Ἡ Ἁγία Ἀγάθη
Ἡ Ἁγία Ἀγάθη ἦταν ἀπὸ τὸ Παλέρµο τῆς Σικελίας καὶ ἔζησε στὰ χρόνια του βασιλιᾶ Δεκίου (251). Διέλαµπε µὲ τὴν ὡραιότητα τοῦ σώµατος καὶ µὲ τὸ κάλλος τῆς χριστιανικῆς της ψυχῆς. Ἡ οἰκογένειά της εἶχε µεγάλη κινητὴ καὶ ἀκίνητη περιουσία. Σὲ ἡλικία 15 χρονῶν µένει ὀρφανή. Ἡ µεγάλη περιουσία ποὺ κληρονόµησε καὶ ἡ ὀµορφιὰ τοῦ σώµατος ποὺ εἶχε τῆς βάζουν τὸ ἐρώτηµα: κόσµος ἢ θρησκεία; ἢ συµβιβασµός; Δηλαδή, κόσµος καὶ θρησκεία; Στὴ σκέψη της, ὅµως, βάρυνε ὁ θεόπνευστος λόγος τοῦ ἀδελφοθέου Ἰακώβου: «Θρησκεία καθαρὰ καὶ ἀµίαντος παρὰ τῷ Θεῷ καὶ πατρὶ αὐτὴ ἐστίν, ἐπισκέπτεσθαι ὀρφανοὺς καὶ χήρας ἐν τῇ θλίψει αὐτῶν, ἄσπιλον ἑαυτὸν τηρεῖν ἀπό του κόσµου». Δηλαδή, θρησκεία καθαρὴ καὶ ἀµόλυντη µπροστὰ στὸ Θεὸ καὶ Πατέρα εἶναι αὐτή: νὰ ἐπισκέπτεται κανεὶς ὀρφανὰ καὶ χῆρες τὸν καιρὸ ποὺ πάσχουν καὶ νὰ διατηρεῖ τὸν ἑαυτό του ἀµόλυντο ἀπὸ τὸν κόσµο. Ἔτσι ἔκανε καὶ ἡ Ἀγάθη. Ἀφοῦ «κλώτσησε» τὶς κολακεῖες καὶ τὶς ἐπιτήδειες εἰσηγήσεις ἀνθρώπων τοῦ κόσµου, ὀργάνωσε ὁλόκληρη φιλανθρωπικὴ κίνηση καὶ µὲ τὸ ἐπιτελεῖο της περιέθαλπε τοὺς δυστυχισµένους τοῦ τόπου της. Ὁ Θεός, ὅµως, θέλησε ἡ Ἀγάθη νὰ δοκιµαστεῖ ἀκόµα περισσότερο. Κάποιος ἔπαρχος, ὁ Κυντιανός, θέλοντας νὰ ἀπολαύσει τὰ κάλλη της, προσπάθησε νὰ τὴν ἐπηρεάσει νὰ γίνει γυναῖκα του. Ἡ Ἀγάθη ἔµεινε ἀνεπηρέαστη. Προτίµησε νὰ καεῖ καὶ νὰ πάρει ἔτσι τὸ στεφάνι τοῦ µαρτυρίου.
Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος ὁ ἐξ Ἀντιοχείας (ὁ ἐν Σκοπέλῳ)
Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια καὶ εἶχε γονεῖς πλούσιους καὶ ἐπίσηµους. Τὸν ἐνέπνεε ὅµως εὐσέβεια θερµὴ καὶ φλογερὸς πόθος, νὰ ζήσει ἐλεύθερος ἀπὸ τοὺς µολυσµοὺς τοῦ κόσµου. Γι᾿ αὐτὸ ἀναχώρησε στὴν Κιλικία καὶ ἔκτισε ἕνα κελὶ κοντὰ σὲ µία δενδρώδη παραθαλάσσια περιοχή. Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος, ἂν καὶ ζοῦσε στὴ µόνωση, δὲν ἀπέφευγε τὴν κοινωνικὴ ζωή. Συχνὰ πήγαινε στὰ κοντινὰ µέρη, ἀναζητῶντας ψυχές, ποὺ εἶχαν ἀνάγκη ἀπὸ τὴν παρηγοριὰ τῆς πίστης καὶ τῆς ἐλπίδας. Ἄλλοτε πάλι ἔρχονταν πρὸς αὐτὸν καρδιὲς τραυµατισµένες καὶ ταραγµένες, ζητῶντας τὴν γιατρειά τους. Ὁ Ὅσιος ἀνταποκρινόταν στὶς ἀνάγκες αὐτές, χρησιµοποιῶντας τὰ πνευµατικὰ φάρµακα τῆς θρησκείας καὶ ἔτσι οἱ περισσότεροι ἔφευγαν ἀνακουφισµένοι. Ἀργότερα, λόγω τῶν ἐπιδροµῶν τῆς βαρβαρικῆς φυλῆς τῶν Ἰσαύρων, ἔφυγε ἀπὸ τὸ µέρος αὐτὸ καὶ ἐπέστρεψε στὴν πατρίδα του τὴν Ἀντιόχεια. Ἡ εἴδηση τῆς ἐπιστροφῆς του, τοῦ ἔφερε πλῆθος ἐπισκεπτῶν. Ἔτσι, συνέχισε καὶ ἐκεῖ µὲ µεγάλη ἐπιτυχία τὸ πνευµατικὸ καὶ κοινωνικό του ἔργο γιὰ πολλὰ χρόνια. Παρέδωσε τὸ πνεῦµα του εἰρηνικὰ καὶ µὲ τὴν συναίσθηση, ὅτι ὑπηρέτησε εἰλικρινὰ τὸν Κύριο καὶ ἔπραξε ὅσο µποροῦσε τὸ καθῆκον του πρὸς τὴν πίστη καὶ τὸν πλησίον.
Ὁ Ἅγιος Πολύευκτος ὁ Νέος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
Τὴν 3η Ἀπριλίου τοῦ 956, ἕνα µήνα µετὰ τὸ θάνατο τοῦ πρώην Πατριάρχη Θεοφύλακτου, χειροτονήθηκε διάδοχός του ὁ Πολύευκτος. Ὁ Πολύευκτος γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἀπὸ πολὺ νωρὶς προσῆλθε στὴ µοναχικὴ τάξη. µαζὶ µὲ τὴν µεγάλη του µόρφωση, συνδύαζε σὲ ἔξοχο βαθµὸ τὴν ἀντικειµενικότητα τοῦ χαρακτῆρα, τὴν σεµνότητα τοῦ ἤθους, τὴν ἀποξένωση ἀπὸ κάθε κοσµικὴ τέρψη καὶ τὴν πλήρη καταφρόνηση τῶν χρηµάτων. Ζοῦσε µὲ πολλὴ ἁπλότητα, ἐγκράτεια, καὶ πολλὲς φορὲς τοῦ ἦταν ἀρκετὸ λίγο ξερὸ ψωµὶ γιὰ τὴν συντήρησή του, προκειµένου ἀπὸ τὸ ὑστέρηµά του νὰ θρέψει τοὺς ἄλλους. Πολλοὶ τὸν ἔλεγαν Ἰωάννη Χρυσόστοµο, καὶ δὲν τὸ ἔλεγαν µόνο, ἀλλὰ καὶ φαινόταν ἀπὸ τὰ θεάρεστα ἔργα του. Ἡ προσωπικότητα τοῦ Πατριάρχη Πολυεύκτου ἔλαµψε κυρίως ἐπὶ βασιλέων Νικηφόρου Φωκᾶ καὶ Ἰωάννου τοῦ Τσιµισκῆ. Ὁ Πολύευκτος τὸ 957 βάπτισε τὴν ῥωσίδα ἡγεµόνιδα Ὄλγα ὅταν αὐτὴ ἦλθε στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐπίσης, ἐπὶ τῆς πατριαρχείας του κτίσθηκαν στὸ Ἅγιον Ὄρος οἱ Μονὲς Μεγίστης Λαύρας, τοῦ Βατοπεδίου καὶ τῶν Ἰβήρων. Ὁ Πολύευκτος πέθανε στὶς 16 Ἰανουαρίου τοῦ 970. (Διίστανται οἱ γνῶµες ὡς πρὸς τὸ ἐπίθετο Νέος, ποὺ δόθηκε στὸν Ἅγιο, διότι, ὅπως ὑποστηρίζει ὁ Σ. Εὐστρατιάδης, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως µὲ τὸ ὄνοµα Πολύευκτος δὲν ὑπῆρξε πρὶν ἀπ᾿ αὐτόν. Ἐνῷ ὁ Ἅγιος Νικόδηµος ὁ Ἁγιορείτης ὑποστηρίζει πὼς ὑπῆρξε, ἐπὶ Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου).
Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος ὁ Ἀθηναῖος
Γεννήθηκε στὴν Ἀθήνα ἀπὸ φτωχοὺς καὶ ἄσηµους γονεῖς, τὸν Μῆτρο καὶ τὴν Καλοµοίρα. Δώδεκα χρονῶν, ἐργάστηκε γιὰ νὰ συντηρήσει τοὺς θεοσεβεῖς γονεῖς του, κοντὰ σὲ κάποιους Τουρκαλβανούς, ποὺ βρίσκονταν στὴν Ἀθήνα. Δεκαέξι χρονῶν πουλήθηκε ἀπὸ τοὺς ἀφέντες του σὲ κάποιους Ἀγαρηνούς τοῦ Μοριᾶ, οἱ ὁποῖοι τὸν βασάνισαν σκληρά, προκειµένου νὰ τὸν ἐξισλαµίσουν. Ἀφοῦ δὲν µπόρεσαν νὰ τὸ καταφέρουν, τὸν πούλησαν σ᾿ ἄλλους σκληρότερους ἀφέντες Τούρκους. Μεταπουλήθηκε πέντε φορὲς σὲ ἀφέντες, ὁ ἕνας σκληρότερος ἀπὸ τὸν ἄλλο, καὶ ὑπέστη πολλὰ καὶ διάφορα βασανιστήρια ἀπ᾿ αὐτοὺς γιὰ νὰ ἀλλάξει τὴν πίστη του, ἀλλ᾿ ὁ Ἀντώνιος παρέµεινε σταθερὸς στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Τελικά, ἀγοράστηκε ἀπὸ ἕναν Ὀρθόδοξο Χριστιανό, ἀντὶ 400 γροσιῶν καὶ ἐγκαταστάθηκε µαζὶ µ᾿ αὐτὸν στὴν Κωνσταντινούπολη. Στὸ ἐργαστήρι τοῦ ἀφέντη του, ἀναγνωρίστηκε ἀπὸ κάποιον ἀπὸ τοὺς προηγούµενους ἀφέντες του, ὁ ὁποῖος τὸν συκοφάντησε, ὅτι δῆθεν δέχτηκε τὸν µουσουλµανισµὸ καὶ ἀργότερα τὸν ἀπαρνήθηκε. Ἀµέσως τότε συνελήφθη ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ ὁδηγήθηκε στὸν κριτὴ Μουρὰτ Μουλάν. Ὁ Ἀντώνιος, χωρὶς νὰ λογαριάσει κολακεῖες καὶ φοβέρες, ὁµολόγησε µὲ γενναῖα λόγια τὴν χριστιανική του πίστη. Ὁ κριτὴς συγκινηµένος ἀπὸ τὸ θάῤῥος τοῦ Ἀντωνίου, προσπάθησε νὰ τὸν ἀθῳώσει. Φοβήθηκε ὅµως τοὺς ψευδοµάρτυρες καὶ τὸν παρέδωσε στὸν βεζίρη Μεχµὲτ Μελὲκ Πασᾶ, ἀφοῦ κρυφὰ τοῦ διεµήνυσε γιὰ τὴν ἀθῳότητα τοῦ µάρτυρα. Ὁ βεζίρης, ἀφοῦ καὶ αὐτὸς πείστηκε γιὰ τὴν ἀθῳότητα τοῦ Ἀντωνίου, τὸν ἔκλεισε στὴ φυλακὴ γιὰ νὰ ἀποφύγει τὴν ὀργὴ τοῦ πλήθους, µὲ σκοπὸ ἀργότερα νὰ τὸν ἐλευθερώσει. Ἀλλὰ τὸ µαινόµενο πλῆθος κατηγόρησε τὸν βεζίρη στὸν Σουλτάνο Χαµὶτ τὸν Α´, ὅτι δῆθεν δωροδοκήθηκε γιὰ νὰ ἐλευθερώσει τὸν Ἀντώνιο. Ὁ Σουλτάνος, φοβούµενος ταραχὲς ἀπὸ τὸ πλῆθος, διέταξε τὸν βεζίρη, ἂν ὁ Ἀντώνιος δὲν ἀποδεχθεῖ τὸν µουσουλµανισµό, νὰ ἀποκεφαλιστεῖ. Ἀλλὰ καὶ πάλι ὁ µάρτυρας, διατράνωσε τὴν πίστη του στὸν Χριστό, καὶ ἔτσι ἀποκεφαλίστηκε στὶς 4 Φεβρουαρίου 1774, ἡµέρα Τετάρτη στὸ Ἄκ-Σεράϊ τῆς Κωνσταντινουπόλεως, παίρνοντας τὸ ἀµάραντο στεφάνι τῆς αἰώνιας δόξας.
Ὁ Ὅσιος Σάββας ὁ ἐκ Σικελίας (+ 995)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου