσφορά των δώρων μας προς τον Θεό θα πρέπει να γίνεται «κατά λόγον», «εν ειρήνη», κατά το θέλημα και κατά τον λόγο του Κυρίου «εάν προσφέρης το δώρόν σου και μνησθής ότι έχει τις κατά σου, διαλλάγηθι πρώτον, είτα ελθών πρόσφερε το δώρόν σου» (Ματθ. ε' 23), ο οποίος ζητεί προ της προσφοράς των δώρων μας επί το θυσιαστήριο την ειρηνική συνδιαλλαγή μετά των εχόντων κάτι εναντίων μας. Η εσωτερική ειρήνη του πιστού, αλλά και η ειρήνη μετά των αδελφών εκλαμβάνονται εκ των ων ουκ άνευ προκειμένου να προσφέρει κάποιος το δώρόν του στον Θεό ή να μεθέξει αυτής της προσφοράς.
γ) Οι πιστοί στη θεία λειτουργία προσφέρουν τα δώρα της αγίας αναφοράς όχι μόνο με ειρήνην («εν ειρήνη προσφέρειν»), στοιχώντας στον λόγο του Κυρίου, τον οποίο μνημονεύσαμε πάρα πάνω, αλλά προσφέρουν και αυτή την ειρήνη αντί οποιουδήποτε άλλου δώρου και θυσίας· και τούτο πάλιν κατά τον λόγο του Κυρίου «έλεον θέλω και ου θυσίαν». Το έλεος (η ευσπλαχνία, η πραγματική αγάπη) είναι κατά την παρατήρηση του ιερού πατρός γέννημα της σταθεράς και καθαράς εσωτερικής ειρήνης του ανθρώπου.
Μετά την αντιφώνηση του χορού «έλεον ειρήνης…» ο ιερέας στρεφόμενος προς τον λαό και ευλογώντάς τον θα εκφωνήσει το «Η χάρις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και η αγάπη του Θεού και Πατρός και η κοινωνία του αγίου Πνεύματος, είη μετά πάντων υμών». Η ευλογία αυτή και πάλιν κατά τον ιερό Καβάσιλα προξενεί στους πιστούς «τα από της αγίας Τριάδος αγαθά»· από τον Υιό τη χάρη, από τον Πατέρα την αγάπη και από το άγιο Πνεύμα την κοινωνία. Στη λήψη αυτών των αγαθών ο λαός αντιφωνεί· «και μετά του πνεύματος σου», αντεύχεται, τρόπον τινά, τα ίδια προς τον ιερέα, για να ακούσει απ' αυτόν την προτροπή «Άνω σχώμεν τας καρδίας». Τα πάντα αυτή τη στιγμή, ο νους, η καρδία, η ψυχή, το πνεύμα, το είναι του ανθρώπου, η όλη ύπαρξή του θα πρέπει να στραφούν, να υψωθούν προς τα άνω, προς τον Θεό Πατέρα. Συνεχίζοντας τον διάλογο ο λαός διαβεβαιώνει δια του «Έχομεν προς τον Κύριον», ότι όντως έχει στρέψει τα πάντα προς τον Θεό. Και τότε ο ιερέας βλέποντας προς τον λαό τον προτρέπει προς ευχαριστία του Κυρίου, «Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω», τω Θεώ και Πατρί, προς τον οποίον απευθύνεται η ευχή της αγίας αναφοράς. Και ο λαός ανταπαντά «Άξιον και δίκαιον». Είναι άξιον και δίκαιον, αξίζει θα λέγαμε τον κόπο, και να ευχαριστούμε τον Κύριο, αλλά και να προσφέρομε σ' αυτόν τα δώρά μας.
Μετά το πέρας του διαλόγου τούτου, ο ιερέας «απάρχεται της ευχής της αγίας αναφοράς», καθώς σημειώνουν και οι ιερατικές διατάξεις. Η ευχή της αγίας αναφοράς στη λειτουργία του ιερού Χρυσοστόμου άρχεται ως εξής: «Άξιον και δίκαιον σε υμνείν, σε ευλογείν, σε αινείν, σοι ευχαριστείν, σε προσκυνείν εν παντί τόπω της δεσποτείας σου…». Κεντρικό σημείο της ευχής είναι η ευχαριστία μας προς τον Θεό Πατέρα «υπέρ πάντων ων ίσμεν και ων ουκ ίσμεν, των φανερών και αφανών ευεργεσιών» του για εμάς, καθώς και η καταξίωσή μας να προσφέρομε τη λειτουργία ταύτη. Ευχαριστούμε τον Θεό Πατέρα για όλα όσα έκανε για εμάς, για όλα όσα γνωρίζομε («ων ίσμεν»), αλλά και για εκείνα τα οποία δε γνωρίζομε («ων ουκ ίσμεν»), για τις φανερές και τις αφανείς του ευεργεσίες. Για όλα όσα αξίζει τον κόπο να ευχαριστούμε τον Θεό, ο ιερός Χρυσόστομος τα υπονοεί κάτω από το περιεχόμενο αυτών των φράσεων. Η ευχή αυτή η πρώτη της αγίας αναφοράς του Χρυσοστόμου κατακλείεται με την εκφώνηση «Τον επινίκιον ύμνον άδοντα, βοώντα, κεκραγότα και λέγοντα».
23. Ο επινίκιος ύμνος: Ο επινίκιος ύμνος εισάγεται, όπως προαναφέραμε, με την εκφώνηση του ιερέως «Τον επινίκιον ύμνον άδοντα, βοώντα, κεκραγότα και λέγοντα». «Τούτου λεγομένου, λαβών ο διάκονος τον αστερίσκον εκ του αγίου δίσκου, (ή ελλείψει τούτου ο ιερεύς) ποιεί σταυρού τύπον επάνω αυτού και, αποσπογγίσας και ασπασάμενος αυτόν, αποτίθησι μετά του αέρος». Στη θεία λειτουργία παρατηρείται μία σταδιακή αποκάλυψη των δώρων. Μετά την απόθεσή τους στο θυσια-στήριο αφαιρούνται τα καλύμματα του δίσκου και του ποτηρίου. Κατά την απαγγελία του συμβόλου της πίστεως αίρεται ο αέρας, και κατά την εκφώνηση του επινικίου ύμνου αφαιρείται ο αστερίσκος. Είναι σαφές ότι οι λειτουργικές τούτες κινήσεις εξυπηρετούν την πλήρη αποκάλυψη των δώρων εν όψει του καθαγιασμού των.
Ο επινίκιος ύμνος «Άγιος, άγιος, άγιος, Κύριος Σαβαώθ, πλήρης ο ουρανός και η γη της δόξης σου. Ωσαννά εν τοις υψίστοις· ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου. Ωσαννά εν τοις υψίστοις» έχει βιβλικές καταβολές. Ο συντάκτης του συνέθεσε αριστοτεχνικά τον ύμνο των αγγέλων, όπως αυτός παραδίδεται στο όραμα του προφήτου Ησαΐου στο προφητικό αξίωμα «άγιος, άγιος, άγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης πάσα η γη της δόξης αυτού» (Ησ. στ' 3) με τον θριαμβευτικό ύμνο της υποδοχής του Χριστού στα Ιεροσόλυμα «Ωσαννά τω υιώ Δαυίδ, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου, ωσαννά ο εν τοις υψίστοις» (Ματθ. κα' 9). Ο ύμνος τούτος εισήχθη στη λατρεία τον δ' αιώνα. Στη συνέχεια προσετέθησαν ως συμπλήρωμα οι εκ του Ευαγγελίου του Ματθαίου στίχοι: «Ωσαννά εν τοις υψίστοις· ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου. Ωσαννά εν τοις υψίστοις».
24. Ευχή «Μετά τούτων και ημείς…». Του επινικίου ύμνου έπεται η ευχή «Μετά τούτων και ημείς των μακαρίων δυνάμεων…», ανα-πόσπαστο τμήμα της ευχής της αγίας αναφοράς. Ο συγγραφέας της ευχής θεωρεί δεδομένη την εν Χριστώ σωτηρία του ανθρώπου, η οποία πραγματοποιείται δια του έργου της θείας οικονομίας, των σωστικών δηλ. ενεργειών του Θεού για τον κόσμο και τον άνθρωπο. Αποκο-ρύφωμα της θείας οικονομίας είναι ο σταυρός και ο θάνατος του Κυρίου Ιησού. Ο Χριστός, ερχόμενος στον κόσμο, και τελώντας όλα όσα ήσαν αρκετά για τη σωτηρία μας, μέχρι και της εκουσίου του παραδόσεως στον θάνατο, προκειμένου να εισαγάγει στην Εκκλησία του τρόπο διαιωνίσεως του έργου τούτου της σωτηρίας, παρέδωσε σ' αυτήν το μυστήριο της θείας ευχαριστίας. Τούτο δεν είναι τίποτα άλλο από τον μυστικό δείπνο, κατά τον οποίο μετέτρεψε τον άρτο και τον οίνο της τραπέζης σε σώμα και αίμα δικό του. Έτσι, η κάθε θεία λειτουργία με κεντρικό πυρήνα τον μυστικό δείπνο, μεταβάλλεται σε ένα χώρο και ένα τρόπο για μία διαρκή επανάληψη του έργου της θείας οικονομίας.
Δεν μπορεί να νοηθεί κείμενο της οποιασδήποτε αναφοράς – λειτουργίας χωρίς παράθεση του κειμένου του μυστικού δείπνου. Εκφωνώντας ο ιερέας τους λόγους του Κυρίου στον μυστικό δείπνο «Λάβετε, φάγετε…» και «Πίετε εξ αυτού πάντες…» δεικνύει δια της δεξιάς χειρός πρώτα μεν τον άγιο άρτο, και στη συνέχεια το άγιο ποτήριο.
Συνέχεια των πάρα πάνω συστατικών λόγων του μυστηρίου της θείας ευχαριστίας λόγων του Κυρίου αποτελεί η ευχή «Μεμνημένοι τοίνυν της σωτηρίου ταύτης εντολής…», η οποία αφ' ενός μεν αποτελεί ανακεφαλαίωση όλων των σωτηριωδών ενεργειών του Θεού, ήτοι «του σταυρού, του τάφου, της τριημέρου αναστάσεως, της εις ουρανούς αναβάσεως…της δευτέρας και ενδόξου παρουσίας», αφ' ετέρου δε υπενθυμίζει τον λόγο του Κυρίου στον μυστικό δείπνο «τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν» (Λουκ. κβ' 19. Α' Κορ. ια' 11), ο οποίος εκλαμβάνεται ως εντολή δια την εις το διηνεκές τέλεση της θείας λειτουργίας. Ενθυμούμενοι όλα τούτα και εφαρμόζοντας τον λόγο του Κυρίου προσφέρομε στον Θεό Πατέρα δώρα από τα δικά του, τον άρτο και τον οίνο, τα οποία έχει δώσει για τη δική μας διατροφή «κατά πάντα και δια πάντα».
25. «Τα σα εκ των σων σοι προσφέροντες κατά πάντα και δια πάντα». Ως επιστέγασμα της ευχής «Μεμνημένοι τοίνυν της σωτηρίου ταύτης εντολής…» τοποθετείται η εκφώνηση «Τα σα εκ των σων σοι προσφέροντες κατά πάντα και δια πάντα», και με βάση τις νεώτερες ιερατικές διατάξεις «τούτου λεγομένου ο διάκονος, ει πάρεστι, υψοί τα άγια διασταυρών τας χείρας και λαμβάνων δια της δεξιάς χειρός το δισκάριον και δια της αριστεράς το ποτήριον. Ει δε μη, υψοί αυτά ο ιερεύς».
Να σημειώσομε ότι ορθότερη είναι η γραφή «σοι προσφέροντες» (μετοχή) και όχι η γραφή «σοι προσφέρομεν» (ρήμα), η οποία παρα-τίθεται σε ελάχιστα νεώτερα χειρόγραφα και στα έντυπα Ιερατικά. Στα αρχαία λειτουργικά χειρόγραφα, αλλά και σε όλα σχεδόν τα νεώτερα και στις αρχαίες μεταφράσεις του κειμένου της θείας λειτουργίας, η γραφή τούτη είναι άγνωστη. Για να μπορέσομε να αντιληφθούμε το νόημα της εκφωνήσεως «Τα σα εκ των σων…» θα πρέπει να τη δούμε σε μία νοηματική ενότητα με την επακολουθούσα αντιφώνηση του λαού «Σε υμνούμεν…». Σ’ αυτή την περίπτωση το κείμενο θα είχε ως εξής: «Τα σα εκ των σων σοι προσφέροντες κατά πάντα και δια πάντα, σε υμνούμεν, σε ευλογούμεν, σοι ευχαριστούμεν, Κύριε, και δεόμεθά σου, ο Θεός ημών». Ρήματα στην όλη πρόταση είναι τα «σε υμνούμεν, σε ευλογούμεν, σοι ευχαριστούμεν…δεόμεθά σου», τα οποία εκλαμβάνονται ως απόδοση της μετοχής «σοι προσφέροντες».
Ερμηνευτική δυσκολία παρουσιάζεται και στο «κατά πάντα και δια πάντα». Αρκετές είναι οι ερμηνείες οι οποίες έχουν προταθεί. Από τους νεωτέρους παραθέτομε την ερμηνεία του Παναγιώτου Τρεμπέλα, ο οποίος γράφει τα εξής: «κατά πάντα τόπον και δια πάντα τα προς ευεργεσίαν ημών υπό σου γενόμενα» (Λειτουργικόν, σελ. 101. 118). Από τους αρχαίους ερμηνευτές σημειώνομε την ερμηνεία του ιερού Καβά-σιλα. Ο Καβάσιλας εξαρτά το «κατά πάντα και δια πάντα» από το «τα σα» ως προσδιορισμό. Έτσι, «α προσφέρομέν σοι εκ των σων ων ημίν έδωκας, σα εστιν κατά πάντα και δια πάντα». Σ’ αυτή την περίπτωση το «κατά πάντα» λαμβάνει την έννοια του «καθ’ όλα», «απολύτως», «εντελώς», «τελείως». Δηλαδή, ό,τι εκ των σων (δικών σου) σου προσφέρομε, είναι «κατά πάντα και δια πάντα», καθ’ όλα, απόλυτα, εντελώς και τελείως δικά σου («σα»).
26. «Σε υμνούμεν, σε ευλογούμεν, σοι ευχαριστούμεν, Κύριε, και δεόμεθά σου, ο Θεός ημών». Ο ύμνος αυτός είναι πολύ παλαιός και αποτελεί συνέχεια του κειμένου της ευχής της αγίας Αναφοράς. Κατά τον Γερμανό Κωνσταντινουπόλεως, ο ύμνος, λαμβάνει Τριαδολογική σημασία. «Σε υμνούμεν, τον Θεόν και Πατέρα· σε ευλογούμεν, τον Υιόν και Λόγον· σοι ευχαριστούμεν τω αγίω Πνεύματι». Ο Θεός Πατέρας είναι εκείνος στον οποίο προσφέρεται η Αναφορά - η θεία λειτουργία, ο Υιός και Λόγος είναι εκείνος, ο οποίος θυσιάζεται εκουσίως στο τελούμενο μυστήριο ‹υπέρ της του κόσμου ζωής και σωτηρίας›, και το Πνεύμα το άγιο είναι εκείνο, το οποίο λειτουργεί τη θυσία της Εκκλησίας, καθαγιάζει δηλ. τα προσφερόμενα δώρα.
27. Η Επίκληση της χάριτος του αγίου Πνεύματος και ο καθαγιασμός των τιμίων δώρων. Μετά την ψαλμωδία του ύμνου «Σε υμνούμεν, σε ευλογούμεν, σοι ευχαριστούμεν Κύριε…» εισερχό-μεθα στην ιερώτερη στιγμή της θείας λειτουργίας, στον δια της χάριτος του αγίου Πνεύματος, ευδοκία του Θεού Πατρός, καθα-γιασμό των τιμίων δώρων. Τούτος εισάγεται με την ευχή «Έτι προσφέρομέν σοι την λογικήν ταύτην και αναίμακτον λατρείαν…» και αποπερατώνεται στο «Μεταβαλών τω Πνεύματί σου τω αγίω». Ο ιερέας κλινόμενος παρακαλεί, δέεται και ικετεύει τον Θεό Πατέρα, όπως καταπέμψει «το Πνεύμά του το άγιον εφ' ημάς και επί τα προκείμενα δώρα ταύτα», και ποιήσει - μεταβάλει δι' αυτού (του Πνεύματος) «τον μεν άρτον τίμιον σώμα του Χριστού του», το δε περιεχόμενον του ποτηρίου «τίμιον αίμα του Χριστού του». Το κείμενο της ευχής για τον καθαγιασμό του άρτου και του οίνου («και ποίησον τον μεν άρτον τούτον…το δε εν τω ποτηρίω τούτω…») συνοδεύεται ταυτοχρόνως από δύο ιερατικές ευλογίες «επάνω του αγίου άρτου» και «επάνω του αγίου ποτηρίου» αντιστοίχως, ενώ μία τρίτη ευλογία γίνεται επάνω και των δύο προσφερομένων δώρων στο «μεταβαλών τω Πνεύματί σου τω αγίω». Και τα τρία τούτα σημεία του κειμένου της λειτουργίας επισφραγίζονται με το «Αμήν», στα δύο πρώτα άπαξ λεγομένου, στο δε τρίτο τρις.
Στο πρώτο μέρος της επακολουθούσης τον καθαγιασμό των δώρων ευχής «Ώστε γενέσθαι τοις μεταλαμβάνουσιν…» αναφέρο-νται οι πνευματικές ευεργεσίες για τους κοινωνούντες το σώμα και το αίμα του Κυρίου πιστούς. Τούτες είναι η νήψη - η κάθαρση - ο φωτισμός της ψυχής, η άφεση των αμαρτιών, η κοινωνία με το άγιο Πνεύμα, η μετοχή στη βασιλεία των ουρανών, η παρρησία προς τον Θεό Πατέρα. Παρόμοιες αναφορές συναντούμε και στην προ του «Πάτερ ημών» ευχή «Σοι παρακατατιθέμεθα την ζωήν ημών άπα-σαν…». Στο δεύτερο μέρος της ευχής μνημονεύονται οι υπέρ ων προσφέρεται η θεία λειτουργία εν πίστει κεκοιμημένοι. Στο σημείο τούτο εισερχόμεθα ουσιαστικά σ' ένα άλλο αρχαίο λειτουργικό στοιχείο της λειτουργίας, τα δίπτυχα.
28. Τα δίπτυχα. Ο όρος δίπτυχα σημαίνει πίνακα, κατάλογο με δύο πτυχές, όπου ήσαν αναγεγραμμένα τα ονόματα των ζώντων και των κεκοιμημένων, τα οποία και αναγινώσκονταν στη θεία λειτουργία. Την ευθύνη της αναγνώσεως την είχαν οι διάκονοι.
Η μνημόνευση εκείνων υπέρ των οποίων προσφέρεται η λειτουργία ακολουθεί την εξής σειρά: άγιοι, κεκοιμημένοι, ζώντες. α) Προσφέρομε στον Θεό Πατέρα την αγίαν αναφοράν «υπέρ των εν πίστει αναπαυσαμένων προπατόρων, πατέρων, πατριαρχών, προφη-των, αποστόλων, κηρύκων, ευαγγελιστών, μαρτύρων, ομολογητών, εγκρατευτών και για όλους τους δικαίους». Προσφέρομεν εξαιρέτως υπέρ της αγίας Θεοτόκου, και ακόμη υπέρ του αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, των αγίων αποστόλων, του αγίου της ημέρας και υπέρ πάντων των αγίων. β) Προσφέρομε και μνημονεύομεν υπέρ όλων των «επ' ελπίδι αναστάσεως ζωής αιωνίου» κεκοιμημένων, αλλά και εκείνων τους οποίους ονομαστικά αναφέρει ο λειτουργός. γ) Μνημονεύομε του ιερού κλήρου και ακόμη προσφέρομεν υπέρ της οικουμένης, υπέρ της αγίας Εκκλησίας, υπέρ των διαγόντων με αγνότητα και σεμνότητα, υπέρ των αρχόντων – των εν εξουσίαις όντων. Τέλος και προ πάντων μνημονεύομε τον τοπικό επίσκοπο στο πρόσωπο του οποίου εκφράζεται η ενότητα της Εκκλησίας.
Στην ενότητα των διπτύχων θα μπορούσαμε να εντάξουμε και την μετά το «Και ων έκαστος κατά διάνοιαν έχει…» ευχή «Μνήσθη-τι, Κύριε της πόλεως-μονής-κώμης ταύτης, εν η παροικούμεν…», στην οποία μνημονεύονται συγκεκριμένες ομάδες ζώντων, όπως οι πλέοντες, οι οδοιπορούντες, οι νοσούντες, οι κάμνοντες (πάσχο-ντες), οι αιχμάλωτοι, οι εργαζόμενοι για την πνευματική καρποφο-ρία και καλλιέργεια μέσα στην Εκκλησία, ενθυμούμενοι μάλιστα και των πτωχών. Η ευχή τούτη κατακλείεται με την εκφώνηση «Και δος ημίν εν ενί στόματι…», όπως επίσης και με την αμέσως επα-κολουθούσα «Και έσται τα ελέη του μεγάλου Θεού και σωτήρος ημών Ιησού Χριστού μετά πάντων ημών», κατά την οποία ο ιερέας ευλογεί τον λαό.
0Τέλος να σημειώσουμε ότι μετά την «εκφώνηση» «Εξαιρέτως της Παναγίας αχράντου…» ψάλλεται το μεγαλυνάριο της Θεοτό-κου, σχετικά νεώτερο λειτουργικό στοιχείο, το οποίο για μεν τη λειτουργία του Χρυσοστόμου είναι το «Άξιόν εστιν…», για δε την του Βασιλείου το «Επί σοι χαίρει…».
29. Προετοιμασία για την θεία κοινωνία. Την εκφώνηση «Και έσται τα ελέη του μεγάλου Θεού…» και την ιερατική ευλογία προς τον λαό ακολουθεί μία σειρά τριών διακονικών αιτημάτων, των οποίων προτάσσεται το· «Πάντων των αγίων μνημονεύ-σαντες…». Τα τρία αιτήματα είναι· «Υπέρ των προσκομισθέντων και αγιασθέντων τιμίων δώρων του Κυρίου δεηθώμεν», «Όπως ο φιλάν-θρωπος Θεός ημών…» και «Την ενότητα της πίστεως…». Με τα αι-τήματα τούτα, τις επακολουθούσες ευχές και την κυριακή προσ-ευχή («Πάτερ ημών…») προετοιμαζόμεθα οι πιστοί να κοινω-νήσουμε τα προ ολίγου καθαγιασθέντα τίμια δώρα, το σώμα και το αίμα του Κυρίου.
Ευχόμεθα «Υπέρ των προσκομισθέντων και αγιασθέντων τι-μίων δώρων», «όπως ο φιλάνθρωπος Θεός ημών» (Θεός Πατέρας) τα δεχθεί στο υπερουράνιό του θυσιαστήριον και καταστούν σε εμάς μεταδοτικά της θείας χάριτος και της δωρεάς του αγίου Πνεύματος.
Στο σημείο τούτο παρατηρείται και μία λειτουργική ανωμα-λία. Στα έντυπα Ιερατικά εκτυπώνονται μαζί με τα αιτήματα τούτα και εκείνα των πληρωτικών, με αποτέλεσμα τα αιτήματα των πλη-ρωτικών να εκφωνούνται σε κάθε λειτουργία από πάρα πολλούς ιερείς και διακόνους δύο φορές. Η τοποθέτησή τους εδώ οφείλεται μάλλον στην πράξη της προηγιασμένης, στην οποία στη θέση αυτή τοποθετούνται και τα πληρωτικά και τα τρία περί των οποίων ο λόγος αιτήματα.
Τα πάρα πάνω αιτήματα ακολουθεί η ευχή «Σοι παρακατα-τιθέμεθα την ζωήν ημών άπασαν…». Εντείνοντας κλιμακωτά την προσευχή μας «παρακαλούμεν, δεόμεθα και ικετεύομεν» τον Θεό Πατέρα, όπως μας καταξιώσει να μεταλάβουμε των επουρανίων και φρικτών του μυστηρίων με καθαρή συνείδηση, ώστε αυτά να γίνουν αιτία αφέσεως των αμαρτιών μας, συγχωρήσεως των πλημμελη-μάτων μας, κοινωνίας μας με το άγιον Πνεύμα, κληρονομίας της βασιλείας των ουρανών, παρρησίας προς αυτόν και όχι εις επιτίμη-ση ή αποδοκιμασία («μη εις κρίμα ή εις κατάκριμα»).
30. Κυριακή προσευχή. Η ευχή «Σοι παρακατατιθέμεθα…» κατακλείεται με την εκφώνηση «Και καταξίωσον ημάς, Δέσποτα…», ακολουθεί η κυριακή προσευχή («Πάτερ ημών…») και η εκφώνησή της «Ότι σου εστιν η βασιλεία…». Η προσευχή αυτή έχει ευχαρι-στιακό χαρακτήρα. Ο «άρτος ημών ο επιούσιος» δεν είναι άλλος από το σώμα και το αίμα του Χριστού, τον οποίο για να κοινω-νήσουμε χρειάζεται πρώτα η μεταξύ μας αλληλοσυγχώρηρη· «και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών».
Στο σημείο τούτο, εάν υπάρχει διάκονος, κατά τη νεώτερη πράξη, ζώνεται το οράριό του σταυροειδώς σε σχήμα χι (Χ). Η κίνηση αυτή φανερώνει τη συστολή του διακόνου, προκειμένου να κοινωνήσει και αυτός των αχράντων μυστηρίων. Συμβολικά αντιπαραβάλλεται προς τη συστολή των πτερών των αγγέλων (οράριο = αγγελικά πτερά) κατά την ενώπιον του Θεού παρουσία τους. Κανονικά ο διάκονος ζώνεται το οράριό του αφού εισέλθει στο ιερό βήμα και το χαλά στο τέλος της λειτουργίας και όχι προ της κοινωνίας των πιστών.
31. Ευχή κεφαλοκλισίας. Ακολούθως ο ιερέας ευλογεί τον λαό για τελευταία φορά δια του «ειρήνη πάσι» και αναγινώσκει την ευχή της κεφαλοκλισίας «Ευχαριστούμεν σοι, βασιλεύ αόρατε…». Κεντρικό σημείο του κειμένου της ευχής είναι η αναφορά «…τα προκείμενα πάσιν ημίν εις αγαθόν εξομάλισον, κατά την εκάστου ιδίαν χρείαν· τοις πλέουσι σύμπλευσον, τοις οδοιπορούσι συνόδευσον, τους νοσούντας ίασε…». Η έκφραση «τα προκείμενα» δεν αναφέ-ρεται στα προκείμενα δώρα, όπως εύκολα θα μπορούσε κάποιος να νοήσει εκ πρώτης όψεως, αλλά στα προκείμενα, στα του βίου του καθ' ενός από εμάς προβλήματα, περιστάσεις και δυσκολίες. Τέτοια είναι, ιδίως υπό τις τότε συνθήκες, το δια θαλάσσης η ξηράς ταξίδι και οι διάφορες ασθένειες.
Η ενότητα τούτη της προετοιμασίας για την κοινωνία των τιμίων δώρων κατακλείεται με την ευχή «Πρόσχες, Κύριε Ιησού Χριστέ…». Η ευχή αυτή, σχετικά νεώτερη, αναφέρεται στο πρόσωπο του Χριστού και όχι στο πρόσωπο του Θεού Πατρός, όπως συμβαίνει με όλο το κείμενο της αγίας αναφοράς. Κρατήθηκε όμως στο κείμενο της λειτουργίας, πιθανόν λόγω του ευχαρι-στιακού χαρακτήρα της καταλήξεώς της. Ο ιερέας παρακαλεί τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν όπως καταξιώσει πρώτα εμάς τους κληρικούς να μεταλάβουμε «του αχράντου σώματος και του τιμίου αίματός του», και εν συνεχεία μεταδώσουμε τούτα «παντί τω λαώ».
32. Ύψωσις και μελισμός του αμνού, πλήρωσις του αγίου ποτηρίου, έκχυσις εις αυτό ζέοντος ύδατος, κοινωνία των τιμίων δώρων.
Μετά την ευχή, «Πρόσχες, Κύριε Ιησού Χριστέ…» και το όλο πνεύμα προετοιμασίας για την κοινωνία των τιμίων δώρων, τόσον από τον κλήρο, όσον και από τον λαό, εισερχόμεθα στην προετοι-μασία αυτών τούτων των δώρων από τον ιερέα, ούτως ώστε να είναι εφικτή η μετάδοσή τους στους πιστούς.
Ύψωσις του αμνού. Αφού λοιπόν αναγνωσθεί η προρρηθείσα ευχή, ο ιερέας «προσκυνεί τρις», κάνει δηλ. τρεις μικρές μετάνοιες ενώπιον της αγίας τραπέζης «λέγων το· Ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ και ελέησόν με», στο οποίον επισυνάπτει «και το· Υψώσω σε ο Θεός μου, ο βασιλεύς μου». Ακολούθως εκφωνείται, είτε υπό του διακόνου, εάν υπάρχει, είτε υπό του ιερέως το· «Πρόσχωμεν», και, ο ιερέας «αψάμενος του αγίου άρτου άκροις δακτύλοις των δύο χειρών, υψοί αυτόν (δεν τον ασπάζεται), ποιών σταυρού τύπον άνωθεν του αγίου δίσκου, εκφωνών· Τα άγια τοις αγίοις». Και ενώ ο χορός αντι-φωνεί το «Εις άγιος, εις Κύριος, Ιησούς Χριστός, εις δόξαν Θεού Πατρός. Αμήν» και ψάλλει το κοινωνικό, ο ιερέας προχωρεί στην όλη διαδικασία, προκειμένου να κοινωνήσει ο ίδιος και δι' αυτού ο λαός.
«Τα άγια ουν τοις αγίοις κατάλληλα», γράφει ο άγιος Κύριλ-λος Ιεροσολύμων. Κατά τον άγιο Νικόλαο τον Καβάσιλα «άγιοι δεν είναι μόνο εκείνοι, οι οποίοι έφθασαν στην τελειότητα της αρετής, αλλά και εκείνοι, οι οποίοι βιάζονται να φθάσουν την τελειότητα αυτή, αλλά δεν την έφθασαν ακόμη. Γιατί και τούτους τίποτε δεν εμποδίζει, να αγιάζονται δια της συμμετοχής τους στα άγια μυ-στήρια».
Η αντιφώνηση του λαού «Εις άγιος, εις Κύριος, Ιησούς Χριστός, εις δόξαν Θεού Πατρός. Αμήν» είναι αφ' ενός μεν ενδεικτική της αισθήσεώς του, ότι ο μόνος άγιος είναι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, αφ' εταίρου δε έκφραση της συνειδητότητος ότι ο δικός του αγιασμός συντελείται δια της μετοχής του στο σώμα και στο αίμα του Κυρίου.
Μελισμός του αμνού και πλήρωσις του ποτηρίου. Την ύψωση του αμνού ακολουθεί ο μελισμός του, η διαίρεσή του δηλ. σε τέσσερα τμήματα (μερίδες), επί τη βάσει των τεσσάρων σημείων της σφραγίδος του, ΙC-ΧC-NI-KA, τα οποία τοποθετούμενα στο δισκάριο σχηματίζουν σταυρό. Ο μελισμός του αμνού εξυπηρετεί πρακτικούς λόγους, αφού δια του ενός τμήματος, του ΙC, θα γίνει η πλήρωση του ποτηρίου, η ένωση δηλ. του σώματος και του αίματος του Χριστού στο άγιο ποτήριο (ρίψη του ΙC στο ποτήριο), και δια των υπολοίπων, αφού τεμαχιστούν, η κοινωνία των κληρικών (από το ΧC), και η από κοινού με το αίμα μετάδοσή τους στον λαό. Ο μελισμός έλαβε στη συνέχεια και συμβολικό χαρακτήρα.
Μελίζοντας ο ιερέας τον αμνό, λέγει· «Μελίζεται και διαμε-ρίζεται ο αμνός του Θεού, ο μελιζόμενος και μη διαιρούμενος, ο πάντοτε εσθιόμενος και μηδέποτε δαπανώμενος, αλλά τους μετέ-χοντας αγιάζων». Μελιζόμενος ο Χριστός, τεμαχίζεται «δια να χορτάσει τους πάντας», κατά τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, χωρίς ο ίδιος να διαιρείται ενώ μελίζεται η να δαπανάται ενώ εσθίεται. Και ο παραμικρός μαργαρίτης είναι πλήρης και τέλειος Χριστός.
Το ζέον ύδωρ. Μετά την πλήρωση του ποτηρίου, ο ιερέας ευλογεί το ζέον, το δοχείο δηλ. στο οποίον εμπεριέχεται ζεστό νερό, και το οποίον εν συνεχεία αδιάζει σταυροειδώς εντός του αγίου ποτηρίου, λέγοντας «ζέσις Πνεύματος αγίου· αμήν». Ζέον πρω-τίστως χαρακτηρίζεται το ζεστό νερό και εξ αιτίας τούτου ζέον ωνομάσθη και το μεταλλικό δοχείο-λεβητάριο. Η όλη πράξη έχει πάρει έντονο συμβολικό χρώμα. Η πιο εύστοχη συμβολική ερμηνεία του ζέοντος είναι αυτή, την οποία δίδει ο άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας. Κατ' αυτή σημαίνεται η κάθοδος του αγίου Πνεύματος στην Εκκλησία.
Η κοινωνία των τιμίων δώρων - κοινωνικόν. Πρώτοι μετα-λαμβάνουν του σώματος και του αίματος του Χριστού οι κληρικοί, οι οποίοι μάλιστα κοινωνούν, κατά την αρχαία τάξη, χωριστά το σώμα από το αίμα. Η ίδια τάξη ίσχυε παλαιότερα και για τους λαϊκούς, πλην για πρακτικούς λόγους γενικεύθηκε γι' αυτούς η χρήση της λαβίδας. Οι πιστοί θα προσέλθουν στη θεία κοινωνία με την προσ-κλησι «Μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε», με την οποία τονίζεται το πώς, με ποιά δηλ. εσωτερική διάθεση θα πρέπει ο πιστός να προσεγγίζει το μυστήριο. Κατά τη μετάδοση των τιμίων δώρων, ο ιερέας λέγει ενί εκάστω των κοινωνούντων «Σώμα και αίμα Χριστού» μόνον, και μετά τον τελευταίως μεταλαβόντα επιλέγει «Εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον». Την κοινωνία κλήρου και λαού καλύπτει η ψαλμωδία του κοινωνικού.
Κοινωνικόν. Το κοινωνικό εισήχθη στη λατρεία από παλαιο-τάτων χρόνων. Η ονομασία του προήλθε από την εκ της θείας κοινωνίας ονομασία του μυστηρίου της θείας ευχαριστίας και από τον χρόνο, κατά τον οποίο αυτό ψαλλόταν. Από τον δ´ αιώνα αρχί-ζουν να εμφανίζονται οι πρώτες μαρτυρίες για την εισαγωγή στη λατρεία του κοινωνικού, το οποίο ταυτιζόταν σχεδόν σε όλα τα μέρη προς τον λγ´ ψαλμό.
Η εκλογή του ψαλμού τούτου οφείλεται στον στίχο 6, «Προσ-έλθετε προς αυτόν και φωτίσθητε» και στον στίχο 9, «Γεύσασθε και ίδετε ότι χρηστός ο Κυριος», των οποίων το περιεχόμενο εκλαμ-βάνεται ως αναφερόμενο στο μυστήριο της θείας ευχαριστίας. Ο πρώτος προτρέπει τους πιστούς να προσέλθουν στο θυσιαστήριο του Κυρίου, υπογραμμίζοντάς τους τον εκ της θείας κοινωνίας χορηγούμενο φωτισμό. Ο δεύτερος, ο οποίος είναι περιεκτικότερος, αναφέρεται στη γνώση του Κυρίου, την οποία αποκτά ο πιστός δια της βρώσεως του σώματος και της πόσεως του αίματός του.
Σε περίπτωση που ο λγ´ ψαλμός δεν αρκούσε για την κάλυψη του χρόνου κοινωνίας, προσετίθεντο και άλλοι ευχαριστιακοί ψαλμοί, όπως ο κβ´ «Κυριος ποιμαίνει με και ουδέν με υστερήσει», ο ρμδ´ « Υψώσω σε, ο Θεός μου, ο Βασιλεύς μου» και ο ριστ´ «Αινείτε τον Κυριον, πάντα τα έθνη».
33. Ο συμβολισμός της αναλήψεως. Μετά την κοινωνία των πιστών ο ιερέας επιλέγει εκφώνως «Σώσον, ο Θεός, τον λαόν σου και ευλόγησον την κληρονομίαν σου». Εν συνεχεία εισέρχεται στο ιερό βήμα, εναποθέτει επί της αγίας τραπέζης το άγιο ποτήριο, και τη προτροπή του διακόνου, εάν υπάρχει, «Ύψωσον, δέσποτα», «θυμιά τρις επάνω των αγίων δώρων λέγων ηρέμα άπαξ» «Υψώθητι επί τους ουρανούς, ο Θεός, και επί πάσαν την γην η δόξα σου» (Ψαλμ. 56, 6. 12), ενώ ο χορός ψάλλει το τροπάριο «Είδομεν το φως το αληθινόν», το οποίον αποτελεί δάνειο από τον εσπερινό της Πεντηκοστής. Ακο-λούθως λαμβάνει δια των χειρών του το ποτήριο και το δισκάριο, ή εάν υπάρχει διάκονος, ο διάκονος το δισκάριο και ο ιερέας το ποτήριο, «και λέγει ησύχως προ της αγίας τραπέζης» «Ευλογητός ο Θεός ημών» «και εκφώνως προς τον λαόν στρεφόμενος» «Πάντοτε, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων». «Και αποτίθησι τα άγια εν τη αγία προθέσει ψαλλομένου (υπό του χορού) του Πληρωθήτω το στόμα ημών».
Η λειτουργική αυτή ενότητα έχει πάρει τον συμβολισμό της αναλήψεως του Κυρίου, διότι αφ’ ενός μεν το «Υψώθητι επί τους ου-ρανούς, ο Θεός, και επί πάσαν την γην η δόξα σου» (Ψαλμ. 56, 6. 12) αναφέρεται προφητικά στην ανάληψη του Χριστού, αφ’ ετέρου δε το «Πάντοτε, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων» είναι μία λειτουργική ανάπλαση των λόγων του Κυρίου κατά την ανάληψή του «ιδού εγώ μεθ’ υμών ειμι πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος» (Ματθ. 28, 20).
34. «Πληρωθήτω το στόμα ημών». Πρόκειται για τροπάριο άγνωστο στη σημερινή λειτουργική πράξη, γνωστότατο όμως από του έτους 624 στα λειτουργικά χειρόγραφα, στις ιερατικές διατάξεις και στους ερμηνευτές της θείας λειτουργίας πατέρες. Το τροπάριο τούτο εύκολα θα μπορούσε να επανενταχθεί στη θεία λειτουργία και να εξυπηρετήσει, τόσο νοηματικά τη λειτουργική τούτη ενότητα, αφού αποτελεί ευχαριστία για τη θεία κοινωνία, όσο και τελετουργικά τον ιερέα, στον οποίο θα δώσει χρόνο, προκειμένου να επιστρέψει από την προσκομιδή στην αγία τράπεζα, για να εκφωνήσει την τελευταία ευχαριστία «Ορθοί μεταλαβόντες», να αναγνώσει την ευχή «μετά το πάντας μεταλαβείν» «Ευχαριστούμέν σοι, Δέσποτα φιλάνθρωπε», να διπλώσει το ειλητό η το αντιμίνσιο και να τοποθετήσει επ' αυτών το ιερό Ευαγγέλιο, αφού προη-γουμένως το ασπασθεί. Το «Πληρωθήτω» μπορεί να ψαλεί σε ήχο β'. Το πλήρες κείμενο έχει ως εξής: «Πληρωθήτω το στόμα* ημών αινέσεως, Κυριε,* όπως αν υμνήσωμεν την δόξαν σου,* ότι ηξίωσας ημάς* των αγίων σου μετασχείν μυστηρίων·* τήρησον ημάς εν τω σω αγιασμώ* όλην την ημέραν μελετάν* την δικαιοσύνην σου. Αλληλούϊα».
35. Απόλυσις - οπισθάμβωνος ευχή. Μετά την ευχαριστία προς τον Θεό διότι αξιωθήκαμε να κοινωνήσουμε «των θείων, αγίων, αχράντων, αθανάτων, επουρανίων και ζωοποιών, φρικτών του Χριστου μυστηρίων», η οποία αποτελείται από τα τρία αιτήματα του «Ορθοί μεταλαβόντες» και την ευχή «Ευχαριστούμέν σοι, Δέσποτα φιλάνθρωπε», εισερχόμεθα στο τελευταίο τμήμα της θείας λειτουρ-γίας, στην απόλυση και στην οπισθάμβωνο ευχή «Ο ευλογών τους ευλογούντάς σε, Κύριε». Η ευχή τούτη ονομάζεται οπισθάμβωνος διότι σε παλαιότερες εποχές αναγινωσκόταν όπισθεν του άμβωνος, ο οποίος ευρισκόταν στο κέντρο του ναού. Να σημειώσουμε ότι την ευχή τούτη της λειτουργίας του Χρυσοστόμου αναγινώσκει ο ιερέας βλέπων κατ’ ανατολάς και όχι προς την εικόνα του Χριστού. Το κείμενό της αναφέρεται στον Θεό Πατέρα και όχι στο πρόσωπο του Χριστού.
Η απόλυση της λειτουργίας μέχρι να φθάσει στη σημερινή της μορφή πέρασε από διάφορες φάσεις. Κατ’ αρχάς ο λαός απο-λυόταν δια της απλής προτροπής του ιερέως «Εν ειρήνη προ-έλθωμεν». Στη συνέχεια προσετέθη η οπισθάμβωνος ευχή και το «Είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον από του νυν και έως του αιώνος». Ακολούθως ως νέα ευχή απολύσεως εισήχθη το «Ευλογία Κυρίου και έλεος έλθοι εφ’ υμάς», και τέλος, η σημερινή απόλυση «Χριστός ο αληθινός Θεός ημών». Η καταληκτική φράση «Δι’ ευχών των αγίων πατέρων ημών», η οποία αποτελεί νεώτερη προσθήκη προήλθε από τις μονές και αναφέρεται στους παρόντες πατέρες, δηλ. τους μοναχούς.
36. Ευχή του σκευοφυλακίου. Μετά την οπισθάμβωνο ευχή και κατά την ψαλμωδία του «Είη το όνομα Κυρίου», ο ιερέας εισ-έρχεται «δια της ωραίας πύλης, απέρχεται εν τη αγία προθέσει και εύχεται την, εν τω συστείλαι τα άγια, ευχήν εν τω σκευοφυλακίω· Το πλήρωμα του νόμου και των προφητών». Η ευχή τούτη από την ονομασία της φαίνεται ότι παλαιότερα διαβαζόταν μετά το πέρας της λειτουργίας στο σκευοφυλάκιο (παραπλεύρως του ιερού βήμα-τος), όπου συστέλλονταν (τακτοποιούνταν) τα χρησιμοποιηθέντα στη λειτουργία άγια (σκεύη).
37. Αντίδωρον. Στο τέλος της λειτουργίας διανέμεται υπό του ιερέως το αντίδωρο. Ο λαός του Θεού προσφέρει στη λειτουργία τα δώρά του. Η Εκκλησία τα παραλαμβάνει, αγιάζει δια της χάριτος του αγίου Πνεύματος αυτά, τα οποία θα χρησιμοποιηθούν στη θεία ευχαριστία ως σώμα και αίμα χριστού, και στη συνέχεια αντιπρο-σφέρει στον λαό υπό μορφή ευλογιών-αντιδώρου τα περισσεύματα των προσφερθέντων. Το αντίδωρο δεν αντικαθιστά τη θεία κοινω-νίαν, παρέχει όμως στους πιστούς τον αγιασμό, τον οποίο δέχθηκε ως πρόσφορο χρησιμοποιηθέν στην ακολουθία της προσκομιδής. Γι’ αυτό και είναι αγία συνήθεια να προσέρχονται νήστεις οι πιστοί στο αντίδωρο η ακόμη να κρατούν στα σπίτια τους αντίδωρο από τη λειτουργία της Κυριακής και νήστεις να το μεταλαμβάνουν ενδιά-μεσα της εβδομάδος.