Ὁ Ἅγιος Ἀνανίας ὁ Ἀπόστολος
Ὑπακούατε «ἐκ καρδίας εἰς ὃν παρεδόθητε τύπον διδαχῆς». Κάνετε ὑπακοὴ µὲ ὅλην τὴν καρδιά σας στὸν ἀκριβῆ κανόνα τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας. Τέτοιος ἄνθρωπος ὑπακοῆς στὸ Θεὸ ἦταν καὶ ὁ ἀπόστολος Ἀνανίας. Διότι, ὅταν ὁ Θεὸς τοῦ εἶπε µὲ ὅραµα νὰ συναντήσει τὸ Σαῦλο, ποὺ ἦταν ὁ φόβος καὶ ὁ τρόµος τῶν χριστιανῶν, ἔκανε ὑπακοὴ στὰ λόγια τοῦ Κυρίου. Ἀµέσως πῆγε στὴν Εὐθεῖα ὁδὸ καὶ ἀναζήτησε τὸ σπίτι τοῦ Ἰούδα, ὅπου ἦταν ὁ Σαύλος. Τὸν θεράπευσε, τὸν βάπτισε χριστιανό, καὶ ἔπειτα αὐτός, µὲ τὸ ὄνοµα Παῦλος, ἔγινε ὁ µέγας Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν. Κατόπιν ὁ Ἀνανίας πῆγε στὴν Ἐλευθερούπολη, ὅπου µὲ τὴν διδασκαλία του εἵλκυσε στὸ Χριστὸ πολυάριθµες ψυχές. Ὁ θόρυβος ὅµως ποὺ δηµιούργησε ἡ ἀποστολική του δράση, ἔκανε τὸν ἡγεµόνα Λουκιανὸ νὰ τὸν συλλάβει. Χρησιµοποίησε πολλοὺς καὶ ποικίλους τρόπους προκειµένου νὰ ἀλλαξοπιστήσει ὁ Ἀνανίας. Ἀλλὰ ὁ Ἀνανίας ἔµεινε ἀµετακίνητος στὰ χριστιανικά του φρονήµατα. Τότε ὁ Λουκιανὸς τὸν µαστίγωσε µὲ νεῦρα βοδιῶν. Ἔπειτα, µὲ σιδερένια νύχια τοῦ ξέσχισε τὰ πλευρὰ καὶ ἔκαψε τὶς πληγές του µὲ ἀναµµένες λαµπάδες. Τέλος, ἀφοῦ τὸν ἔβγαλε ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, τὸν λιθοβόλησε. Ἔτσι, ὁ Ἀνανίας πῆρε τὸ ἁµαράντινο στεφάνι τῆς ὑπακοῆς στὸ θέληµα τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Ὅσιος Ῥωµανὸς ὁ µελῳδὸς ὁ ποιητὴς τῶν Κοντακίων
Ὁ Γερµανὸς Κρουµβάχερ, πλέκει ἄξιο τὸ ἐγκώµιο τοῦ Ῥωµανοῦ. Ἡ κριτική, λέει, ἀνακήρυξε τὸν Ῥωµανὸ σὰν τὸν µεγαλύτερο ποιητὴ τοῦ Βυζαντινοῦ αἰῶνα, ἀληθινὸ Πίνδαρο αὐτοῦ. Κατεῖχε ἀνεξάντλητο πλοῦτο ἰδεῶν, ἀνυπέρβλητη πλαστικότητα φράσεως, µεστὴ καὶ δυνατὴ γλῶσσα, θησαυρὸ ἁρµονίας ποικίλων καὶ καλλιτεχνικῶν ῥυθµῶν. Δυστυχῶς, οἱ βιογραφικὲς πληροφορίες γιὰ τὸν Ῥωµανὸ εἶναι λιγοστές. Ἔζησε τὸν 6ο µ.Χ. αἰῶνα ἐπὶ βασιλέως Ἀναστασίου τοῦ Α´, καὶ ἄλλοι λένε τὸν 8ο αἰῶνα ἐπὶ Ἀναστασίου τοῦ Β´. Στὴν ἀρχὴ ἦταν διάκονος στὴν Ἐκκλησία τῆς Βηρυτοῦ. Ἀπὸ κεῖ πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου διέµενε στὰ κελιὰ τοῦ ναοῦ τῆς Θεοτόκου, ποὺ ἔκτισε κάποιος εὐσεβὴς χριστιανὸς ὀνόµατι Κῦρος. Σύµφωνα µὲ κάποια διήγηση, ὁ Ῥωµανὸς εἶχε µέτρια µόρφωση καὶ τὸ ποιητικό του τάλαντο ἦταν ἄγνωστο ἀκόµα καὶ σ᾿ αὐτὸν τὸν ἴδιο. Παρακολουθοῦσε ὅµως τακτικὰ τὶς κατανυκτικὲς ὁλονυκτίες στὸν ναὸ τῆς Παναγίας τῶν Βλαχερνῶν. Σὲ µία ἀπ᾿ αὐτὲς λοιπόν, γιορτὴ τῶν Χριστουγέννων, ἡ ψυχή του γέµισε τόση θερµὴ καὶ ἰσχυρὴ κατάνυξη, ὥστε ὅταν γύρισε στὸ κελί του, εἶδε σὲ ὄνειρο τὴν Θεοτόκο νὰ τοῦ δίνει ἕνα τόµο χαρτὶ γιὰ νὰ τὸν φάει. Ὁ Ῥωµανὸς ξύπνησε καὶ γεµάτος θεία ἔµπνευση συνέθεσε τὴν ἀθάνατη ᾠδὴ στὴ γέννηση τοῦ Χριστοῦ: «Ἡ παρθένος σήµερον τὸν ὑπερούσιον τίκτει». Ἀπὸ τὴν στιγµὴ ἐκείνη, ἡ ποιητικὴ αὐτὴ ἐπιφοίτηση παρέµεινε διαρκὴς καὶ πλούσια στὴ φαντασία καὶ τὴν καρδιὰ τοῦ Ῥωµανοῦ, ποὺ ἀναδείχτηκε ὁ γονιµότερος καὶ ἔξοχοτερος τῶν µελῳδῶν τῆς Ἐκκλησίας.
Οἱ Ἅγιοι Μιχαὴλ ἡγούµενος τῆς Μονῆς Ζώβης καὶ 36 ἄλλοι Ὁσιοµάρτυρες
Οἱ ὁσιοµάρτυρες αὐτοί ἔζησαν στὰ χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Κωνσταντίνου ΣΤ´ καὶ τῆς µητέρας του Εἰρήνης (780). Κατοικοῦσαν στὴ Μονὴ Ζώβη, ποὺ βρισκόταν κοντὰ στὴ Σεβαστούπολη. Ἐπειδὴ τότε ὁ Ἀµηρᾶς τῶν Ἀγαρηνῶν, Ἀλεὶµ ὀνοµαζόµενος, πολεµοῦσε τὴν χώρα ἐκείνη, συνέλαβε καὶ τοὺς Ὅσιους αὐτοὺς Πατέρες, καὶ τοὺς παρακινοῦσε νὰ ἀρνηθοῦν τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Ὁ δὲ Ὅσιος ἡγούµενος Μιχαὴλ ἔλεγξε δριµύτατα τὸν Ἀγαρηνὸ ἄρχοντα, τοὺς δὲ Μοναχοὺς τοὺς ἐνθάῤῥυνε νὰ ὑποµείνουν γενναία τὸν θάνατο γιὰ τὸν Χριστό. Ἔτσι, ὅλοι ἀποκεφαλίστηκαν γιὰ τὴ δόξα τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Ἅγιος Δοµνῖνος
Ἔζησε στὰ τέλη τοῦ 3ου αἰῶνα (288) καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη. Ὅταν ὁ Μαξιµιανὸς ἔκτιζε βασιλικὰ ἀνάκτορα στὴν πόλη αὐτή, τότε συνελήφθη ὁ Ἅγιος αὐτὸς σὰ Χριστιανὸς καὶ κήρυκας τῆς εὐσέβειας. Ὁδηγήθηκε µπροστὰ στὸν βασιλιὰ Μαξιµιανό, ποὺ τὸν κατηγόρησε ὅτι τολµάει νὰ ὁµολογεῖ ἄλλον Θεό, ἀπ᾿ αὐτὸν ποὺ ὁ βασιλιὰς λατρεύει, καὶ τοῦ συνέστησε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, ἂν θέλει νὰ ζήσει. Ὁ Ἅγιος ὅµως δὲν πείστηκε καὶ ὁ βασιλιὰς διέταξε καὶ τοῦ ξέσχισαν τὸ σῶµα. Ἀλλ᾿ ὁ Δοµνῖνος, ἐνῷ ἔπασχε, περιγελοῦσε τὸν τύραννο. Τότε αὐτὸς διέταξε νὰ τὸν ὁδηγήσουν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη καὶ νὰ τοῦ σπάσουν τὰ σκέλη. Ἀφοῦ λοιπόν, ἔκοψαν µὲ τὸν πιὸ ὠµὸ τρόπο τὰ πόδια, ἔµεινε ἀκόµη ζωντανὸς ἑπτὰ ὁλόκληρες ἡµέρες χωρὶς νὰ φάει τελείως. Ἔπειτα εὐχαριστῶντας τὸ Θεό, τοῦ παρέδωσε τὴν ἁγία του ψυχή.
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ ψάλτης, ὁ καλούµενος Κουκουζέλης
Ἄριστος µουσικὸς καὶ καλλικέλαδος. Καταγόταν ἀπὸ τὸ Δυῤῥάχιο, ἔζησε στὰ χρόνια τῶν Κοµνηνῶν καὶ ἦταν ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα. Ἡ εὐσεβὴς µητέρα του ὅµως, ἔδωσε τὴν εὐκαιρία στὸ παιδί της νὰ µάθει τὰ ἱερὰ γράµµατα, τὸ ὁποῖο, ἐπειδὴ ἦταν πολὺ ἔξυπνο καὶ πολὺ καλλίφωνο, ὅλοι τὸ φώναζαν ἀγγελόφωνο. Σὲ κατάλληλη ἡλικία κατέφυγε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου µόνασε στὸ κελὶ τῶν Ἀρχαγγέλων τῆς Μεγίστης Λαύρας. Ἔψαλε στὴ Μεγίστη Λαύρα µαζὶ µὲ τὸν Γρηγόριο Δοµέστικο, ποὺ ἀναφέρουµε ἀµέσως παρακάτω. Ἔτσι ὁσιακὰ ἀφοῦ ἔζησε ὁ Ἰωάννης, ψάλλοντας θεσπέσιους ὕµνους πρὸς τὸ Θεό, ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ στὶς ἀρχὲς τοῦ 15ου αἰῶνα καὶ τάφηκε στὸ κελὶ ποὺ µόναζε.
Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος ὁ Δοµέστικος
Ἦταν καὶ αὐτὸς περίφηµος ψάλτης τῆς Μεγίστης Λαύρας. Ὅταν ἡγούµενος ἦταν ὁ Ἰάκωβος ὁ Πρικανᾶς, ὁ Γρηγόριος ἔψαλλε κατὰ τὴν παραµονὴ τῶν Φώτων ὄχι τὸ «Ἄξιόν ἐστι», ἀλλὰ τὸ Ἐπὶ σοὶ χαίρει» στὴ λειτουργία. Στὸ τέλος δὲ τῆς ἀγρυπνίας µισοκοιµήθηκε, καὶ νά, βλέπει τὴν Δέσποινα Θεοτόκο νὰ εἶναι πάνω του καὶ νὰ τοῦ λέει: «Δέξαι σου τὸ ψαλτικόν, ὦ Δωµέστικε, καὶ εὐχαριστῶ σοι πολλά». Καὶ ἀφοῦ εἶπε αὐτό, τοῦ ἔδωσε στὸ χέρι ἕνα φλουρί, ποὺ ἀµέσως τὸ ἔβαλε, µετὰ ἀπ᾿ αὐτά, στὴν εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Μεγίστης Λαύρας. Ὅλα αὐτὰ βέβαια, σύµφωνα µὲ τὴν παράδοση τῆς µονῆς. Ἔτσι λοιπὸν θεάρεστα ἀφοῦ ἔζησε ὁ Γρηγόριος, ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ἡ θαυµατουργὴ αὐτὴ εἰκόνα βρίσκεται στὴν Ἱερὰ Μονὴ Δοχειαρίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Λεπτοµέρειες βλέπε στὸν Συναξαριστὴ τοῦ Ματθαίου Λαγγῆ τόµος Ι´ σελ. 37, ἔκδοση 1992.
Τῇ αὐτῇ ἡµέρᾳ τὴν ἀνάµνησιν ποιούµεθα τῆς Ἁγίας Σκέπης τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡµῶν Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας ἤτοι τοῦ ἱεροῦ αὐτῆς Μαφορίου, τοῦ ἐν τῷ σορῷ τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τῶν Βλαχερνῶν, ὅτε ὁ Ὅσιος Ἀνδρέας ὁ διὰ Χριστὸν σαλὸς κατεῖδεν ἐφηπλωµένην αὐτὴν ἄνωθεν καὶ πάντας τοὺς εὐσεβεῖς περισκέπουσαν». (Ἡ γιορτὴ αὐτὴ ἔχει µετατεθεῖ τὴν 28η Ὀκτωβρίου, ὅπου ἡ Ἑλλάδα γιορτάζει τὸ µεγάλο γεγονὸς τῆς διασώσεως καὶ ἀπελευθερώσεώς της ἀπὸ τὸν Ἰταλογερµανικὸ ζυγό).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου