Σάββατο 4 Σεπτεμβρίου 2010

Περί “ιερώς ησυχαζόντων”.

        Ο Ησυχασμός ως όρος, αποτελεί επινόηση της δυτικής Εκκλησίας. Στην Ορθοδοξία δεν χρησιμοποιείτε, αφού δεν πρόκειται περί ησυχαστικού κινήματος, άλλα περί “ιερώς ησυχαζόντων”. Κατά τα τέλη του 13ου ή τις αρχές του 14ου αιώνα ο μοναχός Γρηγόριος Σιναΐτης εισήγαγε στο Άγιο Όρος την Ησυχία, τον ανώτερο δηλαδή βαθμό της μοναστικής ζωής.
          Ο ασκητικός όρος, «ησυχία» έχει κατεξοχήν υπαρξιακό και βιωματικό περιεχόμενο. Αναφέρεται στην εσωτερική ειρήνη που δύναται να αποκτήσει ο άνθρωπος, μέσα από την θεία χάρη και την προσωπική ασκητική ζωή. Εγκαθίσταται δε σ' αυτόν, όταν δει, και αφαιρέσει το «ειδεχθές προσωπείον» του, που δημιουργήθηκε από την περιπλάνηση του νου. Η ησυχία συνδέεται άρρηκτα με την κάθαρση του νου, την πνευματική εγρήγορση, και την βιωματική εμπειρία όλων εκείνων των καταστάσεων, που πραγματώνονται στη νήψη κατά πνευματικό και ανέκφραστο τρόπο .Έχει δε εξωτερικά χαρακτηριστικά, όπως πραότητα και αγαλλίαση, τα οποία περιβάλουν έντονα τον μοναχό, που αποκτά αυτόν τον ανώτερο βαθμό της μοναστικής ζωής. Έργο του ησυχαστή είναι να διατηρεί της καρδία και την ψυχή του αμόλυντη διατηρώντας ταυτόχρονα, την πνευματική καθαρότητα και την μυστηριακή ζωή. Με την τήρηση των εντολών αποβάλλει ο ησυχαστής τον νόμο της αμαρτίας και εισάγει στον εαυτό του την εποπτεία του νου. Το θέμα των αισθήσεων που τόσο σημαντικό ρόλο διαδραματίζει στην ησυχαστική ζωή, επικεντρώνεται στην εγκράτεια, ενώ το παθητικό της ψυχής κυριαρχείται από την αγάπη και το λογιστικό από την νήψη.
        Η ζωή του ησυχαστή είναι απλοϊκή, όπως ορίζει άλλωστε ο ορθόδοξος μοναχικός βίος. Δίχως μέριμνες, απαλλαγμένος, το δυνατόν, από κάθε σχέση αποσπάσεως του νου. Με την αδιάλειπτη προσευχή ενώνει το νου του με τον Θεό και συγκεντρωμένος εξολοκλήρου στον εαυτό του, βρίσκει άμεση δίοδο με σκοπό την άνοδο προς τον ουρανό. Προσηλώνοντας το νου του, γεύεται «ανέκφραστη ηδονή», βιώνει τέλεια και γλυκύτατη γαλήνη, και πραγματική ησυχία. Και έτσι, αφού παραδοθεί στον Θεό, βλέπει την δόξα του Θεού και εποπτεύει το θείο φως. Ο απώτερος σκοπός της ησυχαστικής ζωής είναι να γίνει ο άνθρωπος ένα με την Τρισυπόστατη Μονάδα - σύμφωνα με την αρχιερατική προσευχή του Χριστού, όπως δηλαδή εκείνος ήρθε σε κοινωνία και ενότητα με την ανθρώπινη φύση, χωρίς να απομακρυνθεί από την δική του Τριαδική Μονάδα. Για τους παραπάνω λόγους, η ησυχαστική ζωή αξιολογείται ως η υψηλότερη μορφή του ασκητικού βίου, ενώ ο Ησυχασμός ως το ακριβέστερο τμήμα της Εκκλησίας, αφού στο πλαίσιό του βιώνεται κατεξοχήν η κορυφαία πνευματική εμπειρία του άκτιστου φωτός, ως θεοπτία.
                                                                          Το θείο Φώς
    Ο Χριστός κατά την ιστορική παρουσία του στη γη, φανέρωσε στους επίλεκτους των μαθητών του την άκτιστη θεότητα του, με την μεταμόρφωσή του στο Θαβώρ. Αυτή η θεία χάρη μετεπήδησε από την αγιότητα του Χριστού στους εκλεκτούς μαθητές του, και αποτέλεσε τη επαγγελία του Αγίου Πνεύματος, την οποία έλαβε από τον Πατέρα ο Υιός και χάρισε στους πιστούς του. Είναι το Πνεύμα του Χριστού, το Πνεύμα του Θεού, το Πνεύμα το Άγιο. Στο εξής το πνεύμα το Άγιο, η άκτιστη Χάρη υπάρχει αδιαλείπτως στον πιστό και τον καθοδηγεί προς την σωτηρία του κατά ποικίλους τρόπους, ενώ το θείο φως της, λάμπει σ' αυτόν άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο. Το φως αυτό γίνεται θεατό πνευματικά με την νοερά αίσθηση και αποτελεί την αχώριστη δόξα και λαμπρότητα της θείας φύσεως. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, αναφέρει στο λόγο του, ότι το Θείο Φώς γίνεται αντιληπτό με την νοερά αίσθηση. Είναι δε «ενυπόστατο», δεν έχει δηλαδή δική του υπόσταση, συνεπώς γίνεται λόγος για έλλαμψη υποστατικού φωτός στις ψυχές των πιστών, που ενεργεί σ' αυτές δίχως να χωρίζεται από το Άγιο Πνεύμα.
     Κάθε λοιπόν μοναχός ησυχαστής, αυτό το Θείο φώς αναζητά, για εκείνο μονοπωλεί την σωματική και ψυχική του ύπαρξη, δίχως να προσδοκά κομμάτι από τα εγκόσμια. Πως άλλωστε θα μπορούσε άνθρωπος μετά από αυτό το άμεσο επίπεδο επικοινωνίας με τον πανάγαθο Κτίστη να μπορέσει να βρει νόημα σε οτιδήποτε άλλο ;
      Η ησυχαστική παράδοση ενισχύει την ευσέβεια, διαμέσου της νοερής προσευχής και προσδίδει στον ορθόδοξο Χριστιανό, παρόλη την σωματική και πνευματική υποδούλωσή του θεία δύναμη και υπομονή. Και αν ερμηνεύσουμε τα λόγια του Αποστόλου Παύλου «προσεύξομαι τω πνεύματι προσεύξομαι δε και τω νου».. «ψαλώ τω πνεύματι, ψαλώ δε και τω νου» καταλήγουμε στην πλήρη ταύτιση από πλευράς μεθοδολογίας, της αρχαίας χριστιανικής πίστης με την Βυζαντινή παράδοση. Η ταύτιση αυτή αρχίζει και τελειώνει στην «νοερά προσευχή», την καρδιά του ησυχασμού αλλά και όλης της αρχαίας χριστιανικής πίστης.
Βιβλιογραφία
Εὐδοκίμωφ Π., Ἡ Ὀρθοδοξία, (Ἀθήνα:  Ρηγόπουλος 1965)
Μεγιέντορφ Ι. Ἡ Βυζαντινὴ κληρονομιὰ στὴν ὀρθόδοξη ἐκκλησία (Ἀθήνα:  Ἁρμός 1990)
Флоровский Вас. Георгий   Βυζαντινοί Πατέρες του 5ου αιώνα (Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1992)
 Adam Drozdek /Greek philosophers as theologians,( ashgate 2001)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου