Ο Άγιος Χαράλαμπος ο Ιερομάρτυς και θαυματουργός, γεννήθηκε στην Μαγνησία το 90 μ.Χ. περίπου και μαρτύρησε στα χρόνια των μεγάλων διωγμών της Χριστιανοσύνης. Η Μαγνησία αυτή κατά πάσαν πιθανότητα ήτανε στη Θεσσαλία. Τα ερείπιά της σώζονται ακόμη κοντά στο χωριό που λέγεται «Μηλιές». Είχε το ευτύχημα να γεννηθή από γονείς ευσεβείς χριστιανούς που κρατούσανε την πίστι τους στο Χριστό με κίνδυνο της ζωής τους στους δύσκολους, αλλά ηρωικούς εκείνους χρόνους των διωγμών.
Στην Μαγνησία έζησε όλη του την ζωή ο Άγιος Χαράλαμπος. Εκεί σαν νέος, ήτανε φωτεινό παράδειγμα συνετής ζωής. Αργότερα η πίστις του στο Χριστό έγινε πιο φλογερή και η επιθυμία του να βοηθήση τους Χριστιανούς και τους ειδωλολάτρες, να σωθούνε, πιο μεγάλη. Δεν μπορούσε να ησυχάση, όταν σκεπτότανε, ότι υπάρχουν άνθρωποι μακρυά από το Χριστό, που δεν ξέρουν ποιος είναι ο προορισμός τους και γιατί ζουν εδώ στη γη.
Είναι κρίμα, έλεγε, είναι τρομερό, είναι αδιανόητο να ζούνε οι άνθρωποι στην πλάνη της ειδωλολατρείας και να πάνε κατόπιν στην Κόλασι.
Αφιερώθηκε, λοιπόν, εις την υπηρεσία του Χριστού. Έγινε ιερέας το 130 μ.Χ. Από την θέσι του τώρα αυτή, από το θείο αυτό αξίωμα της Ιερωσύνης, ανέλαβε τον μεγάλον αγώνα, αφ’ ενός ν’ ανοίξη τα μάτια του κόσμου και να δουν τον κίνδυνον από την ειδωλολατρικήν πλάνην και αφ’ ετέρου ν’ αγιάζη με τα μυστήρια τους πιστούς και να τους οδηγή στην τελειότητα. Μπροστά σε Χριστιανούς και ειδωλολάτρες, άρχισε τα φλογερά χριστιανικά κηρύγματά του. Καίτοι σ’ όλη του τη μακρά ζωή — έζησε 113 χρόνια — έγιναν πολλοί διωγμοί των Χριστιανών και αυτός ποθούσε το μαρτύριο, και δεν ελάμβανε κανένα μέτρο, εν τούτοις επέζησε, διότι ο Θεός τον εφύλαττε γι’ αργότερα. Εμαρτύρησε το 202 μ.Χ. γαλήνιος μπροστά στον οργισμένο άρχοντα.
Τότε αυτοκράτορας στη Ρώμη ήτανε ένας ασεβής και χριστιανομάχος, ο Σεβήρος (193-211 μ.Χ.). Ο αυτοκράτορας αυτός και τα γράμματα αγαπούσε και τις τέχνες υποστήριζε και λαμπρές υπηρεσίες στη νομοθεσία προσέφερε. Μένει όμως εις αίσχος και εντροπήν του το ότι, όχι μόνο τον Χριστιανισμό δεν μπόρεσε να εννοήση, αλλά και τους Χριστιανούς σκληρά τους κατεδίωξε. Είχε κηρύξει φοβερό διωγμό εναντίον των Χριστιανών. Σε όλες τις μεγάλες πόλεις είχε διορίσει ηγεμόνες ειδωλολάτρες και είχε δώσει αυστηρές διαταγές. Όποιος ήτανε Χριστιανός, όποιος καταφρονούσε τα είδωλα, όποιος δεν ακολουθούσε τις διαταγές του, τον περίμεναν σκληρά βασανιστήρια και φρικτός θάνατος. Ηγεμόνας στην περιοχή εκείνη της Μαγνησίας, που ζούσε ο Άγιος Χαράλαμπος, ήτανε τότε ένας κακόψυχος και θηριόψυχος, Λουκιανός ονομαζόμενος. Αυτός σκόρπιζε γύρω του την απειλή και την φοβέρα. Μόλις μάθαινε, ότι σε κάποια πόλι ή επαρχία υπήρχαν Χριστιανοί και ότι καταφρονούσαν τα είδωλα, έτρεχε εκεί μανιασμένος. Μάζευε τους Χριστιανούς και τους φυλάκιζε. Έπειτα άρχιζαν τα βασανιστήρια. Πλημμύριζαν με το αγνό τους αίμα οι πλατείες, οι χώροι συγκεντρώσεων, τα στάδια και οι δρόμοι. Όταν έμαθε ο ηγεμόνας Λουκιανός την χριστιανική δραστηριότητα του Ιερέως Χαραλάμπους, ωργίσθηκε πολύ. Έξαλλος από το κακό του, έστειλε στρατιώτες στην Μαγνησία να τον συλλάβουν και να τον φέρουνε μπροστά του. Πράγματι οι απεσταλμένοι του Λουκιανού φέρανε σιδηροδέσμιο τον γέροντα κληρικό μπροστά στον ηγεμόνα. Ήτανε τότε υπέργηρος. Εκατόν δέκα τριών (113) ετών.
Ο ηγεμόνας τον κοίταξε με βλοσυρό και άγριο βλέμμα, και τον ρώτησε απειλητικά:
— Γιατί, Γέροντα, καταφρονείς και παραβαίνεις τις βασιλικές διαταγές; Και γιατί μιλάς εναντίον των θεών μας;
— Εγώ, του απήντησε ο Άγιος, υπακούω και υποτάσσομαι στον Βασιλέα των Ουρανών, τον Χριστόν μου. Γονατίζω ευλαβικά στα δικά Του προστάγματα, γιατί ξέρω πως είναι ποτισμένα με δικαιοσύνη, με αγάπη και σωτηρία της ψυχής. Ο δικός σας βασιλεύς διατάζει παράλογα πράγματα. Σας προστάζει να προσκυνάτε Θεούς αναίσθητους, νεκρά στοιχεία, είδωλα άψυχα. Σας νεκρώνει την ζωή και σας σκοτώνει την ψυχή. Ο ιδικός μου Βασιλεύς, ο Χριστός, μας οδηγεί στην λύτρωσι, στην αιωνία ζωή. Όποιος ζητήση με θερμή προσευχή και πίστι την δύναμίν Του, γίνεται και αυτός ισχυρός. Με την δύναμί Του γίνεται δυνατός. Με την δύναμί Του, εξαφανίζονται οι αρρώστειες και συντρίβονται οι δαίμονες...
— Φθάνει, Γέροντα... αρκετά! Δεν έχω όρεξι ν’ ακούω τις ανοησίες σου. Το κήρυγμά σου, κράτησέ το για άλλους. Εγώ ένα έχω να σου πω. Κι’ αυτό είναι το συμφέρον σου. Προσκύνα τα είδωλα, γιατί έτσι μονάχα θα μπορέσης να γλυτώσης τα βασανιστήρια, που σε περιμένουν... Τ’ ακούς, ξεροκέφαλε;
Ο Άγιος χαμογέλασε και του είπε:
— Κακώς νόμισες, ότι έναν ιερέα του Χριστού θα τον τρομάξουνε οι φοβέρες για βάσανα και θάνατο. Εγώ έπρεπε να είχα κοιμηθή προ πολλού. Και εάν με θανατώσης, θα μου δώσης εκείνο, που περιμένω. Άλλωστε ημείς οι Χριστιανοί τα βάσανα και το θάνατο δεν τα αποφεύγομε, αλλά τα θέλουμε και τα ποθούμε. Γιατί ημείς είμεθα εξοικειωμένοι με τους αγώνες και τους πολέμους και όπως οι γενναίοι στρατιώτες, δεν επιθυμούμε τον ήσυχο θάνατο της κλίνης, αλλά τον δοξασμένο της μάχης.
— Είσαι γέροντας και λυπούμαι τα γεράματά σου, να σε βάλω σε βασανιστήρια, είπε ο Λουκιανός.
— Ας είμαι γέροντας. Μη με λυπάσαι καθόλου. Αλλά να μάθης, ότι στους ιδικούς μας αγώνας το παν είναι η ψυχή. Αυτή δεν γηράσκει με την ηλικία. Αμφιβάλλεις, Έπαρχε, γι’ αυτό; Δοκίμασε. Και θα δης, ότι οι δήμιοί σου θα κουρασθούνε και ο ιερεύς Χαράλαμπος, με την χάριν του Χριστού, δεν θα τους πη να τον λυπηθούνε. Άλλωστε, χωρίς στερήσεις, χωρίς υπομονή και χωρίς βάσανα, πως θα κερδίσουμε την Βασιλεία των Ουρανών; Αυτά, άρχοντά μου, τα βάσανα, μας ανοίγουν τις πόρτες της αιωνίου ευτυχίας. Υπάρχει καλλύτερο από τα βάσανα; Αυτά μας φέρνουνε κοντά στον Χριστό μας. Γιατί, λοιπόν, να τ’ αποφεύγουμε; Έπειτα όλα αυτά περνούν τόσο γρήγορα!
Τον γδέρνουν!
Έπειτα από την σταθερή αυτή απάντησι το συμβούλιο των αρχόντων τα έχασε. Του φέρανε όμως μπροστά του όλα τα σύνεργα των βασανιστηρίων, για να τον φοβίσουν και για να τον κλονίσουν. Του τα δείξανε ένα προς ένα. Του είπανε, πώς σχίζονται με αυτά οι σάρκες, πώς τσακίζονται τα κόκκαλα και πώς βγαίνουν τα νύχια. Ο Άγιος τα κοίταζε με αδιαφορία και απάθεια.
— Ξεροκέφαλε, του λέγει ο Έπαρχος, μη σκέφτεσαι καθόλου. Θυσίασε στους μεγάλους θεούς μας. Το καταλαβαίνεις;
— Αυτό, τους αποκρίθηκε, δεν θα γίνη ποτέ. Δεν είμαι ανόητος να ζητώ την καταστροφή μου. Δεν πουλάω την ψυχή μου στον Σατανά. Μια ζωή ολόκληρη προσφέρω θυσία στο Χριστό και τώρα να την προσφέρω στο Σατανά; Θεός φυλάξοι!
Από τα λόγια του αυτά οι άρχοντες των ειδωλολατρών αγριέψανε και γίνανε θηρία. Τον γύμνωσαν αμέσως, του πετάξανε καταγής την ιερή στολή του και αρχίσανε το απάνθρωπο γδάρσιμο. Αρχίσανε από την κεφαλήν και κόβανε και χωρίζανε το δέρμα από τις σάρκες. Ο πόνος ήτανε φοβερός, τρομερός, αβάστακτος. Ο Άγιος όμως σφίγγει τα δόντια του. Κρατάει γερά. Προσεύχεται και λέγει:
— Θεέ μου, Σε ευχαριστώ, διότι μου έκανες την μεγάλην τιμήν και μου έδωσες την περιπόθητη ευκαιρία να καταταγώ μεταξύ των Μαρτύρων. Θεέ μου βοήθησέ με. Δος μου υπομονή να μείνω πιστός. Σας ευχαριστώ και σας, παιδιά μου, που μου βασανίζετε το σώμα. Μ’ αυτό, που κάνετε, μου χαρίζετε την ευτυχία της ψυχής και την ατελείωτη χαρά της Βασιλείας του Θεού.