Ὁ Ἅγιος Τρύφων καὶ προεόρτια τῆς Ὑπαπαντῆς
Ὁ Ἅγιος αὐτὸς ἦταν ἀπὸ τὴν Λάµψακο τῆς Φρυγίας καὶ ἔζησε στὰ χρόνια τῶν βασιλέων Γορδιανοῦ (238-244), Φιλίππου καὶ Δεκίου. Φτωχότατος στὴν παιδική του ἡλικία, ἀναγκάσθηκε γιὰ κάποιο καιρὸ νὰ βόσκει χῆνες, γιὰ νὰ µπορεῖ νὰ ζήσει. Ἐνῷ ἐξασκοῦσε τὴν ταπεινή του δουλειά, συγχρόνως µελετοῦσε καὶ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ µὲ πολὺ ζῆλο ἐκτελοῦσε τὰ θρησκευτικά του καθήκοντα. Ἡ Ἁγία Γραφή, ποὺ διάβαζε ὁ Τρύφων, µεταξὺ ἄλλων λέει: «Ὁ Θεὸς ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσι χάριν». Ποὺ σηµαίνει, ὁ Θεὸς τίθεται ἀντιµέτωπος στοὺς ὑπερήφανους, στοὺς ταπεινούς ὅµως δίνει χάρη. Πράγµατι, ὁ ταπεινὸς Τρύφων µὲ τὴν εὐσεβῆ φιλοµάθειά του ἔγινε σιγὰ-σιγὰ ἱκανὸς ὄχι µόνο νὰ ξέρει πολλὰ ὁ ἴδιος, ἀλλὰ καὶ νὰ τὰ διδάσκει. Τόσο δὲ εὐνοήθηκε ἀπὸ τὴν θεία χάρη, ὥστε καὶ ἀσθένειες θεράπευε θαυµατουργικά. Μάλιστα, ὁ βασιλιὰς Γορδιανός, ὅταν ἔµαθε αὐτὰ γιὰ τὸν Τρύφωνα, ἔστειλε καὶ τὸν ἔφεραν νὰ θεραπεύσει τὴν ἄῤῥωστη κόρη του. Πράγµατι, τὴν θεράπευσε καί, ἀφοῦ ἀρνήθηκε τὶς τιµὲς καὶ τὰ ἀξιώµατα ποὺ τοῦ πρόσφερε ὁ Γορδιανός, ἔφυγε εὐγενικά. Στὴν ἐποχή, ὅµως, τοῦ Δεκίου (249-251), ὁ Τρύφων συλλαµβάνεται. Ὁµολογεῖ θαῤῥαλέα τὸ Χριστό, καὶ χωρὶς νὰ φοβηθεῖ, ἐκφράζεται φλογερὰ κατὰ τῆς εἰδωλολατρείας. Τότε ὁ ἔπαρχος τῆς Ἀνατολῆς Ἀκυλῖνος, στὴ Νίκαια, διατάζει καὶ τὸν δέρνουν σκληρά. Κατόπιν τὸν δένουν σ᾿ ἄλογο καὶ σὲ καιρὸ χειµῶνα, τὸν σύρουν κατὰ γῆς σὲ δύσβατα καὶ τραχέα µέρη. Ἔπειτα τὸν σύρουν γυµνὸ ἐπάνω σὲ σιδερένια καρφιά, καῖνε τὶς πλευρές του µὲ ἀναµµένες λαµπάδες καὶ τέλος τὸν καταδικάζουν σὲ ἀποκεφαλισµό. Ἀλλὰ πρὶν ἀποκεφαλιστεῖ, παραδίδει στὸν Θεὸ τὴν µακάρια ψυχή του.
Ὁ Ὅσιος Πέτρος ὁ ἐν Γαλατίᾳ
Ὁ Ὅσιος Πέτρος ἀπὸ τὴν Γαλατία, ἦταν ἀπὸ τοὺς µεγάλους ἐκείνους ἀσκητές, ποὺ γνώριζαν νὰ ἐπιδροῦν εὐεργετικὰ καὶ στὴν κοινωνικὴ ζωή. Τελευταία καὶ ὁριστικὴ διαµονή του, ἀφοῦ ἐπισκέφθηκε τὴν Παλαιστίνη, ὑπῆρξε ἡ Ἀντιόχεια. Ὁ Ὅσιος Πέτρος εἶχε τὸ χάρισµα νὰ θεραπεύει θαυµατουργικὰ ἀσθένειες, καθὼς ἐπίσης καὶ τὴν δύναµη νὰ µετακινεῖ τὶς καρδιὲς πρὸς τὶς πνευµατικὲς ἐπιθυµίες καὶ νὰ ἀπαλλάσσει τὴν φαντασία ἀπὸ τὶς µαταιότητες τῆς ἐπίδειξης καὶ τῆς πολυτέλειας. Ὁ Κύρου Θεοδώρητος διηγεῖται, ὅτι οἱ συµβουλὲς τοῦ ὁσίου αὐτοῦ ἔπεισαν τὴν µητέρα του σὲ νεαρὴ ἀκόµα ἡλικία νὰ προτιµήσει τὴν σεµνὴ καὶ ἁπλὴ ἐνδυµασία, ἀφοῦ παράτησε τὶς προηγούµενες κοσµικὲς συνήθειές της. Μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο ὁ Ὅσιος ἔκοβε τὴν φιλαρέσκεια, ἀπὸ τὴν ὁποία τόσες πτώσεις προέρχονται καὶ σκανδαλισµοί, καὶ ἔτσι ἔκανε µεγάλο καλὸ σὲ πολλὲς ψυχὲς καὶ σὲ πολλὲς οἰκογένειες.
Ὁ Ὅσιος Βενδιµιανός (ἢ Βενδεδιανός)
Γεννήθηκε στὰ µέσα τοῦ Ε´ αἰῶνα, ἀπὸ γονεῖς εὐγενεῖς καὶ πλούσιους, στὴ Μεγάλη Μυσία (ἀρχαία χώρα τῆς Βορειοδυτικῆς Μικρᾶς Ἀσίας). Μόναζε στὸ ὄρος τὸ ὀνοµαζόµενο τῆς Ὄξειας καὶ µαθήτευε κοντὰ στὸν ὅσιο Αὐξέντιο (τοῦ ἐν τῷ Βουνῷ). Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ διδασκάλου του αὐτοῦ, ὁ Βενδιµιανὸς µπῆκε στὴ σχισµὴ µίας µεγάλης πέτρας, ὅπου ἔκτισε µικρὸ κελὶ καὶ ἔµεινε ἐκεῖ 42 ὁλόκληρα χρόνια µὲ αὐστηρότατη ἄσκηση. Αὐτὸ εἶχε σὰν ἀποτέλεσµα νὰ ἐπιτύχει µεγάλες νῖκες κατὰ τῶν δαιµόνων. Ὅταν κατάλαβε νὰ πλησιάζει τὸ τέλος τῆς ζωῆς του, διηγήθηκε σ᾿ αὐτὸν ποὺ ἔγραψε τὸν βίο τοῦ ὁσίου Αὐξεντίου τὰ τῆς ζωῆς του, καὶ ἀφοῦ γονάτισε παρέδωσε τὴν Ὁσία ψυχή του.
Ὁ Ὅσιος Βασίλειος ὁ Ὁµολογητής
Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης ὁρµώµενος ἐκ τῆς τῶν Ἀθηνῶν πόλεως.
Ὁ Ὅσιος Τιµόθεος ὁ Ὁµολογητής
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ὁ Ἅγιος Θείων καὶ Δύο Παιδιά
Μαρτύρησαν διὰ ξίφους.
Ὁ Ἅγιος Καρίων
Μαρτύρησε ἀφοῦ τοῦ ἔκοψαν τὴν γλῶσσα.
Ἡ Ἁγία Περπετούα καὶ οἱ σὺν αὐτῇ Σάτυρος, Ῥευκᾶτος, Σατορνῖλος, Σεκούνδος καὶ Φηλικιτάτη
Ἦταν ἀπὸ τὴν Καρχηδόνα (Θουβριτανῶν τῆς Ἀφρικῆς), ἔγγαµη καὶ µητέρα ἑνὸς µικροῦ παιδιοῦ. Διακρινόταν ὄχι µόνο γιὰ τὴν εὐσέβειά της, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ἐργασία της ὑπὲρ τῆς πίστεως, ἂν καὶ ἦταν µόλις 22 χρονῶν. Καταγγέλθηκε τὸ 203 στὸν χιλίαρχο τῆς πατρίδας της, καὶ συνελήφθη µαζὶ µὲ πέντε κατηχούµενους, δυὸ ἄνδρες καὶ τρεῖς γυναῖκες, ποὺ ἡ Περπέτουα εἶχε ἀνοίξει τὰ µάτια τους στὸ φῶς τοῦ Χριστιανισµοῦ. Καὶ τοὺς µὲν ἄνδρες καὶ δυὸ ἀπὸ τὶς γυναῖκες, σκότωσε µὲ µαχαίρια ὁ εἰδωλολατρικὸς ὄχλος. Τὴ δὲ ἁγία Περπετούα, µὲ τὴν Φιλιτσιτάτη, ἀφοῦ τὶς ἔβαλαν ἀπέναντι µίας ἀγρίας δαµάλεως, διεσχίσθησαν ἀπὸ αὐτή.Ὁ δὲ Σ. Εὐστρατιάδης ἀναφέρει ὅτι µαζὶ µὲ τὴν Περπετούα µαρτύρησαν τέσσερις ἄνδρες καὶ µία γυναῖκα, ποὺ τὰ ὀνόµατα τοὺς ἦταν: Σάτυρος, Ῥευκᾶτος, Σατορνῖλος, Σεκοῦνδος καὶ Φηλικιτάτη.
Ἐγκαίνια (Ναοῦ) Σωτῆρος Χριστοῦ ἐν Ἀρµουλάδῃ (ἢ Ἀρµολάδη)
Ἡ µνήµη κατὰ τὸν Παρισινὸ Κώδικα 1590.
Ὁ Ἅγιος Ἀναστάσιος ἐκ Ναυπλίου
Ἦταν γέννηµα καὶ θρέµµα τῆς πόλης τοῦ Ναυπλίου καὶ ἔκανε τὸ ἐπάγγελµα τοῦ ζωγράφου. Ἀῤῥαβωνιάστηκε τὴν κόρη ἑνὸς χριστιανοῦ, ἀλλὰ ἐπειδὴ αὐτὴ δὲν εἶχε καλὴ ζωή, ὁ Ἀναστάσιος διέλυσε τὸν ἀῤῥαβῶνα. Οἱ συγγενεῖς ὅµως τῆς κοπέλας ἔκαναν διάφορα σατανικὰ µάγια στὸν Ἀναστάσιο, γιὰ νὰ τὸν ἐκδικηθοῦν, µὲ ἀποτέλεσµα ὁ Ἀναστάσιος νὰ χάσει τὰ λογικά του. Ἐκµεταλλευόµενοι αὐτήν του τὴν κατάσταση, οἱ Τοῦρκοι τὸν ἐξισλάµισαν. Ἀλλ᾿ ὅταν ὁ Θεὸς εὐλόγησε καὶ ἦλθε στὰ λογικά του, µὲ θάῤῥος ἀποκήρυξε τὸν Ἰσλαµισµὸ καὶ µὲ γενναιότητα ὁµολόγησε τὴν χριστιανική του πίστη. Οἱ Τοῦρκοι, µὲ διάφορες κολακεῖες καὶ ὑποσχέσεις προσπάθησαν νὰ τὸν µεταπείσουν, ἀλλὰ ὁ Ἀναστάσιος παρέµεινε ἀκλόνητος στὴ χριστιανικὴ ὁµολογία του. Τότε, στὶς 1 Φεβρουαρίου 1655, ὑπέµεινε µαρτυρικὸ θάνατο ἀπὸ τοὺς Τούρκους, µὲ διαµελισµό. Δηλαδὴ τὸν κατέσφαξαν µὲ µαχαίρια. Τὸ Ναύπλιο τὸν ἔκανε πολιοῦχο του καὶ ὡραῖος ναὸς στολίζει τὴν πόλη αὐτὴ πρὸς τιµὴν τοῦ νεοµάρτυρα αὐτοῦ.
Ἡ Ἁγία Bridgit (Βρεταννίδα)
Λεπτοµέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτῆς τῆς ἁγίας τῆς ὀρθοδοξίας, µπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρεττανικῶν Νήσων» τοῦ Χριστόφορου Κων. Κοµµοδάτου, ἐπισκόπου Τελµησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.
Οἱ Ἅγιοι Τρεῖς Ἀδελφοί: Γεώργιος Ἀρχιεπίσκοπος Μυτιλήνης, Συµεὼν ὁ Νέος Στυλίτης καὶ Δαβὶδ ὁ Μοναχός
Στὶς ἀρχὲς τοῦ ὀγδόου αἰῶνος ζοῦσε στὴ Μυτιλήνη ὁ Ἀδριανὸς καὶ ἡ Κωνσταντῶ, ποὺ ἀπέκτησαν ἑπτὰ παιδιά, ἀπὸ τὰ ὅποια τὰ πέντε ἔγιναν µοναχοί. Τρία ἀπὸ αὐτὰ ἦταν ὁ Δαβίδ, ὁ Συµεὼν καὶ ὁ Γεώργιος. Πρωτότοκος ἦταν ὁ Δαβίδ, ποὺ γεννήθηκε τὸ ἔτος 717 ἢ 718. Ἔµαθε λίγα γράµµατα καὶ σὲ ἡλικία 16 ἐτῶν, ἐνῷ ἔβοσκε τὰ πρόβατα τοῦ πατέρα του, σὲ ὥρα µεγάλης καταιγίδας, εἶδε σὲ ὅραµα τὸν ἅγιο Ἀντώνιο νὰ τὸν καλεῖ στὸ µοναχικὸ βίο καὶ συγκεκριµένα νὰ τοῦ δίνει ἐντολὴ νὰ µεταβεῖ στὴ Μ. Ἀσία στὸ ὄρος Ἴδη, ποὺ εἶναι ἀντίκρυ στὴ Λέσβο καὶ λίγο βορειότερα, γιὰ νὰ µονάσει ἐκεῖ. Ὁ Δαβὶδ µὲ µεγάλη προθυµία καὶ χαρὰ δέχτηκε τὴν συµβουλὴ τοῦ Μ. Ἀντωνίου, ἦλθε στὴ Μ. Ἀσία, ὅπου ἔζησε στὸ ὄρος Ἴδη µέσα σὲ µία σπηλιὰ µὲ µεγάλη ἄσκηση, τρώγοντας ἄγρια χόρτα. Ἐκεῖ ἔζησε τριάντα χρόνια. Πάλι µὲ ὅραµα πῆρε τὴν ἐντολὴ νὰ ἔλθει στὸν ἐπίσκοπο Γάργαρων γιὰ νὰ χειροτονηθεῖ ἀπὸ αὐτὸν διάκονος καὶ ἀργότερα πρεσβύτερος. Ἐπέστρεψε καὶ πάλι στὸ ὄρος Ἴδη, ὅπου µὲ ὑπόδειξη ἑνὸς ἀγγέλου, ποὺ εἶδε σὲ ὅραµα, χτίζει ναὸ τῶν ἁγίων Κηρύκου καὶ Ἰουλίττης καὶ µοναστήρι στὸ ὁποῖο πολὺ σύντοµα µαζεύτηκαν πολλοὶ µοναχοί. Ἔπειτα ἀπὸ δέκα χρόνια καὶ ἀφοῦ πέθανε ὁ πατέρας του, ἦρθε ἡ µητέρα του νὰ τὸν ἰδεῖ ἔχοντας µαζί της τὸ µικρότερο ἀπὸ τὰ παιδιά της, τὸν Συµεών, ποὺ ἦταν τότε ὀκτὼ χρονῶν. Εἶχε γεννηθεῖ τὸ 765 ἢ 766. Ὁ Συµεὼν ἔµεινε κοντὰ στὸν ἀδελφό του, ἡ µητέρα του δέ, ἔπειτα ἀπὸ λίγες ἡµέρες, ἐπέστρεψε στὴ Μυτιλήνη καὶ σὲ λίγο ἀπέθανε. Ὁ Συµεὼν ἔµαθε γράµµατα παραµένοντας στὸ µοναστήρι τοῦ ἀδελφοῦ του, ὅπου σὲ ἡλικία εἴκοσι δυὸ ἐτῶν ἔγινε µοναχὸς καὶ σὲ ἡλικία 28 ἐτῶν χειροτονήθηκε ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο Γάργαρων Ἱερεύς. Δυὸ χρόνια ἀργότερα πέθανε ὁ Δαβὶδ σὲ ἡλικία ἑξήντα ἓξ ἐτῶν, ἀφοῦ προεῖδε τὸ θάνατό του καὶ συνέστησε στὸν ἀδελφό του Συµεὼν νὰ ἐπιστρέψει στὴ Μυτιλήνη. Ὁ Συµεὼν συµµορφώθηκε µὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ ἀδελφοῦ του καὶ ἐπέστρεψε στὴ Μυτιλήνη τῆς Παναγίας, ποὺ ἦταν στὸ νότιο λιµάνι τῆς πόλεως, στὸ «Μόλο». Ἐκεῖ, γιὰ νὰ µιµηθεῖ τὴν ἄθληση τοῦ παλαιοῦ ἁγίου Συµεὼν τοῦ Στυλίτη, ἀνέβηκε σὲ στῦλο καὶ ἔζησε µὲ φοβερὴ ἄσκηση, νηστεία, σκληραγωγία καὶ προσευχή. Στὴ συνέχεια, πῆρε κοντά του καὶ τὸν ἀδελφό του Γεώργιο, µοναχὸ καὶ αὐτόν, ποὺ γεννήθηκε τὸ ἔτος 763. Χειροτονήθηκε καὶ αὐτὸς Ἱερεὺς καί, µαζὶ µὲ τὸν ἀδελφό τους καὶ τὴν ἀδελφή τους, µοναχὴ καὶ αὐτή, Ἰλαρία καὶ ἄλλους µοναχοὺς, ἔχτισαν µοναστήρι στὸ ὁποῖο κατέφθαναν πλήθη χριστιανῶν ποὺ διψοῦσαν νὰ ἀκούσουν λόγο Θεοῦ καὶ νὰ ζητήσουν τὴν εὐλογία τῶν ἁγίων µοναχῶν. Ὅµως τὴν ἡσυχία τοῦ µοναστηριοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας, γενικότερα, τάραξε καὶ πάλι ἡ µανία τῶν εἰκονοµάχων. Ὁ Αὐτοκράτωρ Λέων Ε´ ὁ Ἀρµένιος (813-820) κήρυξε πάλι διωγµοὺς κατὰ τῶν χριστιανῶν. Ὁ ἐπίσκοπος τῆς Μυτιλήνης Γεώργιος ἐξορίζεται καὶ τοποθετεῖται ἐπίσκοπος Μυτιλήνης κάποιος Λέων εἰκονοµάχος, ὁ ὁποῖος ἀµέσως στράφηκε κατὰ τοῦ Συµεὼν καὶ τῶν µοναχῶν τοῦ Μοναστηριοῦ του. Μὲ τὶς ἐνέργειες τοῦ εἰκονοµάχου αὐτοῦ ἐπισκόπου καταδικάζεται σὲ θάνατο διὰ πυρὸς ὁ Συµεών, ἀλλὰ µὲ θαῦµα διασῴζεται καὶ παραµένει γιὰ ἕνα διάστηµα ἀνενόχλητος πάνω στὸ στῦλο του, µέχρι ποὺ ἀναγκάζεται πάλι ἀπὸ τὸν εἰκονοµάχο ἐπίσκοπο νὰ ἐγκαταλείψει τὴν Μυτιλήνη καὶ νὰ ἀποσυρθεῖ, µαζὶ µὲ τοὺς µοναχούς, στὸ µικρὸ νησάκι, τὸ γνωστό µε τὸ ὄνοµα Ἅγιος Ἰσίδωρος, ποὺ βρίσκεται στὸν κόλπο Γέρας πρὸς τὸ µέρος τῆς Κουντουρουδιᾶς, τῶν Λουτρῶν. Ἀργότερα, ὁ εἰκονοµάχος ἐπίσκοπος κατόρθωσε νὰ ἀποσπάσει ἀπὸ τὸν Αὐτοκράτορα Μιχαὴλ Β´ τὸν Τραυλὸ (820-829) διαταγή, µὲ τὴν ὁποία ἐξορίζεται ὁ Συµεὼν στὴ «Λαγοῦσα», νησὶ ἀκατοίκητο ἀπέναντι ἀπὸ τὰ µέρη τῆς Τροίας. Ἐκεῖ πῆγε ὁ Συµεὼν µὲ τὴν συνοδεία ἑπτὰ µαθητῶν του καὶ παρέµεινε καὶ ἐκεῖ πάνω σὲ στῦλο 10 µέτρων, ἐνῷ ὁ ἀδελφός του Γεώργιος παρέµεινε στὴ Μυτιλήνη, φροντίζοντας τὸ µοναστήρι. Ἀργότερα ἔφυγε ὁ ἅγιος Συµεὼν στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου κατάλαβε ὅτι θὰ προσέφερε ἀπαραίτητες στὴν Ἐκκλησία ὑπηρεσίες καὶ ἐγκαταστάθηκε στὸ µοναστήρι τοῦ Νικήτου τοῦ Μηδικίου. Μὲ κέντρο τὸ µοναστήρι αὐτὸ περιώδευε ἀπὸ τὸν Ἑλλήσποντο µέχρι τὰ νησιὰ τοῦ Αἰγαίου καὶ µέχρι τὴν Μαύρη Θάλασσα, στηρίζοντας µὲ τὸ λόγο του τοὺς χριστιανοὺς καὶ παρηγορῶντας τοὺς διωκόµενους πατέρες, ποὺ βρισκότανε ἐξόριστοι σὲ διάφορα µέρη ἀπὸ τοὺς εἰκονοµάχους. Στὶς περιοδεῖες του αὐτὲς ἐργαζόταν σὰν ψαράς, ὅπου στάθµευε, γιὰ νὰ ἐξοικονοµεῖ ὅ,τι χρειαζότανε ὄχι τόσο γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ γιὰ νὰ βοηθᾷ ὅσους εἴχανε ἀνάγκη βοηθείας. Περιοδεύοντας δὲν δίδασκε µόνο, ἀλλὰ µὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ θεράπευε ἀῤῥώστους καὶ ἵδρυσε καὶ γυναικεῖο µοναστήρι, στὸ ὁποῖο µαζεύτηκαν πολλὲς µοναχές. Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Μιχαὴλ τοῦ Τραυλοῦ, ὁ εἰκονοµάχος διάδοχός του Θεόφιλος κήρυξε πάλι ἄγριο κατὰ τῆς Ἐκκλησίας διωγµό, κατὰ τὸν ὁποῖο συνέλαβε τὸν Συµεὼν καὶ τὴν συνοδεία του µὲ σκοπὸ νὰ τοὺς κλείσει σὲ φυλακὴ καὶ νὰ τοὺς ἐξαφανίσει. Σώθηκε καὶ ἀπὸ αὐτὸν τὸν κίνδυνο µὲ τὴν ἐπέµβαση τῆς Αὐτοκράτειρας Θεοδώρας, ἀλλὰ δὲν ἀπέφυγε τὴν τιµωρία ἑκατὸν πενήντα ῥαβδισµῶν ποὺ διέταξε ὁ Αὐτοκράτωρ, ἀλλὰ καὶ τὴν ἐξορία στὴν Ἀφουσία νῆσο τῆς Προποντίδος, ὅπου πῆγε µαζὶ µὲ ἄλλους διακεκριµένους κήρυκες τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅπως ἦταν ὁ Θεοφάνης καὶ Θεόδωρος, οἱ λεγόµενοι Γραπτοί, καὶ ἄλλοι πατέρες. Καὶ σ᾿ αὐτὸν τὸν τόπο τῆς ἐξορίας, ὁ Συµεὼν ἔχτισε ναὸ τῆς Παναγίας καὶ µοναστήρι µαζεύοντας σ᾿ αὐτὸ ὅλους τοὺς καταδιωγµένους ἀπὸ τοὺς εἰκονοµάχους πατέρες.Ὁ Γεώργιος ποὺ παρέµεινε στὴ Μυτιλήνη εἶχε καὶ αὐτὸς ἀρκετὲς ταλαιπωρίες. Ὁ εἰκονοµάχος ἐπίσκοπος Λέων τὸν καταπίεζε µὲ διάφορους τρόπους καὶ τελικὰ τὸν ἔδιωξε ἀπὸ τὴν Μυτιλήνη, ἀφοῦ κατέλαβε παρανόµως καὶ πούλησε τὸ µοναστήρι καὶ ὅ, τι ἀνῆκε σ᾿ αὐτό. Ὁ Γεώργιος ἀναγκάζεται νὰ φύγει µὲ τοὺς µοναχούς του µοναστηριοῦ σὲ ἕνα «εὐτελὲς καὶ βραχύτατον χωρίον» ποὺ τὸ ἔλεγαν «Μυρσίνα». Ἀλλὰ καὶ ἐκεῖ ἐρχότανε καὶ τοὺς εὕρισκαν χριστιανοί, κι ἐκεῖ δίδασκε ὁ Γεώργιος καὶ ἔκαµε πολλὰ θαύµατα.Ὅταν πέθανε ὁ εἰκονοµάχος αὐτοκράτωρ Θεόφιλος (842) ἡ Βασίλισσα Θεοδώρα ἀνακάλεσε ἀπὸ τὴν ἐξορία ὅλους τοὺς ἐξόριστους πατέρες, ὅπως καὶ τοὺς Συµεὼν καὶ Γεώργιο. Οἱ δυὸ αὐτοὶ µαζὶ µὲ τὸν µετέπειτα Πατριάρχη Μεθόδιο τὸν ὁµολογητή, ἔγιναν οἱ πιὸ ἔµπιστοι σύµβουλοι τῆς Θεοδώρας. Ὅταν, κατὰ τὸ ἔτος 843, µὲ τὴν ὑπόδειξη τοῦ Συµεὼν ἔγινε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ὁ Μεθόδιος, ὁ Συµεὼν µαζὶ µὲ τοὺς µαθητάς του ἐγκαταστάθηκε στὸ µοναστήρι τῶν ἁγίων Σεργίου καὶ Βάκχου.Ὁ Γεώργιος προτείνεται ἀπὸ τὴν Βασίλισσα νὰ γίνει ἐπίσκοπος Ἐφέσου, θέση ὅµως ποὺ δὲν δέχτηκε ὁ Γεώργιος, µὲ πρόφαση τὴν ἡλικία του. Ἦταν τότε ὀγδόντα χρόνων. Τέλος, ἔπειτα ἀπὸ πολλὲς πιέσεις, δέχτηκε νὰ χειροτονηθεῖ ἐπίσκοπος γιὰ τὴν Μητρόπολη Μυτιλήνης. Σύντοµα χειροτονήθηκε καί, ἀφοῦ πῆρε ἀπὸ τὴν Βασίλισσα καὶ ἀπὸ τὸν Πέτρωνα καὶ Βάρδα πολλὰ δῶρα γιὰ τοὺς φτωχούς του νησιοῦ, ἔρχεται µὲ βασιλικὸ καράβι -δρόµωνα- στὴ Μυτιλήνη συνοδευόµενος ἀπὸ στρατηγοὺς καὶ αὐλικούς της Θεοδώρας. Ἡ Μυτιλήνη τὸν ὑποδέχτηκε µὲ ἐνθουσιασµὸ καὶ χαρὰ µεγάλη. Ξαναπήρανε τότε στὰ χέρια τοὺς τὸ µοναστήρι τους οἱ ἅγιοι καὶ γιόρτασαν σ᾿ αὐτό, ὑστέρα ἀπὸ τόσα χρόνια διωγµῶν, τὴν γιορτὴ τῆς Γεννήσεως τῆς Θεοτόκου (8 Σεπτεµβρίου 843) καὶ ἔπειτα ἀπὸ λίγες µέρες ἔγινε ἡ ἐνθρόνιση τοῦ Γεωργίου στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Θεοδώρας, ποὺ ἦταν ὁ Μητροπολιτικὸς ναός, τὴν 14η Σεπτεµβρίου, ἑορτὴ τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιµίου Σταυροῦ. Ἕνα χρόνο ἀργότερα (844) πέθανε ὁ Συµεὼν καὶ τὸν ἔθαψαν στὸ µοναστήρι τῆς Παναγίας. Τὸν χειµῶνα, τὸν ἴδιο χρόνο, ὁ Γεώργιος ταξίδευσε στὴ Γοτθογραικία γιὰ νὰ ἐπισκεφθεῖ ἄῤῥωστο φίλο του, τὸν ὅποιον µὲ τὴν δύναµη τοῦ Θεοῦ θεράπευσε, προφητεύοντας ὅτι θὰ ἀποθάνει ἔπειτα ἀπὸ ἑπτὰ χρόνια, ὅπως καὶ ἔγινε. Ἐπέστρεψε στὴ Μυτιλήνη καὶ συνέχισε µὲ ἐλεηµοσύνες, διδασκαλίες, θαύµατα τὸ ἔργο τοῦ καλοῦ ποιµένος. Ἀποφασίζει, καὶ µάλιστα χειµῶνα καιρό, ἕνα ταξίδι γιὰ τὴν Σµύρνη, ὅπου ἤθελε νὰ ἰδεῖ πνευµατικά του παιδιὰ καὶ µοναστήρια, ποὺ ἐκεῖνος ἵδρυσε σὲ οἰκόπεδα ποὺ τοῦ εἶχαν χαρίσει µαθητές του. Στὴ Σµύρνη ὅµως παρέµεινε λίγες ἡµέρες, γιατί ἐµφανίζεται Ἄγγελος Θεοῦ µπροστά του καὶ προλέγει τὸ θάνατό του. Ἐπιστρέφει σύντοµα στὴ Μυτιλήνη, ὅπου περνᾷ ὅλη τὴν Μεγάλη Τεσσαρακοστή, κάνοντας καὶ τὴν λειτουργία τῆς Μ. Πέµπτης. Καταλαβαίνει ὅτι ἦρθε τὸ τέλος του. Δίνει µὲ συγκίνηση τὶς τελευταῖες συµβουλὲς καὶ εὐχὲς στὰ πνευµατικά του παιδιὰ καὶ παραδίνει τὸ πνεῦµα του στὸν Κύριο τὸ βράδυ τοῦ Μ. Σαββάτου τοῦ ἔτους 845 ἢ 846. Τὸν ἐνταφίασαν µὲ µεγάλες τιµὲς στὸν τάφο τοῦ ἀδελφοῦ του Συµεών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου