Γέρα σήμερον πανηγυρίζει και εν άσμασιαν εγκωμιάζει
τον Γρηγόριον Άσσου Επίσκοπον. Ιεραρχίας τιμή εν αγλάϊσμα
και εαυτής ευκλεές εγκαλώπισμα∙ Θεία λείψανα
αυτού ευλαβώς κομίζουσα, αιτείται πάσι το θείον έλεος.
τον Γρηγόριον Άσσου Επίσκοπον. Ιεραρχίας τιμή εν αγλάϊσμα
και εαυτής ευκλεές εγκαλώπισμα∙ Θεία λείψανα
αυτού ευλαβώς κομίζουσα, αιτείται πάσι το θείον έλεος.
Ο άγιος Γρηγόριος είναι από τους αγίους που γεννήθηκαν στη Λέσβο και πέθαναν σ’ αυτή. Γεννήθηκε στο χωριό Ακόρνη, που δεν υπάρχει σήμερα. Βρισκότανε στην περιφέρεια Γέρας, όπου σήμερα η αγροτική περιοχή, που λέγεται «Κουρκούτα». Οι γονείς του Γεώργιος και Μαρία ήταν ευσεβέστατοι χριστιανοί και αυτή τη θερμή πίστη μετέδωκαν στο παιδί τους, που το ονόμασαν και αυτό Γεώργιο.
Φαίνεται ότι είχαν και τα υλικά αγαθά, αν λάβουμε υπ’ όψη ότι έστειλαν το παιδί τους σε ηλικία δεκατεσσάρων χρόνων για σπουδές στην Κωνσταντινούπολη.
Eκεί, στην Κωνσταντινούπολη, ο Γεώργιος, χωρίς να επηρεασθεί από το περιβάλλον και να στραφεί σε διασκεδάσεις και άλλες αμαρτωλές συνήθειες, φρόντισε να πλουτίσει τις γνώσεις του, να γνωρισθεί με σοφούς και αγίους ανθρώπους και να ωφεληθεί όσο μπορούσε περισσότερο πνευματικά, στη μεγάλη αυτή πόλη. Τότε γνωρίστηκε με τον γέροντα και πνευματικό Αγάθωνα, που τον αγάπησε σαν πατέρα του και τον ακολούθησε στο μοναστήρι του, που βρισκόταν κάπου στη Μ. Ασία.
Ο Γεώργιος έμεινε τρία χρόνια στο μοναστήρι. Έπειτα, συνοδεύοντας τον Αγάθωνα, πήγε στα Ιεροσόλυμα να προσκυνήσει τους αγίους Τόπους και να γνωρίσει από κοντά αγίους ασκητές. Εκεί έγινε μοναχός, πήρε το όνομα Γρηγόριος και παρέμεινε σαν ασκητή ς δεκαπέντε χρόνια.
Επέστρεψε πάλι στο μοναστήρι του Αγάθωνα, αλλά συνηθισμένος από τα Ιεροσόλυμα στην ασκητική ζωή, δεν έζησε μέσα στο μοναστήρι, αλλά σ’ ένα απόμερο ερημικό κελί μόνος του.
Η ταπείνωσή του, η αγάπη του για όλους, η αγιότητα του βίου του, η διδασκαλία του, έκαμαν τους χριστιανούς να τον αναζητούν και να έρχονται κάθε μέρα όλο και περισσότεροι κοντά του.
Oταν χήρευσε η Επισκοπή Άσσου, όλοι ζήτησαν για επίσκοπό τους τον Γρηγόριο. Τον κάλεσαν τότε εσπευσμένως στην Κωνσταντινούπολη και τον χειροτόνησε επίσκοπο Άσσου ο Μητροπολίτης Εφέσου, στου οποίου την περιφέρεια υπαγότανε η Άσσος, που βρισκότανε στη Μ. Ασία, περίπου στην περιοχή της Τροίας.
O Γρηγόριος ανέλαβε τα καθήκοντά του με ζήλο και φόβο Θεού, χρησιμοποιώντας αυστηρότητα αλλά και πραότητα, αγάπη αλλά και δικαιοσύνη. Σαν επίσκοπος ήταν αληθινός καλός ποιμένας.
Ήταν επόμενο να συναντήσει και αντιδράσεις. Οι ενάρετοι δέχονται, κατά κανόνα, τα βέλη των κακών και φθονερών ανθρώπων, όπως και στην περίπτωση του Κυρίου, που γράφει το Ευαγγέλιο του Ιωάννου, «το φως ελήλυθεν εις τον κόσμον, αλλά οι άνθρωπoι ηγάπησαν το σκότος μάλλον ή το φως, ην γάρ πονηρά αυτών τα έργα». Έτσι και τώρα βρέθηκαν άνθρωπoι φθονεροί, άνθρωπoι συκοφάντες που εναντιώθηκαν στο έργο του Αγίου. Και βέβαια οι συκοφαντίες τους δεν στάθηκαν. Το φθόνο των συκοφαντών τον περιφρόνησε ο κόσμος που αγαπούσε τον επίσκοπο, όμως ο Γρηγόριος πικράθηκε και προτίμησε τη ζωή που ζούσε σαν ασκητής. Εγκατάλειψε την επισκοπή και με τον υποτακτικό του Λεόντιο έφυγε από τη Μ. Ασία, παίρνοντας μόνο το Ευαγγέλιό του και το ράσο του, και ήλθαν στην Τένεδο, όπου παρέμειναν αρκετά χρόνια.
Από την Τένεδο ήλθαν στη Λέσβο και πήγε ο Γρηγόριος στο χωριό του, την Ακόρνη, θέλοντας να ίδει τους γονείς του. Κατά τύχη συνάντησε τη μητέρα του στο δρόμο, που τον χαιρέτησε, σαν ιερέα, χωρίς να τον γνωρίσει. του ζήτησε την ευχή του και εκείνος, που τη γνώρισε, της είπε: «Ο Θεός να σε ευλογεί και να σε αξιώσει να ιδείς, αν έχεις κάποιο στη ξενητειά».
Αφού έτσι εκπληρώθηκε η επιθυμία του ανέβηκε στο βουνό «Πρίαντος» και εκεί βρήκε ένα τόπο ερημικό - Λευκοπέδι λεγότανε - και ζήτησε απ’ τους κατοίκους την άδεια να του επιτρέψουν να ζήσει εκεί με τον Λεόντιο. Ο τόπος αυτός ήταν τελείως ακατάλληλος για καλλιέργεια, δασωμένος και άγριος και μάλιστα τον θεωρούσαν σαν τόπο που μαζευότανε εκεί οι δαίμονες. Του έδωκαν την άδεια, αφού ήταν άχρηστος γι’ αυτούς.
Ο Γρηγόριος με τη βοήθεια του Λεοντίου, καθάρισε τον τόπο, με την προσευχή του βρήκε νερό, τον καλλιέργησε, έδιωξε με προσευχή και νηστεία τα πονηρά πνεύματα και τον έκαμε από τόπο κολάσεως, παράδεισο.
Όταν είδαν τον τόπο καλλιεργημένο και αξιοζήλευτο οι κάτοικοι θέλησαν να διώξουν τον Άγιο και μάλιστα τον έσπρωξαν από κάποιο ύψωμα με σκοπό να τον σκοτώσουν. Ο Άγιος όχι μόνο δεν έπαθε τίποτα, αλλά στο μέρος πού έπεσε ξηράθηκε η βλάστηση και δεν φύτρωνε τίποτα. Τότε οι ιδιοκτήτες του τόπου ζήτησαν να τους συγχωρήσει και του παρεχώρησαν το κτήμα τους. Εκεί λοιπόν έχτισε ναό στο όνομα της Παναγίας και μοναστήρι, στο οποίο μαζεύτηκαν πολλοί μοναχοί.
Ο Άγιος πέθανε σε μεγάλη ηλικία το έτος 1150 ή 1185. Παρέδωκε την ψυχή του προσευχόμενος, αφού έδωσε τις τελευταίες εντολές και την ευχή του στους μοναχούς του μοναστηριού του.
Στα συναξάρια αναφέρονται θαύματα που έκαμε ο Άγιος, Όπως ότι το ραβδί του βλάστησε και έγινε δένδρο του οποίου οι καρποί θεράπευαν αρρώστους, Ότι ο Θεός τον οδήγησε να βρει νερό στο χώρο που ήθελε να χτίσει το μοναστήρι, ότι κάποιος ασεβής έκοψε τα κλαδιά του δέντρου του Αγίου και «κατέπεσε ωσεί νεκρός», αλλά θεραπεύτηκε από τον Άγιο που του έδωκε να πιει νερό από το αγίασμα και άλλα.
Είχαν περάσει περίπου 750 χρόνια από το θάνατο του Αγίου, όταν οι χριστιανοί της Λέσβου αξιώθηκαν κατά το έτος 1935 να προσκυνήσουν τα σεπτά λείψανά του.
Τα συναξάρια ανέφεραν, αλλά και η προφορική παράδοση συμφωνούσε, ότι ο Άγιος σαν κτήτορας του μοναστηριού ενταφιάσθηκε σ' αυτό και μάλιστα, όπως ήταν η συνήθεια, στο νάρθηκα του ναού.
Οι χριστιανοί της Γέρας επί αιώνες ερχότανε να προσκυνήσουν σ' αυτόν τον τόπο των ερειπίων της μονής, όπου υπήρχε ένα εξωκκλήσι, αλλά κανείς δεν σκέφτηκε να ερευνήσει για την ανέρευση του τάφου.
Την έρευνα αυτή έκαμε και έφερε εις πέρας ο τότε ακόμη γραμματέας της Μητροπόλεως Μυτιλήνης Ευάγγελος Κλεόμβροτος, ο μετέπειτα Μητροπολίτης Σισανίου και Σιατίστης και από το 1958 Μητροπολίτης Μυτιλήνης Ιάκωβος. Με την άδεια και την βοήθεια του Μητροπολίτου Ιακώβου του από Δυρραχίου, ανέσκαψε τον τόπο και βρήκε τον τάφο και τα οστά του Αγίου, όπως έλεγε η παράδοση, στο νάρθηκα του ναϋδρίου, κατά το έτος 1935.
Στις 17 Νοεμβρίου του ιδίου έτους με εκκλησιαστική λαμπρότητα και μεγάλη κατάνυξη έγινε η μετακομιδή των λειψάνων του Αγίου στον ενοριακό ναό του Αγ. Γεωργίου της Κοινότητος Σκοπέλου, όπου και βρίσκονται. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, έπειτα από πρόταση του Μητροπολίτου Μυτιλήνης, όρισε σαν ημέρα εορτής μετακομιδής των Λειψάνων του αγίου Γρηγορίου την 1η Κυριακή μετά τη 10η Νοεμβρίου, που τελείται κάθε χρόνο με κάθε λαμπρότητα. Την ακολουθία της μετακομιδής συνέθεσε ο λόγιος θεολόγος πρωτοπρεσβύτερος Εμμανουήλ Μυτιληναίος και το απολυτίκιο του Αγίου ο αείμνηστος Μητροπολίτης Ιάκωβος ο από Δυρραχίου.