O όρος προέρχεται από το ρήμα «δοκείν» (= νομίζειν, φρονείν) και σημαίνει κατά λέξιν αρχικά ό,τι φαίνεται σε κάποιον καλό, σωστό, το φρόνημα, η αρχή, η γνώμη, η πίστις, κ.τ.τ. (Πλάτωνος Σοφ. 256C: «τω των πολλών δόγματι και ρήματι χρώμενος»).
Από την έννοια αυτή της προσωπικής γνώμης, ο όρος μετατέθηκε στην έννοια της φιλοσοφικής θέσεως, δηλαδή της γνώσεως μας Σχολής (π.χ. Πλουτάρχου, Ηθ. 14 Β: «τα περί ψυχών δόγματα» ή τα δόγματα των στωϊκών κ.λ.π.). Η μετάβαση στην έννοια αυτή δικαιολογείται από το ότι στην αρχαία σκέψη υπήρχε εκλεκτικότητα στη φιλοσοφία.
Στη συνέχεια ο όρος μετατίθεται στη δημόσια ζωή, στην πολιτεία και σημαίνει αποφάσεις πολιτειακού κύρους (Πλάτωνος Νομ. 644D: «δόγμα πόλεως». Λουκά 2/β΄ 1: «εξήλθε δόγμα παρά Καίσαρος Αυγούστου απογράφεσθαι»). Έτσι ο όρος προσλαμβάνει το νόημα του υποχρεωτικού δηλαδή τον χαρακτήρα του κύρους και της αυθεντίας.
Στη συνέχεια μέσω της Π.Δ. και του Ιουδαϊσμού προσλαμβάνει θρησκευτική έννοια με νομικό – υποχρεωτικό χαρακτήρα. Γι’ αυτό και στον Απ. Παύλο έχει μάλλον κακή σημασία (Κολοσσαείς 2/β΄ 14: ο Χριστός εξήλειφε «το καθ’ ημών χειρόγραφον τοις δόγμασι» και Εφεσίους 2/β΄ 15: «τον νόμον των εντολών εν δόγματι καταργήσας»).
Στο Λουκά όμως ειδικά παίρνει την πρώτη θετική σημασία που επρόκειτο να κρατήσει έκτοτε στη Χριστιανική χρήση: Πράξεις 16/ις΄ 4: «φυλάσσειν τα δόγματα τα κεκυρωμένα υπό των αποστόλων και των πρεσβυτέρων». Έτσι φθάνουμε στα δόγματα της Εκκλησίας ως αυθεντικές περί πίστεως αποφάσεις που προβάλλονται προς υποχρεωτικήν αποδοχήν, συνδεόμενα με την παρουσία και έμπνευση του Αγίου Πνεύματος. Κλασσικόν χωρίον: Πράξεις 15/ιε΄ 28: «έδοξε (πρβλ. δόγμα) τω Αγίω Πνεύματι και ημίν» (= τοις Αποστόλοις).
Στους Πατέρες της Εκκλησίας, η χρήση του όρου με τη σημερινή τεχνική σημασία σπανίζει, όταν δε παρατηρείται εμφανίζει τα εξής χαρακτηριστικά:
Α) Στους πρώτους, τους Αποστολικούς Πατέρες, συνδέεται μάλλον με την πράξη παρά με τη θεωρία (Βλ. Ιγνατίου, Μαγνησιείς 13/ιγ΄ 1, Βαρνάβα κ.λ.π.)
Β) Εφαρμόζεται εξ ίσου προκειμένου περί της Εκκλησίας και των αιρετικών (Μ. Βασιλείου, Εις Ησ: «δυνατός τα των ετεροδόξων καταστρέφεσθαι δόγμα», πρβλ. Ιωάννου Χρισοστόμου: ο διάβολος «τα πονηρά ταύτα ενέσπειρε της ασεβείας δόγματα» - Μηναίον Ιανουαρίου: «των δε απίστων δόγματα αξίως βυθίζοντα».
Γ) Πολύ σημαντικό: συνδέεται το δόγμα με τη λατρεία, σε αντιδιαστολή με το κήρυγμα. Αυτό εκφράζεται σε μια σπουδαιότατη πρόταση του Μ. Βασιλείου στο περί Αγ. Πνεύματος: «τα μεν γαρ δόγματα σιωπάται, τα δε κηρύγματα δημοσιεύεται». Το χωρίο αυτό έδωσε αφορεμή σε νεώτερους πατρολόγους να ερμηνεύσουν τη σιωπή του Μ. Βασιλείου ως προς την θεότητα του Αγ. Πνεύματος. Αλλά για το θέμα μας τη στιγμή αυτή η φράση αυτή του Μ. Βασιλείου έχει την εξής σημασία: δόγματα είναι όσα η Εκκλησία ως λατρευτική κοινότητα ομολογεί και όχι όσα διακηρύττει προς τους εκτός της Εκκλησίας. Το βαθύτερο νόημα αυτής της αντιλήψεως θα μας απασχολήσει πάλι αργότερα, αλλά προς το παρόν σημειώνουμε ότι κατά τον Μ. Βασίλειο η έννοια του δόγματος προϋποθέτει την κοινότητα της Εκκλησίας και τη συμμετοχή στη λατρευτική ζωή της – άλλως δεν έχει αυθεντία. Τη βασική αυτή θέση των Πατέρων, την οποία πολλές φορές λησμονούμε, εκφράζει και ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος με τη γνωστή φράση του στον Προς Ευνομιανούς Λόγο: «είσω των ημετέρων όρων φιλοσοφώμεν». Η φράση αυτή όπως μαρτυρούν τα συμφραζόμενα σημαίνει: εντός της αγίας γης (και όχι της Αιγύπτου και Ασσυρίας), δηλαδή εντός της Εκκλησίας. Από αυτό συμπεραίνεται ότι η αυθεντία του δόγματος δεν ανήκει ούτε στη σφαίρα της λογικής πειθούς, ούτε της τυφλής υποταγής και παραιτήσεως από τη λογική, αλλά σε μια νέα λογική, που δημιουργεί η σχέση των ανθρώπων μέσα στην εκκλησιαστική κοινότητα. Περισσότερα γι’ αυτό αργότερα.
Σύνοψη: Δόγμα είναι ό,τι πιστεύει η εκκλησιαστική κοινότητα ως σωστική (=υπαρκτική) αλήθεια για κάθε άνθρωπο και αξιώνει από τα μέλη της να το δεχθούν βιωματικά ως αυθεντικό λόγω των ειδικών σχέσεων στις οποίες τοποθετούνται μεταξύ των και έναντι του κόσμου και τού Θεού, ενώ «κήρυγμα» είναι ό,τι απευθύνεται δημόσια προς κάθε άνθρωπο προκειμένου να γίνει μέλος της Εκκλησίας και μόνο τότε (ως μέλος της Εκκλησίας) να τα ομολογήσει βιώνοντάς τα πλέον ως δόγματα.
Η αλήθεια δεν γίνεται δόγμα αν δεν βιωθεί και βεβαιωθεί μέσα από την Εκκλησία. Από αυτό είναι προφανές ότι τα δόγματα της Εκκλησίας δεν περιορίζονται αριθμητικά – μπορούν να διατυπωθούν δόγματα νέα σε κάθε εποχή, διότι η Εκκλησία είναι ζωντανός οργανισμός και το Άγιο Πνεύμα δεν συνδέεται μόνο με ορισμένες εποχές της ιστορίας. Αλλά για να γίνει μια αλήθεια δόγμα τής Εκκλησίας (και όχι προσωπική γνώμη), πρέπει να περάσει από την κοινότητα της Εκκλησίας στο σύνολό της, και όχι μόνο από μερικούς ανθρώπους, είτε αυτοί είναι θεολόγοι με τη σημερινή (ακαδημαϊκή) σημασία της λέξεως, είτε άγιοι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου