Ἡ Ἁγία Εὐγενία ἡ Ὀσιοπαρθενοµάρτυς καὶ Παραµονὴ Χριστουγέννων (Νηστεία ἐκ πάντων)
Ἔζησε στὸ δεύτερο µισὸ τοῦ 3ου αἰῶνα µ.Χ. Καταγόταν ἀπὸ τὴν Ῥώµη καὶ οἱ γονεῖς της ὀνοµαζόταν Φίλιππος καὶ Κλαυδία. Ἐπίσης, εἶχε καὶ δυὸ ἄλλα ἀδέλφια, τὸν Ἀβίτα καὶ τὸ Σέργιο. Ὁ πατέρας της διορίστηκε ἔπαρχος στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ πῆγε ἐκεῖ µὲ ὅλη του τὴν οἰκογένεια. Ἐκεῖ ἡ Εὐγενία σπούδασε κατὰ τὸν καλύτερο δυνατὸ τρόπο καὶ ἔµαθε ἄριστα τὴν ἑλληνικὴ καὶ ρωµαϊκὴ φιλολογία. Ὅταν τελείωσε τὶς σπουδές της, ψάχνοντας γιὰ περισσότερη γνώση πῆρε στὰ χέρια της ἀπὸ µία χριστιανὴ κόρη τὶς ἐπιστολὲς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Ὅταν τὶς διάβασε, ἐντυπωσιάσθηκε πολύ. Ἐκεῖ µέσα δὲν ὑπῆρχαν θεωρίες καὶ φιλοσοφικὲς δοξασίες. Οἱ γραµµές τους ἐνέπνεαν ζωὴ καὶ ἐλπίδα. Ἐκείνη τὴν περίοδο, οἱ γονεῖς της ἤθελαν νὰ τὴν δώσουν σύζυγο σὲ κάποιο Ῥωµαῖο ἀξιωµατοῦχο, τὸν Ἀκυλίνα. Τότε ἡ Εὐγενία, ἀρνούµενη νὰ δεχθεῖ αὐτὴ τὴν πρόταση τῶν γονέων της, κάποια νύχτα ντύθηκε ἀνδρικὰ καὶ ἔφυγε σὲ ἄλλη πόλη. Ἐκεῖ κατηχήθηκε, βαπτίσθηκε χριστιανὴ καὶ ἔλαβε συγχρόνως τὸ µοναχικὸ σχῆµα. Μετὰ ἀπὸ χρόνια, ἐπέστρεψε στὸ σπίτι της καὶ ἡ ἀναγνώριση ἀπὸ τοὺς γονεῖς της ἔγινε µέσα σὲ δάκρυα καὶ ἀνέκφραστη χαρά. Δὲν πέρασε πολὺς καιρὸς καὶ ὅλοι στὸ σπίτι τῆς Εὐγενίας δέχθηκαν τὸ χριστιανισµό. Ἀπὸ µῖσος τότε οἱ εἰδωλολάτρες τραυµάτισαν θανάσιµα τὸν πατέρα της. Καὶ ὅταν ἡ Εὐγενία ἐπέστρεψε στὴ Ῥώµη, ἐπειδὴ δὲ θυσίαζε στὰ εἴδωλα, τὴν ἀποκεφάλισαν, τερµατίζοντας ἔτσι ἔνδοξα «τὸν καλὸν ἀγῶνα τῆς πίστεως» µαζὶ µὲ τὴν ἐπίγεια ζωή της.
Ἡ Ἁγία Βάσιλα
Στοὺς Συναξαριστὲς σηµειώνεται µόνο, ὅτι συµµαρτύρησε µὲ τὴν Ἁγία Εὐγενία καὶ θανατώθηκε διὰ ἀποκεφαλισµοῦ. Ὁ Σ. Εὐστρατιάδης ὅµως, νοµίζει ὅτι ἡ Ἁγία αὐτὴ εἶναι ἡ µητέρα τῆς Ἁγίας Εὐγενίας, διότι µαζὶ µ᾿ αὐτὴ ἀναφέρεται καὶ ἡ µνήµη τοῦ πατέρα τῆς Ἁγίας Εὐγενίας, Φιλίππου, καθὼς καὶ τῶν ὑπηρετῶν της, Πρωτᾶ καὶ Ὑακίνθου, ποὺ ὅλοι µαζὶ µαρτύρησαν στὴν Ῥώµη ἐπὶ Κοµόδου (180-192 µ.Χ.). Ἀλλ᾿ ὁ Γαλανὸς στοὺς «Βίους τῶν Ἁγίων» ἀναφέρει ὅτι τὴν Βάσιλα προσήλκυσε στὸ χριστιανισµὸ ἡ Ἁγία Εὐγενία στὴ Ῥώµη. Ὁ µνηστῆρας ὅµως τῆς Ἁγίας Βασίλας, Ποµπήιος, ἦταν εἰδωλολάτρης καὶ κατέδωσε στὶς ἀρχὲς τὴν Ἁγ. Βάσιλα καὶ τὴν Ἁγία Εὐγενία, µὲ ἀποτέλεσµα, ἡ µὲν πρώτη νὰ ἀποκεφαλιστεῖ, ἡ δὲ δεύτερη ἀφοῦ πρῶτα ῥίχτηκε στὸν ποταµὸ Τίβερη καὶ διασώθηκε, κατόπιν νὰ ἀποκεφαλιστεῖ καὶ αὐτή.
Ὁ Ἅγιος Φίλιππος
Ἦταν πατέρας τῆς Ἁγίας Εὐγενίας καὶ µαρτύρησε, ἀφοῦ θανατώθηκε µὲ µαχαῖρι.
Οἱ Ἅγιοι Πρωτᾶς καὶ Ὑάκινθος
Ἦταν ὑπηρέτες καὶ ἀργότερα συνασκητὲς τῆς Ἁγίας Εὐγενίας, οἱ ὁποῖοι µαρτύρησαν διὰ ξίφους στὴ Ῥώµη.
Ὁ Ὅσιος Νικόλαος «ὁ ἀπὸ στρατιωτῶν»
Αὐτὸς ὁ Ἅγιος ἦταν στρατιώτης καὶ πῆρε µέρος στὸν πόλεµο κατὰ τῶν Βουλγάρων, ἐπὶ Νικηφόρου τοῦ Λογοθέτου (802-811). Σὲ µία ὁδοιπορία διανυκτέρευσε σὲ ἕνα ξενοδοχεῖο. Τὴ νύχτα ὅµως, ἡ κόρη τοῦ ξενοδόχου τοῦ ἐπιτέθηκε µὲ ἁµαρτωλὲς προθέσεις. Ἀλλ᾿ ὁ Νικόλαος συγκρατήθηκε καὶ δὲν µόλυνε τὸ σῶµα του ἀπὸ τὴν αἰσχρὴ πράξη, στὴν ὁποία τὸν καλοῦσε καὶ τὸν ἐρέθιζε ἡ πονηρὴ κόρη. Τότε ἀξιώθηκε νυκτερινῆς ὀπτασίας, ποὺ ἐπιβράβευσε τὴν ἁγνότητά του. Ὅταν ἐπέστρεψε ἀπὸ τὸν πόλεµο σῶος καὶ ἀβλαβῆς, ἀποσύρθηκε σὲ κάποια Μονή, ὅπου ἔγινε µοναχός. Καὶ ἀφοὺ ἔζησε ζωὴ ὁσία, πέθανε εἰρηνικά.
Ὁ Ἅγιος Ἀχαϊκός
Μαρτύρησε διὰ ξίφους.
Ὁ Ὅσιος Ἀντίοχος
Ὁ Ἅγιος Νικόδηµος ὁ Ἁγιορείτης ὑποθέτει, ὅτι ὁ Ὅσιος αὐτὸς εἶναι ὁ λεγόµενος Πάνδεκτος (δηλαδὴ ὁ συγγραφέας τῆς Πανδέκτου), ποὺ ἔζησε στὰ µέσα τοῦ 7ου αἰῶνα, καταγόταν ἀπὸ τὴν Γαλατία καὶ ἦταν µοναχὸς στὴ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Σάββα στὰ Ἱεροσόλυµα. Αὐτὸς µάλιστα περιέγραψε καὶ τὴν ἅλωση τῆς Ἱερουσαλὴµ ἀπὸ τοὺς Ἄραβες καὶ θρήνησε τὸ φόνο τῶν µοναχῶν τῆς Λαύρας ἀπὸ τοὺς ἐπιδροµεῖς. Γιὰ τὸν Ἀντίοχο καλὴ µελέτη ἔγραψε ὁ ἀρχιµ. Κάλλιστος (1910) καὶ ὁ Ἰ. Φωκυλίδης στὸ ἔργο του «Ἡ Ἱερὰ Λαύρα Σάββα τοῦ ἡγιασµένου».
Ὁ Ὅσιος Βιτιµίων
Μᾶλλον ἀσκητὴς τῆς ἐρήµου ποὺ ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ὁ Ὅσιος Ἀφροδίσιος
Μᾶλλον ἀσκητὴς τῆς ἐρήµου ποὺ ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Οἱ Ἅγιοι Σόσσιος καὶ Θεόκλειος
Ἄγνωστοι στὸν Συναξαριστὴ τοῦ Ἁγίου Νικόδηµου. Ἀναφέρονται στὸν Παρισινὸ Κώδικα 1621, µὲ λίγα βιογραφικὰ στοιχεῖα. Μαρτύρησαν ἐπὶ Μαξιµιανοῦ (286-305) καὶ Μαγνεντίου. Συνελήφθησαν σὰν χριστιανοὶ ἀπὸ τὸν ἡγεµόνα Βαῦδο (ποὺ ἦταν ἡγεµόνας τῆς Ἀδριανουπόλεως τῆς Μακεδονίας) καὶ ἐπειδὴ δὲν πείστηκαν ν᾿ ἀρνηθοῦν τὸν Χριστό, βασανίστηκαν ἀνελέητα µὲ τὸν πιὸ φρικτὸ τρόπο. Τόσα πολλὰ εἶναι τὰ βασανιστήριά τους, ποὺ εἶναι ἀδύνατο νὰ ἀπαριθµηθοῦν καὶ ἀπορεῖ κανεὶς πὼς κατόρθωσαν νὰ ἐπιζήσουν. Τελικά τους ἀποκεφάλισαν καὶ ἔτσι ἔλαβαν τὰ ἄφθαρτα στεφάνια τοῦ µαρτυρίου.
Ὁ Ἅγιος Κάστουλος
Ἄγνωστος στὸν Συναξαριστὴ τοῦ Ἁγίου Νικόδηµου καὶ τὰ ἔντυπα Μηναῖα. Ἀναφέρεται στὸν Παρισινὸ Κώδικα 1621 µὲ σύντοµο βιογραφικὸ ὑπόµνηµα. Σύµφωνα λοιπὸν µ᾿ αὐτό, ὁ Ἅγιος αὐτὸς µαρτύρησε στὰ χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Λικινίου (307-323), στὸν ὁποῖο καταγγέλθηκε σὰν χριστιανός. Ἀφοῦ τὸν συνέλαβαν, τὸν κρέµασαν καὶ τοῦ ἔγδαραν τὸ δέρµα. Κατόπιν τὸν παρέδωσαν στὸν ἡγεµόνα Ζηλικίνθιο καὶ ἐπειδὴ δὲν κατάφερε κι᾿ αὐτὸς νὰ ἀλλαξοπιστήσει τὸν µάρτυρα, τὸν βασάνισε σκληρὰ καὶ στὸ τέλος τὸν ἀποκεφάλισε.
Ὁ Ἅγιος Ἀχµέδ ὁ Νεοµάρτυρας
Βλέπε βιογραφικό του σηµείωµα τὴν 3η Μαΐου.
Ὁ Ὅσιος Ἀγάπιος ὁ νεώτερος
Ὁ Ἀγάπιος ὁ νεώτερος, κατὰ κόσµον Ἀντώνιος Ἀντωνόπουλος, γνωστὸς καὶ ὡς Ἀγάπιος Παπαντωνόπουλος (Δηµητσάνα, 1753-1812). Φοίτησε στὴ σχολὴ τῆς γενέτειράς του, ὅπου εἶχε διδασκάλους τὸν Ἀγάπιο Λεονάρδο καὶ τὸν Γεράσιµο Γοῦνα. Ὅταν µὲ τὰ Ὀρλοφικὰ ἡ σχολὴ ἔκλεισε, ὁ Ἀγάπιος ἀκολούθησε τὸν Γεράσιµο Γοῦνα στὴ Σµύρνη, ὅπου συνέχισε τὶς σπουδές του στὴ φηµισµένη σχολὴ τῆς πόλης µὲ σχολάρχη τὸν Ἰερόθεο Δενδρινό. Στὴ Σµύρνη πῆρε καὶ τὸ σχῆµα τοῦ µοναχοῦ. Ἀργότερα ἀκολούθησε τὸν Γεράσιµο Γοῦνα στὴ Χίο καὶ τελικὰ ἐπέστρεψε στὴ γενέτειρά του Δηµητσάνα, ὅπου τὸν Αὔγουστο τοῦ 1781 ἀνέλαβε τὴν διεύθυνση τῆς παλιᾶς σχολῆς του. Τὴ φήµη της ἡ σχολὴ τῆς Δηµητσάνας τὴν ὀφείλει κατὰ κύριο λόγο στὸν Ἀγάπιο τὸν νεώτερο, ὁ ὁποῖος ἐπὶ 32 ὁλόκληρα χρόνια ἄσκησε τὰ καθήκοντα τοῦ σχολάρχη µὲ µοναδικὴ εὐσυνειδησία, ἐργατικότητα καὶ ἐντιµότητα. Ἕνα ἄλλο χαρακτηριστικό του Ἀγάπιου, ποὺ µᾶς ἀποκαλύπτεται στὴν ἀλληλογραφία του, εἶναι ἡ ἁπλότητα καὶ λιτότητα τῆς ζωῆς του: «... ζῶµεν δηµητσανίτικα», γράφει στὸν Ἄνθιµο Καράκαλλο, ποὺ ἔνθερµα ὑποστήριζε τὸ ἔργο τῆς σχολῆς, «πότε µὲ µολόχες, πότε µὲ τζικνίδες, πότε µὲ ἁβρονιές, πότε µὲ ἀριάνι, πότε µὲ µοναχὸ ψωµί». Συγγραφικὸ ἔργο τοῦ Ἀγάπιου δὲν ἔχουµε. Ἡ διδασκαλία του ὅµως, ἦταν ὁ σπόρος ἀπὸ τὸν ὁποῖο βλάστησαν πολλοὶ ἔξοχοι διδάσκαλοι καὶ κληρικοὶ τῆς ἐποχῆς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου