Υπό του Χατζηστυλιανού Ευστρατίου
Αθήνα 2009
H Θεολογία κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας , συνδέεται στενά με την εκκλησιαστική πνευματικότητα, δηλαδή, με την πνευματική εμπειρία και ζωή της Εκκλησίας. Είναι τόσο ιδιαίτερη η σχέση τους μέσα στην ορθόδοξη παράδοση, που δεν μπορούμε να νοήσουμε τη μία ανεξάρτητα από την άλλη. Η ορθόδοξη θεολογία αποτελεί τη θεωρητική έκφραση της ορθόδοξης πνευματικότητας, όπως ακριβώς και η ορθόδοξη πνευματικότητα, αποτελεί την πρακτική βίωση του περιεχομένου της ορθόδοξης θεολογίας. Αυτή την στενή αλληλένδετη σχέση, Θεολογίας και Πνευματικότητας, που είναι διάχυτη μέσα στην ορθόδοξη παράδοση, τονίζουν οι ησυχαστές Πατέρες, θεωρώντας την πνευματική ζωή ως θεμελιώδη προϋπόθεση της αληθινής θεολογίας.
Την αφορμή στη έριδα γύρω από τον ησυχασμό, που κλόνισε την σχέση ανάμεσα στην ανατολική και δυτική εκκλησία, την έδωσε ο Έλληνας μοναχός Βαρλαάμ ο Καλαβρός (από την Καλαβρία της Ιταλίας, 1290-1348).Τα επιχειρήματα του Βαρλαάμ, ως εκφραστής της Δυτικής εκκλησίας, δείχνουν καθαρά ότι η σκέψη του, βρίσκεται κοντά στην ελληνική Φιλοσοφία και θέλει να στηρίζεται, σε φυσικά, λογικά επιχειρήματα. Από την άλλη πλευρά, η ανατολική εκκλησία με κύριο εκφραστή της τον Γρηγόριο Παλαμά, αντλεί τα επιχειρήματά της από τη βυζαντινή παράδοση, η οποία διακρίνει στο Θεό, ουσία και ενέργεια, διαφοροποιεί τη φιλοσοφία από την θεολογία και αποκαλύπτει τη δυνατότητα και τον τρόπο θεώσεως, οριοθετώντας τη σχέση κτιστού και Ακτίστου.
Ο Ησυχασμός ως όρος, αποτελεί επινόηση της δυτικής Εκκλησίας. Στην Ορθοδοξία δεν χρησιμοποιείτε, αφού δεν πρόκειται περί ησυχαστικού κινήματος, άλλα περί “ιερώς ησυχαζόντων ”. Κατά τα τέλη του 13ου ή τις αρχές του 14ου αιώνα ο μοναχός Γρηγόριος Σιναΐτης εισήγαγε στο Άγιο Όρος την Ησυχία , τον ανώτερο δηλαδή βαθμό της μοναστικής ζωής.
Ως σύντομη ανάλυση του ησυχασμού, με την πλέον ορθόδοξη προσέγγιση του, προσδιορίζουμε την ύπαρξη των ησυχαστών, οι οποίοι υπήρξαν μοναχοί όπου υποστήριζαν ότι με τη συνεχή νοερή προσευχή, ο κάθε πιστός που έχει αγνή καρδιά μπορεί να έρθει σε κοινωνία με το Άκτιστο Φως του Θεού, το Φως που έλαμψε στο όρος Θαβώρ κατά την Μεταμόρφωση του Σωτήρος. Με τη συνεχή καρδιακή προσευχή, με την συγκέντρωση του πνεύματος στην καρδιά και την απομάκρυνσή του από οτιδήποτε δεν έχει σχέση με τον Θεό, οι ησυχαστές καταφέρνουν να δουν το Άκτιστο Φως, ένα δυνατό φως που τους γεμίζει χαρά.
Οι ησυχαστές στο Άγιο Όρος προχωρώντας λίγο παραπάνω, αναζήτησαν τη Θέωση αφιερώνοντας ψυχή , πνεύμα και σώμα στον Πάνσοφο δημιουργό. Έθεσαν το σώμα τους στη διάθεση της νοερής προσευχής, τοποθετώντας αυτό, σε ορισμένη στάση, κατά την ώρα της προσευχής, η οποία στάση, βοηθούσε να φτάσουν στην εκστατική αγάπη, που με τρόπο άμεσο και όχι προοδευτικό, τους έφερνε στην ποθητή ένωση με το Θεό. Κατά την ιερή διαδικασία, έπρεπε να προσηλώνουν την προσοχή τους προς τη θέση της καρδιάς. Η ένωση με το Θεό, γίνεται όταν το πνεύμα πετύχει να προσελκύσει το νου στο βάθος της καρδιάς, τον στραγγαλίσει, του απαγορεύει τη συνήθη κίνησή του προς τα εξωτερικά αντικείμενα και από την «Βαβυλώνα τον επαναφέρει στη Σιών ». Μόνο η ενέργεια της καρδιάς οδηγεί στην καθαρή αλήθεια, γιατί είναι ενέργεια απλή και καθαρή, χωρίς καμιά μορφή, δώρο της θείας χάριτος. Η κίνηση για το μυστικό έρωτα προς το Θεό, αντί- διανοητική από την αρχή, τονίζει τώρα όλο και περισσότερο το ρόλο της καρδιάς, του αισθήματος. Όλο και περισσότερο, διευρύνεται η περιοχή που άνοιξε η ευαγγελική εντολή για την αγάπη, και πάει να αγκαλιάσει όλη τη ζωή του ανθρώπου. Και, όπως ήταν φυσικό, οι καλύτεροι αποδέκτες του ευαγγελικού κηρύγματος στάθηκαν οι μοναχοί της ορθοδοξίας .
Αδιάκοπα αντιπαραθέτουν, οι ησυχαστές στο λόγο, τον νου και την καρδιά. Όταν η καρδιά στραγγαλίσει το νου, εξασφαλίζει τη γνώση των αρχών και την ορθή εκτέλεση των θείων εντολών.
Με την επιμονή σ' αυτό το είδος της θεωρίας και της προσευχής οι μοναχοί του Αγίου Όρους φτάνουν να βλέπουν γύρω τους ένα δυνατό φως, που τους πλημμυρίζει με άρρητη χαρά. Το φως αυτό είναι το ίδιο το άκτιστο φως του Θεού, ξεχωριστό από την ουσία του Θεού, με την ίδια φύση, με το φως που θάμπωσε τα μάτια των Αποστόλων στο Όρος Θαβώρ κατά τη μεταμόρφωση του Σωτήρος.
Ο Ησυχασμός αποτελεί συνέχεια θέσεων Ελλήνων Πατέρων της αρχαίας Εκκλησίας, με πρώτο τον Άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη που υποστήριζε την ύπαρξη ενός κρυφού φωτός το οποίο βλέπουν οι άξιοι. Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς έλεγε ότι ο φωτισμός επιτυγχάνεται δια της αγνότητας .
Παρόμοιες ιδέες αλλά με διαφορετική ορολογία αναφέρει και ο Μάξιμος. Ο Συμεών ο νέος Θεολόγος δογμάτισε το Θείο Φως: η θεοπτία και η επακόλουθη ένωση με το θείο, είναι πρωταρχικός στόχος για κάθε Χριστιανό, για του οποίου την επίτευξη χρειάζεται συστηματική προεργασία που περιλαμβάνει το βάπτισμα, την ασκητική ζωή, την ειλικρινή μετάνοια και τη συμμετοχή στα Ιερά Μυστήρια .
Αυτή η διδαχή αποτέλεσε τη βάση των Αγιορειτών Ησυχαστών. Αργότερα, τον 19ο αιώνα, οι κύριοι εκπρόσωποι των Ησυχαστών στην Ορθόδοξη Θεολογία ήταν ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο Ευγένιος Βούλγαρης και ο Αθανάσιος Πάριος. Ο Ησυχασμός των μοναχών της ορθοδόξου εκκλησίας, αποτέλεσε την πεμπτουσία της Ιεράς ορθόδοξης παράδοσης, που περικλείει και εκφράζει ο όρος Ορθοδοξία. Έξω από την ησυχαστική παράδοση, που με τόσο κόπο και αγώνα ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς υποστήριξε, η ορθοδοξία χάνει την ταυτότητά της, είναι αδιανόητη, σχεδόν ανύπαρκτη Ο Ησυχασμός νοείται κυρίως ως πορεία προς τη θέωση του ορθόδοξου μοναχού, σε ένα δύσκολο μα συνάμα ξεχωριστά μοναδικό θείο μονοπάτι. Δεν αποτελεί τμήμα της καθημερινότητας του ορθόδοξου Χριστιανού, μιας και η κατάκτηση του, είναι έργο δύσκολο και συνάμα μοναχικό, αλλά η πορεία Θέωση ανθρώπου και άμεσης επικοινωνίας με το θείο, διέρχεται μέσα από τον ησυχασμό. Ως ασκητική θεραπευτική αγωγή, είναι η καρδιά της Ορθοδοξίας από την εποχή των Αποστόλων και εξαπλώθηκε σε όλη την Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Αυτή είναι η υπεύθυνη διαπίστωση του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά. Στο πλαίσιο της εμψυχωμένης από τον Ησυχασμό παραδόσεως είναι δυνατόν να κατανοηθεί και να ερμηνευτεί έγκυρα η εθνική, κοινωνική, πολιτιστική και πολιτική –ακόμη- ιστορία της Ρωμιοσύνης.
Ο ασκητικός όρος, η «ησυχία» έχει κατεξοχήν υπαρξιακό και βιωματικό περιεχόμενο. Αναφέρεται στην εσωτερική ειρήνη που δύναται να αποκτήσει ο άνθρωπος, μέσα από την θεία χάρη και την προσωπική ασκητική ζωή. Εγκαθίσταται δε σ' αυτόν, όταν δει, και αφαιρέσει το «ειδεχθές προσωπείον» του, που δημιουργήθηκε από την περιπλάνηση του νου . Η ησυχία συνδέεται άρρηκτα με την κάθαρση του νου, την πνευματική εγρήγορση, και την βιωματική εμπειρία όλων εκείνων των καταστάσεων, που πραγματώνονται στη νήψη κατά πνευματικό και ανέκφραστο τρόπο. .Έχει δε εξωτερικά χαρακτηριστικά, όπως πραότητα και αγαλλίαση, τα οποία περιβάλουν έντονα τον μοναχό, που αποκτά αυτόν τον ανώτερο βαθμό της μοναστικής ζωής. Έργο του ησυχαστή είναι να διατηρεί της καρδία και την ψυχή του αμόλυντη διατηρώντας ταυτόχρονα, την πνευματική καθαρότητα και την μυστηριακή ζωή. Με την τήρηση των εντολών αποβάλλει ο ησυχαστής τον νόμο της αμαρτίας και εισάγει στον εαυτό του την εποπτεία του νου. Το θέμα των αισθήσεων που τόσο σημαντικό ρόλο διαδραματίζει στην ησυχαστική ζωή, επικεντρώνεται στην εγκράτεια, ενώ το παθητικό της ψυχής κυριαρχείται από την αγάπη και το λογιστικό από την νήψη .
Η ζωή του ησυχαστή, το Θείο Φώς ως το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα
Η ζωή του ησυχαστή είναι απλοϊκή, όπως ορίζει άλλωστε ο ορθόδοξος μοναχικός βίος . Δίχως μέριμνες, απαλλαγμένος, το δυνατόν, από κάθε σχέση αποσπάσεως του νου. Με την αδιάλειπτη προσευχή ενώνει το νου του με τον Θεό και συγκεντρωμένος εξολοκλήρου στον εαυτό του, βρίσκει άμεση δίοδο με σκοπό την άνοδο προς τον ουρανό. Προσηλώνοντας το νου του, γεύεται «ανέκφραστη ηδονή», βιώνει τέλεια και γλυκύτατη γαλήνη, και πραγματική ησυχία. Και έτσι, αφού παραδοθεί στον Θεό, βλέπει την δόξα του Θεού και εποπτεύει το θείο φως . Ο απώτερος σκοπός της ησυχαστικής ζωής είναι να γίνει ο άνθρωπος ένα με την Τρισυπόστατη Μονάδα - σύμφωνα με την αρχιερατική προσευχή του Χριστού, όπως δηλαδή εκείνος ήρθε σε κοινωνία και ενότητα με την ανθρώπινη φύση, χωρίς να απομακρυνθεί από την δική του Τριαδική Μονάδα. Για τους παραπάνω λόγους, η ησυχαστική ζωή αξιολογείται ως η υψηλότερη μορφή του ασκητικού βίου, ενώ ο Ησυχασμός ως το ακριβέστερο τμήμα της Εκκλησίας, αφού στο πλαίσιό του βιώνεται κατεξοχήν η κορυφαία πνευματική εμπειρία του άκτιστου φωτός, ως θεοπτία.
Το θείο Φώς
Ο Χριστός κατά την ιστορική παρουσία του στη γη, φανέρωσε στους επίλεκτους των μαθητών του την άκτιστη θεότητα του, με την μεταμόρφωσή του στο Θαβώρ. Αυτή η θεία χάρη μετεπήδησε από την αγιότητα του Χριστού στους εκλεκτούς μαθητές του, και αποτέλεσε τη επαγγελία του Αγίου Πνεύματος, την οποία έλαβε από τον Πατέρα ο Υιός και χάρισε στους πιστούς του. Είναι το Πνεύμα του Χριστού, το Πνεύμα του Θεού, το Πνεύμα το Άγιο. Στο εξής το πνεύμα το Άγιο, η άκτιστη Χάρη υπάρχει αδιαλείπτως στον πιστό και τον καθοδηγεί προς την σωτηρία του κατά ποικίλους τρόπους, ενώ το θείο φως της, λάμπει σ' αυτόν άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο . Το φως αυτό γίνεται θεατό πνευματικά με την νοερά αίσθηση και αποτελεί την αχώριστη δόξα και λαμπρότητα της θείας φύσεως. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, αναφέρει στο λόγο του , ότι το Θείο Φώς γίνεται αντιληπτό με την νοερά αίσθηση. Είναι δε «ενυπόστατο», δεν έχει δηλαδή δική του υπόσταση, συνεπώς γίνεται λόγος για έλλαμψη υποστατικού φωτός στις ψυχές των πιστών, που ενεργεί σ' αυτές δίχως να χωρίζεται από το Άγιο Πνεύμα.
Κάθε λοιπόν μοναχός ησυχαστής, αυτό το Θείο φώς αναζητά, για εκείνο μονοπωλεί την σωματική και ψυχική του ύπαρξη, δίχως να προσδοκά κομμάτι από τα εγκόσμια. Πως άλλωστε θα μπορούσε άνθρωπος μετά από αυτό το άμεσο επίπεδο επικοινωνίας με τον πανάγαθο Κτίστη να μπορέσει να βρει νόημα σε οτιδήποτε άλλο ;
Ο λόγος περί ησυχασμού εκ των πραγμάτων αποτελεί μείζων κεφάλαιο της Ορθοδοξίας, και έχει επεξηγηθεί υπέρλαμπρα, πρωτίστως από Άγιους Πατέρες του δόγματος καθώς και από απλούς Μοναχούς που έχουν βιώσει το «Θείο Φώς». Για ένα κοινό ορθόδοξο Χριστιανό, για έναν ερευνητή όσο και να μυηθεί στη θεία γνώση, αφού η αυτή εμπειρία παραλείπεται, θα αποτελεί μόνο παραλήρημα γνώσης, πιθανόν και ευσεβής πόθος. Η όλη πορεία του ωστόσο ως θεολογικό γεγονός, από τις αρχές του 14ου αιώνα έως και σήμερα και ιδιαίτερα την περίοδο της τουρκοκρατίας και της φραγκοκρατίας μετέπειτα, αποτέλεσε φάρο αληθείας και υπομονής προς το ορθόδοξο δόγμα. Η ησυχαστική παράδοση ενίσχυσε την ευσέβεια, διαμέσου της νοερής προσευχής και προσέδωσε στον ορθόδοξο Χριστιανό, παρόλη την σωματική και πνευματική υποδούλωσή του θεία δύναμη και υπομονή. Και αν ερμηνεύσουμε τα λόγια του Αποστόλου Παύλου «προσεύξομαι τω πνεύματι προσεύξομαι δε και τω νου».. «ψαλώ τω πνεύματι, ψαλώ δε και τω νου» καταλήγουμε στην πλήρη ταύτιση από πλευράς μεθοδολογίας, της αρχαίας χριστιανικής πίστης με την Βυζαντινή παράδοση. Η ταύτιση αυτή αρχίζει και τελειώνει στην «νοερά προσευχή», την καρδιά του ησυχασμού αλλά και όλης της αρχαίας χριστιανικής πίστης.
Είναι φανερό ότι η φαινομενική πρόοδος την οποία η ορθόδοξη εκκλησία υποχρεώθηκε να ακολουθήσει, οδήγησε στην εγκατάλειψη του Ησυχασμού και στη στροφή στη μεταφυσική θεολόγηση. Μετά την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους, ως τελευταίο προπύργιο της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και συνεπώς εκφραστής της Ανατολικής ορθοδόξου Χριστιανικής Θρησκείας, απελευθερώθηκε μεν από τη δουλεία της Τουρκίας , αλλά όχι και από εκείνη της Δύσης. «Με την εκδίωξη των ησυχαστών από την ιδεολογία του νεοελληνισμού και την επικράτηση του κοραϊσμού, η κάθαρση αντικαταστάθηκε με την ηθική και ο φωτισμός με την κατήχηση. Έτσι, οι ησυχαστές πνευματικοί Πατέρες αντικατεστάθησαν από «ηθικολογούντες», οργανωτές ηθικών συναντήσεων, που φόρτωσαν τους νέους, με ηθικό και φιλοσοφικό σύστημα. Έτσι, οι βίοι των Αγίων κατάντησαν είδος μυθολογίας» Ο Ησυχασμός εκτοπίσθηκε από τον μεταφυσικό στοχασμό και τον δογματισμό στο χώρο της θεολογήσεως, αλλά και από τον ευσεβισμό στο χώρο της λαϊκής θρησκευτικότητας. Τα μοναστήρια έχασαν, το αληθινό θεραπευτικό νόημά τους, υποκαθιστάμενα από κοσμικά ιεραποστολικά σχήματα, με το αίτημα να μεταβληθούν και αυτά σε κέντρα δράσεως δια κοινωφελείς σκοπούς.
Λόγοι που καθιστούν τον ησυχασμό, θεολογική έριδα μεταξύ των δυο Εκκλησιών
Τον 14ο αιώνα έλαβε χώρα, η πρώτη σε βάθος αντιπαράθεση, μεταξύ Ανατολής και Δύσεως, στο χώρο της εκκλησιαστικής-θεολογικής παραδόσεως. Για πρώτη φορά δόθηκε η ευκαιρία, να τεκμηριωθεί η ριζική διαφοροποίησή της ανατολικής και δυτικής εκκλησίας και το ασύμπτωτο μεταξύ τους.
Η χρονολογική τοποθέτηση των ησυχαστικών ερίδων, δύναται να χωρισθεί σε τρείς φάσεις . Κατά την πρώτη περίοδο (1336-1341), όπου γίνεται αισθητή η φιλοσοφική τοποθέτηση του μοναχού Βαρλαάμ εναντίον του ησυχασμού και των εκφραστών του, την δεύτερη περίοδο (1341-1347), όπου διαμέσου του εμφυλίου πολέμου τοποθετείται η εμφάνιση ενός νέου αντί -ησυχαστή του Γρηγορίου Ακινδύνου και τέλος την τρίτη περίοδο (1347-1368), όπου ο Νικηφόρος Γρηγοράς αναλαμβάνει να πολεμήσει για ακόμη μια φόρα, τον ησυχασμό. Είναι ιστορικά αποδεκτό , ότι και στις τρείς περιόδους των ησυχαστικών ερίδων, σημειώθηκε θρίαμβος των ησυχαστών, με τον πιο πανηγυρικό τρόπο, δικαίωση του Γρηγορίου Παλαμά ,και εδραίωση της «Ιερής Ησυχίας», ως ζωντανή έκφραση και συνέχεια της ορθόδοξης παράδοσης.
Η έριδα μεταξύ ανατολικής και δυτικής εκκλησίας
Το ζήτημα του ησυχασμού, τοποθετείται αρχικά στο επίκεντρο, από τις παρεμβάσεις του Βαρλαάμ, ενός μοναχού από την Καλαβρία με ελληνική καταγωγή ο οποίος ασπάζεται μεν την Ορθοδοξία, αλλά στην πραγματικότητα φέρει σαν πρόταση την αρχαία ελληνική φιλοσοφία. Σε αυτό το σημείο, βρίσκεται η αρχή της σύγχυσης γύρω από την ενόραση του θείου φωτός, τις αντιρρήσεις του Βαρλαάμ γύρω από το θέμα και όλα τα συνεπακόλουθα που χαρακτηρίζουν τις ησυχαστικές έριδες τον δέκατο τέταρτο αιώνα. Ο Αριστοτέλης είχε ασκήσει μοναδική επίδραση στη σκέψη των δυτικών, που από τον 11ο αιώνα άρχισε να διαμορφώνεται φιλοσοφικά και να παρουσιάζει μια στροφή της δυτικής εκκλησίας, προς την αρχαιοελληνική Φιλοσοφία. Η δυτική εκκλησία, είδε τον Αριστοτέλη, ως τον μόνο μεγάλο φιλόσοφο που με απόλυτη μεθοδικότητα, συνέταξε τη δική του φιλοσοφία, τη μόνη αληθινή η οποία ταυτιζότανε κατά τους δυτικούς, με την χριστιανική διδασκαλία. Είναι η φιλοσοφία την οποία και σήμερα αποδέχεται η Καθολική Εκκλησία ως επίσημη χριστιανική φιλοσοφία.
Το ενδιαφέρον των δυτικών έφερε την εποχή εκείνη, τον Βαρλαάμ στην Κωνσταντινούπολη. Μελέτησε τον Ευκλείδη και έγραψε αριθμητική σε βιβλία. Μελέτησε και έγραψε ενδιαφέρον έργο για τους Στωϊκούς. Η επιρροή της φιλοσοφίας στη σκέψη του, ήταν μεγάλη και έχοντας υπερβολική εμπιστοσύνη στον εαυτό του, δημιούργησε μεγάλο θόρυβο στο Βυζάντιο, όπου επιθυμούσε, να προξενήσει την εντύπωση ότι η σοφία των δυτικών, τους οποίους οι Βυζαντινοί εξακολουθούσαν ακόμη να θεωρούν βαρβάρους, ήταν ανώτερη. Η όλη πορεία του Μοναχού Βαρλαάμ, αντικατοπτρίζει εκτός των πολιτικών και κοινωνικών διαφορών που αρχίζουν να σκιάζουν τις σχέσεις ανατολής και δύσης, την ύπαρξη διαφορετικής θεολογικής γραμμής μεταξύ των πατέρων της ορθόδοξης θεολογίας, με την αντίστοιχη των σχολαστικών της δύσης.
Θεολογικό το ζήτημα μεταξύ ανατολής και δύσης
Η σύγκρουση και η αναμέτρηση ησυχαστών και αντιησυχαστών κατά το 14 αιώνα, έδωσε μια μοναδική ευκαιρία να αναδυθεί, το ήδη υπάρχον θεολογικό ζήτημα μεταξύ της ανατολικής και δυτικής εκκλησίας, σε ότι αφορά την θεολογική μεθοδολογία. Τα πολλά κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα που υπήρχαν εκείνη την εποχή επισκίαζαν το θεολογικό ζήτημα που προϋπήρχε. Ο ησυχασμός αποτέλεσε την αφορμή να έρθει στην επιφάνεια και να διαχωριστεί η διπλή θεολογική μεθοδολογία των πατέρων της ορθόδοξης Εκκλησίας , με την επιστημονική και φιλοσοφική θεολογίας της Δύσης.
Υπάρχουν σαφή όρια μεταξύ θεολογίας και επιστήμης. Η θεολογία ασχολείται με τον Θεό, τί είναι ο Θεός και πώς κανείς μπορεί να φθάσει στην κοινωνία μαζί Του, ενώ η επιστήμη ασχολείται με τον κτιστό κόσμο και ενδιαφέρεται κυρίως για την πορεία του κόσμου. Η θεολογία, όσο και η επιστήμη, κινούνται σε διαφορετικά επίπεδα, κατά συνέπεια, δεν μπορεί να υπάρξει καμιά σύγκρουση μεταξύ θεολογίας και επιστήμης, ούτε μεταξύ θεολόγων και επιστημόνων. Η σύγκρουση έγινε ιστορικά στην Δύση, όταν ταυτίστηκε η μεταφυσική με την θεολογία. Άλλο είναι το περιεχόμενο της μεταφυσικής, σύμφωνα με την οποία υπάρχει ο αγέννητος κόσμος των ιδεών , από τον οποίο προήλθε ή εκ πτώσεως ή εξ απορροής ο κόσμος, και άλλο είναι το περιεχόμενο της αποκαλυπτικής θεολογίας. Όταν λοιπόν στην Δύση, ταυτίστηκε η μεταφυσική με την θεολογία και όταν μάλιστα η ανάπτυξη των φυσικών επιστημών είχε σαν αποτέλεσμα να κλονισθούν τα θεμέλια της μεταφυσικής, τότε χτυπήθηκε και η θεολογία, που είχε ταυτισθεί με την μεταφυσική.
Η θεολογική πρόταση της Δυτικής εκκλησίας
Το θεολογικό ατόπημα της Δύσης, την οδήγησε στο συμπέρασμα, ότι η αλήθεια, είτε η ανθρώπινη είτε η θεία, είναι μία και ενιαία. Για αναζήτηση του Θεού, προχωρεί κανείς με την πίστη, μέσω της φιλοσοφίας και της Γραφής, στη λογική σύλληψη της αποκαλύψεως. H προτεραιότητα δίνεται στη διάνοια, όχι μόνο στη φυσική, αλλά και στην υπερφυσική γνώση . Τα λόγια των θεουργών καθώς και η σοφία που περικλείεται σε αυτά, πρωτίστως αποβλέπουν στον ίδιο σκοπό με εκείνον στον οποίο αποβλέπει η φιλοσοφία, (Η αρχαία Ελληνική Φιλοσοφία και ιδιαίτερα οι Φιλοσοφικές προσεγγίσεις του Αριστοτέλη) που προέρχεται από τα κοσμικά μαθήματα και είναι η εύρεση της αληθείας. Έτσι, ισχυριζόταν ότι μία είναι η αλήθεια, αφού αυτή η αλήθεια δόθηκε στους Αποστόλους, ενώ εμείς την αποκαλύπτουμε και την διαφυλάττουμε με επιμέλεια.
Η φιλοσοφία του Αριστοτέλη κάλυψε τα Θεολογικά κενά των Δυτικών και από την άλλη πλευρά, η Χαρισματική Θεολογία η καρδία της ορθόδοξης θεολογίας, αποτέλεσε για την δυτική εκκλησία, πνευματική θεολογία στηριγμένη στην απλή ορθόδοξη Μοναχική ζωή .
Το περιεχόμενο της ορθοδόξου πίστεως, η διπλή θεολογική γραμμή των ορθοδόξων πατέρων
Η θέση των πατέρων της ορθόδοξης Θεολογίας είναι διπλή μεν, αλλά ξεκάθαρη και σαν θεολογικό σκοπό έχει την θεογνωσία. Αποτελείται από δύο κατευθύνσεις, παράλληλες και λειτουργικά συνδεδεμένες μεταξύ τους, που δεν εκτρέπονται από την κοινή οδό της αλήθειας. Την χαρισματική θεολογία και την επιστήμη . Οι δύο αυτές θεολογίες από κοινού, ερμηνεύουν και αναφέρονται, στη βασική διάκριση κτιστού και άκτιστου. Το κτιστό αφορά στην επιστημονική θεολογία και το άκτιστο, στη χαρισματική.
Στην Ορθόδοξη Εκκλησία, όπως την εκφράζουν οι Άγιοι Πατέρες , βλέπουμε ότι άλλο είναι το περιεχόμενο της θεολογίας και άλλο της επιστήμης. Η θεολογία ομιλεί για τον Θεό, ( δημιουργός του κόσμου είναι ο Θεός), για την πτώση και ασθένεια της ανθρώπινης προσωπικότητας και για την θεραπεία της, ώστε να φθάσει ο άνθρωπος σε κοινωνία με τον Θεό. Η επιστήμη ασχολείται με το επιστητό, για εκείνα που ελέγχουν οι αισθήσεις και προσπαθεί να κάνει την ζωή του ανθρώπου υποφερτή μέσα στην πτωτική κατάστασή του. Η θεολογία αποκτά κοσμικό χαρακτήρα, όταν χάνει τον εσχατολογικό της προσανατολισμό, όταν αποβάλει την ουσία της, που είναι να οδηγήσει τον άνθρωπο στην κάθαρση, τον φωτισμό και την θέωση. Επίσης, η θεολογία αποκτά κοσμικό χαρακτήρα, όταν διακατέχεται από το άγχος και την ανασφάλεια μπροστά στα επιστημονικά επιτεύγματα ή όταν ακόμη χρησιμοποιεί την μεθοδολογία της επιστήμης για να ερμηνεύσει την χαρισματική θεολογία.
Τα επιτεύγματα της επιστήμης ανήκουν στον άνθρωπο και αυτός οφείλει να τα χρησιμοποιεί. Η επιστήμη της θεολογίας δύναται να χρησιμοποιεί αυτά τα επιτεύγματα προς μελέτη και έρευνα. Η χαρισματική θεολογία ουδόλως επηρεάζεται από αυτά. Αυτή τη λεπτή γραμμή διαχωρισμού των δύο παράλληλων θεολογικών γραμμών, της χαρισματικής θεολογίας και της επιστήμης της θεολογίας κατάφερε και έφερε στην επιφάνεια, η σύγκρουση και η αναμέτρηση ησυχαστών και αντιησυχαστών .
Η θεολογική πορεία του Μοναχού Βαρλαάμ από την ανατολή στη δύση
Ο μοναχός Βαρλαάμ, εμφανιζόταν ως γνώστης της ανατολικής και της δυτικής εκκλησίας. Λίγο η ελληνική του καταγωγή, αλλά και η επιθυμία του να εμβαθύνει στην Αριστοτελική και πλατωνική φιλοσοφία, έχοντας αποκτήσει την έδρα της φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο της Βασιλεύουσας, έφτασε στο σημείο να αποτελεί αντιπρόσωπο των ορθοδόξων σε διαπραγματεύσεις για την ένωση των δύο εκκλησιών. Η θεολογική προσέγγιση ενός τόσο σημαντικού θεολογικού πεπραγμένου όπως « Το δόγμα της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος» η οποία προσέγγιση του κατέληγε, πιθανότατα λόγω θεολογικής κενότητας, που ακολουθούσε η διαλεκτική μέθοδος του, στο συμπέρασμα ότι η διαφορά λατίνων και ορθοδόξων είναι «μη ουσιώδης», αποδεικνύει ότι ο ρόλος του, στα θεολογικά πεπραγμένα της εποχής, μάλλον καιροσκοπικός ήταν, παρά θεόπνευστος. Η μακρά σύγκρουση του με τον Γρηγόριο Παλαμά, έχει να κάνει με την «διαλεκτική μέθοδο» με την οποία αντιμετώπιζε όλα τα θεολογικά θέματα. Η αποκάλυψη του Θεού «εν πνεύματι αγίω» στην εκκλησία και η σαφήνεια του δόγματος όπως υποστηρίζει ο Παλαμάς δεν άφησε κανένα περιθώριο στο Μοναχό Βαρλαάμ και στην διαλεκτική του μέθοδο, να παραμείνει εντός του ορθοδόξου δόγματος.
Η ερμηνεία της θείας παρουσίας στον άνθρωπο
Πέραν της ξεκάθαρης διαφοροποίησης, ανατολικών και δυτικών, στο θέμα της «αποδεικτικής» και «διαλεκτικής» γνώσης του Θεού, ο ησυχασμός ως έριδα μεταξύ των παραπάνω, έφερε στην επιφάνεια την δογματική διαφορετικότητα, που αφορά στην ερμηνεία της θεϊκής παρουσίας, στον άνθρωπο.
Η γνώση που αποκτά ο άνθρωπος, ως κτίσμα του θεού, κατά τους πατερικούς συγγραφείς, αποτελεί μια αλληλουχία από αλλεπάλληλες επιδράσεις του Θεού στον άνθρωπο, υπό μορφή θείας φώτισης, έως όταν επισέλθει η «κτιστή κατάσταση γνώσεως». Η πίστη λοιπόν του κτίσματος προς τον δημιουργό θεό του, λειτουργεί ως αίτιο και δημιουργεί το αποτέλεσμα της «γνώσης». Ζωντανό παράδειγμα αυτού, η επιφοίτηση του Αγίου πνεύματος στους απλούς και σχετικά ολιγογράμματους μαθητές Του. Η αντιπαράθεση του Παλαμά με τον Βαρλαάμ και συνεπώς με την δυτική εκκλησία, με αφορμή την έριδα του ησυχασμού, κοινοποιεί την θέση των σχολαστικών δυτικών, στα περί της «γνώσης» και φανερώνει αντί διαμετρική άποψη, ότι δηλαδή, κατά πρώτον, ο άνθρωπος έρχεται στην «κτιστή κατάσταση γνώσεως», μέσα από την απόκτηση της «γνώσεως» κάτω από προϋποθέσεις δηλαδή επισέρχεται ο φωτισμός της θείας χάριτος. Η θέση αυτή των δυτικών, επιτακτικά οδηγεί στην αντίληψη ότι η ανθρώπινη γνώση, βασίζεται στην αντίληψη, διαμέσου των αισθήσεων. Αδιαφορώντας για τις συνέπειες της θεωρίας αυτής και χωρίς να μπορεί να διακόψει την διαλογική πορεία, ο Βαρλαάμ αποποιείται την «πέρα από την φύση» μορφή της χριστιανικής εμπειρίας, κινδυνεύοντας να ταυτιστεί με τις αρχαιοελληνικές φιλοσοφικές απόψεις, περί κτιστού και κοσμογονίας και προσεγγίζει απίστευτα επικίνδυνα την «εις άτοπον απαγωγής μεθοδολογία» της αρνητικής θεολογίας των Ελλήνων Πατέρων. Καταλήγουμε στο συμπέρασμα, ότι ο ίδιος ο Βαρλαάμ αυτοαναιρείται, δεδομένου ότι αρχικά συμφωνεί με την υπερβατικότητα του Θεού , καταλήγει, την ανέκφραστη και ακατάληπτη μορφή του Θείου, να την αναζητά σε αριστοτελικές περίτεχνες φιλοσοφικές προσεγγίσεις, όπου κυριαρχεί η αντίληψη των αισθήσεων.
Η καλλιέργεια της έριδας, μεταξύ των δυο εκκλησιών
Οι δύο θρησκευτικές οντότητες, Παλαμάς και Βαρλαάμ, πρωταγωνίστησαν, καθ΄ όλη την διάρκεια της κύριας φάσης της έριδας, μεταξύ ανατολής και δύσης. Από το 1337 μ.Χ. όπου ξεκινάει η αναμέτρησή τους, με μορφή αλληλογραφίας, γίνεται αντιληπτό, ότι και οι δύο αναγνωρίζουν την αυθεντία της χριστιανικής αποκάλυψης, ωστόσο, η ουσιαστική διαφοροποίησή τους, επικεντρώνεται στο πρόβλημα της «αποδεικτικής» ή «διαλεκτικής» γνώσης του Θεού. Στοιχεία της διαμάχης που μάλλον καλλιεργούσαν παρά εκτόνωναν την έριδα, αποτελούν τα ατυχή και παράπλευρα σχόλια, του Βαρλαάμ εναντίον των ησυχαστών, ως ομφαλοσκόπους, και Βογόμιλους (Μεσσαλιανούς). Είναι εμφανής η διαφορά στην ποιότητα θεογνωσίας και στην «χριστώ ζωή» ανάμεσα στους δυο άνδρες, από το γεγονός ότι ενώ ο Βαρλαάμ χρησιμοποιεί ανεξέλεγκτα, μειωτικές και απαξιωτικές έννοιες για να χαρακτηρίσει τους ησυχαστές, ο Παλαμάς απορρίπτει τις δογματικές θέσεις των αιρετικών, αφοσιωμένος στο ορθόδοξο δόγμα χωρίς πνεύμα πόλωσης, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην εμπειρία της Χριστιανικής ζωής, χωρίς να οικειοποιείται την «Ιερά ησυχία» σαν να ήταν ατομικά δική του. Στη δε συγγραφική του πορεία, αντιμετωπίζει και εξετάζει τις απόψεις του Βαρλαάμ κρίνει με βάση τις γραφές αυτές και μόνο αυτές, και αποφεύγει περίτεχνα, την κατά μέτωπο προσωπική επίθεση στο όνομα Βαρλαάμ, το οποίο δεν μνημονεύεται καν στην πρώτη Τριάδα.
Επικριτές του ησυχασμού, εντός του ορθοδόξου δόγματος (νεότερης περιόδου)
‘Έχοντας πλήρη συναίσθηση της κρισιμότητας του θέματος, καθώς και τα επικίνδυνα θεολογικά ατοπήματα που μπορεί κανείς να οδηγηθεί, αναλύοντας τις θέσεις του ησυχασμού και των εκφραστών του, ιδιαίτερα του Γρηγορίου Παλαμά,, θα κάνω μια απλή αναφορά των θέσεων που δημιουργήθηκαν στην μετά – Παλαμική εποχή, ιδιαίτερα στα τέλη του 18ου έως αρχές του 21ου αιώνα, από μεγάλους μελετητές – ερμηνευτές των πατερικών γραφών, οι οποίες θέσεις οδήγησαν στην κατάχρηση της διδασκαλίας του Παλαμά.
Η κατάχρηση αυτή πραγματοποιήθηκε, όχι από αντί- παλαμική θεολογική συνείδηση, αλλά από μία προσπάθεια ορθοδόξων θεολόγων, να αντιμετωπίσουν με επίκαιρα σχήματα και ορολογίες, την σύγχρονη θεολογική σκέψη της δύσης. Ο αείμνηστος Π. Τρεμπέλας, με το μακράν πολύτιμο συγγραφικό έργο του, δεν θεμελιώνει τη δογματική θεολογία πάνω στα «έργα» και στο «βίο», στην εμπειρία ζωής της εκκλησίας, με αποτέλεσμα να κλονίζει τα θεολογικά δρώμενα, να διχάζει την θεολογική κοινότητα, και να απαξιώνει συγγραφείς της νηπτικής παραδόσεως. Εύστοχα όμως τα έργα τους βρίσκουν αντίκρουση , καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι καμία ανάγκη δεν υπάρχει, ο θεολόγος να ξεκινάει από τις κοινές θεολογικές έννοιες και τους συλλογισμούς προσπαθώντας να δώσει «νέο-προοδευτικές ερμηνείες» δεδομένου ότι αποτελούν πραγματείες, δογματικά θεμελιωμένες, που πρέπει να παραμένουν απαρασάλευτες.
Από τα τέλη του 18ου αιώνα έως και σήμερα, παρουσιάστηκαν κατά καιρούς μελέτες και ερμηνείες που αναφέρουν την θεολογία του Παλαμά ως έκφραση ενός διαβρωτικού διπολισμού , μεταξύ της ορθοδόξου εκκλησίας και του κόσμου (υποσύνολο της εκκλησίας). Πολλές φορές μάλιστα το «μη κατανοητό», το απόμακρο, το αποκομμένο του μοναχισμού, δίνει τροφή για σχόλια και ταύτιση του με τον μυστικισμό, και απαξιωτικό χαρακτήρα έναντι του λαού. Το μη παράδοξο και καθ όλα σύννομο , με την «ομοιογεννή παγκοσμιοποίηση» κατάργηση του «άβατου» και εκμηδένιση των «ησυχαστικώς πεπραγμένων», ζήτημα που θέτουν ομόδοξοι, νέο μελετητές του ελληνικού πολιτισμού δείχνει ξεκάθαρα, μια προσπάθεια απαξίωσης όσο του ησυχασμού τόσο και του μοναχισμού σε όλες τις μορφές του, ενώ καλλιεργεί ταυτόχρονα έναν εκμοντερνισμό, σύννομο της δυτικής εκκλησίας που φανερώνει, έλλειψη αυτοσυνειδησίας του εκκλησιαστικού σώματος και θεολογική άγνοια τόσο επιστημονική, όσο και χαρισματική. Η «ιερά ησυχία» δεν αποτελεί για τον ορθόδοξο, ούτε συνθηκολόγηση της ψυχής με τον μαρασμό, ούτε και αποξένωση από την ανθρώπινη υλική κατάσταση. Απεναντίας « ο περιβαλλόμενος της ιερής ησυχίας», με καρδιά γεμάτη αγάπη και καθαρή ψυχή ενώνει πνεύμα, ψυχή και σώμα, σε μία άκρως λαμπρή προσπάθεια, άμεσης επαφής με τον Θεό δημιουργό του, αποποιείται την φυλακή των υλικών βασάνων ενδύεται το μανδύα της θείας σοφίας και αποκομμένος από κάθε τι «βασανιστικό» προσηλώνεται στον επιδιωκόμενο θείο σκοπό.
Οι συνέπειες των θεολογικών ερίδων, μεταξύ Ανατολής και Δύσης.
Είναι βέβαιο, ότι oι συνέπειες των θεολογικών ερίδων μεταξύ Ανατολής και Δύσης ήταν πολλές. Το περιεχόμενο αυτών άλλοτε γεωπολιτικό, πολλές φορές κοινωνικό, ιδιαίτερα όμως θεολογικό.
Ο θεολογικός χαρακτήρας των συνεπειών
Οι ανατολικοί και δυτικοί θεολόγοι συγκρούονταν με το θέμα του «Filioque», από τον 9ο ως τον 11ο αιώνα, επισημαίνοντας την μεταξύ των δύο Εκκλησιών ότι υπάρχει θεολογική αντίθεση. Τον 14ο αιώνα για πρώτη φορά δόθηκε η ευκαιρία, με την παρουσία ενός αυθεντικού «δυτικού» θεολόγου στην Ανατολή, του Βαρλαάμ, να αναδυθούν oι θεολογικές προϋποθέσεις Ανατολής και Δύσεως και να διαπιστωθεί η ριζική διαφοροποίηση της μιας από την άλλη και το ασύμπτωτο μεταξύ τους. Η δυτική θεολογία και ο προερχόμενος από αυτήν ευρωπαϊκός πολιτισμός, αποδεικνύονταν απότοκα μιας αλλοτριωμένης Χριστιανοσύνης, διαφορετικής από εκείνη που δίδαξαν με περίσσια πίστη, οι ορθόδοξοι Άγιοι πατέρες.
Η Δύση είχε διαμορφώσει, έναν άλλο «χριστιανισμό», απόλυτα ασύμπτωτο με εκείνον της Ανατολής. Η «Ιερή Ησυχία» αποκάλυψε τη διαφορά της Ορθοδοξίας από τη Δύση και τους σχολαστικούς, στη θρησκευτική πεποίθηση.
Oι ησυχαστές του 14ου αιώνα, με πρωτοπόρο τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, απέδειξαν την αδιάσπαστη πνευματική συνέχεια του Βυζαντίου. Ο Παλαμάς επαναδιατύπωσε την ορθόδοξη παράδοση, φανερώνοντας την διπλή θεολογική μεθοδολογία της ορθόδοξης εκκλησίας. Η θεολογική διαμάχη απέδειξε προ πάντων, αυτό που και σήμερα γίνεται καθολικά πια δεκτό, ότι δηλαδή ο ησυχασμός δεν συνιστούσε καινοτομία, όπως φανταζόταν ο ανυποψίαστος Βαρλαάμ. Ακόμη και οι Σχολαστικοί του «Βυζαντίου», που για διάφορους λόγους συντάχθηκαν μαζί του, δεν αμφισβήτησαν τον ησυχασμό. Δεν αμφισβήτησαν ποτέ τη μέθοδό του, αλλά διαφωνούσαν μόνο για τις συνέπειές της, δηλαδή «ως προς την θεολογική αξιολόγηση των καρπών» της. Η αντίθεση κάποιων επισκόπων κατά των ησυχαστών ερμηνεύεται, με αρκετή δόση αληθείας, ως έκφραση φόβου αυξήσεως του κύρους των μοναχών, που έδειχνε να απειλεί «τους έχοντες την πρωτοκαθεδρία»
Συνέπειες εκτός θεολογικού χαρακτήρα.
Ο ησυχασμός είχε για το Βυζάντιο, όχι μόνο θρησκευτική ή πολιτική, αλλά και πολιτιστική σημασία, διότι καθόρισε την περαιτέρω στάση όχι μόνο έναντι της Δύσεως, αλλά και της ελληνικής αρχαιότητας. Η Δύση, όχι μόνο δεν ήταν πια ομόψυχη της Ανατολής, αλλά συνέχιζε να απειλεί, πέρα από την πνευματική, και την πολιτιστική απόστασή της. Από την άλλη πλευρά, η ελληνικότητα, που ενσάρκωναν οι σχολαστικοί του «Βυζαντίου», διαφοροποιόταν από την ελληνικότητα, όπως αφομοιώθηκε μέσα στην πατερική παράδοση, που δεν συνιστά απλή συνέχεια της Ελληνικής αρχαιότητας, αλλά υπέρβασή της, στη νέα σύνθεση του..Βυζαντινού.πολιτισμού.
Η Βυζαντινή αυτοκρατορία είχε αρχίσει να συρρικνώνεται εδαφικά, να αποδυναμώνεται όλο και περισσότερο και μένει αθωράκιστη στις επεκτατικές διαθέσεις των γειτόνων, και κυρίως των Οθωμανών. Το 1354 οι Τούρκοι θα καταλάβουν την Καλλίπολη, πατώντας σταθερά στην ευρωπαϊκή πλευρά της αυτοκρατορίας. Το κίνημα των ζηλωτών δε μπόρεσε να θεραπεύσει την κοινωνική δυσλειτουργία και να καταλύσει την οικονομική ανισότητα. Η αυτοκρατορία βάδιζε προς τη δύση της. Το 1402 θα περιορισθεί εδαφικά στην Πόλη, τη Θάσο, τη Σαμοθράκη,.τη.Λήμνο,.την.Τένεδο.και.το..Μυστρά .
Ο ησυχασμός αποδείχθηκε η μεγαλύτερη πνευματική δύναμη για την επιβίωση του Γένους. Το Βυζάντιο πολιτικά προχωρούσε στην πτώση, πνευματικά όμως παρέμενε ακμαίο και αδούλωτο. Μετά την άλωση θα θιγεί μόνο το πολιτικό μέρος της ζωής του Γένους, όχι όμως και το πνευματικό. Η ορθόδοξη Ανατολή του 14ου αιώνα απέρριψε τον Βαρλαάμ και τον ανάγκασε να φύγει, απορρίπτοντας την σχολαστική θεωρεία του.
Ενώ οι εμφύλιοι σπαραγμοί, oι κοινωνικές ανισότητες και oι εχθρικές προσβολές θα εξασθενίσουν προοδευτικά την ήδη παρηκμασμένη αυτοκρατορία, οι πνευματικές δυνάμεις, μέσα στην πατερική ησυχαστική παράδοση, θα αποτρέψουν τον κίνδυνο να μεταβληθεί το Βυζάντιο σε προτεκτοράτο της πλούσιας Δύσης, αλλά παράλληλα θα διασώσουν την Θεολογική ταυτότητα τους, ώστε να υποδουλωθεί μόνο σωματικά από την οθωμανική βαρβαρότητα. Σ’ όλη τη διάρκεια της μακράς δουλείας τα μοναστήρια με την ησυχαστική παράδοσή τους, θα διατηρήσουν την ορθόδοξη πίστη ισχυρή και αναλλοίωτη.
H δύση, στο όνομα της προοδευτικότητας, προσπάθησε να αποτάξει τον μανδύα της προσήλωσης στο αρχαίο χριστιανικό δόγμα, ως κάτι το αναχρονιστικό, που οδηγεί στην απολίθωση και στείρωση του πολιτισμού, με αποτέλεσμα να δώσει έμφαση στη φιλοσοφική έννοια της «γνώσης» αγνοώντας πλήρως τη θεολογική διάσταση της «εν Χριστώ» ζωής, που παραθέτει ως σανίδα σωτηρίας το Ιερό ευαγγέλιο .Σ΄ εκείνη τη δύνη της ισχυρής δυτικής ευρωπαϊκής εκπολιτιστικής επίδρασης, συνεπλάκη ο ησυχασμός και αποτέλεσε έριδα μεταξύ των δυο εκκλησιών, αλλά και ξεκαθάρισμα στο θολό τοπίο των θεολογικών θέσεων που διατηρεί η δυτική εκκλησία.
Συμπερασματικά από τις θέσεις της ορθοδόξου εκκλησίας που ήρθαν στην επιφάνεια μετά την έριδα του ησυχασμού, προκύπτει ότι, υπάρχει διαφοροποίηση μεταξύ Θεού και κτίσματος, αφού καμία ομοιότητα δεν υπάρχει μεταξύ άκτιστου και κτιστής φύσεως. Η «περί του Θεού αλήθεια» καθώς και η «περί της φύσεως του σύμπαντος αλήθεια» δεν ταυτίζονται, αν και η μία εξαρτάται από την άλλη, δεν μπορεί να ταυτισθεί η θεολογία με την επιστήμη. Ο θεολόγος και ο επιστήμονας έχουν διαφορετική γνώση. Ο πρώτος γνωρίζει τον Θεό, ενώ ο δεύτερος, ερευνά τα κτίσματα. Ο φιλόσοφος και ο επιστήμονας, επειδή ερευνούν τον κόσμο μέσα από την επιστημονική μέθοδο και την φιλοσοφική προσέγγιση , δεν μπορούν να έχουν την ίδια γνώση για τον Θεό που έχουν οι Προφήτες, οι Απόστολοι και οι άγιοι, συνεπώς, η φιλοσοφία καθώς και η διαλεκτική μέθοδος των δυτικών μειώνουν την αυθεντία των πατέρων και το κύρος των οικουμενικών συνόδων και δεν έχουν θέση, στο ορθόδοξο δόγμα.
Ο θεολόγος μπορεί να έχει γνώση του επιστητού, να γίνει επιστήμονας μέσα από την γνώση της επιστήμης και όχι μέσα από την θεοπτία, όπως και ο επιστήμονας μπορεί να αποκτήσει γνώση του Θεού, όχι μέσα από την επιστήμη του, αλλά μέσα από την ορθόδοξη μέθοδο της θεογνωσίας που είναι η κάθαρση, ο φωτισμός και η θέωση. Οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας, υπήρξαν θεολόγοι μέσα από την εμπειρία της αποκαλύψεως και ακόμη έγιναν και επιστήμονες μέσα από την μελέτη και την επιμελή σπουδή της ανθρώπινης επιστήμης. Γι’ αυτό και είναι ολοκληρωμένοι.
Η εποχή μας έχει ένα σημαντικό κοινό με τον «βυζαντινό» 14ο αιώνα και την εποχή πριν από την άλωση: την τραγική σύγχυση και αδρανοποίηση των παραδοσιακών μας κριτηρίων. Η ησυχαστική παράδοση, ιδιαίτερα αναγκαία σήμερα, προκειμένου να μην φτάσουμε στην επιβεβαίωση του Σανταγίανα ότι «Όποιος ξεχνάει την ιστορία του είναι υποχρεωμένος να την ξαναζήσει».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Adam Drozdek /Greek philosophers as theologians,( ashgate 2001)
Ἀναστασίου Ι., Ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία, .Τόμ. Β΄ (Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Παρατηρητής, 1987)
Βλάχου Ιερόθεου Μητροπολίτης Ναυπάκτου, Μεταξύ δύο αιώνων ( Εκδόσεις Ιεράς Μονής Γενεθλίου της Θεοτόκου,1988)
Γιανναρᾶ, Χ ,Ορθοδοξία και δύση στη νεότερη Ελλάδα (Ἀθήνα: Ἐκδόσεις Ἴκαρος)
Εὐδοκίμωφ Π., Ἡ Ὀρθοδοξία, (Ἀθήνα: Ἐκδόσεις Ρηγόπουλος 1965)
Καμπερίδη Λάμπρου, Περίληψη εισήγησης στην Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών, Ησυχασμός και Σουφισμός (5 Μαΐου 2007)
Λάππα Βανέσας Α. / μετ." Η Πόλις Εάλω" Α. Α. Λιβάνη. (Έτος Έκδοσης : 1993)
Μαρτζέλου, Ουσία και ενέργειαι του Θεού κατά τον Μέγαν Βασίλειον/ Ιστορικοδογματικήν διερεύνησιν της περί ουσίας και ενεργειών του Θεού διδασκαλίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας,( Θεσσαλονίκη 1993)
Μαρτίνου Αθανάσιου/ Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια /Μοναχισμός/Ιερ. Κοτσώνης (Αθήνα1962-1968)
Ματσούκα Ν., «Ἡ διπλή θεολογικὴ μεθοδολογία τοῦ Γρηγορίου Παλαμᾶ», στό Πρακτικὰ θεολογικοῦ συνεδρίου εἰς τιμὴν καὶ μνήμην τοῦ ἐν Ἀγίοις πατρὸς ἡμῶν Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης τοῦ Παλαμᾶ, (12-14 Νοεμβρίου 1984), (Θεσσαλονίκη: Ἐκδόσεις Ἱερᾶς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, 1986)
Ματσούκα Ν. Δογματικὴ καὶ Συμβολικὴ θεολογία, Τόμ. Α΄ (Θεσσαλονίκη: Ἐκδόσεις Π. Πουρναρᾶς 1988)
Μεγιέντορφ Ι. Ἡ Βυζαντινὴ κληρονομιὰ στὴν ὀρθόδοξη ἐκκλησία (Ἀθήνα: Ἐκδόσεις Ἁρμός 1990)
Μεταλληνού Γεώργιου Ελληνισμός Μαχόμενος, (Eκδόσεις Τήνος, Αθήνα 1995)
Πορτελάνου Στ., «Τό σχίσμα Ρώμης-Κων/πολης καὶ ἡ πολεμικὴ ἀντιπαράθεση ὀρθοδοξίας καὶ Ρωμαιοκαθολικισμού»,στό Ἡ Ὀρθοδοξία ὡς κληρονομιά. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση, ἐπιμ. Μ. Μπέγζος, κ.ἅ., Τόμ. Β΄ (Πάτρα, Ἐκδόσεις Ε.Α.Π 2002)
Ράγκου, Σπ. «Ἡ συνάντηση τοῦ ἐλληνισμοῦ μὲ τὸν χριστιανισμὸ ἀπὸ τὸν πρῶτο ἕως τὸν τέταρτο αἰῶνα», στὸ Ἡ Ὀρθοδοξία ὡς κληρονομιὰ : Οἱ πρῶτες ἱστορικὲς καταβολὲς τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ἐπιμ. ἔκδ. Δ. Μόσχος, καὶ Σ. Ράγκος,
Ρωμανίδου Σ. Ιωάννου , Πατερική Θεολογία (εκδόσεις παρακαταθήκη Θεσσαλονίκη 2004)
Σταμούλη Χρ., Ἄσκηση αὐτοσυνειδησίας (Θεσσαλονίκη: Ἐκδόσεις Τὸ Παλίμψηστον, 2004)
Σκαλτσά Ι. Κων/νου , Θεωρία & Κείμενα Δικαίου (Εκδόσεις ΔΕΚ/ΓΕΣ, 1985)
Τατάκη Β., Ἡ ἑλληνικὴ καὶ πατερικὴ βυζαντινὴ φιλοσοφία (Ἀθήνα: Ἐκδόσεις Ἁρμός, 2000)
Φλορόφσκυ Γεώργιου (Георгий Васильевич Флоровский), Οι Βυζαντινοί Πατέρες του 5ου αιώνα, (Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1992)
Χρήστου Π., Ἐκκλησιαστικὴ Γραμματολογία (Θεσσλονίκη: Ἐκδόσεις Κυρομάνος 2002)
Χριστοφορίδη Β., Οἱ ἡσυχαστικὲς ἔριδες κατὰ τὸν ΙΔ αἰῶνα (Θεσσαλονίκη: Ἐκδόσεις Ἐπίκεντρο, 2005)