Ο Χριστιανισμὸς ἔκανε πλήρη χρήση τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ στὰ μέσα της ἐκφράσεώς του. Πῆρε ἀπὸ τὸν Ἑλληνισμὸ τὴ γλώσσα καὶ τὶς μορφὲς ἐκφράσεως, ὅπως ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς ἑλληνορωμαϊκῆς οἰκουμένης στὰ χρόνια αὐτά, χωρὶς ὅμως νὰ ἐπιδοθῇ στὴν καλλιέργεια τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων. Ἡ Ὁμιλητικὴ καὶ τὸ κήρυγμα μόνο πρὸς τὸ τέλος τοῦ 2ου αἰ., καὶ αὐτὸ πολὺ δειλά, ἀρχίζουν νὰ καλλιεργοῦνται μὲ βάση τὰ ἑλληνικὰ πρότυπα. Ἡ ὑμνογραφία δὲν παρουσιάζει καὶ αὐτὴ ἀνάπτυξη σὲ σημεῖο ποὺ νὰ θεωρηθῆ συμβολὴ στὴν ἐξέλιξη τῆς ἑλληνικῆς φιλολογίας. Μόνον ἡ ἑλληνικὴ πολιτικὴ ζωὴ φαίνεται νὰ ἔχῃ κάποια σχέση μὲ τὴν ὀργάνωση τῆς Ἐκκλησίας. Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ ἔχει καίρια σημασία στὴ σχέση Ἑλληνισμοῦ καὶ Χριστιανισμοῦ στὰ χρόνια αὐτὰ εἶναι ἡ συνάντηση δυὸ κοσμοθεωριῶν καὶ ἡ γέννηση ἀπὸ τὴ συνάντηση αὐτὴ ἑνὸς νέου κόσμου. Ἀπὸ τὸ πρίσμα αὐτὸ προπαντὸς εἴδαμε τὴν ἱστορικὴ ἐξέλιξη τοῦ Χριστιανισμοῦ στὸν χῶρο τοῦ Ἑλληνισμοῦ, γιατὶ αὐτὸ κυρίως ἔκρινε καὶ κρίνει καὶ σήμερα ἀκόμη τὴν ἱστορικὴ πορεία τοῦ Ἑλληνισμοῦ.
Ἡ συνάντηση Ἑλληνισμοῦ καὶ Χριστιανισμοῦ στὸ ἐπίπεδο τῆς κοσμοθεωρίας δημιούργησε συγκρούσεις, ἀλληλοεπιδράσεις, ἀλλὰ καὶ ἱστορικῆς σημασίας μεταμορφώσεις τόσο στὸν Ἑλληνισμὸ ὅσο καὶ στὸν Χριστιανισμό. Ὁ Χριστιανισμός, ἔχοντας τὶς ἱστορικὲς καταβολές του στὸν Ἰουδαϊσμό, ἔφερε μαζί του μιὰ θεώρηση τοῦ κόσμου ποὺ ἐπικράτησε νὰ τὴν λέμε βιβλική. Σύμφωνα μὲ τὴ θεώρηση, αὐτὴ ὁ κόσμος δὲν εἶναι αὐθυπόστατος, οὔτε αὐτεξήγητος. Γιὰ νὰ τὸν κατανοήσῃς καὶ νὰ ζήσῃς σωστὰ σ᾿ αὐτόν, πρέπει νὰ πᾶς πίσω ἀπὸ αὐτόν, νὰ προϋποθέτῃς ἕνα ὂν ἐντελῶς ἐλεύθερο ἀπὸ τὸν κόσμο, τὸν Θεό, ὁ ὁποῖος δὲν ἑρμηνεύεται ἀπὸ τὸν κόσμο, ἀλλὰ ἑρμηνεύει αὐτὸς ὡς προϋπόθεση τὸν κόσμο. Τόσο ἐλεύθερος εἶναι ὁ Θεὸς αὐτὸς ἀπὸ τὸν κόσμο, ὥστε ἡ ἐλευθερία Του, ἡ θέληση καὶ ἡ ἐνέργειά Του νὰ δημιουργοῦν ὄντα. Ὁτιδήποτε δηλαδὴ μπορεῖ νὰ λεχθῇ ὅτι ὑπάρχει εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἐλευθερίας καὶ τῶν ἐπεμβάσεων τοῦ ἐλευθέρου αὐτοῦ Ὄντος στὸν χῶρο καὶ στὸν χρόνο. Ἔτσι ἡ βιβλικὴ σκέψη ἔφθασε στὸ σημεῖο νὰ βλέπη τὰ πάντα ἀπὸ τὴ σκοπιὰ τῆς Ἱστορίας. Τὸ ρῆμα «εἶναι» στὴ βιβλικὴ (τὴν ἑβραϊκή) γλώσσα δὲν ἀντιστοιχεῖ παρὰ στὸ «δρᾶν», «συμβαίνειν» κλπ.
Μιὰ τέτοια νοοτροπία ἦταν φυσικὸ νὰ συναντήση δυσκολίες στὸν ἑλληνικὸ χῶρο. Ὄχι γιατί ἡ ἑλληνικὴ σκέψη ἦταν «ἄθεη», κάθε ἄλλο. Ἀπὸ τὴν κλασικὴ ἀκόμη ἐποχὴ οἱ Ἕλληνες καλοῦσαν τὴ φιλοσοφία τοὺς "θεολογία", ἐνῶ στὰ χρόνια ποὺ ἐξετάσαμε ἐδῶ εἶχαν καλλιεργήσει ἀκόμη περισσότερο τὶς θεολογικὲς πλευρὲς τῆς σκέψεώς τους. Ἀλλὰ ὁ θεὸς τῶν Ἑλλήνων ἦταν πάντοτε δεμένος μὲ τὸν κόσμο. Οὐσιαστικὰ δὲν ἦταν αὐτὸς ἡ προϋπόθεση ποὺ ἑρμηνεύει τὸν κόσμο, ἀλλὰ τὸ συμπέρασμα, στὸ ὁποῖο φθάνουμε ἐξετάζοντας τὸν κόσμο (Πλάτων). Καὶ ὅταν ἀκόμη ὁ Θεὸς δημιουργῇ τὸν κόσμο ἀπὸ τὴ θέλησή του, ὅπως στὸν «Τίμαιο» τοῦ Πλάτωνος, τὸν δημιουργεῖ ἀπὸ ὕλη ποὺ προϋπάρχει. Εἶναι ἤδη γνωστὸ πὼς δημιουργὸς σημαίνει στὴν οὐσία διακοσμητής. Εἶναι ἀδιανόητο γιὰ τὸν ἀρχαῖο Ἕλληνα νὰ προϋποθέσης ἕνα Θεὸ ποὺ δὲν δεσμεύεται ἀπὸ τὸ Εἶναι. Τὸ Εἶναι εἶναι ἡ προϋπόθεση τῆς δράσεως καὶ τῆς ἐλευθερίας - ὄχι τὸ ἀντίστροφο ποὺ ὑποδηλώνει ἡ βιβλικὴ νοοτροπία. Πρῶτα ὑπάρχεις καὶ ὕστερα δρᾶς ἐλεύθερα. Ἡ ἐλευθερία ποὺ αὐθαιρετεῖ ἀπέναντι τοῦ κόσμου καὶ τῆς ἁρμονίας του εἶναι ὕβρις ποὺ τιμωρεῖται ἀκριβά. Αὐτὸ διδάσκει μὲ συνέπεια ἡ ἀρχαία τραγωδία.
Τὸ πρόβλημα λοιπὸν ποὺ δημιούργησε ἡ εἴσοδος τοῦ Χριστιανισμοῦ στὸν χῶρο τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἦταν βαθύτατο. Ἦταν πρόβλημα ἑρμηνείας. Γιὰ νὰ καταλάβῃ ἕνας Ἕλληνας, σύμφωνα μὲ ὅσα εἴπαμε παραπάνω, τὸ κήρυγμα περὶ Χριστοῦ, ἔπρεπε πρῶτα νὰ θέσῃ τὸ ἐρώτημα: τί εἶναι ὁ Χριστός. Γιὰ τὸν Ἰουδαῖο ποὺ γινόταν Χριστιανὸς τέτοιο ἐρώτημα ἢ δὲν ὑπῆρχε ἢ ἔπαιρνε τὴν ἀπάντησή του ἀπὸ τὴν Ἱστορία: ὁ Χριστὸς ἀντιπροσωπεύει μία ὁρισμένη ἐπέμβαση καὶ πράξη τοῦ Θεοῦ στὸν Κόσμο αὐτὸ εἶναι τὸ Εἶναι του, δηλαδὴ μία θεία πράξη καὶ συνεπῶς ὁ Θεὸς ὁ ἴδιος. Ἔτσι τὸ πρόβλημα τῆς ἑρμηνείας μεταβαλλόταν σὲ θέμα ἀλλαγῆς νοοτροπίας. Ὁ Ἕλληνας ἔπρεπε νὰ μάθῃ νὰ σκέπτεται ἱστορικὰ καὶ νὰ ἀνάγη τὸ Εἶναι στὴν ἐλευθερία, νὰ ἀναστρέψῃ δηλαδὴ τὴν κοσμοθεωρία του. Ἀλλὰ τὸ πρόβλημα εἶχε καὶ τὴν ἀντίθετη πλευρά. Μὲ τὸ νὰ θέτῃ τὸ ἐρώτημα περὶ Χριστοῦ περὶ κόσμου ὀντολογικὰ καὶ ὄχι ἱστορικὰ (μὲ τὸ νὰ ἐρωτᾷ δηλαδὴ τί εἶναι ὁ Χριστὸς ἢ κάποιο ὄν) ὁ Ἕλληνας ὑποχρέωνε τοὺς κήρυκες τοῦ Χριστιανισμοῦ νὰ βροῦν τρόπους νὰ ἐκφράσουν τὴν πίστη τους μὲ ὀντολογικὲς κατηγορίες, χωρὶς ὅμως νὰ δεχθοῦν τὴν ἑλληνικὴ νοοτροπία, ὅπως τὴν περιγράψαμε παραπάνω (χωρὶς δηλαδὴ νὰ δεσμεύσουν τὸν Θεὸ καὶ τὴν ἐλευθερία στὴν ὀντολογία). Ἐδῶ ἀκριβῶς ἀρχίζει ἡ μεγάλη δυσκολία, ἀλλὰ καὶ ἡ μεγάλη δυνατότητα. Ἐδῶ γεννιέται ὁ ἐκχριστιανισμένος Ἑλληνισμός.
Στὴν ἱστορικὴ ἀναδρομὴ ποὺ κάμαμε, εἴδαμε τὶς ἀποτυχίες καὶ τὶς ἐπιτυχίες τοῦ Χριστιανισμοῦ στὸ μεγάλο αὐτὸ θέμα. Πολλοὶ χριστιανοὶ στοχαστές, στὴ συνάντηση αὐτὴ τῶν δυὸ κοσμοθεωριῶν, ἔκλιναν ὁλοκληρωτικὰ ἢ μερικὰ πρὸς τὴν πλευρὰ τῆς ἑλληνικῆς κοσμοθεωρίας. Ἄλλοι ὅμως μετέτρεψαν τὸν κίνδυνο σὲ δυνατότητα. Παρέμειναν Ἕλληνες ἐπιμένοντες νὰ ρωτοῦν γιὰ τὸ Εἶναι τοῦ κόσμου, τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Θεοῦ· ἀλλὰ καὶ βιβλικοὶ μὲ τὸ νὰ ἀνάγουν τὸ Εἶναι τοῦ κόσμου στὴν ἐλευθερία καὶ νὰ κρίνουν τὴν ὕπαρξη τοῦ κόσμου μὲ τὸ κριτήριο τῆς Ἱστορίας, καὶ τῶν ἐσχάτων. Καὶ ἔτσι ἔγινε τὸ θαῦμα. Γιὰ πρώτη φορὰ στὴν Ἱστορία ὁ Ἑλληνισμὸς ἔμαθε νὰ ταυτίζη τὸ Εἶναι μὲ τὴν ἐλευθερία καὶ μὲ τὴν πράξη καὶ νὰ κάνη τὴν προσωπικὴ σχέση καὶ τὴν ἀγάπη ὄχι ἀποτέλεσμα τοῦ Εἶναι ἀλλὰ ταυτόσημη μὲ αὐτό. Συγχρόνως ἔμαθε καὶ ὁ κόσμος ὅλος ὅτι οἱ δυὸ πολιτισμοὶ ποὺ ἐπὶ αἰῶνες ἀντιμάχονταν ἀλλήλους, ὁ Ἀνατολικὸς Συριακὸς καὶ ὁ Ἑλληνικός, καὶ ποὺ ὑποχρεώθηκαν νὰ ζήσουν κάτω ἀπὸ τὴν ἴδια στέγη στὶς ἑλληνιστικὲς καὶ ρωμαϊκὲς πραγματικότητες τῆς Ἱστορίας, μποροῦσαν πιὰ ἐλεύθερα καὶ σὰν ἀποτέλεσμα μιᾶς βαθιᾶς ἐσωτερικῆς συνθετικῆς διεργασίας νὰ ζοῦν ὡς ἕνας ἄνθρωπος. Τὸ «οὐκ ἔνι Ἕλλην καὶ Ἰουδαῖος» ποὺ διεκήρυξε ὁ Παῦλος δὲν ἦταν εὔκολο νὰ γίνη ἱστορικὴ πραγματικότητα. Σήμαινε μία βαθύτατη ἀλλαγὴ στὴν Ἱστορία, τῆς ὁποίας δημιουργοὶ ἦσαν οἱ Ἕλληνες Πατέρες. Ἡ δημιουργικὴ συνάντηση Ἑλληνισμοῦ καὶ Χριστιανισμοῦ στὰ πρόσωπα τῶν πρώτων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ἔκρινε ἔτσι ὁριστικὰ καὶ εὐεργετικὰ τὴν πορεία ὄχι μόνο της ἑλληνικῆς ἀλλὰ καὶ τῆς Παγκόσμιας Ἱστορίας.
Ζηζιούλας Ιωάννης
(Μητροπολίτης Περγάμου :Μαθητής του μεγάλου Ρώσου ορθόδοξου θεολόγου π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ. Γεννήθηκε στις 10 Ιανουαρίου 1931 στο Καταφύγιο Κοζάνης. Σπούδασε Θεολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, στο οποίο εν συνεχεία εκπόνησε διδακτορική διατριβή με θέμα «Ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας ἐν τῇ Θείᾳ Εὐχαριστίᾳ καί τῷ Ἐπισκόπῳ κατά τούς τρεῖς πρώτους αἰώνας». Έχει διατελέσει καθηγητής συστηματικής θεολογίας στα πανεπιστήμια Θεσσαλονίκης, Γλασκώβης και King’s College του Λονδίνου. Το 1986 εξελέγη από τη σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου μητροπολίτης Περγάμου. Το 1993 εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και το 2002 διετέλεσε πρόεδρός της. Επίσης, είναι αντιπρόεδρος της επιτροπής Διαλόγου μεταξύ των Ορθόδοξων εκκλησιών και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, καθώς και Διευθυντής του Γραφείου του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Αθήνα.)
(Μητροπολίτης Περγάμου :Μαθητής του μεγάλου Ρώσου ορθόδοξου θεολόγου π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ. Γεννήθηκε στις 10 Ιανουαρίου 1931 στο Καταφύγιο Κοζάνης. Σπούδασε Θεολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, στο οποίο εν συνεχεία εκπόνησε διδακτορική διατριβή με θέμα «Ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας ἐν τῇ Θείᾳ Εὐχαριστίᾳ καί τῷ Ἐπισκόπῳ κατά τούς τρεῖς πρώτους αἰώνας». Έχει διατελέσει καθηγητής συστηματικής θεολογίας στα πανεπιστήμια Θεσσαλονίκης, Γλασκώβης και King’s College του Λονδίνου. Το 1986 εξελέγη από τη σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου μητροπολίτης Περγάμου. Το 1993 εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και το 2002 διετέλεσε πρόεδρός της. Επίσης, είναι αντιπρόεδρος της επιτροπής Διαλόγου μεταξύ των Ορθόδοξων εκκλησιών και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, καθώς και Διευθυντής του Γραφείου του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Αθήνα.)