Τετάρτη 13 Οκτωβρίου 2010

Η στάση Αποστόλων και Πατέρων της Εκκλησίας του Χριστιανισμού, έναντι του Ελληνισμού.

Η δυναμικότητα του Χριστιανισμού θα μπορούσε να απορρίψει την ελληνική παιδεία λόγω της σχέσεως της με την ειδωλολατρία. Ωστόσο από επιλογή των τριών Καππαδοκών Πατέρων, υπήρξε μια θετική στάση εκλεκτικότητας και επιλογής σε ότι αφορά την διείσδυση της ελληνικής παιδείας στη ζωή της Χριστιανικής εκκλησίας . Στο έργο του «Προς τους νέους, όπως αν εξ ελληνικών ωφελοίντο λόγων», ο Μ. Βασίλειος παροτρύνει τους νέους να επιλέγουν από την κλασσική παιδεία όπως οι μέλισσες τα άνθη και τους χυμούς, που θα τους είναι ωφέλιμα και να απορρίπτουν όσα είναι βλαβερά. Η μεταφορά των φύλλων του δέντρου που προφυλάσσουν και ομορφαίνουν τον καρπό κατά τον ίδιο Ιεράρχη, αποσκοπεί στην παρομοίωση της απαραίτητης γενικής καλλιέργειας που προσφέρει η ελληνική παιδεία. Η διακριτική αυτή διεργασία δεν είναι εύκολη, υπονοεί πάντως ότι υπάρχουν και πολλά καλά και ωφέλιμα, στην κλασσική ελληνική παιδεία, την οποία ο Βασίλειος παρομοιάζει με τη φοίτηση του Μωϋσέως στη σοφία των Αιγυπτίων πριν να προσέλθει «τη θεωρία του όντος», δηλαδή στη θέα του Θεού στο όρος Σινά. Την ίδια στάση τηρεί και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος. Η αρχή του ως προς την χρήση της ελληνικής παιδείας είναι: κράτα το ρόδον, απόφευγε το αγκάθι. Παρόμοιες είναι και οι απόψεις του Ιωάννου του Χρυσοστόμου: «Ει γαρ και μη, καθώς προσήκε περί αναστάσεως, φιλοσοφούσιν άπαντες αλλ' όμως περί της κρίσεως και της κολάσεως και των εκεί δικαστηρίων άπαντες συμφωνούσιν, ότι έσται τις των ενταύθα γινομένων αντίδοσις εκεί».
Ο Παύλος, κατά την ιστορική του πορεία, αρχικά πίστευε ότι η σωτηρία του κόσμου βρίσκεται μόνο στον Ιουδαϊσμό. Ο εξελληνισμός του Χριστιανισμού ήταν κάτι το συγκλονιστικό για τις ακλόνητες θέσεις του. Ήταν αδιανόητο να σκεφθεί, ότι ο Ισραήλ τελικά θα σωθεί περνώντας από μια κοινωνία, την Εκκλησία, που βασικά πια την αποτελούν οι Έλληνες εθνικοί: «Ω βάθος πλούτου και σοφίας και γνώσεως Θεού ως ανεξερεύνητα τα κρίματα αυτού και ανεξιχνίαστοι αι οδοί αυτού». Το γεγονός της παρουσίας των Ελλήνων και μάλιστα κατά πλειονότητα στην Εκκλησία είναι για τον Παύλο η ανατροπή κάθε λογικής και κάθε σοφίας, όπως την είχε μάθει στη θρησκευτική του διαπαιδαγώγηση. Γι' αυτό, όταν γράφεται η "Προς Εφεσίους" επιστολή, σε μια εποχή, που πιθανόν να είχε γίνει ήδη σαφές ότι βασικά η Εκκλησία συνδέεται πια ιστορικά με τον Ελληνισμό, το όλο θέμα της θέσεως των Ελλήνων μέσα στην Εκκλησία, χαρακτηρίζεται ως ανεξερεύνητο μυστήριο, ως η κατ' εξοχήν απόδειξη της επεμβάσεως  του Θεού στην στορία.
Αν επιχειρήσουμε μέσα σε λίγες γραμμές να δώσουμε μια εικόνα του τρόπου με τον οποίο αφομοιώνονται και αλλοιώνονται στη σκέψη του Παύλου τόσο οι εβραϊκές, όσο και οι ελληνικές κατηγορίες σκέψεως, για να βγει από αυτές το νέο, το καθαρά χριστιανικό, θα πρέπει να θυμηθούμε τα γενικά πλαίσια της θεολογικής σκέψεως του Παύλου και να τοποθετήσουμε μέσα σ' αυτά τις ειδικές περιπτώσεις των όρων ή νοημάτων πού υφίστανται την αλλοίωση. Ο Παύλος βλέπει τον άνθρωπο και γενικά το θέμα της αλήθειας μέσα στα βιβλικά πλαίσια της δημιουργίας και της ιστορίας της σωτηρίας, όπως αυτά πραγματοποιούνται στο πρόσωπο του Χριστού και στην κοινωνία του Αγίου Πνεύματος, στην Εκκλησία. Κάθε έννοια, είτε εβραϊκή είτε ελληνική είναι η προέλευσή της, περνά μέσα από το διυλιστήριο αυτό, όπου αποκτά τη νέα σημασία της. Η ελληνική σκέψη αρχίζει, χρονολογικά και ουσιαστικά, από την αντίληψη του ανθρώπου ως σκεπτόμενου όντος που αποκτά με αυτό τον τρόπο "συνείδηση" του κόσμου αλλά και του εαυτού του μαζί με όλες τις πολώσεις που περιλαμβάνονται στον τελευταίο και που οδηγούν στα ηθικά διλήμματα. Από εκεί οδηγείται η ελληνική σκέψη στην ηθική έννοια της συνειδήσεως, που επικρατεί ιδιαίτερα στους χρόνους λίγο πριν από την Καινή Διαθήκη. Στην εβραϊκή νοοτροπία, αντίθετα, η βάση της γνώσεως γενικά βρίσκεται στον θεό και στον λόγο του, ο οποίος δημιουργεί τη συνείδηση όχι πια στον ανθρώπινο νου, αλλά στην συνείδηση του ανθρώπου, στον χώρο της υπακοής και της αγάπης. Ο άνθρωπος γνωρίζει μόνο γιατί γνωρίζεται από τον Θεό. Κάτοπτρο αυτής της συνειδήσεως είναι ο Χριστός και οι σχέσεις του ανθρώπου μέσα στο σώμα του Χριστού, στην Εκκλησία. Έτσι φθάνει να πει ο Παύλος το πρωτότυπο αυτό, ότι η συνείδηση του ανθρώπου αξιολογείται ουσιαστικά, πραγματώνεται όχι από τον ίδιο ούτε απλώς από τον θεό, αλλά από τους άλλους, μέσα στην κοινότητα της Εκκλησίας. Έτσι η όλη γνωσιολογία μεταφέρεται στον χώρο της αγάπης. Με τον τρόπο αυτό η ελληνική σκέψη δεν απορρίπτεται. Πρόκειται και πάλι για μια "συνείδηση" με γνωσιολογικό και κριτικό περιεχόμενο, που επιτρέπει τη χρήση του όρου και για τους εθνικούς. Υφίσταται όμως μια βασική αλλοίωση που της αφαιρεί την ανθρωποκεντρικότητα και κάθε δυνατότητα αυτονομίας, που θα μπορούσε να της προσδώσει πραγματικά και της προσέδωσε η ελληνική σκέψη. Της αφαιρεί επίσης κάθε αδιέξοδο και αρνητικότητα, που θα μπορούσε να της προσδώσει η εβραϊκή αντίληψη περί θείας κρίσεως. Διαμορφωμένη στο πρόσωπο του Χριστού και στην κοινωνία του Αγίου Πνεύματος, δηλαδή της χριστιανικής κοινότητος, η "συνείδηση" αποκτά κάτι το λυτρωτικό που βρίσκεται στην αγάπη.

Βιβλιογραφία
Αντωνοπούλου – Τρεχλή, Ζ. Ἀπὸ τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ πόλιν στὴ βυζαντινὴ οἰκουμένη (Ἀθήνα: Ἐκδόσεις Ἁρμός, 2004)
Ζηζιούλα, Ι. Ἐλληνισμὸς καὶ Χριστιανισμός (Ἀθήνα: Ἐκδόσεις Ἀποστολικῆς Διακονίας, 2008)
Ευδοκίμωφ, Το  Άγιο  Πνεύμα  στην  Ορθόδοξη  παράδοση, μτφρ.  Στέλλα  Κ.   Πλευράκη, (Θεσσαλονίκη εκδ. Ίδρυμα ο Ευαγγελιστής Μάρκος, 1991)                      

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου