
Η παράδοση αποτελεί κύριο συστατικό της θρησκευτικής, κοινωνικής και πολιτισμικής έκφρασης μιας κοινότητας. Στη βιβλική έρευνα τα πρώτα γραπτά κείμενα της Καινής Διαθήκης, συγγράφονται μετά την πάροδο αρκετών χρόνων από την διαδραμάτιση των γεγονότων της αναστάσεως και αναλήψεως του Χριστού. Είναι φανερό ότι οι αναφορές στα παραπάνω γεγονότα, για ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, διασώζονται διαμέσου της παραδόσεως και μάλιστα της προφορικής. Δηλαδή η παράδοση αναφορικά με τη ζωή του Χριστού, τα πάθη και την ανάσταση, αποτελεί τον πλέον βασικό παράγοντα της βιβλικής έρευνας και διάσωσης του ευαγγελικού μηνύματος καθώς και την θεμελίωση της ορθής ερμηνείας της ορθοδόξου θεολογίας. Επιπλέον η παράδοση της Καινής Διαθήκης αποτελεί πράξη πολλαπλότητας διαφορετικών προσεγγίσεων από τους συγγραφείς-Αποστόλους. Μπορεί ο συνοπτικός τρόπος να έχει κοινό άξονα με τον «Ιωάννειο» αλλά η σχηματοποίηση των γραφών στην μορφή του κειμένου, προήλθε από την ουσιαστική έρευνα της εκκλησιαστικής παράδοσης με συνεχή, αδιάκοπη ερμηνεία και επέκταση των πηγών . Στις επιστολές του Παύλου διακρίνονται άνετα πολλαπλοί τύποι διηγήσεων για τα έργα του Χριστού, όπου η εκκλησιαστική παράδοση διαμέσου της ερμηνείας και της έρευνας καταλήγει σε σταθερή μορφή όπου χρησιμοποιείται μόνιμα από την πρώτη εκκλησία έως και σήμερα. Η ιστορική μεθοδολογία απαιτεί μετά την έρευνα την ερμηνεία των διαθέσιμων πηγών (στην προκειμένη περίπτωση της παραδόσεως) ώστε η απόδοση να έχει κοινή συνισταμένη και ορθή τεκμηρίωση.
Η Εκκλησιαστική Παράδοση αποτελεί αλάθητη έκφραση των ενεργειών του Θεού, και δεν είναι διάφορη και ανεξάρτητη από την Αγία Γραφή, η οποία αποτελεί μέρος αυτής και καμία αντίθεση δεν υπάρχει στη διδασκαλία τους. Στην πραγματικότητα μάλιστα, η διάκριση Αγίας Γραφής και Παράδοσης ως δύο πηγών του περιεχομένου της πίστης είναι συμβατική καθώς η Εκκλησία ποτέ δεν ξεχώρισε με τέτοια έμφαση αυτές τις δύο πηγές . Ορθότερα θα λέγαμε ότι η Εκκλησία γνωρίζει μία παράδοση, που νοείται μονάχα σε ιστορική συνέχεια, οπότε και τα βιβλία της Αγίας Γραφής αποτελούν το πιο εκλεκτό, θα έλεγε κανείς, κομμάτι αυτής της παράδοσης . Ιστορικά, ο διαχωρισμός της Ιεράς Παραδόσεως σε δύο κομμάτια, Γραφή και Παράδοση, πηγάζει από την Μεταρρύθμιση του Προτεσταντισμού, από το 16° αιώνα και εφεξής που εξαίροντας σχεδόν τη μοναδικότητα της Αγίας Γραφής (sola scriptura), ως πηγής του λόγου του Θεού, ανάγκασε τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία στη σύνοδο του Τριδέντου (1545-1563) να ανακηρύξει με έμφαση Αγία Γραφή και Παράδοση ως δύο Ισότιμες και Ισόκυρες πηγές του περιεχομένου της πίστης . Ο ίδιος ο Απόστολος Παύλος θεωρεί τη διδασκαλία ως καρπό της παράδοσης, πράγμα που σημαίνει ότι η παράδοση κάνει τις Επιστολές του, και όχι αυτές την παράδοση. Κατά συνέπεια, η εκκλησιαστική κοινότητα και η παράδοσή της προηγούνται χρονικά από την καταγραφή των Ευαγγελίων, όπως φυσικά και των άλλων βιβλίων της Καινής Διαθήκης. Συνεπώς η Αγία Γραφή και η Παράδοση συμπίπτουν ως προς την προέλευση και διαμόρφωση τους και περιέχονται η μία στην άλλη, είναι δηλ. ταυτόσημα μεγέθη.
Στη συγγραφή των βιβλίων της Καινής Διαθήκης αρχαιότερη καταγεγραμμένη μαρτυρία προέρχεται από την αναφορά του Παύλου στο ευχαριστιακό μυστήριο, δίνοντας μεγάλη έμφαση, πρωτίστως στην επιβεβαίωση της εκκλησιαστικής παράδοσης και μετέπειτα στην κατανόηση αυτής διαμέσου της ερμηνείας. Η ερμηνεία και η κατανόηση της εκκλησιαστικής παράδοσης, αποτυπώνεται με λεπτομερή τρόπο ιδιαίτερα κατά τις διηγήσεις των Αποστόλων για το Μυστικό Δείπνο του Ιησού Χριστού. Η τελετουργία του μυστηρίου για να κατανοηθεί, γίνεται ερμηνεία από τους ίδιους τους συγγραφείς με εκτενή ανάλυση στα γεγονότα που έλαβαν χώρα την ημέρα του Δείπνου. Καταλήγουμε δηλαδή στο συμπέρασμα ότι η έμφαση στην ανάλυση και ερμηνεία των γεγονότων του πάθους και της ζωής του Χριστού, συνιστούν καρπό πρωτίστως της νόησης και της κατανόησης της πηγής των γεγονότων, της εκκλησιαστικής παράδοσης και μετέπειτα της ορθής και θεόπνευστης ερμηνευτικής με ποιμαντική ευαισθησία και ευθύνη του συγγραφέα.
Η ερμηνευτική αξία των πατερικών κειμένων που ως πηγή έχουν την εκκλησιαστική παράδοση, έχει παιδαγωγικό χαρακτήρα. Αναμφίβολα ουδέποτε διανοήθηκαν με τα ερμηνευτικά κείμενα τους να αντικαταστήσουν τα ευαγγέλια και τις επιστολές της Καινής Διαθήκης. Απλά αναδεικνύουν την κατήχηση ως οικοδομή των χριστιανών όπου η ανάλυση και η ερμηνεία του νοήματος του, θωρακίζουν την ορθόδοξη χριστιανική πίστη. Η ερμηνευτική διαδικασία της θεολογίας έχει ιδιάζουσα αξία όταν εφαρμόζεται στην ιερά παράδοση. Ο συνθετικός χαρακτήρας που προσλαμβάνει το αποτέλεσμα της ερμηνείας, το ερμηνευτικό-εξηγητικό έργο, σχετίζεται προς το δόγμα, τα ήθη, την τάξη και κοινωνικότητα της εκκλησίας ενώ ταυτόχρονα προσλαμβάνει μια «οικουμενική» ιδιότητα, υψηλού πνευματικού επιπέδου . Διαμέσου της ερμηνευτικής η εκκλησιαστική παράδοση ζυμώνεται, σφραγίζεται και ανασυνθέτει την πίστη της αρχικής εκκλησίας στα νέα δεδομένα της πολύ-πολιτισμικής πραγματικότητας.
Ο Θεός αποτελεί τον ουσιαστικό συγγραφέα τόσο των ιερών βιβλίων όσο και της εκκλησιαστικής παράδοσης .O ερμηνευτής αναλαμβάνει το έργο της μεταφοράς του θείου δώρου, με μια διαχρονική ιστορικό-διδασκαλική αφοσίωση, ώστε ο δυναμισμός έκφρασης της ερμηνείας να αγγίζει τον αναγνώστη και «βιώμενο» χριστιανό σε βάθος ψυχής. Απαραίτητη προϋπόθεση αποτελεί για τον ερμηνευτή της εκκλησιαστικής παράδοσης η λατρευτική αφομοίωση στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Ο ορθόδοξος ερμηνευτής οφείλει να έχει συνείδηση των αδυναμιών του, είτε λόγω του κοσμικού φρονήματος, είτε λόγω της υπερβολικής εξοικείωσης με το θείο, προκειμένου να μην εκπίπτει του προορισμού του. Η οδός αυτή αποτέλεσε αρχή των πατέρων (Μ. Βασιλείου, Ι. Χρισοστόμου ,Ιερού Αυγουστίνου)και αποτελεί οδό δύσβατη, πλήρως ασαφειών διά την κοινή ανθρώπινη λογική, αγωνιών, ψηλαφήσεων και κινδύνων. Δεν είναι καν ανθρώπινη, εντός δηλαδή των δυνατοτήτων του ανθρώπου, αλλά έργο φωτίσεως του Αγίου Πνεύματος. Θεωρίες έξω από την ορθόδοξη θεολογική θέση, δύναται να οδηγήσουν σε προτεσταντικά πρότυπα και θεωρίες, συνδέοντας τη θεοπνευστία καθ'οποιαδήποτε έννοια αποκλειστικά προς τα πρόσωπα των συγγραφέων και ερμηνευτών, παραμελώντας τον οργανικό δεσμό Θεού και εκκλησίας. Η θεοπνευστία νοείται «κατ'έννοιαν και ουχί κατά λέξιν» Συνεπώς η πορεία του ερμηνευτή που ως πηγή έχει την εκκλησιαστική παράδοση, απαιτεί συναίσθηση ευθύνης για την έκφραση της πίστης.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αντωνόπουλου Αθανάσιου &Σωτήριου Δεσπότη/Διαχρονικές Συνιστώσες της Χριστιανικής Θεολογίας στην Ορθοδοξία/Τόμος Γ΄, 2008
Γιαγκάζογλου Σταύρου / Πρόσωπο και Ετερότητα/ Δοκίμιο για μία θεολογία της ετερότητας
Ρωμανίδου Σ. Ιωάννου, «Δογματική και Συμβολική Θεολογία», Τόμος Α΄ (Η Αποκάλυψις, η Ιερά Παράδοσις, η Αγία Γραφή, και το Αλάθητον), Εκδόσεις Πουρνάρα, Θεσσαλονική 1999. Benjamin Jowett, Plato Sophist & analysis,/Facsimile ,June 1960
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου