Φεβρουάριος 19
Ὁ Ἅγιος Ἄρχιππος ὁ Ἀπόστολος
Ὁ Ἅγιος Ἄρχιππος ὁ Ἀπόστολος
Ἦταν ἀπὸ τὶς Κολοσσαῖς, ὅπου τὸν γνώρισε καὶ τὸν ἔφερε στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Ὁ δὲ ζῆλος καὶ ἡ ὅλη του προθυµία καὶ εὐσέβεια, γρήγορα ἀνέδειξαν τὸν µαθητὴ Ἄρχιππο καὶ συστρατιώτη τοῦ ἐνδόξου διδασκάλου του, ὅπως χαρακτηριστικὰ τὸν ὀνοµάζει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, στὴν πρὸς Φιλήµονα ἐπιστολή του. Τὸν Ἄρχιππο ἀναφέρει ἐπίσης καὶ στὴν πρὸς Κολοσσαεῖς ἐπιστολή του. Κατὰ τὴν ἐκτέλεση τῆς θείας ἀποστολῆς του, ὁ Ἄρχιππος, συνελήφθη µὲ διαταγὴ τοῦ ἐπάρχου Ἀνδροκλέους. Ἀφοῦ ἀρνήθηκε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, τὸν γύµνωσαν καὶ τὸν ἔχωσαν µέχρι τὴν µέση σ᾿ ἕνα λάκκο. Ἐπειδὴ ὅµως ὁ Ἄρχιππος συνέχιζε µὲ µεγάλη φωνὴ νὰ ὁµολογεῖ τὸ Χριστό, τότε τὸν κέντησαν µὲ βελόνες, µπρός, πίσω, στὸ λαιµό, τὶς µασχάλες, τὶς πλευρές, τὰ µάτια, τὰ αὐτιά, τὸ στόµα καὶ τὸ κεφάλι. Ἀλλὰ καὶ πάλι ὁ Ἄρχιππος ἐπέµενε νὰ ὁµολογεῖ τὸ Χριστό. Ὁ Ἰησοῦς ἦταν ἡ προσευχὴ καὶ ὁ ὕµνος του. Πυκνὸς καὶ βαρὺς λιθοβολισµὸς τότε, ἔδωσε τέλος στὴ ζωή του. Καὶ στὸ στεφάνι τοῦ ἀποστόλου τοῦ προστέθηκε καὶ τὸ στεφάνι τοῦ µάρτυρα. (Ὁρισµένοι Συναξαριστές, ἀναφέρουν, µαζὶ µὲ τὴν µνήµη τοῦ Ἀπ. Ἀρχίππου καὶ τὴν µνήµη τῶν Ἀπ. Φιλήµονος, Ἀπφίας καὶ Ὀνησίµου, περιττῶς βέβαια, διότι ἡ µνήµη ὅλων µαζὶ αὐτῶν τῶν Ἀποστόλων, ἑορτάζεται τὴν 22α Νοεµβρίου).
Οἱ Ἅγιοι Μάξιµος, Θεόδοτος, Ἡσύχιος καὶ Ἀσκληπιοδότη
Ὑπέβαλαν σ᾿ ὅλους σειρὰ σκληρότατων βασανιστηρίων. Τὸ φρόνηµά τους ὅµως δὲν κάµφθηκε, ἀλλ᾿ ἔµεινε ἀκµαῖο καὶ ἄπτωτο. Ἡ Ἀσκληπιοδότη ἡ παρθένος ἐπέδειξε καὶ αὐτὴ τὴν ἴδια καρτερία καὶ γενναιότητα. Δὲν κάµφθηκαν, ὅταν τὰ κόκκαλά τους συντρίβονταν καὶ οἱ σάρκες τοὺς ξεσχίζονταν κάτω ἀπὸ τὸ χαλάζι τῶν λιθοβολισµῶν. Μανιώδης ὁ τύραννος εἰδωλολάτρης διέταξε καὶ τὸν ἀποκεφαλισµό τους. Ἀλλ᾿ οἱ µάρτυρες τὸν καταντρόπιασαν καὶ ἡ Ἀσκληπιοδότη τὸν κατανίκησε. Τὰ ξίφη ἔκοψαν τὰ κεφάλια τους, ἀλλ᾿ οἱ ψυχές τους ἔµειναν ἐλεύθερες καὶ ἀδούλωτες. Τὸ δὲ µαρτυρικὸ αἷµα τους ἔθρεψε τὸ δένδρο τῆς ἀλήθειας, ἐνῷ κατέπνιξε τὸν δράκοντα τῆς πλάνης.
Ὁ Ὅσιος Ῥαβουλᾶς
Ὑπῆρξε στὰ χρόνια του βασιλιᾶ Ζήνωνα (476) καὶ γεννήθηκε στὰ Σαµόσατα (Σεµψάτ) τῆς Συρίας. Ἐκπαιδεύτηκε ἀπὸ ἕναν φηµισµένο δάσκαλο, τὸν Βαρυψαβᾶ, καὶ µεταξὺ ἄλλων ἔµαθε τὴν Συριακὴ γλῶσσα. Ἀφοῦ ἀσκήθηκε στὴν ἡσυχαστικὴ ζωή, πῆγε στὴ Φοινίκη µαζὶ µὲ ἄλλους καὶ ἵδρυσε κοινοβιακὴ συντροφιά. Ἀργότερα µὲ συνδροµὴ τοῦ βασιλιᾶ Ζήνωνα καὶ τοῦ ἐπισκόπου Βηρυτοῦ Ἰωάννη ἵδρυσε µοναστήρι, ποὺ ἀνέδειξε σὲ κέντρο χριστιανικῆς ἐργασίας µεταξὺ τῶν εἰδωλολατρῶν. Ἡ ἐπιτυχία ὑπῆρξε µεγάλη. Ἔπειτα µὲ συνδροµὴ τοῦ βασιλιᾶ Ἀναστασίου τοῦ Δικόρου, ὁ Ῥαβουλᾶς ἔκτισε ὁµώνυµό του µοναστήρι στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἀλλὰ κατόπιν, πῆγε καὶ σ᾿ ἄλλους τόπους καὶ ἔκτισε κι᾿ ἄλλα µοναστήρια, φροντίζοντας νὰ τὰ ἐπανδρώσει µὲ µοναχοὺς µορφωµένους καὶ ζηλωτές. Πράγµατι ὁ Ῥαβουλᾶς ὑπῆρξε ὁ ἀκάµατος ἐργάτης τῆς πίστης. Πέθανε πάνω ἀπὸ 80 χρονῶν, στὰ πρῶτα χρόνια τῆς βασιλείας τοῦ Ἰουστινιανοῦ, ψιθυρίζοντας µέχρι τελευταίας του πνοῆς τὸ γλυκὸ ἐκεῖνο ῥητό του Κυρίου: «Δεῦτε πρὸς µὲ πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισµένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑµᾶς».
Οἱ Ὅσιοι Εὐγένιος καὶ Μακάριος οἱ ὁµολογητές
Ἔζησαν στὰ χρόνια του βασιλιᾶ Ἰουλιανοῦ του Παραβάτη. Ἐπὶ τῶν διωγµῶν, ποὺ γίνονταν ἐπὶ βασιλείας αὐτοῦ τοῦ ἀποστάτη αὐτοκράτορα, ὁ Εὐγένιος καὶ ὁ Μακάριος ὑποβλήθηκαν σὲ πολλὰ βασανιστήρια. Κατόπιν µὲ στρατιωτικὴ συνοδεία στάλθηκαν ἐξόριστοι στὴ Μαυριτανία. Πέθαναν ἀπὸ τὶς κακουχίες, ἀλλ᾿ εὐχαριστῶντας τὸ Θεό, ποὺ τοὺς διατήρησε ἀλύγιστους στὸ µαρτύριό τους.
Ὁ Ὅσιος Κόνων
Καταγόταν ἀπὸ τὴν Κιλικία καὶ ἀπὸ πολὺ νέος ἔγινε µοναχὸς στὸ Μοναστήρι τοῦ Πενθουκλᾶ, ποὺ ἦταν κοντὰ στὸν Ἰορδάνη. Ἔπειτα ἔγινε Πρεσβύτερος καὶ ἔφτασε στὰ ἀνώτατα στάδια τῆς πνευµατικῆς ἄσκησης. Τὸ ἔµαθε αὐτὸ ὁ τότε Ἀρχιεπίσκοπος Ἱεροσολύµων Πέτρος (524-552) καὶ τὸν διόρισε νὰ βαπτίζει τοὺς προσερχόµενους στὸν Ἰορδάνη. Ὅταν ὅµως ἐπρόκειτο νὰ βαπτίσει γυναῖκα, σὰν ἄνθρωπος σκανδαλιζόταν καὶ σκεφτόταν νὰ ἀναχωρήσει ἀπὸ τὸ Κοινόβιο. Ἀλλὰ τοῦ παρουσιάστηκε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Βαπτιστῆς, ποὺ τοῦ ἔλεγε: «Κάνε ὑποµονὴ γέροντα καὶ ἐγὼ θὰ σὲ ἐλαφρύνω ἀπὸ τὸν πόλεµο». Κάποια µέρα ὅµως, ἦλθε νὰ βαπτισθεῖ µία πανέµορφη Περσίδα καὶ ὁ Ὅσιος δὲν µπόρεσε νὰ τὴν βαπτίσει καὶ νὰ τὴν χρίσει γυµνή. Καὶ ἡ κόρη ἔµεινε ἀβάπτιστη. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος ὅταν τὸ ἔµαθε στενοχωρήθηκε πολύ. Ὁ δὲ Κόνων πῆρε τὸ δρόµο τῆς ἀναχώρησης. Ἀλλὰ τοῦ παρουσιάσθηκε καὶ πάλι ὁ Τίµιος Πρόδροµος καὶ τοῦ ἐπανέλαβε τὰ βοηθητικὰ ἐκεῖνα λόγια. Τότε ὁ Κόνων τοῦ εἶπε ὅτι δὲν ξαναεπιστρέφει, διότι ἐνῷ τοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι θὰ τὸν βοηθήσει δὲν τὸ ἔκανε. Ὁ δὲ Τίµιος Πρόδροµος, ἀφοῦ τὸν σφράγισε µὲ τὸ σηµεῖο τοῦ Σταυροῦ, τοῦ εἶπε νὰ ἐπιστρέψει καὶ νὰ µὴ ἀµφιβάλει πλέον. Ὅποτε ὁ Γέρων ἐπανῆλθε στὸ κοινόβιο καὶ τὴν ἑποµένη ἔχρισε καὶ βάπτισε τὴν νεαρὴ Περσίδα, χωρὶς καθόλου νὰ στοχασθεῖ, ὅτι ἦταν γυναῖκα. Ἔζησε δὲ µετὰ ἀπὸ αὐτὰ ὁ Ὅσιος ἄλλα 20 χρόνια καὶ ἔφτασε στὸ µεγαλύτερο βαθµὸ τῆς ἀπάθειας, καὶ εἰρηνικὰ ἀπεβίωσε.
Ὁ Ὅσιος Σωφρόνιος
Δὲν ὑπάρχουν πληροφορίες γιὰ τὴν ζωή του. Ἡ µνήµη τοῦ ἀναφέρεται ἀπὸ τὸν Παρισινὸ Κώδικα 1578 καὶ τὸν Delehaye, ὅπου καλεῖται ἐπίσκοπος.
Ἡ Ἁγία Φιλοθέη ἡ Ἀθηναία
Ἂν οἱ µάρτυρες τῶν πρώτων χριστιανικῶν χρόνων εἶναι ἱκανοὶ νὰ παροτρύνουν ψυχὲς νὰ ἀγωνιστοῦν γιὰ τὸν Χριστό, οἱ νεοµάρτυρες ἀποδεικνύουν ὅτι ἅγιοι µποροῦν νὰ ὑπάρξουν σὲ κάθε ἐποχὴ καί, ἑποµένως, ὁ κατὰ Χριστὸν ἀγῶνας πρέπει νὰ εἶναι συνεχής. Μία τέτοια παραδειγµατικὴ νεοµάρτυς εἶναι καὶ ἡ Ὁσία Φιλοθέη. Γεννήθηκε στὴν Ἀθήνα τὸ 1522 ἀπὸ στεῖρα µητέρα, τὴν Συρίγη, ποὺ προσευχήθηκε ἀµέτρητες φορές, γιὰ νὰ τῆς χαρίσει ὁ Θεὸς αὐτὴ τὴν κόρη. Ὁ δὲ πατέρας τῆς ὀνοµαζόταν Ἄγγελος Μπενιζέλος. Ὅταν ἡ Ὁσία ἔγινε δώδεκα χρονῶν, οἱ γονεῖς της µὲ τὴν βία τὴν πάντρεψαν µὲ ἕναν ἀρκετὰ πλούσιο ἄνδρα τῶν Ἀθηνῶν. Ἡ ζωή της κοντά του ἦταν µαρτυρική, διότι συνεχῶς τὴν χτυποῦσε καὶ τὴν βασάνιζε. Ὁ Θεὸς βλέποντας τὴν ὑποµονή της, µετὰ τρία χρόνια, θερίζει µὲ τὸ δρεπάνι τοῦ θανάτου τὸ βάναυσο σύζυγό της. Τότε ἡ Ὁσία, ἂν καὶ δέχτηκε πιέσεις γιὰ δεύτερο γάµο, ἀποφασίζει καὶ γίνεται µοναχή. Τὴ µεγάλη της περιουσία διέθεσε στοὺς φτωχοὺς καὶ γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῶν σκλαβωµένων χριστιανῶν ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Ἔτσι ἔγινε «καρφί» στὸ µάτι τῶν Τούρκων, καὶ ὅταν τοὺς δόθηκε ἡ εὐκαιρία, εἰσέβαλαν στὸ µοναστήρι της καὶ τὴν ἔσυραν ἔξω. Ἀφοῦ τὴν χτύπησαν ἀνελέητα, προκάλεσαν τὸ θάνατό της, στὶς 19 Φεβρουαρίου 1589. Ὁ Ἅγιος Νικόδηµος ὁ Ἁγιορείτης, σ᾿ αὖτο τὸ σηµεῖο ῥωτᾷ: «Δὲν ἦταν καὶ αὐτὴ φύση ἀσθενέστερη καθότι γυναῖκα; Δὲ συνάντησε τόσους καὶ τόσους πειρασµοὺς καὶ ἐµπόδια στὸ δρόµο τῆς ζωῆς της; Ἀλλ᾿ ὅµως, κανένα ἀπ᾿ αὐτὰ δὲν µπόρεσε νὰ ψυχράνει τὴν ἀγάπη ποὺ εἶχε στὸ Θεό».
Ὁ Ἅγιος Νικήτας ὁ νέος ἱεροµάρτυρας
Καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἤπειρο καὶ ἔγινε Ἱεροµόναχος στὸ Ἅγιον Ὄρος, καὶ συγκεκριµένα στὴ Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννας καὶ κατόπιν στὴ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Παντελεήµονα (Ῥωσική). Τὸν κατέλαβε ὁ πόθος τοῦ µαρτυρίου καὶ γύριζε τὰ χωριὰ γύρω ἀπὸ τὶς Σέῤῥες καὶ τὴν Δρᾶµα, κηρύττοντας τὸν Χριστὸ σὰν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ τὸν Μωάµεθ σὰν πλάνο. Συνελήφθη ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ φυλακίστηκε στὶς Σέῤῥες. Κατόπιν ὑποβλήθηκε σὲ φρικτὰ βασανιστήρια, ὅπως ὄσφρηση φωτιᾶς ἀπὸ τὴν µύτη, ἀκάνθινο στεφάνι στὸ κεφάλι, καλαµένιες ἀκίδες στὰ νύχια του καὶ κάψιµο στὰ ἀπόκρυφα µέλη του. Ὁ Νικήτας ὅµως, µὲ θαυµαστὴ σταθερότητα, συνεχῶς ὁµολογοῦσε τὴν πίστη του στὸ Χριστό. Τελικά, στὶς 19 Φεβρουαρίου 1806 τὸν κρέµασαν καὶ ἔτσι δέχτηκε τὸ στεφάνι τῆς ἀφθαρσίας.
Φεβρουάριος 20
Ὁ Ὅσιος Λέων ἐπίσκοπος Κατάνης
Ἔζησε στὰ χρόνια 836-912 καὶ ἡ καταγωγή του ἦταν ἀπὸ τὴν Ῥαβέννα τῆς Ἰταλίας. Οἱ γονεῖς του ἐναρµόνιζαν κατὰ τὸν καλύτερο τρόπο εὐγένεια καὶ εὐσέβεια. Θεωροῦσαν καλὴ ἀποκατάσταση τῶν παιδιῶν τους τὴν καλὴ ἀνατροφή τους καὶ τὴν διάπλασή τους µὲ φόβο Θεοῦ. Ὅ,τι δηλαδὴ λέει ὁ θεόπνευστος λόγος τῆς Ἁγίας Γραφῆς: «Ἐκτρέφετε αὐτὰ ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου», ποὺ σηµαίνει, νὰ ἀνατρέφετε τὰ παιδιά σας ἐπιµελῶς, µὲ παιδαγωγία καὶ νουθεσία, σύµφωνα µὲ τὸ θέληµα τοῦ Κυρίου. µ᾿ αὐτὴ τὴν ἀνατροφή, λοιπόν, µεγάλωσε καὶ ὁ Λέων. Παρακολούθησε µεγάλες σπουδὲς καὶ ἔγινε ἄριστος ἐπιστήµονας. Ὅµως, µὲ τὶς χριστιανικὲς βάσεις ποὺ εἶχε πάρει ἀπὸ τοὺς γονεῖς του, κατάφερε καὶ διέφυγε τοὺς καπνοὺς τῆς ὑπερηφάνειας, µὲ ταπεινὸ καὶ ἀγαθὸ φρόνηµα. Καὶ ὄχι µόνο αὐτό, ἀλλὰ φλεγόµενος νὰ ὑπηρετήσει µὲ ἀφοσίωση τὴν Ἐκκλησία, ἀποφάσισε νὰ ἱερωθεῖ. Πέρασε ἀπ᾿ ὅλους τοὺς βαθµοὺς τῆς ἱερωσύνης, ἐκτελῶντας ἄριστα τὰ καθήκοντά του. Οἱ µεγάλες του ἀρετὲς ἀνέδειξαν τὸ Λέοντα ἐπίσκοπο Κατάνης στὴ Σικελία. Στὴ διακονία του αὐτὴ ἐργάστηκε µὲ ὅλη του τὴν ψυχή, διδάσκοντας καὶ φροντίζοντας γιὰ τὶς ψυχὲς καὶ τὰ σώµατα τῶν φτωχῶν καὶ ὀρφανῶν. Μάλιστα, εἶχε καὶ τὸ χάρισµα νὰ θαυµατουργεῖ. Πέθανε εἰρηνικὰ καὶ τὸ τίµιο λείψανό του ἐνταφιάσθηκε στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Λουκίας, ποὺ ὁ ἴδιος εἶχε κτίσει.
Ὁ Ἅγιος Ἱεροµάρτυρας Σαδὼκ καὶ οἱ µαζὶ µ᾿ αὐτὸν 128 Μάρτυρες
Ἔλαβαν ὅλοι τους τὸ ἔνδοξο στεφάνι τοῦ µαρτυρίου στὴν Περσία, ὅταν βασιλιὰς ἦταν ὁ περίφηµος Σαπὼρ ὁ Β´ (330), ποὺ ἀποδείχθηκε ὁ πιὸ ἐπικίνδυνος ἐχθρός του Βυζαντινοῦ Κράτους. Ὁ Σαπὼρ καταδίωξε ἀνελέητα τοὺς χριστιανούς, ποὺ βρίσκονταν στὴν αὐτοκρατορία του. Κατὰ τὸν διωγµὸ αὐτὸν λοιπόν, µαρτύρησε καὶ ὁ ἐπίσκοπος Σαδὼκ µὲ 128 χριστιανούς, οἱ ὅποιοι αὐτὴ τὴν µέρα ἀποκεφαλίστηκαν, µαζὶ µὲ τὸν πνευµατικό τους πατέρα, πιστοὶ στὴν ὁµολογία τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Ὅσιος Βησσαρίων
Ἀπὸ τοὺς τελειότερους τύπους τῆς ἀκτηµοσύνης, τῆς ἐγκράτειας καὶ τῆς ζωῆς ποὺ ἦταν ὁλοκληρωτικὰ δοσµένη στὶς πνευµατικὲς φροντίδες. Καταγόταν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο καὶ κατὰ τὴν παιδικὴ καὶ νεανική του ἡλικία, εἶχε µάθει ἀρκετὰ καλὰ τὰ τῆς χριστιανικῆς πίστης καὶ λατρείας. Ὅταν δὲ ὕστερα ἀποσύρθηκε στὴν ἔρηµο, ἀποκλειστικὴ προσπάθεια εἶχε τὸ νὰ ὑποτάξει τὴν σάρκα στὸ πνεῦµα καὶ νὰ πραγµατοποιήσει ἠθικὴ κατάσταση, ὄχι µόνο ἀνίκητη ἀπὸ τοὺς πειρασµούς, ἀλλὰ καὶ ἀπρόσβλητη. Πρᾶγµα ποὺ τελικὰ κατόρθωσε σὲ πολὺ µεγάλο βαθµό. Ἡ σκληραγωγία ποὺ ὑπέβαλε στὸν ἑαυτό του, θὰ νόµιζε κανεὶς ὅτι θὰ τὸν εἶχε κάνει ἀκοινώνητο καὶ σκληρὸ χαρακτῆρα. Κάθε ἄλλο ὅµως. Μέσα του ἔλαµπαν θησαυροὶ ἀγαθότητας καὶ ἀγάπης. Ἕναν µάλιστα µαθητή του, ποὺ τὸν ἀκολουθοῦσε πιστά, τοῦ φερόταν µὲ τέτοιο τρόπο, ὥστε τὸν δίδασκε νὰ πειθαρχεῖ ὄχι σὰν µηχανή, ἀλλὰ σὰν χριστιανὸς λογικὸς καὶ ἐλεύθερος. Ἡ ζωή του ὑπῆρξε συνυφασµένη καὶ µὲ πολλὰ θαύµατα. Πέθανε σὲ βαθιὰ γεράµατα, ἀφοῦ στερέωσε πολλοὺς στὴν πίστη καὶ ἀντιπροσώπευσε µεταξὺ τῶν µοναχῶν ἕνα ἀπὸ τοὺς πιὸ γνήσιους ἀσκητισµοὺς µὲ πολὺ πνεῦµα καὶ φῶς.
Ὁ Ἅγιος Ἀγάθων Πάπας Ῥώµης
Ὑπῆρξε ὁ 79ος Πάπας Ῥώµης. Καταγόταν ἀπὸ τὸ Παλέρµο (τῆς Σικελίας) καὶ ποτίστηκε τὰ νάµατα τῆς εὐσέβειας µικρὸς ἀκόµα, ἀπὸ τοὺς πιστοὺς καὶ ἐνάρετους γονεῖς του. Πάπας ἔγινε τὸ 678 καὶ πῆρε πολὺ ἐνεργὸ µέρος στὴ ΣΤ´ Οἰκουµενικὴ Σύνοδο µὲ τρεῖς ἀντιπροσώπους του, τοὺς πρεσβύτερους Θεόδωρο καὶ Σέργιο, καὶ τὸν διάκονο Ἰωάννη. Ἡ Σύνοδος αὐτὴ συνῆλθε ἐπὶ Κων/νου τοῦ Πωγωνάτου στὴν Κωνσταντινούπολη, ἐναντίον τῶν Μονοφυσιτῶν τὸ ἔτος 680. Συµµετεῖχαν δὲ σ᾿ αὐτὴ 289 πατέρες. Οἱ ἀποφάσεις τῆς Συνόδου, ὑποστηρίχθηκαν µὲ πολλὴ θερµότητα ἀπὸ τὸν Πάπα Ἀγάθωνα. Διότι ἀναθεµάτισε ὅλους, οἱ ὅποιοι καὶ στὸ παρελθὸν ἔδειξαν µονοφυσιτικὸ φρόνηµα, µεταξὺ δὲ αὐτῶν συγκαταλεγόταν καὶ ὁ Πάπας Ὀνώριος ὁ Α´, ποὺ εἶχε πεθάνει πρὶν 42 χρόνια. Ἔτσι στὸν Ἀγάθωνα χρεωστᾶµε ἕνα ἀπὸ τὰ ἀποτελεσµατικότερα βέλη κατὰ τῆς ἀξίωσης περὶ ἀλάθητου τῶν Πάπων. Ὁ Ἀγάθων πέθανε τὸ 682.
Ὁ Ὅσιος Κινδέας
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ὁ Ὅσιος Πλωτῖνος
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ὁ Ἅγιος Ἀνιανός
Μὲ τὸ ὄνοµα αὐτὸ βρίσκεται στὸν Συναξαριστὴ Sirmond (19 Φεβρ.).
Οἱ Ἅγιοι Δίδυµος, Νεµέσιος καὶ Ποτάµιος
Τοπικοὶ Ἅγιοι τῆς Κύπρου, ποὺ ἡ µνήµη τους ἀναγράφεται στὸ Ῥωµαϊκὸ Μαρτυρολόγιο. Ἀπαριθµοῦνται ἀπὸ τὸν Κυπριανό, µεταξὺ τῶν µαρτύρων τῆς Κυπριακῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀπὸ τὸν Delehaye µεταξὺ τῆς Ἀλεξανδρινῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ Ἅγιος Εὐτρόπιος
Ἀναφέρεται µόνο ἀπὸ τὸν Συναξαριστὴ Delehaye. Ἴσως εἶναι τὸ ἴδιο πρόσωπο µ᾿ αὐτὸ τῆς 3ης Μαρτίου, ποὺ γιορτάζει µαζὶ µὲ τοὺς Ἁγίους Κλεόνικο καὶ Βασιλίσκο.
Ὁ Ὅσιος Ἀγάθων ὁ θαυµατουργὸς (Ρῶσος, 15ος αἰ.)
[Ἀππία µάρτυς]
Ἡ Ἁγία Mildred (Ἀγγλίδα)
Λεπτοµέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτῆς τῆς ἁγίας τῆς ὀρθοδοξίας, µπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρεττανικῶν Νήσων», τοῦ Χριστόφορου Κων. Κοµµοδάτου, ἐπισκόπου Τελµησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.
Φεβρουάριος 21
Ὁ Ὅσιος Τιµόθεος ὁ ἐν Συµβόλοις
Ἦταν µοναχὸς πνευµατέµφορος, µὲ µεγάλη καθαρότητα ζωῆς ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία, ξένος πρὸς τοὺς µολυσµοὺς τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώµατος. Ἐπίσης, ἦταν χαρακτῆρας εὐθύς, εἰλικρινής, συµπαθητικός, ἐλεύθερος. Χωρὶς φανατισµούς, χωρὶς καυχήσεις ὅτι νήστευε, χωρὶς ἀλαζονεῖες ὅτι ἔκανε ἀγρυπνίες καὶ ἐγκράτεια. Γεµάτος ἁπλότητα, ταπεινοφροσύνη, ἐπιείκεια καὶ συγκατάβαση. Ἔκρινε τὸν ἑαυτό του µὲ αὐστηρότητα καὶ τοὺς ἄλλους µὲ ἀγαθότητα. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς τοῦ ἔδωσε τὸ χάρισµα νὰ ἰατρεύει ἀσθένειες, χωρὶς βέβαια νὰ ὑπερηφανεύεται γι᾿ αὐτό. Καὶ ἔλεγε: «Γιατί νὰ ὑπερηφανευθῶ; ὁ Θεός µου τὸ χάρισε, ὄχι γιὰ τὴν δική µου ἀρετὴ ἀλλὰ γιὰ τὴν πρὸς σᾶς ἀγάπη Του. Ἔπειτα ὁ Κύριός µας τὸ εἶπε, ὅτι δὲν σηµαίνει τίποτα τὸ νὰ κάνουµε θαύµατα. Ἀλλὰ τὸ πᾶν εἶναι, µὲ τὴν πίστη µας καὶ τὴν µετάνοιά µας καὶ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Εὐαγγελίου, νὰ γράψουµε τὰ ὀνόµατά µας στὸ βιβλίο τῆς ζωῆς».
Ὁ Ἅγιος Εὐστάθιος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀντιοχείας τῆς Μεγάλης
Ἀπὸ τὶς µεγάλες καὶ ἀθλητικὲς ἐκκλησιαστικὲς µορφὲς τοῦ 3ου καὶ 4ου αἰῶνα ὁ Εὐστάθιος, γεννήθηκε στὴ Σίδη τῆς Παµφυλίας τὸ 260. Διακρίθηκε µεταξὺ τῶν προµάχων τῆς Ὀρθοδοξίας, γιὰ τὴν ὁποία ἀγωνίστηκε καὶ καταδιώχθηκε. Στὴν ἀρχὴ διέλαµψε σὰν ἐπίσκοπος Βεῤῥοίας στὴ Συρία, ὅταν καὶ συµµετεῖχε στὴν Οἰκουµενικὴ Σύνοδο τῆς Νίκαιας. Τὸ 323 τοῦ δόθηκε ἡ ἀρχιεπισκοπὴ Ἀντιοχείας τῆς Μεγάλης. Ἀπὸ τὴν θέση αὐτὴ ὁ Εὐστάθιος, κατόρθωσε λαµπρότερη διάδοση καὶ στερέωση τῆς Ὀρθοδοξίας. Τὸ 330 ὅµως οἱ ἀρειανοὶ ἔκαναν Σύνοδο ἐναντίον του, µὲ τὴν κατηγορία ὅτι ἀσπαζόταν τὴν αἵρεση τοῦ Σαβελλίου. Ἐπίσης, ἀφοῦ δωροδόκησαν κάποια γυναῖκα ἐλαφρῶν ἠθῶν, τὴν παρουσίασαν στὴ Σύνοδο καὶ εἶπε ὅτι εἶχε σχέσεις µὲ τὸν Εὐστάθιο καὶ µάλιστα, ὅτι ἀπὸ τὶς σχέσεις αὐτὲς ἀπέκτησε καὶ παιδί. Περιττὸ δὲ νὰ ποῦµε, ὅτι µετὰ τὶς συκοφαντίες αὐτὲς οἱ ἀρειανοί, κατόρθωσαν καὶ ἐξόρισαν τὸν Εὐστάθιο στὴν Τραϊανούπολη τῆς Θρᾴκης, ὅπου καὶ πέθανε (τὸ 360). Ὁ λαὸς βέβαια ξεσηκώθηκε καὶ δὲν δεχόταν ν᾿ ἀναγνωρίσει κανένα διάδοχό του. Ἡ µνήµη του ζοῦσε στὸ ποίµνιό του, σὰν ἄνδρα, ποὺ ἀνῆκε στοὺς ἀθλητὲς καὶ µάρτυρες τῆς πίστης. Περίφηµο λόγο γιὰ τὸν Εὐστάθιο, ἔξεφωνησε ὁ Ἱερὸς Χρυσόστοµος.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Γ´ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ὁ ἀπὸ Σχολαστικῶν
Καταγόταν ἀπὸ ἕνα χωριὸ τῆς Ἀντιοχείας, ποὺ ὀνοµαζόταν Σιρίµιο. Σπούδασε στὴν Ἀντιόχεια καὶ ἔκανε τὸ ἐπάγγελµα τοῦ δικηγόρου. Καθὼς ἦταν εὐσεβὴς καὶ ἐνάρετος, ἔγινε κληρικὸς καὶ ἐστάλη στὴν Κωνσταντινούπολη σὰν ἀποκρισάριος τοῦ Πατριάρχη Ἀντιοχείας. Καὶ ἐνῷ βρισκόταν ἐκεῖ, ἐξελέγη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως τὸ 565. Διοίκησε τὴν ἐκκλησία γιὰ 12 χρόνια καὶ µερικοὺς µῆνες καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ τὸ 577.
Ὁ Ἅγιος Ζαχαρίας Πατριάρχης Ἱεροσολύµων
Εἶναι αὐτός, ποὺ µετὰ τὴν ἅλωση τῆς Ἱερουσαλὴµ ἀπὸ τοὺς Πέρσες (614) ἀπὸ τὸν Χοσρόη, µεταφέρθηκε αἰχµάλωτος στὴν Περσία. Σύµφωνα µὲ ὁρισµένες πληροφορίες, ἐπανῆλθε ἀπὸ τὴν Περσία (628), ἀφοῦ ἐλευθερώθηκε ἀπὸ τὸν Ἡράκλειο, καὶ πέθανε στὴν Ἱερουσαλὴµ τὸ 633.
Ὁ Ὅσιος Γεώργιος ἐπίσκοπος Ἀµάστριδος
Γεννήθηκε τὸ ἔτος 750 ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς τοῦ Θεοδοσίου καὶ τῆς Μεγεθούς, ποὺ κατάγονταν ἀπὸ τὴν Κρώµνη, πόλη κοντὰ στὴ Ἀµάστριδα τοῦ Εὐξείνου Πόντου. Οἱ γονεῖς του τὸν ἀπέκτησαν διὰ πολλῆς προσευχῆς, διότι δὲν ἔκαναν παιδιά. Ὅταν µεγάλωσε καὶ ἐκπαιδεύτηκε ἀρκετά, ἀναχώρησε ἀπὸ τὴν πατρίδα του καὶ πῆγε στὸ ὄρος τῆς Συρικῆς, κοντὰ σ᾿ ἕναν σοφὸ Γέροντα, ὅπου ἀπ᾿ αὐτὸν πῆρε τὸ Ἀγγελικὸ σχῆµα τῶν Μοναχῶν. Ὅταν ὁ Γέροντας αὐτὸς πέθανε, ὁ Γεώργιος πῆγε στὴ Μονὴ Βονύσσης (Βόνιτσα Ἀκαρνανίας), κοντὰ στὴν Ἀµάστριδα, καὶ ἐκεῖ ἀσκήτευε. Κάποτε ὅµως, ὁ Ἐπίσκοπός της Ἀµάστριδας πέθανε καὶ τότε λαὸς καὶ κλῆρος ἔκαναν ἐπίσκοπο τὸν Γεώργιο (788). Ἀφοῦ χειροτονήθηκε Ἀρχιεπίσκοπος στὴν Κωνσταντινούπολη, γύρισε στὴν ἐπισκοπή του καὶ ἀποδείχτηκε πραγµατικὰ λύχνος ἐπὶ τὴν λυχνίαν. Ἐπιµελήθηκε τὴν διάταξη τῶν ἱερῶν ναῶν, τὴν προστασία τῶν ὀρφανῶν καὶ φτωχῶν µε τὶς πτωχοτροφίες καὶ ἄλλα. Ἀξιώθηκε µάλιστα καὶ τοῦ θαυµατουργικοῦ χαρίσµατος. Ἔτσι, µ᾿ αὐτὸν τὸν ἅγιο τρόπο ἀφοῦ ἔζησε, ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ τὸ ἔτος 805. (Ἡ µνήµη του ἐπαναλαµβάνεται καὶ τὴν 25η Ὀκτωβρίου).
Οἱ Ἅγιοι Ἀνδρέας καὶ Ἀνατόλιος
Ἄγνωστοι στοὺς Συναξαριστές. Ἀνήκουν στὴν Ἐκκλησία τῶν Ἱεροσολύµων καὶ εἶναι καταταγµένοι στὸ Ἱεροσολυµιτικὸ Κανονάριο σελ. 35 σηµ. 1 καὶ ἐκτὸς ἀπὸ τὴν συγκεκριµένη ἡµεροµηνία, γιορτάζουν καὶ 26 Ἀπριλίου καὶ 7 Ἰουνίου. Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ ὑπῆρξαν ἀπὸ τοὺς πρώτους µαθητὲς τοῦ Ἁγίου Εὐθυµίου τοῦ Μεγάλου. Ὁ Ἀνδρέας καταγόταν ἀπὸ τὴν Μυτιλήνη καὶ ἦταν ἀνεψιὸς τοῦ Σιδωνίου, ποὺ διαπαιδαγώγησε τὸν Μέγα Εὐθύµιο. Ὁ Ἀνατόλιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ῥαϊθώ. Αὐτοὶ παρουσιάστηκαν στὸν Μέγα Εὐθύµιο σχεδὸν ταυτόχρονα, ὁ µὲν Ἀνδρέας µαζὶ µὲ τὰ δυό του ἀδέλφια Στέφανο καὶ Γαίανο, ὁ δὲ Ἀνατόλιος µαζὶ µὲ τὸν Ἰωάννη τὸν πρεσβύτερο καὶ τὸν Θαλάσσιο.
Φεβρουάριος 22
Εὕρεσις τῶν ἐν τοῖς Εὐγενίου Ἁγίων Λειψάνων Μαρτύρων καὶ Ἀποστόλων Ἀνδρονίκου καὶ Ἰουνίας
Ὅταν ὁ ἁγιότατος Πατριάρχης Θωµᾶς ἦταν στὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως (607610), βρέθηκαν τὰ τίµια λείψανα µερικῶν ἁγίων µαρτύρων, κρυµµένα κάτω ἀπὸ τὴν γῆ. Ἀµέσως ἔγινε ἡ ἀνακοµιδή τους µὲ εὐλάβεια καὶ σεβασµό, καὶ µὲ συνοδεία πολὺ λαοῦ. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἀνακοµιδῆς, πολλὲς καὶ διάφορες ἀσθένειες θεραπεύτηκαν. Ἀφοῦ δὲ πέρασαν πολλὰ χρόνια, ὁ Θεὸς ἀποκάλυψε σ΄ ἕνα ἄνθρωπο κληρικὸ καὶ καλλιγράφο, τὸ Νικόλαο, ὅτι στὸν ἴδιο τόπο ἐκεῖνο τὸν καλούµενο Εὐγενίου, βρίσκονται κρυµµένα καὶ τὰ ἁγία λείψανα τῶν Ἀποστόλων Ἀνδρονίκου καὶ Ἰουνίας, τοὺς ὁποίους ἀναφέρει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρὸς Ῥωµαίους ἐπιστολή του, ὡς ἑξῆς: «΄Ἀσπάσασθε Ἀνδρόνικον καὶ Ἰουνίαν τους συγγενεῖς µου καὶ συναιχµαλώτους µου, οἵτινές εἰσιν ἐπίσηµοι ἐν τοῖς ἀποστόλοις, οἱ καὶ πρὸ ἐµοῦ γεγόνασιν ἐν Χριστῷ» (Ρωµ. ιστ΄ 7).
Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Ὁµολογητὴς τῆς Μονῆς Παυλοπετρίου
Ὁ Ὅσιος αὐτὸς Πατέρας, γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη ἀπὸ εὐλαβεῖς καὶ πολὺ πλούσιους γονεῖς. Ἐπειδὴ ὅµως, ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία, ὑπῆρξε εὐλαβής, θέλησε νὰ ντυθεῖ τὸ µοναχικὸ σχῆµα. Πῆγε λοιπὸν στὴ Μονὴ Παυλοπετρίου, ποὺ βρίσκεται στὸν κόλπο τῆς Νικοµήδειας, καὶ ἐκεῖ ἔγινε Μοναχός. Τόσο δὲ προόδευσε στὶς ἀρετὲς καὶ τόσο διαδόθηκε ἡ φήµη του, ὥστε ἔγινε γνωστὸς καὶ στοὺς βασιλεῖς. Συνδέθηκε µάλιστα καὶ µὲ τοὺς ὁσίους Θεόδωρο τὸν Στουδίτη καὶ Ἰωάννη τῆς Μονῆς Καθαρῶν, µὲ τοὺς ὁποίους συνεργάστηκε γιὰ τὴν ἀναστήλωση τῶν Ἁγίων Εἰκόνων. Στὰ χρόνια ὅµως τοῦ Λέοντα τοῦ Εἰκονοµάχου (Ἀρµενίου) (813-820), κατηγορήθηκε ὅτι σέβεται τὶς σεπτὲς Εἰκόνες καὶ ἔτσι ὑπέστη διάφορα βασανιστήρια, καὶ δοκίµασε πικρὲς ἐξορίες καὶ βαρεῖες θλίψεις. Ὁπότε, ἀφοῦ ἔµεινε σταθερὸς στὰ Ὀρθόδοξα φρονήµατά του, ἀπῆλθε πρὸς τὸν Κύριο.
Ἡ Ἁγία Ἀνθοῦσα καὶ οἱ δώδεκα ὑπηρέτες της
Μαρτύρησαν διὰ ξίφους.
Ὁ Ἅγιος Συνετός
Μαρτύρησε διὰ ξίφους. (Ἴσως εἶναι αὐτὸς ποὺ γιορτάζουµε στὶς 12 Δεκεµβρίου).
Οἱ Ὅσιοι Θαλάσσιος καὶ Λιµναῖος
Ὁ Ὅσιος Θαλάσσιος εἶχε ἀσκητήριο ἐπάνω σ΄ ἕνα µικρὸ βουνὸ ἑνὸς χωρίου τῆς Κύπρου. Ἐκεῖ προσευχόταν, µελετοῦσε καὶ καλλιεργοῦσε ἕνα µικρό, εὔφορο ἀγροτεµάχιο. Ἐπίσης, κατέβαινε στὰ κοντινὰ χωριὰ καὶ δίδασκε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Ὁ Λιµναῖος, νεώτερος ἀπὸ τὸ Θαλάσσιο, ὅταν ἄκουσε γι᾿ αὐτόν, ἦλθε κοντά του καὶ πῆρε ἀπὸ τὸν καλὸ αὐτὸ διδάσκαλο ὑπόδειγµα γνήσιας καὶ ἀληθινῆς µοναχικῆς ζωῆς. Ὅµως, ἡ µεγαλύτερη δόξα τοῦ Λιµναίου εἶναι ἡ ἐργασία ποὺ κατέβαλε γιὰ τοὺς τυφλούς. Ἔκτισε κοντὰ στὸ κελλί του καὶ ἄλλα κελλιά, ποὺ ἀνέδειξε ἄσυλα γιὰ τυφλούς. Καὶ δὲν τοὺς ἔδινε µόνο στέγη, ἀλλὰ καὶ τροφὴ ἀπὸ τὶς ἐλεηµοσύνες ποὺ τοῦ ἔκαναν εὐσεβεῖς χριστιανοί. Ἀκόµα, φρόντιζε καὶ γιὰ τὶς ψυχές τους. «Τί σηµαίνει, ἔλεγε, νὰ φροντίζουµε µόνο γιὰ τὰ σώµατα τῶν δυστυχῶν; Περιορίζοντας ὡς ἐδῶ τὴν φιλανθρωπία, εἶναι σὰν νὰ τὴν κάνουµε ἀπέναντι σὲ ζῷα. Τὸ σπουδαῖο εἶναι νὰ συµπληρώσουµε τὸ καλὸ φροντίζοντας καὶ γιὰ τὸ φωτισµό του πνεύµατος». Ἔτσι, οἱ προστατευόµενοί του τυφλοὶ ἦταν εὐτυχεῖς. Διότι, ἂν καὶ δὲν εἶχαν σωµατικὰ µάτια, ἔπαιρναν ὅµως πνευµατικὰ καὶ ἀπολάµβαναν τὸ φῶς τὸ ἀληθινὸ τοῦ Χριστοῦ. Ἄλλωστε, Αὐτὸς «ἢν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ὃ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόµενον εἰς τὸν κόσµον» Δηλαδὴ ὁ Κύριος ἦταν πάντοτε τὸ τέλειο φῶς, ποὺ φωτίζει κάθε ἄνθρωπο ποὺ ἔρχεται στὸν κόσµο. Ὁ Ὅσιος Λιµναῖος πέθανε θρηνούµενος ἀπὸ τὰ τυφλὰ τέκνα του, ποὺ ἀποτέλεσαν τὴν µεγάλη µέριµνα καὶ στοργὴ τῆς ζωῆς του.
Ὁ Ὅσιος Βαραδάτης
Καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια καὶ διάλεξε τὴν ἐρηµικὴ ζωή. Τὴν ἀγάπη του στὴν ἐγκράτεια δὲν ἐλάττωσε τὸ φιλάσθενο σῶµα του. Ὁ Πατριάρχης τῆς Ἀντιοχείας Θεόδοτος ἄκουσε γιὰ τὸν Βαραδάτη καὶ φρόντισε νὰ τὸν ἀποσπάσει ἀπὸ τὴν φιλέρηµο ἀποκλειστικότητα καὶ νὰ τὸν χρησιµοποιήσει γιὰ τὸ κοινωνικὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Ὅσιος Βαραδάτης δέχτηκε τὸν συνδυασµὸ αὐτὸ τῆς µοναχικῆς ζωῆς καὶ τῆς κοινωνικῆς ἐνέργειας. Πρὸ πάντων, στὶς περιόδους τῶν νηστειῶν, καὶ σὲ ὦρες θλίψεων καὶ συµφορῶν, πήγαινε στὶς πόλεις καὶ καλλιεργοῦσε τὸν φόβο καὶ τὸν σεβασµὸ πρὸς τὸν
Θεό, προκαλοῦσε τὴν µετάνοια καὶ στήριζε τὸ θάῤῥος τῶν Χριστιανῶν. Ἐπίσης καλλιεργοῦσε καὶ ἐνίσχυε στὶς ψυχές τους τὴν ὑποµονὴ καὶ τὴν ἐλπίδα. Κατὰ τὸν Θεοδώρητο, ὁ Ὅσιος Βαραδάτης διακρινόταν γιὰ τὴν ἐξαιρετικὴ σύνεσή του καὶ τὴν λογικότητα στὶς ἐρωτήσεις καὶ τὶς ἀπαντήσεις του.
Ὁ Ἅγιος Τελεσφόρος ἐπίσκοπος Ῥώµης
Ὁ Εἰρηναῖος λέει ὅτι µαρτύρησε στὸ πρῶτο ἔτος τῆς βασιλείας τοῦ Ἀντωνίνου Πίου (138161). Στοὺς καταλόγους τῶν Ἐπισκόπων καὶ Παπῶν Ῥώµης ὁ Τελεσφόρος φαίνεται ὅτι διαδέχτηκε τὸν Σῆξτο τὸ 125 καὶ πέθανε τὸ 136.
Ὁ Ἅγιος Βλάσιος Ἐπίσκοπος
Ὁ ἅγιος Νικόδηµος τὸν τιτλοφορεῖ σὰν ἐπίσκοπο Ῥώµης, ἀλλὰ πουθενὰ δὲν βρήκαµε Βλάσιο ἐπίσκοπο Ῥώµης. Ἐκτὸς τοῦ ὅτι ἡ µνήµη του δὲν ἀναφέρεται σ΄ ὅλους τοὺς Συναξαριστές, ἀλλὰ καὶ στοὺς λίγους ποὺ µνηµονεύεται, µνηµονεύεται ἁπλὰ σὰν ἐπίσκοπος καὶ ὄχι Ῥώµης, ἴσως κάποιας ἄλλης ἐπισκοπῆς.
Ὁ Ἅγιος Ἀρίστων (ἢ Ἄριστος ἢ Ἀριστίων)
Ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστές. Πρόκειται γιὰ Ἅγιο τῆς Κύπρου καὶ ὑπῆρξε δεύτερος ἐπίσκοπος αὐτῆς µετὰ τὸν Βαρνάβα κατὰ τὸν Le Quien (σ. 103-4). Σαφῆ βιογραφικά του στοιχεῖα δὲν ὑπάρχουν, µόνο παραδόσεις ἀτεκµηρίωτες.
Ἡ Ἁγία Θεοκτίστη τοῦ Βορονέζ, ἡ νεοµάρτυς (Ρωσίδα)
Διὰ Χριστὸν σαλή.
Φεβρουάριος 23
Ὁ Ἅγιος Πολύκαρπος ἐπίσκοπος Σµύρνης
Γεννήθηκε 60 χρόνια περίπου µετὰ τὸ Χριστό. Στὸν 20ό χρόνο τῆς ἡλικίας του ἔγινε χριστιανός. Ὅπως γράφει ὁ µαθητής του Εἰρηναῖος, ὁ Πολύκαρπος ἦταν στολισµένος µὲ µεγάλη σωφροσύνη, αὐστηρότητα ἠθῶν καὶ ὁλόψυχη ἀφοσίωση στὴ διδασκαλία τοῦ θείου λόγου. Τὰ προτερήµατά του αὐτὰ καὶ ἡ γενναιοψυχία του, τὸν ἔκαναν πολὺ ἀγαπητὸ στὸν εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη, ποὺ ἀργότερα τὸν ἀνέδειξε ἐπίσκοπο Σµύρνης. Στὸ ἀξίωµα αὐτό, ἐπιτελοῦσε τὰ καθήκοντά του µὲ ζῆλο καθαρὰ ἀποστολικό. Ἀναδείχθηκε ὁ διδάσκαλος, ὁ πατήρ, ὁ ποιµήν, ὁ φρουρός. Ὅταν ἄρχισαν οἱ διωγµοὶ κατὰ τῶν χριστιανῶν, ἐπὶ αὐτοκράτορα Ἀντωνίου Πίου, ὁ ἀνθύπατος τῆς Μ. Ἀσίας Στάτιος Κοδράτος, µετὰ ἀπὸ µανιώδη ἀπαίτηση τοῦ εἰδωλολατρικοῦ ὄχλου, συνέλαβε τὸν Πολύκαρπο καὶ τὸν διέταξε νὰ βλασφηµήσει δηµόσια τὸ Χριστό. Ὁ γέροντας ἐπίσκοπος ἀπάντησε: «Ἐπὶ 86 χρόνια Τὸν ὑπηρετῶ, χωρὶς καθόλου νὰ µὲ ἀδικήσει. Καὶ πὼς µπορῶ τώρα νὰ βλασφηµήσω τὸν Βασιλέα καὶ Σωτῆρα µου;» Ἀµέσως τότε, τὸν ἔριξαν στὴ φωτιὰ νὰ καεῖ ζωντανός. Ἀλλ΄ ἡ φωτιὰ τὸν ἀφήνει ἀνέγγιχτο! Τότε, ἕνας δήµιος τὸν χτυπᾷ µὲ τὸ ξίφος του καὶ τὸν θανατώνει. Ἔτσι στὶς 23 Φεβρουαρίου τοῦ 167, ὁ µέγας ἀθλητὴς τῆς πίστης τερµατίζει τὴν ζωή του. Στὸ πρόσωπό του, βέβαια, ἐφαρµόστηκε πλήρως ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ στὴν Ἀποκάλυψη: «Μηδὲν φοβοῦ, ἃ µέλλεις παθεῖν... Γίνου πιστὸς ἄχρι θανάτου καὶ δώσω σοι τὸν στέφανον τῆς ζωῆς». Δηλαδή, µὴ φοβᾶσαι γι᾿ αὐτὰ ποὺ πρόκειται νὰ πάθεις. Φρόντιζε νὰ εἶσαι πιστὸς µέχρι θανάτου καὶ ἐγὼ θὰ σοῦ δώσω τὸ στεφάνι τῆς αἰώνιας ζωῆς.
Οἱ Ἅγιοι Ἰωάννης, Μωϋσῆς, Ἀντίοχος καὶ Ἀντώνιος (ἢ Ἀντωνῖνος)
Ἀπ΄ αὐτοὺς ὁ Ἰωάννης, ὑπῆρξε µαθητὴς τοῦ Ὁσ. Λιµναίου (22 Φεβρουαρίου). Διακρίθηκαν καὶ οἱ τέσσερις γιὰ τὴν ἐγκράτεια καὶ τὴν πνευµατικότητα, ποὺ ἔδειξαν στὴν ἀσκητικὴ ζωή τους. Δὲν ὑπῆρξαν µόνο ἀκτήµονες, ἥρωες τῆς ἀγρυπνίας καὶ ἀθλητὲς τῆς προσευχῆς- ἀλλὰ ἔλαµψαν καὶ γιὰ τὴν πραότητά τους, τὴν µετριοπάθεια, τὴν ἐπιείκεια, τὴν γλυκύτητα τῆς ὁµιλίας καὶ τὴν ἠπιότητα τῆς συµπεριφορᾶς τους. Ἡ ἐρηµικὴ ζωὴ µέσα στὴ φύση, δὲν τοὺς ἔκανε σκληροὺς ἀλλὰ τοὺς ἐξευγένιζε. Ἔτσι ἔτρεφαν τὴν πίστη τους καὶ ἐνίσχυαν τὴν ἀγάπη τους. Ἀλλὰ καὶ σὲ διάφορες εὐκαιρίες, εἴτε πρὸς ἄλλους µοναχοὺς εἴτε πρὸς τὸν κόσµο, ἔδειξαν εἰλικρινὴ ἀδελφικὴ ἀγάπη, διότι εἶχαν ἐννοήσει καλὰ τὸ λόγο τοῦ Εὐαγγελίου, ὅτι δηλαδὴ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ µένει διεστραµµένη καὶ ἀνώφελη, ὅπου νεκρώνεται καὶ δὲν ἀνθεῖ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον.
Οἱ Ὅσιοι Ζεβινᾶς, Πολυχρόνιος, Μωϋσῆς καὶ Δαµιανός
Τοὺς βίους τους συνέγραψε ὁ Κύρου Θεοδώρητος στὴ Φιλόθεο Ἱστορία του. Ἀναφέρεται ὅτι ἦταν ἀπὸ τὴν Συρία καὶ ὁ µὲν Ζεβινᾶς κατασκεύασε ἕνα κελλὶ σὲ κάποιο ὄρος, καὶ ἐκεῖ ὑπέβαλλε τὸν ἑαυτό του µέχρι τὰ βαθιὰ γεράµατά του σὲ ἀσκητικοὺς ἀγῶνες. Μαζὶ δὲ µ΄ αὐτόν, ἦταν καὶ οἱ µαθητές του Πολυχρόνιος, Μωϋσῆς καὶ Δαµιανός. Ἀφοῦ ὅλοι πέρασαν τὴν ζωή τους µὲ ἀκατάπαυστες προσευχὲς καὶ νηστεῖες, ἀπεβίωσαν εἰρηνικά.
Ἡ Ἁγία Γοργονία ἀδελφὴ Γρηγορίου Θεολόγου
Ἦταν νεότερη ἀδελφὴ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καὶ κόρη τῆς εὐσεβέστατης Νόννας καὶ τοῦ ἐπισκόπου Ναζιανζοῦ Γρηγορίου. Ἀφοῦ ἀνατράφηκε µὲ εὐσέβεια, ἀναδείχτηκε ἰσάξια στὴν ἀρετὴ πρὸς τοὺς γονεῖς καὶ τοὺς ἀδελφούς της Γρηγόριο τὸν Θεολόγο καὶ Καισάριο τὸν ἰατρό. Ὁ δὲ ἀδελφός της Γρηγόριος ὁ Θεολόγος γράφει, µεταξὺ ἄλλων, γι᾿ αὐτή: «Σὰν νοικοκυρά, σὰν σύζυγος, σὰν µητέρα, ὑπῆρξε ἀνώτερη ἀπὸ τὴν ἐνάρετη γυναῖκα, ποὺ τὸν τύπο περιγράφει τὸ τελευταῖο κεφάλαιο τῶν Παροιµιῶν τοῦ Σολοµῶντος. Ἦταν ὀξύτατη διάνοια, γνώριζε τὶς Γραφές, δίδασκε καὶ ἔπραττε σύµφωνα µὲ τὶς θεῖες ἐντολές. Ἦταν ἱλαρὴ καὶ σεµνή, κόσµια, συνετή, ἤρεµη, κυρίαρχη τῆς γλώσσας της καὶ τῆς ἀκοῆς της, καὶ ἡ χριστιανικὴ τελειότητά της ἦταν γεµάτη ταπεινοφροσύνη. Ἀγαποῦσε τὴν προσευχή, τὴν ψαλµῳδία, τὶς κοινὲς καὶ τόσο κατανυκτικὲς τῶν χρόνων ἐκείνων ἀγρυπνίες. Ὅλη της ἡ ζωὴ ὑπῆρξε κάθαρση καὶ τελείωση». Μία ἀῤῥώστια τὴν ἔστειλε πρόωρα στὶς αἰώνιες Μονές.
Οἱ Ἅγιοι Κλήµης καὶ Ἀντώνιος
Μαρτύρησαν διὰ ξίφους. (Ὁ δὲ Ἀντώνιος, ἴσως εἶναι ὁ ἴδιος µ΄ αὐτὸν τῆς 25ης Φεβρουαρίου).
Ἡ Ἁγία Θέη
Μαρτύρησε διὰ ξίφους.
Ὁ Ὅσιος Δαµιανὸς ὁ Ἐσφιγµενίτης
Πότε καὶ ποὺ γεννήθηκε δὲν γνωρίζουµε. Ὁ βίος του σῴζεται σὲ νεότερο χειρόγραφό της Ἱ. Μονῆς Ἐσφιγµένου. Σύµφωνα µὲ προφορικὴ παράδοση, ὁ Ὅσιος Δαµιανὸς ἀπὸ νεαρὸς ἀκόµα, ἐγκατέλειψε τὰ ἐγκόσµια καὶ ἔγινε µοναχὸς στὴ Μονὴ Ἐσφιγµένου του Ἁγίου Ὄρους. Ἦταν τύπος καὶ παράδειγµα µοναχοῦ στοὺς ἐκεῖ µοναχούς. Μετὰ ἀπὸ ἄδεια τοῦ ἡγουµένου τῆς Μονῆς, γιὰ περισσότερη ἄσκηση, ἀποσύρθηκε στὸ ἀπέναντι ἀπὸ τὸ κοινόβιο ὄρος, τῆς Σαµάρειας ὅπως τὸ ἔλεγαν. Κάποτε πῆγε σὲ κάποιο φίλο του µοναχό, ἀλλὰ δὲν τὸν βρῆκε στὸ κελλί του καὶ κάθισε καὶ τὸν περίµενε µέχρι τὸ βράδυ ποὺ ἦλθε. Ἀφοῦ συζήτησαν µαζί, ξεκίνησε νὰ φύγει. Ἡ ὥρα ὅµως ἦταν περασµένη καὶ ἔξω εἶχε ἀρχίσει καταῤῥακτώδης βροχή. Ἀλλ΄ ἐπειδὴ ὁ Γέροντάς του τοῦ εἶπε νὰ µὴ κοιµᾶται ποτὲ ἔξω ἀπὸ τὸ καλύβι του, ὁ Ὅσιος ἔκανε τέλεια ὑπακοὴ καὶ κάτω ἀπ΄ αὐτὲς τὶς ἀντίξοες καιρικὲς συνθῆκες ξεκίνησε γιὰ τὸ κελλί του. Σὲ κάποια στιγµὴ ὅµως χάθηκε καὶ δὲν µποροῦσε νὰ κάνει βῆµα µπροστὰ ἀπὸ τὴν νεροποντή. Ἡ φωνή του ἀµέσως ὑψώθηκε πρὸς τὸν Θεὸ καὶ εἶπε: «Κύριε σῶσε µε, χάνοµαι». Καὶ τὸ θαῦµα ἔγινε. Βρέθηκε χωρὶς νὰ τὸ καταλάβει µπροστὰ στὸ κελλί του. Ἔτσι θεάρεστα ἀφοῦ ἔζησε ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ τὸ 1280 καὶ γιὰ 40 µέρες µετὰ τὴν κοίµησή του, ἔβγαινε ἀπὸ τὸν τάφο του θαυµάσια εὐωδιὰ µύρου, ποὺ οἱ Πατέρες στὸ µοναστήρι τοῦ Ἐσφιγµένου τὴν καταλάβαιναν ἀπὸ ἕνα µίλι µακριὰ καὶ δόξαζαν τὸν Θεό.
(Ἀπὸ ὁρισµένους Συναξαριστές, περιττῶς ἀναφέρεται τὴν ἡµέρα αὐτὴ καὶ ἡ µνήµη τοῦ Ὁσιοµάρτυρα Δαµιανοῦ (1568), ποὺ ἡ κυρίως µνήµη του ἑορτάζεται τὴν 14η Φεβρουαρίου).
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ θεριστὴς (+ 11ος αἰ.)
Ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος ὁ Ἀκοίµητος (+ 430)
Φεβρουάριος 24
Ἡ Α΄ καὶ Β΄ Εὕρεσις τῆς Τιµίας Κεφαλῆς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Προδρόµου
Ἡ πρώτη εὕρεση ἔγινε στὴ Μαχαιροῦντα, γύρω ἀπὸ τὸ χῶρο ποὺ ἦταν τὸ ἀνάκτορο τοῦ Ἡρῴδη. Ἀφοῦ ἡ Ἡρῳδιὰς πῆρε τὴν ἀποτρόπαια εὐχαρίστηση, νὰ δεῖ ἐπὶ πίνακι τὴν αἱµόφυρτη κεφαλὴ τοῦ γενναίου προµάχου τῆς ἠθικῆς καὶ τῆς ἀλήθειας, διέταξε νὰ τὴν θάψουν σ΄ ἕνα µέρος ἐκεῖ κοντά, τὸ ὁποῖο πήγαινε καὶ καταπατοῦσε ἀπὸ καιρὸ σὲ καιρό, γιὰ νὰ ἱκανοποιεῖ τὸ ἄσβεστο πάντοτε µῖσος της. Στὸν τόπο ἐκεῖνο ἔµεινε θαµµένη, ὥσπου τὴν ἀνακάλυψαν δυὸ µοναχοὶ ἀπὸ τὴν Ἀνατολή, στοὺς ὁποίους ἐπανειληµµένα φάνηκε σὲ ὄνειρο ὁ Πρόδροµος. Μετὰ τὸ θάνατο τῶν µοναχῶν αὐτῶν, ἀπὸ χέρι σὲ χέρι χάθηκε. Βρέθηκε ὅµως πάλι, ἐπὶ αὐτοκράτορα Οὐαλεντινιανοῦ. Ὅπως βλέπουµε, τῶν ἐπιφανῶν ἀνθρώπων τοῦ µηνύµατος τοῦ Εὐαγγελίου, ὄχι µόνο οἱ ψυχὲς δὲν χάνονται καὶ πηγαίνουν ἐκεῖ ποὺ ἡ οὐράνια δόξα τὶς καλεῖ, ἀλλὰ ὁ Κύριός µας, οὔτε τὰ κόκκαλα τῶν σωµάτων τους δὲν ἀφήνει νὰ χαθοῦν. Διότι µὲ τὴν ἁγία τους ζωή, ἁγίασαν ἀκόµα καὶ αὐτὴ τὴν ὕλη τοῦ σώµατος, ποὺ πρέπει νὰ εἶναι τὸ καθαρότατο δοχεῖο τῆς ψυχῆς.
Ὁ Ἅγιος Boisil (Σκωτσέζος)
Λεπτοµέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου τῆς ὀρθοδοξίας, µπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρεττανικῶν Νήσων», τοῦ Χριστόφορου Κων. Κοµµοδάτου, ἐπισκόπου Τελµησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.
Ὁ Ἅγιος Ethelbert (Ἀγγλος)
Λεπτοµέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου τῆς ὀρθοδοξίας, µπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρεττανικῶν Νήσων», τοῦ Χριστόφορου Κων. Κοµµοδάτου, ἐπισκόπου Τελµησσοῦ, Ἀθῆναι 1985
Φεβρουάριος 25
Ὁ Ἅγιος Ταράσιος Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως
Γεννήθηκε, ἀνατράφηκε καὶ ἐκπαιδεύτηκε στὴν Κωνσταντινούπολη ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς, τοῦ Γεωργίου, κριτοῦ καὶ πατρικίου καὶ τῆς Εὐκρατίας. Λόγω τῆς µεγάλης µορφώσεώς του, ἀνέβηκε στὸ ἀξίωµα τοῦ πρωτοασηκρίτου. Στὶς 25 Δεκεµβρίου τοῦ 784, ὅταν χήρεψε ὁ πατριαρχικὸς θρόνος τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἐξελέγη µὲ σύµφωνη γνώµη λαοῦ, συγκλήτου, κλήρου καὶ βασιλείας, ὁ ἀπὸ τὶς λαϊκὲς τάξεις Ταράσιος (διαδέχθηκε τὸν πατριάρχη Παῦλο τὸν Δ΄). Ἦταν ἄνθρωπος µὲ πολλὰ ἔκτακτα προσόντα καὶ µεγάλο ἀξίωµα. Ἀπὸ τὴν θέση αὐτή, ἔδειξε µεγάλη σύνεση καὶ µετριοπάθεια. Πρωταγωνίστησε στὴν 7η Οἰκουµενικὴ σύνοδο στὴ Νίκαια, ὑπὲρ τῆς ἀναστήλωσης τῶν εἰκόνων. Ἂς παραθέσουµε, ὅµως, τί λέει µεταξὺ ἄλλων γιὰ τὸν Ταράσιο, ὁ Ἱστορικὸς Κ. Παπαῤῥηγόπουλος: «Τὴν 25η Φεβρουαρίου 806 πέθανε ὁ Πατριάρχης Ταράσιος, ἀφοῦ ἐπὶ 21 χρόνια ποίµανε τὴν Ἐκκλησία µετὰ πάσης µετριοπάθειας καὶ συνέσεως. Ὁ Πατριάρχης Ταράσιος συνέπραξε µὲν µὲ πολὺ ζῆλο στὴν ἀναστήλωση τῶν εἰκόνων, ἀλλὰ φρόντισε µὲ τὸν ὄρο τῆς 7ης Οἰκ. Συνόδου, ἡ προσκύνηση νὰ ἀποβάλει, ὅσο γίνεται, κάθε χαρακτῆρα λατρείας ἀσυµβίβαστης στὸ ἀληθινὸ πνεῦµα τῆς χριστιανικῆς πίστεως. Θεώρησε µὲν πρέπον νὰ ἐπαναλάβει ἡ Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία τὶς σχέσεις της µὲ τὸν ἀρχιερέα τῆς Ῥώµης, ἀλλὰ ὅσο κανεὶς ἄλλος ἀγωνίστηκε νὰ περιορίσει τὶς ἀξιώσεις τοῦ ἀρχιερέα αὐτοῦ. Τέλος ἐγκατέλειψε καὶ αὐτὴν τὴν Εἰρήνη, ὅταν εἶδε ὅτι ἀπὸ πολιτικῆς τὸ κράτος κινδύνευε. Ἡ στέρηση τέτοιου Πατριάρχη κατετάραξε τὸν βασιλιὰ Νικηφόρο καὶ ὅλους ὅσους ἐκτιµοῦσαν τὶς µεγάλες χριστιανικὲς καὶ πολιτικὲς ἀρετὲς τοῦ ἀνδρός». Ἐτάφη σὲ Μονὴ τοῦ Βοσπόρου, ποὺ ἔκτισε ὁ ἴδιος.
Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος ποὺ µαρτύρησε στὴ Δριζίπαρο τῆς Θρᾴκης
Ἔζησε στὶς ἀρχὲς τοῦ 4ου αἰῶνα καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Καρθαγένη. Κατὰ τὸν διωγµὸ ποὺ κίνησε ὁ Διοκλητιανός, συνελήφθη καὶ βασανίστηκε στὴ Μαρκιανούπολη (ἀρχαία πόλη τῆς Θρᾴκης) καὶ κατόπιν ἀποκεφαλίστηκε στὴ Δριζίπαρο, ἐπίσης πόλη τῆς Θρᾴκης.
Ὁ Ἅγιος Ῥηγῖνος Ἱεροµάρτυρας ἐπίσκοπος Σκοπέλου
Ὁ Ἅγιος αὐτὸς καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα, ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς. Λόγω τῆς ἐναρέτου ζωῆς του, ἔγινε ἐπίσκοπος Σκοπέλου. Ὅµως, ὅπως εἶναι γνωστὸ καὶ µετὰ τὴν Α΄ Οἰκουµενικὴ Σύνοδο ποὺ ἔγινε στὴ Νίκαια, ἡ καταδικασθεῖσα ἀπ΄ αὐτὴ αἵρεση τοῦ Ἀρείου, ἐξακολουθοῦσε νὰ ἔχει πολλοὺς ὀπαδούς. Σ΄ αὐτὴ λοιπὸν τὴν πάλη ποὺ ἐξακολουθοῦσε, συµµετεῖχε µὲ πολλὴ θερµότητα ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας ὁ Ῥηγῖνος, ποὺ πῆρε µέρος καὶ στὴ Σύνοδο τοῦ 347, ἐπὶ αὐτοκρατόρων Κωνσταντίου καὶ Κώνσταντος, καὶ ἡ ὁποία Σύνοδος δέχθηκε τὰ δόγµατα τοῦ Συµβόλου τῆς Νικαίας. Ἐπὶ Ἰουλιανοῦ τοῦ παραβάτου ὅµως, ἡ Ἐκκλησία διέτρεξε κρισιµότατη περίοδο. Ὁ ἀσεβὴς αὐτὸς αὐτοκράτορας, ἀφοῦ στὴν ἀρχὴ ὑποκριτικὰ ἔκανε τὸν ἀνεξίθρησκο, κατόπιν καταδίωξε σκληρὰ τοὺς ὀρθοδόξους ἐπισκόπους, ζητῶντας νὰ διαλύσει τὴν Ἐκκλησία καὶ νὰ ἐπιβάλει τὴν πλάνη τῆς εἰδωλολατρίας. Αὐτὴ τὴν ἐποχὴ λοιπὸν καὶ ὁ Ῥηγῖνος ὑπέστη µαρτυρικὸ θάνατο. Τὸ ἅγιο λείψανο τοῦ ἱεροµάρτυρα Ῥηγίνου µετακοµίστηκε στὴν Κύπρο. Ἀπὸ ἐκεῖ δέ, κάποιο µέρος ἀπ΄ αὐτὸ µετέφεραν στὴν Σκόπελο, ὅπου τὸ ἐναπόθεσαν στὸ µοναστήρι τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόµου.
Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος
Μαρτύρησε ἀφοῦ τὸν ἅπλωσαν ἐπάνω σὲ πυρωµένη σχάρα.
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ διὰ Χριστὸν σαλός
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ὁ Ἅγιος Μάρκελλος ἐπίσκοπος Ἀπαµείας τῆς Κύπρου
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά. Ὑπάρχει ὅµως ἀµφιβολία ἂν πράγµατι ὑπῆρξε αὐτὸς ὁ ἐπίσκοπος καὶ αὐτὴ ἡ πόλη στὴν Κύπρο. Ἴσως συγχέεται µ΄ αὐτὸν τῆς Ἀπαµείας τῆς Συρίας (14 Αὐγούστου).
Προσκύνησις Τιµίου Σταυροῦ
Στὸν Παρισινὸ Κώδικα 1578 κατὰ τὴν 25η Φεβρουαρίου σηµειώνεται: «τῇ αὐτῇ ἡµέρᾳ ἡ ἐν Κυρίῳ πάσχα κατὰ τὴν Γ΄ Κυριακὴν τῶν Νηστειῶν προσκύνησις τοῦ Τιµίου Σταυροῦ».
Φεβρουάριος 26
Ὁ Ὅσιος Πορφύριος ἐπίσκοπος Γάζης
Καταγόταν ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη. Μετὰ τὴν ἀξιόλογη κατάρτησή του στὰ περίφηµα Μοναστήρια τῆς Αἰγύπτου καὶ τῆς Παλαιστίνης, χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος Γάζης. Τὸ ἔργο του, ὅµως, ἔβρισκε δυσκολίες ἀπὸ τὶς ἀντιδράσεις τῶν εἰδωλολατρῶν καὶ τῶν αἱρετικῶν, ποὺ χρησιµοποιοῦσαν ἐναντίον τῶν χριστιανῶν καὶ τὰ ὄργανα τῆς ἐξουσίας. Ὁ Πορφύριος, µὲ τὴν ἀποφασιστικότητα, ποὺ διέκρινε τοὺς µεγάλους ἐπισκόπους της ἐποχῆς ἐκείνης, ἄφησε µία µέρα τὴν Γάζα καὶ πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ τὸν ὑποδέχτηκε ἐγκάρδια ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστοµος, ποὺ ὑποστήριξε τὰ αἰτήµατά του στὴ βασίλισσα Εὐδοξία καὶ τὸν Ἀρκάδιο. Ὁ Πορφύριος ἐπέστρεψε µὲ πλήρη ἐπιτυχία. Μὲ βασιλικὸ διάταγµα, περιώριζε τὴν εἰδωλολατρεία στὴ Γάζα καὶ διέλυε τὴν ἐπιῤῥοὴ τῶν αἱρετικῶν. Ἔφερε ἀκόµα καὶ δωρεὰ βασιλική, µὲ τὴν ὁποία ἀνήγειρε µεγάλη ἐκκλησία βυζαντινοῦ ῥυθµοῦ.
Ἡ Ἁγία Φωτεινή ἡ Σαµαρείτιδα, Μεγαλοµάρτυς
Τὶς πρῶτες πληροφορίες γιὰ τὴν Ἁγία αὐτὴ βρίσκουµε στὸ Δ΄ κεφάλαιο τοῦ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγελίου. Ἦταν κάτοικος τῆς Σαµαρειτικῆς πόλης Συχάρ. Κάθε µεσηµέρι πήγαινε ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, στὸ πηγάδι τὸ λεγόµενο τοῦ Ἰακώβ, καὶ γέµιζε τὴν στάµνα της. Ἐκεῖ µία µέρα συνάντησε τὸν Ἰησοῦ, ποὺ φανέρωσε ὅλα τὰ ἰδιαίτερά της. Σ΄ αὐτήν, ἐπίσης, εἶπε ὁ Κύριός µας τὴν µεγάλη ἀλήθεια, ὅτι Αὐτὸς εἶναι «τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν», δηλαδὴ ἡ ἀστείρευτη πηγὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος. Καὶ συνέχισε ὁ Κύριος: «Τὸ ὕδωρ ὃ δώσω αὐτῷ γενήσεται ἐν αὐτῷ πηγὴ ὕδατος ἁλλοµένου εἰς ζωὴν αἰώνιον». Τὸ νερό, δηλαδή, ποὺ θὰ δώσω ἐγὼ στὸν ἄνθρωπο ποὺ πιστεύει, λέει ὁ Κύριος, θὰ µεταβληθεῖ µέσα του σὲ πηγὴ νεροῦ, ποὺ δὲ θὰ στερεύει. Ἀλλὰ θὰ ἀναβλύζει καὶ θὰ τρέχει πάντοτε, γιὰ νὰ τοῦ παρέχει ζωὴ αἰώνια. Αὐτὸ τὸ «ὕδωρ» ἔδωσε καὶ ὁ Κύριός µας στὴ Σαµαρείτιδα. Ἔτσι, ἀργότερα βαπτίστηκε χριστιανὴ µεταξὺ τῶν πρώτων γυναικῶν τῆς Σαµάρειας καὶ ὀνοµάστηκε Φωτεινή. Ἀπὸ τότε (σύµφωνα µὲ τὴν παράδοση) ἀφιέρωσε τὸν ἑαυτό της στὴ διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου στὴν Ἀφρικὴ καὶ στὴ Ῥώµη. Ἐκεῖ ἔλαβε καὶ µαρτυρικὸ θάνατο ἀπὸ τὸν Νέρωνα, ὅταν αὐτὸς ἔµαθε ὅτι ἡ Φωτεινὴ ἔκανε χριστιανὲς
τὴν θυγατέρα του Δοµνίνα καὶ µερικὲς δοῦλες της. Συγχρόνως µὲ τὴν Φωτεινή, θανατώνονται καὶ οἱ δυὸ γιοί της καὶ οἱ πέντε ἀδελφές της.
Ὁ Ἅγιος Θεόκλητος «ὁ φαρµακός»
Ἡ µνήµη του σηµειώνεται στὸν Κώδικα τῶν Παρισίων 1578. Δὲν ἔχουµε βιογραφικά του στοιχεῖα, ἀλλὰ ὁ Σωφρόνιος Εὐστρατιάδης στὸ Ἁγιολόγιό του ὑποθέτει, ὅτι ἴσως εἶναι ὁ µάγος ποὺ ἔδωσε στὴν Ἁγία Φωτεινὴ τὸ δηλητήριο καὶ πίστεψε στὸ Χριστὸ καὶ στὴ συνέχεια ἀποκεφαλίστηκε.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Κάλφας, νεοµάρτυρας
Γεννήθηκε καὶ ἀνατράφηκε στὸν Γαλατᾶ. Ἐργαζόταν σὰν λεπτουργὸς κάλφας στὸ παλάτι τοῦ σουλτάνου καὶ συγχρόνως πρόσφερε τὶς ὑπηρεσίες του καὶ σ΄ ἄλλους ἐπίσηµους Τούρκους. Κάποτε προσέλαβε στὴν ὑπηρεσία του κάποιο τουρκόπουλο, ἀνεψιὸ ἑνὸς Ἀγὰ ἀπὸ τὴν Ἀνατολή, γιὰ νὰ τοῦ µάθει τὴν τέχνη. Σὲ κάποια συζήτηση ποὺ εἶχε µαζί του, ὁ Ἰωάννης ἐκφράστηκε ὄχι καλὰ γιὰ τὴν µουσουλµανικὴ θρησκεία καὶ συγχρόνως ἐξῆρε τὴν χριστιανικὴ θρησκεία. Τὸ τουρκόπουλο πρόδωσε τὸ ἀφεντικό του, ὅτι τοῦ ἔκανε προσηλυτισµό. Ὁπότε ὁ Ἰωάννης συνελήφθη καὶ ὁδηγήθηκε δερόµενος στὸν κριτή, κατηγορούµενος γιὰ ἐξύβριση τῆς µουσουλµανικῆς θρησκείας. Τότε ἀνελέητα µαστιγώθηκε καὶ ῥίχτηκε στὴ φυλακή. Παρὰ τὶς ἐπίµονες προσπάθειες τῶν Τούρκων ὁ Ἰωάννης ὁµολογοῦσε σταθερὰ τὸν Χριστό. Μὲ διαταγὴ τοῦ Βεζίρη παραδόθηκε µετὰ ἀπὸ πολλὰ βασανιστήρια στὸν ἔπαρχο, ὁ ὁποῖος καὶ τὸν ὁδήγησε στὸν τόπο τῆς ἐκτέλεσης κοντὰ στὸ Δηµοπρατήριο, ὅπου καὶ τὸν ἀποκεφάλισε στὶς 26 Φεβρουαρίου 1575, ἡµέρα Κυριακή.
Οἱ Ἁγίες Ἀνατολή, Φωτώ, Παρασκευή, Κυριακὴ καὶ Φωτίδα
Ἦταν ἀδελφὲς τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς καὶ οἱ µὲν τέσσερις πρῶτες µαρτύρησαν διὰ ξίφους, τὴν δὲ πέµπτη ξέσχισαν ἀφοῦ τὴν ἔδεσαν σὲ δυὸ δένδρα.
Οἱ Ἅγιοι Φωτεινός, Ἰωσής, Σεβαστιανὸς ὁ δούκας, Βίκτωρ καὶ Χριστόδουλος
Οἱ δυὸ πρῶτοι ἦταν γιοὶ τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς. Ὅλοι µαρτύρησαν διὰ ξίφους.
Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὁ Κατοπινός
Ἡ µνήµη του ἀναφέρεται µόνο στὸν Συναξαριστὴ τοῦ Delehaye, χωρὶς καµιὰ ἄλλη πληροφορία, ἁπλὰ «µνήµη τοῦ ἁγίου Πατρὸς ἡµῶν Νικολάου τοῦ Κατοπινοῦ».
Μνήµη Χειροτονίας Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόµου σὲ Πρεσβύτερο
(κατὰ τὸν Συναξαριστὴ Delehaye).
Φεβρουάριος 27
Ὁ Ὅσιος Προκόπιος ὁ Δεκαπολίτης, ὁ Ὁµολογητής
Ἔζησε κατὰ τὸν ὄγδοο αἰῶνα, ἐπὶ Λέοντος Γ΄ τοῦ Ἰσαύρου. Διακρίθηκε σὰν γενναῖος τῆς πίστης στρατιώτης καὶ ὑπέρµαχος. Δὲν ἔθαψε τὸν ἑαυτό του στὴ µόνωση τοῦ κελλιοῦ του, ἀλλ΄ ἀπὸ ἐκεῖ ὁρµώµενος, ἔδινε τὴν µάχη στὶς κρίσιµες περιστάσεις καὶ µέσα στὸ κοινωνικὸ στάδιο, πάντα µὲ θάῤῥος, ὑπὲρ τῆς ὀρθόδοξης ἀλήθειας. Ἐνθαῤῥυνόµενος, βέβαια, ἀπὸ τὴν φωνὴ τοῦ Θεοῦ, ποὺ λέει: «Ἀνδρίζου καὶ ἴσχυε, µὴ φοβοῦ µηδὲ πτοηθῇς». Δηλαδή, προχώρει µὲ ἀποφασιστικότητα σὰν γενναῖος ἄνδρας καὶ ἔχε θάῤῥος· µὴ φοβηθεῖς καὶ µὴ δειλιάσεις. Πρὸ πάντων ὁ Προκόπιος διέπρεψε στὸν ἔλεγχο κατὰ τῶν αἱρετικῶν Μονοφυσιτῶν. Ἐπίσης, ὑποστήριξε τὴν τιµητικὴ προσκύνηση τῶν εἰκόνων. Ἐπειδὴ ὁ Λέων ὁ Ἴσαυρος ἦταν σφοδρὸς εἰκονοµάχος, προέβη σὲ διωγµοὺς καὶ βασανιστήρια ἐναντίον τῶν φίλων τῶν εἰκόνων. Σ΄ αὐτοὺς τοὺς διωγµοὺς ὁ Προκόπιος ἐπισφράγισε τὶς πεποιθήσεις του ὑπὲρ τῶν εἰκόνων µὲ τὰ πολλά του παθήµατα.
Ὁ Ἅγιος Γελάσιος ὁ µῖµος (ἠθοποιός)
Αὐτὸς ἀφοῦ ἀναπαράστησε τὸ Ἅγιο Βάπτισµα, βαπτίσθηκε ἀληθινά, ὁµολόγησε τὸν Χριστὸ καὶ µαρτύρησε διὰ ξίφους.
Ὁ Ὅσιος Θαλλελαῖος
Καταγόταν ἀπὸ τὴν Κιλικία καὶ ἀσκήτευε ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη Γάβαλα τῆς Συρίας. Ἐκεῖ ὑπῆρχε εἰδωλολατρικὸς ναός, ποὺ συνέῤῥεαν πολλοί. Ὁ Θαλλελαῖος αὐτὸ τὸ ἐκµεταλλεύτηκε, ἐργαζόµενος γιὰ τὴν διαφώτιση καὶ τὴν προσέλκυση στὴ χριστιανικὴ πίστη πολλῶν εἰδωλολατρῶν. Ἦταν γεµάτος ταπεινοφροσύνη καὶ ποτὲ δὲν ὑπερηφανεύτηκε γιὰ τὰ πνευµατικά του κατορθώµατα. Ἦταν ὅµως καὶ φοβερὰ πολυµήχανος, προκειµένου νὰ φέρει ψυχὲς κοντὰ στὸ Χριστό. Κάποτε µάλιστα, εἶχε κατασκευάσει ἕνα ἰδιόῤῥυθµο κρεµαστὸ κρεβάτι. Αὐτὸ διαδόθηκε σ΄ ὅλη τὴν περιοχή, µὲ ἀποτέλεσµα νὰ τὸν ἐπισκέπτονται πολλοὶ εἰδωλολάτρες. Ἀπὸ ἐκεῖ ψηλὰ λοιπὸν ὁ Θαλλελαῖος, ἄρχιζε συζήτηση µαζί τους καὶ ἔτσι ἔριχνε τὰ πνευµατικά του δίχτυα, ποὺ ἔπιαναν πολλὲς ψυχὲς καὶ τὶς ἔσῳζε. Μ΄ αὐτὸν τὸν τρόπο κατόρθωσε νὰ ἐκχριστιανίσει µία ὁλόκληρη πόλη, τὰ Γάβαλα, καὶ νὰ γίνει πνευµατικός της πατέρας µὲ τὴν χάρη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Ὅσιος Στέφανος
Ἵδρυσε τὸ Γηροκοµεῖο τοῦ Ἀρµατίου καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ὁ Ἅγιος Νίσιος (ἢ Νήσιος)
Μαρτύρησε ἀφοῦ µαστιγώθηκε µέχρι θανάτου µὲ µαστίγια ἀπὸ νεῦρα βοδιοῦ.
Οἱ Ὅσιοι Ἀσκληπιὸς καὶ Ἰάκωβος
Καὶ οἱ δυὸ αὐτοὶ Ὅσιοι Πατέρες ἀγωνίστηκαν ἀσκητικὰ στὶς ἔρηµους τῆς Συρίας, στὰ χρόνια του ἐπισκόπου Κύρου Θεοδώρητου (393-458). Ὁ Ἀσκληπιὸς στὴν ἀρχὴ ἔζησε σὲ κοινόβιο, ἀργότερα συνέχισε τὸν ἀσκητικό του ἀγῶνα µόνος του σὲ ἐρηµητήριο. Ὁ Ἰάκωβος, κλεισµένος σ΄ ἕνα µικρὸ κελλί, κοντὰ στὸ χωριὸ Νιµουζά, δὲν ἄναβε καθόλου φῶς καὶ ἄνθρωπος δὲν τὸν ἔβλεπε ποτέ. Ἀποκρινόταν διὰ µέσου ἑνὸς πλάγιου σκαµµένου τόπου. Ἂν καὶ ἦταν πάνω ἀπὸ 90 χρονῶν δὲν βγῆκε καθόλου ἀπὸ τὸ κελλὶ ἐκεῖνο. Ἔτσι ὅσια ἀφοῦ καὶ οἱ δυὸ ἔζησαν, ἀπεβίωσαν εἰρηνικά.
Ὁ Ὅσιος Τιµόθεος ὁ ἐν Καισαρείᾳ
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά. (Ὁρισµένοι Συναξαριστὲς ἐδῶ ἀναφέρουν δυὸ Ὁσίους Τιµοθέους. Ὅµως, λόγω ἔλλειψης στοιχείων δὲν µποροῦµε νὰ ποῦµε µετὰ βεβαιότητας ὅτι εἶναι δυὸ διαφορετικοὶ ὅσιοι ἢ ἕνας, ποὺ εἶναι καὶ τὸ πιθανότερο).
Ὁ Ἅγιος Ἠλίας νεοµάρτυρας ὁ Τραπεζούντιος
Ὁ νεοµάρτυρας αὐτὸς καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Κρυονέρι τῆς Τραπεζοῦντας. Συνελήφθη ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ βασανίστηκε σκληρά. Τελικὰ τὸν κρέµασαν στὸ Μόλο τῆς Τραπεζοῦντας (Μουµ-χανέ) τὸ 1749. Τὸ ἅγιο λείψανό του ἔθαψαν µὲ τιµὲς οἱ Χριστιανοὶ στὴ Μονὴ Θεοσκεπάστου.
Οἱ Ἅγιοι Ἀβουδάντιος (ἢ Ἀβούνδιος ἢ Ἀβούδιµος), Κάλανος, Ἰανουάριος, Ἀλέξανδρος, Ἀντίγονος, Φουρτουνᾶτος, Μακάριος, Τιτιανὸς καὶ Σεβηριανός
Μαρτύρησαν στὴ Θεσσαλονίκη ἐπὶ Διοκλητιανοῦ.
Φεβρουάριος 28
Ὁ Ὅσιος Βασίλειος ὁ Ὁµολογητὴς συναθλητὴς τοῦ Ἁγίου Προκοπίου τοῦ Δεκαπολίτου
«Δι΄ὑποµονῆς τρέχωµεν τὸν Προκείµενον ἡµῖν ἀγῶνα». Ἂς τρέχουµε µὲ ὑποµονὴ τὸν ἀγῶνα ποὺ προβάλλει µπροστά µας. Μ΄ αὐτὸν τὸν τρόπο ἀγωνίστηκε καὶ ὁ Ὅσιος Βασίλειος ἐνάντια στοὺς εἰκονοµάχους, ἐπὶ Λέοντος Γ΄ τοῦ Ἰσαύρου. Ὑπῆρξε µαθητὴς καὶ συναθλητὴς τοῦ Ἁγίου Προκοπίου τοῦ Δεκαπολίτου (+ 27 Φεβρουαρίου) σὲ ποιὰ µονὴ ὅµως, µᾶς εἶναι ἄγνωστο. Καταδιώχθηκε γιὰ τὴν ἄκαµπτη ἀντίστασή του καὶ τὴν θαῤῥαλέα συνηγορία του ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας. Βασανίστηκε ποικιλοτρόπως καὶ φυλακίστηκε. Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Λέοντα Γ΄, τοῦ δόθηκε ἡ ἐλευθερία του. Τότε ἐπιδόθηκε στὴ διδασκαλία τῆς πίστης, µὲ ὅλη τὴν θέρµη τῆς φιλοχρίστου ψυχῆς του. Ἀθλητὴς τοῦ ἀσκητηρίου του, κατάρτιζε πάντοτε πνευµατικότερα τὸν ἑαυτό του. Μέγας ἀγωνιστὴς τῆς Ἐκκλησίας, στρατευόταν συνεχῶς γιὰ τὴν ἐνίσχυση τῆς ὀρθόδοξης ἀλήθειας, γιὰ τὴν διαφώτιση τῶν αἱρετικῶν, γιὰ τὴν στερέωση τῶν πιστῶν καὶ γιὰ τὴν µετάνοια τῶν ἁµαρτωλῶν. Ὁ θάνατος τὸν πῆρε ἀπὸ τὸ πολύµοχθο αὐτὸ στάδιο, γιὰ νὰ τὸν µεταφέρει στὴ δόξα καὶ τὴν µακαριότητα τῶν δικαίων καὶ στεφανηφόρων ψυχῶν.
Ὁ Ἅγιος Προτέριος, ἱεροµάρτυρας Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξανδρείας
Ἦταν ἀρχιπρεσβύτερος καὶ πατριαρχικὸς ἐπίτροπος στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀλεξανδρείας, τὸ ἔτος 450, στὰ χρόνια τῶν βασιλέων Μαρκιανοῦ καὶ Πουλχερίας. Ὅταν ἔγινε ἡ Δ΄ Οἰκουµενικὴ Σύνοδος στὴν Κωνσταντινούπολη (451), συµµετεῖχε σ΄ αὐτὴ καὶ ὁ Προτέριος, καὶ µὲ τόλµη ἀγωνίστηκε κατὰ τῆς πλάνης τῶν µονοφυσιτῶν. Ἡ Σύνοδος αὐτὴ καταδίκασε τὸν µονοφυσίτη Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Διόσκορο καὶ στὸ θρόνο ἀνέβασε τὸν Προτέριο (452-457). Οἱ µονοφυσῖτες, ὅµως, κατόρθωσαν νὰ δηµιουργήσουν ταραχὲς στὴν Ἀλεξάνδρεια. Μὲ ἐπικεφαλῆς κάποιον µονοφυσίτη ἱερέα Ἀλεξανδρείας
Τιµόθεο τὸν Αἴλουρο, ὁ ὁποῖος κατάφερε νὰ ξεγελάσει ἀκόµα καὶ τοὺς µοναχοὺς καὶ νὰ τοὺς πάρει µὲ τὸ µέρος του, ὁ µανιασµένος ὄχλος ἀνακήρυξε Πατριάρχη αὐτὸν τὸν ἱερέα. Ὁ Προτέριος γιὰ νὰ σωθεῖ ἀπὸ τὴν λύσσα τῶν αἱρετικῶν, κρύφτηκε µέσα σὲ µία µεγάλη κολυµβήθρα τοῦ ναοῦ. Οἱ αἱρετικοὶ ὅµως τὸν ἀνακάλυψαν καὶ µέσα ἐκεῖ τὸν ἔσφαξαν. Καὶ ὅλα αὐτὰ ἔγιναν τὴν Μεγάλη Ἑβδοµάδα, καὶ ὁ Τιµόθεος ὁ Αἴλουρος τελοῦσε τὶς ἀκολουθίες τῶν Παθῶν µὲ µατωµένα χέρια. Ἀργότερα ὁ Τιµόθεος αὐτὸς καταδικάσθηκε συνοδικὰ καὶ ἐξορίστηκε στὴ Γάγγρα. Ὁ δὲ Προτέριος ἀνακηρύχθηκε µέγας Ἅγιος της Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. (Ὁρισµένοι Συναξαριστὲς περιττῶς ἀναφέρουν τὴν µνήµη του καὶ τὴν 23η Φεβρουαρίου).
Ὁ Ὅσιος Βάρσος ἐπίσκοπος Δαµασκοῦ
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ὁ Ἅγιος Ἀβρίκιος (ἢ Ἀβέρκιος)
Μαρτύρησε διὰ ξίφους.
Ὁ Ἅγιος Νέστωρ
Καταγόταν ἀπὸ τὴν Πέργη τῆς Παµφυλίας καὶ διέδιδε θερµὰ τὴν χριστιανικὴ πίστη. Τόσο δὲ τολµηρὸς ἦταν στὸ ἔργο του, ποὺ ἐξακολουθοῦσε ἄφοβα νὰ τὸ πράττει καὶ µετὰ τὰ διατάγµατα τοῦ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ κατὰ τῶν χριστιανῶν. Ὁ Διοικητὴς τῆς Πέργης Εἰρήναρχος, τὸν συνέλαβε καὶ τὸν ἔστειλε στὸν ἔπαρχο τῆς Παµφυλίας Πόπλιο. Αὐτὸς µάταια προσπάθησε νὰ τὸν παρασύρει στὴν ἄρνηση τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν δὲ ἔχασε κάθε ἐλπίδα, διέταξε τὴν σταύρωσή του. Ὁ Νέστωρ ὑπέστη τὸ µαρτύριό του µὲ πολλὴ καρτερία. Καὶ ἀπὸ τὸ σταυρό, ἐνῷ οἱ πόνοι τὸν κατακεντοῦσαν, αὐτὸς ὑµνοῦσε τὸ Χριστό. (Τὸν Νέστορα αὐτὸν ὁ Πατµιακὸς Κώδικας 266 καλεῖ ἐπίσκοπο).
Οἱ Ὁσίες Μαράνα ἢ Μαριάννα καὶ Κύρα
Πατρίδα τους ἦταν ἡ Βέῤῥοια (τωρινὸ Χαλέπιο) τῆς Συρίας καὶ ἔζησαν στὶς ἀρχὲς τοῦ 5ου αἰῶνα µ.Χ. Ἡ καταγωγή τους ἦταν ἐπίσηµη καὶ εὐγενική, ἀνάλογη δὲ καὶ ἡ µόρφωσή τους. Αὐτὲς ὅµως καταφρόνησαν τὴν λαµπρότητα καὶ τὰ ἄλλα θέλγητρα τῆς ζωῆς, καὶ ἔκτισαν ἕνα περιτείχισµα ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη ὅπου ἐκεῖ µέσα µε αὐστηρὴ ἄσκηση προόδευαν στὶς ἀρετὲς τοῦ Νυµφίου Χριστοῦ. Ἡ Ὁσία ζωή τους προσείλκυσε καὶ τὶς ὑπηρέτριές τους. Ἐκεῖ µέσα πέρασαν ἀποµονωµένες 42 χρόνια. Ἔπειτα ἐπισκέφθηκαν τοὺς Ἁγίους Τόπους, κατόπιν τὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Θέκλας στὴν Ἰσαυρία καὶ ἐπέστρεψαν πολὺ ὠφεληµένες στὸ ἐρηµητήριό τους. Ἔτσι µὲ τὴν ἐνάρετη πολιτεία τους ἀφοῦ στόλισαν τὸ γένος τῶν γυναικῶν, καὶ ἔγιναν παράδειγµα ἀρετῆς καὶ ἄσκησης στὶς ἄλλες γυναῖκες, παρέδωσαν τὸ πνεῦµα τους στὸν Νυµφίο Χριστό.
Οἱ Ἅγιοι ἕξι Μάρτυρες ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο
Μαρτύρησαν διὰ ξίφους.
Οἱ Ἅγιοι Νυµφᾶς καὶ Εὔβουλος οἱ Ἀπόστολοι
Γι΄ αὐτοὺς ἀναφέρει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὶς Ἐπιστολές του, Κολ. δ΄ 15 καὶ Β΄ Τιµ. δ΄ 21. Καὶ οἱ δυὸ ἀπεβίωσαν εἰρηνικά.
Ἡ Ἁγία Κυράννα (ἢ Κυρήνη) ἡ Νεοµάρτυς
Ἡ ἁγία αὐτὴ νύµφη τοῦ Χριστοῦ καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Ἀθυσσώκα τῆς Θεσσαλονίκης ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς χριστιανούς. Ἦταν πολὺ ὄµορφη καὶ ἡ ζωή της ἦταν ἐνάρετη καὶ φρόνιµη. Κάποιος γενίτσαρος ποὺ ἦλθε στὸ χωριὸ τῆς Κυράννας νὰ εἰσπράξει φόρους, τὴν εἶδε, τὴν θαύµασε καὶ ἀποφάσισε νὰ τὴν ἐξισλαµίσει καὶ νὰ τὴν παντρευτεῖ. Παρὰ τὶς ὑποσχέσεις καὶ τὴν ἐπιµονὴ τοῦ γενίτσαρου, ἡ παρθένος αὐτή, ποὺ εἶχε ἀκέραιο τὸ χριστιανικό της φρόνηµα, παρέµεινε ἀνένδοτη καὶ δὲν ὑπέκυψε στὶς προτάσεις τοῦ ἀπίστου. Ὁπότε ὁ γενίτσαρος αὐτός, µὲ τὴν βοήθεια τῶν συντρόφων του, τὴν ἅρπαξε καὶ τὴν πῆγε στὸν κριτὴ τῆς Θεσ/νίκης, ψευδοµαρτυρῶντας ἐναντίον της, ὅτι δῆθεν τοῦ ὑποσχέθηκε ν΄ ἀλλάξει τὴν πίστη της καὶ νὰ τὸν παντρευτεῖ. Ἡ Κυράννα µὲ σεµνότητα καὶ χωρὶς φόβο εἶπε, ὅτι εἶναι χριστιανὴ καὶ Νυµφίο της ἔχει τὸν Χριστό, τὸν ὁποῖο ποθεῖ ἀπὸ τὴν νεότητά της καὶ εἶναι ἕτοιµη γιὰ τὴν ἀγάπη της πρὸς Αὐτὸν νὰ χύσει καὶ τὸ αἷµα της. Οἱ Τοῦρκοι, µπροστὰ στὴν ἀµετάθετη γνώµη τῆς Κυράννας, τὴν ἔριξαν στὴ φυλακή, ὅπου ἀνελέητα καὶ ἄσπλαχνα τὴν ἔδερναν γιὰ πολλὲς µέρες. Αὐτή, ὅµως, ἀκράδαντα ὁµολογοῦσε τὸν Χριστό. Τότε τὰ βασανιστήρια συνεχίστηκαν, µέχρι ποὺ ἡ Ἁγία παρέδωσε τὸ πνεῦµα της στὶς 28 Φεβρουαρίου 1751. Ἀσµατικὴ ἀκολουθία της, συνέγραψε ὁ Χριστοφόρος Προδροµίτης.
Ὁ Ἅγιος Νικόλαος τοῦ Πσκὼφ (Ρῶσος)
Διὰ Χριστὸν σαλός.