Ἡ Ὁσία Ἀναστασία ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ Διοκλητιανοῦ καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ῥώµη. Ὅταν πέθαναν οἱ πλούσιοι γονεῖς της, διαµοίρασε τὴν περιουσία ποὺ κληρονόµησε στοὺς φτωχοὺς καὶ ἀποσύρθηκε σὲ µοναστήρι. Ὅταν τὴν συνέλαβε ὁ ἡγεµόνας Πρόβος, ὑπενθύµισε στὴν Ἀναστασία τὴν ἀνθηρὴ νεότητά της, γιὰ τὴν ὁποία θὰ ἔπρεπε νὰ ἀρνηθεῖ τὸ Χριστό. Τότε, δυναµικὴ ὑπῆρξε ἡ ἀπάντηση τῆς Ἀναστασίας: «Ἐγὼ, εἶπε, µία ὡραιότητα καὶ νεότητα γνωρίζω, ἐκείνη ποὺ δίνει ὁ Χριστὸς στὶς πιστὲς καὶ γενναῖες ψυχές, ποὺ προτιµοῦν γι᾿ Αὐτὸν τὸ θάνατο ἀντὶ ἄλλων ἐγκόσµιων ἀγαθῶν, ὅταν αὐτὰ προτείνονται γιὰ τὴν προδοσία τοῦ Θεοῦ τους. Πλούτη εἶχα ἄφθονα. Δὲν τὰ θέλησα. Ἀλλὰ τὸ Χριστό µου τὸν θέλω καὶ ἀπ᾿ Αὐτὸν καµία δύναµη δὲ θὰ µπορέσει νὰ µὲ χωρίσει. Ἂν ἀµφιβάλλεις, δοκίµασε». Ἐξαγριωµένος ἀπὸ τὴν ἀπάντηση ὁ Πρόβος, τὴν µαστίγωσε στὸ πρόσωπο καὶ τὴν ἅπλωσε σὲ ἀναµµένα κάρβουνα. Ἔπειτα, τὴν κρέµασε καὶ τῆς ἔσχισε τὸ σῶµα. Μετὰ ἔκοψε τοὺς µαστούς της, ξερίζωσε τὰ νύχια της καὶ τελικὰ τὴν ἀποκεφάλισε. Ἔτσι, ἡ Ἀναστασία πῆρε τὸν ἁµαράντινο στέφανο τοῦ µαρτυρίου.
Ἄριστεύς τῆς ἐγκράτειας καὶ τῶν πνευµατικῶν ἀσκήσεων, ὁ Ὅσιος Ἀβράµιος ἄφησε τὴν µεγάλη περιουσία ποὺ κληρονόµησε στοὺς φτωχοὺς καὶ ἀφοσιώθηκε ὁλοκληρωτικὰ στὴ διακονία τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ πλησίον. Ζοῦσε σὲ ἐρηµικὸ τόπο, ὅπου προσευχόταν καὶ µελετοῦσε τὰ ἱερὰ γράµµατα. Ἀπὸ κεῖ πήγαινε σὲ διάφορες πόλεις, γιὰ νὰ κηρύξει τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ διακονήσει τὴν βασιλεία τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς εἰρήνης τοῦ Εὐαγγελίου. Ἡ πίστη, ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ὑποµονή του κατόρθωσαν πολλὲς φορὲς νὰ καταπραΰνουν βάρβαρες καρδιὲς καὶ νὰ ἑλκύσουν στὸ σταυρὸ ψυχὲς ὑπερβολικὰ ἐξαγριωµένες. Πάνω ἀπὸ 70 ἐτῶν ὁ Ἀβράµιος, διατηροῦσε ὅλη τὴν ζωντάνια τῆς ἱεραποστολικῆς δράσης του. Προστατευόµενος µάλιστα καὶ ἀπὸ τὴν ἡλικία του, µπόρεσε νὰ ἀφοσιωθεῖ στὴ σωτηρία ἁµαρτωλῶν γυναικῶν. Κάποτε εὐτύχησε νὰ ἀνασύρει ἀπὸ τὸ βόρβορο τῆς ἁµαρτίας καὶ τὴν κόρη τοῦ ἀδελφοῦ του, τὴν Μαρία. Τὴν εἶδε σὲ κάποιο πανδοχεῖο, χωρὶς νὰ τὴν γνωρίζει, φορτωµένη µὲ κοσµήµατα καὶ συντροφιὰ µὲ ἀκόλαστους νέους. Ἡ παραστρατηµένη ὅµως νεαρή, δὲν εἶχε ἀποβάλει ἐντελῶς τὶς εὐσεβεῖς ἀναµνήσεις της. Τὴν ἑποµένη, πῆγε στὸ γέροντα ἀσκητὴ καὶ ζήτησε τὴν εὐλογία του. Ἐκεῖνος τῆς ἀπάντησε ὅτι δὲν ὠφελεῖ σὲ τίποτα ἡ εὐλογία τῶν ἀνθρώπων, ὅταν ὁ Θεὸς εἶναι ἀναγκασµένος νὰ µὴ παρέχει τὴν δική Του. Τὰ λόγια αὐτὰ συντάραξαν τὴν Μαρία, µετανόησε, ἐξοµολογήθηκε καὶ ἀπὸ τότε ἔζησε ζωὴ ἅγια. Ὁ δὲ Ἀβράµιος πέθανε ὑπέργηρος, ὑπηρετῶντας πιστὰ µέχρι τέλους τὸ Θεό.
Οἱ Ἅγιοι Κύριλλος, Μίνης καὶ Μιναῖος
Μαρτύρησαν διὰ ξίφους. (Ἡ µνήµη τῶν Ἁγίων Μίνη καὶ Μιναίου, ἐπαναλαµβάνεται καὶ τὴν 1η Αὐγούστου).
Ὁ Ἅγιος Σάββας ὁ στρατηλάτης
Μαρτύρησε, ἀφοῦ τὸν θανάτωσαν τρυπῶντας του τὰ πλευρὰ µὲ λόγχη.
Ἡ Ὁσία Ἄννα
Γεννήθηκε στὸ Βυζάντιο ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς καὶ ὁ πατέρας της, Ἰωάννης ὀνοµαζόµενος, ἦταν Διάκονος στὸν Ναὸ τῆς Θεοτόκου στὶς Βλαχέρνες. Νωρὶς ἔµεινε ὀρφανὴ ἀπὸ γονεῖς καὶ ἡ γιαγιά της τὴν πάντρεψε µὲ κάποιο εὐσεβῆ Διάκονο, µὲ τὸν ὁποῖο ἀπόκτησε δυὸ παιδιά. Ἀλλ᾿ ἀργότερα, ὁ ἄντρας της καὶ τὰ δυό της παιδιὰ πέθαναν καὶ ἔτσι ἡ Ἄννα διαµοίρασε τὰ ὑπάρχοντά της καὶ ἀποσύρθηκε σὲ µοναστήρι. Κατόπιν ὅµως, ὁ εἰκονοµάχος Λέων ὁ Ἴσαυρος, διέλυσε τὴν Μονὴ στὴν ὁποία ἀνῆκε ἡ Ἄννα. Στὴν ἀνάγκη αὐτή, ἡ Ὁσία φόρεσε ῥοῦχα ἀνδρικὰ καὶ µπῆκε σὲ ἀνδρικὸ µοναστήρι µὲ τὸ ψευδώνυµο Εὐφηµιανός. Ἐκεῖ ἔζησε µὲ µεγάλη προσοχὴ καὶ ἀκρίβεια, καὶ µετὰ τὸν θάνατο τοῦ Λέοντα τοῦ Ἰσαύρου, φόρεσε πάλι γυναικεῖα ῥοῦχα καὶ ἔµεινε σὰν µοναχὴ στὸ Βυζάντιο. Ἐκεῖ ἐπιδόθηκε στὴ διακονία τῶν φτωχῶν καὶ τῶν ἀσθενῶν. Μὲ τέτοια δὲ θεοφιλῆ ἐργασία παρέδωσε τὸ πνεῦµα της στὸν Κύριο.
Ἡ Ἁγία Μελιτινή
Ἀφοῦ βασανίστηκε µὲ τὸν πιὸ φρικτὸ τρόπο, ἐπειδὴ δὲν θυσίαζε στὰ εἴδωλα καὶ ὁµολογοῦσε τὸν Χριστό, τελικὰ µετὰ ἀπὸ πολλὰ χτυπήµατα µὲ ξίφος, παρέδωσε τὴν ψυχή της στὸ Θεό.
Ἡ Ἁγία Βάσσα
Καὶ αὐτῆς ἡ µνήµη ἀναφέρεται στὸν Συναξαριστὴ τοῦ Sirmond (Delehaye σελ. 176, 2) ὡς ἑξῆς: «Τῇ αὐτῇ ἡµέρᾳ µνήµη τῶν ἁγίων ἀποστόλων καὶ µαρτύρων Πέτρου, Παύλου, Ἰωάννου τοῦ Προδρόµου καὶ Βαπτιστοῦ, Στεφάνου τοῦ πρωτοµάρτυρος, Βαρνάβα τοῦ ἀποστόλου, Ἰωσὴφ τοῦ Πατριάρχου, καὶ Κλεώπα, Τροφίµου, Δορυµέδοντος, Κοσµᾶ, Δαµιανοῦ, Βάσσης καὶ τῆς συνοδείας αὐτῶν. Τελεῖται δὲ ἡ αὐτῶν σύναξις ἐν τῷ σεπτῷ ἀποστολείῳ τοῦ ἁγίου καὶ πανευφήµου ἀποστόλου Παύλου ἐν τῷ Ὀρφανοτροφείῳ ἅµα δὲ καὶ τὰ ἐγκαίνια τοῦ αὐτοῦ ναοῦ». (Καὶ Sinaxaria Selecta σελ. 172, 43).
Ὁ Ἅγιος Διοµήδης
Τὴ µνήµη του συναντᾶµε στὸν Παρισινὸ Κώδικα 1589 φ. 91α ὡς ἑξῆς: «Τῇ αὑτῇ ἡµέρᾳ µνήµη τοῦ Ἁγίου Διοµήδους, µαθητοῦ τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡµῶν Τριφυλλίου ἐπισκόπου Λευκωσίας». Ἄλλο βιογραφικό του στοιχεῖο δὲν ὑπάρχει.
Κατάθεσις Τιµίας Κεφαλῆς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Προδρόµου
Τὴ µνήµη αὐτοῦ τοῦ γεγονότος, συναντᾶµε µόνο στὸ Λαυρωτιακὸ Κώδικα Δ´ 14 φ. 15, ὅπου ὑπάρχει καὶ εἰδικὸς Κανόνας γιὰ τὴν γιορτὴ αὐτὴ ἀπὸ ἄγνωστο ποιητή, ποὺ µεταξὺ ἄλλων λέει: «Κάρα τὴν σὴ ῥέοντος πλούτου φανότερον πιστῶς ἐναγλαΐζεται τοῦδε τοῦ ἄστεως ἡ σεπτὴ ἐκκλησία τεῖχος κεκτηµένη. Πρόδροµε κῆρυξ Χριστοῦ».
Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος Ἱεροµάρτυρας «ἐκ Σπάρτης Ἀτταλίας»
Σύµφωνα µὲ τὸ Νέο Μαρτυρολόγιο, ὁ µάρτυρας αὐτὸς µαρτύρησε στὰ Μουδανιὰ στὶς 29 Ὀκτωβρίου 1653. Κανόνα τοῦ Ἁγίου συνέγραψε ὁ Μελέτιος Συρίγου. Ὁ Otto Meinardus ἀναφέρει σὰν ἡµέρα µνήµης τοῦ νεοµάρτυρα τὴν 7η Ἰανουαρίου καὶ συγχέει τὰ περιστατικὰ τοῦ βίου του µὲ αὐτὰ τοῦ Ἀθανασίου ἐξ Ἀτταλίας, ποὺ µαρτύρησε τὸ 1700.
Πατρίδα του τὸ χωριὸ Παράορα τῆς ἐπαρχίας Κεσσάνης τῆς Θρᾴκης, καὶ κατὰ κόσµον ὀνοµαζόταν Τριαντάφυλλος. Παντρεύτηκε καὶ ἀπόκτησε δυὸ θυγατέρες. Ὕστερα ὅµως ἀπὸ µία περιπέτεια µὲ τὴν σύζυγό του, ἀποχαιρέτησε τὰ παιδιά του καὶ τοὺς συγγενεῖς του καὶ ἀποχώρησε στὴν Αἶνο. Ἐκεῖ ἀποκατέστησε τὴν γυναῖκα του σ᾿ ἕνα γυναικεῖο µοναστήρι καὶ αὐτὸς ἀναχώρησε στὸ Ἅγιον Ὄρος, στὴ Μεγίστη Λαύρα. Ἐκεῖ ἔγινε µοναχὸς µὲ τὸ ὄνοµα Τιµόθεος καὶ ἔµεινε ἕξι χρόνια ἀσκούµενος στὶς ἀρετές, ὑπακοή, πραότητα, ταπείνωση, προσευχὴ καὶ νηστεία. Κατόπιν πῆγε στὸ κοινόβιο τοῦ Ἐσφιγµένου, ὅπου ἔγινε µεγαλόσχηµος καὶ προπαρασκευάστηκε γιὰ τὸ µαρτύριο. Τελικά, ἀφοῦ πῆρε τὴν εὐχὴ τοῦ ἡγούµενου του Εὐθυµίου, ἀναχώρησε ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἔφτασε στὴν Κεσσάνη. Ἐκεῖ, µαζὶ µὲ τὸν συνοδό του ἱεροµόναχο Εὐθύµιο, προσπαθοῦσαν νὰ ἐπαναφέρουν στὴ σωστὴ πίστη ἀρνησίχριστους. Τοὺς πρόδωσαν ὅµως καὶ ἀφοῦ τοὺς συνέλαβαν τοὺς µετέφεραν στὶς φυλακὲς τῆς Ἀδριανουπόλεως. Ἐκεῖ βασανίστηκαν µὲ τὸν πιὸ βάρβαρο τρόπο. Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ οἱ Ὅσιοι ἔµεναν σταθεροὶ στὴν πίστη τους, τοὺς µὲν Εὐθύµιο καὶ κάποιον ἄλλο µοναχὸ Βαρνάβα τοὺς ἐλευθέρωσαν καὶ τοὺς ἀπέλασαν, τὸν δὲ Τιµόθεο ἀποκεφάλισαν στὶς 29 Ὀκτωβρίου 1820. Μέρος τῶν αἱµατωµένων ἐνδυµάτων του βρίσκεται στὴ Μονὴ Ἐσφιγµένου. (Ὁρισµένοι Συναξαριστές, µαζὶ µ᾿ αὐτοὺς τοὺς Ἁγίους, ἀναφέρουν καὶ κάποιον Ἱερέα Νικόλαο).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου