Ἡ Σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου - Ἡ φυγὴ στὴν Αἵγυπτο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου
Ὅταν οἱ µάγοι προσκύνησαν τὸ Χριστό, ἀναχώρησαν γιὰ τὴν πατρίδα τους, χωρὶς νὰ περάσουν ἀπὸ τὸ βασιλιὰ Ἡρῴδη. Τότε ἄγγελος Κυρίου φάνηκε σὲ ὄνειρο στὸν Ἰωσὴφ καὶ τοῦ εἶπε νὰ πάρει τὸ παιδὶ µὲ τὴν µητέρα του καὶ νὰ φύγει στὴν Αἴγυπτο. Καὶ ἔµειναν ἐκεῖ, µέχρι ποὺ πέθανε ὁ Ἡρῴδης, γιὰ νὰ ἐπαληθευθεῖ ἔτσι ἐκεῖνο ποὺ ἐλέχθη διὰ τοῦ προφήτου Ὠσηέ: «Ἐξ Αἰγύπτου ἐκάλεσα τὸν υἱόν µου» (Ὤσ. ια΄ 1). Μετὰ τὴν φυγὴ τοῦ Κυρίου στὴν Αἴγυπτο, ὁ Ἡρῴδης ἔστειλε στρατιῶτες καὶ θανάτωσαν ὅλα τὰ παιδιὰ ποὺ ἦταν στὴ Βηθλεὲµ καὶ τὰ περίχωρά της, ἀπὸ ἡλικίας δυὸ ἐτῶν καὶ κάτω. Διότι τόσο εἶχε ὑπολογίσει τὴν ἡλικία τοῦ Χριστοῦ, Τὸν ὁποῖο φοβόταν ὅτι θὰ τοῦ ἔπαιρνε τὴν βασιλεία. Ἐπίσης, ἡ φυγὴ τοῦ Κυρίου στὴν Αἴγυπτο, κατὰ τὸν Ἅγιο Νικόδηµο τὸν Ἁγιορείτη, φράσσει καὶ τὰ στόµατα τῶν αἱρετικῶν. Διότι ὅπως λέει, ἂν δὲν ἔφευγε ὁ Κύριος καὶ φονευόταν ἀπὸ τὸν Ἡρῴδη, θὰ εἶχε ἐµποδιστεῖ ἡ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Ἂν πάλι τὸν συνελάµβαναν καὶ δὲν φονευόταν, θὰ ἔλεγαν πολλοὶ ὅτι δὲ φόρεσε ἀνθρώπινη σάρκα, ἀλλὰ µόνο κατὰ φαντασία. Ἔπειτα, ἡ φυγὴ φανερώνει ἄλλη µία φορά, ὅτι τίποτα δὲν µπορεῖ νὰ µαταιώσει τὰ σχέδια τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Ἅγιος Εὐθύµιος ὁ Ὁµολογητής, ἐπίσκοπος Σάρδεων
Ὁ Σ. Εὐστρατιάδης, στὸ Ἁγιολόγιό του, ἀναφέρει γιὰ τὸν Ἅγιο αὐτὸν τὰ ἑξῆς:
Ἤκµασεν ἐπὶ τῆς βασιλείας Κωνσταντίνου καὶ Εἰρήνης (780-797), γεννηθεῖς ἐν Λυκαονίᾳ καὶ σπουδάσας ἐν Ἀλεξάνδρειᾳ. Μετὰ τὴν ἀποπεράτωσιν τῶν σπουδῶν αὐτοῦ κατέφυγεν εἰς µονήν τινα ἀποκαρεῖς µοναχὸς καὶ διαπρέψας ἐν τῇ µοναχικῇ πολιτείᾳ· διὰ δὲ τὴν ἀρετὴν καὶ τὴν παιδείαν αὐτοῦ προεβιβάσθη εἰς τὸν µητροπολιτικὸν θρόνον τῶν Σάρδεων, λαβὼν µέρος ἐν τῇ κατὰ τῶν εἰκονοµάχων
ἀθροισθείσῃ ἐν Νίκαιᾳ τὸ δεύτερον Ἑβδόµῃ οἰκουµενικῇ συνόδῳ (787), ἐν ᾗ τὴν ὀρθὴν τῆς ἐκκλησίας δόξαν µετὰ παῤῥησίας καὶ θάῤῥους καθωµολόγησε καὶ ὑπέγραψε (ἴδε Mansi, τ. XII, σ. 1087-1088). Τὰ ἐξαιρετικὰ αὐτοῦ προσόντα ἐκτιµῶντες οἱ βασιλεῖς ἐνεπιστεύθησαν αὐτῷ διαφόρους δηµοσίας ἀποστολάς, ἀλλ΄ ἐπὶ τῆς βασιλείας Νικηφόρου Α΄ (802-811), ἐπὶ καταγγελίᾳ γενοµένη παρὰ ἀνωτέρου ὑπαλλήλου ἐν Σάρδεσι ὅτι ἔκειρε µοναχὴν κόρην, ἣν ἐζήτει οὗτος εἰς γάµον, ὁ Εὐθύµιος ἐξωρίσθη εἰς τὴν νῆσον Παττάλαραν λίαν ταλαιπωρηθεῖς. Ἐκ τῆς ἐξορίας ἐπανῆλθεν εἰς Κωνσταντινούπολη (814), ἀλλὰ καὶ πάλιν µετὰ τὴν ἔκρηξιν τῆς εἰκονοµαχίας ἐπὶ Λέοντος τοῦ Ἰσαύρου (813-820), ὀπαδὸς τῆς ἐναντίας ταχθεῖς µερίδος, ἐξωρίσθη εἰς Ἀσσὸν (παρὰ τὸ Ἀδραµύτιον), ἔνθα παρέµεινε µέχρι τοῦ θανάτου τοῦ Λέοντος ἀνακληθεῖς ὑπὸ Μιχαὴλ τοῦ Τραυλοῦ (820-829)· ἀλλὰ καὶ τοῦτον καταβροντήσας δι᾿ ὧν κατὰ πρόσωπον αὐτοῦ εἶπεν, «εἰ τὶς οὐ προσκυνεῖ τὸν Κύριον ἡµῶν Ἰησοῦν Χριστὸν εἰκόνι περιγραπτὸν ἤτω ἀνάθεµα», ἐξώργισε καὶ ἠνάγκασε νὰ ἐξορίσει αὐτὸν εἰς τὸν Ἀκρίταν, ἔνθα ἐνέκλεισεν αὐτὸν εἰς ζοφερωτάτην φυλακὴν ἐκεῖ διὰ βουνεύρων τυπτόµενος καὶ ἐκ τῶν πληγῶν ἐξογκωθεῖς ὡς ἀσκὸς ὀκτὼ ἡµέρας µετὰ τὴν ἄθλησιν, πρὸς Κύριον ἐξεδήµησε». Θεῷ παραστάς, Εὐθύµιε, τρισµάκαρ, πλήρης ἄληκτου τυγχάνεις εὐθυµίας. (Ἡ µνήµη τοῦ Ἁγίου, ἀπὸ ὁρισµένους Συναξαριστές, περιττῶς ἐπαναλαµβάνεται καὶ τὴν 11η Ὀκτωβρίου).
Ὁ Ὅσιος Κωνσταντῖνος «ὁ ἐξ Ἰουδαίων»
Καταγόταν ἀπὸ τὰ Σύναδα τῆς Φρυγίας, Ἑβραῖος στὸ γένος, ἐπέστρεψε στὴ χριστιανικὴ πίστη καὶ βαπτίστηκε στὴ Μονὴ τοῦ Φουβουτίου, ὅπου εἶχε καταφύγει. Ἀπὸ τὴν Μονὴ αὐτὴ πῆγε στὸν Ὄλυµπο καὶ ἀπὸ τὸν Ὄλυµπο στὰ Μῦρα τῆς Λυκίας. Κατόπιν ἐπισκέφθηκε τὴν Κύπρο, τὴν Ἀττάλεια καὶ ἄλλους τόπους γιὰ νὰ καταλήξει καὶ πάλι στὸν Ὄλυµπο, ὅπου ἔκανε αὐστηρὴ νηστεία 40 ἡµερῶν, χωµένος µέχρι τὴν µέση σ΄ ἕνα λάκκο. Ἐκεῖ χειροτονήθηκε ἱερέας καὶ στὴ συνέχεια ἔφυγε στὴν Ἀτρώα, ὅπου καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ὁ Ὅσιος Εὐάρεστος
Καταγόταν ἀπὸ τὴν Γαλατία ἀπὸ γονεῖς ἔνδοξους καὶ ἐπισήµους τῆς χώρας αὐτῆς. Ἀφοῦ καλὰ καὶ ὅσια ἐκπαιδεύτηκε στὴ χώρα του, πῆγε µὲ τὸν πατέρα του στὴν Κωνσταντινούπολη ἐπὶ Λέοντος τοῦ Ἰσαύρου (813-820) καὶ τὸν φιλοξενοῦσε ὁ συγγενής του πατρίκιος Βρυέννιος. Ὅταν αὐτὸς στάλθηκε ἀπὸ τὴν βασίλισσα Θεοδώρα πρέσβυς στοὺς Βούλγαρους, πῆρε κοντά του καὶ τὸν Εὐάρεστο καὶ ὅταν ἔφτασαν στὸν τόπο, ποὺ ὀνοµαζόταν Σκόπελο, ἐκεῖ ὁ Εὐάρεστος συνάντησε γέροντα ἀσκητή, στὸν ὁποῖο προσκολλήθηκε καὶ ἐκάρη µοναχός. Ὁ δὲ γέροντας, βλέποντας τὴν ὑψηλὴ πνευµατικὴ ἔφεση τοῦ νέου, τὸν ἔστειλε µὲ συστατικὴ ἐπιστολὴ στὴ Μονὴ Στουδίου, ὅπου ὁ Εὐάρεστος διέπρεπε σὰν αὐστηρὸς ἀσκητής. Ἐκεῖ λοιπὸν ὁσιακὰ ἀφοῦ ἔζησε καὶ τὰ ὑπόλοιπα χρόνια τῆς ζωῆς του, ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ σὲ ἡλικία 79 χρονῶν. Τὸ δὲ τίµιο λείψανό του ἐναποτέθηκε στὴ Μονὴ Κοκουρουβίου (ἢ Κοκκοροβίου).
Ὁ Ἅγιος Κωνστάντιος ὁ Ῥῶσος, ὁ Νέος Ἱεροµάρτυρας
Ὁ Κωνστάντιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ῥωσία καὶ ὑπηρετοῦσε σὰν ἐφηµέριος στὴ Ῥωσικὴ Πρεσβεία στὴν Κωνσταντινούπολη. Κατὰ τὸν Ῥωσοτουρκικὸ πόλεµο ἦλθε στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ παρέµεινε γιὰ ἀρκετὸ χρονικὸ διάστηµα στὴ Μεγίστη Λαύρα, ἀπ΄ ὅπου ἀναχώρησε στὰ Ἱεροσόλυµα γιὰ προσκύνηµα στοὺς Ἁγίους Τόπους. Ἐπανῆλθε στὴ Μεγίστη Λαύρα καὶ περίµενε τὴν εἰρήνη µεταξὺ Ῥωσίας καὶ Τουρκίας. Ὅταν ἐπιτεύχθηκε ἡ εἰρήνη, ὁ Ἅγιος πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ παρέµεινε σὰν ἐφηµέριος στὴν ἴδια πρεσβεία. Ἐκεῖ ὅµως, ἄγνωστο γιὰ ποιοὺς λόγους, ἦλθε σὲ προστριβὴ µὲ τὸν Ῥῶσο Πρέσβη καὶ εἴτε ἀπὸ φόβο εἴτε ἀπὸ θυµό, παρουσιάστηκε στὸν Σουλτάνο καὶ ἀρνήθηκε τὸν Χριστό. Γιὰ τὴν ἐνέργειά του αὐτὴ ἔτυχε µεγάλων τιµῶν καὶ περιποιήσεων ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Μετὰ ἀπὸ λίγες ἡµέρες συναισθάνθηκε τὸ µεγάλο του ὀλίσθηµα, µετανοηµένος ἔκλαψε πικρὰ καὶ πόθησε τὸ µαρτύριο. Ἔτσι πέταξε τὰ τούρκικα ῥοῦχα, φόρεσε ἕνα φθαρµένο ῥάσο, παρουσιάστηκε στὸν Σουλτάνο καὶ µὲ θάῤῥος ὁµολόγησε τὸν Χριστὸ καὶ ἀποκήρυξε τὴν θρησκεία τοῦ Μωάµεθ. Χωρὶς καµιὰ διαδικασία, οἱ Τοῦρκοι πῆραν τὸν µάρτυρα καὶ τὸν ἀποκεφάλισαν µπροστὰ στ΄ ἀνάκτορα τοῦ σοῦλτάνου τὸ 1743.
Κυριακὴ µετὰ τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ
Κατὰ τὴν 26η τοῦ µήνα αὐτοῦ, ἂν τύχει Κυριακὴ ἢ ἂν δὲν τύχει Κυριακὴ ὁποιαδήποτε µέρα ποὺ νὰ συµπίπτει 26 Δεκεµβρίου, τιµοῦµε τὴν µνήµη τῶν Ἁγίων.
● Ἰωσὴφ τοῦ Μνηστῆρα τῆς Παρθένου Παναγίας
● τοῦ Δαβὶδ τοῦ Προφήτη καὶ βασιλιὰ καὶ.
● Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου.
Δηλαδή, τὸ κατὰ κόσµον γένος καὶ οἰκογένεια τοῦ Χριστοῦ.
(Συνήθως αὐτὴ τὴν Κυριακή, τελεῖται ἡ θεία Λειτουργία τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου, ποὺ εἶναι µία ἀπὸ τὶς ἀρχαιότερες θ. Λειτουργίες).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου