Για να γνωρίσουµε σ’ ένα βαθµό πως σκέφτονταν και πως ένιωθαν οι αρχαίοι έλληνες, έχουµε δύο µόνο τρόπους, την αρχαιολογία και τη φιλολογία. Η αρχαιολογία αποκαλύπτει και µελετά τις κατασκευές, ιδιαίτερα τις αρχιτεκτονικές κατασκευές, τελικά όµως µε τη βοήθειά της όλοι εµείς βλέπουµε, θαυµάζουµε και απολαµβάνουµε το ύφος που προβάλλουν αυτά τα έργα. η φιλολογία µε τα έργα της σκέψης και της τέχνης, που διαβάζει και ερµηνεύει αποκαλύπτει τα βάθη των καρδιών και των σκέψεων των αρχαίων µας προγόνων.
Οι θεοί για τους αρχαίους Έλληνες βρίσκονται μέσα στον κόσμο-η έννοια της ενδοκοσμικότητας του θείου-και πρέπει να αποκαλύπτονται με κάποιες από τις μορφές αυτού του κόσμου. Το άυλο και άμορφο είναι για τον ελληνισμό ταυτόσημο με το ανύπαρκτο. Ωστόσο η δύναμη των Θεών επί των ανθρώπων , παρ’ όλη την κοσμική μορφή τους και την συμμόρφωση του με τους νόμους της κοσμογονίας ,εκφράζει την ανάγκη να υπάρχει μια διαφορά ανάμεσα στους θεούς και τους ανθρώπους ως επίσης και μια καθαρά φυσική διάκριση, αφού οι θεοί δεν πεθαίνουν όπως οι άνθρωποι. Επειδή η απάντηση θα πρέπει να είναι καθαρά ορθολογική, μιας και το υπερβατικό συνεχίζει να είναι ανύπαρκτο, δίνεται με την παρακάτω υποθετική συνάρτηση : Αν οι θεοί είναι αθάνατοι, αυτό οφείλεται στο ότι, η τροφή τους είναι διαφορετική από αυτή των ανθρώπων. Εδώ γίνεται λοιπόν η εισαγωγή της αμβροσίας (από το στερητικό α- και τη λέξη βροτός =θνητός ), ως τροφή των Θεών, η οποία μέσα στα πλαίσια της ενδοκοσμικότητας ερμηνεύει για πρώτη φορά, ορθολογικά πλέον, την αθανασία των Ελλήνων θεών. Η Ιδέα της αθανασίας, αποτελεί στόχο έρευνας των φιλοσοφικών συστημάτων της Προσωκρατικής Φιλοσοφίας. Στην πραγματικότητα προάγουν την θεολογία των « πρώτων Ελλήνων θεολογησάντων », κατά τη μαρτυρία του Αριστοτέλη. Η πιο υψηλή ιδέα και αρχή της Αρχαίας 'Ελληνικής Θρησκείας είναι ή ιδέα της αρχής της απόλυτης ενότητας του Θείου και της αθανασίας. Στα μάτια τών Αρχαίων Ελλήνων , η αθανασία είναι μέσα στη φύση καί την ουσία, των θεών του Ολύμπου. Οι θεοί του Ελληνικού κόσμου οι θεοί της αιώνιας ουσίας και ψυχής του Ελληνικού Όντος, είναι αθάνατοι. Και δεν είναι μόνο οι θεοί του Ελληνικού Ολύμπου αθάνατοι, αλλά θέλουν να χαρίζουν την αθανασία καί σ' όλους τους θνητούς πού αγαπούν προπάντων δε, στους ήρωες. Ο Γανυμήδης, ο ωραιότερος απ' τό ανθρώπινο Γένος, αρπά¬ζεται στις κορυφές του Ολύμπου από τον Δία καί ζει εκεί απάνω μαζί με τούς αθάνατους θεούς (ως αθάνατος). Η Καλυψώ υπόσχεται στον Οδυσσέα, να τον κάνει αθάνατο, αν θελήσει να μείνει κοντά της για πάντα. Οι θεοί χαρίζουν στο Μενέλαο τήν αθανασία, στέλνοντας τον μετά τό θάνατο του στα Ηλύσια πεδία, για να ζήσει εκεί, σ' αιώνια ευδαιμονία. Με ένα τέτοιο ποικιλόμορφο τρόπο, με την μορφή του αντιδώρου, η αθανασία μεταπηδά από το θείο στο φυσικό, πάντα όμως μέσα στα θεμιτά πλαίσια της κοσμογονίας.
Οι κατασκευές τους δείχνουν µια καλαισθησία µοναδική στον κόσµο και δίκαια ο κόσµος όλος θαυµάζει την κλασσική αρχαιότητα για την υψηλή αισθητική της. Βέβαια οι περισσότερες, όλες σχεδόν οι απεικονίσεις τους είναι θρησκευτικές και προπαντός παράσταιναν τους θεούς των. Απ’ αυτό προκύπτει ένας ανθρωποµορφισµός της θεολογίας των, ένας µορφικός εξανθρωπισµός του Θεού. Η γη µας έχει πολύ µάρµαρο και µάλιστα κάτασπρο και οι καλλιτέχνες µας ακόµα περισσότερη καλαισθησία και µαστοριά κι έτσι ο κόσµος ο υπερβατικός παραστάθηκε πανέµορφος µολονότι βέβαια πολύ πολύ ανθρώπινος. Η φιλολογία τώρα θα µας δείξει αν αυτός ο κόσµος των θεών που παρέτησαν είχε πέραν από την αισθητική του και φιλάνθρωπη ενέργεια, υψηλό ηθικό παράδειγµα, αν παρηγορούσε δηλαδή τις ψυχές των ανθρώπων. Οι αρχαιότερες πηγές θρησκευτικής έκφρασης του αρχαίου κόσµου είναι οι Ορφικοί ύµνοι. Μπορεί να έφτασαν ως εµάς οι 89 Ορφικοί ύµνοι µε γλωσσική µορφή του 6ου π.Χ. αιώνος (άλλοι θεωρούν την καταγραφή τους πολύ µεταγενέστερη, του 2ου µ.Χ. αιώνος), η αρχική τους σύνθεση όµως πρέπει να ήταν πολύ παλιότερη, ίσως και του 14 π.Χ. αιώνος. Σ’ αυτά λοιπόν τα πανάρχαια, στο περιεχόµενό τους τουλάχιστον, θρησκευτικά κείµενα οι θεοί – πολλοί θεοί! – υµνούνται και υπερυψούνται από τους ανθρώπους και οι άνθρωποι ζητούν και παρακαλούν να τους δώσουν οι θεοί «ηδύν βίον», «ειρήνην, υγιείαν», «ευόλβον βίοτον», «καρποφόρους όµβρους» «κόρον» «ευκάρπους γενέσεις» και άλλα παρόµοια. Ζητούν δηλαδή γλυκιά ζωή, πλούτο, υγεία, χορτασιά, γεννήµατα κ.λ.π. Αµέσως µετά έρχονται οι αιτήσεις «γλυκερήν βιότοιο τελευτήν», «βιότου τέλος εσθλόν», «τέλος ηδύ», «βιοτής τέλος εσθλόν» και άλλα παρόµοια, δηλ. οι άνθρωποι ζητούν ένα καλό τέλος του βίου. Και όλες οι άλλες αιτήσεις είναι για τέτοια αγαθά, ούριο άνεµο και βροχές. Το ακρότατο της ευτυχίας είναι να φτάσει κανείς στα βαθιά γηρατειά όπως λένε στην προσευχή προς τον θάνατο «γέρας εσθλόν εν ανθρώποισι το γήρας» δηλαδή «πολύτιµο δώρο στους ανθρώπους να φτάσουν στο γήρας».
Η µια όψη για τους θεούς, λοιπόν, είναι αυτή, ότι οι θεοί δηλαδή διαθέτουν τα δώρα της επιβίωσης των ανθρώπων και οι άνθρωποι µε ικεσίες και θυσίες τα ζητούν. Αυτή η όψη είναι η συνειδητή θρησκευτικότητα των ανθρώπων, που βλέπουν τους θεούς, όπως θα τους ήθελαν κι όπως θα τους καταλάβαιναν µε την κοινή λογική των βιοτικών αναγκών τους.
Την ίδια εποχή οι Ορφικές ιστορίες αναφέρουν ότι ο Ζευς έσµιξε µε τη δεύτερη από τις αδελφές του, τη ∆ήµητρα. Καρπός αυτής της ένωσης ήταν η Περσεφόνη. Άλλη από τις απόκρυφες ιστορίες διηγείται ότι ο Ζευς απήγαγε τη μάνα του τη Ρέα και οι δυο ενώθηκαν μεταμορφωμένοι σε φίδια. Κατόπιν ο Ζευς µε τη μορφή φιδιού πάλι ξεπλάνεψε την κόρη του την Περσεφόνη και το παιδί που γεννήθηκε απ’ αυτή την αιμομιξία ήταν ο Διόνυσος. Όποιος διαβάσει την αρχαία Ελληνική µυθολογία, θα σκανδαλιστεί από τις αιµοµιξίες, τις παιδοφονίες , τις παιδεραστίες, τις κάθε λογής απάτες και φρικτές εκδικήσεις, τερατογενέσεις και πολλά τέτοια, που µαυρίζουν της ψυχή σαν ένα πολύ κακό όνειρο. Κι αυτά όλα αποτελούν τις ιστορίες των θεών! Θα µπορούσε να πει κανείς πως αυτοί οι τέτοιοι θεοί δεν θα είχαν καµµιά έγνοια για τους ανθρώπους παραδοµ ένοι καθώς ήταν στ’ αχαλίνωτα και αβυσσαλέα πάθη τους. Αυτή η δεύτερη όψη της Ορφικής θεολογίας οργίαζε κάτω από τη συνείδηση και µαρτυρούσε µια µαύρη δαιµονική αρχέτυπη εικόνα για τους θεούς των αρχαίων Ελλήνων. Γι’ αυτό αυτές τις Ορφικές θεολογίες δεν τις έλεγαν ανοιχτά, αλλά τις κουβέντιαζαν µυστικά στα Ελευσίνια µυστήρια. Αυτή η θεολογία ήταν η µυστική θεολογία των αρχαίων Ελλήνων και την έπαιρναν πολύ στα σοβαρά, γιατί οι συνέπειές της στα ήθη των ανθρώπων φάνηκαν πολύ νωρίς. Όλες ανεξαιρέτως οι ιστορίες των πανάρχαιων αρχοντικών οικογενειών µέχρι το τέλος της Μυκηναϊκής εποχής είχαν ιστορίες παρόµοιες µε τις Ορφικές ιστορίες των θεών τους. Είναι σ’ όλους γνωστή η ιστορία του Σίσυφου του πονηρότατου Κορίνθιου, που κατάφερνε να ξεγελά και τους θεούς. Όταν πέθανε καταδικάστηκε στον Άδη να ανεβάζει µια µεγάλη πέτρα σ’ ένα βουνό σαν τον Ακροκόρινθο κι εκείνη, όταν έφτανε ψηλά, του ξέφευγε και ξανακυλούσε κάτω. Ακουστός επίσης είναι και ο Τάνταλος, βασιλιάς της Λυδίας, που κάλεσε σε γεύµα τους θεούς και µε απάτη τους παρέθεσε για γεύµα τα ψηµένα µέλη του γιου του Πέλοπα, για να δοκιµάσει την παντογνωσία τους. Οι θεοί δεν ξεγελάστηκαν και καταδίκασαν τον Τάνταλο να κρέµεται ανάµεσα ουρανό και γης. Αλλού αναφέρονται άλλα βασανιστήρια, που επινόησαν οι θεοί για τον Τάνταλο, αφού ξαναζωντάνεψαν τον Πέλοπα. Τον Πέλοπα λένε ότι τον έφερε ο Ποσειδώνας στο παλάτι του ∆ία πριν να φτάσει εκεί ο Γανυµήδης. Σ’ άλλη διήγηση ο Πέλοψ έρχεται στην Πελοπόννησο, παντρεύεται τη βασιλοπούλα κι έγινε εκεί βασιλιάς. Το γιο του Χρύσιππο, που ήταν ωραίο παλληκάρι, ξεπλάνεψε ο Λάϊος, γιος του Λαβδάκου κι εγγονός του Κάδµου, και ο Πέλοπας µε βαριές κατάρες κατάφερε να ξαναπάρει το παιδί του. Οι βαριές κατάρες του Πέλοπα δηµιούργησαν την κακή µοίρα του Λαΐου και έτσι βρέθηκε ο Οιδίπους, χωρίς να το ξέρει, φονιάς του πατέρα του και σύζυγος της µητέρας του Ιοκάστης. Όλες οι ιστορίες των πρώτων ανθρωπίνων γενεών ήταν ιστορίες φρίκης, κόλασης και αισχρότητας. Ανάµεσα σ’ αυτές τις ιστορίες µένουν κάποιες σύντοµες «γωνιές» ανθρωπιάς, που όµως δεν αλλάζουν το τοπίο. Εκείνο που είναι σηµαντικό και πρέπει κανείς να το τονίσει είναι ότι όλη αυτή η κόλαση της εγκληµατικότητας κληρονο µείται στις επερχόµενες γενεές από γενιά σε γενιά, όπως κληρονοµείται και ο αλάστωρ, ο θεός της εκδίκησης για τα εγκλήµατα αυτά. Έτσι τα Ταντάλεια δείπνα, έφτασαν στα Θυέστια δείπνα των εγγονών του Ταντάλου και ύστερα στα βάσανα του οίκου του Αγαµέµνονα, γιου του Ατρέα, δισέγγονου του Ταντάλου, και κατέληξαν στη µητροκτονία του Ορέστη. Ο Αισχύλος στην Ορέστεια βλέπει ότι δεν υπάρχει σταµατηµός του κακού και δηλώνει δραµατικά «κεκόλληται γένος προς άτα» (έχει κόλλησει το γένος των Ατρειδών στη συµφορά). Κι επειδή η τέχνη εκφράζεται συµβολικά, µπορούµε να διαβάσουµε το στίχο του Αισχύλου «έχει κολλήσει το γένος των ανθρώπων στη συµφορά». Έτσι λοιπόν αυτές οι δυο όψεις της θρησκευτικότητας βιώνονταν παράλληλα από το λαό. Όταν περιοριζόταν στην ψυχολογία του βιολογικού όντος, του περίπου ζώου δηλαδή, χρησιµοποιούσε τη λογική εικόνα του Θεού και ζητούσε «όλβον, υγιείαν και τέλος βιότου ηδύ». Όταν όµως βυθοµετρούσε την καρδιά του κι αναζητούσε το Θεό, τον χαµένο µέσα στις υποσυνείδητες αναµνήσεις του, ανάπνεε τη φρικτή αποφορά της κόλασης, έβλεπε θεούς κι ανθρώπους µέσα στο σκοτάδι το αλλόκοτο. Μετά τους Ορφικούς ύµνους έχοµε τους Οµηρικούς. Είναι κι αυτοί λειτουργικά κείµενα της θρησκευτικής λατρείας και στο περιεχόµενο τουλάχιστον είναι µεταγενέστεροι από τους Ορφικούς. Ο αρχαιότερος ίσως είναι ο ύµνος στον Απόλλωνα, που θεωρείται ότι είναι του Οµήρου του ίδιου και χρονολογείται από τον αιώνα. Στους Οµηρικούς ύµνους οι άνθρωποι δεν ζητούν πια τόσο πολύ υλικά αγαθά, υγίειαν, όλβον κ.λ.π., αλλά περιγράφουν τους θεούς, αφηγούνται περιστατικά, που δείχνουν την ιδιοπροσωπία του κάθε θεού και καταλήγουν σε υπόσχεση ότι πάλι θα ξανατραγουδήσουν στο θεό µε καινούργιον ύµνο. Εδώ φαίνεται καθαρά ότι ο άνθρωπος παλεύει να ιδεί σαν τι είναι ο θεός του. Μ’ αυτόν τον θεολογικό προβληµατισµό των Οµηρικών ύµνων οι άνθρωποι συλλαµβάνουν και την πολύ έντονη και πολύ αυθαίρετη διαφορά τους από τους θεούς. Στον ύµνο στον Απόλλωνα στους στίχους 190 έως 193, εκεί που περιγράφει το πανηγύρι των Ιώνων προς τιµήν του Απόλλωνος και πως µε καµάρι οι Ίωνες έδειχναν τα πολιτιστικά τους κατορθώµατα, παρουσιάζει τις Μούσες, που τραγουδούσαν κι αυτές µε ωραία φωνή. Και να τι έλεγαν: «... υµνεύσι ρα θεών δωρ’ άµβροτα ηδ’ ανθρώπων τληµοσύνας όσ’ έχοντες υπ ’ αθανάτοισι θεοίσι ζώουσ’ αφραδέες και αµήχανοι, ουδέ δύνανται ευρέµεναι θανάτοιο τ’ άκος και γήραος άλκαρ...», δηλαδή «υµνούν των θεών τ’ αθάνατα δώρα και των ανθρώπων τα βάσανα, όσα έχοντας κάτω απ’ την εξουσία των θεών ζουν ανίκανοι να σκεφτούν και να πράξουν κι ούτε µπορούν να βρουν γιατρειά του θανάτου κι αποτροπή των γηρατειών». ∆εν θα βρει κανείς σε άλλον πρωτόγονο πολιτισµό τέτοια σαφή και κατηγορηµατικά διαµαρτυρία για την ανθρώπινη µοίρα γεµάτη αγανάκτηση στη σύγκριση µε τη µακαριότητα των θεών. Όποιος µελετήσει την αρχαία Ελληνική θεολογία θα βρει ως ένα σταθερό στοιχείο της την αγεφύρωτη διάκριση θεϊκής και ανθρώπινης φύσης. Είναι αλήθεια ότι σε θυσίες και σε συνθήκες επικαλούνταν και τους «ήρωες» του τόπου και ζητούσαν την βοήθειά τους από τον άλλον κόσµο, αλλά αυτό δεν άλλαζε τη φύση των ηρώων αυτών. Μέσα στο ζόφο του Άιδη βρήκε ο Οδυσσέας στο Λ της Οδύσσειας όλους τους ήρωες του Τρωϊκού πολέµου. Κι ο Ηρακλής, που ήταν δισυπόστατος όσο ζούσε σαν παιδί του ∆ία και θνητής µητέρας, µετά το θάνατο του πηγαίνει ο µισός στα Ηλύσια πεδία (κατά την θεία του φύση) και ο µισός στον ηερόεντα (οµιχλώδη, σκοτεινόν) Άδη, όπου τον συναντά ο Οδυσσέας γελοιοποιηµένον, µαταιόδοξον και θλιβερόν ήρωα, όπως δείχνουν τους ήρωες οι σύγχρονοί µας στα κινούµενα σχέδια.
Ο Αχιλλέας αποκρούει τη φιλοφρόνηση του Οδυσσέα µε τούτα τα σαφέστατα όσο και σπαρακτικά λόγια: «µη δη µοι θάνατόν γε παραύδα φαίδιµ’ Οδυσσεύ, βουλοίµην κ’ επάρουρος εών θητευέµεν άλλω, ανδρί παρ’ ακλήρω, ω µη βίοτος πολύς είη, η πάσιν νεκύεσσι καταφθιµένοισιν ανάσσειν»
Γι’ αυτό και οι Αθηναίοι του ∆ιονυσίου του Αρεοπαγίτου, όταν άκουσαν τον Παύλο στον Άρειο Πάγο, εντυπωσιάστηκαν περισσότερο µε την αναφορά της Αναστάσεως και όσοι δεν άντεξαν αυτό το λόγο δεν προπηλάκισαν τον Απόστολο, όπως έκαναν άλλοι, αλλά «οι µεν εχλεύαζον, οι δε είπον• ακουσόµεθά σου πάλιν περί τούτου». Και τα πράγµατα έδειξαν ότι και τον ξανάκουσαν οι Αθηναίοι και πίστεψαν στην Ανάσταση. Τώρα, πως συµβαίνει κάποιοι σύγχρονοί µας, όψιµα βέβαια, ύστερ’ από είκοσι αιώνες να συντάσσονται µ’ αυτούς, που εχλεύαζαν τον απόστολο Παύλο, αυτό είναι απορίας άξιο και η µόνη εξήγηση της απορίας, νοµίζω, είναι αυτό, που οι Πατέρες ονοµάζουν «απόνοια». Και µιας και µπήκαµε στον Όµηρο, πρέπει να ιδούµε πόσο δραµατικά ζούσε ο οµηρικός άνθρωπος το µαύρο θάνατο και τη δίψα του για ζωή. ∆εν υπάρχει δραµατικότερη θεολογία στην παγκόσµια θεολογία από το επεισόδιο του Λ της Οδύσσειας, όπου ο Οδυσσέας ανάµεσα στ’ άλλα «αµενηνά κάρηνα» (ξεψυχισµένες µορφές νεκρών) µέσα στον ηερόεντα Άδη βλέπει και τη µορφή της µάννας του της Αντίκλειας («Αυτολύκου θυγατήρ µεγαλήτορος Αντίκλεια»), και αφού ρώτησε για όλα τα καθέκαστα της φαµελιάς του και του παλατιού και πήρε απ’ το στόµα της όλες τις πληροφορίες, που ποθούσε, µας λέει ύστερα ο Όµηρος: «ως έφατ’ αυτάρ εγώ γ’ έθελον φρεσί µερµηρίξας µητρός εµ ής ψυχήν ελέειν κατατεθνηκυίης• τρις µεν εφωρµήθην, ελέειν τε µε θυµός ανώγειν, τρις δε µοι εκ χειρών σκιή είκελον ή και ονείρω έπτατ’ εµοί δ’ άχος οξύ γενέσκετο κηρόθι µάλλον, και µιν φωνήσας έπεα πτερόεντα προσηύδων• µήτερ εµή, τι νυ µ’ ου µίµνεις ελέειν µεµαώτα, όφρα και ειν’ Αίδαο φίλας περί χείρε βαλόντε αµφοτέρω κρυεροίο τεταρπώµεθα γόοιο. Η τι µοι είδωλον τόδ’ αγαυή Περσεφόνεια ώτρυν’, όφρ’ έτι µάλλον οδυρόµενος στεναχίζω; ως εφάµην, η δ’ αυτίκ’ ηµείβετο πότνια µήτηρ• ‘’ω µοι τέκνον εµόν, περί πάντων κάµµορε φωτών, ου τι σε Περσεφόνεια ∆ιός θυγατήρ απαφίσκει αλλ’ αύτη δίκη εστί βροτών, ότε τις κε θάνησιν• ου γαρ έτι σάρκας τε και οστέα ίνες έχουσιν, αλλά τα µεν τε πυρός κρατερόν µένος αιθοµένοιο δαµνά, επεί κε πρώτα λίπη λεύκ’ οστέα θυµός, ψυχή δ’ ηύτ’ όνειρος αποπταµένη πεπότηται (Λ 204-222) (Έτσι είπε, αλλά εγώ ήθελα αφού το σκέφτηκα στο νου µου της µάνας µου την ψυχή να πιάσω της πεθαµένης. Τρεις φορές εχύθηκα κι η ψυχή µου µούλεγε να την αρπάξω αλλά τρεις φορές µεσ’ απ’ τα χέρια µου σαν ίσκιος ή και σαν όνειρο πέταξε και στην καρδιά µου κάθονταν βαρύς ο πόνος και της µίλησα µε λόγια φτερωτά και είπα: µανούλα µου, γιατί δεν µου στέκεις να σε πιάσω που το λαχταρώ, έτσι που µέσ’ στον Άδη ναγκαλιαστούµε οι δυο µας και να χορτάσοµε τον πικρό θρήνο; Αλήθεια µήπως κάποιο φάντασµα είν’ αυτό, που µούστειλε η Περσεφόνη, για να στενάξω κλαίγοντας ακόµα πιο πολύ; Έτσι είπα κι αµέσως µου απάντησε η σεβαστή µου µάνα: Παιδί µου, ο πιο δυστυχισµένος απ’ όλους τους ανθρώπους, δεν σε γελάει τίποτε η κόρη του ∆ία, η Περσεφόνη, αλλ’ αυτή είναι η µοίρα των ανθρώπων, όταν κάποιος πεθάνει• γιατί δεν κρατούνε πια οι ίνες τις σάρκες και τα κόκκαλα, αλλά αυτά τα τρώει η δύναµη της φωτιάς, αφού πρώτα αφήσει η ψυχή τα άσπρα κόκκαλα , και η ψυχή σαν όνειρο φτερουγίζει και πετάει). Έτσι ο κάθε άνθρωπος στα χέρια του Οµήρου είτε «ήρως» είναι είτε κοινός βροτός, ξέρει πως όλα τα καλά κρατούνε λίγα χρόνια και µάλιστα όσο πιο µεγάλα, και καλά τόσο πιο προσωρινά. Κοινή µοίρα («δίκη βροτών») ο µαύρος Άδης µε τον «κρυερόν γόον» ως µόνη παρηγοριά. Ο Όµηρος σωστά το είπαν πως ήταν µεγάλος θεολόγος, γιατί σ’ αυτά τα θέµατα που εκφράζεται ο θεολογικός προβληματισμός των ανθρώπων, δεν βιάζεται καθόλου να προχωρήσει το σενάριό του, αλλά επιµένει. Όταν ο Οδυσσέας έκανε το σκοπό του µε την κάθοδο στον Άδει, δεν βιάστηκε να γυρίσει πίσω στον κόσμο του ήλιου, όσο κι αν τον παρακινούσε η μάνα του σ΄ αυτό. «αλλά φόωσδε τάχιστα λιλαίεο». (γρήγορα όσο μπορείς το φως ν’ αποζητήσεις). Πριν ν’ αφήσει τον Άδη όµως η ίδια η Περσεφόνη του έστειλε να παρουσιαστούν μπροστά του όλες τις φημισμένες καλλονές της προηγούμενης γενιάς, που µολονότι συντάραξαν όλους τους αρσενικούς, θεούς και άντρες και τις περισσότερες τις βίασαν θεοί και γέννησαν παλληκάρια ονομαστά, τώρα βρίσκονται όλες µαραµένες στο σκοτεινό και θλιβερόν Άδη, ενώ οι θεοί που µαζί τους έκαναν τα «φιλοτήσια έργα» (τις ερωτοδουλειές) τις έχουν αδυσώπητα ξεχασμένες όπως και τα τέκνα, που τους χάρισαν, γιατί όπως είπε ο θεός – ποταµός Ενιπεύς στην Τυρώ μετά τα «φιλοτήσια έργα του» «ουκ αποφώλιαι ευναί αθανάτων» (δεν είναι µάταιοι οι έρωτες των αθανάτων).
Τα έπη τραγουδιώνταν συνήθως σε συναθροίσεις και συµπόσια ανδρών και φαντάζεται κανείς πως µελετούσαν τις ονοµαστές για τα κάλλη και την αρχοντιά τους κοπέλλες, παλιές και σύγχρονες. Φαίνεται πως εκτός απ’ τον πόλεµο δεν είχαν άλλο θέµα στις αντρικές παρέες, όπως άλλωστε το βλέποµε στους µνηστήρες της Πηνελόπης. Και δεν υπάρχει πιο συγκλονιστικό µάθηµα µαταιότητας απ’ αυτό, που δίνει ο Όµηρος στη «Νέκυια», όταν τις δείχνει όλες ως «αµενηνά κάρηνα» νάρχονται κοπαδιαστά διψασµένες να δοκιµάσουν λίγο αίµα, για να νιώσουν τη ζεστασιά της γήϊνης ύπαρξης, που έχασαν. ∆εν θα µπορούσε να βρεθεί πιο πετυχηµένη σκηνογραφία, για να διδάξει από σκηνής αυτό που ψάλλοµε στις κηδείες: «Πάντα µαταιότης τα ανθρώπινα... Αυτές οι διαπιστώσεις από τη θεολογία και την ανθρωπολογία των αρχαίων Ελλήνων δεν είναι µειωτικές του ήθους ή της πολιτιστικής τους αξίας. Ίσα – ίσα πρέπει να θαυµάζει κανείς τους αρχαίους µας προγόνους, γιατί έβγαλαν και καλλιέργησαν αυτόν τον προβληµατισµό, ένα προβληµατισµό που δείχνει υψηλό επίπεδο και συνείδησης και νόησης αλλά και διατύπωσης. Θα µπορούσαν να µας δώσουν µαθήµατα θρησκευτικής αγωγής και µόνο µε την Οδύσσειά τους. Το ότι έβλεπαν την ανεπάρκεια της θεολογίας τους και ζούσαν την απανθρωπιά της δαιµονολατρίας, αυτό δεν τους µείωνει καθόλου, αλλά ίσα – ίσα τους κάνει χρήσιµους δασκάλους των συγχρόνων µας αρχαιολατρών, αλλά και των δυτικοθρεµµένων µηδενιστών. Στο στ . 66 του α της Οδύσσειας για παράδειγµα ο Όµηρος δίνει το όριο της ωριµότητας του ανθρώπου σχετικά µε τη θεολογία στο πρόσωπα του Οδυσσέα «ος πέρι µεν νόον εστί βροτών πέρι δ’ ιρά θεοίσιν αθανάτοισιν έδωκεν» σύµφωνα µε την επίσηµη διακήρυξη του ∆ία (πιο δυνατός είναι από τους άλλους ανθρώπους στο νου αλλά και πιο πολλές θυσίες στους αθάνατους θεούς έκανε). Ο σύγχρονος µαθητής του διαφωτισµού χάνει τη θρησκευτικότητά του όσο αυξάνει την κατά κόσµο σοφία του, κάτι που βέβαια συνέβαινε κι απ΄ τα παλιά χρόνια, ώστε ο απόστολος Παύλος να γράφει στους Κορινθίους: «ου πολλοί σοφοί εν υµίν, ου πολλοί ισχυροί». Ο Όµηρος όµως προβάλλει ένα ήρωα, που ανεβάζει παράλληλα αυτές τις δύο αρετές του, τη σοφία και τη λατρεία. Φαντάζεστε ποια πρόοδο θα είχαµε στην εποχή µας αν πετυχαίναµε αυτόν τον συνδυασµό; Συνήθως οι Ο µηριστές µας λένε πολλά και περίεργα, για να επιδείξουν την επιστηµοσύνη τους, αφήνουν όµως ατόνιστο, αν δεν το αποκρύπτουν κιόλας, το ότι η κυρίαρχη αρετή, που κινεί το έπος της Οδύσσειας είναι η εγκράτεια. Ο νόστος κερδίζεται από µόνο τον Οδυσσέα, γιατί µόνος αυτός άντεξε να µην πειράξει τα ιερά βόδια και πρόβατα του Υπερίονος Ηλίου, όσο κι αν πεινούσε. Αυτό το τονίζει ο ποιητής τόσο στο προοίµιο (νήπιοι, οι κατά βους Υπερίονος ηελίοιο ήσθιον...) όσο και στη ραψωδία Μ (στ. 339419) σε 80 στίχους, όπου ο Οδυσσέας µετά από πολλές και αυστηρές προειδοποιήσεις προς τους συντρόφους του αποσύρεται στο δάσος της Θρινακίας για να προσευχηθεί, αλλά οι σύντροφοί του εκµεταλλεύτηκαν την απουσία του για να σφάξουν βόδια και πρόβατα απ’ τ’ απαγορευµένα. Ο Οδυσσέας αποκοιµήθηκε κι όταν εγύρισε και του ήρθε η µυρωδιά από τα σφάγια που ψήνονται «ώµωξε» (εστέναξε), γιατί κατάλαβε ότι ο νόστος πάει, χάθηκε. Η παραµέληση της εγκράτειας εστέρησε το «νόστιµον ήµαρ». Κι εδώ µας δίνει ο Όµηρος ένα µάθηµα οικολογίας. Λέει ότι µετά το ανοσιούργηµα «θεοί τέραα προύφαινον• είρπον µεν ρινοί, κρέα δ’ άµφ’ οβελοίσι µεµύκειν, οπταλέα τε και ωµά, βοών δ’ ως γίγνετο φωνή...(οι θεοί έδειξαν σηµεία και τέρατα• σέρνονταν από δω τα τοµάρια, τα κρέατα από κει περασµένα στις σούβλες εµούγκριζαν, ψηµένα και ωµά, όπως ήταν η φωνή των βοδιών). Πολλούς αιώνες αργότερα αρχίσαµε να καταλαβαίνουµε πως η αµαρτία έφερε τη φθορά και διαστροφή στη φύση. Αυτό πάντως το σκηνικό του Οµήρου είναι συγκλονιστικό από κάθε άποψη. Αυτή η διαδροµή στην Οδύσσεια έγινε, για να τονιστεί ότι η περί θρησκείας αίσθηση και αντίληψη των αρχαίων µας προγόνων ήταν πολύ σωστή και υψηλή. Τη θρησκευτική τους τραγωδία τη δηµιούργησε η απουσία του αληθινού Θεού• δεν είχαν οι άνθρωποι το Ευαγγέλιο.Οι φιλόλογοι τοποθετούν την Οδύσσεια µετά την Ιλιάδα, αλλά αυτό ισχύει µόνο στη σύνθεση και στη διατύπωση. Τα στοιχεία του περιεχοµένου της Οδύσσειας είναι πολύ παλιότερα, και γιατί είναι µυθικότερα και γιατί η ανθρωπολογία τους αναφέρεται σ’ ένα αθωότερον άνθρωπο. Η Ιλιάδα δείχνει τον άνθρωπο κυριευµένο από ένα κοινωνικό ιδεώδες πειστικό σε όλους και αδιαµφισβήτητο, τη δόξα της προσωπικής παλληκαριάς. Στον αγώνα του να δείξει την ατοµική αντρεία του ο κάθε ήρωας ζητάει τη βοήθεια του προσωπικού θεού του και δεν υπάρχει εδώ ηθικό κριτήριο ούτε η σχέση των ανθρώπων µε τους θεούς είχε τον αντίχτυπό τους στις σχέσεις των ανθρώπων µεταξύ τους. Η Ιλιάδα αρχίζει µε τη φοβερή φιλονεικία Αγαµέµνονος και Αχιλλέως για µια σκλάβα λάφυρο., τη Βρισηίδα. Αυτή η «έρις» εστοίχισε αµέτρητους νεκρούς και οδήγησε όλη την Τρωϊκή εκστρατεία στην αποτυχία. Κανείς δεν κατηγόρησε τους δυο ήρωες που προέβαλαν τόσο πολύ το προσωπικό τους γόητρο. Ο Αγαµέµνονας αργότερα, που έφτασαν στο χείλος της καταστροφής, δικαιολόγησε τη συµπεριφορά του µε την «άτην», που του έστειλαν οι θεοί και τον τύφλωσαν και κανείς δεν του το αµφισβήτησε.
Οι θεοί µε κανένα ηθικό κριτήριο, χωρισµένοι σε παρατάξεις, όπως οι φίλαθλοι, φαίνονται να διασκεδάζουν µε τις µάχες των ανθρώπων και υποστηρίζουν ο καθένας όποιον θέλει. Ο Όµηρος επαναλαµβάνει βέβαια ότι «∆ιός δ’ ετελείετο βουλή», αλλά οι άνθρωποι αποφασίζουν και οι θεοί συντάσσονται αυθαίρετα µε όποιον θέλουν . Και οι ακροατές – αναγνώστες της Ιλιάδος, που ξέρουν και την πέρα από την Ω ραψωδία εξέλιξη του Τρωϊκού πολέµου, ξέρουν επίσης ότι µόνο η βουλή του ∆ιός δεν «ετελέσθη» τελικά, γιατί ο ∆ίας ευνοούσε µε πάθος τους Τρώες. Στο στοιχείο Ξ της Ιλιάδας η Ήρα στολίζεται ερεθιστικά και κάνει την «απάτη ∆ιός» δηλ. εξαπατά τον ∆ία και τον παρασύρει σε ερωτική συνάντηση, για να τον αποσπάσει από την υποστήριξη των Τρώων. Αλλού πάλι οι θεοί φιλονεικούν στον κάµπο της Τροίας και χτυπιούνται µεταξύ τους και βρίζονται για χάρη των ευνοουµένων τους. Ο Άρης βρίζει την Αθηνά «κυνόµυια» (σκυλόµυγα) κι εκείνη του καταφέρνει χτύπηµα βαρύ µε ασήκωτη πέτρα και τον ξαπλώνει κάτω. Η Αφροδίτη ύστερα τον σηκώνει αλλά εισπράττει κι αυτή τη βρισιά «κυνόµυια» από την Ήρα. Όλα αυτά και άλλα είχε υπ’ όψιν της η σοφή µεγαλοµάρτυς Αικατερίνα και απάντησε θαρρετά στον Μαξέντιο, που την επίεζε να θυσιάσει στους θεούς του, ότι αυτοί δεν είναι θεοί, αφού οι αδυναµίες και τα πάθη τους, που τους αποδίδονται από τους επίσηµους ποιητές τους, είναι ακόµα κατώτερα απ’ των ανθρώπων. Και ανέφερε η µορφωµένη βασιλοπούλα Αικατερίνα συγκεκριµένα χωρία από την Ιλιάδα, που έδειχναν αυτό το ήθος των ειδωλολατρικών θεών. Αν λάβουµε υπ’ όψιν ότι τα Οµηρικά έπη ήταν λαϊκό άκουσµα, και στη βασική του σύνθεση και λαϊκό κατασκεύασµα, δεν πρέπει να αμφιβάλουμε ότι ο λαός συντηρούσε µια τέτοια εικόνα για τους θεούς του. άρα η ευσέβεια του ήταν καθαρός φόβος. Η κριτική αντίδραση στην ειδωλολατρική ευσέβεια ήρθε από τους πνευµατικούς ανθρώπους, τους ποιητές και τους φιλοσόφους σαν τον Αισχύλο και τον Πλάτωνα. Αλλά κι ο Όµηρος ποιητής ήταν, όπως άλλωστε κι ο ίδιος ο λαός, όταν λαλούσε «έπεα πτερόεντα». Θα αναφέρω δυο – τρία παραδείγµατα έµµεσης κριτικής της ειδωλολατρικής θεολογίας µέσα στην Ιλιάδα.
Στη ραψωδία Π µέσα στο φούντωµα της µάχης ο ∆ίας, καθώς έβλεπε τη µονοµαχία του Πατρόκλου µε τον Σαρπηδόνα, τον βασιλιά των Λυκίων, που τύχαινε να είναι και γιος του ∆ία, κάλεσε την Ήρα και της είπε: «Ω µοι εγώ, ότι µοι Σαρπηδόνα, φίλτατον ανδρών µοίρ’ υπό Πατρόκλοιο Μενοιτιάδαο δαµήναι...κ.λ.π.»• «αλίµονο σε µένα, γιατί η µοίρα γράφει ο πιο αγαπηµένος µου από τους άντρες, ο Σαρπηδόνας, να σκοτωθεί από τον Πάτροκλο τον Μενοιτιάδη. Και η καρδιά µου έχει σταθεί ανάµεσα σε δυο σκέψεις καθώς το διαλογίζοµαι, ή να τον αρπάξω και να τον βγάλω ζωντανόν µέσ’ απ’ τη µάχη την πολύδακρυ και να τον φέρω στην πλούσια Λυκία ή να τον αφήσω να σκοτωθεί απ΄τα χέρια του Μενοιτιάδη....» (Π 433-438). Κι η Ήρα σαν τάκουσε, τον αποπήρε το ∆ία («ποίον µύθος έειπας», δηλ. τι είν’ αυτά, που είπες;). Αντίθετα στη µοίρα (αίσα) θέλεις να σώσεις έναν άντρα θνητό; Κοίταξε καλά, γιατί τότε µπορεί κι άλλος θεός να θελήσει να σώσει το γιο του απ’ τη µάχη. Άφησέ τον να σκοτωθεί και στείλε το άψυχο κορµί του µε τον Ύπνο και το Θάνατο στη Λυκία, όπου θα τον κηδεύσουν και θα του κάνουν και τάφο». Ο ∆ίας υποτάχτηκε πικραµένος «αιµατοέσσας δε ψιάδας κατέχευε έραζε παίδα φίλον τιµών...» («και µατωµένες σταλαγµατιές έχυνε στη γη, για να τιµήσει τον αγαπηµένο του γιο, που επρόκειτο να πεθάνει...»). Τελικά ο Πάτροκλος τον σκότωσε τον Σαρπηδόνα µε το κοντάρι του τραβώντας έξω απ’ το κορµί του το κοντάρι έβγαλε έξω και τα σπλάχνα του και την ψυχή του. Κι αφού µε φονικές µάχες οι Τρώες πήραν το άψυχο κορµί του, ο ∆ίας προστάζει τον Φοίβο να τον λούσει στα νερά του ποταµού, να το αλείψει µε αµβροσία και να τον ντύσει άφθαρτα ρούχα. Κι ύστερα να τον στείλει µε τον Ύπνο και το Θάνατο στην πατρίδα του τη Λυκία (Π 440-683). Κι ο Φοίβος έκανε όλα αυτά κι αυτό ήταν το τέλος του Σαρπηδόνα, του ήρωα γιου του ∆ία. ∆εν είµαστε από κείνους που πιστεύουν ότι οι καλλιτέχνες επινοούν δραµατικές ιστορίες, για να τις κάνουν σενάρια στις καλλιτεχνικές τους επιδείξεις. Τουλάχιστον ο Όµηρος, όπως και οι µαθητές του οι τραγικοί, δεν ανήκουν σ’ αυτή την κατηγορία. Με τις υποθέσεις τους συνεχώς εκφράζουν το νόηµα της ζωής, όπως το συλλαµβάνουν, και µε τις ιστορίες θεών και ανθρώπων εκθέτουν τη θεολογία και την ανθρωπολογία τους. Το σενάριο του Σαρπηδόνα συγκίνησε και τον Κωνσταντίνο Καβάφη και µας έδωσε ένα από τα καλύτερά του ποιήµατα. Εκεί κι ο Καβάφης τονίζει την άτεγκτη µοίρα, που κυβερνά τα ανθρώπινα, τον απαραίτητο θάνατο, την αδυναµία του ∆ία (πατήρ ανδρών τε θεών τε!...) να παραβιάσει την ειµαρµένη κι έτσι το µόνο που ξεχώριζε τη µοίρα ενός ηµίθεου από των άλλων ανθρώπων είναι οι διακόσιοι στίχοι, που αφιερώνει ο Όµηρος στη θανή του. Όλο κι όλο το µεγαλείο του ανθρώπου ένας πέτρινος τάφος! Φαίνεται σαν να είχε στο νου του ακριβώς το τέλος του Σαρπηδόνα ο ψαλµωδός όταν έγραφε: ...Εγώ δε λέγω υµίν θεοί εστε και υιοί Υψίστου πάντες, υµείς δε ως άνθρωποι αποθνήσκετε και ως εις των αρχόντων πίπτετε... Στο στίχο 426 της ραψωδίας Ρ ο ποιητής µας δείχνει τα άλογα του Αχιλλέα, που ήταν αθάνατα, όταν είδαν το θάνατο του Πατρόκλου, «κλαίον, επειδή πρώτα πυθέσθην ηνιόχοιο εν κονίησι πεσόντος υφ’ Έκτορος ανδροφόνοιο» («έκλαιον αµέσως απ’ την ώρα που κατάλαβαν πως ο ηνίοχος έπεσε µέσα στις σκόνες από τον Έκτορα τον αντροφονιά»). Στέκονταν εκεί πεισµατικά και «δάκρυα δε σφιν θερµά κατά βλεφάρων χαµάδις ρέε µυροµένοισιν ηνιόχοιο πόθω• θαλερή δε µιαίνετο χαίτη ζεύγλης εξεριπούσα παρά ζυγόν αµφοτέρωθεν...» («και δάκρυα θερµά απ’ τα βλέφαρα τους έπεφταν στη γη καθώς έκλαιγαν απ΄ τη στέρηση του ηνιόχου και η πλούσια χαίτη λερώνονταν καθώς ξέφευγε από τη ζεύγλη από δω κι από κει απ’ το ζυγό»). Εδώ βέβαια παραείναι παραµυθένιο το µοτίβο, αλλά ο ασύγκριτος Όµηρος το εκµεταλλεύεται, για να πει και πάλι το βαρύ του παράπονο για την ανθρώπινη µοίρα, την άθλια. Ο ∆ίας που έβλεπε τα πάντα απ’ το θρόνο του, κοιλιές ν’ ανοίγονται, κεφάλια να σκίζονται και άλλα τέτοια φοβερά, συγκινήθηκε από τα δάκρυα των αθανάτων αλόγων και φωνάζει καταλυπηµένος «Α δειλώ, τι σφώε δόµεν Πηλή ανακτι θνητώ...» («Α , δυστυχισµένα, γιατί σας δώσαµε στον Πηλέα το βασιλιά, που είναι ένας θνητός, εσείς όµως είσαστε αγέραστα κι αθάνατα; Ή για να έχετε βάσανα ανάµεσα στους δυστυχισµένους ανθρώπους, γιατί δεν υπάρχει τίποτε πιο δυστυχισµένο απ΄ τον άνθρωπο ανάµεσα σ’ όλα, όσα πάνω στη γη αναπνέουν και περπατούν»). Ο Κ. Καβάφης πρόσεξε κι αυτό το επεισόδιο της Ιλιάδας και µας χάρισε το ποίηµά του «Τα άλογα του Αχιλλέως». Το ποίηµα του Καβάφη τελειώνει έτσι: ... Τα δάκρυα είδε ο Ζευς των αθανάτων αλόγων και λυπήθη. «Στου Πηλέως τον γάµον» είπε «δεν έπρεπ’ έτσι άσκεπτα να κάµω• καλύτερα να µη σας δίναµε άλογά µου δυστυχισµένα! Τι γυρεύατ’ εκεί χάµου στην άθλια ανθρωπότητα πούναι το παίγνιον της µοίρας; Σεις που ουδέ ο θάνατος φυλάγει, ουδέ το γήρας, πρόσκαιρες συµφορές σας τυραννούν. Στα βάσανά των σας έµπλεξαν οι άνθρωποι». – Όµως τα δάκρυα των για του θανάτου την παντοτεινή την συµφορά εχύνανε τα δυο τα ζώα τα ευγενή. Κι εµείς που παίρνοµε στα σοβαρά και τον Όµηρο και τον Καβάφη κι αναζητούµε µια φιλοσοφία ζωής πίσω από τις καλλιτεχνικές εκφράσεις, µπορούµε, νοµίζω, ν’ ανοίξοµ ε ένα διάλογο µε τους ποιητές µας πάνω σ’ ένα τόσο σοβαρό θέµα. «Τον Πάτροκλο σαν είδαν σκοτωµένο άρχισαν τ’ άλογα να κλαίνε του Αχιλλέως...». Τον πρόσεξες το στίχο αυτόν του Οµήρου, τον πρόσεξες Κωνσταντίνε Καβάφη όπου όχι τάλογα βέβαια αλλά ο ποιητής, ο ίδιος ο Ό µηρος, διαµαρτύρεται για το θάνατο «Τόσο ανδρείος, δυνατός και νέος», γράφεις, «ο Πάτροκλος, γιατί να πεθάνει;» Μα ο πόνος, που κρύβεται βαθύτερα, είναι για όλους για όλη «την άθλια ανθρωπότητα», που είναι παίγνιον της µοίρας. Ο Ζευς λυπάται τ’ άλογα τ’ αθάνατα, που θλίβονται βλέποντας τη µοίρα των ανθρώπων. Αυτά όµως που είχαν ζήσει κοντά µας, «τα δάκρυά των για του θανάτου την παντοτεινή την συµφοράν εχύνανε τα ζώα τα ευγενή». Αλήθεια τι αγενής ο Ζευς, που δεν είχε ένα δάκρυ, ένα λόγο καν συµπόνιας για την άθλιαν ανθρωπότητα! Αλήθεια, Όµηρε, για πες µας: Πως έφτασες να φανταστείς του Αχιλλέως τα άλογα να κλαίνε για τον επιφανή νεκρό, τον Πάτροκλο; Κι εσένα τι σ’ έκανε, Κωνσταντίνε Καβάφη, να πεις εκείνο «τα ζώα τα ευγενή»; ∆εν εφοβηθήκατε µήπως θυµώσει ο Ζευς και σας εκσφενδονίσει από τον Όλυµπο του κεραυνούς του; Τόσο πολύ σας κυρίεψε το παράπονο!.. ∆ηλαδή ο Όµηρος κι ο Καβάφης είδαν την εξευτελισµένη µοίρα των ανθρώπων πάνω στη γη και έκαναν τη διαµαρτυρία τους. Αλήθεια τι ζήλεψαν οι νοσταλγοί της ειδωλολατρίας και δεν θέλγονται από το «εξηγόρασας ηµάς εκ της κατάρας του νόµου τω τιµίω Σου αίµατι, τω Σταυρώ προσηλωθείς και τη λόγχη κεντηθείς την αθανασίαν επήγασας ανθρώποις...»; Αυτή είναι η τραγωδία της ανθρώπινης ελευθερίας. Την ώρα που ο προφήτης της ειδωλολατρικής θεολογίας κλαίει γοερά κι απαρηγόρητα για την άθλια µοίρα του, ύστερ’ από δυο χιλιετίες εκκλησιαστικής εµπειρίας µετά από τόσα «Χριστός ανέστη» έρχονται κάποιοι να µας εξαπατήσουν για την αρχαία θρησκεία ίσως πιστεύοντας ότι είµαστε αδιάβαστοι και θα τους πιστέψοµε. Ο Όµηρος εκπροσωπεί τη φιλοσοφία ζωής του Έλληνα της αρχαϊκής εποχής, αλλά η επιτυχία του είναι τόσο µεγάλη, ώστε εκφράζει βασικά και τον Έλληνα µέχρι το κήρυγµα του αποστόλου Παύλου στην Πνύκα. Το ίδιο κι οι λυρικοί και οι τραγικοί ποιητές, που τ’ οµολογούσαν ότι τρέφονται από τα ψιχία, που πέφτουν απ’ την πλούσια τράπεζα του Οµήρου. Γι’ αυτό κι αυτοί εκφράζονταν µεν ποιητικά, ήταν όµως καθαροί θεολόγοι.
Ο Αισχύλος κατέπληξε τον πέµπτον αιώνα µε την τολµηρή θεολογία του. Όπως ο Όµηρος του Αχαιούς, εξέφραζε κι αυτός τους Μαραθωνοµάχους. Οι ιστορικές επιτυχίες του λαού έδιναν ένα µεγαλείο, µια αυθεντία στους ποιητές του και µια γλώσσα πολύ πειστική. ∆εν έχοµε όµως άλλο παράδειγµα, νοµίζω, στην παγκόσµια ποίηση να ακούγεται στους στίχους µια αλήθεια πέρα, πολύ πιο πέρα από τους ύµνους προς τον νικητή. Ο Αγαµέµνων ρίχνει βαρειά τη σκιά του στο έργο του Αισχύλου, αλλά η µεγαλωσύνη του τον κάνει υβριστή και την ύβρη κολάζει η Νέµεση. Αυτό είναι έργο του ∆ία. «∆ιός πλαγάν έχουσιν ειπείν...» (έχουν να πουν για του ∆ία το χτύπηµα) (Αισχ. Αγ. 367). Ο ∆ίας χτυπάει σκληρά και τιµωρεί. Οι παραβάτες του θείου νόµου τιµωρούνται αµείλικτα. «Λιτάν δ’ ακούει µεν ούτις θεών» (Αισχ. Αγ. 396) (Παρακάλια δεν ακούει κανείς απ’ τους θεούς). Το κακό είναι σύµφυτο µε το ανθρώπινο γένος και το µίασµα των εγκληµάτων κληρονοµείται από γενιά σε γενιά. Έρχεται ως «άτη» και προσβάλλει τη σκέψη των απογόνων, για να αµαρτήσουν κι έτσι να συνεχιστεί η τιµωρία για παλιότερα εγκλήµατα. «Φιλεί δε τίκτειν ύβρις µεν παλαιά νεάζουσαν εν κακοίς βροτών ύβριν τότ’ ή τόθ’, ότε το κύριον µόλη φάος τόκου, δαίµονά τε τον άµαχον, απόλεµον, ανίερον θράσος, µελαίνας µελάθροισιν Άτας ειδοµένας τοκεύσι. («Συνηθίζει η παλιά αµαρτία να γεννάει καινούργια µέσα στα βάσανα των ανθρώπων, τώρα ή ύστερα, όταν έρθει η πεπρωµένη ηµέρα να γεννήσει. Και γεννά τον δαίµονα τον ακαταµάχητον τον απολέµητον, το ανίερο θράσος της µαύρης Άτης µέσα στα σπίτια, που µοιάζει στους γονείς της»).
Οποιαδήποτε αισιόδοξη εικόνα της αρχαιότητος καταρρακώνεται από τον Αισχύλο όχι µόνο σ’ αυτό το χωρίο, αλλά σχεδόν σε όλη την Αισχύλεια και γενικότερα σε όλη την τραγική ποίηση. Το λεγόµενο προπατορικό αµάρτηµα εδώ ψηλαφείται θαρρείς από τον σπερµατικό λόγο. Όπως και στον Όµηρο έτσι και στους τραγικούς ο άνθρωπος είναι έρµαιο της Άτης, που είναι θεότητα και την στέλνει ο ∆ίας «τότε ή τόθ’ όταν το κύριον µόλη φάος τόκου». Και ο Αισχύλος δεν έχει την αφέλεια των ορθολογιστών να µιλάει για «πνευµατική κατάσταση» ή «ψυχολογική διάθεση» ή ακόµα για «ηθικές αξίες». ∆αίµονα άµαχον και απόλεµον θεωρεί την µέλαιναν Άταν. Τα θρέµµατα (και θύµατα) του διαφωτισµού δαιµονίζονται, όταν ακούσουν να γίνεται λόγος για «δαίµονα». Ο δαίµονας, βλέπετε, προτιµάει να µας πολε µάει αθέατος και όταν µας βρίσκει ανυποψίαστους. Και αυτή η µεταφυσική και υπαρξιακή παγίδα, που πιάνει τον άνθρωπο θέλει δεν θέλει, όσο άδικη κι αν µας φαίνεται, γίνεται αποδεκτή από τον αρχαίο Έλληνα ως έκφραση µιας άτεγκτης δικαιοσύνης. Κάποιος εγκληµατεί πλανεµένος απ’ τους θεούς κι ύστερα γενεές γενεών ξαναεγκληµατούν και ξαναπληρώνουν και τα δικά τους και των προγόνων τους τα εγκλήµατα. Είναι αλήθεια ότι όλη αυτή η ηθική ανθρωπολογία εφαρµόζονταν απ’ όλους. Όµηρο και τραγικούς, µόνο στους επιφανείς, στους βασιλιάδες, τυράννους, µεγάλους και τρανούς. Ο Αισχύλος αναζητάει και τους δικαίους και µας λέγει ότι είναι «δύσκαπνοι οι οίκοι των ευθυδίκων» (φτωχικά και µαυρισµένα απ’ τον καπνό της εστίας τα σπίτια των ευθυδίκων) και δίκα δε λάµπει µεν εν δυσκάπνοις δώµασιν (λάµπει η δικαιοσύνη στα φτωχικά καπνισµένα σπίτια). Αυτοί όµως οι ανώνυµοι δεν γράφουν Ιστορία (ούτε Μυθολογία), δεν εκπροσωπούν το ανθρώπινο γένος στην κορυφαία και καθαρή του έκφραση. Ζουν στο περιθώριο, γιατί δεν έχουν εξουσία να κάνουν αυτά, που κάνουν οι άρχοντες. Άλλωστε κι αυτοί, όσο «ευθύδικοι» κι αν είναι, υπόκεινται στην αδυσώπητη µοίρα της φθοράς και του θανάτου. Όσο αναπτύσσεται όµως η Αθηναϊκή κοινωνία και οι αθώοι χωρικοί του 6ου αιώνα γίνονται οι αστοί του 5ου και µέσα στη δηµοκρατική διαδικασία παίρνουν κι αυτοί την ευθύνη της Ιστορίας επάνω τους, τόσο και η ύβρις και η νέµεσις, η άτη και η πλαγά του ∆ιός βρίσκει κι αυτούς και οι οιµαγωγές των ηρώων – υποκριτών µέσα στα θέατρα, που έπεφταν απ’ τα ύψη, προκαλούσαν έλεον και φόβον σ’ όλους τους θεατές κι ανατρίχιαζαν απ’ το πλησίασµα της δίκης αυτοί οι πορθητές της Μήλου, της Αίγινας και πολλών άλλων Ελληνικών πόλεων. Κι εκείνο που «έσωζε» ψυχολογικά τουλάχιστον τους Αθηναίους του 5 αιώνα ήταν η χυδαιοποίηση κι ο αµοραλισµός της θρησκείας. Ασφαλώς δεν θα ήταν µοναδικό το φαινόµενο του Αλκιβιάδη, που στα θορυβώδη συµπόσια µε τους φίλους του έκαναν θρησκευτικές τελετές «εφ’ ύβρει», όπως λέει ο Θουκυδίδης, δηλαδή για να τις γελοιοποιήσουν. Αυτό σε µια αστική κοινωνία λέγεται αποµυθοποίηση. Θυµίζω επίσης στον αναγνώστη την απάντηση που έδωσαν οι Αθηναίοι στους Μηλίους, όταν τους ζητούσαν να παραδοθούν κι εκείνοι τους είπαν «όµως δε πιστεύοµεν τη µεν τύχη εκ του θείου µη ελασσώσεσθαι, ότι όσιοι προς ου δικαίους ιστάµεθα...» («όµως πιστεύοµεν ότι κατά µεν την τύχη εκ µέρους του θείου δεν θα µειονεκτήσοµε απέναντί σας, γιατί στεκόµαστε όσιοι εµείς απέναντι σε όχι δικαίους...»). Σ’ αυτά οι Αθηναίοι απάντησαν: «Της µεν τοίνυν προς το θείον ευµενείας ουδ’ ηµείς οιόµεθα λελείψεσθαι. Ουδέν γαρ έξω της ανθρωπείας των µεν ες το θείον νεµέσεως των δ’ ες σφας αυτούς βουλήσεως δικαιούµεν ή πράσσοµεν. Ηγούµεθα γαρ το τε θείον δόξη το ανθρώπειόν τε σαφώς δια παντός υπό φύσεως αναγκαίας, ου αν κρατή, άρχειν. Και ηµείς ούτε θέντες τον νόµον ούτε κειµένω πρώτοι εχρησάµεθα». (Όσον αφορά την ευµένεια των θεών ούτε εµείς, νοµίζοµε πως θα µας λείψει. Γιατί τίποτε έξω απ’ την ανθρώπινη καθιερωµένη στάση, ούτε απέναντι στους θεούς, ούτε σχετικά µε την επιθυµία µας, ούτε επιβάλλοµε ούτε κάνοµε. Γιατί νοµίζοµε ότι και το θείον, όπως πιστεύεται και το ανθρώπινο σαφώς πάντοτε ωθούµενο από µια φυσική αναγκαιότητα όπου υπερτερεί σε δύναµη εκεί εξουσιάζει. Κι εµείς χωρίς να τον έχοµε θεσπίσει αυτόν το νόµο ούτε ενώ υπάρχει πρώτοι τον χρησιµοποιήσαµε). Αυτά είναι κείµενα αποκαλυπτικά. Θα µπορούσαν να δικαιολογήσουν όλους τους κατακτητές κι όλους τους ιµπεριαλισµούς της Ιστορίας. Και όλο το ήθος το στηρίζουν οι Αθηναίοι και στο ανθρώπινοκαθιερωµένο άγραφο δίκαιο του ισχυροτέρου, αλλά και στη συµπεριφορά των θεών. Την είδαµε άλλωστε αυτή τη συµπεριφορά στα Οµηρικά έπη, που ήταν το ευαγγέλιο των Ελλήνων και το Αναγνωστικό στα σχολεία τους. Φυσικά µε τέτοια λογική δεν θα µπορούσαν να καταλάβουν οι Αθηναίοι τον Βενιζέλο, όταν το 1913 απαντούσε στην πρόταση του βασιλιά Κωνσταντίνου για συνέχιση του δεύτερου βαλκανικού πολέµου µέσα στα Βουλγαρικά εδάφη µ’ αυτά τα λόγια: Εις τι αποβλέπει η περαιτέρω προέλασις του στρατού µας; Η γραµµή που είχε δώσει από την αρχή ο Ε. Βενιζέλος ήταν να µη µπαίνει ο στρατός σε χωριά που δεν τους περιµένουν ως ελευθερωτές µιλώντας ελληνικά και χτυπώντας τις καµπάνες. Αυτή όµως η στάση υπαγορεύεται από µια άλλη θεολογία κι ο καθένας καταλαβαίνει τη διαφορά.
Ο Αισχύλος µας παράστησε πολύ καθαρά και πολύ δραµατικά την απελπισία του αρχαίου ανθρώπου, το µονόδροµο προς τη δικαιοσύνη της εκδίκησης, την ουτοπία κάθε µετάνοιας ή συγγνώµης: «τι γαρ λύτρον πεσόντος αίµατος πέδοι» ποιο λύτρο υπάρχει για το αίµα που χύθηκε στη γη;) (Αισχ. Χοηφ. 48). Κι ακόµα: Το δ’ επί γαν πεσόν άπαξ θανάσιµον προπάροιθ’ ανδρός µέλαν αίµ α τις αν πάλιν αγκαλέσαιτ’ επαείδων; (το µαύρο αίµα που έπεσε µια φορά στη γη θανάσιµο µπροστά στον άνθρωπο ποιος θα µπορούσε να το φέρει πίσω µε ξόρκια;) (Αισχ. Αγαµ. 1019-1021). Αυτή την ιδέα είχε κι ο Κάϊν όταν σκότωσε τον αδελφό του τον Άβελ και τον έκανε ο Θεός «να στένει και να τρέµει». «Και νυν επικατάρατος συ από της γης, ή έχανε το στόµα αυτής δέξασθαι το αίµα του αδελφού σου εκ της χειρός σου» (Γεν. 4, 11). Κι ο Κάϊν σαν Αισχύλειος άνθρωπος παρατηρεί «µείζων η αιτία µου του αφεθήναι µε» (Η αµαρτία µου είναι µεγάλη• δεν χωράει συγχώρεση). Τώρα έτσι που µ’ εξορίζεις «πας ο ευρίσκων µε αποκτενεί µε» (Πρβλ. Αισχύλου «τίτας φόνος πέπηγεν» (έχει πήξει το αίµα κι έχει γίνει φόνος εκδίκησης). Τότε όµως επενέβαινε σαφώς ο Θεός στη ζωή των ανθρώπων και ο Θεός είπε στον Κάϊν: ουχ ούτως πας ο αποκτείνας Κάϊν επτά εκδικούµενα παραλύσει» (δεν θα γίνει έτσι, όποιος σκοτώσει τον Κάϊν θα τιµωρηθεί πολύ αυστηρότερα). Και του έβαλε σηµείο ο Θεός µάλλον στο πρόσωπο, ώστε όποιος τον συναντά να ξέρει ότι δεν πρέπει να τον σκοτώσει. Κι αυτά χιλιάδες χρόνια πριν από τον Αισχύλο σαν προφητικά για τη µετάνοια, που θα κηρυχθεί απ’ τον Χριστό κάποτε στο µέλλον. Ο Αισχύλος είναι ποιητής και δεν κολλάει στην εικόνα, που έδιναν οι Αθηναίοι στον αιώνα του. Θέλει να βλέπει το ανθρώπινο γένος στην αλήθειά του και η αλήθεια είναι παλιά, πολύ παλιά. Πριν ακό µα να γίνουν οι άνθρωποι. Αγαµέµνονες και Κλυταιµνήστρες και Αίγισθοι ήταν µια γενιά δυστυχισµένη, όχι µόνο γιατί οι θεοί τους τους τύλιγαν µέσα σε αξεδιάλυτα κουβάρια ενοχής και τιµωρίας, αλλά και γιατί πεινούσαν και κρύωναν πάνω στη γη και δεν είχαν τρόπο να πολεµήσουν µε τη µοίρα τους. Σ’ αυτή την περίοδο της Ιστορίας (ή µάλλον της προϊστορίας) του ανθρωπίνου γένους τοποθετεί το άλλο συγκλονιστικό του δράµα ο Αισχύλος τον «Προµηθέα δεσµώτη». Σ’ αυτό το δράµα µας εισάγει τον τιτάνα Προµηθέα να συµπονεί τους ανθρώπους και να κλέβει για λογαριασµό τους από τους θεούς το «πυρ», µια δύναµη που θα γινόταν η αφετηρία του πολιτισµού. Κι αυτό «δια λίαν φιλότητα βροτών», µια αιτία που την επαναλαµβάνει επίµονα ο ποιητής. Οι θεοί όµως είναι κακοί και φθονούν κάθε ευτυχία των ανθρώπων και ο ∆ίας για λογαριασµό τους, εκφράζοντας δηλ. το θείον, καρφώνει τον Προµηθέα στον Καύκασο και στέλνει τον αετό να του τρώει το σηκώτι. Ο Προµηθέας πληρώνει τα επίχειρα της φιλανθρωπίας του. Μισεί τον ∆ία και τον θεωρεί καινούργιο τύραννο του κόσµου µε όλη την έπαρση του πρόσφατου θριαµβευτή. Θαρρεί κανείς ότι τα λόγια των Αθηναίων στους Μηλίους ότι και στους θεούς ισχύει το ότι «ου αν (τις) κρατή άρχει» είναι παρµένο απ’ αυτό το δράµα. Ένα ασυγκράτητο µίσος του ποιητή και περιφρόνηση προς τον ∆ία και τους άλλους Ολυµπίους φαίνεται πως εσκανδάλισε και τους συγχρόνους του Αισχύλου Αθηναίους, αλλά αφού τελικά γλύτωσε ο Αισχύλος, αυτό σηµαίνει ότι σ’ ένα βαθµό η Αθηναϊκή κοινωνία συµµερίζονταν τον τιτανισµό του Προµηθέα και του Αισχύλου. Ο Έλληνας, που ξεκίνησε απ’ τον Ύµνο του Απόλλωνα να θρηνεί για τα γεράµατα και το θάνατο, έφτασε στον 5 αιώνα να αντιµετωπίζει µε µίσος µια κάστα θεοτήτων, που µάχεται την ανθρώπινη ευτυχία. Ο ∆ίας µηνά στον καρφωµένον Προµηθέα ότι δέχεται συνεννόηση µαζί του µε αντάλλαγµα τις προφητικές του πληροφορίες. Ο Προµηθέας φτύνει και το ∆ία και τον απεσταλµένο του, τον Ερµή µε τον πρωτάκουστο λόγο. «Απλώ λόγω τους πάντας εχθαίρω θεούς» (Αισχ. Προµηθέας δ’, στ. 975). Ο Ερµής πιστό όργανο του ∆ία, πετάει έτσι σε ανύποπτη ώρα µια συγκλονιστική προφητεία για τον Προµηθέα στους στίχους 10261028. Τοιούδε µόχθου τέρµα µη τι προσδόκα, πριν αν θεών τις διάδοχος των σων πόνων φανή θελήση τ’ εις αναύγητον µολείν Άιδην κνεφαία τ’ αµφί Ταρτάρου βάθη». (Σ’ αυτά τα βάσανά σου τέρµα κανένα να µην περιµένεις πριν να φανεί και να θελήσει κάποιος απ’ τους θεούς να πάρει τα βάσανά σου επάνω του και να πάει στον σκοτεινό Άδη στα σκοτινειασµένα βάθη του Ταρτάρου). Ποιος θα διαβάσει αυτούς τους στίχους και δεν θα πάει ο νους του στην εικόνα της Αναστάσεως. «Η εις Άδου κάθοδος», όπου µέσα στον αναύγητό Άδην και τα κνεφαία βάθη του Ταρτάρου ο Χριστός αδράχνει µε ορµή τα χέρια των πρωτοπλάστων και τους βγάζει από τους τάφους «παγγενή τον Αδάµ αναστήσας»; Ο Προµηθέας βέβαια είχε κι αυτός το προφητικό χάρισµα. Έτσι προφητεύει στην παρθένα Ιώ που τον ρωτάει: ΙΩ: Τις ο λύσων εστίν άκοντος ∆ιός; ΠΡ: Των σων τιν’ αυτόν εκγόνων είναι χρεών. ΙΩ: Πως είπας; ή ‘µος παις σ’ απαλλάξει κακών; ΠΡ: Τρίτος γε γένναν προς δέκ’ άλλαισι γοναίς. (- Ποιος είναι που θα σε λύσει χωρίς τη θέληση του ∆ία; - Ένας από τους δικούς σου απογόνους πρέπει να είναι. - Πως είπες; Αλήθεια δικό µου παιδί θα σ’ απαλλάξει απ’ τα βάσανα; - Τρίτης γενιάς γέννηµα θα είναι µετά από δέκα γενιές). Πρέπει να προσέξοµε εδώ ότι ο Προµηθέας προφητεύει τη σωτηρία του από το παιδί της παρθένου Ιούς. Γι’ αυτό και η Ιώ ξαφνιάζεται κι απαντάει αµέσως: -Πως είπας; Το άλλο που σκανδαλίζει µε την ακρίβειά του τους δύσπιστους είναι ότι τοποθετεί τη σωτηρία ο Προµηθέας σε δεκατρείς γενιές απ’ την παράσταση βέβαια του δράµατος. Τα 460 µε 450 χρόνια που χωρίζουν την παράσταση από τη γέννηση του Χριστού χωράνε ίσα – ίσα δεκατρείς γενιές! Ο Κωνσταντίνος Καβάφης πάλι πρόσεξε ένα χωρίο από το 2ο βιβλίο της «Πολιτείας» του Πλάτωνα, όπου ο Πλάτωνας κατακρίνει τον Αισχύλο, παρ’ όλη τη γενική εκτίµηση που του έχει, για το απόσπασµα σε κάποιο έργο του, που δεν σώθηκε (πιθανόν µε τον τίτλο «όπλων κρίσις»). Κατακρίνει λοιπόν το απόσπασµα του Αισχύλου ο Πλάτωνας, όταν φη η Θέτις τον Απόλλω εν τοις αυτής γάµοις άδοντα: ενδατείσθαι τας εάς ευπαιδίας νόσων τ’ απείρους και µακραίωνας βίους ξύµπαντα τ’ ειπών θεοφιλείς εµάς τύχας παιών’ επευφήµησεν ευθυµών εµέ Καγώ το Φοίβου θείον αψευδές στόµα ήλπιζον είναι, µαντική βρύον τέχνη ο δ’ αυτός υµνών, αυτός εν θοίνη παρών αυτός τάδ’ ειπών, αυτός εστιν ο κατανών τον παίδα τον εµόν. (όταν λέει η Θέτις ότι ο Απόλλων στους γάµους της τραγουδούσε: ότι της πρόσφερε την γέννηση καλών παιδιών χωρίς αρρώστιες και µακραίωνη ζωή κι αφού σε όλα είπε πως η τύχη µ ου έχει την αγάπη των θεών, έψαλε παιάνα για να ευθυµήσω Κι εγώ το στόµα του Φοίβου το θεϊκό έλπιζα πως δεν ψεύδεται, που είναι γεµάτο από τέχνη µαντική. Αυτός όµως ο ίδιος που έλεγε τον ύµνο αυτός, που ήταν παρών στο γαµήλιο τραπέζι και είπε αυτά εδώ, αυτός είναι που σκότωσε το γιο το δικό µου). ∆εν πρέπει να αποδώσει κανείς αυτό το απόσπασµα σε Κάποια ακρότητα ή λογοτεχνική ελευθεριότητα του Αισχύλου, γιατί και ο Όµηρος αναφέρει ότι ο Απόλλωνας έδωσε το πρώτο χτύπηµα στον Πάτροκλο και τον αφόπλισε, ώστε να τον σκοτώσει. ... αυτάρ απ’ ώµων ασπίς συν τελαµώνι χαµαί πέσε τερµιόεσσα λύσε δε οι θώρηκα άναξ ∆ιός υιός Απόλλων (απ’ τους ώµους η ασπίδα η µεγάλη µαζί µε τον τελαµώνα έπεσε κάτω και του έλυσε τον θώρακα ο θεός Απόλλων ο γιος του ∆ία).
Ο Όµηρος δεν έφτασε την Ιλιάδα ως τον θάνατο του Αχιλλέα. Από την τύχη του Πατρόκλου όµως συµπεραίνοµε ότι δεν θα ήταν παράξενο να είναι τα πράγµατα και µε τον Αχιλλέα όπως µε τον Πάτροκλο. Ο Καβάφης συγκινήθηκε, όπως είπαµε, απ’ το περιστατικό κι έγραψε κι αυτός το ποίηµα του «Απιστία», ίσως γιατί του φάνηκε πως αρκετά ψυχρά τα εξιστορεί κι ο Αισχύλος κι ο Όµηρος: Σαν πάντρευαν την Θέτιδα µε τον Πηλέα σηκώθηκε ο Απόλλων στο λαµπρό τραπέζι του γάµου, και µακάρισε τους νεονύµφους για το βλαστό που θάβγαινε απ’ την ένωσί των. Είπε: Ποτέ αυτόν αρρώστια δε θ’ αγγίξει θάχει µακρυνή ζωή. – Αυτά σαν είπε, η Θέτις χάρηκε πολύ, γιατί τα λόγια του Απόλλωνος, που γνώριζε από προφητείες, της φάνηκαν εγγύησις για το παιδί της. Κι όταν µεγάλωνεν ο Αχιλλεύς και ήταν της Θεσσαλίας έπαινος η εµορφιά του, η Θέτις του θεού τα λόγια ενθυµούνταν. Αλλά µια µέρα ήλθαν γέροι µε ειδήσεις κι είπαν το σκοτωµό του Αχιλλέως στην Τροία. Κι η Θέτις ξέσχιζε τα πορφυρά της ρούχα κι έβγαζεν από πάνω της και ξεπετούσε στο χώµα τα βραχιόλια και τα δαχτυλίδια. Και µέσ’ στον οδυρµό της τα παλιά θυµήθη• ΄και ρώτησε τι έκαµνε ο σοφός Απόλλων, που γύριζεν ο ποιητής , που στα τραπέζια έξοχα οµιλεί, που γύριζε ο προφήτης, ότάν τον υιό της σκότωναν στα πρώτα νειάτα. Κι οι γέροι της απήντησαν πως ο Απόλλων αυτός ο ίδιος εκατέβηκε στην Τροία και µε τους Τρώας σκότωσε τον Αχιλλέα. Ξέροµε εµείς γιατί απασχόλησε το περιστατικό τον Καβάφη κι από το ποίηµά του φάνηκε πως επεδίωξε να δείξει την τραγική πλάνη των πιστών της ειδωλολατρίας. Βέβαια το ίδιο νιώθει και το ίδιο δείχνει για κάθε πίστη και κάθε λατρεία ο Καβάφης σαρκάζοντας έµµεσα κάθε θρησκευτική• ευαισθησία. Και φαίνεται σαν να προβληµατίζεται µόνον η Θέτις ή µόνος ο Όµηρος ή ο Αισχύλος, αλλά νοµίζω πως πρέπει να είναι γενικός ο προβληµατισµός και προ παντός πρέπει να τα πούµε κάποτε όλα, όσα νιώθοµε και τα κρύβοµε. ∆εν ήταν µόνον η Θέτις που έµεινε εµβρόντητη σαν άκουσε απ’ τους γέροντες την ανέλπιστη είδηση τη φρικτή. Κι ο Όµηρος τόξερε – δεν µπορεί – γιατί στην Οδύσσεια δείχνει τον Αχιλλέα στον ηερόεντα Άδη πολύ τσαλακωµένον. ∆εν µας εξιστόρησε όµως στην Ιλιάδα το θάνατό του, γιατί δεν άντεχε. Ο Αχιλλέας να πεθάνει! Αλλά ο Καβάφης που πήγε και βρήκε το απόσπασµα 281 του Αισχύλου, έµεινε κι αυτός εµβρόντητος. Μα ποιος σας είχε εγγυηθεί όλους εσάς, ποιητές µου, ποιος σας είχε εγγυηθεί πως ο Αχιλλέας δεν θα σκοτώνονται στην Τροία; Αφήστε την Θέτιδα, τη µάνα του . Καµµιά µάνα δεν πιστεύει ότι ποτέ θα πεθάνει το τέκνο της. Μήπως πιστέψατε πως ο Απόλλων ο ίδιος «παιών’ επευφήµησε» κι έκαµε χαρούµενη τη Θέτιδα; Γιατί δεν µειδιάσατε συµπαθητικά στην αφέλεια της µάνας να πιστεύει στην αθανασία του γιου της; Όποιος βέβαια πιάνει ένα βρέφος στα χέρια, βλέπει αυτό το θαύµα της ζωής και διαψεύδει χίλιες φορές την ύπαρξη του θανάτου. ∆εν µπορεί, δεν πρέπει να υπάρχει ο θάνατος, ποιος τον σοφίστηκε; Κι όµως... συµβαίνει. «Ο δαίµων ο την ηµετέραν φύσιν ειληχώς απαραίτητος». Ο Θεό εγγυήθηκε την κατάργηση του θανάτου , γιατί τι Θεός είναι, αν κάνει θνητά έργα, θνητούς ανθρώπους, θνητά παιδιά του. Αν είναι πατέρας µας, πως αντέχει να λυώνοµε µέσα στους τάφους κι αυτός µακάριος να χλιέται µέσα στα µύρα των Ηλυσίων; Και το άλλο, το τελευταίο, το φρικτότερο, το παραλογότερο, το απαράδεκτο «ο δ’ αυτός υµ νών... αυτός εστιν ο κτανών τον παίδα τον εµόν». Ο Θεός, που τραγούδησε και προφήτεψε την αθανασία του γιου µου, αυτός ο ίδιος τον σκότωσε! Αν είναι η ζωή µέγα καλό και πρώτο, κι ο θάνατος είναι το µέγα κακό και πρώτο. Και τόσο µεγάλα πράγµατα στον κόσµο ποιος άλλος µπορεί να τα κάνει; Μόνο ο Θεός. Λοιπόν, δηµιουργέ µας, πατέρα µας, µοναδική µας ελπίδα, εσύ µε τα χέρια σου τα πατρικά µας σκοτώνεις;! Μη µου πεις Κωνσταντίνε Καβάφη, πως δεν σε βασάνιζε αυτό το ερώτηµα; ∆εν ήταν όµως πατέρας τους ούτε ο Απόλλων, ούτε ο ∆ίας. Κι αρχαίοι µας πρόγονοι µόνο πατέρα χρειάζονταν. Και δεν είχαν... Ύστερα βρήκαν τον πατέρα τους, που για χάρη τους πέθανε και µάλιστα επί Σταυρού και ετάφη, αλλά ανέστη «και επλήρωσε τα σύµπαντα φωτός και πρωτότοκος των νεκρών εγένετο, εκ κοιλίας Άιδου ερρύσατο ηµάς και εδωρήσατο ηµ ίν το µέγα έλεος».
Ο αµέσως επόµενος στη χρονική σειρά µεγάλος τραγικός ποιητής της Αθήνας ήταν ο Σοφοκλής από τον Κολωνό της Αττικής, ιερέας στο ναό του Ηρακλή. Ο Σοφοκλής µέσα στην καρδιά του χρυσού αιώνα, στο απόγειο της δόξας της Αθηναϊκής δηµοκρατίας, είδε το µεγάλο πειρασµό κάθε προοδευµένης αστικής κοινωνίας να σκαρώσει έναν ηθικολογικό θετικισµό και να ζήσει στην ψευδαίσθηση της τελειότητας κι ας χάσκει κάτω απ’ τα πόδια αδυσώπητος κι αχόρταγος ο Άδης κι ας είναι οι καρδιές γεµάτες απ’ αυτά τα εφιαλτικά τέρατα που βλέποµε στη Μυθολογία. Ο Σοφοκλής διαπίστωσε ότι η σοβαρή όψη της ζωής µας κρύβεται στο υποσυνείδητο και στην επιφάνεια µ’ αυτές τις λογικές ηθικολογίες παίζοµε τις κουµπάρες. Ο Οιδίπους ήταν ο ιδανικός ηγέτης, ο σοφός , ο αγαθός, ο φιλόλαος, ο ευσεβής... Και όµως ήταν το µίασµα! Και δεν το ήξερε. Ένα κουβάρι από ενοχές, αποκρύψεις, αινίγµατα και απειλές φώλιαζε στην ψυχή του. Ξεκίνησε να µάθει ποιος είναι ο πατέρας του και δεν τόµαθε κι αγνοώντας το τον σκότωσε. ∆εν έµαθε ποια ήταν η µάνα του και την παντρεύτηκε! Γιατί τόσο σκοτάδι και τόσο κακό στην αφετηρία της ζωής µας; Ο Σοφοκλής ψηλαφεί το προπατορικό αµάρτηµα.
Ο Οιδίπους έπεσε θύµα της σοφίας και της παλληκαριάς του. Έφτιαξε τη ζωή του την πρόσκαιρη και επιφανειακή σκεπάζοντας το βάθος της που κοιτάζει απειλητικά κι αινιγµατικά από το παρελθόν. Απ’ τα εγκλήµατα του Λαΐου και όλων των Λαβδακιδών ξεκινάει η Άτη υστεροποινος µνήµων, δολία και πλανά το ορφανό παλληκάρι και το βάζει να σκοτώσει τον πατέρα του, το φέρνει µπροστά στη Σφίγγα και την νικάει, του προσφέρει ένα βασιλικό γάµο, για να βολευτεί κι αυτός σε µια γωνιά της γης. Με άλυτο το πρόβληµα της καταγωγής του πέφτει µ’ ενθουσιασµό στα καθήκοντα του αγαθού βασιλέως. Η ηθική του όµως δεν τον σώζει, ίσα – ίσα κάνει τραγικότερη τη συντριβή του. Υπάρχει ένα κακό µεγάλο κρυµµένο στη ζωή µας και µια δύναµη (ο αλάστωρ), που το ξέρει και τιµωρεί αµείλικτα τον φορέα του κακού αυτού.
Κι όταν τα αποκαλύπτει όλα και νιώθει πια πως δεν είναι τίποτα κι η δόξα και το µεγαλείο του αγαθού ηγεµόνα, τα πάντα χάνονται σκιάς απατηλότερα, δεν υπάρχει διέξοδο. Ο αλάστωρ περιµένει την πληρωµή του και σαρκάζει τον ένοχο κι ένοχος δεν θεωρείται µόνον ο Οιδίπους αλλά γενικά το ανθρώπινο γένος, αφού πληρώνουν όλοι για όλους. («Κεκόλληται γένος προς άτα»). ∆εν υπάρχει θρησκευτικός συλλογισµός στην αρχαία θρησκεία, που να µην αποδεικνύει ότι «οι θεοί των εθνών δαιµόνια», δαιµόνια που ως κύριο έργο έχουν τον κολασµό του κόσµου. Όπως ο Αισχύλος έτσι κι ο Σοφοκλής δεν αυτοσχεδιάζει την ανθρωπολογία του. την βλέπει ολοζώντανη στη συµπεριφορά των Αθηναίων. Μπορεί να έστηναν πάλλευκα µνηµεία τέχνης και λατρείας, αλλά οι σφαγές χιλιάδων Ελλήνων κι ο εξανδραποδισµός τους δεν µπορεί να άφιναν την καρδιά τους καθαρή. Οι ίδιοι δικαιολόγησαν τις ιµπεριαλιστικές τους βαρβαρότητες ότι οφείλονταν σε τρία αίτια: στη δόξα, στο φόβο και στο συµφέρον ( Θουκ. Α, 75). Και όταν κατάφερναν να πετύχουν το σκοπό τους, δεν απολάµβαναν τους καρπούς των µόχθων τους, αλλά έτρεχαν για νέες κατακτήσεις. Και στα µικρά διαλείµµατα χρειάζονταν «ευπρεπείς κατασκευάς, ων καθ’ ηµέραν η τέρψις το λυπηρόν εκπλήσσει» (Θουκ. Β 38). Σαν αδηφάγο όρνιο κάθονταν επάνω στις καρδιές τους «το λυπηρόν» και χρειάζονταν τα παραισθησιογόνα της ευηµερίας, για να το σκιάξουν. Έτσι µπορεί ο λαός στα χορικά να χλευάζει ολόκληρη την ιστορία µε τους πολιτισµούς της: «Ιώ γενεαί βροτών, ως υµάς, ίσα και το µηδέν ζώσας εναριθµώ» (Όχου γενιές των ανθρώπων, γιατί σας λογαριάζω να ζείτε ίσα µε το µηδέν).
Στην παντοδύναµη εκείνη την εποχή Αθήνα, όπου καταργείται στις σχέσεις των πόλεων η δικαιοσύνη και επιβάλλεται απ’ τους Αθηναίους συνειδητά το δίκαιο του ισχυροτέρου («Ποιος προσφεύγει στη δικαιοσύνη, όταν µπορεί µε τη βία να επιβάλει τη θέλησή του;») (Θουκ. Α 75), ακούγεται σαν βρισιά κυριολεκτικά το «Ύβρις φιτύει τύραννον». Κάθε εξουσία, λοιπόν, είναι έκφραση µιας αλαζονείας, που θέλει «ου αν κρατή, άρχειν». Οι Αθηναίοι το είπαν στους Μηλίους, ακόµα και οι θεοί το ίδιο κάνουν, όπως πιστεύοµε (δόξη). Στο δρόµο του προς τον Άδη ο Οιδίπους φτάνει στον Κολωνό κι εκεί ακουµπάει στο ιερό των Ερινύων. Ο επάνω στο χώµα. Θυµάται κανείς τα λόγια του ∆ία στο Ρ της Ιλιάδας: ου µεν γαρ τι που εστιν οιζυρώτερον ανδρός πάντων, όσσα τε γαίαν έπι πνείει τε και έρπει. (... δεν υπάρχει τίποτε δυστυχέστερο απ’ τον άνθρωπο, απ’ όσα πάνω στη γη αναπνέουν και περπατούν) (Ρ 446 – 117). Θα ήταν υπεραρκετά όσα παρουσιάστηκαν ως τώρα σ’ αυτή τη µελέτη, για να δείξουν ότι οι αρχαίοι Έλληνες ήταν βαρειά τραυµατισµένοι κι απογοητευµένοι απ’ τη θρησκεία των ειδώλων και είχαν συνειδητοποιήσει και µάλιστα δραµατικά την ανεπάρκειά της.
Αυτή η θεολογία επιδρά και διαµορφώνει και την ηθική των ανθρώπων. Ο Ιππόλυτος δεν τηρεί µόνο την αγνότητά του αλλά µισεί τους γάµους και τις γυναίκες γενικά. Γι’ αυτό από το ένα µέρος µας δίνει έναν ποιητικότατο ύµνο στη θεά της αγνότητας: Σοι τόνδε πλεκτόν στέφανον εξ ακηράτου λειµώνος, ω δέσποινα, κοσµήσας φέρω... (Ευρ. Ιππ. 73 κ.εξ.) (Σε σένα κυρά µου αυτό το πλεκτό στεφάνι από απάτητο λιβάδι, αφού το στόλισα στο φέρνω...). Απ’ το άλλο µέρος τώρα εξαπολύει ένα υβρεολόγιο κατά του γυναικείου φύλου µοναδικό στην αρχαία ελληνική γραµµατεία. «ω Ζευ τι κίβδηλον ανθρώποις κακόν γυναίκας εις φως ηλίου κατώκισας;» (Ω ∆ία τι κίβδηλο κακό έφερες τις γυναίκες στο φως του ήλιου;) Να η απολυτοποίηση του δυϊσµού στη ζωή των αρχαίων και η θεολογική της προέλευση. Ο άνθρωπος δεν µπορεί να ζήσει αυτή τη ζωή παγιδευµένος από τη δαιµονική θεολογία. Γι’ αυτό ο Ευριπίδης υποψιάζεται στην αρχή µέχρι που γίνεται βέβαιος ότι υπάρχει κάποια απάτη φοβερή. Στο δράµα «Ελένη», στο α’ στάσιµο στ. 1137 κ.εξ. εξοµολογείται: Ό,τι θεός ή µη θεός ή το µέσον τις φησ’ ερευνήσας βροτών µακρότατον πέρας ευρείν, ος τα θεών εσορά δεύρο και αύθις εκείσε και πάλιν αντιλογοις πηδώντ’ ανελπίστοις τύχαις; Συ ∆ιός έφυς, ω Ελένα, θυγατήρ• πτανός γαρ εν κόλποις σε Λήδας ετέκνωσε πατήρ. Κάτ’ ιαχήθης καθ’ Ελλανίαν προδότις, άπιστος, άδικος, άθεος• ουδ’ έχω τι το σαφές ό,τι ποτ’ εν βροτοίς. (Τι είναι θεός, τι όχι θεός ή το ανάµεσα ποιος άνθρωπος θα πει πως το έψαξε και βρήκε το µακρότατον τέρµα (αυτής της έρευνας); Αυτός που βλέπει τα σχετικά µε τους θεούς προς τα εδώ και προς τα εκεί µε αντίθετες και ανέλπιστες συντυχίες να πηδούν. Εσύ, Ελένη, του ∆ία γεννήθηκες θυγατέρα• γιατί φτερωτός στους κόλπους της Λήδας σ’ έσπειρε ο πατέρας. Κι ύστερα ακούστηκες σ’ όλο τον Ελληνικό κόσµο προδότις, άπιστη, άδικη, άθεη. ∆εν ξέρω τι τέλος πάντων είναι ξεκαθαρισµένο ανά µεσα στους ανθρώπους γι’ αυτά). Κι ο Ευριπίδης τελειώνει τη στροφή αυτή µ’ ένα στίχο δυσκολοερµήνευτον: «Το των θεών δ’ έπος αλαθές εύρον». Νοµίζω ότι η σωστή του µετάφραση είναι «το λόγο όµως για τους θεούς, δηλ. πως υπάρχουν, τον βρήκα αληθινόν». Γι’ αυτό χρησιµοποιεί και τη λέξη έπος κι όχι λόγος• αν ήταν να εύρισκε αληθινά λόγια των θεών, δεν θα αµφέβαλε για τη θεότητα της Ελένης. Στο τελευταίο του δράµα , τις Βάκχες, ο Ευριπίδης ξεκαθαρίζει το θέµα ακόµα περισσότερο. Εµφανίζει τον καινούργιο θεό ∆ιόνυσο, που έρχεται απ’ την Ασία φέρνοντας µια καινούργια θρησκεία. Η δογµατική της νέας θρησκείας δεν επεκτείνεται πέρα από το «βότρυος υγρόν» σε αντίθεση ή µάλλον συµπληρώνοντας τα δώρα της ∆ήµητρας, η οποία εν ξηροίσι εκτρέφει βροτούς. Ότε δ’ ήλθ’ έπειτ’ αντίπαλιν Σεµέλης γόνος βότρυος υγρόν πώµ’ ηύρε κεισηνέγκατο θνητοίς, ο παύει τους ταλαιπώρους βροτούς λύπας, όταν πλησθώσιν αµπέλου ροής. ύπνον τε λήθην των καθ’ ηµέραν κακών δίδωσι, ουδ’ εστ’ άλλο φάρµακον πόνων. (Και όταν ήλθε έπειτα πάλι ο γιος της Σεµέλης, του σταφυλιού το πιοτό βρήκε και το πρόσφερε στους θνητούς, που σταµατάει στους ταλαίπωρους θνητούς τις λύπες, όταν γεµίσουν απ’ το χυµό της αµπέλου και ύπνο και λήθη των καθηµερινών βασάνων δίνει κι ούτε υπάρχει άλλο φάρµακο των πόνων).
Ο Ευριπίδης µε το στόµα της τροφού της Μήδειας στο οµώνυµο δράµα στηλίτεψε τα τραγούδια του κρασιού, γιατί είναι άχρηστα. Θάθελε η τροφός (δηλ. ο Ευριπίδης) τραγούδια, που να καταπαύουν τις λύπες αντί να µερώνουν τις κακίες των ανθρώπων: σκαιούς δε λέγων και ουδέν τι σοφούς τους πρόσθε βροτούς ουκ αν αµάρτοις, οίτινες ύµνους επί µεν θαλίαις επί τ’ ειλαπίναις και παρά δείπνοις ηύροντο βίω τερπνάς ακοάς• στυγίους δε βροτών ουδείς λύπας ηύρετο µούση και πολυχόρδοις ωδαίς παύειν, εξ ων θάνατοι δειναί τε τύχαι σφάλλουσι δόµους. (ανόητους και καθόλου σοφούς αν τους έλεγες τους παλιούς ανθρώπους δεν θα ‘πεφτες έξω, γιατί ύµνους για τα γλέντια και για τα συµπόσια βρήκαν γλυκά ακούσµατα• τις µισητές όµως λύπες κανένας θνητός δεν βρήκε τρόπο µε την ποίηση και µε τις πολύχορδες ωδές να καταπαύει, που απ’ αυτές θάνατοι και φοβερές τύχες καταστρέφουν τα σπίτια). Ύστερα απο αυτή τη δραµατική δήλωση του Ευριπίδη, νοµίζω ότι η υµνογραφία της Εκκλησίας µας και προπαντός οι Παρακλητικοί Κανόνες ανταποκρίνονται απόλυτα στον καηµό του ποιητή. Να που ο Χριστιανισµός δεν είναι ο αντίπαλος του Ελληνισµού, αλλά η απάντηση στα αιτήµατά του και η παρηγοριά στα προβλήµατα, που αφίνει άλυτα κάθε άλλη θρησκεία. Στις Βάκχες ο Ευριπίδης δίνει την τελική απάντησή του για το ήθος των θεών. Ο ∆ιόνυσος έρχεται στη γενέτειρά του τη Θήβα, όπου δεν τον αναγνωρίζουν ως θεό, και τιµωρεί την πόλη κάνοντας τις γυναίκες µαινάδες. Η αδερφή της µητέρας του Αγαύη µέσα στη βακχική της έκσταση πιάνει το γιο της τον Πενθέα και τον κόβει κοµµάτια νοµίζοντας πως είναι λιοντάρι. Φέρνει στη σκηνή το κεφάλι του περασµένο σ’ ένα καλάµι ως έπαθλο. Όταν συνέρχεται και βλέπει τι έκανε πέφτει σε βαθειά δυστυχία. Το ίδιο κι ο πατέρας της, ο Κάδµος, που ήταν παππούς του ∆ιονύσου. Ο ∆ιόνυσος εµφανίζεται ο θριαµβευτής, αφού τιµώρησε την απιστία τους, και τους αναγγέλλει ακόµα ότι τους καταδικάζει σε εξορία. Και το δράµα τελειώνει µε τον παρακάτω διάλογο:
ΚΑ∆ΜΟΣ: ∆ιόνυσε, λισσόµεθά σ’, ηδικήσαµεν
∆ΙΟΝΥΣΟΣ: Όψ’ εµάθεθ’ ηµάς, ότε δε χρην, ουκ ήδετε
ΚΑ∆ΜΟΣ: Εγνώκαµεν ταύτα αλλ’ επεξέρχη λίαν
∆ΙΟΝΥΣΟΣ: Και γαρ προς υµών θεός γεγώς υβριζόµην
ΚΑ∆ΜΟΣ: Οργάς πρέπει θεούς ουχ οµοιούσθαι βροτοίς
∆ΙΟΝΥΣΟΣ: Πάλαι τάδε Ζευς ουµός επένευσε πατήρ.
ΚΑ∆ΜΟΣ: ∆ιόνυσε, σε ικετεύοµε, (παραδεχόµαστε ότι σε) αδικήσαµε
∆ΙΟΝΥΣΟΣ: Αργά µε καταλάβατε, όταν όµως έπρεπε, δεν ξέρατε.
ΚΑ∆ΜΟΣ: Τα καταλάβαµε (τώρα) αυτά, αλλά µας τιµωρείς πολύ.
∆ΙΟΝΥΣΟΣ: Γιατί κι εγώ από σας, αν και ήµουν θεός, υβριζόµουν.
ΚΑ∆ΜΟΣ: Οι θεοί πρέπει στις οργές να µην γίνονται όµοιοι µε τους θνητούς
∆ΙΟΝΥΣΟΣ: Από παλιά αυτά τα επεκύρωσε ο ∆ίας ο πατέρας µου) ( Ευρ. Βάκχ. 1345-1350) Μπορούµε να πούµε ότι είναι αυτά και τα τελευταία λόγια του Ευριπίδη προς τον κόσµο, γιατί οι Βάκχες είναι το τελευταίο του δράµα και κατά πάσαν πιθανότητα ανεβάστηκε στη σκηνή µετά το θάνατο του. Μας εµπιστεύεται τον πόνο του ο ποιητής πως είχε υψηλότερη ιδέα για το Θεό και διαψεύστηκε από την πραγµατικότητα. Βέβαια είχε διαψευσθεί και προτήτερα µε την Αφροδίτη στο δράµα Ιππόλυτος, µε όλους τους θεούς στις Τρωάδες κ.λ.π., αλλά εδώ δίνεται αυτή η εικόνα επιγραµµατικά και πολύ πειστικά. Ο Κάδµος θεωρεί ότι η άδικη οργή του θεού ∆ιονύσου είναι οµοίωση στις οργές των ανθρώπων. Στην πράξη όµως αποδείχτηκε ότι η τροµοκρατική θεολογία των ειδώλων είναι που διέφθειρε και τα ανθρώπινα ήθη. Στο ίδιο δράµα, στις Βάκχες, έχοµε το τρίτο στάσιµο, όπου ο χορός υµνεί το σοφόν και το κάλλιον παρά θεών γέρας στους ανθρώπους, που δεν είναι άλλο από το νάχουν το επάνω χέρι στις σχέσεις τους µε τους εχθρούς. τι το σοφόν; ή τι το κάλλιον παρά θεών γέρας εν βροτοίς ή χείρ’ υπέρ κορυφάς των εχθρών κρείσσω κατέχειν; (τι είναι το σοφόν; ή τι καλύτερο δώρο απ’ τους θεούς στους ανθρώπους παρά να κρατούν το χέρι τους δυνατό πάνω απ’ την κορυφή των εχθρών τους;).Το µεγάλο του λόγο όµως για το τι είναι η ειδωλολατρική θρησκεία ο Ευριπίδης τον είπε και τον έδειξε µε το δράµα Μήδεια. Η Μήδεια, για να εκδικηθεί τον άπιστον άντρα της, τον Ιάσονα, σφάζει τα παιδιά της. Θα περίµενε κανείς σύµφωνα µε τον Αριστοτέλειο ορισµό της τραγωδίας να ιδούµε την ειδεχθή φόνισσα να δέχεται τελικά το πελέκι της Νέµεσης. Κι όµως, όταν ανοίγει η αυλαία στο τελευταίο επεισόδιο, ο ποιητής σκηνοθετεί τη φόνισσα ανεβασµένη πάνω σ’ ένα µυθικό άρµα, που το έσερναν δράκοντες, δώρο του πάππου της του Ήλιου, µε τα σφαγµένα κορµάκια των παιδιών της στα πόδια της να στάζουν ακόµα αίµα. Αυτός που εξευτελίζεται είναι ο Ιάσων, που δεν του επιτρέπει η παιδοκτόνος ούτε να τ’ αγγίξει κι η ίδια στέκει αγέρωχη στο βάθος της σκηνής σαν Εωσφόρος. Το κακό εδώ θεοποιείται ! Ο ειδωλολατρικός θεός είναι η προσωποποίηση του κακού στο Εωσφορικό µεγαλείο του. Όταν διαβάζω αυτά τα κείµενα των τραγικών και του Οµήρου, µε πιάνει συµπόνια για τους προγόνους µας, γιατί νιώθω µέσα στην καρδιά µου τον πόνο τους και θαυµάζω την ευθύτητά τους, τη βαθειά τους αναζήτηση του αληθινού Θεού. Παρατηρώ όµως µε λύπη µου ότι σύγχρονοί µας φιλόλογοι και φιλολογούντες γυρίζουν τον άξονα, που συνδέει το καλό µε το κακό, την αλήθεια µε το ψέµα και εγκαινιάζουν τον άξονα τραγικού και µη τραγικού, ώσαν η τραγικότητα να αποτελεί απόλυτη αξία. Η τραγικότητα όµως είναι ο σπαραγµός της καρδιάς για τη χαµένη αλήθεια, το ζητούµενο είναι η αλήθεια.
Τη µόνη παρηγοριά στο θέµα των πατέρων µας, που µας άφησαν την τραγική τους κραυγή µου τη δίνει το απολυτίκιο του αγίου Ιωάννου του Προδρόµου. ... «χαίρων ευηγγελίσω και τοις εν Άιδη Θεόν φανερωθέντα εν σαρκί, τον αίροντα την αµαρτίαν του κόσµου και παρέχοντα ηµίν το µέγα έλεος». Στην ανάσταση των νεκρών της εσχάτης ηµέρας θα βγουν στην καινή κτίστη πολλοί αρχαίοι και ήρωες και απλοί τραγικοί ποιητές και θεατές τους κρατώντας στα χέρια τους σηµαίες της Αναστάσεως. Όσο πλησιάζαµε προς το τέλος της αρχαιότητας και τα µαθήµατα των τραγικών είχαν αρχίσει να αποδίδουν µέσα στον Ελληνικό χώρο, άρχισαν να ακούγονται καθαρότερες φωνές, που προµήνυαν µια µεγάλη αλλαγή, µια αντιστροφή του ειδωλολατρικού κατεστηµένου. Βέβαια αυτή είναι µια θεολογία προφητική και φεύγει πια από την ειδωλολατρία. Οι Σίβυλλες των τελευταίων αιώνων, µάντισσες του Απόλλωνα, µίλησαν για τον ερχόµενο Σωτήρα µε εκπληκτική σαφήνεια όπως οι Προφήτες της Παλαιάς ∆ιαθήκης. ∆εν ξέροµε αν ο κόσµος τις έπαιρνε στα σοβαρά. Οι σκεπτόµενοι όµως πνευµατικοί άνθρωποι έβλεπαν ότι κάτι θ’ αλλάξει, δεν µπορεί ο κόσµος να ζήσει µε την απάνθρωπη δαιµονική θεολογία. Και οι Σίβυλλες αλλά και ο Σόλωνας ως ποιητής µας άφησαν κείµενα που µιλούν για το Σωτήρα που θα έρθει και θα διωχθεί, θα µαστιγωθεί, θα θανατωθεί κ.λ.π., που εύκολα ένας δύσπιστος µπορεί να τα αµφισβητήσει . Είναι προκλητικά σαφή, σαν να γράφτηκαν µετά την εµφάνιση του Χριστού στον κόσµο.
Ο Πλάτων ψύχραιµος διανοούµενος προτίµησε την µέση οδό. Κατέληξε στο συµπέρασµα ότι θάρθει ένας σωτήρας να µας διδάξει την αλήθεια, δηλαδή ποιον Θεό να λατρεύοµε και µε ποιον τρόπο. Στο διάλογο «Αλκιβιάδης δεύτερος» συµβουλεύει ο (Πλατωνικός) Σωκράτης τον Αλκιβιάδη, που ετοιµάζονταν να κάνει µια θυσία: ... αναγκαίον ουν εστι περιµένειν, έως αν τις µάθη ως δει προς θεούς και προς ανθρώπους διακείσθαι.
ΑΛΚΙΒ: Πότε ουν παρέσται ο χρόνος ούτος, ω Σώκρατες, και τις ο παιδεύσων; ήδιστα γαρ αν µοι δοκώ ιδείν τούτον τον άνθρωπον, τις εστιν.
ΣΩΚΡ: Ούτος ω µέλει περί σου, αλλά δοκεί µοι, ώσπερ τω ∆ιοµήδη φησίν την Αθηνάν Όµηρος, από των οφθαλµών αφελείν την αχλύν. όφρ’ ευ γιγνώσκοι ηµέν θεόν ηδέ και άνδρα, ούτω και σοι δειν από της ψυχής πρώτον την αχλύν αφελόντα, ή νυν παρούσα τυγχάνει, το τηνικαύτ’ ήδη προσφέρειν δι’ ων µέλλεις γνώσεσθαι ηµέν κακόν ηδέ και εσθλόν• νυν µεν γαρ ουκ αν µοι δοκείς δυνηθήναι... (Είναι ανάγκη λοιπόν να περιµένει κανείς µέχρι να µάθει πως πρέπει στους θεούς και στους ανθρώπους να συµπεριφέρονται.
ΑΛΚΙΒ.: Πότε λοιπόν θάρθει αυτή η ώρα, Σωκράτη, και που είναι αυτός, που θα µας διδάξει; Γιατί νοµίζω µε πολλή χαρά θάβλεπα αυτόν τον άνθρωπον, ποιος είναι.
ΣΩΚΡ.: Αυτός που νοιάζεται για σένα, αλλά µου φαίνεται, όπως στο ∆ιοµήδη λέει ο Όµηρος ότι η Αθηνά αφαίρεσε την αχλύν, «για να ξεχωρίζει καλά τον θεό ή τον άνθρωπο», έτσι και σε σένα πρέπει πρώτον µεν από την ψυχή την αχλύν αφού αφαιρέσει, που τώρα υπάρχει, τότε ήδη να σου προσφέρει αυτά, µε τα οποία πρόκειται να γνωρίζεις τι είναι κακό και τι είναι καλό, γιατί τώρα δεν µου φαίνεται πως θα µπορέσεις).
Είναι συγκλονιστικό ότι ο πολύς Πλάτων φτάνει να περιµένει αυτόν, που θα αφαιρέσει την οµίχλη, που σκοτίζει το νου των ανθρώπων και δεν βλέπουν την αλήθεια. Ύστερ’ απ’ αυτή την απροσδόκητη πληροφορία καταλαβαίνοµε ότι όλο το έργο του µε τις περίφηµες ιδέες και τις λογικές αναλύσεις είναι απλώς γυµνάσµατα διανοητικά και δεν έχει κανείς την ελπίδα ότι µ’ αυτά θα βρει την αλήθεια. Αυτήν την όχλων εύχεται από τα βάθη της καρδιάς µου να βγάλει ο Θεός και απ’ τα µάτια των αρχαιολατρών µας και να θεωρήσουν τον εαυτό τους πανευτυχή, που Αυτός που τον παράψεναν οι λαοί και άλλοι τον περίνουν ακόµα, Αυτός είναι ο σωτήρας µας Ιησούς Χριστός, που τον αρνούνται. Αυτός είναι η ζωή κι αυτοί αγάπησαν το θάνατο! Ο Θεός να τους ελεήσει.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Α
Αντωνοπούλου – Τρεχλή, Ζ. Ἀπὸ τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ πόλιν στὴ βυζαντινὴ οἰκουμένη (Ἀθήνα: Ἐκδόσεις Ἁρμός, 2004) 231-239.
Γανωτής Κων/νος, Η ανεπάρκεια της ειδωλολατρικής θεολογίας των αρχαίων Ελλήνων.
Γιανναρᾶ, Χ. Τὸ αἴνιγμα τοῦ κακοῦ (Ἀθήνα: Ἐκδόσεις Ἴκαρος, 2008) .
Ματσούκα, Ν. Ἱστορία τῆς φιλοσοφίας μὲ σύντομη εἰσαγωγὴ στὴ φιλοσοφία (Θεσσαλονίκη: Ἐκδόσεις Π. Πουρναρᾶς, 2002) 544-552.
Ματσούκα, Ν. Τὸ πρόβλημα τοῦ κακοῦ (Θεσσαλονίκη: Ἐκδόσεις Π. Πουρναρᾶς, 1986) .
Ματσούκα, Ν. Δογματικὴ καὶ συμβολικὴ θεολογία, Τόμ. Β’ (Θεσσαλονίκη: Ἐκδόσεις Π. Πουρναρᾶς, 1988) 524-539.
Ομήρου Οδύσσεια. Μετάφραση Εφταλιώτη Αργύρη
Ομήρου Ιλιάδα, Μετάφραση: Ν. Καζαντζάκη - Ἰ. Θ. Κακριδῆ
Ράγκου, Σπ. «Ἡ συνάντηση τοῦ ἐλληνισμοῦ μὲ τὸν χριστιανισμὸ ἀπὸ τὸν πρῶτο ἕως τὸν τέταρτο αἰῶνα», στὸ Ἡ Ὀρθοδοξία ὡς κληρονομιὰ : Οἱ πρῶτες ἱστορικὲς καταβολὲς τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ἐπιμ. ἔκδ. Δ. Μόσχος, καὶ Σ. Ράγκος, Τόμ. Α΄ (Πάτρα: Ε.Α.Π., 2002)
Χατζηστυλιανού Ευστρατίου, Η αρχαιοελληνική Αθανασία, Μυτιλήνη Οκτ 2009.
Κείμενα του Παν. Μαρίνη από το περιοδικό «EΛΛHNIKON ΠANΘEON»
Ο Σωκράτης « η δισχιλιοστή τετρακοσιοστή επέτειος από τον θάνατό του/ Θεοχάρη Χ Κεσσίδη
Εγκόλπιο του μικρού αναγνώστου/αποστολική διακονία της εκκλησίας της Ελλάδος
Τρεμπέλα Π /Σύντομη Ερμηνεία της καινής διαθήκης
Β
Erwin Rohde His Psyche(1890-1894) /chp: the idea of future life /The International Library of Philosophy
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου