Ἦταν ἀπὸ τὴν Ἄγκυρα καὶ ἔζησε στὰ τέλη τοῦ 3ου αἰῶνα µ.Χ. Ἀγαθὴ ψυχὴ ὁ Πλάτων, ἐργαζόταν ἀδιάκοπα γιὰ τὴν διάδοση τῆς χριστιανικῆς πίστης. Ἀνακούφιζε τοὺς φτωχοὺς καὶ τοὺς ἀσθενεῖς µε γενναῖες ἀγαθοεργίες, διότι ἦταν πολὺ πλούσιος. Καταγγέλθηκε στὸν ἔπαρχο Ἀγριππίνο καὶ ὁµολόγησε ὅτι πράγµατι πιστεύει στὸ Χριστὸ καὶ ὅτι γι᾿ Αὐτὸν ζεῖ καὶ ἐργάζεται. Ὁ Ἀγριππίνος, βλέποντας ὅτι ὁ Πλάτων ἦταν ὡραῖος καὶ πλούσιος, θέλησε νὰ τὸν παρασύρει µὲ διάφορα δελεαστικὰ τεχνάσµατα. Τοῦ παρουσίασε, µάλιστα, καὶ τὴν ὄµορφη ἀνεψιά του, καὶ τοῦ εἶπε ὅτι, ἂν ἐγκατέλειπε τὴ χριστιανικὴ πίστη, θὰ τοῦ τὴν ἔδινε σύζυγο. Ὁ Πλάτων ἀµέσως ἀρνήθηκε, διότι δὲν ἀγαποῦσε τὶς πρόσκαιρες ἀπολαύσεις καὶ στὸ µυαλό του κυριαρχοῦσε ὁ θεόπνευστος λόγος τῆς Ἁγίας Γραφῆς: «Ἑαυτοὺς ἐν ἀγάπῃ Θεοῦ τηρήσατε, προσδεχόµενοι τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου ἡµῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἰς ζωὴν αἰώνιον», ποὺ σηµαίνει, φυλάξτε καὶ διατηρῆστε τοὺς ἑαυτούς σας στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, περιµένοντας µὲ ἐµπιστοσύνη τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου µας Ἰησοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ πετύχουµε δι᾿ Αὐτοῦ τὴν αἰώνια ζωή. Τότε ὁ Ἀγριππίνος µαστίγωσε ἀνελέητα τὸν Πλάτωνα. Ἔπειτα, µὲ πυρωµένα ῥαβδιὰ ἔκαψε τὶς σάρκες του καὶ στὸ τέλος τὸν ἀποκεφάλισε (306 µ.Χ.).
Ὁ Ἅγιος Ῥωµανός
Ἔζησε στὶς ἀρχὲς τοῦ 4ου αἰῶνα µ.Χ. Ἐπειδὴ ὁ ἔπαρχος Ἀντιοχείας Ἀσκληπιάδης φώναζε καὶ βλασφηµοῦσε κατὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἡ πιστὴ καρδιὰ τοῦ Ῥωµανοῦ πῆρε φωτιὰ ἀπὸ ἱερὴ ἀγανάκτηση ἐναντίον του. Καὶ κάποια µέρα, καιροφυλάκτησε τὴν στιγµὴ ποὺ ὁ ἔπαρχος θὰ ἔµπαινε στὸ ναὸ τῶν εἰδώλων, καὶ τοῦ εἶπε κατὰ πρόσωπο: «τὰ εἴδωλα δὲν εἶναι θεοί». Ὀργισµένος ὁ εἰδωλολάτρης ἄρχοντας, διέταξε καὶ ἔκοψαν τὴν γλῶσσα τοῦ Ῥωµανοῦ. Ἀλλ᾿ ὁ Θεὸς µὲ θαῦµα, διατήρησε τὴν λαλιὰ στὸ Ῥωµανὸ καὶ χωρὶς τὴν γλῶσσα του. Ἔτσι ὅταν τὸν ἔκλεισαν στὴ φυλακὴ κήρυττε τὸν Χριστὸ στοὺς δεσµοφύλακες. Οἱ εἰδωλολάτρες, ἐπειδὴ δὲν µποροῦσαν νὰ ἀντέξουν σ᾿ αὐτὰ τὰ θαύµατα, ἔπνιξαν τὸν γενναῖο µάρτυρα (τὸ 304 µ.Χ.). Ἀλλ᾿ ἡ ἀλήθεια δὲν πνίγεται. Ἀντίθετα οἱ διωγµοὶ ἐπιταχύνουν τὸν θρίαµβό της. Καὶ δὲν πέρασαν πολλοὶ αἰῶνες καὶ τὰ εἴδωλα ἔπεσαν σ᾿ ὅλην τὴ ρωµαϊκὴ αὐτοκρατορία, κατὰ τὸν ἀληθινὸ λόγο τοῦ Ῥωµανοῦ, ποὺ φωνάζει καὶ στὴν ἐποχὴ τῶν σύγχρονων εἰδώλων, ὅτι «τὰ εἴδωλα δὲν εἶναι θεοί».
Τὸ ἅγιο νήπιο
Τὸ ἅγιο αὐτὸ νήπιο, ῥωτήθηκε ἀπὸ τὸν ἔπαρχο ποιὸ Θεὸ πιστεύει καὶ ἀπάντησε θαυµατουργικὰ µὲ καθαρὴ φωνητικὴ ἄρθρωση, τὸν Χριστό. Τότε ἀµέσως ἀποκεφαλίστηκε. (Αὐτὸ συνέβη ὅταν ὁ Ἅγιος Ῥωµανὸς εἶπε στὸν ἡγεµόνα Ἀσκληπιάδη, ὅτι καὶ τὰ παιδιὰ ἀκόµα γνωρίζουν ὅτι τὰ εἴδωλα δὲν εἶναι θεοί).
Ὁ Ἅγιος Ῥωµανὸς ἀπὸ τὴν Παλαιστίνη
Ἦταν Διάκονος τῆς Ἐκκλησίας στὴν Καισαρεία τῆς Παλαιστίνης καὶ µαρτύρησε στὰ χρόνια τοῦ Διοκλητιανοῦ τὸ 298 στὴν Ἀντιόχεια. Αὐτὸς λοιπὸν ἐνθάῤῥυνε τοὺς Χριστιανούς, κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ µαρτυρίου νὰ ὁµολογοῦν τὸν Χριστό. Τότε ἀµέσως συνελήφθη καὶ καταδικάστηκε νὰ καεῖ ζωντανός. Ὁ Διοκλητιανὸς ὅµως, διέταξε νὰ τοῦ κόψουν τὴ γλῶσσα. Ἀλλ᾿ ὁ Ἅγιος, διὰ θαύµατος µιλοῦσε καὶ ἐνθάῤῥυνε τοὺς χριστιανοὺς ἀκόµα ἐντονότερα. Μπροστὰ σ᾿ αὐτὴν τὴν κατάσταση, τὸν φυλάκισαν καὶ µέσα στὴ φυλακὴ τὸν ἔπνιξαν, τυλίγοντας σφιχτὰ στὸν λαιµό του ἕνα σχοινὶ καὶ ἔτσι ἔλαβε τὸ στεφάνι τοῦ µαρτυρίου. (Διαπιστώνουµε ἐδῶ, ὅτι τὸ µαρτύριο τοῦ Ἁγίου αὐτοῦ συγχέεται µὲ αὐτὸ τοῦ προηγουµένου, κατὰ τὴν ἡµέρα αὐτὴ Ἁγ. Ῥωµανοῦ καὶ πολὺ πιθανὸν νὰ πρόκειται γιὰ τὸ ἴδιο πρόσωπο).
Οἱ Ἅγιοι Ζακχαῖος ὁ Διάκονος καὶ Ἀλφαῖος
Ὁ Ζακχαῖος, ποὺ ἦταν Διάκονος τῆς Ἐκκλησίας τῶν Γαδείρων (µικρὸ νησὶ τῆς Ἱσπανίας, ποὺ βρίσκεται στὸν Ἀτλαντικὸ καὶ πολὺ κοντὰ στὴ στεριὰ τῆς Ἱσπανίας), σύρθηκε ἁλυσοδεµένος στὸ κριτήριο τῶν εἰδωλολατρῶν καὶ ὁµολόγησε µὲ θάῤῥος τὸν Χριστό. Τότε βασανίστηκε σκληρὰ καὶ ῥίχτηκε στὴ φυλακή, τοποθετηµένος γιὰ τέσσερα ἡµερονύκτια πάνω σὲ εἰδικὸ βασανιστικὸ ξύλο. Κατόπιν ἔφεραν στὸ κριτήριο τὸν Ἀλφαίο, ποὺ ἦταν γεµάτος Πνεύµατος Ἁγίου καὶ τοῦ ξέσχισαν τὶς πλευρές. Ἔπειτα ἔκαψαν τὶς πληγές του καὶ τὸν ἔριξαν στὴ φυλακή, ὅπως καὶ τὸν συναγωνιστή του Ζακχαῖο. Τὴν ἑποµένη τοὺς ἀποκεφάλισαν (307 µ.Χ.) καὶ ἔτσι οἱ ἅγιες ψυχές τους πέταξαν στὸν θρόνο τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Ὅσιος Βασίλειος
Τὴ µνήµη του βρίσκουµε µόνο στὸν Παρισινὸ Κώδικα 1578 χωρὶς κάποια ἄλλη προσθήκη.
Ὁ Ἅγιος Ἀναστάσιος ὁ Νεοµάρτυρας ἀπὸ τὴν Παραµυθιὰ τῆς Ἠπείρου
Καταγόταν ἀπὸ τὴν Παραµυθιὰ τῆς Ἠπείρου. Κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ θέρους, βρισκόταν µαζὶ µὲ τὴν ἀδελφή του καθὼς καὶ µὲ ἄλλους χριστιανοὺς στοὺς ἀγρούς. Ἐκεῖ λοιπόν, ἦλθε σὲ συµπλοκὴ µὲ κάποιους Τούρκους, ποὺ ἐπιτέθηκαν µὲ κακὸ σκοπὸ στὴν ἀδελφή του. Τότε οἱ Τοῦρκοι, προσβληθέντες ἀπὸ τὴ συµπλοκὴ αὐτή, συκοφάντησαν τὸν Ἀναστάσιο στὸν πασά, ὅτι δῆθεν ἔδωσε λόγο νὰ ἀλλάξει τὴν πίστη του. Ὁ πασὰς τὸν συνέλαβε καὶ τὸν πίεζε νὰ ἀλλαξοπιστήσει. Στὶς προτάσεις τοῦ πασᾶ ὁ Ἀναστάσιος ἀπάντησε: «Ποτὲ δὲν ἔδωσα τέτοιο λόγο. Χριστιανὸς γεννήθηκα, χριστιανὸς καὶ θὰ πεθάνω µὲ τὴν βοήθεια τοῦ Χριστοῦ µου. Ὅσο γιὰ τὰ ἀγαθὰ ποὺ µοῦ ὑπόσχεσαι, δὲν ἐνδιαφέροµαι καθόλου, διότι ἔχω πολλὰ ἀγαθὰ αἰώνια, ποὺ βρίσκονται στοὺς οὐρανοὺς καὶ δὲν ἔχουν καµιὰ σύγκριση µὲ τὰ παρόντα». Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ὁ Ἀναστάσιος, κατόρθωσε καὶ ἔκανε χριστιανὸ τὸν γιὸ τοῦ πασᾶ, Μοῦσα ὀνοµαζόµενο (κάποιες πληροφορίες ἀναφέρουν ὅτι µετονοµάστηκε Δηµήτριος καὶ µάλιστα µαρτύρησε γιὰ τὸν Χριστό). Ὁ δὲ Ἅγιος, ἀφοῦ βασανίστηκε µέσα στὴ φυλακὴ µὲ τὸν πιὸ φρικτὸ τρόπο, τελικὰ ἀποκεφαλίστηκε ἔξω ἀπὸ τὴν Παραµυθιὰ κοντὰ σ᾿ ἕνα Μοναστήρι στὶς 18 Νοεµβρίου 1750. Τὸ ἱερὸ λείψανό του ἐνταφίασαν µὲ τιµὲς οἱ µοναχοί του Μοναστηριοῦ αὐτοῦ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου