Οἱ Ἅγιοι Εὐστράτιος, Αὐξέντιος, Εὐγένιος, Μαρδάριος καὶ Ὀρέστης
Μαρτύρησαν κατὰ τὸ σκληρὸ διωγµὸ τῶν χριστιανῶν ἐπὶ Διοκλητιανοῦ. Ὁ Εὐστράτιος, ποὺ ἦταν ἀνώτερος ἀξιωµατικός, συνελήφθη ἀπὸ τὸν δούκα Λυσία. Αὐτός, ἀφοῦ τὸν βασάνισε µὲ τὸν πιὸ φρικτὸ τρόπο, ἔπειτα τὸν ἔστειλε στὸν ἔπαρχο Ἀγρικόλα. Φηµισµένος αὐτὸς γιὰ τὴν ὠµότητά του ἀπέναντι στοὺς χριστιανούς, ἔβαλε τὸν Εὐστράτιο νὰ βαδίσει µὲ σιδερένια παπούτσια, ποὺ εἶχαν µέσα µυτερὰ καρφιά. Κατόπιν τὸν ἀποτελείωσε, ἀφοῦ τὸν ἔριξε µέσα στὴ φωτιά. Τὸν Αὐξέντιο, ποὺ ἦταν ἱερέας καὶ συµπολίτης τοῦ Εὐστρατίου, ὁ ἡγεµόνας τὸν πίεσε νὰ ἀλλαξοπιστήσει µὲ πολλὲς δελεαστικὲς ὑποσχέσεις. Ἀλλὰ ὁ ἄξιος λειτουργός του Χριστοῦ ἀπάντησε: «Δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ λέω πολλὰ λόγια Λυσία. Στὴ ζωὴ αὐτὴ εἶµαι τοῦ Χριστοῦ καὶ θὰ εἶµαι δικός Του µέχρι θανάτου. Καὶ ἂν ἀναρίθµητους δαρµοὺς καὶ πληγές µου δώσεις, καὶ ἂν µὲ φωτιὰ καὶ σίδερο µὲ λιώσεις, ὁ Χριστός µου εἶναι παντοδύναµος καὶ ὁ Σταυρός Του ἀκαταµάχητος. Αὐτὸς καθ᾿ ἑαυτὸν ὁ Αὐξέντιος εἶναι ἀδύνατος. Ἀλλὰ τοῦ χριστιανοῦ Αὐξεντίου τὸ φρόνηµα δὲ θὰ κάµψεις ποτέ». Ἐξαγριωµένος ὁ ἡγεµόνας ἀπὸ τὴν ἀπάντηση, ἀµέσως τὸν ἀποκεφάλισε. Τὸ Μαρδάριο, ἀφοῦ τρύπησαν τοὺς ἀστραγάλους του τὸν κρέµασαν µὲ τὸ κεφάλι πρὸς τὰ κάτω καὶ τὸν ἔκαψαν. Ὁ ἀξιωµατικὸς Εὐγένιος, ἀφοῦ τοῦ ἔκοψαν τὴν γλῶσσα καὶ τὰ χέρια καὶ τοῦ ἔσπασαν τὰ πόδια, ἐξέπνευσε. Τὸν δὲ στρατιώτη Ὀρέστη τὸν θανάτωσαν, ἀφοῦ τὸν ξάπλωσαν σὲ πυρακτωµένο κρεβάτι.
Ἡ Ἁγία Λουκία ἡ παρθένος
Ἡ µεγάλη της πίστη ἔκανε θαύµατα, ἀλλὰ καὶ ἡ ἴδια βραβεύτηκε ἀνάλογα. Ἡ Λούκια ἔζησε στὰ µέσα τοῦ 3ου µ.Χ. αἰῶνα καὶ γεννήθηκε στὶς Συρακοῦσες τῆς Σικελίας. Ἦταν µοναχοκόρη, ποὺ εἶχε χάσει νωρὶς τὸν πατέρα της καὶ ἡ εὐσεβὴς µητέρα της ἔπασχε ἀπὸ αἱµόῤῥοια. Ἡ βοήθεια τῶν γιατρῶν δὲν στάθηκε ἱκανὴ νὰ τὴν γιατρέψει, γι᾿ αὐτὸ καὶ περίµενε τὴν γιατρειά της µόνο ἀπὸ τὴν θεία βοήθεια. Στὴν Κατάνη βρισκόταν τὸ λείψανο τῆς ἁγίας Ἀγαθῆς καὶ µητέρα µαζὶ µὲ τὴν κόρη πῆγαν νὰ τὸ προσκυνήσουν. Τὴ νύχτα ποὺ ἔφτασαν, ἡ Λουκία προσευχήθηκε µὲ ὅλη της τὴν δύναµη, ποὺ ἔβγαινε ἀπὸ τὴν µεγάλη πίστη ποὺ φώλευε στὴν καρδιά της, γιὰ τὴν θεραπεία τῆς µητέρας της. Κατόπιν κοιµήθηκε καὶ στὸν ὕπνο της εἶδε τὴν ἁγία Ἀγαθή, ποὺ τῆς εἶπε ὅτι ἡ µητέρα της θὰ θεραπευόταν καὶ ἡ ἴδια θὰ πέθαινε µαρτυρικὰ γιὰ τὸ Χριστό. Τὴν ἑποµένη µέρα, πράγµατι ἡ µητέρα της θεραπεύτηκε καὶ οἱ δυὸ µαζὶ τότε εὐχαρίστησαν τὸ Θεὸ καὶ τὴν Ἁγία. Ὅταν ἐπέστρεψαν στὶς Συρακοῦσες, ἡ Λούκια ἔπεισε τὴν µητέρα της καὶ διαµοίρασαν ὅλη τους τὴν περιουσία στοὺς φτωχούς. Ἔπειτα ἡ ἴδια ἡ Λουκία κατέβαλλε κάθε προσπάθεια, γιὰ νὰ µεταδίδει τὸ φῶς τοῦ Εὐαγγελίου καὶ σ᾿ ἄλλες κοπέλες, ποὺ βρίσκονταν στὸ σκοτάδι τῆς πλάνης. Καταγγέλθηκε ὅµως γι᾿ αὐτό, ἐπὶ τοῦ διώκτου βασιλιᾶ Δεκίου καὶ δικάστηκε. Ἀφοῦ ἀπέῤῥιψε µὲ γενναιότητα ὅλες τὶς προτροπὲς γιὰ ν᾿ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό, καταδικάστηκε σὲ θάνατο. Καὶ ἔτσι ἡ νεαρὴ ἀλλὰ γενναία παρθένος, ἀποκεφαλίστηκε γιὰ τὴν πίστη της.
Ὁ Ὅσιος Ἄρης
Ἕνας ἀπὸ τοὺς Ὅσιους καὶ σοφοὺς ἀσκητὲς τῆς Αἰγυπτιακῆς ἐρήµου, τοῦ ὁποίου ἀποφθέγµατα ὑπάρχουν στὸν Εὐεργετινό. Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος ποὺ ἀσκήτευσε στὸ Λάτριο ὄρος
Πότε ἀκριβῶς ἔζησε δὲν µᾶς εἶναι γνωστό. Πάντως ἀπὸ τὰ βιογραφικά του στοιχεῖα συµπεραίνουµε ὅτι ἦταν µεταξὺ τοῦ 8ου καὶ 9ου αἰῶνα. Καταγόταν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη, ἀπὸ πλούσια καὶ ἐπίσηµη οἰκογένεια. Ὁ ἴδιος ἦταν πατρίκιος καὶ στρατηγός, τῶν Κιβυῤῥαιωτῶν καὶ ἔπειτα στὸν Βυζαντινὸ στόλο. Κάποτε ὅµως, σὲ µία φοβερὴ τρικυµία, ὁ στόλος καταποντίσθηκε καὶ διασώθηκε µόνο αὐτός. Τότε ἀφιέρωσε τὸ ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς του στὸ Θεό, ἀφοῦ ἔγινε µοναχὸς καὶ ζοῦσε µὲ αὐστηρὴ νηστεία καὶ προσευχή. Ποῦ πρῶτα µόνασε δὲν τὸ γνωρίζουµε. Ἀργότερα κατέφυγε σὲ τόπο ἀποµονωµένο, ἀπέναντι ἀπὸ τὴν τοποθεσία Ἱερὸ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὸ Λάτριο ὄρος, ὅπου ἐπιδόθηκε σὲ αὐστηρότατη ἄσκηση. Ἀπὸ ἐκεῖ κλήθηκε νὰ διοικήσει τὴν Μονὴ Κελλιβάρων, ἀλλ᾿ ἐνοχλούµενος καὶ ἐπιζητῶντας τὴν ἡσυχία, ἀναχώρησε καὶ κλείστηκε µέσα σὲ µία τρῦπα ταλαιπωρῶντας τὸ σῶµα του. Ἀλλ᾿ οἱ µοναχοί της Μονῆς τὸν βρῆκαν καὶ τὸν ἐπανέφεραν στὴ Μονή, ὅπου ζοῦσε σ᾿ ἕνα κελὶ καὶ µόνο µία φορὰ τὴν ἑβδοµάδα, τὴν Κυριακή, ἔβλεπε τοὺς ἀδελφοὺς καὶ συνέτρωγε µ᾿ αὐτούς. Προαισθάνθηκε τὸ τέλος τῆς ζωῆς του καὶ κάλεσε ὅλους τοὺς µοναχοὺς τῆς Μονῆς καὶ ἀφοῦ τοὺς ἔδωσε κατάλληλες πνευµατικὲς συµβουλές, ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ὁ Ἅγιος Γαβριήλ Ἱεροµάρτυρας Ἀρχιεπίσκοπος Πεκίου Σερβίας
Ὁ Γαβριὴλ ἦταν Ἀρχιεπίσκοπος Σερβίας. Μὲ ἄδεια τῶν Τούρκων, εἶχε πάει στὴ Βλαχία καὶ Ῥωσία γιὰ νὰ µαζέψει χρήµατα, γιὰ τὶς ἀνάγκες τῆς Σερβικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Τότε κατηγορήθηκε ἀπὸ τὸν ἐπίτροπό του στὴν Ἀρχιεπισκοπή, Βούλγαρο Μάξιµο, ὅτι ἐπιβουλεύεται τὴν Τουρκικὴ ἐξουσία. Ἔτσι, ὅταν ὁ Γαβριὴλ ἐπέστρεψε ἀπ᾿ τὴν Ῥωσία, βρῆκε στὸν ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο τὸν Μάξιµο. Ἀµέσως τότε ὁ Γαβριὴλ προέβη σὲ ἐνέργειες γιὰ τὴν ἔξωσή του. Ὁ Μάξιµος ὅµως πῆγε στὴν Προῦσα, ὅπου βρισκόταν ὁ Σουλτάνος καὶ ὁ Βεζίρης καὶ ἐπανέλαβε τὶς συκοφαντίες ἐναντίον τοῦ Γαβριήλ. Τότε ὁ Βεζίρης κάλεσε τὸν Γαβριὴλ ἀπὸ τὴν Σερβία στὴν Προῦσα. Ἐκεῖ, ἀφοῦ τὸν ἀνέκρινε, πείστηκε µὲν ὅτι πρόκειται γιὰ συκοφαντία, ἀλλ᾿ ἀξίωσε ἀπὸ τὸν µάρτυρα ν᾿ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστὸ γιὰ νὰ ἔχει τιµὲς καὶ ἀξιώµατα. Ὁ ἱεράρχης ἀπέκρουσε τὶς προτάσεις καὶ παρέµεινε ἀκλόνητος στὴ χριστιανικὴ πίστη. Ἔτσι, ἀφοῦ σκληρὰ τὸν βασάνισαν, δέχτηκε τὸ στεφάνι τοῦ µαρτυρίου µὲ ἀπαγχονισµὸ στὶς 13 Δεκεµβρίου 1659. Ὁ Otto Meinardus τοποθετεῖ τὸ µαρτύριο τοῦ νέου ἱεροµάρτυρα αὐτοῦ, στὶς 13 Ὀκτωβρίου 1681.
Οἱ Ἅγιοι Ἰουβενάλιος καὶ Πέτρος ὁ Ἀλεούτιος καὶ πάντων τῶν Ἁγίων τῶν ἐν Ἀλάσκᾳ
Λεπτοµέρειες γιὰ τὴ ζωὴ αὐτῶν τῶν ἁγίων τῆς ὀρθοδοξίας, µπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο « Ἀλάσκα-Ὀρθόδοξο Συναξάρι», τοῦ Γ.Ε. Πιπεράκη, Ἔκδ. «Παρουσία», Ἀθῆναι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου