Οἱ Ἅγιοι Φιλήµων ὁ Ἀπόστολος, Ἄρχιππος, Ὀνήσιµος καὶ Ἀπφία
Καὶ γιὰ τοὺς τέσσερις Ἁγίους ἀναφέρει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρὸς Φιλήµονα ἐπιστολή του. Ὁ Φιλήµων καὶ ἡ σύζυγός του Ἀπφία ἦταν χριστιανοὶ στὴν πόλη τῶν Κολοσσῶν, µὲ ἀνεπτυγµένο αἴσθηµα φιλανθρωπίας. Χρησιµοποιοῦσαν δὲ τὰ πλούτη τους µὲ προθυµία γιὰ τὴν ἀνακούφιση φτωχῶν, ἀσθενῶν καὶ γιὰ τὴν ἀνάπτυξη τοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ. Στὸ χριστιανισµὸ προσῆλθαν διὰ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ὅταν αὐτὸς εἶχε ἔλθει στὴν πόλη τους. Μάλιστα, γιὰ τὶς ἀγαθοεργίες τοῦ Φιλήµονα γράφει συγκεκριµένα: «Χάριν ἔχοµεν πολλὴν καὶ παράκλησιν ἐπὶ τὴν ἀγάπη σου ὅτι τὰ σπλάγχνα τῶν ἁγίων ἀναπέπαυται διὰ σοῦ, ἀδελφέ». Δηλαδή, ἔχουµε πολλὴ χαρὰ καὶ παρηγοριὰ γιὰ τὴν ἀγάπη σου, διότι οἱ καρδιὲς τῶν ἀδελφῶν χριστιανῶν ἔχουν βρεῖ ἀνάπαυση µὲ τὶς εὐεργεσίες καὶ ἀγαθοεργίες σου, ἀδελφέ. Γιὰ τὸν Ἄρχιππο λέγεται ὅτι ἦταν συγγενής, ἴσως καὶ γιὸς τοῦ Φιλήµονα καὶ τῆς Ἀπφίας. Ὁ Παῦλος, ἐπειδὴ ὁ Ἄρχιππος εἶχε µεγάλη ἀφοσίωση στὴ διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου, στὴν πρὸς Φιλήµονα ἐπιστολή του τὸν ὀνοµάζει στρατιώτη. Ὁ Ὀνήσιµος ἦταν ὑπηρέτης τοῦ Φιλήµονα, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἀπέδρασε καὶ πῆγε στὴ Ῥώµη. Ἐκεῖ ἔπεσε στὰ δίχτυα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ποὺ τὸν ἔστειλε πίσω στὸ Φιλήµονα, χριστιανὸ πλέον. Καὶ παρακαλεῖ τὸν Φιλήµονα νὰ δεχθεῖ τὸν Ὀνήσιµο, ὄχι σὰν ὑπηρέτη, ἀλλὰ σὰν ἀδελφό. Κατὰ τὴν παράδοση, ὅλοι µαρτύρησαν γιὰ τὴν διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου.
Οἱ Ἅγιοι Κικιλία, Βαλεριανός καὶ Τιβούρτιος
Ἔζησαν τὸν 3ο αἰῶνα µετὰ Χριστόν. Οἱ γονεῖς τῆς Κικιλίας ἦταν εἰδωλολάτρες, ἀπὸ τοὺς πιὸ εὐγενεῖς καὶ ἐπισήµους. Ἀλλ΄ ἡ κόρη τους ἄκουσε τὴν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, τὴν ἀγάπησε καὶ βαπτίστηκε. Μετὰ ἀπὸ λίγο τὴν πάντρεψαν µὲ τὸν Βαλεριανό, νέο µε εὐγενικὰ αἰσθήµατα ποὺ µὲ τὴν ἐπίδραση τῆς ἐκλεκτῆς συζύγου, ἀσπάσθηκε καὶ αὐτὸς τὴ χριστιανικὴ θρησκεία. Κατόπιν µάλιστα, καὶ οἱ δυὸ µαζί, ἔφεραν στὸ χριστιανισµὸ καὶ τὸν ἀδελφὸ τοῦ Βαλεριανοῦ Τιβούρτιο. Κατὰ τὸν διωγµὸ ἐναντίον τῶν χριστιανῶν ἐπὶ Διοκλητιανοῦ, ἀπειράριθµοι ὑπῆρξαν αὐτοὶ ποὺ ἀκολούθησαν τὸ δρόµο τοῦ µαρτυρίου. Ἔτσι καὶ ἡ Κικιλία, ὁ Βαλεριανὸς καὶ ὁ Τιβούρτιος δὲν φρόντισαν νὰ κρυφτοῦν. Φανερὰ παρηγοροῦσαν τὶς χῆρες καὶ συντηροῦσαν τὰ ὀρφανὰ τῶν µαρτύρων, ἀκόµα καὶ περισυνέλεγαν τὰ λείψανά τους καὶ τὰ ἔθαβαν µὲ εὐλάβεια. Ὅταν τοὺς ἔπιασαν γιὰ τὸ ἔργο ποὺ ἔκαναν, ὁµολόγησαν µὲ θάῤῥος τὴν πίστη τους καὶ θανατώθηκαν µὲ ἀποκεφαλισµό. Ἡ ἐκκλησία τῆς Ῥώµης θρήνησε τὴν µεγάλη ἀπώλεια, καὶ ἔθαψε τὰ λείψανά τους µὲ µεγάλη εὐλάβεια.
Ὁ Ἅγιος Μάξιµος ὁ Καπιτουλάριος
Ἦταν δεσµοφύλακας κάποιας φυλακῆς τῆς Ῥώµης, πίστεψε στὸν Χριστὸ διὰ τῶν Ἅγιων Βαλεριανοῦ καὶ Κικιλίας (βλέπε πιὸ πάνω), ὁµολόγησε τὴν πίστη του καὶ ὑπέστη µαρτυρικὸ θάνατο (αἰκισθεὶς τελειοῦται).
Οἱ Ἅγιοι Μᾶρκος, Στέφανος καὶ Μᾶρκος
Μαρτύρησαν στὰ χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Διοκλητιανοῦ καὶ ἡγεµόνα Μάγου τὸ ἔτος 290 µ.Χ. Κατάγονταν ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια τῆς Πισιδίας καὶ ἐπειδὴ ὁµολόγησαν τὸν Χριστὸ σὰν ἀληθινὸ Θεό, ἀποκεφαλίστηκαν.
Ὁ Ἅγιος Προκόπιος ὁ Παλαιστίνιος
Ὑπῆρξε ἀσκητὴς διάσηµος, ἀλλὰ καὶ πολυµαθὴς θεολόγος καὶ φιλόσοφος. Ἐγκαταστάθηκε στὴ Σκυθόπολη τῆς Παλαιστίνης καὶ ἐπιτελοῦσε τὰ καθήκοντα τοῦ ἀναγνώστη καὶ κήρυκα. Καταγγέλθηκε ὅµως ὅτι εἵλκυε πλήθη εἰδωλολατρῶν στὴ Χριστιανικὴ θρησκεία, συνελήφθη καὶ ὁδηγήθηκε δέσµιος στὴν Καισαρεία τῆς Παλαιστίνης. Ἐκεῖ προσπάθησαν νὰ τὸν πείσουν ὅτι ἡ ἀλήθεια βρίσκεται στὸ πολυθεϊκὸ θρήσκευµα. Ἐκεῖνος, ἀνατρέποντας τὰ ἐπιχειρήµατα τῶν ἀντιπάλων του, παρέθεσε µεταξὺ ἄλλων καὶ τὴν Ὁµηρικὴ φράση: «Οὐκ ἀγαθὸν πολυκοιρανίη, εἷς κοίρανος ἔστω». Ἐπιµένοντας ἔτσι στὴν ἀληθινὴ πίστη του, καταδικάστηκε σὲ θάνατο διὰ ξίφους.
Ὁ Ἅγιος Μένιγνος ὁ κναφέας
Μαρτύρησε στὰ χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Δεκίου (251) καὶ γεννήθηκε στὴν πόλη Πάριο τῆς Κολωνίας στὸν Ἑλλήσποντο, µεταξὺ Κυζίκου καὶ Λαµψάκου. Ὅταν σηκώθηκε ὁ διωγµός, ὁ Μένιγνος, ἀψηφῶντας τὶς σκληρὲς τιµωρίες, ὁµολόγησε στὴ µέση της ἀγορᾶς τὸν Ἰησοῦ καὶ προέτρεψε τοὺς χριστιανοὺς νὰ σταθοῦν ἰσχυροὶ ἀπέναντι τῶν ἀσεβῶν αὐτοκρατορικῶν διαταγµάτων καὶ νὰ µείνουν ἀσάλευτοι στὴ χριστιανικὴ πίστη. Συνελήφθη καὶ ἐπειδὴ δὲν θέλησε νὰ προσκυνήσει τὰ εἴδωλα, ὁδηγήθηκε στὸν τόπο τοῦ ἀποκεφαλισµοῦ. Ὅταν τὸ πληροφορήθηκε ἡ σύζυγός του ἔτρεξε κοντά του καὶ τὸν παρακολουθοῦσε κλαίγοντας. Ἐκεῖνος, παρηγορώντας την, τῆς ἔλεγε ὅτι ὁ θάνατός του θὰ ἐξασφάλιζε τὴν παντοτινή τους ἕνωση. Διότι, µόνο ὅσοι µένουν µὲ τὸν Θεὸ ἑνωµένοι, δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ χωριστοῦν ποτέ. Μετὰ ἀπὸ λίγο τὸ κεφάλι του ἔπεφτε καὶ τάφηκε ἐκεῖ στὸν τόπο τοῦ µαρτυρίου του.
Ὁ Ὅσιος Ἄββας
Αὐτὸς προηγουµένως ἦταν Ἀγαρηνὸς καὶ πίστεψε στὸν Χριστὸ µέσῳ ἑνὸς µοναχοῦ, γιὰ νὰ γίνει στὴ συνέχεια καὶ ὁ ἴδιος µοναχός. Μὲ τὴν συνοδεία τοῦ µοναχοῦ λοιπόν, ποὺ τὸν ἔκανε χριστιανό, πῆγε στὸν µεγάλο ἀσκητὴ Εὐσέβειο (15 Φεβρουαρίου), ποὺ ἀσκήτευε πάνω σ΄ ἕνα βουνὸ κοντὰ στὸ χωριὸ Ἄσιχα καὶ ἔµεινε κοντά του. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Εὐσεβείου, ὁ Ἄββας τὸν διαδέχτηκε στὴν ἐπιστασία τῆς δηµιουργηθείσας Μονῆς καὶ ὑπῆρξε τύπος αὐστηροῦ ἀσκητῆ στοὺς ὑφισταµένους του. Ἔζησε µὲ µεγάλη σκληραγωγία, πολλὴ ἐγκράτεια καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ὁ Ὅσιος Κάλλιστος ὁ Β΄, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
Ἀνέβηκε στὸν πατριαρχικὸ θρόνο τὸ ἔτος 1397. Διακρίθηκε γιὰ τὴν ζωντανὴ εὐσέβεια καὶ φιλανθρωπία του. Ἄφησε ὅµως τὴν πατριαρχεία, ἐπειδὴ τὰ χρόνια ἐκεῖνα ἦταν πολὺ ταραγµένα καὶ ἀποσύρθηκε σὲ Μονή, ὅπου καὶ ἀσκητεύοντας ἀπεβίωσε.
Οἱ Ἅγιοι Χριστοφόρος καὶ Εὐφηµία
Μαρτύρησαν διὰ ξίφους. (Μᾶλλον οἱ ἴδιοι µε αὐτοὺς τῆς 19ης Νοεµβρίου).
Οἱ Ἅγιοι Θαλλελαῖος καὶ Ἄνθιµος
Μαρτύρησαν διὰ ξίφους. (Μᾶλλον οἱ ἴδιοι µὲ αὐτοὺς τῆς 19ης Νοεµβρίου).
Ὁ Ἅγιος Θαδδαῖος
«Ἐν τροχῷ δεθεὶς καὶ κατὰ πρανοῦς ἀφεθεὶς τελειοῦται».
Ὁ Ἅγιος Ἀγαπίων (ὁ Ῥωµαῖος)
Ἐπειδὴ ὁµολόγησε τὸν Χριστό, τὸν ἔριξαν γιὰ τροφὴ στὰ ἄγρια θηρία. Θαυµατουργικὰ ὅµως βγῆκε ἀβλαβὴς καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ὁ Ἅγιος Ἀγάπιος
Μαρτύρησε διὰ ξίφους. (Στὸν Παρισινὸ Κώδικα 1578 σηµειώνεται, ὅτι ἦταν ἀπὸ τὴν Καππαδοκία).
Ὁ Ἅγιος Σισίνιος ὁ Ἱεροµάρτυρας
Μαρτύρησε διὰ ξίφους.
Ὁ Ἅγιος Κλήµης ὁ Θαυµατουργὸς ἐπίσκοπος Ἀχρίδας τῆς Βουλγαρίας
Καταγόταν ἀπὸ τὴν Βουλγαρία καὶ ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Μιχαὴλ (842-867), γιοῦ τοῦ βασιλιᾶ Θεοφίλου τοῦ εἰκονοµάχου. Ἀπὸ µικρὸς εἶχε τὴν µοναχικὴ κλίση καὶ ἔτσι κατέφυγε σὲ µοναστήρι, ὅπου ἀσκήτευε στὴν πνευµατικὴ ζωὴ καὶ µελετοῦσε συστηµατικὰ τὴν Ἁγία Γραφή. Γιὰ τὶς εὐαγγελικές του ἀρετὲς χειροτονήθηκε ἀπὸ τὸν Ἱερὸ Μεθόδιο ἐπίσκοπος Βουλγαρίας, ποὺ µέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του ἀποστολικὰ ποίµανε. Ἀπεβίωσε εἰρηνικά. Τὸ δὲ ἱερὸ λείψανό του, κατατέθηκε στὴ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Παντελεήµονα, ποὺ ὁ ἴδιος ἔκτισε, στὴν Ἀχρίδα τῆς Βουλγαρίας.