Ἁγιολόγιον - Μάρτιος 06
Οἱ Ἅγιοι 42 Μάρτυρες ἀπὸ τὸ Ἀµόριο
Τὸ Ἀµόριο, πόλη τῆς Φρυγίας, ἀπὸ τὸν 6ο αἰῶνα ἦταν ἐπίσηµο στρατιωτικὸ κέντρο τοῦ βυζαντινοῦ κράτους στὴν κεντρικὴ Ἀσία. Ὅταν τὸ 838 κυριεύθηκε ἀπὸ τοὺς Ἄραβες, µὲ πολιορκητὴ τὸ χαλίφη Μουτασίµ, ὕστερα ἀπὸ προδοσία, λέγεται ὅτι σκοτώθηκαν καὶ αἰχµαλωτίσθηκαν ἑβδοµήντα χιλιάδες πολῖτες. Μεταξὺ τῶν αἰχµαλώτων ἦταν καὶ 42 διαπρεπέστατοι πολιτικοὶ καὶ στρατιωτικοὶ εὐγενῶν βυζαντινῶν οἰκογενειῶν. Αὐτοὺς τοὺς πῆγαν στὴ Βαγδάτη καὶ τοὺς ἔριξαν στὴ φυλακὴ ἁλυσοδεµένους, µέσα στὸ σκοτάδι καὶ τὴν ὑγρασία. Ἐκεῖ, χωρὶς νερὸ καὶ ψωµί, ἔκαναν συνεχῶς προσευχὴ νὰ πεθάνουν τὸ γρηγορότερο. Κάποια µέρα, τοὺς ἔβγαλαν ἀπὸ τὴν φυλακὴ καὶ τοὺς παρουσίασαν στὸ χαλίφη. Αὐτός, µὲ ὕφος φιλικό, ἔταξε νὰ τοὺς ἀποκαταστήσει στὰ ἀξιώµατά τους ἂν γίνονταν µουσουλµάνοι. Οἱ γενναῖοι ἄνδρες, χωρὶς ἀναβολή, εἶπαν στὸ χαλίφη ὅτι αὐτὸ δὲ γίνεται οὔτε κατὰ φαντασία. Τότε ὁ χαλίφης, ἐκνευρισµένος, διέταξε καὶ τοὺς θανάτωσαν µὲ τὸν πιὸ φρικτὸ τρόπο. Ἔτσι, ἡ θυσία αὐτῶν τῶν ἁγίων µαρτύρων διδάσκει αὐτὸ ποὺ λέει καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Ὅτι, δηλαδή, οἱ ἀγωνιστὲς τῆς πατρίδας καὶ τῆς πίστης εἶναι διπλὰ ἱεροὶ καὶ ἀποτελοῦν ἐκλεκτὴ παράταξη στὸ χορὸ τῶν ἁγίων του Θεοῦ.
Οἱ Ἅγιοι Θεόδωρος, Κωνσταντῖνος, Κάλλιστος, Θεόφιλος, Βασσόης (ἢ Βασσώης), Ἀέτιος, Δύο (2) Κρατεροί, Μελισσηνὸς καὶ Κύριλλος
ΟΙ Ἅγιοι αὐτοὶ ἦταν µεταξὺ τῶν πιὸ πάνω 42 µαρτύρων ἀπὸ τὸ Ἀµόριο. Ὁ Θεόδωρος ἦταν στρατηγὸς καὶ πρωτοσπαθάριος, ὁ Θεόφιλος στρατηγὸς καὶ πατρίκιος, ὁ Κάλλιστος τουρµάρχης, ὁ Κωνσταντῖνος δρουγγάριος, ὁ Βασσόης δροµεύς, οἱ Μελισσηνὸς καὶ Ἄετιος στρατηγοί, ὁ Κρατερὸς Εὐνοῦχος, ὁ ἄλλος Κρατερὸς στρατηγὸς καὶ ὁ Κύριλλος ἐπίσης στρατηγός.
Ὅσιος Ἀρκάδιος
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ὁ Ὅσιος Ἡσύχιος ὁ Θαυµατουργός
Ὁ Ὅσιος Ἡσύχιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Γαλατία, ἀπὸ ἕνα χωριὸ ποὺ ὀνοµαζόταν Ἀνδρακίνα (κατὰ τὸν Μ. Γαλανὸ Νέα Κλαυδιούπολη). Ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία, εἶχε κλήση πρὸς τὴν µοναχικὴ πολιτεία. Γι΄ αὐτὸ καὶ ἔφυγε ἀπὸ τὴν πατρίδα του, καὶ πῆγε πρὸς τὰ παραθαλάσσια µέρη τῆς Ἀρδανίας, πρὸς τὸ ὄρος τοῦ Μαΐωνος. Ἐκεῖ ἔκτισε καλύβα καὶ ζοῦσε ἀπὸ τὴν καλλιέργεια τῶν γύρω ἐρηµικῶν τοποθεσιῶν. Ἐπειδὴ ὅµως ὁ τόπος ἦταν ἄνυδρος, κατέβηκε στοὺς πρόποδες τοῦ βουνοῦ, ὅπου βρῆκε πηγὴ νεροῦ καὶ ἐκεῖ ἔκτισε ναὸ ἐπ΄ ὀνόµατι τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα. Ἔζησε αὐστηρότατη ἀσκητικὴ ζωὴ καὶ ὁ Θεὸς τοῦ ἔδωσε τὸ χάρισµα νὰ κάνει θαύµατα. Πέθανε σὲ µεγάλη ἡλικία καὶ τάφηκε µέσα στὸ ναὸ ποὺ ἔκτισε ὁ ἴδιος, κοντὰ στὴ δεσποτικὴ πύλη καὶ µέσα σὲ πέτρινη λάρνακα. Ἐπὶ δὲ τῆς βασιλείας Κωνσταντίνου καὶ Εἰρήνης κατὰ τὸ ἔτος 781, ὁ ἐπίσκοπος Ἀµάσειας Θεοφύλακτος, µετέφερε τὸ Ἱερὸ λείψανο αὐτοῦ τοῦ µεγάλου ἀσκητῆ στὴν Ἀµάσεια, καὶ ἐναπόθεσε αὐτὸ στὸ δεξιὸ µέρος τοῦ θυσιαστηρίου.
Ὁ Ὅσιος Μάξιµος Ὁσιοµάρτυρας
Μαρτύρησε διὰ λιθοβολισµοῦ.
Ὁ Ἅγιος Εὐφρόσυνος
Μαρτύρησε ἀφοῦ τὸν περιέλουσαν µὲ βραστὸ νερό.
Ἡ Εὕρεσις τοῦ Τιµίου Σταυροῦ παρὰ τῆς µακαρίας Ἑλένης
Βλέπε 14η Σεπτεµβρίου, Ὕψωση Τιµίου Σταυροῦ.
Ἡ Εὕρεσις τῶν Τιµίων Ἥλων (Καρφιῶν)
Βλέπε 14η Σεπτεµβρίου, Ὕψωση Τιµίου Σταυροῦ.
Ἅγιοι Ἰουλιανὸς καὶ Εὔβουλος
Μαρτύρησαν διὰ ξίφους.
Ἁγιολόγιον - Μάρτιος 07
Οἱ Ἅγιοι Ἐφραίµ, Βασιλεύς, Εὐγένιος, Ἀγαθόδωρος, Ἐλπίδιος, Καπίτων καὶ Αἰθέριος
Ὅλοι πέθαναν µαρτυρικὰ γιὰ τὴν διάδοση τοῦ χριστιανισµοῦ στὴ Χερσώνα, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Καπίτωνα ποὺ διέφυγε τὸν κίνδυνο µὲ τὴν ἐπέµβασή του Μεγάλου Κων/νου καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ µετὰ ἀπὸ πολλοὺς κόπους. Ὁ δὲ Ἐλπίδιος ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς ἑπτὰ Ἱεροµάρτυρες ποὺ ἐστάλησαν ἀπὸ τὸ θρόνο τῆς Ἐκκλησίας στὴν Ἱερουσαλήµ, γιὰ νὰ κηρύξουν τὸ λόγο τοῦ Εὐαγγελίου στὴ Χερσώνα, στὰ ὅρια τῆς Κριµαίας. Ἔζησε ἐπὶ Διοκλητιανοῦ (296). Ἐκεῖ, ἡ ἐργασία τοῦ Ἐλπιδίου γινόταν µὲ πολλὴ δυσκολία καὶ καθηµερινοὺς κινδύνους. Διότι εἶχε νὰ κάνει µὲ βαρβάρους εἰδωλολάτρες. Ἡ αὐταπάρνηση µὲ τὴν ὁποία ἐργάστηκε δὲν ἄργησε νὰ φέρει τοὺς πρώτους χριστιανοὺς ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες στὸν ἀµπελῶνα τοῦ Κυρίου µας. Ὅµως, ἡ ἀγριότητα τῶν ἀπίστων δὲν ἄργησε καὶ αὐτὴ νὰ φανεῖ. Μία µέρα, ἐνῷ ὁ Ἐλπίδιος κήρυττε, τὸν ἔπιασαν καὶ τὸν ἔδεσαν πίσω ἀπὸ µία ἅµαξα. Τὸν ἔσυραν µὲ τὸν πιὸ βάρβαρο τρόπο στοὺς δρόµους, µέχρι ποὺ πέθανε. Ἔτσι πῆρε τὸ στεφάνι τοῦ µαρτυρίου, χύνοντας τὸ τίµιο αἷµα του σὰν πιστὸς ἐργάτης τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ὁ «µισθός» του στοὺς οὐρανοὺς θὰ εἶναι ἀφάνταστα µεγάλος. Καὶ δίκαια, διότι κατὰ τὴν ρήση τοῦ Κυρίου, «ἄξιος ὁ ἐργάτης τοῦ µισθοῦ αὐτοῦ». Δηλαδή, εἶναι ἄξιος ὁ ἐργάτης τοῦ µισθοῦ τῆς ἐργασίας του, ποὺ ἐργάσθηκε γιὰ τὴν πνευµατικὴ ὠφέλεια τῶν συνανθρώπων του.
Οἱ Ἅγιοι Ἀρκάδιος καὶ Νέστωρ ἐπίσκοποι Τριµυθοῦντος Κύπρου
Ὅταν οἱ Ἅγιοι αὐτοί, ἀνέλαβαν ἐπίσκοποι Τριµυθοῦντος, ἡ Κύπρος ἦταν ἄκρως εἰδωλολατρική. Μετὰ ἀπὸ πολλοὺς κόπους καὶ βάσανα, κατόρθωσαν νὰ φέρουν πολλοὺς στὸ δρόµο τῆς Ἀληθείας καὶ τῆς Ἐκκλησίας (Λαυριωτικὸς Κώδικας 70). Τελικὰ ἀπεβίωσαν εἰρηνικά.
Ὁ Ὅσιος Παῦλος ὁ Ἁπλός
Ὀνοµάστηκε ἁπλός, διότι ἦταν ἀµαθὴς γεωργὸς ποὺ δὲν γνώριζε τίποτα ἀπὸ τὶς ἐθιµοτυπίες τοῦ κόσµου. Τὸν στόλιζε ὅµως ἄκακο ἦθος καὶ ἦταν τέλειος ἀγαθὸς ἰσραηλίτης, χωρὶς καµµιὰ πονηριὰ καὶ δόλο. Μέχρι τὰ ἑξήντα του, οἱ γεωργικὲς ἐργασίες ἦταν ἡ κύρια ἀσχολία του. Ἀλλ΄ ἡ σύζυγός του ἦταν ἐντελῶς διαφορετική. Αὐτὴ ἔκανε τὴν δῆθεν εὐγενῆ, διότι ἔζησε κάποτε σὰν ὑπηρέτρια στὴν πόλη. Κορόϊδευε λοιπὸν τὸν Παῦλο σὰν κουτὸ καὶ ἀνόητο, ποὺ χάνεται µὲ τοὺς σταυροὺς καὶ ξόδευε τὴν ὥρα τῆς ἄνεσής του µὲ προσευχὲς καὶ ψαλµούς. Μέχρι ποὺ ἔφτασε στὸ σηµεῖο νὰ προδώσει τὴν συζυγική της πίστη! Ὁ Παῦλος, ὅταν βεβαιώθηκε αὐτό, γέµισε ἀπὸ πολλὴ θλίψη καὶ πίκρα. Στέναξε βαθειά, προσευχήθηκε καὶ ἀποφάσισε νὰ τὴν ἀφήσει καὶ νὰ φύγει µακριά. Πῆγε δὲ στὴν ἔρηµο, κοντὰ στὸν Μέγα Ἀντώνιο. Στὸ νέο αὐτὸ στάδιο τῆς ζωῆς τοῦ ὁ Παῦλος, ἀνέπτυξε ἐξαίρετες ἀσκητικὲς ἀρετές. Θερµὸς στὴν εὐσέβειά του, ἄδολος στὴν καρδιά του, ταπεινὸς στὰ φρονήµατά του, πρᾶος στὸ ἦθος του, στολιζόταν ἀπὸ τὰ ὡραιότερα χριστιανικὰ ἄνθη καὶ εἵλκυσε τὴν ἀγάπη τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου. Ὁ Θεὸς µάλιστα, τοῦ ἔδωσε καὶ τὸ χάρισµα νὰ θαυµατουργεῖ, καὶ ἔτσι θεράπευσε πολλοὺς δαιµονισµένους. Πέθανε σὲ βαθιὰ γεράµατα στὰ βάθη τῆς ἐρήµου καὶ ἔµεινε σὰν τὸ γνησιότερο κάτοπτρο τῆς θείας ἀγαθότητας.
Ὀνοµάστηκε ἁπλός, διότι ἦταν ἀµαθὴς γεωργὸς ποὺ δὲν γνώριζε τίποτα ἀπὸ τὶς ἐθιµοτυπίες τοῦ κόσµου. Τὸν στόλιζε ὅµως ἄκακο ἦθος καὶ ἦταν τέλειος ἀγαθὸς ἰσραηλίτης, χωρὶς καµµιὰ πονηριὰ καὶ δόλο. Μέχρι τὰ ἑξήντα του, οἱ γεωργικὲς ἐργασίες ἦταν ἡ κύρια ἀσχολία του. Ἀλλ΄ ἡ σύζυγός του ἦταν ἐντελῶς διαφορετική. Αὐτὴ ἔκανε τὴν δῆθεν εὐγενῆ, διότι ἔζησε κάποτε σὰν ὑπηρέτρια στὴν πόλη. Κορόϊδευε λοιπὸν τὸν Παῦλο σὰν κουτὸ καὶ ἀνόητο, ποὺ χάνεται µὲ τοὺς σταυροὺς καὶ ξόδευε τὴν ὥρα τῆς ἄνεσής του µὲ προσευχὲς καὶ ψαλµούς. Μέχρι ποὺ ἔφτασε στὸ σηµεῖο νὰ προδώσει τὴν συζυγική της πίστη! Ὁ Παῦλος, ὅταν βεβαιώθηκε αὐτό, γέµισε ἀπὸ πολλὴ θλίψη καὶ πίκρα. Στέναξε βαθειά, προσευχήθηκε καὶ ἀποφάσισε νὰ τὴν ἀφήσει καὶ νὰ φύγει µακριά. Πῆγε δὲ στὴν ἔρηµο, κοντὰ στὸν Μέγα Ἀντώνιο. Στὸ νέο αὐτὸ στάδιο τῆς ζωῆς τοῦ ὁ Παῦλος, ἀνέπτυξε ἐξαίρετες ἀσκητικὲς ἀρετές. Θερµὸς στὴν εὐσέβειά του, ἄδολος στὴν καρδιά του, ταπεινὸς στὰ φρονήµατά του, πρᾶος στὸ ἦθος του, στολιζόταν ἀπὸ τὰ ὡραιότερα χριστιανικὰ ἄνθη καὶ εἵλκυσε τὴν ἀγάπη τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου. Ὁ Θεὸς µάλιστα, τοῦ ἔδωσε καὶ τὸ χάρισµα νὰ θαυµατουργεῖ, καὶ ἔτσι θεράπευσε πολλοὺς δαιµονισµένους. Πέθανε σὲ βαθιὰ γεράµατα στὰ βάθη τῆς ἐρήµου καὶ ἔµεινε σὰν τὸ γνησιότερο κάτοπτρο τῆς θείας ἀγαθότητας.
Ὁ Ἅγιος Ἐφραίµ Πατριάρχης Ἀντιοχείας
Ἦταν ἀπὸ τὴν πόλη Ἄµιδα (πόλη τοῦ τουρκικοῦ Κουρδιστᾶν καὶ λιµάνι στὸν ποταµὸ Τίγρη, σήµερα ὀνοµάζεται Διαρβεκίρ). Στὴν ἀρχὴ ὑπῆρξε κόµης τῆς Ἀντιοχείας ἐπὶ αὐτοκράτορα Ἰουστίνου τοῦ Θρακὸς (518-527). Ἀπὸ λαϊκός, µὲ ὑπόδειξη τοῦ βασιλιᾶ, ἀνέβηκε στὸν Πατριαρχικὸ Θρόνο τῆς Ἀντιοχείας. Ἀνέπτυξε µεγάλη δραστηριότητα σὰν Πατριάρχης, προκειµένου νὰ καθαρίσει τὴν ἐπαρχία του ἀπὸ τοὺς Μονοφυσῖτες. Ἐναντίον τοὺς ἔγραψε ἔντονα, ὅπως χαρακτηριστικὰ λέει ὁ Φώτιος στὴ Μυριόβιβλο (σελ. 228-229). Αὐτὸς καὶ κάποιον Στυλίτη, φανατικὸ Μονοφυσίτη, ποὺ ἀσκήτευε στὴν Ἱεράπολη, µὲ θαῦµα ἐπανέφερε στὴν ὀρθὴ πίστη. Γιὰ 18 χρόνια ποίµανε τὸν λαὸ ὅπως ἔπρεπε καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ὁ Ὅσιος Λαυρέντιος κτήτορας τῆς Ἱ. Μονῆς Φανερωµένης στὴ Σαλαµῖνα
Γεννήθηκε στὰ Μέγαρα ἀπὸ τὸν Δηµήτριο καὶ τὴν Κυριακή. Παντρεύτηκε µὲ τὴν Βασίλω καὶ ἀπόκτησε δυὸ γιούς, τὸν Ἰωάννη καὶ τὸν Δηµήτριο. Ἦταν γεωργὸς στὸ ἐπάγγελµα καὶ οἰκοδόµος. Μὲ ὑπόδειξη τῆς Θεοτόκου πῆγε στὴ Σαλαµῖνα, ὅπου βρῆκε τὴν σεπτὴ εἰκόνα της καὶ στὰ ἐρείπια παλιᾶς Μονῆς οἰκοδόµησε νέα (1682). Ἐκεῖ ἔγινε µοναχὸς καὶ µετονοµάστηκε σὲ Λαυρέντιος. Ἀργότερα ἔγινε µοναχὴ καὶ ἡ γυναῖκα του, µετονοµασθεῖσα σὲ Βασσιανή. Διὰ τῆς Θεοτόκου ἔκανε ἀρκετὰ θαύµατα καὶ πέθανε εἰρηνικὰ στὶς 6 Μαρτίου 1707. Ἡ µνήµη του τελεῖται στὶς 7 Μαρτίου.
Οἱ Ἅγιοι Αἰµιλιανὸς ὁ Ρωµαῖος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ Ἰάκωβος καὶ Μαριανός
Οἱ ἐν Ρώµῃ (+ 259).
Ὁ Ἅγιος John Beverley (Ἀγγλοσάξωνας)
Λεπτοµέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου τῆς Ὀρθοδοξίας µπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρεττανικῶν Νήσων», τοῦ Χριστόφορου Κων. Κοµµοδάτου, ἐπισκόπου Τελµησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.
Aγιολόγιον - Μάρτιος 08
Ὁ Ὅσιος Θεοφύλακτος ἐπίσκοπος Νικοµήδειας
Ἔζησε τὸν 8ο αἰῶνα, στὰ χρόνια του αὐτοκράτορα Λέοντα τοῦ Δ΄. Ἦταν ἀπὸ τὰ µέρη τῆς Ἀνατολῆς, καὶ ἡ µεγάλη του παιδεία τὸν ἔφερε στὴ Βασιλεύουσα. Ἐκεῖ δηµιούργησε φιλικὲς σχέσεις µὲ πολλοὺς ἐπισήµους, µεταξὺ αὐτῶν καὶ µὲ τὸν ἔπειτα Πατριάρχη Ταράσιο. Ὅταν πλέον ἔγινε Πατριάρχης ὁ Ταράσιος, παρακίνησε τὸ Θεοφύλακτο καὶ ἔγινε µοναχός. Εἰσῆλθε σ΄ ἕνα µοναστήρι στὸν Εὔξεινο Πόντο. Μετὰ ἀπὸ λίγο, ἀναδείχθηκε ἐπίσκοπος Νικοµήδειας. Στὴ νέα του θέση ὁ Θεοφύλακτος διέπρεψε σ΄ ὅλα τὰ καθήκοντά του. Διακρίθηκε κυρίως στὰ ἔργα τῆς ἐλεηµοσύνης καὶ τῆς φιλανθρωπίας. Μὲ τὶς θερµές του προτροπὲς καὶ τὴν ἠθική του ἐπιβολή, ἵδρυσε πολλὰ νοσοκοµεῖα. Δηµιούργησε ταµεῖα γιὰ τὶς ἄπορες χῆρες καὶ τὰ ὀρφανά. Ἀκολουθώντας τὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ «ὁ δὲ µείζων ὑµῶν ἔσται ὑµῶν διάκονος», δηλαδή, ἐκεῖνος ποὺ µεταξύ σας εἶναι µεγαλύτερος στὴ γνώση καὶ τὸ ἀξίωµα, πρέπει νὰ ὑπηρετεῖ τοὺς ἄλλους καὶ µὲ κάθε τρόπο νὰ γίνεται χρήσιµος καὶ ὠφέλιµος σ΄ αὐτούς. Ὁ Θεοφύλακτος πήγαινε πολλὲς φορὲς στὶς καλύβες τῶν δυστυχῶν οἰκογενειῶν καί, ἀφοῦ τὶς παρηγοροῦσε µὲ τὴν χριστιανικὴ ἐλπίδα καὶ µὲ τὴν παροχὴ χρηµατικοῦ βοηθήµατος, ἔκανε ὁ ἴδιος τὸν νοσοκόµο, περιποιούµενος τοὺς ἀῤῥώστους. Ὁ Θεοφύλακτος γιὰ τοὺς ἀγῶνες του κατὰ τῶν εἰκονοµάχων ἐξορίσθηκε στὸ Στρόβιλο, καὶ ἀπὸ τὶς πολλὲς κακουχίες παρέδωσε τὸ πνεῦµα του µετὰ 30 χρόνια ἐξορίας. Ἐπὶ βασιλίσσης ὅµως Θεοδώρας (842-857) καὶ πατριάρχου Μεθοδίου (842-846), µετακοµίστηκε τὸ τίµιο λείψανό του στὴ Νικοµήδεια καὶ κατετέθη στὸν Ἱερὸ νάο Κοσµᾶ καὶ Δαµιανοῦ, ποὺ ὁ ἴδιος εἶχε κτίσει.
Ὁ Ὅσιος Παῦλος ὁ Ὁµολογητὴς ἐπίσκοπος Πλουσιάδος
Eζησε καὶ αὐτὸς κατὰ τὴν περίοδο τῆς εἰκονοµαχίας καὶ διακρίθηκε µεταξὺ τῶν ἀκούραστων ὑπερασπιστῶν καὶ ἀτρόµητων φρουρῶν καὶ συνηγόρων τῆς Ὀρθοδοξίας. Πλήθη ὁµοφρόνων του διώκονταν, ἐξορίζονταν, βασανίζονταν, φυλακίζονταν, σκοτώνονταν, ἄλλοι ἦταν µὲ κοµµένη τὴν µύτη καὶ τὴν γλῶσσα ἱερὰ θύµατα τοῦ µαρτυρίου ὑπὲρ τῶν Εἰκόνων. Ἀλλ΄ ἡ πιθανότητα, ὅτι θὰ ἔπασχε καὶ αὐτὸς τὰ ἴδια, δὲν ἀναχαίτισε τὴν εὐσεβὴ ζέση τοῦ Παύλου. Πήγαινε λοιπὸν σὲ διάφορα µέρη καὶ ἐνεθάῤῥυνε τὴν ἀντίσταση κατὰ τῶν αὐτοκρατορικῶν διαταγῶν. Δίδασκε, ὅτι οἱ χριστιανοὶ κανένα σεβασµὸ δὲν ὀφείλουν καὶ καµιὰ ὑπακοὴ σὲ Πατριάρχες καὶ Ἐπισκόπους εἰκονοµάχους καὶ διαµαρτυρόταν κατὰ τῆς ἀνίερης ἀνατροπῆς, ποὺ ἤθελαν νὰ ἐπιβάλουν στὴν Ἐκκλησία. Γιὰ τὴν διαγωγή του αὐτὴ καταδιώχθηκε, φυλακίστηκε καὶ ἐξορίστηκε. Ἀλλ΄ αὐτὸς ἔµεινε ἀκλόνητος στὸν τίµιο ἀγῶνα του καὶ παρέδωσε τὴν πνοή του µαχόµενος µέχρι τελευταίας στιγµῆς.
Ὁ Ἅγιος Ἑρµῆς ὁ Ἀπόστολος
τὸν ἀναφέρει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρὸς Ρωµαίους ἐπιστολή του (ιστ΄ 14). Κατὰ τὴν παράδοση ἔγινε ἐπίσκοπος Δαλµατίας καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικά. Στὸν Συναξαριστὴ Delehaye καλεῖται Ἑρµῦλος. Στὸν δὲ Παρισινὸ Κώδικα 13 φ. 296 ἡ µνήµη του φέρεται κατὰ τὴν 8η Ἀπριλίου µετὰ τοῦ Ἠρωδίωνος, Ἀσύγκριτου, Φλέγοντος, Ρούφου, Ἔπαφρα καὶ Ἀγάβου.
Ὁ Ἅγιος Δίων
Μαρτύρησε διὰ µαχαίρας.
Ὁ Ὅσιος Δοµέτιος
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ἁγιολόγιον - Μάρτιος 09
Οἱ Ἅγιοι σαράντα Μάρτυρες ποὺ µαρτύρησαν στὴ Σεβάστεια
Καὶ οἱ 40 αὐτοὶ Ἅγιοι ἦταν στρατιῶτες στὸ πιὸ ἐπίλεκτο τάγµα τοῦ στρατοῦ τοῦ Λικινίου. Ὅταν αὐτὸς ἐξαπέλυσε διωγµὸ κατὰ τῶν χριστιανῶν, οἱ Ἅγιοι 40 συλλαµβάνονται ἀµέσως ἀπὸ τὸν ἔπαρχο Ἀγρικόλα (στὴ Σεβάστεια). Στὴν ἀρχὴ τοὺς ἐπαινεῖ καὶ τοὺς ὑπόσχεται ἀµοιβὲς καὶ ἀξιώµατα, γιὰ νὰ ἀρνηθοῦν τὴν πίστη τους. Τότε ἕνας ἀπὸ τοὺς 40, ὁ Κάνδιδος, ἀπαντᾷ: «Εὐχαριστοῦµε γιὰ τοὺς ἐπαίνους τῆς ἀνδρείας µας. Ἀλλὰ ὁ Χριστός, στὸν ὁποῖο πιστεύουµε, µᾶς διδάσκει ὅτι στὸν καθένα ἄρχοντα πρέπει νὰ τοῦ προσφέρουµε ὅ,τι τοῦ ἀνήκει. Καὶ γι᾿ αὐτὸ στὸ βασιλέα προσφέρουµε τὴν στρατιωτικὴ ὑπακοή. Ἄν, ὅµως, ἐνῷ ἀκολουθοῦµε τὸ Εὐαγγέλιο, δὲν ζηµιώνουµε τὸ κράτος, ἀλλὰ µᾶλλον τὸ ὠφελοῦµε µὲ τὴν ὑπηρεσία µας, γιατὶ µᾶς ἀνακρίνεις γιὰ τὴν πίστη ποὺ µορφώνει τέτοιους χαρακτῆρες καὶ ὁδηγεῖ σὲ τέτοια ἔργα;». Ὁ Ἀγρικόλας κατάλαβε ὅτι δὲν µποροῦσε νὰ τοὺς ἐπιβληθεῖ µὲ ἤρεµο τρόπο καὶ διέταξε νὰ τοὺς βασανίσουν. Ὁπότε, µία παγωµένη χειµωνιάτικη νύχτα, τοὺς ρίχνουν στὰ κρύα νερὰ µίας λίµνης. Τὸ µαρτύριο ἦταν φρικτό. Τὰ σώµατα ἄρχισαν νὰ µελανιάζουν. Ἀλλ΄ αὐτοὶ ἐνθάῤῥυναν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, λέγοντας: «Δριµὺς ὁ χειµών, ἀλλὰ γλυκὺς ὁ παράδεισος. Λίγο ἂς ὑποµείνουµε καὶ σὲ µία νύχτα θὰ κερδίσουµε ὁλόκληρη τὴν αἰωνιότητα». Ἐνῷ προχωροῦσε τὸ µαρτύριο, ἕνας µόνο λιποψύχησε καὶ βγῆκε ἀπὸ τὴν λίµνη. Τὸν ἀντικατέστησε ὅµως ὁ φρουρὸς (Ἀγλάιος), ποὺ εἶδε τὰ στεφάνια πάνω ἀπὸ τὰ κεφάλια τους. Ὁµολόγησε τὸ Χριστό, µπῆκε στὴ λίµνη καὶ µαζί µε τοὺς 39 παίρνει καὶ αὐτὸς τὸ στεφάνι τοῦ µαρτυρίου, ἀφοῦ µισοπεθαµένους τους ἔβγαλαν τὸ πρωὶ ἀπὸ τὴν λίµνη καὶ τοὺς συνέτριψαν τὰ σκέλη.Κατὰ τοὺς Παρισινοὺς Κώδικες 1575 καὶ 1476 τὰ ὀνόµατά τους ἦταν: Κυρίων, Κάνδιδος (ἢ Κλαύδιος), Δόµνας, Εὐτύχιος (ἢ Εὐτυχής), Σεβηριανός, Κύριλλος, Θεόδουλος, Βιβιανός, Ἀγγίας, Ἡσύχιος, Εὐνοϊκός, Μελίτων, Ἠλιάδης (ἢ Ἠλίας), Ἀλέξανδρος, Σακεδὼν (ἢ Σακερδών), Οὐάλης, Πρίσκος, Χουδίων, Ἡράκλειος, Ἐκδίκιος, (ἢ Εὐδίκιος), Ἰωάννης, Φιλοκτήµων, Φλάβιος, Ξάνθιος, (ἢ Ξανθίας), Οὐαλέριος, Νικόλαος, Ἀθανάσιος, Θεόφιλος, Λυσίµαχος, Γάϊος, Κλαύδιος, Σµάραγδος, Σισίνιος, Λεόντιος, Ἀέτιος, Ἀκάκιος, Δοµετιανὸς (ἢ Δοµέτιος), 2 Γοργόνιοι, Ἰουλιανός, (ἢ Ἐλιανὸς ἢ Ἠλιανός), καὶ Ἀγλάιος ὁ καπικλάριος. (Ὁρισµένοι Κώδικες ἀναφέρουν καὶ ἐπιπλέον τῶν 40 ὀνόµατα, ὅπως αὐτὰ τῶν Ἁγίων Ἀειθαλᾶ, ἄλλου Γοργονίου κ.λπ.).
Ὁ Ἅγιος Οὐρπασιανός
Ἀνῆκε στὴν τάξη τῶν συγκλητικῶν, καὶ ἔζησε στὶς ἀρχὲς τοῦ 4ου αἰῶνα στὸ σφοδρὸ διωγµὸ κατὰ τῆς Ἐκκλησίας. Ὅταν ὁ Διοκλητιανὸς ἐξαπέλυσε τὸ διάταγµά του κατὰ τῶν χριστιανῶν, προσκάλεσε πρῶτα τοὺς συγκλητικοὺς καὶ δήλωσε ὅτι, ἂν κανεὶς ἀπ΄ αὐτοὺς ἦταν χριστιανός, θὰ τὸν συγχωροῦσε, ἀφοῦ τὸ δηλώσει ἀµέσως καὶ ἀπαρνηθεῖ τὸν Χριστό. Ὁ Οὐρπασιανὸς ἄκουσε τὴν δήλωση τοῦ βασιλιᾶ, στὸ τέλος δέ, ἀντὶ ἄλλης ἀπάντησης, ἀφαίρεσε µόνος του τὰ σήµατα τοῦ ἀξιώµατός του καὶ τὰ παρέδωσε σ΄ αὐτόν. Ὁ Διοκλητιανὸς θύµωσε καὶ διέταξε νὰ τὸν βασανίσουν. Στὴν ἀρχὴ τὸν µαστίγωσαν µὲ νεῦρα ἀπὸ βόδι καὶ µισοπεθαµένο τὸν ἔριξαν στὴ φυλακή. Κατόπιν διάφοροι φίλοι του συγκλητικοί, προσπάθησαν νὰ τὸν πείσουν νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα καὶ νὰ κρατήσει τὸ ἀξίωµά του. Ἀλλ΄ ὁ Οὐρπασιανὸς ἔµεινε πιστὸς στὴν ἀπόφασή του. Τότε ἀποφασίστηκε ὁ θάνατός του. Τοῦ ἄνοιξαν λοιπὸν τὶς πλευρὲς µὲ σιδερένια ὄργανα, καὶ ὕστερα ἔβαλαν στὶς πληγές του ἀναµµένες λαµπάδες. Τόσο δὲ τὰ ἐγκαύµατα ὅσο καὶ ὁ καπνὸς ἐπέφεραν τὸ µαρτυρικό του τέλος.
Ὁ Ἅγιος Καισάριος ἀδελφὸς Γρηγορίου Θεολόγου
Ἦταν ὁ µικρότερος ἀδελφὸς τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καὶ γεννήθηκε στὴ Ναζιανζὸ τῆς Καππαδοκίας τὸ ἔτος 330. Γονεῖς του ἦταν ὁ ἐπίσκοπος Ναζιανζοῦ Γρηγόριος καὶ ἡ εὐσεβέστατη Νόννα. Μεγαλύτερη ἀδελφή του ἦταν ἡ ἁγία Γοργονία. Μετὰ τὴν βασική του ἐκπαίδευση, ὁ Καισάριος ἀκολούθησε τὸν µεγαλύτερο ἀδελφό του γιὰ ἀνώτερες σπουδὲς στὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας καὶ τῆς Παλαιστίνης καὶ κατόπιν στὴν Ἀλεξάνδρεια, ὅπου σπούδασε µαθηµατικά, ἀστρονοµία, φιλοσοφία, ῥητορικὴ καὶ ἰδιαίτερα ἰατρική, ποὺ ἀγάπησε καὶ περισσότερο. Ἔπειτα πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ὁ βασιλιὰς Κωνστάντιος καὶ ὁ λαὸς τὸν δέχτηκαν µὲ τιµές, καὶ διορίστηκε γιατρὸς τῶν ἀνακτόρων. Οἱ εὐεργεσίες ποὺ πρόσφερε σ΄ ὅλους ἦταν µεγάλες. Ὅταν ἀνέλαβε τὴν ἐξουσία ὁ Ἰουλιανὸς ὁ Παραβάτης, ὁ Καισάριος δὲν συµβιβάστηκε µαζί του καὶ ἀφοῦ ἐγκατέλειψε ὅλες τὶς τιµὲς καὶ τὶς ἐξουσίες ποὺ τοῦ πρόσφερε ὁ Ἰουλιανός, ἐπέστρεψε στὴν πατρίδα του Ναζιανζό, ὅπου ἔκανε τὸ ἐπάγγελµα τοῦ γιατροῦ, εὐεργετώντας πλῆθος συνανθρώπων του. Ὅταν ἀνέλαβε τὴν ἐξουσία ὁ Οὐάλης (364), ὁ Καισάριος ἐπέστρεψε πάλι στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἀναδείχθηκε «ἐπιµελητὴς θησαυρῶν καὶ ταµίας τῶν δηµοσίων χρηµάτων» στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας. Ἐκεῖ ἐπιδόθηκε σὲ νέες εὐεργεσίες πρὸς τοὺς φτωχοὺς καὶ τοὺς πάσχοντες. Ἡ ἀσκητική του ἐγκράτεια ὅµως, καθὼς καὶ οἱ πολλὲς µέριµνες καὶ δοκιµασίες, προσέβαλαν τὴν ὑγεία του. Ἀῤῥώστησε βαριὰ καὶ στὶς 10 Μαρτίου 368 πέθανε. Τὸ ἱερό του λείψανο µεταφέρθηκε στὴν Ἀριανζὸ καὶ ἐναποτέθηκε σὲ τάφο, ποὺ εἶχε λατοµηθεῖ γιὰ τοὺς γονεῖς του.
Οἱ Ἅγιοι παππούς, γιαγιά, πατέρας, µητέρα καὶ τὰ Δύο παιδιά τους
Μαρτύρησαν διὰ ξίφους.
Ἁγιολόγιον - Μάρτιος 10
Οἱ Ἅγιοι Κοδρᾶτος, Ἀνεκτός, Παῦλος, Διονύσιος, Κυπριανὸς καὶ Κρήσκης
Μαρτύρησαν στὴν Κόρινθο στὸ διωγµὸ κατὰ τῆς Ἐκκλησίας, στὰ χρόνια του αὐτοκράτορα Δεκίου (249-251). Ἦταν ὅλοι φίλοι καὶ βρίσκονταν στὸ ἄνθος τῆς ἡλικίας τους. Διδάσκονταν δὲ τὴν εἰς Χριστὸν πίστιν ὑπὸ τοῦ Κοδράτου. Ὁ ἔπαρχος Ἰάσων προσπάθησε µὲ κάθε τρόπο νὰ τοὺς πείσει νὰ ἀρνηθοῦν τὴν χριστιανικὴ πίστη. Προσπάθησε νὰ τοὺς δελεάσει µὲ ὅλες τὶς κοσµικὲς γλυκύτητες ποὺ ἔδινε ἡ εἰδωλολατρικὴ ἐλευθερία -γιὰ τὴν σάρκα - στὴ νεότητα. Δείχνοντας σ΄ αὐτοὺς τὶς ὡραῖες ἀκτὲς τοῦ Κορινθιακοῦ κόλπου καὶ τὰ γαλανὰ νερά του, ποὺ µύρωναν τὶς καλλονὲς τῆς ἄνοιξης, τοὺς ἐξόρκιζε νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα γιὰ νὰ σώσουν τὴν ζωή τους. Ἐκεῖνοι, ὅµως, ἀποκρίνονται ὅτι ἡ αἰώνια καὶ ἀπαράµιλλη Ἄνοιξη εἶναι κοντὰ στὸν Κύριό τους καὶ Θεό τους. Καὶ πιστοὶ στὴν ὁµολογία τους, ἐπισφράγισαν αὐτὴ µὲ τὴν θυσία τοῦ αἵµατος, ποὺ ἔχυσαν ὅλοι οἱ φίλοι µαζί. Ἔτσι, γιὰ πάντα ἔγιναν καὶ φίλοι Θεοῦ. Διότι ὁ Κύριός µας λέει: «ὑµεῖς φίλοι µου ἔστε, ἐὰν ποιῆτε ὅσα ἐγὼ ἐντέλλοµαι ὑµῖν». Δηλαδή, σεῖς εἶστε φίλοι µου, καὶ θὰ ἐξακολουθεῖτε νὰ εἶστε φίλοι µου, ἂν πράττετε ὅσα ἐγώ σας παραγγέλλω.
Ἡ Ὁσία Ἀναστασία, ἡ Πατρικία
Καταγόταν ἀπὸ εὐγενεῖς καὶ πλούσιους γονεῖς καὶ ἦταν µία ἀπὸ τὶς πιὸ θεοφοβούµενες κόρες τοῦ Βυζαντίου, στὰ χρόνια του Ἰουστινιανοῦ τοῦ µεγάλου (527-565). Ὑπῆρξε ἡ πρώτη ἀκόλουθος τῆς Βασίλισσας Θεοδώρας, καὶ ὁ Ἰουστινιανὸς γιὰ τὴν ὑπέροχη ἀξία της, τῆς ἔδωσε τὸν τίτλο τῆς πατρικίας. Οἱ ἀρετές της ὅµως, προκάλεσαν τὸ φθόνο τῆς βασίλισσας. Ἡ Ἀναστασία, προκειµένου νὰ σβήσει κάθε ἀφορµὴ τοῦ φθόνου, πῆρε µέρος τῆς περιουσίας της καὶ κατέφυγε στὴν Ἀλεξάνδρεια. Ἐκεῖ ἔκτισε Μονή, ποὺ ὀνοµάστηκε Μονὴ τῆς Πατρικίας, καὶ ζοῦσε ζωὴ ἀσκητική. Ἀλλ΄ ὅταν ἔµαθε ὅτι τὴν ἀναζητεῖ ὁ Ἰουστινιανός, ἄφησε τὴν µονὴ καὶ πῆγε στὴ Σκήτη τοῦ ἀββᾶ Δανιήλ, στὸν ὁποῖο καὶ διηγήθηκε τὰ συµβαίνοντα. Αὐτὸς ἀφοῦ τὴν ἕντυσε ἀνδρικὰ καὶ τὴν µετονόµασε Ἀναστάσιο, τὴν τοποθέτησε σ΄ ἕνα σπήλαιο δίπλα στὴ Σκήτη καὶ δυὸ µοναχοὶ τῆς ἔφερναν αὐτὸ ποὺ χρειαζόταν. Συνάµα δὲ τῆς εἶπε νὰ µὴ βγεῖ ποτὲ ἀπὸ τὸ σπήλαιο, οὔτε νὰ δεχθεῖ κανένα. Ἐκεῖ ἔµεινε κλεισµένη 28 χρόνια. Ὅταν προαισθάνθηκε τὸ τέλος της, προσκάλεσε τὸν ἀββᾶ Δανιὴλ καί, ἀφοῦ κοινώνησε τῶν ἀχράντων µυστηρίων, παρέδωσε τὴν δίκαια ψυχή της.
Ἅγιος Μαρκιανός
Μαρτύρησε ἀφοῦ τοῦ ἔσπασαν τὰ σωµατικά του µέρη µὲ ξύλα.
Ὁ Ἅγιος Μιχαὴλ ὁ Μαυρουδῆς
Καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Γρανίτσα τῶν Χ. Λ. Ἀγράφων. Ὁ πατέρας του ὀνοµαζόταν Δηµήτριος καὶ ἡ µητέρα του Στατῆρα. Ἦταν καὶ οἱ δυὸ θεοσεβεῖς καὶ φιλακόλουθοι. Ἀπὸ µικρὸ ἀνέτρεφαν τὸν Μιχαὴλ µὲ σεµνότητα καὶ ταπεινοφροσύνη. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ πατέρα του, πῆγε στὴ Θεσσαλονίκη καὶ ἔκανε τὸ ἐπάγγελµα τοῦ ἀρτοπώλη, µὲ ζωὴ φιλελεήµονα καὶ χριστιανική. Κάποια µέρα προσπάθησε, στὸ ἀρτοπωλεῖο του, νὰ κατηχήσει στὴ χριστιανικὴ πίστη ἕνα τουρκόπουλο, τὸ ὁποῖο κατάγγειλε τὸν Μιχαὴλ στὶς ἀρχὲς καὶ ὁδηγήθηκε βίαια στὸ κριτήριο. Ἀνακρινόµενος ἐκεῖ, προσπάθησε µὲ µακρὰ θεολογικὴ εὐθύτητα στὰ θρησκευτικὰ ζητήµατα, νὰ προσηλυτίσει τοὺς δικαστές. Γιὰ τὸ θάῤῥος του αὐτό, ρίχτηκε στὴ φυλακή, ὅπου ὁ Μητροπολίτης Θεοφάνης ἢ Μητροφάνης τὸν ἐνίσχυσε πρὸς τὸ µαρτύριο. Ὅταν καὶ πάλι ὁδηγήθηκε στὸν κριτή, ὁµολόγησε σταθερὰ καὶ µὲ πολλὴ δύναµη τὴν χριστιανική του πίστη. Ἀπὸ τὴν ὁµολογία του συγκινήθηκε ἀκόµα καὶ αὐτὸς ὁ Τοῦρκος κριτής. Τελικὰ καταδικάστηκε σὲ θάνατο καὶ τὸν ἔκαψαν ζωντανὸ στὴ Θεσσαλονίκη στὶς 21 Μαρτίου 1547. Τὸ µαρτύριο τοῦ Ἁγίου, µεταξὺ ἄλλων, ἀναφέρεται καὶ στὸν ὑπ΄ ἀριθ. 727 Κώδικα τοῦ XVIII αἰῶνα στὴ Μονὴ Ξενοφῶντος Ἁγίου Ὄρους, καὶ στὸν ὑπ΄ ἀριθ. 2142(129) Κώδικα τοῦ XVIII αἰῶνα τῆς Μονῆς Ἐσφιγµένου. Τὸ Μ. Εὐχολόγιο ἀναφέρει τὴν µνήµη του 10 Μαρτίου 1544.
Ἁγιολόγιον - Μάρτιος 11
Ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος Ἀρχιεπίσκοπος Ἱεροσολύµων
Γεννήθηκε στὴ Δαµασκὸ τῆς Συρίας, περίπου τὸ 575, ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς, τὸν Πλινθὰ καὶ τὴν Μυρῶ (κατὰ τοὺς Συναξαριστές). Δὲν ἄργησε, ὅµως, νὰ ἐπικρατήσει µέσα του ἡ θεολογικὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ κλίση. Πῆγε στὴν Ἱερουσαλήµ, ὅπου µόνασε στὴ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου. Ἐκεῖ ἐπιδόθηκε στὶς θεολογικὲς καὶ ἐκκλησιαστικὲς µελέτες. µαζὶ µὲ τὸ συµµοναστή του Ἰωάννη Μόσχο, ἐπισκέφθηκε διάφορα ἀσκητικὰ καὶ µοναχικὰ κέντρα τῆς Παλαιστίνης. Πολέµιος τῆς αἵρεσης τοῦ Μονοθελητισµοῦ, ἀγωνίστηκε σκληρὰ ἐναντίον του στὶς πόλεις - κέντρα Ἀλεξάνδρεια καὶ Κωνσταντινούπολη. Τὸ 634 ἐκλέγεται Πατριάρχης Ἱεροσολύµων, σὲ διαδοχὴ τοῦ ἀποθανόντος Μοδέστου. Ἀπὸ τὴν θέση αὐτή, ὁ Σωφρόνιος ἐξακολουθεῖ τὸν ἀγῶνα του κατὰ τοῦ Μονοθελητισµοῦ. Γράφει πολλοὺς ὕµνους καὶ λόγους ποὺ τοὺς διακρίνει ἀξιόλογη λογοτεχνικὴ ἀξία. Σὰν Πατριάρχης, εἶχε τὴν ἀτυχία νὰ πολιορκηθεῖ ἡ Ἱερουσαλὴµ ἀπὸ τὸ χαλίφη τῶν Ἀράβων Ὀµάρ. Ὅταν παραδόθηκε ἡ πόλη (637), ἡ πολλή του θλίψη µετριάσθηκε λίγο ἀπὸ τὸ ὅτι πῆρε ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ κατακτητῆ τὸν ἱστορικὸ Ἀκτίναµε, µὲ τὸ ὁποῖο προστατεύθηκαν ὑπὲρ τῶν Ὀρθόδοξων τὰ ἱερὰ χριστιανικὰ προσκυνήµατα. Ἡ ψυχή του, ὅµως, εἶχε πάθει βαθὺ τραῦµα, καὶ µετὰ ἕνα χρόνο ἀπεβίωσε (638).
Ὁ Ἅγιος Πιόνιος ὁ Πρεσβύτερος καὶ ἡ Ἁγία Σαβίνα
Ἔζησε στὰ χρόνια του αὐτοκράτορα Δεκίου, τοῦ σκληροῦ διώκτη τῶν χριστιανῶν κατὰ τὰ µέσα τοῦ τρίτου αἰῶνα. Ὅταν συνελήφθη ἔµεινε ἀµετακίνητος στὴν ὁµολογία τοῦ Χριστοῦ, καὶ ὅταν συζήτησε µὲ τοὺς ἱερεῖς τῶν εἰδώλων Πολέµονα καὶ Ἐλπίδιο, κατέδειξε τὴν πλάνη τῆς πολυθεϊστικῆς θρησκείας. Μάταια ζήτησε ἔπειτα ὁ ἀνθύπατος Κιντιλιανὸς νὰ τὸν κερδίσει µὲ ὑποσχέσεις, καὶ νὰ τὸν πειθαναγκάσει µὲ ἀπειλές. Ὁ Πιόνιος, ὁ πιστὸς ἱερέας τοῦ Χριστοῦ, ἐξακολουθοῦσε νὰ Τὸν ὁµολογεῖ. Καταδικάστηκε τότε νὰ ριχθεῖ στὴ φωτιὰ καὶ µέσα στὶς φλόγες της βρῆκε τὸ µαρτυρικὸ θάνατο. Γιὰ δὲ τὴν Ἁγία Σαβίνα βλέπε Α.Χ.Ε.Χ. (Ἡ µνήµη τους, ἀπὸ ὁρισµένα Ἁγιολόγια περιττῶς ἐπαναλαµβάνεται στὶς 14 καὶ 15 Μαρτίου).
Ὁ Ὅσιος Γεώργιος ὁ Νεοφανής, ὁ θαυµατουργός
Ἔζησε στὴν Ἀνατολὴ στὰ µέσα τοῦ 10ου αἰῶνα. Ἐγκατέλειψε γυναῖκα, παιδιὰ καὶ συγγενεῖς, γιὰ νὰ γίνει µοναχός. Ἀφοῦ ντύθηκε τὸ µοναχικὸ σχῆµα, γύριζε πόλεις, χωριὰ καὶ ἐρήµους, στερούµενος, θλιβόµενος καὶ κακουχούµενος. Ὅταν τοῦ ἀποκάλυψε ὁ Θεὸς τὸν θάνατό του, ἦλθε στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ, στὸν ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, ποὺ βρίσκεται στὴν τοποθεσία Διίπειον, ἀσκήτεψε ἑπτὰ ἡµέρες καὶ ἀναπαύθηκε ἐν Κυρίῳ. Ὅταν οἱ χριστιανοὶ πῆγαν νὰ τὸν θάψουν, εἶδαν ἔκπληκτοι ὅτι ὁ Γεώργιος ἔφερε πάνω του βαρύτατα σίδερα. Ἀφοῦ τὸν ἔβαλαν σὲ µαρµάρινη θήκη τὸν ἔθαψαν στὸν Νάρθηκα τοῦ Ναοῦ τοῦ Ἀποστόλου Ἰωάννου. Ἀπὸ τότε τὸ µέρος ἐκεῖνο ἀνάβλυζε µύρο, ποὺ θεράπευε διάφορες ἀσθένειες καὶ ἔκανε πολλὰ ἄλλα θαύµατα.
Ὁ Ὅσιος Γεώργιος ὁ Σιναΐτης
Ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Ἰουστινιανοῦ τοῦ Α´ (527-565) καὶ ὅταν Πατριάρχης Ἱεροσολύµων ἦταν ὁ Πέτρος ὁ Α´ (524-552). Ὁ Γεώργιος µόναζε στὸ ὄρος Σινᾶ καὶ ἦταν νηστευτὴς καὶ πολὺ ἐνάρετος. Λέγεται µάλιστα ὅτι κάποτε ἐπεθύµησε νὰ µεταλάβει στὸ ναὸ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ στὴν Ἱερουσαλήµ. Τότε, µὲ θαυµατουργικὸ τρόπο βρέθηκε ἀµέσως, ἀπὸ τὸ Σινᾶ, στὴ θεία Λειτουργία τοῦ ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως, καὶ κοινώνησε τῶν ἀχράντων Μυστηρίων ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Πατριάρχη Πέτρου. Μετὰ τὴν κοινωνία ὁ Πατριάρχης ρώτησε τὸν οἰκονόµο του Μηνᾶ, πότε ἦλθε αὐτὸς ὁ Ἀββᾶς Σιναΐτης, διότι δὲν τὸν εἶχε δεῖ προηγουµένως. Ἀλλὰ καὶ ὁ οἰκονόµος του δὲν γνώριζε. Τότε ὁ Πατριάρχης εἶπε στὸν Μηνὰ νὰ πεῖ στὸν Ἀββᾶ νὰ καθίσει στὸ τραπέζι γιὰ νὰ συµφάγουν. Ὁ οἰκονόµος προσκάλεσε τὸν Γεώργιο, ἀλλὰ αὐτός, ἀφοῦ προσευχήθηκε, βρέθηκε ἀµέσως πάλι στὸ κελλί του στὸ Σινᾶ. Ὁ Πατριάρχης θίχτηκε διότι ὁ Γεώργιος δὲν παρακάθισε στὸ τραπέζι του καὶ ἔστειλε γράµµα στοὺς Πατέρες τοῦ Σινᾶ γιὰ τὸ συµβάν. Ἀλλ᾿ ὅταν πληροφορήθηκε ὅτι ὁ Ἅγιος δὲν βγῆκε ποτὲ ἀπὸ τὸ κελλί του, τότε κατάλαβε ὅτι πρόκειται περὶ ἁγίου ἀνδρὸς καὶ δόξασε τὸν Θεό. Λέγεται ὅτι, ὁ Ὅσιος Γεώργιος καὶ ὁ Πατριάρχης Πέτρος Α´, ἀπεβίωσαν εἰρηνικὰ µαζὶ µετὰ ἀπὸ ἕξι µῆνες, γεγονὸς ποὺ εἶχε προφητέψει ὁ Ὅσιος Γεώργιος.
Οἱ Ἅγιοι Τρόφιµος καὶ Θαλλὸς ποὺ µαρτύρησαν στὴ Λαοδικεία
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ µαρτύρησαν στὰ χρόνια του Διοκλητιανοῦ (284-305). Κατάγονταν ἀπὸ τὴν πόλη Στρατονίκη ἢ Στρατονίκεια, ποὺ βρισκόταν στὴν ἐπαρχία Καριᾶς τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ σήµερα τούρκικα ὀνοµάζεται Ἀιδενέλλι. Τὸν καιρὸ λοιπὸν ἐκεῖνο, κατὰ τὸν διωγµὸ ἐναντίον τῶν χριστιανῶν, συνελήφθησαν καὶ οἱ Ἅγιοι αὐτοί, ἐπειδὴ ὁµολόγησαν τὸν Χριστό, καὶ λιθοβολήθηκαν γιὰ ἀρκετὴ ὥρα. Μὲ ἐνέργεια τῆς θείας χάριτος ὅµως, ἔµειναν ἀβλαβεῖς. Βλέποντας αὐτὸ ὁ ἡγεµόνας τῆς Λαοδικείας Ἀσκληπιός, τοὺς ἄφησε ἐλεύθερους. Ἀλλ᾿ ἀργότερα καὶ πάλι τοὺς συνέλαβαν καὶ τοὺς πίεζαν ν᾿ ἀρνηθοῦν τὸν Χριστό. Αὐτοὶ ὅµως, µὲ ἀκόµα περισσότερο θάῤῥος ὁµολόγησαν τὴν πίστη τους καὶ µπροστὰ σ᾿ ὅλους ἐνέπαιξαν τὰ εἴδωλα καὶ τοὺς προστάτες τους. Αὐτὸ εἶχε σὰν ἀποτέλεσµα νὰ ἐρεθίσει πολὺ τὸν τύραννο καὶ ἔδωσε διαταγὴ νὰ τοὺς δέσουν γυµνοὺς σὲ ξύλο καὶ νὰ σχίσουν τὶς σάρκες τους. Τελικὰ µαρτύρησαν µὲ σταυρικὸ θάνατο καὶ ἔτσι ἔλαβαν τὰ ἔνδοξα στεφάνια τοῦ µαρτυρίου. Εὐσεβεῖς χριστιανοί, πῆραν τὰ ἅγια λείψανά τους καὶ τὰ ἔθαψαν σὲ τόπο ἱερό. Τότε καὶ ἡ γυναῖκα τοῦ ἄρχοντα Ἀσκληπιοῦ, πῆγε καὶ ράντισε µὲ µύρα τὴν θήκη τῶν ἁγίων λειψάνων καὶ ἅπλωσε πάνω σ᾿ αὐτὸ πολύτιµο σεντόνι. Τέλος, οἱ εὐλαβεῖς καὶ πιστοὶ χριστιανοὶ συµπατριῶτες τῶν Ἁγίων, Ζώσιµος καὶ Ἀρτέµιος, πῆραν τὴν θήκη τῶν ἁγίων λειψάνων καὶ τὴν µετέφεραν στὴν ἰδιαίτερη πατρίδα τους Στρατονίκη, καὶ τὴν ἀποθησαύρισαν ἕνα µίλι ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, στὴν τοποθεσία Λατοµεῖα.
Ἀνακοµιδὴ Λειψάνων Ἁγίου Ἐπιµάχου στὴν Κωνσταντινούπολη
Ἡ κυρίως µνήµη του τελεῖται τὴν 31η Ὀκτωβρίου.
Ἡ Ὁσία Θεοδώρα ἡ Βασίλισσα
Ἦταν θυγατέρα τοῦ Ἰωάννη τοῦ Πετραλίφη, ποὺ ἐπὶ Ἀλεξίου τοῦ Κοµνηνοῦ εἶχε διοριστεῖ ἄρχοντας τῆς Θεσσαλονίκης. Ἡ µητέρα της καταγόταν ἀπὸ µία τῶν εὐγενεστέρων οἰκογενειῶν τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἡ Θεοδώρα ἦταν πολὺ ὄµορφη στὸ σῶµα, ἀλλὰ καὶ στὴν ψυχή. Πῆρε σύζυγο τὸν Μιχαὴλ Δούκα, ποὺ ἀναδείχτηκε ἄρχοντας τῆς Ἠπείρου. Καὶ στὸ ἀξίωµά της αὐτό, ἡ Θεοδώρα, διατήρησε ὅλη τὴν ταπεινοφροσύνη της καὶ τὴν χριστιανικὴ ἁπλότητα. Ἀγαποῦσε νὰ καταγίνεται µὲ φροντίδες γιὰ τοὺς φτωχούς, τοὺς ἀσθενεῖς, τὶς χῆρες καὶ τὰ ὀρφανά. Ἀλλὰ µεγάλη δοκιµασία περίµενε τὴν ἁγία αὐτὴ ψυχή. Ὁ σύζυγός της Μιχαὴλ Δούκας, µπλέχτηκε µὲ µία πόρνη, ποὺ ὀνοµαζόταν Γαγρίνη. Τόσο πολὺ ξεµυαλίστηκε ἀπ᾿ αὐτή, ὥστε παραγκώνισε ἐντελῶς τὴν Θεοδώρα καὶ γλεντοκοποῦσε χωρὶς φειδὼ µὲ τὴν Γαγρίνη. Ἡ Θεοδώρα, ἐδῶ ἔδειξε τὸ ψυχικό της µεγαλεῖο καὶ ἔµεινε ἀτάραχη, προσευχοµένη στὸν Θεὸ γιὰ τὸν σύζυγό της. Καὶ ὁ Θεὸς εὐλόγησε, ὥστε ὁ Μιχαήλ, κάτω ἀπὸ τὴν πίεση τῆς ἀγανάκτησης τοῦ λαοῦ καὶ τῶν προκρίτων τῆς Ἠπείρου, νὰ συνέλθει καὶ νὰ διώξει τὴν πόρνη ἀπὸ κοντά του. Μὲ δάκρυα ζήτησε συγγνώµη ἀπὸ τὴν Θεοδώρα καὶ ἀπὸ τότε ἔζησαν µὲ πνεῦµα Θεοῦ µέσα στὸ παλάτι. Ὅταν µετὰ ἀπὸ καιρὸ πέθανε ὁ Μιχαήλ, ἡ Θεοδώρα ἀποσύρθηκε στὸ µοναστήρι τοῦ ἁγίου Γεωργίου, ποὺ ἡ ἴδια εἶχε κτίσει, καὶ ἐκεῖ παρέδωσε τὴν ἁγία της ψυχή.
Ὁ Ἅγιος Εὐθύµιος ὁ Θαυµατουργὸς Ῥῶσος
Ἀρχιεπίσκοπος Νοβογοροδίας.
Ὁ Ὅσιος Σωφρόνιος ὁ ἔγκλειστος
Ῥῶσος, 13ος αἰ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου