Ὁ Ὅσιος Παρθένιος, ἐπίσκοπος Λαµψάκου
Ἦταν γιὸς τοῦ διακόνου Χριστόφορου, ἀπὸ κάποια κωµόπολη τῆς Βιθυνίας. Ἔζησε ἐπὶ Μ. Κων/νου (318). Ὁ εὐσεβὴς πατέρας του τοῦ δίδαξε τὴν ὀρθόδοξη πίστη καὶ τὴν ἀγάπη στὰ καλὰ ἔργα. Ἀφοῦ πῆρε ἀρκετὴ γραµµατικὴ µόρφωση, ἔγινε µοναχὸς καὶ ἡ ζωή του ἀφιερώθηκε στὴν προσευχή, στὴ µελέτη τοῦ Εὐαγγελίου καὶ στὴν ἐργασία. Τοῦ ἄρεσε ἰδιαίτερα νὰ ψαρεύει στὴ λίµνη ποὺ ἦταν κοντὰ στὸ µοναστήρι. Μάλιστα τὰ ψάρια ποὺ ψάρευε, ἢ τὰ ἔδινε ἀπ᾿ εὐθείας στοὺς φτωχοὺς ἢ τὰ πουλοῦσε καὶ τοὺς ἔδινε τὰ χρήµατα. Ἐντύπωση κάνει ὅτι µὲ τὰ λόγια του παρηγοροῦσε καὶ ἀνέπαυε πολλοὺς θλιµµένους ἀνθρώπους. Σιγὰ-σιγὰ ὁ Παρθένιος καρποφόρησε περισσότερο καὶ ἀφοσιώθηκε συστηµατικότερα στὸ κήρυγµα τοῦ θείου λόγου. Τὴ διακονία του αὐτὴ πρόσεξε ὁ ἐπίσκοπος Μελιτοπόλεως καὶ τὸν χειροτόνησε Ἱερέα. Ἀργότερα, ὁ Μητροπολίτης Κυζίκου Ἀσχόλιος τὸν κατέστησε ἐπίσκοπο Λαµψάκου. Ἡ πλειοψηφία τῶν Λαµψακινῶν ἦταν τότε εἰδωλολάτρες. Ἀπό λόγια δὲν ἔπαιρναν καθόλου. Τότε, ὁ Ὅσιος βάζει σὲ ἐνέργεια τὸ λόγο τοῦ Κυρίου µας: «Οὕτω λαµψατω τὸ φῶς ὑµῶν ἔµπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑµῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσιν τὸν πατέρα ὑµῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς». Ἔτσι, δηλαδή, ἂς λάµψει τὸ φῶς τῆς ἀρετῆς σας µπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους, γιὰ νὰ δοῦν τὰ καλά σας ἔργα καὶ νὰ δοξάσουν τὸν οὐράνιο Πατέρα σας. Πράγµατι, ὁ Παρθένιος µὲ τὰ ἐνάρετα ἔργα του κατάφερε νὰ φέρει τοὺς περισσότερους εἰδωλολάτρες στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ἡ Λάµψακος, ἀρχαία πόλη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας στὸν Ἑλλήσποντο, ἦταν ἀπέναντι ἀπὸ τὴν Θρακικὴ Χερσόνησο τῆς Καλλιπόλεως, ἀρχαίας ἐπίσης πόλης τῆς Καρδίας, ἀπὸ τὴν ὁποία ἀπεῖχε γύρω στὰ 4 χιλιόµετρα, καὶ 8 χλµ. ἀπὸ τὴν σηµερινὴ Καλλίπολη, ποὺ βρίσκεται κοντὰ στὴν ἀρχαία Καρδία.
Ὁ Ὅσιος Λουκᾶς ὁ ἐν Στειρίῳ ὄρει ἄσκησας
Γεννήθηκε τὸ καλοκαῖρι τοῦ 896 ἀπὸ τὸν Στέφανο καὶ τὴν Εὐφροσύνη. Καταγόταν ἀπὸ τὴν Αἴγινα, ἀλλὰ ἡ οἰκογένειά του µετακόµισε στὴ Φωκίδα. Ἐκεῖ ἀγόρασαν χωράφια καὶ ἔβοσκαν ζῷα. Καὶ τὸ παιδάκι τους, ἀφοῦ φοίτησε στὸ σχολεῖο, τὸ χρησιµοποίησαν στὴ φύλαξη τῶν ζῴων τους. Ὁ µικρὸς Λουκᾶς, ἐνῷ ἔβοσκε τὰ ζῷα, συγχρόνως ἐντρυφοῦσε καὶ σὲ κάποιο θρησκευτικὸ βιβλίο. Ἀπὸ τότε καρδιὰ συµπονετικὴ καὶ εὐεργετικὴ ὁ Λουκᾶς, ὅταν περνοῦσαν ἀπὸ τὴν βοσκή του παιδάκια φτωχὰ καὶ τοῦ ζητοῦσαν λίγο ψωµί, ἐκεῖνος τοὺς ἔδινε καὶ τὸ προσφάγι του. Ὅταν πέθανε ὁ πατέρας του, συγκινητικότατη ἦταν ἡ φροντίδα του γιὰ τὴν παρηγοριὰ τῆς µητέρας του. Ὅταν δὲ πέθανε καὶ αὐτή, τότε µοίρασε ὅλα τὰ ὑπάρχοντά τους στοὺς φτωχοὺς καὶ ἔστησε µία καλύβα στοὺς πρόποδες ἑνὸς βουνοῦ κοντὰ στὴ θάλασσα. Ὅταν ὅµως εἰσέβαλαν οἱ Βούλγαροι στὴν κεντρικὴ Ἑλλάδα, ὁ Λουκᾶς κατέφυγε στὴν Πελοπόννησο. Ἐπανῆλθε στὴ Φωκίδα τὸ 927 καὶ ἐγκαταστάθηκε ὁριστικὰ στὸ ὄρος Στείριον (Στείρι) κοντὰ στὴν ὁµώνυµη σηµερινὴ Κοινότητα τῆς ἐπαρχίας Λεβαδείας. Ἐκεῖ µὲ ἄλλους µοναχοὺς ἔκτισε Μονή, καὶ ἡ µεγάλη του πνευµατικότητα τὸν ἔκανε ν᾿ ἀποκτήσει φήµη Ἁγίου σ᾿ ὅλη τὴν περιοχή. Πέθανε στὶς 7 Φεβρουαρίου τοῦ 953.
Οἱ Ἅγιοι 1003 Μάρτυρες ποὺ µαρτύρησαν στὴ Νικοµήδεια
Ἀπὸ χίλιους τρεῖς ἀποτελεῖτο µία διαδήλωση χριστιανικῶν οἰκογενειῶν, ποὺ πήγαιναν νὰ διαµαρτυρηθοῦν στὴ Νικοµήδεια, ἐκεῖ ποὺ ἕδρευε ὁ αὐτοκράτορας Διοκλητιανός, ὅταν αὐτός, µὲ ἀλλεπάλληλα διατάγµατά του, αὔξησε τὶς διώξεις κατὰ τῶν χριστιανῶν. Διατάχθηκαν λοιπὸν νὰ ἀρνηθοῦν τὸν Χριστό. Ἐκεῖνοι ὕψωσαν τὶς ὁµολογίες τους. Τοὺς ἀπείλησαν µὲ ὑψωµένα τὰ ξίφη. Δὲν πτοήθηκαν, οὔτε οἱ ἄνδρες, οὔτε οἱ γυναῖκες, οὔτε οἱ ἔφηβοι καὶ οἱ νεανίδες. Τότε τοὺς κατέκοψαν τὰ ὄργανα τοῦ διώκτη, ἐνῷ ἐκεῖνοι, µέχρι καὶ τοῦ τελευταίου, συνέχιζαν τὶς ὑµνολογίες τους πρὸς τὸν Σωτῆρα τους καὶ Θεό τους.
Οἱ Ἅγιοι ἑξ Μάρτυρες καταγόµενοι ἀπὸ τὴν Φρυγία
Μαρτύρησαν διὰ πυρός.
Ὁ Ἅγιος Ἀπρίων (ἢ Εὐπρίων) ἐπίσκοπος Κύπρου
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ὁ Ὅσιος Πέτρος ὁ ἐν Μονεβάτοις ἀγωνισάµενος
Ὁ Ἅγιος Θεόπεµπτος καὶ ἡ συνοδεία του
Ὁ Ὅσιος Σαραπίων
Ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστές. Ἀναφέρεται στὸν Πατµιακὸ Κώδικα 266 ὡς ἑξῆς: «τῇ αὐτῇ ἡµέρᾳ, τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡµῶν Σαραπίωνος τῆς Κύπρου». Ἴσως νὰ εἶναι ὁ ἴδιος µε τὸν Ἅγιο Ἀπρίων, ποὺ ἀναφέρθηκε πιὸ πάνω καὶ συγχέεται τὸ ὄνοµά τους.
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ὁ Κρητικός
Ὁ νεοµάρτυρας αὐτὸς τῆς πίστης µας, γεννήθηκε στὶς 24 Μαΐου 1846 στὸ χωριὸ Ἀλικιανοῦ της ἐπαρχίας Κυδωνιᾶς Κρήτης. Ὁ πατέρας του ἦταν Ἱερέας καὶ ὀνοµαζόταν Νικόλαος Δεβόλης, ἡ δὲ µητέρα του Αἰκατερίνα. Κατὰ τὴν ἐπανάσταση ποὺ ἔγινε στὴν Κρήτη τὸ 1866, ὁ Γεώργιος συνελήφθη ἀπὸ τοὺς Τούρκους µαζὶ µὲ ἄλλους ἐπαναστάτες. Καὶ µὲ κάθε µέσο προσπαθοῦσαν νὰ τὸν κάνουν νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ ἀσπασθεῖ τὸν µουσουλµανισµὸ γιὰ νὰ σώσει τὴν ζωή του. Ἀλλ᾿ ὁ Γεώργιος, παρ᾿ ὅλες τὶς ἀπειλὲς καὶ τὰ φρικτὰ βασανιστήρια, ἔµεινε σταθερὸς στὴ χριστιανική του πίστη καὶ ἔτσι τὸν ἀποκεφάλισαν τὸ 1867, δεχόµενος τὸ στεφάνι τοῦ µαρτυρίου. Ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου αὐτοῦ ἔγραψε ὁ ὑµνογράφος Γεράσιµος Μικραγιαννανίτης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου