Φεβρουάριος 14
Ὁ Ὅσιος Αὐξέντιος ὁ ἐν τῷ Ὄρει
Ἔζησε στὴν Κωνσταντινούπολη (καταγόταν ἀπὸ τὴν Συρία), στὰ χρόνια του Θεοδοσίου τοῦ Μικροῦ (440) καὶ εἶχε τὸ ἀξίωµα τοῦ Σχολαρίου. Τὸν διέκρινε µεγάλη σωµατικὴ δύναµη, εὐπρέπεια ἤθους, ἐπιείκεια, καθὼς καὶ ἄλλες ἀρετές. Ὅµως, ἡ φιλήσυχη διάθεσή του καὶ ὁ πόθος του νὰ καταγίνεται συστηµατικότερα µὲ τὶς θρησκευτικὲς καὶ θεολογικὲς µελέτες, τὸν ἔφερε στὶς µοναχικὲς τάξεις. Ἄφησε, λοιπὸν τὴν βασίλισσα τῶν πόλεων καὶ ἀποσύρθηκε στὸ ἀντικρινὸ βουνὸ ἑνὸς µικροῦ νησιοῦ καὶ ἐκεῖ ἀσκήτευε. Ὁ Αὐξέντιος ἀπέκτησε τόση πολλὴ ἐκτίµηση ἀπὸ τὸν πλοῦτο καὶ τὴν ἀκρίβεια τῶν θεολογικῶν του γνώσεων καὶ τὴν µεγάλη του ἀρετή, ὥστε προσεκλήθη σὰν ἁπλὸς µοναχὸς τὸ 451 νὰ παραστεῖ στὴν Δ´ Οἰκουµενικὴ Σύνοδο στὴ Χαλκηδόνα. Βέβαια ὁ Αὐξέντιος δὲν ἔµεινε στὴ θεωρία µόνο τοῦ Εὐαγγελίου, ἀλλὰ ἦταν καὶ πιστὸς ἐφαρµοστὴς τῆς πίστεως. Διότι, «ἡ πίστις, ἐὰν µὴ ἔργα ἔχει, νεκρά ἐστι καθ᾿ ἑαυτήν». Ἡ πίστη, δηλαδή, ἂν δὲν ἔχει καρπὸ ἔργα ἀρετῆς, εἶναι ὅλως διόλου ἀπὸ τὴν ῥίζα της νεκρή. Οἱ καθηµερινοί, λοιπόν, ἐπισκέπτες του, ποὺ πολλοὶ ἀπ᾿ αὐτοὺς ἦταν πλούσιοι, τοῦ ἔφερναν ἄφθονα δῶρα καὶ τροφές. Ἐκεῖνος, ὅµως, κρατοῦσε τὰ ἀναγκαῖα. Τὰ ὑπόλοιπα τὰ µοίραζε στοὺς φτωχούς, ποὺ ἦταν τακτικοὶ «πελάτες» του. Διότι ἤξεραν ὅτι ἀπὸ τὸ στόµα του θὰ ἔπαιρναν τροφὴ ψυχῆς καὶ ἀπὸ τὰ χέρια του τροφὴ τοῦ σώµατος. Μάλιστα, ὁ µεγάλος σεβασµὸς πρὸς τὸν ὅσιο ἔγινε αἰτία νὰ ἱδρυθεῖ γυναικεῖο µοναστήρι, στοὺς πρόποδες τοῦ βουνοῦ ποὺ ἀσκήτευε. Ὁ θάνατός του, σὲ µεγάλη ἡλικία, ἦταν γαλήνιος θάνατος δικαίου.
Ὁ Ὅσιος Μάρων
Εἶχε στήσει τὸ ἀσκητήριό του στὴν κορυφὴ ἑνὸς βουνοῦ τῆς ἐπαρχίας Ἀντιοχείας. Ἀλλ᾿ ἡ θερµὴ ἀγάπη του πρὸς τὸν Θεὸ καὶ πρὸς τὸν πλησίον, τὸν ἔκανε νὰ κατεβαίνει ἀπ᾿ τὸ ἀσκητήριό του καὶ νὰ περιοδεύει σὲ πόλεις καὶ χωριά, κηρύττοντας τὸ θεῖο λόγο. Ἐπίσης ἔδινε παρηγοριὰ καὶ συµβουλές, συµφιλίωνε καὶ συµβίβαζε, ἅρπαζε πολλοὺς ἀπὸ τὶς παγίδες τῆς πλεονεξίας, ἀπὸ τὸ καµίνι τοῦ θυµοῦ καὶ ἀπὸ τὸ βόρβορο τῆς ἀκολασίας. Καὶ ὅταν ἔφευγε ἀπὸ τὶς πόλεις, ἔρχονταν οἱ πόλεις πρὸς αὐτόν. Καὶ τότε στὸ ἐρηµικὸ ἀσκητήριό του ἀκατάπαυστα ἔρχονταν πυκνὲς ὁµάδες ἀνθρώπων, ποὺ ζητοῦσαν γιατρειὰ στὶς διάφορες ἠθικὲς καὶ πνευµατικὲς ἀσθένειές τους. Ἀλλὰ καὶ πρὸς τοὺς µοναχούς, ὁ Ὅσιος, ἔδειχνε µεγάλο ἐνδιαφέρον. Τοὺς παρακαλοῦσε λοιπὸν καὶ τοὺς ἱκέτευε, νὰ µένουν πιστοὶ στὰ καθήκοντά τους, νὰ εἶναι ὑποδείγµατα τῆς πίστης, ζηλευτοὶ τύποι τῆς ἐγκράτειας, φρουροὶ τοῦ Εὐαγγελίου καὶ θεῖα κάτοπτρα τῆς καλῆς συµπεριφορᾶς. Σὲ τέτοιες λοιπὸν ἀσχολίες, βρῆκε τὸν Μάρωνα ἡ ἀσθένεια, ποὺ τὸν διαβίβασε ἀπ᾿ αὐτὸ τὸν κόσµο στὸν ἄλλο, µὲ ἥσυχη τὴν συνείδηση, ὅτι ἔζησε γιὰ τὸν Θεὸ καὶ γιὰ τοὺς συνανθρώπους του.
Ὁ Ἅγιος Φιλήµονας ἢ Φίλιππος, ἱεροµάρτυρας ἐπίσκοπος Γάζας
Ἡ µνήµη του ἀναφέρεται µόνο στὸν Πατµιακὸ Κώδικα 266. (Ἄλλοι καταγράφουν τὰ δυὸ ὀνόµατα σὰν δυὸ ξεχωριστοὺς ἐπισκόπους).
Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ἀπὸ τὸ Ψάρι Κορινθίας
Ὁ νεοµάρτυρας αὐτὸς καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Ψάρι τῆς Κορινθίας. Οἱ γονεῖς του ὀνοµάζονταν Ἰωάννης καὶ Καλή, καὶ οἱ δυὸ εὐσεβεῖς χριστιανοί. Δώδεκα χρονῶν ἔµεινε ὀρφανὸς καὶ ἔφυγε γιὰ τὴν Σηλυβρία τῆς Θρᾴκης. Ἐκεῖ παντρεύτηκε, ἀπόκτησε παιδιὰ καὶ ἔκανε τὸ ἐπάγγελµα τοῦ πλανόδιου παντοπώλη. Τοῦρκοι ὅµως συνάδελφοί του, τὸν ζήλεψαν καὶ τὸν συκοφάντησαν ὅτι δῆθεν ἔβρισε τὸν Μωάµεθ. Ἔτσι ὁδηγήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη κατὰ τὸ 34ο ἔτος τῆς βασιλείας τοῦ Σουλεϊµὰν Α´ (1520-1566), ὅπου ὁµολόγησε µὲ θάῤῥος τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Ἀφοῦ δὲν ὑπέκυψε στὶς κολακεῖες καὶ τὰ βασανιστήρια τῶν Τούρκων, ῥίχτηκε στὴ φωτιὰ καὶ κατόπιν τὸν ἀποκεφάλισαν στὶς 14 Φεβρουαρίου 1554 στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἀκολουθία τοῦ νεοµάρτυρα αὐτοῦ συνέγραψε ὁ Ἱεροµόναχος Δαµασκηνὸς ὁ Στουδίτης ὁ µετέπειτα Λιτῆς καὶ Ῥενδίνης.
Ὁ Ἅγιος Δαµιανὸς ὁ µοναχὸς
Πατρίδα τοῦ νέου ὁσιοµάρτυρα Δαµιανοῦ ἦταν τὸ χωριὸ «Ρίχοβον Ἀγράφων», δηλαδὴ τὸ Μυρίχοβο τῆς ἐπαρχίας Καρδίτσας. Νέος ἀκόµα πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου ἐκάρη µοναχὸς στὴ Μονὴ Φιλόθεου. Κατόπιν πῆγε κοντὰ σ᾿ ἕναν ἀναχωρητή, τὸν Δοµέτιο, ὅπου ἔµεινε κοντά του, ἀσκούµενος στὴν ἀρετή, γιὰ τρία χρόνια. Ἔπειτα ἐγκατέλειψε τὴν σκήτη του καὶ ἦλθε στὰ χωριὰ τοῦ Θεσσαλικοῦ Ὀλύµπου καὶ µετὰ τοῦ Κισσάβου καὶ τῆς Λάρισας, διδάσκοντας τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἀργότερα ἀποσύρθηκε κοντὰ στὸ χωριὸ Σηλίτζιανη καὶ ἔκτισε µοναστήρι στὸ ὄνοµα τῆς ἀποτοµῆς τοῦ Τιµίου Προδρόµου. Ἔχοντας λοιπὸν σὰν ὁρµητήριο τὸ µοναστήρι του, ἐξακολουθοῦσε τὴν ἀποστολική του δράση. Κάποτε πῆγε σὲ κάποιο χωριό, ποὺ ὀνοµαζόταν Βουγαρίνη καὶ συνελήφθη ἀπὸ τοὺς Τούρκους τὸ 1568. Ὁδηγήθηκε στὴ Λάρισα, ὅπου φυλακίστηκε µὲ διαταγὴ τοῦ Τούρκου ἄρχοντα τῆς πόλης αὐτῆς. Ἐκεῖ µέσα ὑπέστη πολλὰ καὶ σκληρὰ βασανιστήρια. Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ δὲν ὑπέκυψε στὶς δελεαστικὲς ὑποσχέσεις τοῦ Τούρκου ἄρχοντα καὶ ἔµεινε σταθερὸς στὴ χριστιανική του πίστη, καταδικάστηκε σὲ θάνατο δι᾿ ἀγχόνης. Τὸ πρωί, ποὺ πῆγαν νὰ τὸν κρεµάσουν, κόπηκε τὸ σχοινὶ τῆς θηλειᾶς καὶ ἔτσι ὅπως ἦταν µισοπεθαµένος τὸν ἔριξαν στὴ φωτιά. Τὴν δὲ στάκτη του µὲ µανία τὴν ἔριξαν στὰ νερὰ τοῦ ποταµοῦ Πηνειοῦ. Ὅλα αὐτὰ ἔγιναν στὶς 14 Φεβρουαρίου 1568.
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ὁ Παϊζάνος
Ἦταν ἀπὸ τὴν Μυτιλήνη, ῥάφτης στὸ ἐπάγγελµα καὶ µαρτύρησε στὴν Κωνσταντινούπολη, ἀφοῦ ἔµεινε σταθερὸς στὴ χριστιανική του πίστη, στὶς 14 Φεβρουαρίου 1693. Σύµφωνα µὲ τὴν παράδοση, ὁ νεοµάρτυρας αὐτὸς καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Πλαγιὰ τῆς περιφερείας Πλωµαρίου.
Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὁ Τραπεζούντιος
Ὁ νέος ὁσιοµάρτυρας Νικόλαος καταγόταν ἀπὸ τὴν Τραπεζοῦντα τοῦ Πόντου, καὶ σὲ µικρὴ ἡλικία ἦλθε καὶ ἐγκαταστάθηκε µαζὶ µὲ τοὺς γονεῖς του σὲ κάποια µικρὴ κωµόπολη Κατίγογι λεγόµενη, τῆς ἐπαρχίας Ἀµασείας καὶ Ἀµισοῦ. Σὲ ἡλικία 18 χρονῶν µεταµφιέστηκε γιὰ νὰ ξεφύγει ἀπὸ τ᾿ ἀδέλφια του, προκειµένου νὰ πάει σὲ µοναστήρι τῆς Ἱερουσαλήµ. Ὁ µοναχικὸς πόθος τὸν ἔκαιγε ὑπερβολικά. Ἀλλὰ δὲν τὰ κατάφερε καὶ τ᾿ ἀδέλφια του τὸν πάντρεψαν µὲ τὴν βία. Ἡ γυναῖκα του ὅµως πέθανε καὶ τὸν ἄφησε ἔρηµο µὲ δυὸ παιδιά, ποὺ τὸ ἕνα πέθανε κι αὐτό, ἐνῷ τὸ ἄλλο τὸ πῆρε ὑπὸ τὴν προστασία του κάποιος συγγενής του. Ἔτσι, µόνος τώρα, ἐργάστηκε πνευµατικὰ σ᾿ αὐτὸ ποὺ ποθοῦσε. Ἀπὸ τὴν πολλὴ µελέτη, ἔπαθαν ζηµιὰ τὰ µάτια του καὶ πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ ἔµαθε θαυµατουργικὰ τὴν ἰατρικὴ τέχνη καὶ ὠφέλησε πολλοὺς πάσχοντες. Ἀργότερα χειροτονήθηκε µοναχὸς καὶ ἀπέκτησε τὸ προορατικὸ χάρισµα. Ὁ δὲ ἐπίσκοπος Πάφρας Ἀµισοῦ Εὐθύµιος ὁ Ζήλων, διέκρινε τὶς µεγάλες ἀρετὲς τοῦ Νικολάου καὶ τὸν χειροτόνησε ἐπίσκοπο τῶν χωριῶν γύρω ἀπὸ τὴν ἐπαρχία του. Ὅταν τὸν ῥωτοῦσαν οἱ µαθητές του γιατί δὲν ἡσυχάζει καθόλου, αὐτὸς ἀπαντοῦσε: «Φοβᾶµαι, παιδιά µου, τὸν λόγο τοῦ Προφήτη, ἐπικατάρατος πᾶς ὁ ποιῶν τὸ ἔργον τοῦ Κυρίου ἀµελῶς». Ποίµανε τὸ ποίµνιό του 4-5 χρόνια, ὥσπου τὸν συνέλαβαν οἱ Τοῦρκοι σὰν κακοῦργο. Οἱ εὐλαβεῖς χριστιανοὶ βρῆκαν τρόπο νὰ τὸν ἐλευθερώσουν, ἀλλ᾿ αὐτὸς ἀρνήθηκε. Διότι ἄγγελος Κυρίου τοῦ εἶπε νὰ βαδίσει µετὰ χαρᾶς στὸ µαρτύριο. Μετὰ δὲ ἀπὸ πολλὰ βασανιστήρια, ἄφησε τὴν τελευταία του πνοὴ στὶς 14-2-1920 σὲ ἡλικία 66 χρονῶν. Τὰ θαύµατά του καὶ µετὰ τὸν θάνατό του εἶναι ἐπίσης πολλά.
Ὁ Ἅγιος Ἄνθιµος µάρτυρας, ὁ ἐν Ῥώµῃ
Οἱ Ἅγιοι Δύο Βαλεντίνοι, Ἱεροµάρτυρες
Ἡ διάκριση αὐτῶν τῶν Ἁγίων δὲν εἶναι σαφής. Ὁ πρῶτος ἦταν κληρικὸς τῆς Ῥώµης καὶ µαρτύρησε κατὰ τοὺς διωγµοὺς τοῦ Κλαυδίου Β´. Ὁ δεύτερος ἦταν ἐπίσκοπος Τέρνι καὶ µαρτύρησε στὴ Ῥώµη. Τὰ δὲ λείψανά του ἀνακοµίστηκαν στὴν Τέρνι. Στὴ Δύση, καθὼς καὶ σὲ πολλοὺς ἄλλους µὴ Ὀρθόδοξους λαούς, ἡ ἑορτὴ τοῦ Ἁγίου Βαλεντίνου θεωρεῖται ἑορτὴ τῶν ἐρωτευµένων, χωρὶς νὰ ὑπάρχει ἰδιαίτερος λόγος ἀπὸ τὴν ζωὴ τῶν συγκεκριµένων ἁγίων. Πιθανότατα ἡ ἐπιλογὴ αὐτὴ συνδέεται ἡ µὲ τὴν ἐποχὴ ποὺ ζευγαρώνουν τὰ πουλιὰ ἢ καὶ µὲ τὴν γιορτὴ τῆς γονιµότητας ποὺ ἑορταζόταν ἀπὸ τοὺς Ῥωµαίους στὶς 15 Φεβρουαρίου (Λουπερκάλια).
Ἡ Ἁγία Βαλεντίνη, µάρτυς
Σὲ κάποιο ἁγιολόγιο ἀναφέρεται αὐτὴ τὴν µέρα καὶ ἡ µνήµη τῆς πιὸ πάνω ἁγίας. Πιθανότατα εἶναι ἀνύπαρκτη καὶ προφανῶς συγχέεται µὲ τὴν µνήµη τῶν πιὸ πάνω δυὸ Ἁγίων Βαλεντίνων.
Φεβρουάριος 15
Ὁ Ἅγιος Ὀνήσιµος ὁ ἀπόστολος
Ἦταν δοῦλος στὸ σπίτι τοῦ πλουσίου Φιλήµονα, στὰ χρόνια τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Ὁ Φιλήµων, µὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους τοῦ σπιτιοῦ του, εἶχε προσέλθει στὸ χριστιανισµὸ καὶ ἦταν στοργικότατος στοὺς δούλους του. Ὁ Ὀνήσιµος ὅµως, ἤθελε νὰ πάει στὴ Ῥώµη, γιὰ νὰ κάνει ὅπως τοῦ ἄρεσε τὴν ζωή του. Καταχρᾶται, λοιπόν, τὸν κύριό του, ἐξοικονοµεῖ τὰ ναῦλα καὶ δραπετεύει. Ἐκεῖ στὴ Ῥώµη ἀλήτευε, ἐργασία δὲν ἔβρισκε, οὔτε στοργὴ καὶ βοήθεια ἀπὸ πουθενά. Τὸν κατέλαβε µεγάλη στενοχώρια. Τί νὰ ἔκανε; Θυµήθηκε τότε, ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ κυρίου του, τοὺς χριστιανούς, ποὺ ἦταν φιλάνθρωποι. Πλησιάζει τὴν ῥωµαϊκὴ χριστιανικὴ κοινότητα, καὶ πράγµατι ἡ βοήθεια ποὺ παίρνει ἦταν µεγάλη. Συγχρόνως µαθαίνει ὅτι στὴ Ῥώµη εἶναι ὑπόδικος ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Τὸν γνώρισε ὅταν εἶχε φιλοξενηθεῖ στὸ σπίτι τοῦ κυρίου του. Ὁ Ὀνήσιµος, ἂν καὶ εἰδωλολάτρης, εἶχε ἐντυπωσιασθεῖ ἀπὸ τὴν ψυχὴ τοῦ µικρόσωµου ἐκείνου χριστιανοῦ. Τώρα ποὺ ἄκουσε ὅτι εἶναι στὴ Ῥώµη, νοιώθει τὴν ἐπιθυµία νὰ τὸν δεῖ καὶ αἰσθάνεται µία συνταρακτικὴ ἐσωτερικὴ µεταβολὴ στὸν ἑαυτό του. Τοῦ συνέβη αὐτὸ ποὺ ἀναφέρει ὁ θεόπνευστος λόγος τῆς Ἁγίας Γραφῆς, «ἐγενήθη ἐπ΄ αὐτῷ πνεῦµα Θεοῦ». Δηλαδή, ἔπνευσε σ΄ αὐτὸν πνεῦµα Θεοῦ. Ὁ Ὀνήσιµος δὲν ἀφήνει τὴν εὐκαιρία ἀνεκµετάλλευτη. Συναντάει τὸν Παῦλο καὶ αὐτὸς τοῦ φέρεται τόσο στοργικὰ καὶ πατρικά, ὥστε ὁ Ὀνήσιµος ὄχι µόνο γίνεται θερµὸς χριστιανός, ἀλλὰ καὶ σὰν ἀπόστολος τῆς ἁγίας πίστεως λαµβάνει µαρτυρικὸ θάνατο. (Γνωστὴ βέβαια εἶναι ἡ ἐπιστροφή του στὸν κύριό του Φιλήµονα ποὺ ἀναφέρεται στὴν πρὸς Φιλήµονα ἐπιστολὴ 1-22 τοῦ ἀπ. Παύλου).
Ὁ Ὅσιος Εὐσέβιος
Ἡ παράδοση δὲν µᾶς διέσωσε οὔτε τὰ ὀνόµατα τῶν γονέων του, οὔτε τὸν τόπο τῆς καταγωγῆς του. Γνωρίζουµε ὅµως, ὅτι ὑπῆρξε ἕνας ἀπὸ τοὺς διασηµότερους, µὲ ζωντανὴ εὐσέβεια, ἀσκητές. Ἡ ἐγκράτειά του στάθηκε περιβόητη, ἀλλ΄ ἡ µεγάλη πίστη του καὶ τὸ ἀκοίµητο ἐνδιαφέρον του γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ψυχῶν, τοῦ ἔδινε τὶς ἀπαιτούµενες δυνάµεις, γιὰ νὰ πηγαίνει στὶς πόλεις καὶ νὰ στηρίζει τοὺς ἀνθρώπους στὸ λόγο καὶ τὶς ἐντολὲς τοῦ Εὐαγγελίου. Ὅσοι γιὰ πρώτη φορὰ τὸν ἔβλεπαν νόµιζαν, ὅτι ἀπὸ τὴν πολλὴ ἀδυναµία θὰ ἀναγκαζόταν νὰ ἔχει συνεχῆ µέριµνα γιὰ τὸν ἑαυτό του. Ἀλλ΄ ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος, τὸν ἔκανε νὰ ζεῖ γιὰ τοὺς ἄλλους. Τελείωσε δὲ τὴν ζωή του, ἐργαζόµενος γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ψυχῶν µέχρι τελευταίας πνοῆς του.
Οἱ Ἅγιοι Δύο Μάρτυρες ἀπὸ τὴν Θρᾴκη
Βλέπε σχετικῶς τὴν 25η Ὀκτωβρίου.
Ὁ Ἅγιος Μαΐωρ
Ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ Διοκλητιανοῦ καὶ ὑπηρετοῦσε σὰν στρατιώτης στὸ λεγόµενο τάγµα τῶν Μαύρων. Ὅταν ἄρχισε ὁ διωγµὸς κατὰ τῶν χριστιανῶν, βρισκόταν µὲ τὸ τάγµα του στὴ Γάζα. Καταγγέλθηκε στὸν ἐκεῖ ἔπαρχο, ὅτι ἦταν χριστιανός. Ὅταν ῥωτήθηκε, µὲ θάῤῥος ὁµολόγησε καὶ ὁ ἴδιος ὅτι ἦταν καὶ θὰ παραµείνει χριστιανός. Τότε ὁ ἔπαρχος διέταξε τὸν ἄγριο βασανισµό του. Καὶ πέθανε, ἀφοῦ µαστιγώθηκε µέχρι θανάτου.
Ἡ Σύναξις τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου ἐν τοῖς Διακονίσσης
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ ἐν Θεσσαλονίκῃ
Στὶς 15 Φεβρουαρίου 1776 µαρτύρησε ὁ Ἰωάννης, ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴν Κωλακία (Κωλακία ἢ Κουλακιὰ εἶναι ἡ σηµερινὴ κωµόπολη Χαλάστρα ἢ Πύργος, δυτικά τῆς Θεσ/ νίκης) καὶ µαρτύρησε στὴ Θεσσαλονίκη. Ὁ Ἰωάννης συνέτρωγε κάποτε µὲ κάποιους Τούρκους, οἱ ὁποῖοι ξαφνικὰ σηκώθηκαν καὶ εἶπαν πὼς ὁ Ἰωάννης τοὺς εἶπε ὅτι θέλει νὰ γίνει Τοῦρκος. Αὐτὸς µὲ ὅλη του τὴν δύναµη φώναξε, ΟΧΙ. Αὐτοὶ τοῦ εἶπαν πὼς ναὶ ἀλλ΄ ὁ Ἰωάννης ξαναφώναξε, ΟΧΙ!!! Τότε µὲ τὴν βία τὸν ἔσυραν στὸ παζάρι (κεντρικὴ ἀγορά), ὅπου τὸν κρέµασαν καὶ στὴ συνέχεια τὸν πέταξαν στὴ θάλασσα. Ἔτσι ἔλαβε τὸ ἀµάραντο στεφάνι τοῦ µαρτυρίου.
Ὁ Ὅσιος Ἄνθιµος ὁ Βαγιάνος, ὁ ἐν Χίῳ (+ 1960)
Φεβρουάριος 16
Οἱ Ἅγιοι Πάµφιλος, Οὐάλης, Παῦλος, Σέλευκος, Πορφύριος, Ἰουλιανός, Θεόδουλος, Ἠλίας, ἄλλος Ἠλίας, Ἱερεµίας, Ἡσαΐας, Σαµουὴλ καὶ Δανιήλ
Ὅλοι οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ ἔζησαν στὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ. Τὸ ἐντυπωσιακὸ εἶναι ὅτι, ἐνῷ ὅλοι κατάγονταν ἀπὸ διαφορετικοὺς τόπους, ἦταν στενώτατα ἑνωµένοι µὲ τὸ σύνδεσµο τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης, ποὺ εἶναι ὁ µόνος ἄῤῥηκτος σύνδεσµος ἀγάπης καὶ δίνει ζωὴ σ΄ ὅλες τὶς ἀρετὲς τοῦ ἀγωνιζόµενου χριστιανοῦ. Μάλιστα, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τονίζει: «ἐπὶ πᾶσι δὲ τούτοις τὴν ἀγάπην, ἥτις ἐστι σύνδεσµος τῆς τελειότητας». Δηλαδή, πάνω σ΄ ὅλα αὐτὰ (τὰ καλὰ ἔργα) βάλτε τὴν ἀγάπη, ποὺ εἶναι σὰν κρίκος καὶ δένει ὅλες τὶς ἀρετὲς σὲ τέλειο σύνολο. Σὰν ἕνα τέτοιο ἁρµονικὸ σύνολο καὶ οἱ ἐνάρετοι αὐτοὶ ἄνθρωποι ἐργάζονταν στὴν Καισάρεια (τῆς Παλαιστίνης). Ἡ µπόρα, ὅµως, τοῦ διωγµοῦ (290) ἔπληξε καὶ αὐτοὺς καὶ ὁµολόγησαν µὲ θάῤῥος τὸ Χριστό, µπροστὰ στὸν ἔπαρχο Φιρµιλιανό. Καὶ οἱ µὲν Πάµφιλος, Οὐάλης, Παῦλος, Σελεύκιος, Ἠλίας, Ἱερεµίας, Ἡσαΐας, Σαµουὴλ καὶ Δανιήλ, µετὰ ἀπὸ φρικτὰ βασανιστήρια ἀποκεφαλίζονται ὁ ἕνας µετὰ τὸν ἄλλο. Ὁ δὲ Θεόδουλος πεθαίνει µὲ σταυρικὸ θάνατο. Καὶ τέλος, ὁ Πορφύριος, ποὺ ἦταν ὑπηρέτης τοῦ Ἁγίου Παµφίλου, καὶ ὁ Ἰουλιανός, ὅταν πῆγαν νὰ παραλάβουν τὰ λείψανα τῶν µαρτύρων, ὁ ἔπαρχος κατάλαβε ὅτι ἦταν κι αὐτοὶ χριστιανοὶ καὶ διέταξε νὰ τοὺς ῥίξουν στὴ φωτιά. Ἔτσι, ἑνώθηκαν καὶ αὐτοὶ µὲ τοὺς ὑπόλοιπους µάρτυρες καὶ προστέθηκαν ὅλοι µαζὶ στὸ χορὸ τῶν γενναίων ἀθλητῶν τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Ὅσιος Μαρουθᾶς ὁ ἐπίσκοπος καὶ οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες ποὺ µαρτύρησαν στὴν Περσία καὶ τὰ λείψανα τοὺς µεταφέρθηκαν στὴν Μαρτυρούπολη
Ὁ Ὅσιος Μαρουθᾶς (ποὺ ἦταν ἐπίσκοπος Ταγρίτης στὴ Μεσοποταµία) ἔζησε στὰ χρόνια του Μεγάλου Θεοδοσίου (379-395), ὁ ὁποῖος τὸν ἔστειλε κάποτε µὲ ἐπίσηµη ἐντολὴ στὸ βασιλιὰ τῶν Περσῶν (Ἰσδιγέρθη). Αὐτὸς αἰσθάνθηκε βαθὺ σεβασµὸ πρὸς τὸ Χριστιανὸ Ἐπίσκοπο, τοῦ ὁποίου θαύµασε τὸ ἦθος καὶ τὴν συµπεριφορά. Μάλιστα, ἔµεινε ὑποχρεωµένος ἀπέναντι στὸν Μαρουθᾶ, διότι ὁ Ὅσιος θεράπευσε τὴν βασιλοκόρη, ποὺ ἔπασχε ἀπὸ δαιµόνιο. Τὸν ῥώτησε τότε, ποιὰ χάρη ἤθελε ἀπ΄ αὐτόν. Ὁ ἐπίσκοπος Μαρουθᾶς ἀπάντησε, ὅτι τίποτα ἄλλο δὲν ζητοῦσε παρὰ µόνο νὰ τοῦ επιτραπεῖ νὰ κτίσει πόλη, στὴν ὁποία θὰ µεταφέρονταν τὰ λείψανα ὅλων τῶν Ἁγίων, ποὺ µαρτύρησαν στὴν Περσία. Ὁ βασιλιὰς δέχτηκε. Χορήγησε λοιπὸν τὴν ἀπαιτούµενη δαπάνη καὶ ἡ πόλη κτίστηκε, καὶ ὀνοµάστηκε Μαρτυρούπολη. Ἡ πόλη αὐτὴ βρίσκεται στὴ Μεγάλη Ἀρµενία πρὸς τὸν Νυµφαῖο ποταµό, ἔγινε µάλιστα µὲ τὸν καιρὸ καὶ ἐπισκοπικὴ ἕδρα. Ἀξιοσηµείωτο δὲ εἶναι ὅτι, ὕστερα ἀπὸ ἀρκετὰ χρόνια, ὁ ἐπίσκοπος Μαρουθᾶς πέθανε ἀκριβῶς τὴν ἐπέτειο τῆς ἡµέρας, ποὺ εἶχε ἐγκαινιάσει τὴν Μαρτυρούπολη. Τὴν ἡµέρα αὐτὴ τῆς µνήµης του συνεορτάζουµε καὶ τὸ σύνολο ἐκεῖνο τῶν µαρτύρων, γνωστῶν καὶ ἀγνώστων, ποὺ τὰ λείψανά τους κατέθεσε στὴν πόλη ἐκείνη. (Νὰ σηµειώσουµε ἐδῶ, ὅτι ὁ Ὅσιος Μαρουθας, συνέγραψε πολλὰ µαρτύρια τῶν συγχρόνων αὐτοῦ µαρτύρων, στὴ Συριακὴ γλῶσσα, δηµοσιευθέντα ὑπὸ τοῦ Ἀσσαµάνη).
Ὁ Ἅγιος Φλαβιανὸς Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
Ὁ Ἅγιος Φλαβιανὸς ἦταν πρεσβύτερος τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ σκευοφύλακας τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας. Διαδέχτηκε τὸν ἐπίσης Ἅγιο Ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως Πρόκλο κατὰ τὸ 447. Σὰν Ἀρχιεπίσκοπος ὁ Φλαβιανὸς καταδίκασε, µὲ τοπικὴ Σύνοδο ποὺ ἔγινε τὸ 448, τὴν πλάνη τοῦ ἀρχιµανδρίτου Εὐτυχοῦς, ποὺ ἔλεγε ὅτι ὁ Χριστὸς εἶχε µόνο θεία φύση, ἡ ὁποία ἀπεῤῥόφησε ἐντελῶς τὴν ἀνθρώπινη. Συγχρόνως δέ, ἡ Σύνοδος αὐτὴ καθαίρεσε καὶ ἀφόρισε τὸν Εὐτυχή. Ἀλλ΄ ὁ Εὐτυχής, µὲ τὴν ὑποστήριξη τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας καὶ τοῦ ἀναξίου Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Διοσκόρου, κατάφερε νὰ συγκροτηθεῖ, τὸν Αὔγουστο τοῦ 449 στὴνἜφεσο, Σύνοδος ἡ λεγόµενη λῃστρικὴ Σύνοδος. Κατὰ τὴν Σύνοδο αὐτή, ὅλα ἦταν προετοιµασµένα κατὰ τοῦ Φλαβιανοῦ, καὶ µάλιστα, ὄχλος µὲ ἐπικεφαλῆς ἀγρίους µοναχοὺς καὶ ὑπὸ τὴν ἀρχηγία ἑνὸς ῥασοφόρου τέρατος, τοῦ ἀρχιµανδρίτη Βαρσουµᾶ, εἰσέβαλαν στὴ Σύνοδο καὶ κακοποίησαν βαριὰ τὸν Φλαβιανό, ὁ ὁποῖος µετὰ τρεῖς ἡµέρες πέθανε ἀπὸ τὶς πληγές, ποὺ τοῦ προκάλεσαν οἱ φονεῖς του. Ἀλλὰ µετὰ δυὸ χρόνια, τὸ 451, στὴ Δ΄ Οἰκ. Σύνοδο, ἡ αἵρεση καταδικάσθηκε, ὁ Εὐτυχὴς ἀναθεµατίστηκε καὶ ὁ Διόσκορος καθαιρέθηκε. Τὸ δὲ λείψανο τοῦ Ἁγίου ἄνακοµισθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη, στὸ ναὸ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων.
Ὁ Ὅσιος Φλαβιανός
Ὁ Ὅσιος Φλαβιανὸς πῆγε στὴν κορυφὴ ἑνὸς ὄρους, ὅπου ἔκτισε ἕνα µικρὸ κελλί. Ἐκεῖ µέσα κλείστηκε καὶ πέρασε 60 ὁλόκληρα χρόνια, µὲ αὐστηρὴ νηστεία, προσευχὴ καὶ χωρὶς νὰ ἔλθει σὲ ἐπαφὴ µὲ κανέναν ἄνθρωπο. Ἀπὸ κάποιο µέρος ἔβγαζε µόνο τὰ χέρια του γιὰ νὰ παραλάβει τὴν τροφή του, ποὺ ἦταν βρεγµένα ὄσπρια µία φορὰ τὴν βδοµάδα. Ἔτσι ὁ Θεὸς τὸν προίκισε µὲ τὸ θαυµατουργικὸ χάρισµα, ποὺ µὲ τὴν προσευχή του, θανάτωσε µεγάλο δράκοντα, ἔδιωξε ἀπὸ κάποιο χωράφι τὶς ἀκρίδες ποὺ θὰ τὸ κατέστρεφαν, ἔβγαλε τὸ δαιµόνιο ἀπὸ κάποιον νέο καὶ τὸν µαστὸ κάποιας γυναίκας θεράπευσε ἀπὸ καρκίνο. Ἔτσι ἅγια ἀφοῦ ἔζησε παρέδωσε στὸν Θεὸ τὴν µακάρια ψυχή του.
Ὁ Ἅγιος Ῥωµανὸς ὁ νέος ὁσιοµάρτυρας
Βλέπε τὴν βιογραφία του στὶς 5 Ἰανουαρίου.
Φεβρουάριος 17
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Τήρων
Τήρων σηµαίνει νεοσύλλεκτος. σ᾿ αὐτὸ τὸ στράτευµα κατετάγη καὶ ὁ Θεόδωρος. Ἦταν ἀπὸ ἕνα χωριὸ τῆς Ἀµάσειας στὴ Μαύρη Θάλασσα, Χουµιαλῶν λεγόµενο. Κατὰ τοὺς διωγµοὺς τοῦ Διοκλητιανοῦ ἀναγκάζεται νὰ φύγει ἀπὸ τὸ στράτευµα, διότι ἦταν χριστιανός. Πηγαίνει στὴν πόλη Εὔχαιτα. Ἐκεῖ στὸ πυκνὸ δάσος, ποὺ ἦταν κοντὰ στὴν πόλη, εἶχε τὴν φωλιά του πελώριος καὶ φοβερὸς δράκος, ποὺ ἔκανε ἀπλησίαστο τὸ δάσος καὶ ἦταν πραγµατικὴ µάστιγα γιὰ τὴν περιοχή. Τότε ὁ Θεόδωρος, µὲ τὴν τόλµη καὶ τὴν σωµατικὴ δύναµη ποὺ τὸν διέκρινε, καθὼς καὶ µὲ τὴν ἐλπίδα στὸ Χριστὸ ὅτι θὰ τὸν βοηθήσει, εἰσχωρεῖ στὴν καρδιὰ τοῦ δάσους. Συναντάει τὸ δράκοντα, τὸν σκοτώνει καὶ ἀπαλλάσσει τὴν πόλη ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ φόβητρο. Μετὰ τὸ γεγονὸς αὐτό, ὁ Θεόδωρος µαθαίνει ὅτι συστρατιῶτες του χριστιανοὶ ἄρχισαν νὰ χάνουν τὸ θάῤῥος τους καί, προκειµένου νὰ πεθάνουν, πολλοὶ θυσίαζαν στὰ εἴδωλα. Ἀποφασίζει, λοιπόν, καὶ ἐπιστρέφει στὸ τάγµα του. Ἀγανακτεῖ ὅταν βλέπει τὰ βασανιστήρια τῶν χριστιανῶν καὶ µία νύκτα καίει ἕνα ξύλινο εἴδωλο τῆς θεᾶς Ῥέας. Ἔπειτα, φανερὰ πλέον, ἐνθαῤῥύνει τοὺς συστρατιῶτες του µὲ τὰ λόγια του Ἀπόστολος Παύλου: «Στήκετε ἐν τῇ πίστει, ἀνδρίζεσθε, κραταιοῦσθε». Δηλαδή, µένετε στερεοὶ καὶ ὄρθιοι στὴν πίστη. Ἀγωνιστεῖτε σὰν ἄνδρες γενναῖοι. Πᾶρτε δύναµη καὶ θάῤῥος, ποὺ προσφέρει ὁ µεγαλοδύναµος Θεός µας. Βέβαια, παράδειγµα ἔγινε ὁ ἴδιος ὁ Θεόδωρος, ὅταν µὲ καρτερία καὶ ψυχικὴ εὐφροσύνη ἀντιµετώπισε τὸ µαρτυρικό του θάνατο, µέσα σὲ πυρακτωµένο καµίνι.
Ἡ Ἁγία Μαριάµνη, ἀδελφὴ τοῦ Ἁγίου Φιλίππου τοῦ Ἀποστόλου
Χριστιανὴ καὶ αὐτή, εἶχε τὸν ἴδιο θεῖο ζῆλο µὲ τὸν ἀδελφό της. Φλεγόµενη ἀπὸ τὸν πόθο τῆς εὐρύτερης διάδοσης τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῆς σωτηρίας περισσότερων ψυχῶν, ἀκολούθησε ἐκεῖνον σὲ πολλὲς περιοδεῖες του βοηθῶντας τον στὸ φωτιστικὸ ἔργο του καὶ συµµεριζόµενη τοὺς κινδύνους του. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ ἀδελφοῦ της, ἀπτόητη ἡ Μαριάµνη ἐξακολούθησε τὴν ἀποστολική της ὑπηρεσία. Πρὸ πάντων ἔδρασε στὴν Λυκαονία, ὅπου τὰ κηρύγµατά της καὶ οἱ ἰδιαίτερες προσπάθειές της, ἔφεραν πολλὲς ψυχὲς στὴ χριστιανικὴ πίστη. Τὸ τέλος τῆς ὑπῆρξε ἥσυχο, ἡσυχότερη δὲ ἡ εὐσεβὴς συνείδησή της.
Ὁ Ὅσιος Θεοστήρικτος
Μᾶλλον εἶναι ὁ ἴδιος µε αὐτὸν ποὺ γιορτάζουµε στὶς 10 Νεοµβρίου. Ἀπὸ ἕνα Ἐξαποστειλάριο, ποὺ περισώθηκε στὸν Παρισινὸ Κώδικα 259 φ. 976, µαθαίνουµε ὅτι ἔζησε τὴν ἐποχὴ τῶν εἰκονοµάχων καὶ ἀγωνίστηκε ὑπὲρ τῶν ἁγίων εἰκόνων. Στὸν Συναξαριστὴ τοῦ Ἁγίου Νικοδήµου, σηµειώνεται ὅτι πέθανε εἰρηνικά.
Ἡ Εὕρεσις τῶν Λειψάνων τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ τοῦ Καλλικελάδου
Ὁ ἅγιος µάρτυρας Μηνᾷς ὁ Καλλικέλαδος µαρτύρησε στὰ χρόνια του βασιλιᾶ Μαξιµίνου (307-311). Στὰ χρόνια δὲ τοῦ φιλοχρίστου βασιλιᾶ Βασιλείου, φάνηκε τὴν νύκτα σὲ κάποιον ἄνθρωπο ὀνοµαζόµενο Φιλοµµάτη, ποὺ ἦταν στὴ στρατιωτικὴ σχολὴ τῶν Ἰκανάτων (Τὰ Ἰκανάτα ἦταν ἐκλεκτὸ σῶµα τῆς ἀνακτορικῆς φρουρᾶς τοῦ Βυζαντίου, διοικούµενο ἀπὸ ἄνδρες τῆς ἀπόλυτης ἐµπιστοσύνης τοῦ αὐτοκράτορα). Καὶ λέει σ᾿ αὐτόν, ὅτι εἶναι ὁ Μηνᾶς ὁ Καλλικέλαδος καὶ κρύβεται κάτω στὴ γῆ στὸ µέρος τοῦ γιαλοῦ, ὅπου εἶναι ἡ ἀκρόπολη. Ἔδειχνε µάλιστα µὲ τὸ δάκτυλό του καὶ τὸν τόπο. Ὁ Φιλοµµάτης τότε σηκώθηκε πολὺ πρωὶ καὶ εἶπε τὴν ὀπτασία του µὲ λεπτοµέρεια στὸν φίλο του Μαρκιανὸ τὸν νουµέριο. Ἐκεῖνος µὲ τὴν σειρά του τὸ εἶπε στὸν βασιλιὰ καὶ ἀµέσως ἐστάλησαν στρατιῶτες στὸν τόπο αὐτό, ὅπου ἔσκαψαν καὶ βρῆκαν σιδερένια θήκη, ποὺ µέσα ἦταν τὸ λείψανο τοῦ Μάρτυρα, καὶ πάνω σ᾿ αὐτὴν ἦταν χαραγµένα γράµµατα, ποὺ φανέρωναν τὴν χρονολογία ποὺ τοποθετήθηκε τὸ λείψανο. Τετρακόσια χρόνια, ὑπολόγισαν, ὅτι εἶχαν περάσει ἀπὸ τότε. Ὁπότε ὅλο τὸ πλῆθος εὐχαρίστησε καὶ δόξασε τὸν Θεό.
Οἱ Ἅγιοι Μαρκιανὸς καὶ Πουλχερία οἱ Βασιλεῖς
Ἡ Πουλχερία γεννήθηκε 19 Ἰανουαρίου καὶ ἦταν θυγατέρα τοῦ Βασιλιᾶ Ἀρκαδίου καὶ ἐγγονὴ τοῦ Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου. Ὁ Μαρκιανὸς παντρεύτηκε τὴν Πουλχερία, καὶ διαδέχθηκε στὸ θρόνο τὸν ἀδελφό της Θεοδόσιο τὸν Β´, τὴν 25η Αὐγούστου τοῦ 450. Ἦταν ἄνδρας εὐσεβέστατος - καταγόταν ἀπὸ τὴν Θρᾴκη - καὶ ἔγινε µαζὶ µὲ τὴν γυναῖκα του Πουλχερία, θερµὸς προστάτης τῆς Ἐκκλησίας. Συνεκάλεσε µάλιστα, τὴν Δ´ Οἰκουµενικὴ Σύνοδο στὴ Χαλκηδόνα, στὴν ὁποία καὶ προήδρευσε µαζὶ µὲ τὴν Πουλχερία. Ἔτσι συνετέλεσε στὴν εἰρήνευση τῆς Ἐκκλησίας, καταδικάζοντας τοὺς αἱρετικοὺς Εὐτυχὴ καὶ Διόσκορο, τῶν ὁποίων τὶς πλάνες ἀναφέραµε στὴ βιογραφία του Ἁγίου Φλαβιανοῦ (16 Φεβρουαρίου). Ἡ Πουλχερία πέθανε σὲ ἡλικία 54 ἐτῶν τὴν 10η Σεπτεµβρίου τοῦ 453, ὁ δὲ Μαρκιανὸς τὸ 457. Ἔφυγαν δὲ καὶ οἱ δυό, µὲ τὴν συνείδηση ἀναπαυµένη, ὅτι ξεπλήρωσαν µὲ τὸν ἱερώτερο τρόπο τὰ βασιλικά τους καθήκοντα, τόσο πρὸς τὸ κράτος, ὅσο καὶ πρὸς τὴν Ὀρθόδοξη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία. Ὁ θάνατός τους προκάλεσε µεγάλο πένθος, καὶ εἰλικρινῆ δάκρυα ἔτρεξαν στὶς κηδεῖες τους.
Ὁ Ὅσιος Αὐξίβιος (ἢ κατ᾿ ἄλλους Εὐξίφιος) ἐπίσκοπος Σόλων τῆς Κύπρου
Ἔζησε στὰ ἀποστολικὰ χρόνια. Γιὸς πλούσιας εἰδωλολατρικῆς οἰκογένειας τῆς Ῥώµης, εἶχε γνωρισθεῖ µὲ χριστιανοὺς τῆς Ῥώµης, ποὺ τὸν κατηχοῦσαν τὸν λόγο τοῦ Εὐαγγελίου. Ὅταν οἱ γονεῖς του θέλησαν νὰ τὸν παντρέψουν µὲ εἰδωλολάτρισσα, ἀναχώρησε κρυφὰ ἀπὸ τὴν Ῥώµη καὶ πῆγε στὴν Κύπρο. Ἐκεῖ βρισκόταν τότε ὁ Ἀπόστολος Βαρνάβας καὶ ὁ νεαρὸς τότε Μᾶρκος, ὁ µετέπειτα Εὐαγγελιστής, ποὺ κήρυττε τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Αὐξίβιος παρακολούθησε τὰ κηρύγµατά του καὶ βαπτίστηκε. Ἔγινε µάλιστα Ἱερέας τοῦ Σόλους τῆς Κύπρου (πόλη ἀρχαία της Κύπρου, ὁµώνυµη ὑπῆρχε στὴν Κιλικία), ὅπου ἐργάστηκε µὲ πολὺ ἀποστολικὸ ζῆλο. Σὲ κάποια µάλιστα δηµόσια διδασκαλία του, συναντήθηκε µὲ τὸν ἀδελφό του Θεµισταγόρα καὶ τὴν γυναῖκα του, ποὺ εἶχαν γνωρίσει στὴν Ῥώµη τὸν χριστιανισµὸ καὶ ἦλθαν νὰ τὸν συναντήσουν. Ἡ χαρὰ ἦταν µεγάλη. Ἀφοῦ τοὺς κατήχησε µὲ µεγάλη ἀκρίβεια, τοὺς ἔκανε ἀχώριστους συνεργάτες του στὴν εὐαγγελική του ἀποστολή. Καρπὸς τῆς συνεργασίας αὐτῆς ἦταν ἡ θαυµάσια διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου σ᾿ ὅλη τὴν πόλη καὶ τὰ περίχωρα τῶν Σόλων.
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Νέος ἡ Βυζάντιος
Γεννήθηκε στὸ Νεοχώρι τοῦ Βυζαντίου τὸ 1774 ἐπὶ Βασιλείας τοῦ σουλτάνου Μαχµούτ, ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς χριστιανοὺς τὸν Χατζὴ Ἀναστάσιο καὶ τὴν Σµαραγδή. Ἀπὸ παιδὶ ἀφοσιώθηκε στὰ ἱερὰ γράµµατα καὶ ἔµαθε τὴν τέχνη τῆς ζωγραφικῆς. Ὑπηρετοῦσε κοντὰ σ᾿ ἕναν ζωγράφο στὸ παλάτι τοῦ σουλτάνου καὶ ὅπως ἦταν νεαρὸς µέσα στὶς ἡδονές, παρασύρθηκε καὶ ἀλλαξοπίστησε µὲ ἀντάλλαγµα τιµὲς καὶ ἀξιώµατα. Μετὰ τρία χρόνια, ἔπεσε πανώλη στὸ παλάτι τοῦ σουλτάνου καὶ ὁ Θεόδωρος συναισθάνθηκε τὸ ἁµάρτηµά του. Καταφρόνησε τότε τιµὲς καὶ ἀξιώµατα καὶ µεταµφιεσµένος δραπέτευσε στὴ Χίο. Ἐκεῖ χειραγωγήθηκε ἀπὸ κάποιον πνευµατικὸ καὶ πῆρε τὴν µεγάλη ἀπόφαση τοῦ µαρτυρίου. Ἀφοῦ προετοιµάσθηκε καλά, κοινώνησε τῶν ἀχράντων µυστηρίων καὶ µαζὶ µὲ ἕναν πνευµατικό του ἀδελφὸ πῆγε στὴ Μυτιλήνη. Ἐκεῖ παρουσιάστηκε στὸν κριτὴ καὶ ὁµολόγησε µὲ θάῤῥος καὶ χαρὰ τὴν πίστη στὸν Χριστό, ἀφοῦ πέταξε κάτω τὸ τούρκικο σαρίκι ποὺ ἐπίτηδες εἶχε φορέσει. Ξαφνιασµένος ὁ κριτής, διέταξε τὴν ἄµεση φυλάκισή του καὶ νὰ τὸν µαστιγώσουν ἀνελέητα. Δεκαπέντε Τοῦρκοι τὸν µαστίγωναν συγχρόνως. Ἀλλὰ ὁ Θεόδωρος ἐπέµενε νὰ ὁµολογεῖ τὸν Χριστό. Τότε µία σειρὰ φρικιαστικῶν βασανιστηρίων ἀκολούθησαν, ποὺ καὶ µόνη ἡ ἀναφορά τους ἀηδιάζει τὸν ἀναγνώστη. Στὸ τέλος τὸν κρέµασαν τὴν 17η Φεβρουαρίου 1795 στὴ Μυτιλήνη. Μετὰ τρεῖς ἡµέρες, οἱ Χριστιανοὶ πῆραν ἄδεια καὶ κήδευσαν τὸ µαρτυρικό του λείψανο µὲ τιµὲς στὸν ναὸ τῆς Παναγίας Χρυσοµαλλούσης. Ἡ δὲ Μυτιλήνη τὸν ἔκανε Πολιοῦχο της.
Ὁ Ἅγιος Μιχαὴλ ὁ Μαυροειδῆς ἀπὸ τὴν Ἀδριανούπολη
Δὲν ἔχει καµιὰ σχέση µὲ τὸν νεοµάρτυρα Μιχαὴλ τὸν Μαυρουδὴ ἀπὸ τὴν Γρανίτσα Ἀγράφων (10 Μαρτίου). Ὁ νεοµάρτυρας αὐτὸς ἦταν ἀπὸ τοὺς ἐπιφανεῖς καὶ πλούσιούς της Ἀδριανουπόλεως της Θρᾴκης καὶ συκοφαντήθηκε στὸν δικαστὴ τῆς πόλης ἀπὸ φανατικοὺς Τούρκους, ὅτι περιφρόνησε τὸ ὄνοµα τοῦ Θεοῦ τους. Ὁ δικαστής, ποὺ γνώριζε καλὰ τὴν ἐντιµότητα τοῦ Μιχαήλ, τὸν ἀπάλλαξε ἀπὸ κάθε κατηγορία. Ἀλλ᾿ οἱ συκοφαντοῦντες ἀπείλησαν τὸν δικαστή, ὅτι θὰ τὸν καταγγείλουν στὸν Σουλτάνο, ἐπειδὴ δὲν ὑπερασπίζεται τὴν πίστη τους. Ὁ δικαστὴς φοβήθηκε καὶ φυλάκισε τὸν Μιχαήλ, ἀφοῦ ἐνηµέρωσε τὸν Σουλτάνο καὶ περίµενε ἀπ᾿ αὐτὸν ἀπόφαση. Ἡ διαταγὴ ἦλθε καὶ ἔλεγε: ἢ νὰ ἀλλαξοπιστήσει ἢ νὰ καεῖ ζωντανός. Ὁ δικαστὴς προσπάθησε τότε µὲ κολακεῖες καὶ ἀπειλὲς νὰ ἀλλάξει τὸ φρόνηµα τοῦ Μιχαήλ. Ἀλλὰ µάταια. Ὁ Μιχαὴλ παρέµενε σταθερὸς στὴ χριστιανική του πίστη. Τότε σύµφωνα µὲ τὴν διαταγή, τὸν ἀποκεφάλισαν καὶ τὸ τίµιο σῶµα του τὸ ἔκαψαν στὶς 17 Φεβρουαρίου, τέλη τοῦ 15ου αἰῶνα.
Ὁ Ἅγιος Ἐρµογένης, Πατριάρχης Μόσχας (+ 1612)
Φεβρουάριος 18
Ὁ Ἅγιος Λέων Πάπας Ῥώµης
Ὁ Λέων ἔζησε στὰ χρόνια τῶν βασιλέων Μαρκιανοῦ καὶ Πουλχερίας (450). Ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς µεγάλους προµάχους καὶ ὑποστηρικτὲς τῆς ὀρθόδοξης ἀλήθειας. Ὅταν ἔγινε ἡ Δ´ Οἰκουµενικὴ Σύνοδος στὴ Χαλκηδόνα, ἡ ἔµµεση συµµετοχή του ὑπῆρξε ζωτικῆς σηµασίας γιὰ τὴν ἀντιµετώπιση τῶν Μονοφυσιτῶν. Ἔστειλε σ᾿ αὐτὴν τέσσερις ἀντιπροσώπους του καὶ µία ἐπιστολὴ ποὺ ἀπευθυνόταν στὴ Σύνοδο (γιὰ τὴν ἀκρίβεια ἡ ἐπιστολὴ τοῦ ἁγίου Λέοντος εἶχε σταλεῖ τρία (3) χρόνια πρὶν στὸν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Φλαβιανὸ καὶ ἀνεγνώσθη στὴ Σύνοδο. Εἶναι δὲ γνωστὴ ὡς «Τόµος τοῦ Λέοντος»). µ᾿ αὐτὴ καθόριζε µὲ πλήρη ἀκρίβεια καὶ ἀλήθεια τὶς δυὸ φύσεις τοῦ Χριστοῦ. Τὴ θεία καὶ τὴν ἀνθρώπινη. Ἡ ἐπιστολὴ ἀκούστηκε µὲ ἐνθουσιασµὸ καὶ ἄρεσε πάρα πολὺ στὰ µέλη τῆς Συνόδου καὶ στὸ βασιλιὰ Μαρκιανό. Ἡ χρησιµότητά της ἦταν µεγάλη στὴ διεξαγωγὴ τῶν συζητήσεων καὶ στὴ διατύπωση τῶν ὄρων, γιὰ τὴν ἀπόφαση τῆς Συνόδου. Ἔτσι ὁ Λέων, µὲ «τὴν µάχαιραν τοῦ Πνεύµατος, ὃ ἐστι ῥῆµα Θεοῦ», δηλαδὴ µὲ τὸ µαχαῖρι τοῦ Πνεύµατος, ποὺ εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἔστω καὶ ἔγγραφος στὴν περίπτωση αὐτή, ἔγινε ἀπὸ τὰ λαµπρότερα ὄπλα, γιὰ τὴν συντριβὴ τῆς πλάνης τῶν αἱρετικῶν. Ὁ Λέων, ποὺ διακρινόταν γιὰ τὴν ἐπιστηµονικὴ καὶ θεολογική του ἱκανότητα, ἄφησε ἀρκετὲς ὁµιλίες, ποὺ εἶναι γραµµένες µὲ πολλὴ γλαφυρότητα καὶ δύναµη. Ὑπάρχει ὅµως καὶ µία ἄλλη ἐκδοχὴ τῆς βιογραφίας του, αὐτὴ τοῦ Σ. Εὐστρατιάδη, ποὺ παραθέτουµε ὅπως ἀκριβῶς εἶναι γραµµένη: «Ἐγενήθη ἐν Ῥώµῃ περὶ τὰ τέλη τοῦ δ´ αἰῶνος, ἐπὶ δυὸ παπῶν διατελέσας διάκονος τοῦ Καλλίστου καὶ Σήξτου, ὃν καὶ διεδέχθη εἰς τὸν θρόνον τὴν 29η Σεπτεµβρίου τοῦ 440. Ὑπῆρξεν εἷς τῶν ἀπολυταρχικωτέρων παπῶν, ὑποστηρίξας µετὰ πείσµατος τὸ παπικὸν πρωτεῖον καὶ ἀντιταχθεὶς κατὰ τῆς ἀποφάσεως τῆς Δ´ ἐν Χαλκηδόνι συνόδου (451) χορηγησάσης διὰ τοῦ κη᾿ Κανόνος αὐτῆς τὰ ἴσα πρεσβεῖα τῷ πατριάρχῃ Κωνσταντινουπόλεως µὲ τὸν ἐπίσκοπον Ῥώµης. Ἔκτοτε µέχρι τοῦ νῦν δὲν ἔπαυσαν οἱ πάπαι τὰ πρωτεῖα ἐπὶ τῆς καθόλου ἐκκλησίας διεκδικοῦντες, πολλῶν κακῶν γενόµενοι τῇ ἐκκλησίᾳ πρόξενοι. Τὴν κατάταξιν αὐτοῦ µεταξὺ τῶν ἁγίων τῆς ἡµετέρας ἐκκλησίας ὀφείλει ὁ Λέων εἰς τὴν δογµατικὴν ἐκείνην ἐπιστολὴν (ιδ. Migne PG. 54, 755-781), τὴν ὁποίαν ἀπέστειλεν εἰς τὴν ἐν Χαλκηδόνι Δ´ Οἰκουµενικὴν Σύνοδον ἐναντίον τῶν Μονοθελητῶν καὶ Μονοφυσιτῶν, ἧς τὸ περιεχόµενον ἐγένετο µετ᾿ ἐνθουσιασµοῦ δεκτὸν ἀπὸ µέρους τῶν παρευρεθέντων πατέρων. Ἀπέθανε τῇ 10ῃ Νοεµβρίου 460).
Οἱ Ἅγιοι Λέων καὶ Παρηγόριος ποὺ µαρτύρησαν στὰ Πάταρα τῆς Λυκίας
Ἦταν καὶ οἱ δυὸ ἀχώριστοι φίλοι, µία ψυχὴ σὲ δυὸ σώµατα ὅπως θὰ ἔλεγε ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ τὸν Μέγα Βασίλειο. Ὅταν λοιπὸν ὁ Παρηγόριος πέθανε µετὰ ἀπὸ πολλὰ βασανιστήρια, ποὺ ὑπέστη γιὰ τὴν χριστιανικὴ πίστη, ὁ Λέων, ἀπαρηγόρητος γιὰ τὴν στέρηση τοῦ φίλου του καὶ ποθῶντας τὸ ἔνδοξο τέλος του, ἤθελε καὶ αὐτὸς τὸ γρηγορότερο τὸν δρόµο τοῦ µαρτυρίου. Καὶ ἡ εὐκαιρία βρέθηκε. Κάποτε γινόταν πανηγύρι τῶν εἰδωλολατρῶν µὲ ὅλους τοὺς συνηθισµένους θορύβους καὶ ἀπρεπεῖς διασκεδάσεις. Ὁ Λέων πλησίασε ἐκεῖ, µπῆκε στὸ ναό, πῆρε στὰ χέρια του τὰ ἀναµµένα ἐκεῖ πήλινα λυχνάρια καὶ τὰ συνέτριψε κάτω στὴ γῆ. Συγχρόνως δὲ ἔψαλλε ὕµνους πρὸς τὸν Θεό. Ἀµέσως τότε τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν βασάνισαν σκληρὰ µὲ µαστίγια ἀπὸ νεῦρα βοδιῶν. Ἔπειτα οἱ βασανιστές του τὸν ἔσυραν σὲ κρηµνώδη τόπο, ποὺ κάτω ὑπῆρχε φαράγγι καὶ στὸ βάθος διακρινόταν ξηροπόταµος. Ὅταν ἔφτασαν ἐκεῖ, ὁ Λέων µὲ ὅλες του τὶς δυνάµεις κατόρθωσε νὰ προσευχηθεῖ καὶ ἀµέσως τότε παρέδωσε τὸ πνεῦµα του στὸν Θεό. Ἀλλ᾿ ἡ λύσσα τῶν δηµίων του δὲν ἱκανοποιήθηκε µὲ τὸν θάνατό του. Ἀφοῦ ἔσυραν τὸ λείψανό του στὴν ἄκρη τοῦ γκρεµοῦ, ἀπὸ ἐκεῖ τὸ ἔριξαν µὲ δύναµη στὸ χάος τοῦ φαραγγιοῦ. Ἔτσι τὸ σῶµα τοῦ Ἁγίου µπορεῖ νὰ ἔπεφτε µέσα στὸ φαράγγι, ἀλλ᾿ ἡ ψυχή του πετοῦσε στὸν οὐρανό, ὅπου θὰ συναντοῦσε τὸν ἐγκάρδιο φίλο του στὴν αἰώνια δόξα τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Ὅσιος Ἀγαπητὸς ὁ Ὁµολογητὴς καὶ θαυµατουργὸς Ἐπίσκοπος Συναοῦ
Ἦταν χριστιανικὸ γέννηµα τῆς Καππαδοκίας καὶ εἶχε εἰσέλθει κατὰ τὴν νεανική του ἡλικία σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ ἐκεῖ Μοναστήρια. Ἐκεῖ ζοῦσε µὲ πνεῦµα διακονίας, προθυµότατος στὶς ὑπηρεσίες καὶ σὰν ὁ τελευταῖος ἀπ᾿ ὅλους. Ἐπὶ βασιλέως Λικινίου στρατεύθηκε, καὶ ὅταν καταδιώχθηκαν οἱ χριστιανοί, ὑποβλήθηκε σὲ βασανιστήρια. Ἐπειδὴ ὅµως διὰ τῆς προσευχῆς, θεράπευσε κάποιο δαιµονισµένο µέλος οἰκογενείας ποὺ ἦταν πολὺ κοντὰ στὸ Μεγάλο Κων/νο, ὁ Ἀγαπητὸς πέτυχε ἄδεια ἀπαλλαγῆς ἀπὸ τὸ στρατό. Ἐπιδόθηκε τότε, στὶς ἱερὲς µελέτες καὶ τὴν ὑπηρεσία τοῦ Εὐαγγελίου. Ὁ ἐπίσκοπος ὅµως τῆς πόλης Σιναοῦ πληροφορήθηκε τὰ χαρίσµατά του καὶ τὸν χειροτόνησε Ἱερέα. Μετὰ δὲ τὸ θάνατο τοῦ ἐπισκόπου, λαὸς καὶ κλῆρος ἐξέλεξαν διάδοχό του τὸν Ἀγαπητό. Ἀπὸ τὴν νέα του θέση ὁ Ἀγαπητὸς ἦταν ὁ τύπος τῶν πιστῶν, ὁ διδάσκαλος καὶ ὁ πατέρας τους. Φώτιζε µὲ τὸ λόγο του, οἰκοδοµοῦσε µὲ τὸ παράδειγµά του, παρηγοροῦσε καὶ στήριζε, περιέθαλπε καὶ βοηθοῦσε, ὄχι µόνο κατὰ δύναµιν, ἀλλὰ καὶ ὑπὲρ δύναµιν. σ᾿ αὐτὲς τὶς ἅγιες ἀσχολίες τὸν βρῆκε ὁ θάνατος, ὁ ὁποῖος τοῦ ἅπλωσε τὴν γέφυρα, διὰ τῆς ὁποίας µεταβιβάστηκε ἀπὸ τὴν πρόσκαιρη ζωὴ στὴν αἰώνια.
Οἱ Ἅγιοι Ἀγρίππας, Βικτωρῖνος, Δωρόθεος καὶ Θεόδουλος
Εἶναι γνωστοὶ µὲ τὴν ἀναφορά τους στὸ ὑπόµνηµα τοῦ πιὸ πάνω ὁσίου Ἀγαπητοῦ. Ὅτι δηλαδὴ εἶδε τὸ µαρτύριό τους καὶ ἤθελε νὰ γίνει κοινωνὸς αὐτοῦ. Τίποτα ἄλλο δὲν γνωρίζουµε γιὰ τὴν ζωή τους.
Ὁ Ἅγιος Πιούλιος
Μαρτύρησε διὰ ξίφους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου