Κυριακή 11 Ιουλίου 2010

Υπέρβαση του φυλετισμού στους κόλπους της Ορθοδοξίας



Η υπέρβαση του φυλετισμού επιτυγχάνεται δια του Αγίου Πνεύματος, που ενεργεί μέσα στον χώρο της Εκκλησίας. Ο Θεός καλεί όλα τα έθνη να δεχθούν την Αποκάλυψη, που δόθηκε δια του Χριστού στους ανθρώπους. Με τα μυστήρια της Εκκλησίας ο άνθρωπος εισάγεται και ζει σε μια οικογένεια, που είναι υπεράνω της ατομικής του οικογένειας και αυτής της ιδίας του της πατρίδος. Χωρίς να καταργούνται οι οικογενειακές και εθνικές σχέσεις, αποκτά μια άλλη ευρύτερη οικογένεια. Με το Βάπτισμα ο άνθρωπος υπερβαίνει τον ατομισμό του και τις ατομικιστικές επιλογές. Ο άνθρωπος εισαγόμενος μέσα στην Εκκλησία, εισέρχεται μέσα στην μεγάλη οικογένεια του Αδάμ, δηλαδή κάνει οικογένεια και πατρίδα του όλον τον κόσμο. Γι’ αυτό και το άγιο Βάπτισμα λέγεται αναγέννηση, αφού η κολυμβήθρα είναι η πνευματική μήτρα της Εκκλησίας.
Με την κοινωνία του Σώματος και του Αίματος του Χριστού ο άνθρωπος ενώνεται με τον Χριστό, και όπως Εκείνος έτσι και αυτός αγαπά όλο τον κόσμο. Η θεία Ευχαριστία που τελείται «κατά πάντα και δια πάντα» ενώνει όλους τους Χριστιανούς, έστω και αν ανήκουν σε διαφορετικά φύλα και έθνη.
Η ασκητική ζωή, που συνδέεται με την μυστηριακή ζωή, βοηθά τον άνθρωπο να αποβάλει την φιλαυτία και να αποκτήσει την αγάπη, η οποία «ου ζητεί τα εαυτής». Φυσικά η άσκηση δεν είναι ανθρώπινης προελεύσεως, αλλά ενέργεια της θείας Χάριτος και συνέργεια του ανθρώπου. Όταν αποκτήσει κανείς αυτήν την αγάπη, ξεπερνά τις γλώσσες των αγγέλων και των ανθρώπων . Οι θεούμενοι επειδή μεταμορφώνονται ολοκληρωτικά, αποβάλλουν την φιλαυτία, γι’ αυτό και είναι φυσικοί άνθρωποι, έχουν μεγάλη καρδιακή χωρητικότητα και είναι παγκόσμιοι άνθρωποι. Αγαπούν όλον τον κόσμο και προσεύχονται γι’ αυτόν.
Ο Χριστός παραδόθηκε στα «έθνη» δια της εντολής του «πορευθέντες, μαθητεύσατε πάντα τα έθνη». Στην προκειμένη περίπτωση ο όρος «έθνος» έχει κυρίως πνευματική και όχι φυλετική σημασία. Γενικότερα στην Καινή Διαθήκη χρησιμοποιείται ο όρος «έθνος» , με πνευματική έννοια, αλλά για να δηλώσει το σώμα των πιστών, το «Λαό του Θεού», το «Έθνος Άγιον», που ταυτίζονται νοηματικά και σημαίνουν το «σώμα Χριστού», την Εκκλησία, με υπόβαθρο καθαρά α-φυλετικό. Ο Απόστολος Παύλος, καθορίζει ότι οι βαπτισμένοι «εις Χριστόν», αναγεννήθηκαν στο σώμα του Χριστού και έχουν ντυθεί τον Χριστό . Μέσα στην Εκκλησία του Χριστού δεν υπάρχουν δηλαδή φυλετικές διαφορές, αφού η ιδιότητα του μέλους της Εκκλησίας ενώνει, ενώ οι όποιες άλλες ιδιότητες χωρίζουν. Οι πιστοί είναι ίσοι ενώπιον του Θεού. Το «σώμα» του Χριστού, δεν υποκαθιστά τις οποιεσδήποτε ανθρώπινες και ιστορικές σχέσεις, αλλά ανάγει σε μια νέα υπεριστορική πραγματικότητα, σε ένα νέο Θεανθρώπινο κόσμο, που ενώνει τους λαούς της γης σε μια ενότητα, θεμελιωμένη στην άκτιστη «θεία Βασιλεία» . Ο χαρακτηρισμός των χριστιανών τον 6ο αιώνα «τρίτον γένος » (genus tertium) ενσαρκώνει τη νέα αυτή συνείδηση και την υπέρβαση των φυλετικών διαιρέσεων, αφού οι «αναγεννημένοι» μέσα από την πνευματική «κοιλία» της Εκκλησίας, στην κολυμβήθρα, κληρονομούν από τον Χριστό μια νέα-διαφορετική φύση, που καταργεί την «πεσούσα» φύση του παλαιού Αδάμ. Αυτά είναι τα θεμέλια της χριστιανικής ανθρωπολογίας, που ενεργοποιούνται με την ενσωμάτωση του ανθρώπου στην Εκκλησία. Οι ιστορικές - ενδοκοσμικές σχέσεις δεν αναιρούνται, αλλά υπερβαίνονται και ιεραρχούνται.
Η µαρτυρία της Ορθοδοξίας ποτέ δεν ήταν εθνικιστική. Ο Χριστιανισμός δεν περιορίζει τον άνθρωπο στον χώρο και στον χρόνο που του προσδίδει ένας στείρος φυλετισμός, αλλά τον μεταμορφώνει και τον αγιάζει «δια την Χάριν Θεού». Δεν νοείται χρόνος χωρίς τον χώρο , ούτε χώρος χωρίς τον χρόνο. Το έργο της θείας οικονομίας «δημιουργεί μια προοπτική έξω από φυλετικές διακρίσεις και αυτοκέφαλες «ηγετικές διευκολύνσεις», που παραμερίζει την κυριαρχία του χώρου και αναβαθμίζει τον χρόνο. Ο Θεός καλεί τον Αβραάμ να εξέλθει από την γη του και την συγγένειά του και να παραδοθεί ολοκληρωτικά σ’ Αυτόν, έως ότου του φανερώσει που πρέπει να μείνει. Έτσι ο Αβραάμ εγκαταλείπει τον χώρο και αφήνεται στην Πρόνοια του Θεού, δηλαδή παραδίδεται στον Θεό για να του δείξει την νέα γη κατά την διάρκεια του χρόνου. Η παράδοση αυτή δεν περιορίζεται ούτε από φυλετικά χαρακτηριστικά ούτε και από γλωσσικά ιδιώματα. Μέσα στην Εκκλησία τόσο ο χρόνος όσο και ο χώρος έχουν διαφορετικό χαρακτήρα, εξαγιάζονται από την Χάρη του Θεού. Μέσα στον συγκεκριμένο χώρο και χρόνο μπορούμε να ζήσουμε το αιώνιο, την Βασιλεία του Θεού. Οι άνθρωποι που βιώνουν την «εν Χριστώ ζωή» μπορούν να ζουν σε διαφορετικούς χώρους, σε διαφορετικά σημεία της γης, σε διαφορετικές πατρίδες, αλλά να ζουν ενωμένοι με την ανάμνηση και την νοσταλγία. Αυτός πρέπει να είναι ο αντικειμενικός σκοπός κάθε ποιμενάρχη να ενώνει εντός της Εκκλησίας τους πιστούς ανεξάρτητα φυλής και γλώσσας ακόμη και αν τους χωρίζει ο χώρος, να αισθάνονται ότι τους ενώνει ένα σώμα και ένα αίμα, αυτό του Χριστού.
Ο φυλετισμός είναι ασυμβίβαστος με την Ορθοδοξία, ως προβολή της φυλής και του έθνους εις βάρος της πίστεως, και έχει ως συνέπεια τη διάσπαση της ενότητας της Εκκλησίας.

Χατζηστυλιανού Ευστράτιος

Παρασκευή 2 Ιουλίου 2010

Η αθανασία από την αρχαία Ελλάδα στο Χριστιανισμό

Ο αρχαιοελληνικός πολιτισμός προϋπήρξε του Χριστιανισμού. Γεγονός απαράβατο, που καθοδηγεί κάθε σκέψη συνειρμικά, στο συμπέρασμα της γεννήσεως της ιδέας της αθανασίας, από το αρχαιοελληνικό πνεύμα, δεδομένου ότι, η άφθαρτη φύση, η αειζωία και η αθανασία αποτέλεσαν κύρια πνευματική ενασχόληση των ελλήνων φιλοσόφων. Η αρχαιοελληνική αθανασία, παρουσιάζει πέραν των διαφοροποιήσεων από την Χριστιανική, πολλές ομοιότητες. Αυτό δεν σημαίνει κατ ανάγκην ούτε επιρροή του αρχαιοελληνικού πολιτισμού στο Χριστιανισμό, που ούτως η άλλως υπάρχει σύμφωνα με μελέτες και έρευνες, πολύ δε περισσότερο την αντιγραφή της ελληνικής φιλοσοφίας από τον Χριστιανισμό. Οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι αναζήτησαν την αθανασία ως μέγιστο πνευματικό αγαθό, πριν την έλευση του Χριστού. Η προαναγγελία από θεόπνευστους άνδρες και γυναίκες του εθνικού κόσμου, των Θείων δώρων και της λύτρωσης, δια της ελεύσεως του Μεσσία αποδεικνύουν του λόγου το αληθές. «Οι του Θεού άνθρωποι πνευματοφόροι Πνεύματος Αγίου και προφήται γενόμενοι, υπ' αυτού του Θεού φωτισθέντες εγένοντο θεοδίδακτοι και όσιοι και δίκαιοι ..όργανα Θεού γενόμενοι και χωρήσαντες σοφίαν την παρ' αυτού, δι' ης σοφίας είπον και τα περί λοιμών και λιμών και πολέμων προείπον» . Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς πίστευε για τους Έλληνες φιλόσοφους, όπως ο Σωκράτης και ο Πλάτωνας, πως αποτέλεσαν τους πρώτους προφήτες..Ο Ωριγένης παραδέχεται βαθμούς θεοπνευστίας σε όλα τα έθνη. 
 Ἡ αρχαιοελληνική αθανασία
Οι αρχαίοι Έλληνες ήταν άνθρωποι ευσεβείς. Κάθε βήμα της ιστορίας τους καταμαρτυρεί την « εν Θεώ ζωή». Ο Ηρόδοτος θέτει για τους Αθηναίους απαράβατο κώλυμα, την καταστροφή των αγαλμάτων των θεών από τους Πέρσες, για την περεταίρω συμμαχία τους. Οι πρώτοι στην τάξη της κοσμογονίας και θεογονίας, οι θεοί. προπορεύονται με την διαφορετικότητα της αθανασίας και προχωράνε αιτιωδώς παράλληλα με την τάξη του φυσικού κόσμου. Ωστόσο η έννοια της αθανασίας κατά τους αρχαίους Έλληνες, περιορίστηκε στη διατήρηση του είδους, και δεν επικεντρώθηκε καθόλου στα μεμονωμένα όντα, τα οποία απλά αποτελούσαν τους συνδετικούς κρίκους για τη διαιώνιση του είδους. Ήταν εμφανή στο φυσικό κόσμο, ότι όλη η δημιουργία, ανάπτυξη και εξέλιξη ενός εμβρύου, αποτελούσε Θεϊκό φαινόμενο με στοιχεία αθανασίας, δεδομένου ότι η σταδιακή ανάπτυξή του, απέρχεται « το παλαιούμενον» και μετατρέπεται σε νέο όν. Παράλληλα δε, και καθ΄όλη την πορεία του αρχαιοελληνικού πολιτισμού, ευδοκιμούσε η υστεροφημία ως μορφή αθανασίας. Η όλη πράξη αφορούσε αποκλειστικά στην διατήρηση του ειδώλου ενός νεκρού μετά τον θάνατο. Μετά από κάθε ηρωική πράξη που ήταν συνδεδεμένη άρρηκτα με την υπεράσπιση της πατρίδος, – πόλης, κράτος, ακόμη και μετά από μια σωματική ή πνευματική διάκριση, ο αρχαίος Έλληνας διεκδικούσε στο βωμό της αθάνατης δόξας και τιμής, μια εξέχουσα θέση που θα χαρακτήριζε εκείνον αλλά και τους απογόνους του, ως αθάνατους τιμητές αρχών και αξιών.
Οι θεοί για τους αρχαίους Έλληνες βρίσκονται μέσα στον κόσμο και πρέπει να αποκαλύπτονται με κάποιες από τις μορφές αυτού του κόσμου. Το άυλο και άμορφο είναι για τον ελληνισμό ταυτόσημο με το ανύπαρκτο. Η δύναμη των Θεών επί των ανθρώπων , παρ’ όλη την κοσμική μορφή τους και την συμμόρφωση του με τους νόμους της κοσμογονίας, εκφράζει την ανάγκη να υπάρχει μια διαφορά ανάμεσα στους θεούς και τους ανθρώπους ως επίσης και μια καθαρά φυσική διάκριση, αφού οι θεοί δεν πεθαίνουν όπως οι άνθρωποι. Επειδή η απάντηση θα πρέπει να είναι καθαρά ορθολογική, μιας και το υπερβατικό συνεχίζει να είναι ανύπαρκτο, δίνεται με την παρακάτω υποθετική συνάρτηση : Αν οι θεοί είναι αθάνατοι, αυτό οφείλεται στο ότι, η τροφή τους είναι διαφορετική από αυτή των ανθρώπων. Εδώ γίνεται λοιπόν η εισαγωγή της αμβροσίας (από το στερητικό α- και τη λέξη βροτός =θνητός ), ως τροφή των Θεών, η οποία μέσα στα πλαίσια της ενδοκοσμικότητας ερμηνεύει για πρώτη φορά, ορθολογικά πλέον, την αθανασία των Ελλήνων θεών.
Η Ιδέα της αθανασίας, αποτελεί στόχο έρευνας των φιλοσοφικών συστημάτων της Προσωκρατικής Φιλοσοφίας. Στην πραγματικότητα προάγουν την θεολογία των « πρώτων Ελλήνων θεολογησάντων », κατά τη μαρτυρία του Αριστοτέλη. Η πιο υψηλή ιδέα και αρχή της Αρχαίας 'Ελληνικής Θρησκείας είναι ή ιδέα της αρχής της απόλυτης ενότητας του Θείου και της αθανασίας. Στα μάτια τών Αρχαίων Ελλήνων , η αθανασία είναι μέσα στη φύση καί την ουσία, των θεών του Ολύμπου. Οι θεοί του Ελληνικού κόσμου οι θεοί της αιώνιας ουσίας και ψυχής του Ελληνικού Όντος, είναι αθάνατοι. Και δεν είναι μόνο οι θεοί του Ελληνικού Ολύμπου αθάνατοι, αλλά θέλουν να χαρίζουν την αθανασία καί σ' όλους τους θνητούς πού αγαπούν προπάντων δε, στους ήρωες. Ο Γανυμήδης, ο ωραιότερος απ' τό ανθρώπινο Γένος, αρπά¬ζεται στις κορυφές του Ολύμπου από τον Δία καί ζει εκεί απάνω μαζί με τούς αθάνατους θεούς. Η Καλυψώ υπόσχεται στον Οδυσσέα, να τον κάνει αθάνατο, αν θελήσει να μείνει κοντά της για πάντα. Οι θεοί χαρίζουν στο Μενέλαο τήν αθανασία, στέλνοντας τον μετά τό θάνατο του στα Ηλύσια πεδία, για να ζήσει εκεί, σ' αιώνια ευδαιμονία. Με ένα τέτοιο ποικιλόμορφο τρόπο, με την μορφή του αντιδώρου, η αθανασία μεταπηδά από το θείο στο φυσικό, πάντα όμως μέσα στα θεμιτά πλαίσια της κοσμογονίας.
Η πορεία της ανθρώπινης φύσης κατά τους αρχαίους Έλληνες, κατά την μετάβασης της, από τον κόσμο των ζώντων, στον άδη και στην αθανασία, έλαβε πολλές μορφές, προτού οδηγηθεί στη ψυχική αθανασία. Ο θάνατος, είναι η βέβαιη μοίρα του ανθρώπου. Η μυθολογία μιλάει για ήρωες που νίκησαν τον θάνατο και για ανθρώπους που έγιναν αθάνατοι, αλλά η σίγουρη προσδοκία του θανάτου, ασκεί τόσο δυνατή επίδραση, ώστε να κάνει τον ομηρικό άνθρωπο να νιώθει τρόμο, όταν βρίσκεται αντιμέτωπος με την ανυπαρξία του βασιλείου των νεκρών Απ αυτή την ιδέα του θανάτου και δεδομένου ότι αποτελεί βέβαιο μερίδιο των ανθρώπων που του δίνεται από την γέννηση του, δημιουργείται η έννοια της μοιρολατρίας, μιας απρόσμενα κακής εξέλιξης που αφαιρει την ζωή βίαια και αναπάντεχα. Αυτή μπορεί να απαλλάσσει τον άνθρωπο από την ευθύνη των πράξεων του, αλλά δεν τον φέρει κοντά στους αθάνατους Θεούς. Τον οδηγεί ως τελευταίο υπαρκτό και ορθολογικό στοιχείο στο τάφο, όπου θα λατρευτεί πλέον, μόνο ως νεκρός. Η ταφική λατρεία ως κύριο μέλημα της προ ομηρικής εποχής, δεν άφηνε πολλά περιθώρια έστω και για στοιχειώδη αναφορά της αθανασίας της ψυχής. Θρησκευτικά φαινόμενα όπως εξαγνισμοί, και εξιλεώσεις υπήρχαν κατά τους προϊστορικούς χρόνους στην Ελλάδα, ως ίχνη ξεπερασμένου θρησκευτικού σταδίου που καταμαρτυρούνται από την έρευνα, κυρίως στην ταφική και νεκρική λατρεία. Ωστόσο η παλαιά αντίληψη, ότι ο νεκρός συνεχίζει τη ζωή του μέσα στον τάφο, δεν ήταν αρκετή.O τύμβος με την όρθια στήλη αναφέρεται συχνά, αλλά μόνο ως ένδειξη τιμής, στη μνήμη των νεκρών. Τα έθιμα της ταφής ακολουθούν, θεωρούνται όμως όλα σαν τελευταία ένδειξη τιμής, η μόνη πια που είναι δυνατόν να αποδοθεί στο νεκρό. Τα λόγια της Ανδρομάχης ύστερα από τον θάνατο του Έκτωρα , φανερώνουν ότι τα νεκρικά δώρα δεν έχουν πλέον ιδιαίτερη σημασία όπως παλαιά. Κάποια αλλαγή ετοιμάζει ο Όμηρος που προμηνύει το τέλος της δύναμης των νεκρών, επάνω στους ζωντανούς. Με αυτή την αλλαγή συνδέεται η εξασθένιση των αντιλήψεων για εκείνο το μέρος του ανθρώπου που επιζεί μετά θάνατον και για την ύπαρξη του. Αυτό που εξακολουθεί να υπάρχει στην μετά θάνατον ζωή είναι, η ψυχή-η σκιά. Σπουδαίες αναφορές των ψυχών βρίσκονται στις δύο Νέκυιες (μεταγενέστερες προσθήκες της Οδύσσειας)Με ένα αδύναμο φτερούγισμα όπως της νυχτερίδας, οι ψυχές των σκοτωμένων μνηστήρων ακολουθούν τον Ερμή, τον οδηγό τους στον κάτω κόσμο. Τι είδος αθανασίας αναφέρει ο Όμηρος σ` αυτές τις πράξεις ; και τι αποζητά ο άνθρωπος μετά τον θάνατό του;
Η μετά θάνατον ύπαρξη και η διάκριση σώματος και ψυχής
Οι αρχαίοι Έλληνες, θεωρούσαν το θάνατο ως βασικό κριτήριο της ευδαιμονίας. Αν κάποιος ξεψυχούσε ατάραχος σε μεγάλη ηλικία, ή υπερασπιζόμενος την πατρίδα του, τις αξίες ή τα ιδανικά του, αυτός ήταν ευδαίμων. Οι ορφικοί μύστες πρώτοι κατά τα αρχαϊκά χρόνια, έστρεψαν την συμπάθειά τους, προς την πέρα του τάφου λατρεία. Εκεί αναζήτησαν μία περίοδο ζωής, διαρκέστερη και ευγενέστερη. Κατ` αυτούς, η ψυχή ζούσε μακάρια σε άλλο κόσμο, ώσπου υποχρεώθηκε να φυλακιστεί ως τιμωρία μέσα στο σώμα. Ο κολασμός τελειώνει με τον θάνατο, οπότε η ψυχή εξαγνισμένη επιστρέφει στο τόπο της μακαριότητας. Αν συμβεί να μην ζήσει δίκαια ο άνθρωπος, η ψύχη θα φυλακίζεται μέχρις τον πλήρη εξαγνισμό της. Το όλο ορφικό μυστήριο, καθώς και τα γενόμενα του, δεν ήταν αρκετά για την ορθολογική σκέψη των αρχαίων Ελλήνων, δεδομένου ότι, η συνεχής ενασχόληση με τον «μετά θάνατον χρόνον» οδήγησε τους μύστες να αποκλίνουν από την παρούσα ζωή, την φύση, την ευδαιμονία και να υποτιμήσουν την εν γένει εμφανή ύπαρξη. Είναι όμως σημαντικό να αναφέρουμε επί των Ορφικών μυστηρίων, ότι στοιχειοθετείται όσο ποτέ άλλοτε, η εναρμόνιση της λατρείας με την πίστη.
Η λατρεία προπορευόταν για πολλά χρόνια ως τρόπος θρησκευτικής έκφρασης, έναντι της πίστης, δεδομένου ότι, η έλλειψη της αποτελεσματικότητος των λατρευτικών πράξεων οδηγούσε στην αθεΐα. Ο «παθών άνθρωπος», δια μέσου των μυστηρίων, δεν αναζητούσε την αγνότητα της ψυχής, και η ενασχόληση του με το σφράγισμα της μύησης, του αρκούσε για την απόκτηση της μεταθανάτιας σωτηρίας. Η επείγουσα εσωτερική ανάγκη του αρχαιοελληνικού πολιτισμού να αντικαταστήσει την πρόσκαιρη, επιφανειακή λατρευτική αγαλλίαση με την έντονη ψυχοπνευματική, από πλευράς περιεχομένου, αναζήτηση, δημιουργεί όλες τις πνευματικές προϋποθέσεις για την αναζήτηση της μυστηριακής αθανασίας.
Η σύνδεση της αθανασίας με την φυσική αναγέννηση, και η Θεϊκή παρέμβαση
Η ιδέα της αθανασίας ως αρχική έκβαση, αναπτύχθηκε σε παραλληλισμό με την αναγέννηση της φύσεως και μέσω της γεωργικής οικονομίας. Η Θεά Δήμητρα της οποίας η αγάπη προς την ανθρώπινη φύση, είχε είδη σφραγισθεί με την παράδοση, της τέχνης της καλλιέργειας των σιτηρών, διαμέσου των τελετών μύησης στα μυστήριά της, στηρίζει τον διακαή πόθο της αθανασίας του ανθρώπου μέσω των φυσικών νόμων, που αναγεννούν ετησίως τη βλάστηση. Από εκεί και πέρα όλα τα αρχαία μυστήρια αποκτούν παραλλαγές των συμβολισμών της αθανασίας, διαμέσου της αναγεννητικής διαδικασίας της φύσης. Η επίτευξη της εξόδου από τον αναγεννησιακό κύκλο, έπρεπε να έχει το υπερβατικό στοιχείο σε πρωταγωνιστικό ρόλο, δεδομένου του τελικού ζητούμενου αποτελέσματος της αθανασίας που από μόνη της υπερβατεί. Εκεί τοποθετείται ο «πάσχων θεός» ο οποίος κατά περίπτωση, ο Δίας, ή ο Διόνυσος, ακόμη και ο ίδιος ο Ορφέας για τους Ορφικούς, αναλαμβάνει μέσα από την όποια κατά περίπτωση δοκιμασία, αλλά διατηρώντας πάντα τη σπίθα της θείας φύσης, ώστε η ψυχή να ελευθερωθεί από τα δεσμά του τάφου και να οδηγηθεί στην αναγέννηση, δηλαδή στην αθανασία. Ο σωματικός θάνατος πλέον δεν αποτελεί πλήγμα, αλλά ανανέωση της αληθινής ζωής.
Η κάθαρση και αθανασία, δι αίματος του Θεού
Διόλου παράδοξο, λόγω της έμφυτης λατρείας και όχι φοβίας, είναι η σύνδεση της αθανασίας του ανθρώπινου όντος, με την δι αίματος αναγέννησην, ως συμβολική πράξη, όχι απλά με συμμέτοχή του Θείου στην ανθρώπινη αθανασία, αλλά της θυσίας δι αίματος του ιδίου του Θεού. Η τροφική αλυσίδα στο ζωικό βασίλειο κατά το πλείστον στηρίζεται στην επιβίωση του δυνατότερου όντος, με την θανάτωση κάποιου άλλου, το οποίο δύναται να χρησιμοποιηθεί ως τροφή για το πρώτο. Η ανθρώπινη ύπαρξη και κυριαρχία, διέπεται από τον παραπάνω νόμο. Η παραπάνω τεχνική αφορά στη διατήρηση του ανθρώπινου είδους, η οποία αν συνδυαστεί με την θυσία του Θεού «αντί τροφής» , γίνεται αιώνια.Το μεγαλείο της «δι αίματος» αναγέννησης παρουσιάζεται όχι στη καθ΄ εαυτού πράξη της θανάτωσης ενός Θεού για να προκύψει η αιωνιότητα, και η αθανασία του ανθρώπινου όντος, αλλά στη θέληση ενός Θεού, που θεωρητικά συνοδεύεται από απάθεια και αμεταβλησία, να θυσιαστεί για τον άνθρωπο, προκειμένου εκείνος να αποποιηθεί την φθαρτή φύση και να ενδυθεί το χιτώνα της αιώνιας αθανασίας.
Το μοναδικό κώλυμα που μένει να αντιμετωπίσει ο άνθρωπος, ώστε να αποκτήσει καθοριστικά πλέον την αθανασία είναι ο εξαγνισμός του και η εξάλειψη κάθε «εσωτερικής μόλυνσης και ακαθαρσίας» Ήδη όμως, πέραν της λατρείας, το σφράγισμα της μεταθανάτιας σωτηρίας, έχει συνδεθεί άρρηκτα με την πίστη. Συνεπώς ο αγώνας της κάθαρσης είναι εσωτερικός και ενσυνείδητος, από τον παράγων άνθρωπο και γίνεται αυτοσκοπός, μείζονος αξίας, για την περεταίρω υπερβατική του λύτρωση, νίκη. Η κάθαρση της ψυχής οδηγεί πλέον την καλλιέργεια της ψυχής . Η μύηση του ανθρώπου σε λατρείες που απαλλάσσουν από το ρύπος και το βάρος, έρχονται σε δεύτερη μοίρα, ο άνθρωπος συνδέεται ψυχικά με το Θείο, πιο άμεσα, πιο λυτρωτικά, πιο αποτελεσματικά.
Η φυσική αθανασία του ανθρώπου
Καθ΄όλη τη φιλοσοφική και θρησκευτική αναζήτηση του ο αρχαιοελληνικός πολιτισμός, δεν μπόρεσε να απαγκιστρωθεί από την άποψη της δυαρχικής φιλοσοφίας, για την φυσική αθανασία του ανθρώπου. Ο φυσικός κόσμος και οι γεννητικές διαδικασίες των εμβρύων όντων, που οδηγούν στην διατήρηση του είδους, αποτέλεσαν καθοριστικό παράγοντα ερμηνείας της αθανασίας, στην αρχαία Ελλάδα. Η όλη αναζήτηση και κατάκτηση της αθανασίας κινήθηκε μεταξύ της φιλοσοφικής καλλιέργειας της ψυχής, καθώς και της μύησης της ψυχής, σε μυστικές και μαγικές τελετές, για τη εξασφάλιση της απαλλαγής της ψυχής, από το ρύπος και το βάρος του υλικού στοιχείου. Η ανάγκη της αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας για περαιτέρω αναζήτηση της αθανασίας, άνοιγε ταυτόχρονα το δρόμο στον εκχριστιανισμό της.
Η χριστιανική πρόταση επί της αρχαιοελληνικής αθανασίας
Όπως κάθε φιλοσοφικό σύστημα, έτσι και το αρχαιοελληνικό, περιήλθε διαμέσου πολλαπλών και τόσο διαφορετικών θεωριών, ώσπου να επέλθει ο δαμασμός. και η καταλυτική πλαισίωση του, από τις γνωστές αρχές που το διέπουν. Θα ήταν μάταιο και συνάμα άδικο όμως, να γίνει διαχωρισμός σε περιόδους φιλοσοφικών αναζητήσεων, που είχαν εκ ρίζης ουσιαστικές πνευματικές διαφορές και αντιπαλότητες στην παρούσα εξέταση, δεδομένου ότι η όλη φιλοσοφία του αρχαιοελληνικού πολιτισμού κινήθηκε γύρω από συνεχή πνευματική αναζήτηση, με καθολική και συνεχή εμμονή στην θρησκευτική αναζήτηση, με σεβασμό.
Η μη συμβατική πορεία του Χριστιανισμού με τις λοιπές θρησκείες της εποχής, προήλθε κατ ανάγκη από την σωτηριακή απολυτότητα. Καθώς και την εσχατολογική πραγματικότητα που πρέσβευε «εις αεί». Η έννοια της αθανασίας, η κατάργηση του θανάτου και η ανάσταση της φύσης (σώματος και ψυχής), απαιτούσε εσωτερική προετοιμασία και εξ ολοκλήρου βούληση του ανθρώπου. Ο αρχαιοελληνικός πολιτισμός, αν και στα αρχικά βήματα κινήθηκε από το ανύπαρκτο υπερβατικό, ως και την πλήρη ταύτιση της λατρείας με την αθανασία, κατόρθωσε λόγω της πνευματικής αναζήτησης και αγάπης προς τον Θείο, την κατανόηση και πλαισίωση της σωτηριακής λύτρωσης. Ωστόσο, η έννοια της κατάργησης του θανάτου δια της αθανασίας, περιορίστηκε στην αθανασία της ψυχής και όχι της φύσης- ψυχής και σώματος. Τα οστά στου τάφους από τα σώματα των νεκρών, αποτέλεσαν ανυπέρβλητο εμπόδιο στην ανάσταση του σώματος. Το σώμα τύγχανε των ανάλογων τιμών αλλά δεν αποτελούσε κατοικητήριο της ψυχής στην μετέπειτα θεία ζωή. Κατά την κοινή ελληνική πίστη, όταν το σώμα πεθάνει, η ψυχή αποτελούσε ένα απλό φάντασμα, καπνός , ωχρή και σκιώδης ύπαρξη, χωρίς νου ή δύναμη, γιατί τα δύο παραπάνω στοιχεία, η ψυχή τα διέθετε μόνο όταν ήταν μαζί με το σώμα. Παρ΄όλη την παραπάνω αρχαιοελληνική άποψη (όπως περιγράφει συχνά ο Όμηρος), είναι εκπληκτικό το γεγονός της ομοιότητας των πατερικών δογματικών αποφάσεων του Χριστιανισμού, με τις πεποιθήσεις του Σωκράτη , ότι δηλαδή η «ψυχή» είναι πολύ σπουδαιότερη από το σώμα, και πρέπει να την φροντίζουμε σε βάρος του σώματος. Αυτή η διαφοροποίηση των εννοιών της αθανασίας μεταξύ του αρχαιοελληνισμού και του Χριστιανισμού, υπήρξε καθοριστική για τον μετέπειτα εκχριστιανισμό του ελληνισμού, μιας και η ανάσταση του σώματος, σε συνδυασμό με την αποκάλυψη και τη θεϊκή συμμετοχή στην αθανασία, ο ελληνισμός ανακάλυψε εκείνα τα στοιχεία που με το φυσικό λόγο, αδυνατούσε να κατανοήσει.
Η ρίζα της αθανασίας κατά την χριστοκεντρική διδασκαλία, διέρχεται από την βουλητική ενέργεια του Θεού. Η αγάπη, συνεπώς η πίστη και η ελπίδα προς το Θείο, ταυτίζεται, με την ελπίδα για την αθανασία του ανθρώπου. Ο Θεός « ο μόνος έχων την αθανασία», μεταλαμπαδεύει αυτή στο κτίσμα του, ως πορεία τελείωσης του. Η όλη φιλοσοφία της χριστοκεντρικής αθανασίας, που αποτελεί μια λαμπρά νίκη εναντίων του μηδενισμού και των δυνάμεων που τον διέπουν, αναφέρεται στη συνολική ύπαρξη σώματος και ψυχής, που πηγάζει αποκλειστικά από τον ζωοδότη Θεό και αποτελεί αιωνιότητα για τον άνθρωπο. Η παραπάνω θεμελιακή αρχή του χριστιανισμού, τον αναγκάζει σε μια εξ΄αρχής αντίθεση προς την διαρχική φιλοσοφία της φυσικής αθανασίας του ανθρώπου, κατά την αρχαιοελληνική φιλοσοφία, όπου η ύλη και η ψυχή προϋπάρχουν και ανήκουν σε ριζικά αντίθετες περιοχές.
Η αθανασία κατά την χριστιανική θεολογία αναδεικνύει και τελειοποιεί την ένωση του ανθρώπου με τον πλάστη του. Η αθανασία αποτελεί τον θείο στόχο του ανθρώπου, όχι σαν αντάλλαγμα του Θεού για την διαιώνιση του είδους, ως φυσικό επακόλουθο, αλλά ως ελπίδα, πίστη και αγάπη από το κτίσμα στο δημιουργό. Απαραίτητη διευκρίνιση, ότι η Χριστιανική αθανασία δεν σχετίζεται ούτε με τιμωρίες ούτε με αμοιβές επ΄ ανδραγαθίας. Είναι η κοινωνία μεταξύ Θεού και ανθρώπου που πηγάζει από βαθειά συνείδηση και αγάπη προς τη Ζωοποιό Θεία ενέργεια και αντιστρόφως: η πηγή της ζωής, ο ζωοποιός Θεός ως ανεξάντλητη πηγή ύδατος. Εδώ παρατηρούμε έντονη διαφοροποίηση με το αρχαιοελληνικό πνεύμα, όπου «το νερό αν δεν αναπληρώνεται, κάποτε η πηγή θα στερέψει» Αναγκάζει δηλαδή την ψυχή του κατά τον Πλάτωνα, ο άνθρωπος, ακούσια και απαράβατα, σε μια ατέρμονη επιστροφή και αναπλήρωση χωρίς να σταματάει ποτέ ώστε η παροχή να είναι ανεξάντλητη, δίχως τελειωμό, ώστε να οδηγείται στην αθανασία. Εδώ ο ορισμός της αθανασίας, κατά τον Πλάτωνα, περισσότερο φαίνεται ως ορισμός ενός μαθηματικού αξιώματος, που συμβαίνει ούτως η άλλως, παρά εσωτερική αναζήτηση θεόπνευστου λόγου, « θάνατος – ζωή – θάνατος », άξονας αίτιου αποτελέσματος με κύρια έμπνευση την αθανασία, που περιβάλλεται από την γνώση, όσων είδε η ψυχή στην προηγούμενη κατάσταση.
Ο απεγκλωβισμός του ανθρώπου από την κενή λατρεία
Η Χριστοκεντρική απολύτρωση του ανθρώπου και η κατάκτηση της αθανασίας του, τον οδηγούν στη Θεία ζωή. Η πορεία του, διαμέσου της ζωής προς την αθανασία, είναι επίπονη και δραματική. Πρώτος διδάξας, ο ίδιος ο Θεάνθρωπος. Οφείλει ο άνθρωπος, να προσπεράσει τις μηδενιστικές δυνάμεις και ως κατ΄ εικόνα και καθ ομοίωση του Θεού, να γίνει κατά χάρη Θεός. Η παραπάνω πορεία ξεκινά από τις πρώτες στιγμές της καρποφορίας του Αγίου Πνεύματος.
Η καθ΄ εαυτού λατρεία και οι προσκείμενες τελετές σ΄αυτή, δεν θέτουν καμία προϋπόθεση από μόνες τους όπως συμβαίνει στην αρχαιοελληνική φιλοσοφία της θρησκείας για καρποφορία του Αγίου Πνεύματος και πολλές φορές μάλιστα δρουν ως τροχοπέδη στην αληθινή κατάκτηση της αθάνατης ζωής. Εφ΄όσον δεν προοδεύει η βούληση, ούτε αναδεικνύεται το φως του Θείου κάλους, απλά και μηχανικά, δίχως ουσιαστική ταύτιση με το Θείο, απομακρύνεται από τον Θεό, κυριαρχείται από στασιμότητα, και αναπαριστά διαχρονικά, θρησκευτικά έθιμα, που ουδόλως πνευματική αξία διαθέτουν.
Στην διήγηση της Γένεσης, ο άνθρωπος κατόπιν παραπλάνησής του, από την αρχέτυπη εικόνα του κακού, έχασε την αθανασία του σώματος, το οποίο εις το εξής καταδικάστηκε να φθείρεται με την πάροδο του χρόνου, έως την πλήρη διάλυσή του με τον θάνατο. Γι αυτό το λόγο και σύμφωνα με την χριστοκεντρική διδαχή, ο άνθρωπος είναι κτιστή ύπαρξη, δηλαδή, ύπαρξη θνητή.
Η έννοια της αθανασίας έρχεται με απόλυτη χρονική απροσδιοριστία και είναι άρρηκτα συνδεδεμένη, τόσο με την «θεία θέληση», όσο και με την μετάνοια κατά την διάρκεια της ζωής, δεδομένου ότι, «εν τω άδη ούκ έστι μετάνοια» Μόνο η αγάπη του Θεού, ως υπαρκτική πραγματικότητα που ενεργεί στον άνθρωπο, δύναται να «μεταγγίσει» την αθάνατη ατελεύτητο ζωή. Η ενεργοποίηση της ανθρώπινης υπόστασης από την Θεία χάρη, μετά τον θάνατο, αναλόγου της μετανοίας και του πνευματικού κόπου που προέβαλε κατά την διάρκεια της ζωής του, θα αμειφθεί με αγαπητική κατάφαση, ή με αρνητικά διαμορφωμένη «ποιότητα διαθέσεως» , ξεκάθαρο μήνυμα ύπαρξης του παραδείσου και της κολάσεως.
Επειδή η άγνοια και η αδυναμία του ανθρώπου, να κατανοήσει το υπερβατικό ως κατάσταση εκτός του χώρου, χρόνου, και της ατομικής οντότητας, είναι δεδομένη, σε συνδυασμό ότι ουδείς επέστρεψε από την «αιώνια ζωή», άρα, ερμηνευτική επάρκεια αυτής δεν υπάρχει, μένουμε στην κλήση που απηύθυνε ο Χριστός στον άνθρωπο για να υπάρχει σε σχέση μαζί του, ότι προθεσμία υπάρχει, έως το τέλος της θνητής ζωής, για την επιλογή της αιώνιας σωτηρίας.
Αν αντιπαραθέσουμε την παραπάνω Χριστοκεντρική πρόταση, με την έννοια της μετάνοιας στην αρχαιοελληνική αθανασία, θα οδηγηθούμε σε διαφορετικές κατευθύνσεις. Λαμβάνουμε ως εμπεριστατωμένη φιλοσοφική άποψη, εκείνη του Πλάτωνα, όπου θεωρεί, ότι η ψυχή υπήρξε πριν τη σύλληψη – γέννηση του εμβρύου στη μήτρα της γυναίκας και διασώζεται μετά την επιστροφή του σώματος στη μήτρα της γης. Η δε ψυχή ως αθάνατη, υποβάλλεται σε διαδοχικές μετενσαρκώσεις της, διαμέσου του σωματικού θανάτου και της φθοράς, προκειμένου να πληρώσει το «αρχέγονο Άγος». Ο Πλάτων παρόλο που αντιλαμβάνεται κάποια μορφή «αρχέγονης παράβασης» από τον άνθρωπο εναντίον της ψυχής του, όμοια με εκείνη της εβραιοβιβλικής πτώσης δεν μπορεί να προσεγγίσει ούτε να αντιληφθεί την σχέση του ανθρώπου με το Θείο, λόγω της υπερβατικότητας της σχέσεως, συνεπώς ερμηνεύει την εσωτερική ανάγκη για μετάνοια, με τον υπέρτατο νόμο της φυσικής τάξης, όπου οι αλλεπάλληλες μεταπτώσεις από την ζωή στο θάνατο του σώματος η ψυχή κάθε «κακή όδευση» ώστε ανανεωμένος μέσα από την μετενσάρκωση του, ο άνθρωπος μετανιωμένος να αποκτήσει την αθανασία.
Στην παραπάνω πραγματεία του ο Πλάτων, στην προσπάθειά του να αποδώσει πλήρη ερμηνεία της αθανασίας, στα αρχαιοελληνικά πρότυπα, υποχρεώνει τον άνθρωπο να χάσει την ελευθερία της βούλησης να επιλέξει ανάμεσα στο καλό και το κακό, δεδομένου ότι, οι αλλεπάλληλες και διαδοχικές μετενσαρκώσεις, οδηγούν τον άνθρωπο επιτακτικά στην μεταθανάτια ευδαιμονία. Το παραπάνω αποτέλεσμα, κάθε άλλο, παρά χριστοκεντρικό νόημα παρουσιάζει. Η θέση του Χριστιανισμού, προωθεί και διδάσκει την ελεύθερη βούληση και επιλογή. Αφού επιλέξει το δρόμο της αλήθειας, ο άνθρωπος μεταβάλλεται σε ποιητική ενσάρκωση του υπερκείμενου Θεϊκού προτύπου του. Το καλό και το κακό προϋπάρχουν, είναι δεδομένα και διαδεδομένα στο σύμπαν, και από την διδασκαλία του Χριστού, πολλάκις διδαχθέντα. Η επιλογή στην κρίση του ανθρώπου.
Η επιβεβαίωση της αθανασίας, με την ενσάρκωση του Θεού
Η πρόσκαιρη ζωή του ανθρώπου, αν και αποτέλεσε πηγή χαράς και εμπνεύσεως όλων των κοινωνιών και των Θρησκευτικών συστημάτων, αναζήτησε ως θεμελιώδη επιδίωξη, την ολοκλήρωση της στο «αθανατίζειν». Δεν είναι εύκολη η προσέγγιση της αθανασίας, δίχως υπερβατικές παραδοχές. Η Χριστιανική αντίληψη έχει ξεκάθαρη θέση επ΄ αυτού, που πηγάζει και επιβεβαιώνεται από την ενσάρκωση του Χριστού. Η κατ εικόνα και ομοίωση του ανθρώπου προς το Θεό γίνεται πράξη, όπου ο Θεός παίρνει μορφή και προσδίδει αξία στην ύλη, αφού αποκαλύπτει την προσωπική ετερότητα του Δημιουργού. Η ενσάρκωση του Χριστού έχει σαν επακόλουθο την μετέπειτα ανάσταση Του, δίδοντας την προσδοκία στον άνθρωπο για την δική του ανάσταση, μετά τον θάνατό του. Ο θάνατος του ανθρώπου, όπως και Του ενσαρκωμένου Θεού, δεν δύναται να παραβληθεί με τον θάνατο που προσδοκεί ο άνθρωπος στην αρχαιοελληνική περίοδο. Ο Σωκράτης, όταν εξέθετε τα επιχειρήματά του υπέρ της αθανασίας, ανάφερε τον θάνατο, ως μέγα απελευθερωτή της ψυχής. Κύρια άποψη του ήταν ότι η ψυχή περιορίζεται εντός του σώματος ο θάνατος την απελευθερώνει από την φυλακή, επομένως, όποιος φοβάται τον θάνατο, αποδεικνύει εμπράκτως, ότι αγαπά τον κόσμο του σώματος και περιφρονεί την μετέπειτα αθανασία. Γι αυτό και κατά την θανάτωσή του, πιστεύοντας ακράδαντα στη παραπάνω αρχαιοελληνική φιλοσοφική απολύτρωση, οδηγείται στο θάνατο με περίσσια γαλήνη, ευχαρίστηση και προσδοκία για απελευθέρωση της ψυχής του από το πολυβασανισμένο σώμα του.
Ας δούμε τον θάνατο, ως ενδιάμεση θέση μεταξύ εγκόσμιας ζωής και αθανασίας, σύμφωνα με την Χριστοκεντρική άποψη, και συγκεκριμένα ας δούμε, πως πεθαίνει ο ίδιος ο Ιησούς. Στη Γεσθημανή, γνωρίζει πώς ο θάνατος βρίσκεται πλέον ενώπιων του, και όπως γράφει ο Ευαγγελιστής Μάρκος αρχίζει να τρέμει και να έχει άγχος. Ο Ιησούς όχι μόνο βιώνει τον θάνατο ως άνθρωπος, αλλά μοιράζεται και τον φυσικό φόβο έναντι του θανάτου. Ενός θανάτου που δεν συνάδει με της αρχαιοελληνικές εκφράσεις του Σωκράτη, αλλά και του Πλάτωνα μεταγενέστερα, «εκθαμβείσθαι» και «αδήμονείν» για τον θάνατο και την ελευθερία της ψυχής και την κατάκτηση της αθανασίας. Ενός θανάτου που αποτελεί έσχατο εχθρό του Θεού .Ο θάνατος κατά τους συνοπτικούς ευαγγελιστές, είναι ολοκληρωτικός θάνατος και αποτελεί το τελευταίο στάδιο πριν ο Θεός προσκαλέσει τον άνθρωπο προς την αθανασία. Η πίστη στην αθανασία της ψυχής δεν αποτελεί επαναστατικό αγώνα, πολύ δε περισσότερο αναγκαίο επακόλουθο της φύσης. Είναι η έγκλιση, από τον Δημιουργό στη ζωή, για μια νέα πράξη, θείας δημιουργίας.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αντωνοπούλου – Τρεχλή, Ζ. Ἀπὸ τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ πόλιν στὴ βυζαντινὴ οἰκουμένη (Ἀθήνα: Ἐκδόσεις Ἁρμός, 2004)
Γιανναρᾶ, Χ. Τὸ αἴνιγμα τοῦ κακοῦ (Ἀθήνα: Ἐκδόσεις Ἴκαρος, 2008)
Ζηζιούλα, Ι. Ἐλληνισμὸς καὶ Χριστιανισμός (Ἀθήνα: Ἐκδόσεις Ἀποστολικῆς Διακονίας, 2008)
Ματσούκα, Ν. Ἱστορία τῆς φιλοσοφίας μὲ σύντομη εἰσαγωγὴ στὴ φιλοσοφία (Θεσσαλονίκη: Ἐκδόσεις Π. Πουρναρᾶς, 2002)
Ματσούκα, Ν. Τὸ πρόβλημα τοῦ κακοῦ (Θεσσαλονίκη: Ἐκδόσεις Π. Πουρναρᾶς, 1986) 113-127.
Ματσούκα, Ν. Δογματικὴ καὶ συμβολικὴ θεολογία, Τόμ. Β’ (Θεσσαλονίκη: Ἐκδόσεις Π. Πουρναρᾶς, 1988) 524-539.
Κείμενα του Παν. Μαρίνη από το περιοδικό «EΛΛHNIKON ΠANΘEON»
Ο Σωκράτης « η δισχιλιοστή τετρακοσιοστή επέτειος από τον θάνατό του/ Θεοχάρη Χ Κεσσίδη
Erwin Rohde His Psyche(1890-1894) /chp: the idea of future life /The International Library of Philosophy