Ὁ Προφήτης Ἀββακούµ
Ὁ Ἀββακούµ, ποὺ τὸ ὄνοµά του σηµαίνει «θερµὸς ἐναγκαλισµός», ἦταν ἀπὸ τὴν φυλὴ τοῦ Συµεὼν καὶ γιὸς τοῦ Σαφάτ. Ὁ χρόνος ποὺ ἔδρασε τίθεται µεταξὺ 650 καὶ 672 π.Χ. Στὸ προφητικό του βιβλίο, ποὺ διακρίνεται γιὰ τὴν ἀξιόλογη λογοτεχνική του χάρη, ἐλέγχει τὸν ἰουδαϊκὸ λαό, ἐπειδὴ παρεξέκλινε ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ θρησκεία στὴν εἰδωλολατρία. Νὰ τί συγκεκριµένα ἀναφέρει, σχετικὰ µὲ τὸ πὼς πρέπει κανεὶς νὰ πιστεύει στὸ Θεό: «Ἐὰν ὑποστείληται, οὐκ εὐδοκεῖ ἡ ψυχή µου ἐν αὐτῷ· ὁ δὲ δίκαιος ἐκ πίστεώς µου ζήσεται. Ἐγὼ δὲ ἐν τῷ Κυρίῳ ἀγαλλιάσοµαι, χαρίσοµαι ἐπὶ τῷ Θεῷ τῷ σωτήρι µου». Ἀββακούµ, Β´ 4, Γ´ 18. Ποῦ σηµαίνει, ἂν κανεὶς λιποψυχήσει καὶ ἀδηµονήσει στὶς διάφορες δοκιµασίες, ἂς µάθει, λέει ὁ Κύριος, ὅτι δὲν ἐπαναπαύεται ἡ ψυχή µου σ᾿ αὐτόν. Ὁ δίκαιος ποὺ πιστεύει σ᾿ ἐµένα καὶ τηρεῖ τὸ Νόµο µου, θὰ σωθεῖ καὶ θὰ ζήσει. Ἐγὼ ὅµως, λέει ὁ Προφήτης, θὰ ἀγάλλοµαι ἐλπίζοντας στὸν Κύριο. Θὰ γεµίσει χαρὰ ἡ καρδιά µου γιὰ τὸ σωτῆρα µου Θεό. Ὁ πρ. Ἀββακοὺµ πέθανε εἰρηνικὰ καὶ τάφηκε στὸν τόπο τῶν πατέρων του.
Οἱ Ἅγιοι Ἰωάννης, Ἠρακλαίµων, Ἀνδρέας καὶ Θεόφιλος οἱ Ἐρηµῖτες
Κατάγονταν ἀπὸ τὴν πόλη Ὀξύῤῥυγχο τῆς Κάτω Αἰγύπτου, στὴ δυτικὴ ὄχθη τοῦ ποταµοῦ Νείλου καὶ ἦταν γιοὶ γονέων χριστιανῶν. Διάβαζαν τὶς Ἅγιες Γραφὲς καὶ θέλησαν τὴν ἐρηµικὴ ζωή. Στὴν ἔρηµο, γνώρισαν κάποιο ὑπέργηρο εὐσεβῆ ἐρηµίτη καὶ ἔµειναν κοντά του ἕνα χρόνο, ἀσκούµενοι. Ὅταν πέθανε ὁ γέροντάς τους, αὐτοὶ ἔµειναν ἐκεῖ γιὰ 60 ὁλόκληρα χρόνια µὲ πολλὴ ἄσκηση καὶ προσευχή. Κάθε Σάββατο, πήγαιναν στοὺς πλησιέστερους συνοικισµοὺς καὶ κήρυτταν στοὺς ἀνθρώπους τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι στήριζαν ψυχές, µέχρι ποὺ εἰρηνικὰ ἀπεβίωσαν.
Ὁ Ἅγιος Σολοµών Ἀρχιεπίσκοπος Ἐφέσου
Βλέπε 1 Δεκεµβρίου.
Ἡ Ἁγία Μυρώπη ἢ Μερόπη

Ὁ Ἅγιος Ἄβιβος ὁ νέος
Ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Λικινίου (307-323) καὶ ἦταν διάκονος στὴν πόλη Θαλσεῖ. Ἐπειδὴ δίδασκε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ περιφερόµενος πόλεις καὶ χωριά, συνελήφθη. Ὁµολόγησε τὸν Χριστὸ µπροστὰ στὸν ἔπαρχο καὶ καταδικάστηκε νὰ καεῖ ζωντανὸς στὴ φωτιά. Οἱ χριστιανοὶ ἀφοῦ πῆραν τὸ ἅγιο λείψανό του, µὲ τιµὲς τὸ ἔθαψαν µαζὶ µὲ αὐτὰ τῶν ἁγίων µαρτύρων Γουρία καὶ Σαµονᾶ (15 Νοεµβρίου) στὸ µέρος Βηθελακικλά\[α.
Ὁ Ἅγιος Μωϋσῆς (ἢ Μωσῆς) ὁ Ὁµολογητής
Ἄγνωστος στὸν Συναξαριστὴ τοῦ Ἁγίου Νικόδηµου. Μνηµονεύεται σὰν Ὁµολογητὴς τὴν 2α Δεκεµβρίου στὸν Συναξαριστὴ Delehaye. Στὸν Παρισινὸ Κώδικα 1578 ἀναφέρεται τὴν 3η Δεκεµβρίου σὰν Μωϋσῆς ὁ οἰκονόµος, ποὺ µᾶλλον θὰ εἶναι ὁ ἴδιος µε τὸν ὁµολογητή.
Ὁ Ὅσιος Κύριλλος ὁ Φιλεώτης
Γεννήθηκε τὸ 1015 στὸ χωριὸ Φιλέα τῆς ἐπαρχίας Δέρκων τῆς Θρᾴκης. Κατὰ τὸ Ἅγιο Βάπτισµα ὀνοµάστηκε Κυριάκος (Κύριλλος ὑπῆρξε ἔπειτα τὸ καλογερικό του ὄνοµα) καὶ ἀπὸ µικρὸς διακρίθηκε στὰ ἱερὰ Γράµµατα. Στὸ εἰκοστὸ ἔτος τῆς ἡλικίας του παντρεύτηκε καὶ ἀπόκτησε παιδί. Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ εἶχε ζῆλο στὸ µοναχικὸ βίο, ὅπως ὅλοι της ἐποχῆς ἐκείνης, ἀποφάσισε νὰ ἐγκαταλείψει τὴν γυναῖκα του καὶ τὸ παιδί του καὶ νὰ ἀποσυρθεῖ σὲ µοναστήρι, λέγοντας στὴ γυναῖκα του: «ἢ νὰ χωρίσουµε ἢ νὰ πᾶµε καὶ οἱ δυὸ σὲ µοναστήρι». Ἡ γυναῖκα του ὅµως δὲ δέχτηκε τίποτα ἀπὸ αὐτὰ καὶ ἔτσι ὁ Κύριλλος ἔµεινε στὸ σπίτι του ζῶντας ἀσκητικά. Ἔπειτα ἵδρυσε (1060) µοναστήρι στὸ χωριὸ ἐκεῖνο, τοῦ ὁποίου τὸ ναὸ ἀνήγειρε ὁ Ἀλέξιος Κοµνηνός. Ἔτσι ὁσιακὰ ἔζησε ὁ Κύριλλος. Ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ τὸ 1110.
Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Ἔγκλειστος
«ἐν τῷ Σπηλαίῳ» (Ρῶσος).
Ὁ Ὅσιος Ἀββακούµ
Κύπριος ἀσκητὴς ἐκ τῶν Ἀλαµανῶν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου