Παρασκευή 16 Σεπτεμβρίου 2011

Γραφειοκρατική εκκλησιολογία

Η ενότητα της Εκκλησίας δεν είναι κάτι δεδομένο, κάτι που μπορεί να επιβληθεί ως αντικειμενική πραγματικότητα. Είναι ο καρπός του διαρκούς αγώνα της εκκλησιαστικής κοινότητας να συναντήσει, να γνωρίσει και, τελικά, να παραδοθεί στην αλήθεια της Εκκλησίας, που είναι ένα πρόσωπο: ο Ιησούς Χριστός. Χρειάζεται, όμως, να τονισθεί ότι, όταν μιλάμε για ενότητα, δεν πρόκειται για ένα άθροισμα από ατομικές εμπειρίες ψυχολογικού επιπέδου, εκ των οποίων, συνήθως, προκύπτουν διαφοροποιήσεις, αντιθέσεις, υποκειμενικές ερμηνείες, ακόμη και παραχαράξεις. Αλλά δεν είναι ούτε ένας απρόσωπος, άοσμος, άγευστος, απεχθής, τελικά, χυλός. Οι πιστοί εκφράζουν τα προσωπικά, και γι' αυτό μοναδικά χαρίσματά τους και τα θέτουν στη διάθεση της εκκλησιαστικής κοινότητας.
*Ο συντονισμός των χαρισμάτων, που ανατέθηκε με τη χειροτονία του στον επίσκοπο της τοπικής Εκκλησίας, είναι έργο κατά πολύ δυσκολότερο και ουσιαστικότερο από την άσκηση διοικητικής εξουσίας κοσμικού τύπου.
Διά του επισκόπου της, η τοπική Εκκλησία συνδέεται οργανικά με τις άλλες τοπικές Εκκλησίες και συγκροτεί την κοινωνία της μίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας, υπερβαίνοντας, έτσι, κάθε τοπικιστικό και ενδοστρεφή προσανατολισμό.
Ο συνοδικός θεσμός, ιστορικά και θεολογικά, προέκυψε από την ευχαριστιακή θεμελίωση της Εκκλησίας. Η συνοδικότητα, λοιπόν, αποτελεί γεγονός ενότητας αλλά και κοινωνίας των τοπικών Εκκλησιών, γύρω από την Θεία Ευχαριστία, και η σύνοδος των επισκόπων δεν είναι τριτοβάθμιο όργανο εξουσίας ή κάτι σαν παγκόσμια υπεροργάνωση, η οποία αντλεί εξουσία από το αποτέλεσμα των απαραίτητων ψηφοφοριών.
*Η συνοδικότητα είναι μια διαδικασία που συνεχώς ανανεώνεται ως υπαρξιακό γεγονός για ολόκληρο το φάσμα της πίστης και εμπειρίας του εκκλησιαστικού πληρώματος.
Κάθε επίσκοπος ως επικεφαλής μιας τοπικής Εκκλησίας μεταφέρει στη σύνοδο την έκφραση της πίστης και της ζωής των μελών του ευχαριστιακού σώματος και όχι απλώς τις ατομικές του πεποιθήσεις. Αλλά και οι συνοδικές αποφάσεις καθαυτές τίθενται, ακολούθως, σε μια διαδικασία αποδοχής από το πλήρωμα της Εκκλησίας. Δίχως τη δυνατότητα αποδοχής των συνοδικών αποφάσεων, η Εκκλησία γίνεται ένα νοσηρό ιεραρχικό και γραφειοκρατικό όργανο, η οποία θεσμοποιεί την εξουσιαστική της αυθεντία και την επιβάλλει αυταρχικά στο λαό του Θεού ή ακόμη και σε ανθρώπους που δεν αποτελούν μέλη της, αχρηστεύοντας την όλη δομή και διάρθρωση του Σώματος της Εκκλησίας.
*Οταν, όμως, ο λαός δεν συμμετέχει ενεργά στην Θεία Ευχαριστία, όταν το λαϊκό σώμα ιδιωτεύει ή είναι παραγκωνισμένο από τη ζωή, από την έκφραση και από τη διοίκηση της Εκκλησίας, τότε είναι αναμενόμενο να αναφύονται σοβαρά προβλήματα συνοδικότητας και εκκλησιαστικού ήθους. Η συνοδικότητα είναι τρόπος ζωής του σώματος της Εκκλησίας και όχι ολιγαρχική έκφραση των ηγετών της. Ο επίσκοπος, ως προεστώς κατ' εξοχήν της Θείας Ευχαριστίας, εκφράζει την πίστη και τη ζωή ενός ολόκληρου σώματος και δεν είναι μία ασώματος κεφαλή.
*Στις μέρες μας, η εξατομίκευση της εκκλησιαστικής ζωής δεν αφορά απλώς το ήθος των πιστών, έχει διαβρώσει επικίνδυνα και τον θεσμό του επισκόπου. Στη σύγχρονη γραφειοκρατική αντίληψη για την Εκκλησία, ο επίσκοπος είναι κάτι σαν εκκλησιαστικός νομάρχης, ο οποίος διευθύνει έναν αποκεντρωμένο οργανισμό κοινής ωφέλειας. Ετσι αντιλαμβάνονται την Εκκλησία και οι περισσότεροι άνθρωποι, που θέλουν «να εξυπηρετήσουν τις ατομικές θρησκευτικές τους ανάγκες».
*Αποτέλεσμα αυτής της αντίληψης είναι η πυραμιδική και εξουσιαστική αντίληψη της Εκκλησίας, όπου ο επίσκοπος λειτουργεί ως μονάρχης και διοικεί αυταρχικά, αντλώντας δύναμη όχι από τη ζωή της εκκλησιαστικής κοινότητας, αλλά από την πίστη στον εαυτό του, τις γνώσεις και τις ικανότητες, που αναμφίβολα έχει. Η κατάσταση αυτή ακυρώνει στην πράξη τον σταυρικό, θυσιαστικό και εκ-στατικό, δηλαδή, τον χριστολογικό χαρακτήρα του επισκοπικού λειτουργήματος. Χρειάζεται, συνεπώς, ο επίσκοπος να επανεύρει εκείνο που πραγματικά τον συνδέει με την εκκλησιαστική κοινότητα.
*Η ενότητα της Εκκλησίας στην ευχαριστιακή συγκρότησή της υπό τον επίσκοπο αφορά ένα πλέγμα προσωπικών και υπαρξιακών σχέσεων. Ο επίσκοπος εικονίζει τον Χριστό, όταν παύει να ενεργεί ως άτομο, όταν ενεργεί εκ μέρους της κοινότητας, όταν στο πρόσωπό του υπερβαίνονται όλες οι διαιρέσεις, όταν φιλάνθρωπα προσλαμβάνει τα προβλήματα και τις πληγές του ανθρώπου, όταν ενώνει και αλληλοπεριχωρεί, όταν η αυθεντία του γίνεται αντιληπτή ως χαρισματικό γεγονός της κοινωνίας του Αγίου Πνεύματος.
Αλήθεια, ποια «έρευνα» ή ποιο «μηχανάκι» μπορεί να τα μετρήσει αυτά; Ο επίσκοπος και, συνακόλουθα, οι κληρικοί σχετίζονται με ζωντανές υπάρξεις, δεν έχουν θαυμαστές ούτε χειροκροτητές.
*Ο πολιτισμός της Ορθοδοξίας είναι εμπνευσμένη σάρκωση της αλήθειας της Εκκλησίας στην ιστορία, και όχι μουσειακός νάρθηκας και σαρκοφάγος αυτής της αλήθειας. Ομως το δεδομένο της «επικρατούσας θρησκείας», το ισόβιο του αξιώματός τους και ο απ' άμβωνος μονόλογος, ενθαρρύνει αρκετούς επισκόπους της ελλαδικής Εκκλησίας να προπαγανδίζουν απροκάλυπτα ιδεολογικές θέσεις ή να προβάλλουν την ηθική σε συνδυασμό με τις «ελληνοχριστιανικές αξίες», προσπαθώντας, εμφανώς, να νεκραναστήσουν, και μάλιστα «επικοινωνιακά» και με ένα δήθεν εκσυγχρονιστικό λόγο, τα μαραμένα θέλγητρα μιας εξελληνισμένης προτεσταντικής ηθικής.
*Ομως ο ξύλινος λόγος μιας ανεπίκαιρης ηθικολογίας πόρρω απέχει από την εμπειρία της ευχαριστιακής κοινότητας. Η ταύτιση της πίστης με την ηθική απαξίωσε την κοινωνική λειτουργία της Εκκλησίας, αφού ένας τέτοιος λόγος δεν αφορά πλέον στο κοινωνικό σώμα, αλλά στην ιδιωτική σφαίρα της ζωής του καθενός. Η αλλοτρίωση του εκκλησιαστικού ήθους και φρονήματος και η θρησκειοποίηση του εκκλησιαστικού γεγονότος, η οποία, σημειωτέον, επιτελέσθηκε χωρίς σοβαρές αντιστάσεις, είναι πλέον γεγονός.

ΣΤΑΥΡΟΣ ΓΙΑΓΚΑΖΟΓΛΟΥ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου