Ἡ Ἱερὰ Θεολογικὴ Σχολὴ τῆς Χάλκης βρίσκεται σὲ λόφο, ποὺ ὀνομάζεται λόφος τῆς Ἐλπίδας, στὴ νῆσο Χάλκη, μία ἀπὸ τὰ Πριγκηπόννησα. Ἀπέχει μία περίπου ὥρα μὲ πλοῖο ἀπὸ τὴν ἀκτὴ τῆς Πόλης. Στὸν τόπο τῶν ἐγκαταστάσεων τῆς Σχολῆς βρίσκεται ἡ Μονὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος, ποὺ ἱδρύθηκε κατὰ τὴν περίοδο τῶν βυζαντινῶν χρόνων, χωρὶς νὰ ἔχουμε πληροφορίες γιὰ τὸν ἀκριβῆ χρόνο. Ἀνίδρυση καὶ ἀνασύσταση τῆς Μονῆς συνδέεται μὲ τοὺς Οἰκουμενικοὺς Πατριάρχες Μέγα Φώτιο, Μητροφάνη Γ´ καὶ Γερμανὸ Δ´. Ὁ τελευταῖος, ὁ Γερμανὸς Δ´ (1842-1845) ἐπισκέφθηκε τὴ Μονὴ τὸ 1842, εἶδε κατεστραμμένες καὶ ἐρειπωμένες τὶς ἐγκαταστάσεις της καὶ ἀφοῦ ἔλαβε τὴ σχετικὴ ἄδεια ἀπὸ τὶς τουρκικὲς ἀρχὲς προχώρησε σὲ ἀνίδρυση καὶ ἀνοικοδόμησή της. Τὴν 1η Ὀκτωβρίου τοῦ 1844 μὲ εἰδικὴ τελετὴ ἐπανήρχισε ἡ λειτουργία τῆς Ἱερᾶς Μονῆς καὶ ταυτόχρονα ἔγινε ἡ ἔναρξη τῆς λειτουργίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς. Τὸ κτίριο, στὸ ὁποῖο στεγάστηκε ἀρχικὰ ἡ Μονὴ ἦταν ξύλινο. Περιλάμβανε χώρους γιὰ τὴ στέγαση τῶν καθηγητῶν καὶ τῶν σπουδαστῶν, αἴθουσες διδασκαλίας, νοσοκομεῖο, διευθυντήριο καὶ τὸ πατριαρχικὸ διαμέρισμα. Σὲ παρακείμενη λιθόκτιστη διώροφη οἰκοδομὴ στεγάστηκε ἡ βιβλιοθήκη τοῦ ἱδρύματος. Ὁ σεισμὸς ὅμως τῆς 28ης Ἰουνίου 1894 μετέτρεψε σὲ ἐρείπια τὶς ἐγκαταστάσεις, ἐκτὸς τοῦ ναοῦ, καὶ ἀνέστειλε τὴ λειτουργία του.
Ἡ σημερινὴ μορφὴ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς καὶ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τῆς Χάλκης ὀφείλεται στὴν προσφορὰ τοῦ μεγάλου εὐεργέτη Παύλου Σκυλίτση Στεφάνοβικ ποὺ ἀνέθεσε στὸν ἀρχιτέκτονα Περικλῆ Φωτιάδη τὴν οἰκοδόμηση τῶν νέων ἐγκαταστάσεων σὲ σχῆμα Π. Τὸ συγκρότημα τῆς Σχολῆς ἀποτελεῖται ἀπὸ ὑπόγειο, ἰσόγειο καὶ δύο ὀρόφους. Τὰ ἐγκαίνια ἔγιναν τὴν 6ην Ὀκτωβρίου 1896 καὶ συνεχίστηκε ἡ λειτουργία τῆς Σχολῆς. Κατὰ τὴν δεκαετία τοῦ ’50 ἄρχισαν καὶ προοδευτικὰ ὁλοκληρώθηκαν ἀρκετὲς ἐσωτερικὲς μεταρρυθμίσεις τοῦ οἰκοδομικοῦ συγκροτήματος μὲ στόχο τὴν ἰκανοποίηση τῶν νέων ἀναγκῶν καὶ ἀπαιτήσεων. Ὁλοκληρώθηκαν σύγχρονοι ἐγκαταστάσεις λουτρῶν, ἐσωτερικῆς θερμάνσεως, μαγειρείων, ψυκτικοῦ θαλάμου, ἐνῷ ἔγινε πλήρης ἐπισκευὴ τῆς ὀροφῆς καὶ ἐπαναδιοργάνωση τοῦ νοσοκομείου καὶ τοῦ διευθυντηρίου. Στὴν περίοδο αὐτὴ ἔγιναν καὶ οἱ ἐργασίες ἐπιδιορθώσεως τοῦ μοναστηριακοῦ ναοῦ. Οἱ κτιριακὲς ἐγκαταστάσεις περιβάλλονται ἀπὸ κήπους, τὴν αἰσθητικὴ σχεδίαση καὶ τὴν δημιουργία τῶν ὁποίων ἐπιμελήθηκε ὁ Μητροπολίτης Πριγκηποννήσων Δωρόθεος. Πίσω ἀπὸ τὸ ἱερὸ βῆμα τοῦ ναοῦ τῆς Μονῆς καὶ σὲ ἰδιαίτερο χῶρο ἐκτὸς τοῦ κήπου ὑπάρχουν τάφοι Πατριαρχῶν, Μητροπολιτῶν καὶ Καθηγητῶν τῆς Σχολῆς.

Τὸ πρόγραμμα τῶν μαθημάτων τοῦ Γυμνασιακοῦ Τμήματος εἶναι παρόμοιο μὲ ἐκεῖνο τῶν κλασικῶν λυκείων, ἐνῷ τοῦ Θεολογικοῦ Τμήματος ἀνάλογο ἐκείνων τῶν Ὀρθοδόξων Θεολογικῶν Σχολῶν ποὺ λειτουργοῦν εἶτε στὴν Ἑλλάδα εἶτε σὲ ἄλλες ὀρθόδοξες χῶρες. Τὰ μαθήματα συνήθως ἐκτείνονται σὲ παραδόσεις ἐτήσιας διάρκειας ποὺ τέμνεται ἰσομερῶς σὲ δύο ἑξάμηνα. Οἱ ἐξετάσεις γίνονται στὸ τέλος κάθε ἑξαμήνου, ἐνῷ ἐνδιάμεσα πραγματοποιοῦνται δοκιμασίες προόδου. Στὸ τέλος τοῦ Δ´ ἔτους σπουδῶν οἱ σπουδαστὲς ὑποβάλλουν ἐναίσιμη πτυχιακὴ διατριβὴ καὶ μετὰ τὴν ἐπιτυχὴ κρίση τους στὸ περιεχόμενό της δίδουν τὶς πτυχιακὲς ἐξετάσεις. Οἱ ἀπόφοιτοι λαμβάνουν τὸν τίτλο τοῦ «διδασκάλου τῆς Ὀρθοδόξου Χριστιανικῆς Θεολογίας» σὲ ἰδιαίτερη τελετὴ τὴν Α´ Κυριακὴ τοῦ Ἰουλίου κάθε ἔτους, κατὰ τὴ διάρκεια εἰδικῆς ἐκκλησιαστικῆς τελετῆς ποὺ προεξάρχει ὁ Πατριάρχης καὶ περιβάλλεται ἀπὸ τοὺς συνοδικοὺς ἀρχιερεῖς στὸν Ἱερὸ Ναὸ τῆς Σχολῆς. Κατὰ τὴ διάρκεια τῶν τεσσάρων θεολογικῶν ἐτῶν διδάσκονται τὰ ἑξῆς μαθήματα: Εἰσαγωγὴ στὴν Παλαιὰ καὶ τὴν Καινὴ Διαθήκη, Ἐξηγητικὴ τῆς Παλαιᾶς καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης, Ἱερὰ Ἐρμηνευτική, Ἱερὰ Κριτική, Ἑβραϊκὴ Ἀρχαιολογία, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, Ἱστορία τῶν Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, Πατρολογία, Χριστιανικὴ Ἀρχαιολογία καὶ Χριστιανικὴ Ἀρχιτεκτονική, Δογματική, Συμβολική, Ἀπολογητική, Ἱστορία Δογμάτων, Χριστιανικὴ Ἠθική, Ἐκκλησιαστικὸ Δίκαιο, Λειτουργική, Κατηχητική, Ποιμαντική, Ὁμιλητική, Ἐγκυκλοπαιδεία τῆς Θεολογίας, Φιλοσοφικὴ Ἠθική, Ἱστορία τῆς Φιλοσοφίας, Ἱστορία τῶν Θρησκευμάτων, Βυζαντινὴ Μουσικὴ καὶ Ὑγιεινή. Γιὰ τοὺς σπουδαστὲς ποὺ εἶναι τοῦρκοι ὑπήκοοι διδάσκεται τὸ δίωρο καθ᾽ ἑβδομάδα μάθημα τῆς Τουρκικῆς Φιλολογίας. Ἡ βιβλιοθήκη τῆς Σχολῆς, ποὺ θεωρεῖται μία ἀπὸ τὶς πιὸ πλούσιες στὸν κόσμο σὲ παλαιότυπα καὶ σπάνια βιβλία, ἔχει τὴν ἀρχή της στοὺς βυζαντινοὺς χρόνους, ἀφοῦ πολλὰ ἀπὸ τὰ χειρόγραφά της προέρχονται ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Θεόδωρου Στουδίτη, τοῦ ἱεροῦ Φωτίου καὶ τῆς Αἰκατερίνης τῆς Κομνηνῆς. Κύριος διοργανωτὴς καὶ θεμελιωτὴς τῆς βιβλιοθήκης, πρὶν ἀκόμη ὑπάρξει ἡ Σχολή, ὑπῆρξε ὁ πατριάρχης Μητροφάνης Γ´ (1565-1572 καὶ 1579-1580). Εἶναι ἐκεῖνος ποὺ μεταξὺ ἄλλων δώρισε καὶ 300 σπάνια χειρόγραφα, πολλὰ ἀπὸ τὰ ὁποῖα σῴζονται σήμερα στὴν Αἴθουσα Χειρογράφων τῆς Πατριαρχικῆς Βιβλιοθήκης. Ἡ βιβλιοθήκη πλουτίστηκε μὲ διάφορες ἐκδόσεις ἀπὸ δωρεὲς καὶ σημαντικὲς ἀγορές. Κύριος δωρητὴς τῆς ὑπῆρξε τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, στὸ ὁποῖο ἀνήκει αὐτὴ ὡς ἡ δευτέρα Πατριαρχικὴ Βιβλιοθήκη, μετὰ ἀπὸ ἐκείνην ποὺ ὑπάρχει αὐτοτελῶς στὸ Φανάρι. Πρὶν ἀπὸ τὴν λειτουργία τῆς Σχολῆς ἡ βιβλιοθήκη τῆς Μονῆς ἦταν πιθανῶς ἐγκατεστημένη σὲ ἰδιαίτερο χῶρο τοῦ Πατριαρχείου. Μετὰ τὴν ἵδρυση τῆς Σχολῆς ὁ πατριάρχης Γερμανὸς Δ´ κατὰ τὴν δεύτερή του πατριαρχεία (1852-53) καὶ μὲ προσωπικὲς δαπάνες κατασκεύασε διώροφο λιθόκτιστο κτίριο βιβλιοθήκης ποὺ χρησιμοποιήθηκε μέχρι τὸ σεισμὸ τοῦ 1894. Ἀπὸ τὸ 1986 μέχρι τὸ 1927 τὰ βιβλία ἦσαν τοποθετημένα στὴν μεγάλη αἴθουσα τῆς νοτιοδυτικῆς πλευρᾶς τοῦ ἄνω πατώματος τῆς Σχολῆς. Ἀπὸ τὸ 1927 καὶ μετὰ βρίσκονται στὴ σημερινή τους θέση στὸ ὑπόγειο τῆς βόρειας πλευρᾶς τῆς Σχολῆς.

Ἡ Θεολογικὴ Σχολὴ Χάλκης ὑπῆρξε τὸ ἀνώτατο ἐκπαιδευτικὸ καθίδρυμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως καὶ τὸ πνευματικὸ φυτώριο τοῦ σεπτοῦ Κέντρου τῆς Ὀρθοδοξίας γιὰ τὴ στελέχωση αὐτοῦ καὶ τῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων καὶ Ἀρχιεπισκοπῶν, ποὺ ὑπάγονται στὸ κλίμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου.
ΑπάντησηΔιαγραφή