Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου 2012

Ο Άγιος Χαράλαμπος, ο ιερεύς της Μαγνησίας


Ο Άγιος Χαράλαμπος ο Ιερομάρτυς και θαυματουργός, γεννήθηκε στην Μαγνησία το 90 μ.Χ. περίπου και μαρτύρησε στα χρόνια των μεγάλων διωγμών της Χριστιανοσύνης. Η Μαγνησία αυτή κατά πάσαν πιθανότητα ήτανε στη Θεσσαλία. Τα ερείπιά της σώζονται ακόμη κοντά στο χωριό που λέγεται «Μηλιές». Είχε το ευτύχημα να γεννηθή από γονείς ευσεβείς χριστιανούς που κρατούσανε την πίστι τους στο Χριστό με κίνδυνο της ζωής τους στους δύσκολους, αλλά ηρωικούς εκείνους χρόνους των διωγμών.
Στην Μαγνησία έζησε όλη του την ζωή ο Άγιος Χαράλαμπος. Εκεί σαν νέος, ήτανε φωτεινό παράδειγμα συνετής ζωής. Αργότερα η πίστις του στο Χριστό έγινε πιο φλογερή και η επιθυμία του να βοηθήση τους Χριστιανούς και τους ειδωλολάτρες, να σωθούνε, πιο μεγάλη. Δεν μπορούσε να ησυχάση, όταν σκεπτότανε, ότι υπάρχουν άνθρωποι μακρυά από το Χριστό, που δεν ξέρουν ποιος είναι ο προορισμός τους και γιατί ζουν εδώ στη γη.
Είναι κρίμα, έλεγε, είναι τρομερό, είναι αδιανόητο να ζούνε οι άνθρωποι στην πλάνη της ειδωλολατρείας και να πάνε κατόπιν στην Κόλασι.
Αφιερώθηκε, λοιπόν, εις την υπηρεσία του Χριστού. Έγινε ιερέας το 130 μ.Χ. Από την θέσι του τώρα αυτή, από το θείο αυτό αξίωμα της Ιερωσύνης, ανέλαβε τον μεγάλον αγώνα, αφ’ ενός ν’ ανοί­ξη τα μάτια του κόσμου και να δουν τον κίνδυνον από την ειδωλολατρικήν πλάνην και αφ’ ετέρου ν’ αγιάζη με τα μυστήρια τους πιστούς και να τους οδηγή στην τελειότητα. Μπροστά σε Χριστιανούς και ειδωλολάτρες, άρχισε τα φλογερά χριστιανικά κηρύγματά του. Καίτοι σ’ όλη του τη μακρά ζωή — έζησε 113 χρόνια — έγιναν πολλοί διωγμοί των Χριστιανών και αυτός ποθούσε το μαρτύριο, και δεν ελάμβανε κανένα μέτρο, εν τούτοις επέζησε, διότι ο Θεός τον εφύλαττε γι’ αργότερα. Εμαρτύρησε το 202 μ.Χ. γαλήνιος μπροστά στον οργισμένο άρχοντα.
Τότε αυτοκράτορας στη Ρώμη ήτανε ένας ασεβής και χριστιανομάχος, ο Σεβήρος (193-211 μ.Χ.). Ο αυτοκράτορας αυτός και τα γράμματα αγαπούσε και τις τέχνες υποστήριζε και λαμπρές υπηρεσίες στη νομοθεσία προσέφερε. Μένει όμως εις αίσχος και εντροπήν του το ότι, όχι μόνο τον Χριστιανισμό δεν μπόρεσε να εννοήση, αλλά και τους Χριστιανούς σκληρά τους κατεδίωξε. Είχε κηρύξει φοβερό διωγμό εναντίον των Χριστιανών. Σε όλες τις μεγάλες πόλεις είχε διορίσει ηγεμόνες ειδωλολάτρες και είχε δώσει αυστηρές διαταγές. Όποιος ήτανε Χριστιανός, όποιος καταφρονούσε τα είδωλα, όποιος δεν ακολουθούσε τις διαταγές του, τον περίμεναν σκληρά βασανιστήρια και φρικτός θάνατος. Ηγεμόνας στην περιοχή εκείνη της Μαγνησίας, που ζούσε ο Άγιος Χαράλαμπος, ήτανε τότε ένας κακόψυχος και θηριόψυχος, Λουκιανός ονομαζόμενος. Αυτός σκόρπιζε γύρω του την απειλή και την φοβέρα. Μόλις μάθαινε, ότι σε κάποια πόλι ή επαρχία υπήρχαν Χριστιανοί και ότι καταφρονούσαν τα είδωλα, έτρεχε εκεί μανιασμένος. Μάζευε τους Χριστιανούς και τους φυλάκιζε. Έπειτα άρχιζαν τα βασανιστήρια. Πλημμύριζαν με το αγνό τους αίμα οι πλατείες, οι χώροι συγκεντρώσεων, τα στάδια και οι δρόμοι. Όταν έμαθε ο ηγεμόνας Λουκιανός την χριστιανική δραστηριότητα του Ιερέως Χαραλάμπους, ωργίσθηκε πολύ. Έξαλλος από το κακό του, έστειλε στρατιώτες στην Μαγνησία να τον συλλάβουν και να τον φέρουνε μπροστά του. Πράγματι οι απεσταλμένοι του Λουκιανού φέρανε σιδηροδέσμιο τον γέροντα κληρικό μπροστά στον ηγεμόνα. Ήτανε τότε υπέργηρος. Εκατόν δέκα τριών (113) ετών.
Ο ηγεμόνας τον κοίταξε με βλοσυρό και άγριο βλέμμα, και τον ρώτησε απειλητικά:
— Γιατί, Γέροντα, καταφρονείς και παραβαίνεις τις βασιλικές διαταγές; Και γιατί μιλάς εναντίον των θεών μας;
— Εγώ, του απήντησε ο Άγιος, υπακούω και υποτάσσομαι στον Βασιλέα των Ουρανών, τον Χριστόν μου. Γονατίζω ευλαβικά στα δικά Του προστάγματα, γιατί ξέρω πως είναι ποτισμένα με δικαιοσύνη, με αγάπη και σωτηρία της ψυχής. Ο δικός σας βασιλεύς διατάζει παράλογα πράγματα. Σας προστάζει να προσκυνάτε Θεούς αναίσθητους, νεκρά στοιχεία, είδωλα άψυχα. Σας νεκρώνει την ζωή και σας σκοτώνει την ψυχή. Ο ιδικός μου Βασιλεύς, ο Χριστός, μας οδηγεί στην λύτρωσι, στην αιωνία ζωή. Όποιος ζητήση με θερμή προσευχή και πίστι την δύναμίν Του, γίνεται και αυτός ισχυρός. Με την δύναμί Του γίνεται δυνατός. Με την δύναμί Του, εξαφανίζονται οι αρρώστειες και συντρίβονται οι δαίμονες...
— Φθάνει, Γέροντα... αρκετά! Δεν έχω όρεξι ν’ ακούω τις ανοησίες σου. Το κήρυγμά σου, κράτησέ το για άλλους. Εγώ ένα έχω να σου πω. Κι’ αυτό είναι το συμφέρον σου. Προσκύνα τα είδωλα, γιατί έτσι μονάχα θα μπορέσης να γλυτώσης τα βασανιστήρια, που σε περιμένουν... Τ’ ακούς, ξεροκέφαλε;
Ο Άγιος χαμογέλασε και του είπε:
— Κακώς νόμισες, ότι έναν ιερέα του Χριστού θα τον τρομάξουνε οι φοβέρες για βάσανα και θάνατο. Εγώ έπρεπε να είχα κοιμηθή προ πολλού. Και εάν με θανατώσης, θα μου δώσης εκείνο, που περιμένω. Άλλωστε ημείς οι Χριστιανοί τα βάσανα και το θάνατο δεν τα αποφεύγομε, αλλά τα θέλουμε και τα ποθούμε. Γιατί ημείς είμεθα εξοικειωμένοι με τους αγώνες και τους πολέμους και όπως οι γενναίοι στρατιώτες, δεν επιθυμούμε τον ήσυχο θάνατο της κλίνης, αλλά τον δοξασμένο της μάχης.
— Είσαι γέροντας και λυπούμαι τα γεράματά σου, να σε βάλω σε βασανιστήρια, είπε ο Λουκιανός.
— Ας είμαι γέροντας. Μη με λυπάσαι καθόλου. Αλλά να μάθης, ότι στους ιδικούς μας αγώνας το παν είναι η ψυχή. Αυτή δεν γηράσκει με την ηλικία. Αμφιβάλλεις, Έπαρχε, γι’ αυτό; Δοκίμασε. Και θα δης, ότι οι δήμιοί σου θα κουρασθούνε και ο ιερεύς Χαράλαμπος, με την χάριν του Χριστού, δεν θα τους πη να τον λυπηθούνε. Άλλωστε, χωρίς στερήσεις, χωρίς υπομονή και χωρίς βάσανα, πως θα κερδίσουμε την Βασιλεία των Ουρανών; Αυτά, άρχοντά μου, τα βάσανα, μας ανοίγουν τις πόρτες της αιωνίου ευτυχίας. Υπάρχει καλλύτερο από τα βάσανα; Αυτά μας φέρνουνε κοντά στον Χριστό μας. Γιατί, λοιπόν, να τ’ αποφεύγουμε; Έπειτα όλα αυτά περνούν τόσο γρήγορα!
Τον γδέρνουν!
Έπειτα από την σταθερή αυτή απάντησι το συμβούλιο των αρχόντων τα έχασε. Του φέρανε όμως μπροστά του όλα τα σύνεργα των βασανιστηρίων, για να τον φοβίσουν και για να τον κλονίσουν. Του τα δείξανε ένα προς ένα. Του είπανε, πώς σχίζονται με αυτά οι σάρκες, πώς τσακίζονται τα κόκκαλα και πώς βγαίνουν τα νύχια. Ο Άγιος τα κοίταζε με αδιαφορία και απάθεια.
— Ξεροκέφαλε, του λέγει ο Έπαρχος, μη σκέ­φτεσαι καθόλου. Θυσίασε στους μεγάλους θεούς μας. Το καταλαβαίνεις;
— Αυτό, τους αποκρίθηκε, δεν θα γίνη ποτέ. Δεν είμαι ανόητος να ζητώ την καταστροφή μου. Δεν πουλάω την ψυχή μου στον Σατανά. Μια ζωή ολόκληρη προσφέρω θυσία στο Χριστό και τώρα να την προσφέρω στο Σατανά; Θεός φυλάξοι!
Από τα λόγια του αυτά οι άρχοντες των ειδωλολατρών αγριέψανε και γίνανε θηρία. Τον γύμνωσαν αμέσως, του πετάξανε καταγής την ιερή στολή του και αρχίσανε το απάνθρωπο γδάρσιμο. Αρχίσανε από την κεφαλήν και κόβανε και χωρίζανε το δέρμα από τις σάρκες. Ο πόνος ήτανε φοβερός, τρομερός, αβάστακτος. Ο Άγιος όμως σφίγγει τα δόντια του. Κρατάει γερά. Προσεύχεται και λέγει:
— Θεέ μου, Σε ευχαριστώ, διότι μου έκανες την μεγάλην τιμήν και μου έδωσες την περιπόθητη ευκαιρία να καταταγώ μεταξύ των Μαρτύρων. Θεέ μου βοήθησέ με. Δος μου υπομονή να μείνω πιστός. Σας ευχαριστώ και σας, παιδιά μου, που μου βασανίζετε το σώμα. Μ’ αυτό, που κάνετε, μου χαρίζετε την ευτυχία της ψυχής και την ατελείωτη χαρά της Βασιλείας του Θεού.


Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2012

O Άγιος Νικηφόρος

NΙΚΗΦΟΡΟΣ: ο κρατών και διδών τη νίκη, ο νικητής, ο τροπαιοφόρος.
O Άγιος Νικηφόρος έζησε επί αυτοκρατορίας Βαλεριανού και Γαληνού, όπου συνδεόταν στενά με κάποιον ιερέα που ονομαζόταν Σαπρίκιος, ο οποίος έτρεφε μεγάλο μίσος κατά του Αγίου Νικηφόρου διότι είχε πιστέψει τα λόγια κάποιου συκοφάντη. O Άγιος Νικηφόρος ζητούσε επανειλημμένα από αυτόν τον ιερέα να του πει τον λόγο και να τον συγχωρέσει, όμως μάταια. Όταν το 257 μ.Χ. ξέσπασε μεγάλος διωγμός κατά των Χριστιανών, συνελήφθησαν πολλοί Επίσκοποι και ιερείς μεταξύ των οποίων και ο Σαπρίκιος.
Όταν ο Άγιος Νικηφόρος είδε μεταξύ των συλληφθέντων και τον Σαπρίκιο, έτρεξε και έπεσε στο πόδια του και τον παρακαλεσε με δάκρυα να τον συγχωρήσει. O Σαπρίκιος όμως και πάλι αρνήθηκε. Μετά το μαστίγωμα που δέχτηκε ο Άγιος Νικηφόρος τον πλησίασε ξανά, ασπάστηκε τις πληγές του και του ζήτησε να του δώσει έστω και τώρα, τελευταία στιγμή την ευλογία του. O Σαπρίκιος και πάλι αρνήθηκε, και τη στιγμή εκείνη τον πήραν για να τον αποκεφαλίσουν. Η άρνηση και η αδιαλλαξία του Σαπρίκιου, τον έκαναν να νιώθει ανάξιος στο Μάτια του Θεού. Χωρίς πλέον την δύναμη του Θεού, δεν άντεξε τα βασανιστήρια και την ώρα του αποκεφαλισμού λύγισε και ζήτησε να θυσιάσει στα είδωλα. Μόλις το άκουσε αυτό ο Άγιος Νικηφόρος, έτρεξε και τον παρακάλεσε να αλλάξει την απόφασή του. Τότε οι δίμιοι εκνευρισμένοι, αποκεφάλισαν τον Άγιο Νικηφόρο με αποτέλεσμα ο Θεός να του χαρίσει το αμαράντινο στεφάνι του μαρτυρίου, ενώ ο Σαπρίκιος "πήρε το στίγμα της ατιμίας".

Απολυτίκιο:
Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἀγάπη τοῦ Κτίσαντος, καταυγασθεῖς τὴν ψυχήν, τοῦ νόμου τῆς χάριτος, ἐκπληρωτῆς ἀκριβής, ἐμφρόνως γεγένησαι, ὅθεν καὶ τὸν πλησίον, ὡς σαυτὸν ἀγαπήσας, ἤθλησας Νικηφόρε, καὶ τὸν ὄφιν καθεῖλες, ἐντεῦθεν ἐν ὁμονοίᾳ, ἠμᾶς διατήρησαν.

Τετάρτη 8 Φεβρουαρίου 2012

O Άγιος Θεόδωρος

ΘΕΟΔΩΡΟΣ: το δώρο του Θεού.

O Άγιος Θεόδωρος ο Στρατηλάτης καταγόταν από τα Συχάιτα της Γαλατίας και κατοικούσε στην Ηράκλεια του Ευξείνου Πόντου. Ήταν, ευσεβής Χριστιανός και στρατιωτικός στο επάγγελμα, όπου διακρινόταν για την γενναιότητά του και αυτός ήταν ο λόγος που ανέβηκε γρήγορα στους υψηλότερους βαθμούς της στρατιωτικής ιεραρχίας. Όταν το 320 μ.Χ. ο Λικίνιος βρισκόταν στη Νικομήδεια, άκουσε για τον Άγιο Θεόδωρο ότι είναι Χριστιανός και απεχθάνετε τα είδωλα. Τότε, αμέσως έστειλε στην Ηράκλεια ανώτερους αξιωματούχους, για να τον συνοδεύσουν με τιμή στη Νικομήδεια. Αλλά, ο Άγιος Θεόδωρος είπε στον Λικίνιο μεσω των απεσταλμένων του, ότι ο λόγος που βρίσκεται στην Ηράκλεια είναι συμαντικός και ότι τον προτρέπει να μεταβεί κι αυτός εκεί. Ο Λικίνιος δέχτηκε την πρόταση και πήγε στην Ηράκλεια, όπου τον υποδέχτηκε εκεί ο Άγιος Θεοδώρος. Ο Λικίνιος πήγε εκεί με σκοπό να αλλάξει την πίστη του Αγίου και με απώτερο σκοπό να προσελκύσει κι αυτός πολλούς Χριστιανούς (αν άλλαζε πίστη) στην θρησκεία των ειδώλων. Κάποια ημέρα, ενώπιον του λαού, ο Λικίνιος προέτρεψε τον Άγιο Θεόδωρο να θυσιάσει στα είδωλα. Ο Άγιος όμως αρνήθηκε και ζήτησε να του δοθούν τα χρυσά και αργυρά αγαλματίδια των θεών, για να προσφέρει αυτά θυσία στο σπίτι του ιδιωτικά και μετά να προσφέρει δημόσια τις θυσίες. Πράγματι, ο Άγιος Θεόδωρος πήρε τα αγαλματίδια τα οποία κομμάτιασε και μοίρασε τα χρυσά και αργυρά κομμάτια στους φτωχούς. Ο εκατόνταρχος Μαξέντιος είδε την κεφαλή της θεάς Αφροδίτης στα χέρια ενός φτωχού και κατέδωσε το γεγονός στον Λικίνιο, ο οποίος θεώρησε και κατηγόρησε τον Άγιο Θεόδωρο ως εμπαίκτη και καταφρονητή των ειδώλων. Για τον λόγο αυτό τον συνέλαβαν και άρχισαν να τον βασανίζουν. Τον χτυπούσαν, τον έκαιγαν και του έγδερναν το σώμα. Στην συνέχεια, οι δήμιοι τον σταύρωσαν και διαπέρασαν τα πόδια, τα χέρια και τα κρυφά μέλη του διά περόνης, τόξευσαν το πρόσωπό του με τέτοιο τρόπο ώστε να εκχυθούν τα μάτια του και τον άφησαν επάνω στον σταυρό. Ο Λικίνιος, φοβούμενος την οργή του κόσμου, διέταξε να τον αποκεφαλίσουν. Έτσι, Μαρτυρικά, ο Άγιος Θεόδωρος ο Στρατηλάτης παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο.

Απολυτίκιο:
Ἦχος δ'. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Στρατολογία ἀληθεῖ Ἀθλοφόρε, τοῦ οὐρανίου στρατηγὸς βασιλέως, περικαλλὴς γεγένησαι Θεόδωρε, ὄπλοις γὰρ τῆς πίστεως, παρετάξω ἐμφρόνως, καὶ κατεξωλόθρευσας, τῶν δαιμόνων τὰ στίφη, καὶ νικηφόρος ὤφθης Ἀθλητής, ὅθεν σὲ πίστει, ἀεὶ μακαρίζαμεν.

Τρίτη 7 Φεβρουαρίου 2012

Ἁγιολόγιον 07 Φεβρουαρίου

Ὁ Ὅσιος Παρθένιος, ἐπίσκοπος Λαµψάκου
Ἦταν γιὸς τοῦ διακόνου Χριστόφορου, ἀπὸ κάποια κωµόπολη τῆς Βιθυνίας. Ἔζησε ἐπὶ Μ. Κων/νου (318). Ὁ εὐσεβὴς πατέρας του τοῦ δίδαξε τὴν ὀρθόδοξη πίστη καὶ τὴν ἀγάπη στὰ καλὰ ἔργα. Ἀφοῦ πῆρε ἀρκετὴ γραµµατικὴ µόρφωση, ἔγινε µοναχὸς καὶ ἡ ζωή του ἀφιερώθηκε στὴν προσευχή, στὴ µελέτη τοῦ Εὐαγγελίου καὶ στὴν ἐργασία. Τοῦ ἄρεσε ἰδιαίτερα νὰ ψαρεύει στὴ λίµνη ποὺ ἦταν κοντὰ στὸ µοναστήρι. Μάλιστα τὰ ψάρια ποὺ ψάρευε, ἢ τὰ ἔδινε ἀπ᾿ εὐθείας στοὺς φτωχοὺς ἢ τὰ πουλοῦσε καὶ τοὺς ἔδινε τὰ χρήµατα. Ἐντύπωση κάνει ὅτι µὲ τὰ λόγια του παρηγοροῦσε καὶ ἀνέπαυε πολλοὺς θλιµµένους ἀνθρώπους. Σιγὰ-σιγὰ ὁ Παρθένιος καρποφόρησε περισσότερο καὶ ἀφοσιώθηκε συστηµατικότερα στὸ κήρυγµα τοῦ θείου λόγου. Τὴ διακονία του αὐτὴ πρόσεξε ὁ ἐπίσκοπος Μελιτοπόλεως καὶ τὸν χειροτόνησε Ἱερέα. Ἀργότερα, ὁ Μητροπολίτης Κυζίκου Ἀσχόλιος τὸν κατέστησε ἐπίσκοπο Λαµψάκου. Ἡ πλειοψηφία τῶν Λαµψακινῶν ἦταν τότε εἰδωλολάτρες. Ἀπό λόγια δὲν ἔπαιρναν καθόλου. Τότε, ὁ Ὅσιος βάζει σὲ ἐνέργεια τὸ λόγο τοῦ Κυρίου µας: «Οὕτω λαµψατω τὸ φῶς ὑµῶν ἔµπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑµῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσιν τὸν πατέρα ὑµῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς». Ἔτσι, δηλαδή, ἂς λάµψει τὸ φῶς τῆς ἀρετῆς σας µπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους, γιὰ νὰ δοῦν τὰ καλά σας ἔργα καὶ νὰ δοξάσουν τὸν οὐράνιο Πατέρα σας. Πράγµατι, ὁ Παρθένιος µὲ τὰ ἐνάρετα ἔργα του κατάφερε νὰ φέρει τοὺς περισσότερους εἰδωλολάτρες στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικά. Ἡ Λάµψακος, ἀρχαία πόλη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας στὸν Ἑλλήσποντο, ἦταν ἀπέναντι ἀπὸ τὴν Θρακικὴ Χερσόνησο τῆς Καλλιπόλεως, ἀρχαίας ἐπίσης πόλης τῆς Καρδίας, ἀπὸ τὴν ὁποία ἀπεῖχε γύρω στὰ 4 χιλιόµετρα, καὶ 8 χλµ. ἀπὸ τὴν σηµερινὴ Καλλίπολη, ποὺ βρίσκεται κοντὰ στὴν ἀρχαία Καρδία.

Ὁ Ὅσιος Λουκᾶς ὁ ἐν Στειρίῳ ὄρει ἄσκησας
Γεννήθηκε τὸ καλοκαῖρι τοῦ 896 ἀπὸ τὸν Στέφανο καὶ τὴν Εὐφροσύνη. Καταγόταν ἀπὸ τὴν Αἴγινα, ἀλλὰ ἡ οἰκογένειά του µετακόµισε στὴ Φωκίδα. Ἐκεῖ ἀγόρασαν χωράφια καὶ ἔβοσκαν ζῷα. Καὶ τὸ παιδάκι τους, ἀφοῦ φοίτησε στὸ σχολεῖο, τὸ χρησιµοποίησαν στὴ φύλαξη τῶν ζῴων τους. Ὁ µικρὸς Λουκᾶς, ἐνῷ ἔβοσκε τὰ ζῷα, συγχρόνως ἐντρυφοῦσε καὶ σὲ κάποιο θρησκευτικὸ βιβλίο. Ἀπὸ τότε καρδιὰ συµπονετικὴ καὶ εὐεργετικὴ ὁ Λουκᾶς, ὅταν περνοῦσαν ἀπὸ τὴν βοσκή του παιδάκια φτωχὰ καὶ τοῦ ζητοῦσαν λίγο ψωµί, ἐκεῖνος τοὺς ἔδινε καὶ τὸ προσφάγι του. Ὅταν πέθανε ὁ πατέρας του, συγκινητικότατη ἦταν ἡ φροντίδα του γιὰ τὴν παρηγοριὰ τῆς µητέρας του. Ὅταν δὲ πέθανε καὶ αὐτή, τότε µοίρασε ὅλα τὰ ὑπάρχοντά τους στοὺς φτωχοὺς καὶ ἔστησε µία καλύβα στοὺς πρόποδες ἑνὸς βουνοῦ κοντὰ στὴ θάλασσα. Ὅταν ὅµως εἰσέβαλαν οἱ Βούλγαροι στὴν κεντρικὴ Ἑλλάδα, ὁ Λουκᾶς κατέφυγε στὴν Πελοπόννησο. Ἐπανῆλθε στὴ Φωκίδα τὸ 927 καὶ ἐγκαταστάθηκε ὁριστικὰ στὸ ὄρος Στείριον (Στείρι) κοντὰ στὴν ὁµώνυµη σηµερινὴ Κοινότητα τῆς ἐπαρχίας Λεβαδείας. Ἐκεῖ µὲ ἄλλους µοναχοὺς ἔκτισε Μονή, καὶ ἡ µεγάλη του πνευµατικότητα τὸν ἔκανε ν᾿ ἀποκτήσει φήµη Ἁγίου σ᾿ ὅλη τὴν περιοχή. Πέθανε στὶς 7 Φεβρουαρίου τοῦ 953.

Οἱ Ἅγιοι 1003 Μάρτυρες ποὺ µαρτύρησαν στὴ Νικοµήδεια
Ἀπὸ χίλιους τρεῖς ἀποτελεῖτο µία διαδήλωση χριστιανικῶν οἰκογενειῶν, ποὺ πήγαιναν νὰ διαµαρτυρηθοῦν στὴ Νικοµήδεια, ἐκεῖ ποὺ ἕδρευε ὁ αὐτοκράτορας Διοκλητιανός, ὅταν αὐτός, µὲ ἀλλεπάλληλα διατάγµατά του, αὔξησε τὶς διώξεις κατὰ τῶν χριστιανῶν. Διατάχθηκαν λοιπὸν νὰ ἀρνηθοῦν τὸν Χριστό. Ἐκεῖνοι ὕψωσαν τὶς ὁµολογίες τους. Τοὺς ἀπείλησαν µὲ ὑψωµένα τὰ ξίφη. Δὲν πτοήθηκαν, οὔτε οἱ ἄνδρες, οὔτε οἱ γυναῖκες, οὔτε οἱ ἔφηβοι καὶ οἱ νεανίδες. Τότε τοὺς κατέκοψαν τὰ ὄργανα τοῦ διώκτη, ἐνῷ ἐκεῖνοι, µέχρι καὶ τοῦ τελευταίου, συνέχιζαν τὶς ὑµνολογίες τους πρὸς τὸν Σωτῆρα τους καὶ Θεό τους.

Οἱ Ἅγιοι ἑξ Μάρτυρες καταγόµενοι ἀπὸ τὴν Φρυγία
Μαρτύρησαν διὰ πυρός.

Ὁ Ἅγιος Ἀπρίων (ἢ Εὐπρίων) ἐπίσκοπος Κύπρου
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

Ὁ Ὅσιος Πέτρος ὁ ἐν Μονεβάτοις ἀγωνισάµενος

Ὁ Ἅγιος Θεόπεµπτος καὶ ἡ συνοδεία του

Ὁ Ὅσιος Σαραπίων
Ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστές. Ἀναφέρεται στὸν Πατµιακὸ Κώδικα 266 ὡς ἑξῆς: «τῇ αὐτῇ ἡµέρᾳ, τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡµῶν Σαραπίωνος τῆς Κύπρου». Ἴσως νὰ εἶναι ὁ ἴδιος µε τὸν Ἅγιο Ἀπρίων, ποὺ ἀναφέρθηκε πιὸ πάνω καὶ συγχέεται τὸ ὄνοµά τους.

Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ὁ Κρητικός
Ὁ νεοµάρτυρας αὐτὸς τῆς πίστης µας, γεννήθηκε στὶς 24 Μαΐου 1846 στὸ χωριὸ Ἀλικιανοῦ της ἐπαρχίας Κυδωνιᾶς Κρήτης. Ὁ πατέρας του ἦταν Ἱερέας καὶ ὀνοµαζόταν Νικόλαος Δεβόλης, ἡ δὲ µητέρα του Αἰκατερίνα. Κατὰ τὴν ἐπανάσταση ποὺ ἔγινε στὴν Κρήτη τὸ 1866, ὁ Γεώργιος συνελήφθη ἀπὸ τοὺς Τούρκους µαζὶ µὲ ἄλλους ἐπαναστάτες. Καὶ µὲ κάθε µέσο προσπαθοῦσαν νὰ τὸν κάνουν νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ ἀσπασθεῖ τὸν µουσουλµανισµὸ γιὰ νὰ σώσει τὴν ζωή του. Ἀλλ᾿ ὁ Γεώργιος, παρ᾿ ὅλες τὶς ἀπειλὲς καὶ τὰ φρικτὰ βασανιστήρια, ἔµεινε σταθερὸς στὴ χριστιανική του πίστη καὶ ἔτσι τὸν ἀποκεφάλισαν τὸ 1867, δεχόµενος τὸ στεφάνι τοῦ µαρτυρίου. Ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου αὐτοῦ ἔγραψε ὁ ὑµνογράφος Γεράσιµος Μικραγιαννανίτης.

Κυριακή 5 Φεβρουαρίου 2012

Ἁγιολόγιον 06 Φεβρουαρίου

Ὁ Ὅσιος Βουκόλος, Ἐπίσκοπος Σµύρνης
Ὁ Ὅσιος Βουκόλος τιµᾶται σὰν ὁ πρῶτος ἐπίσκοπος τῆς Σµύρνης, ποὺ ἐκλέχθηκε καὶ ἐγκαταστάθηκε ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸ Θεολόγο, ὅταν αὐτὸς πῆγε στὴν Ἔφεσο καὶ εἶχε τὴν ἐπιστασία τῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Στὴ διακονία του αὐτή, ὁ ζηλωτὴς αὐτὸς Ἱεράρχης, ὑπηρέτησε µὲ ὅλη τὴν εὐσυνειδησία, τὴν θερµότητα καὶ τὴν αὐταπάρνηση τῶν ἡρωικῶν καὶ µαρτυρικῶν ἐκείνων χρόνων. Ὑπῆρξε πραγµατικὸς πατέρας πρὸς τοὺς χριστιανούς του καὶ στὴ διδασκαλία καὶ στὴν ὑπεράσπισή τους, ὅταν κινδύνευαν ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς τοῦ Εὐαγγελίου. Πρὸς δὲ τὰ εἰδωλολατρικὰ πλήθη, συµπεριφερόταν µὲ θαυµάσια σύνεση καὶ ἀγάπη, προσέχοντας µὲν νὰ µὴν τὰ ἐρεθίζει, ἀλλὰ καὶ προσπαθώντας µὲ ὅλη του τὴν τέχνη, νὰ ἑλκύει πολλοὺς ἀπ΄ αὐτοὺς στὴ χριστιανικὴ πίστη. Οἱ πρὸς τιµήν του ἐκκλησιαστικοὶ ὕµνοι τονίζουν τὴν εἰλικρινὴ πίστη του, τὴν ἀνυπόκριτη ἀγάπη του, τὴν καθαρότητα τοῦ νοῦ του καὶ τὸ ὕψος τῆς ταπείνωσής του. Θεωροῦν µάλιστα ὅτι ὁ Ἅγιος Βουκόλος ὑπέδειξε διάδοχό του τὸν ἱερὸ Πολύκαρπο.

Ὁ Ἅγιος Ἰουλιανὸς ὁ ἐν Ἐµέσῃ
Μαρτύρησε στὰ τέλη τοῦ τρίτου αἰῶνα µετὰ Χριστὸν στὴνἜµεσα (ἢ Ἔµισα), πόλη τῆς Κοίλης Συρίας, ποὺ φέρει σήµερα τὸ ὄνοµα Χάρις. Ὁ Ἰουλιανὸς αὐτός, γιατρὸς στὴν τέχνη, ἂν καὶ ἀσθενής, ἔµαθε ὅτι εἶχαν συλληφθεῖ καὶ καταδικασθεῖ νὰ σπαραχθοῦν ἀπὸ τὰ θηρία ὁ ἐπίσκοπος Ἐµέσης Σιλουανός, ὁ διάκονος Λουκᾶς καὶ ὁ ἀναγνώστης Μώκιος. Σηκώθηκε λοιπόν, καὶ ἔτρεξε νὰ συµµεριστεῖ τὴν τύχη τους. Μόλις ἔφτασε στὸν συγκεκριµένο τόπο, ὅρµησε καὶ τοὺς φίλησε. Οἱ στρατιῶτες τὸν τράβηξαν καὶ τὸν κτύπησαν ἄγρια. Ἡ συνέχεια εἶναι εὐνόητη. Καταδικάστηκε καὶ αὐτὸς σὲ θάνατο, καὶ ἔτσι ἔλαβε τὸ στεφάνι τοῦ µαρτυρίου.

Οἱ Ἅγιοι Φαῦστα, Εὐϊλάσιος καὶ Μάξιµος
Ἡ ἁγία Φαῦστα ἦταν ἀπὸ εὐγενὴ καὶ πλούσια οἰκογένεια τῆς Κυζίκου. Σὲ ἡλικία 13 χρονῶν, ἔµεινε ὀρφανὴ ἀπὸ γονεῖς. Ἀλλὰ οἱ κακοὶ συγγενεῖς καὶ φίλοι δὲν κατόρθωσαν νὰ ἐπηρεάσουν τὴν τρυφερὴ καρδιά της. Ἡ χριστιανικὴ ἀνατροφή, βαθύτατα χαραγµένη στὴν ψυχή της, τὴν ἔκανε νὰ ἀποτροπιάζεται τὰ πλάνα καὶ ἀπατηλὰ λόγια. Τὸ ἔτος 299 µ.Χ. ἡ νεαρὴ Φαῦστα, προσκλήθηκε νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό. Παρουσιάστηκε λοιπὸν µπροστὰ στὸν συγκλητικὸ Εὐϊλάσιο, γέροντα 80 χρονῶν, καὶ ἄφοβη µπροστὰ στὶς ἀπειλές του, ὁµολόγησε µὲ θάῤῥος ὅτι εἶναι καὶ θὰ παραµείνει χριστιανή. Ἀκολούθησαν ἄγρια βασανιστήρια, ποὺ ἡ Φαῦστα τὰ ὑπέµεινε µὲ θαυµαστὴ καρτερία. Κατόπιν τὴν ἔριξαν στὴ φωτιά, ἀπὸ τὴν ὁποία ἡ Ἁγία βγῆκε ἄθικτη. Ὅλα αὐτὰ ἔκαµψαν τὸ εἰδωλολατρικὸ φρόνηµα τοῦ γέροντα Εὐϊλασίου καὶ ὤ! τοῦ θαύµατος ἔγινε χριστιανός. Ἡ εἴδηση αὐτὴ ἐξόργισε τὸν ἔπαρχο Μάξιµο. Προσκάλεσε λοιπὸν τὸν Εὐϊλάσιο καὶ τοῦ ἔκανε παρατήρηση µὲ τὰ πιὸ ὑβριστικὰ λόγια. Ὁ Εὐϊλάσιος ἀτάραχος, διηγήθηκε τὰ γεγονότα µὲ τὴν Φαῦστα. Ἀλλ΄ ὁ Μάξιµος, τυφλωµένος ἀπὸ θυµό, διέταξε καὶ βασάνισαν ἄγρια τὸν γέροντα Εὐϊλάσιο καθὼς καὶ τὴν Φαῦστα. Καὶ οἱ δυό, ὅµως, βγῆκαν νικηφόρα ἀπὸ τὸ καµίνι αὐτῶν τῶν φρικτῶν βασανιστηρίων. Καὶ ὁ Θεὸς ἔκανε καὶ πάλι τὸ θαῦµα του. Ὁ ἔπαρχος ὁµολόγησε καὶ αὐτὸς τὸν Χριστό, ζητῶντας µὲ συντριβὴ συγχώρεση ἀπὸ τὴν νεαρὴ Φαῦστα. Ἡ εἴδηση δὲν ἄργησε νὰ φτάσει στὸν αὐτοκράτορα Διοκλητιανό, ποὺ µὲ διαταγή του θανατώθηκαν καὶ οἱ τρεῖς Ἅγιοι.

Οἱ Ἅγιοι Φαῦστος, Βασίλειος καὶ Σιλουανός
Ἦταν ἀδελφικοὶ φίλοι, νέοι στὴν ἡλικία καὶ µαρτύρησαν διὰ ξίφους.

Ὁ Ἅγιος Φώτιος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
Ἀπὸ τὶς µεγαλύτερες καὶ λαµπρότερες µορφὲς τῆς ἐκκλησιαστικῆς καὶ τῆς παγκόσµιας Ἱστορίας εἶναιὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Φώτιος. Στολίζει τὸν 9ο αἰῶνα, σὰν ὁ ἔξοχωτερος τῶν πρωταγωνιστῶν του. Γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 820 (κατ΄ ἄλλους τὸ 810), ἀπὸ πλούσια καὶ εὐγενικὴ οἰκογένεια. Ἀναδεικνύεται γρήγορα στὰ γράµµατα καὶ τὶς ἐπιστῆµες. Ἦταν µεγαλοφυΐα, πολὺ πλατὺ καὶ θετικὸ µυαλό, καὶ ἡ κρίση, ἡ µνήµη καὶ ἡ πολυµάθειά του προκαλοῦσαν καταπληκτικὴ ἐντύπωση. Ὁ Φώτιος διαπρέπει στὸν πολιτικὸ στίβο, ἀλλὰ ἡ ἀνωµαλία, ποὺ δηµιουργεῖται ἐκεῖνο τὸν
καιρὸ στὸν πατριαρχικὸ θρόνο µὲ τὴν ἀποµάκρυνση τοῦ Ἰγνατίου, γρήγορα τὸν φέρνει - σὰν τὸν καταλληλότερο ἄνθρωπο - στὸ ἐκκλησιαστικὸ πεδίο. Μέσα σὲ ἕξι µέρες παίρνει ὅλους τοὺς βαθµοὺς τῆς Ἱερωσύνης καὶ γίνεται Πατριάρχης τὴν ἡµέρα τῶν Χριστουγέννων τοῦ 857 ἀπὸ τοὺς ἐπισκόπους Συρακουσῶν Γρηγορίου τοῦ Ἀσβεστᾶ, Γορτύνης Βασιλείου καὶ Ἀπαµείας Εὐλαµπίου, διότι ἡ κατάσταση ἔπρεπε νὰ ὀµαλοποιηθεῖ. Ἀπὸ τότε, ἔδωσε πολλοὺς ἀγῶνες ἐντὸς καὶ ἐκτὸς τῶν τειχῶν τῆς Ἐκκλησίας, ἰδιαίτερα κατὰ τῶν παπικῶν. Ἔµεινε στὸν Πατριαρχικὸ θρόνο γιὰ 10 χρόνια, ἐπαύθη τὸ 867 ἀπὸ τὸν Βασίλειο τὸν Μακεδόνα καὶ ἐξορίστηκε στὴ Μονὴ Σκέπης στὰ θρακικὰ παράλια του Βοσπόρου. Ὁ Ἰγνάτιος, ποὺ τὸν διαδέχτηκε, µὲ σύνοδο ποὺ ἔγινε στὸν ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας (869), καθήρεσε καὶ ἀναθεµάτισε ὅλους τοὺς ὀπαδοὺς τοῦ Μ. Φωτίου. Ἀλλὰ µετὰ τὸν θάνατο τοῦ Ἰγνατίου, ἐπανῆλθε γιὰ δεύτερη φορὰ στὸν θρόνο ὁ Μ. Φώτιος (878). Ὅµως, ὁ αὐτοκράτωρ Λέων ὁ σοφός, ποὺ ὑπῆρξε καὶ µαθητής του, κατάφερε νὰ τὸν ἐκδιώξει ἀπὸ τὸ θρόνο (886). Ἔτσι, ὁ Φώτιος θὰ τελειώσει τὴν πολυτάραχη ζωή του στὶς 6 Φεβρουαρίου 891 (κατ΄ ἄλλους τὸ 898), σὲ ἕνα µοναστήρι ποὺ τὸ ὀνόµαζαν τῶν Ἀρµενίων. (Ἡ ἑορτή του καθιερώθηκε ἐπίσηµα µόλις τὸ 1912).

Ὁ Ὅσιος Βαρσανούφιος καὶ Ἰωάννης ὁ µαθητής του
Ἔζησαν τὸν 4ο αἰῶνα µ.Χ. Μεγάλης ἐγκράτειας καὶ ἄσκησης καὶ οἱ δυό τους, ἦταν συγχρόνως στολισµένοι µὲ ἀξιόλογη γνώση τῶν θρησκευτικῶν ζητηµάτων. Γιὰ τὴν ὁδηγία καὶ τὸν φωτισµὸ τῶν πιστῶν, διατύπωσαν µαζὶ πολλὲς ἐρωτήσεις, ποὺ τὶς λύσεις τους ἔγραψε µὲν ὁ ἕνας, ἀλλὰ καὶ ἕνα µέρος ὁ ἄλλος. Τὸ βιβλίο αὐτὸ τυπώθηκε στὴ Βενετία τὸ 1816. Τὸν ὅσιο Ἰωάννη, ποὺ ἐπέζησε τοῦ διδασκάλου του, διέκρινε προφητικὸ χάρισµα, καθὼς καὶ θεραπευτικό. Ὁ Μέγας Θεοδόσιος, ποὺ ἄκουσε γι᾿ αὐτόν, τὸν εἶχε σὲ πολὺ σεβασµὸ καὶ τιµή. Καὶ οἱ δυὸ ἀπεβίωσαν εἰρηνικά.

Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ ἐν Λυκῷ
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ἦταν στὶς ἀρετὲς περιβόητος καὶ τόσο θαυµάσιος, ὥστε ἂν καὶ ἀγωνιζόταν µέσα σὲ µεγάλους Ὁσίους, τοὺς ξεπέρασε µὲ τὴν ἀγγελικὴ πολιτεία του. Αὐτὸς κατοικοῦσε στὰ µέρη τῆς Θηβαΐδας κοντὰ στὴν πόλη Λυκώ. Ἡ Λυκώ ἦταν πόλη τῆς Θηβαΐδας, περιοχὴ τῆς Ἄνω Αἰγύπτου, ποὺ εἶχε πρωτεύουσα τὴν Θήβα. Ὁ Ἰωάννης γνώρισε τὶς περισσότερες παγίδες τοῦ σατανᾶ, ἀλλὰ µὲ τὴν µεγάλη του ἀρετή, ἄσκηση καὶ µὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ τὶς ξεπέρασε. Ὁ Ἰωάννης εἶχε ἀξιωθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὸ χάρισµα νὰ θεραπεύει θαυµατουργικὰ ἀσθένειες. Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

Ὁ Ὅσιος Ἰάκωβος
Γι΄ αὐτόν µας ἀναφέρει ὁ Θεοδώρητος Κύρου, ποὺ τὸν γνώρισε προσωπικά. Καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Κύρου καὶ στὴν ἀρχὴ ἀσκήθηκε µέσα σ΄ ἕνα στενότατο κελί. Ἔπειτα ἀνέβηκε σ΄ ἕνα βουνό, κοντὰ στὴν πόλη Κύρου, ὅπου βάδισε τὸν ἀσκητικὸ δρόµο µὲ αὐστηρότητα. Στὸ ὄνοµα τῆς ἀκτηµοσύνης δὲν ἔκτισε ποτὲ καλύβη. Προσευχόταν στὸ ὕπαιθρο, ὄρθιος καὶ µὲ σιδερένια βάρη ἐπάνω του. Ἡ δὲ νηστεία του ἦταν αὐστηρότατη. Ἔτσι καλὰ ἀφοῦ ἀγωνίστηκε, παρέδωσε εἰρηνικὰ τὴν ψυχή του στὸν Θεό.

Ο Ἅγιος Νικηφόρος

Μαρτύρησε ἀφοῦ τον ἔγδαραν ζωντανό

Ὁ Ἅγιος Ἀµάνδος (Βέλγος)
Λεπτοµέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου τῆς ὀρθοδοξίας, µπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Ἡ ἐν Ὀρθοδοξίᾳ Ἡνωµένη Εὐρώπη», τοῦ Γ.Ε. Πιπεράκη, Ἐκδ. «Ἑπτάλοφος», Ἀθῆναι 1997.

Ερμηνεία της ανθρώπινης διαφορετικότητας

       O άνθρωπος μετά την πτώση, φόρεσε τους δερμάτινους χιτώνες. H ερμηνεία της επενδύσεως του ανθρώπου μοιάζει να έχει αλληγορική σημασία, και να υποδηλώνει την ένδυση με τη φθορά και τη θνητότητα . Λόγω της φθοράς και της θνητότητας, αναπτύσσονται στον άνθρωπο ακατάσχετα πάθη, όπως ο εγωισμός, η φιλαυτία. Τα πάθη αυτά δημιουργούνται είτε από φόβο για τον θάνατο, είτε από την ενστικτώδη ιδιοτέλεια προς απόκτηση ιδιοκτησίας, υλικών αγαθών. Προσπαθεί να αποκτήσει ασφάλεια διαμέσου ανασφαλών μεθόδων, με την δημιουργία ιδιαιτεροτήτων όπως γλώσσα, φυλή, έθνος, πολιτιστική ταυτότητα. Αν ανατρέξουμε σε χώρες που μαστίζει η φτώχεια και η εγκληματικότητα, το ίδιο παράδειγμα θα μας γίνει πιο αισθητό με την δημιουργία μικρών κακοποιών ομάδων από νέους, οι οποίοι μέσα στην ανασφάλεια, ψάχνουν μια ταυτότητα ισχύος, ακόμη και εγκληματική, προκειμένου να ανήκουν κάπου σαν προέκταση του εαυτού τους και της οικογενείας τους. Όλα τα παραπάνω παραδείγματα αποτελούν ενδείξεις ή και αποδείξεις άκρατου φυλετισμού.
      Ο φόβος και η ανασφάλεια αυτή δυστυχώς δημιουργείται και εντός της Εκκλησίας από εξέχοντα μέλη τα οποία κατά βάση δείχνουν ιδιαίτερη αδυναμία στην κοσμική εξουσία. «Μεταποιούν» τον Χριστιανισμό σε κρατική θρησκεία και αναλαμβάνουν να καθοδηγούν ένα πλήθος πιστών, αναλόγως των θεοκρατικών ή και πολιτικών πεποιθήσεών τους. Ο Κέλσος ως πολέμιος του Χριστιανισμού, είχε εντοπίσει πριν πολλά χρόνια το μειονέκτημα αυτό, της θεοκρατίας και το προέβαλε σκόπιμα ως χαρακτηριστικό του Χριστιανισμού, παραβλέποντας επιμελώς ότι ο Χριστιανισμός δεν συνδέεται με τέτοιου είδους οπαδούς ούτε και δύναται να αντιπροσωπεύεται από τέτοιες ομάδες παραθρησκευτικές, που καλλιεργούν τον Φανατισμό και τον εθνοφυλετισμό.
      Η υπέρβαση του φυλετισμού επιτυγχάνεται δια του Αγίου Πνεύματος. Ο Τριαδικός Θεός προσκαλεί τον άνθρωπο ανεξάρτητα το χρώμα του και την φυλή του, να δεχθεί την Αποκάλυψη και να ζήσει σε μια Κοινωνία-Εκκλησία, που είναι υπεράνω της ατομικής του οικογένειας και αυτής της ιδίας του της πατρίδος. Χωρίς να καταργούνται οι οικογενειακές και εθνικές σχέσεις, αποκτά μια άλλη ευρύτερη οικογένεια. Με το Βάπτισμα ο άνθρωπος υπερβαίνει τον ατομισμό του και τις ατομικιστικές επιλογές. Με την κοινωνία των Αχράντων Μυστηρίων ο άνθρωπος ενώνεται με τον Χριστό, και όπως Εκείνος έτσι και αυτός αγαπά όλο τον κόσμο. Η Θεία Ευχαριστία που τελείται «κατά πάντα και δια πάντα» ενώνει όλους τους Χριστιανούς, έστω και αν ανήκουν σε διαφορετικές φυλές και έθνη. Η ασκητική ζωή, προσφέρει στον άνθρωπο ταπεινότητα η οποία τον «αναγκάζει» να αποβάλει την φιλαυτία και να ζήσει «εν Χριστώ ζωή», δια της ασκήσεως με την ενέργεια της θείας Χάριτος., με αποτέλεσμα να μεταμορφώνονται σε ανθρώπους με μεγάλη καρδιακή χωρητικότητα, σε « παγκόσμιους ανθρώπους». Αγαπούν όλον τον κόσμο και προσεύχονται γι’ αυτόν.

ΧΑΤΖΗΣΤΥΛΙΑΝΟΥ Γ. Ε
Βιβλιογραφία
ΖΗΖΙΟΥΛΑΣ, Ι. «Ευχαριστίας Εξεμπλάριον», Κείμενα Εκκλησιολογικά και Ευχαριστιακά, εκδ. Ευεργέτις, Μέγαρα 2006.

ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Α. Η κοινότητα ως βρόχος Η αποστολή της Εκκλησίας στη σκοτεινή πλευρά της σελήνης/Ακρίτας Αθήνα 2006.
ΦΛΩΡΟΦΣΚΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ, «Ορθόδοξος λατρεία», στον τόμο Θέματα Ορθοδόξου Θεολογίας, εκδ. Άρτος Ζωής, Αθήναι 1973.