Ο άνθρωπος, ως ον σκεπτόμενο, παρατηρεί τον γύρω του κόσμο και δέχεται ερεθίσματα από το περιβάλλον του. Όμως, δεν αρκείται στην παρατήρηση. Κατατάσσει τις εντυπώσεις. Σχηματίζει συγκροτημένες έννοιες και ενότητες εννοιών. Η συλλογιστική του ικανότητα τον ωθεί να διατυπώνει νόμους, περιγραφικούς των πραγμάτων που υποπίπτουν στην αντίληψή του, καθώς και των μεταβολών που ο συντελεστής χρόνος επιφέρει στα παρατηρούμενα. Ακόμη, επιδιώκει να εξηγήσει τα φαινόμενα αναζητώντας τα βαθύτερα αίτιά τους. Την τάση αυτή του ανθρώπου τη διαπιστώνουμε από το πρώτο κιόλας βιβλίο της Αγίας Γραφής. Εκεί βλέπουμε τον γενάρχη μας να λαμβάνει συνείδηση της ποικιλομορφίας του ζωικού κόσμου: «Έπλασε δε Κύριος ο Θεός εκ της γης πάντα τα ζώα του αγρού και πάντα τα πετεινά του ουρανού, και έφερε αυτά προς τον Αδάμ, δια να ιδή πως να ονομάσει αυτά και ό,τι όνομα ήθελε δώσει ο Αδάμ εις παν έμψυχον, τούτο να είναι το όνομα αυτού». Πρώτος ζωολόγος ο Αδάμ, πρώτος Λινναίος που κατονομάζει τα ζώα. Ο Κόσμος, που απλώνεται γύρω μας, παίρνει μορφή και τάξη μέσα στη συνείδησή μας, καθώς τον αντικρύζουμε. Η Δημιουργία μπορεί να χαρακτηριστεί σαν το Βιβλίο των Έργων του Θεού, που ανοίγεται μπρος μας. Στην έρευνά του, ο άνθρωπος προχωρεί με βήμα άλλοτε ταχύτερο και άλλοτε πιο βραδύ. Όμως, οι εμπειρίες της κάθε γενιάς προστίθενται στις επόμενες γενιές. Τούτο είναι ένα ειδικό χαρακτηριστικό της ανθρώπινης μοναδικότητας. Κάθε γενιά των ζώων ξεκινάει εξ αρχής, με το ένστικτο και την έμφυτη ικανότητα προσαρμογής. Ας γυρίσουμε στον άνθρωπο. Όλη αυτή η συσσωρευμένη γνώση, μπορεί να λεχθεί, ότι απαρτίζει την Επιστήμη κάθε εποχής. Εδώ τον όρο «Επιστήμη» τον φέρνουμε με το ευρύτερο περιεχόμενό του. Η παρατήρηση, που συγκεντρώνεται μέσα στους αιώνες, κατατάσσεται αναγκαστικά σε τομείς και έχουμε: Φυσική, Χημεία, Αστρονομία, Γεωγραφία, Γεωλογία, Ανθρωπολογία, Θρησκειολογία, Φιλοσοφία και τόσα άλλα.Τα αναφέρουμε όλα τούτα, επειδή συνολικά αποτελούν ένα ενιαίο συγκρότημα, την Ανθρώπινη Γνώση, που έχει πηγή τον Κόσμο, τον εσωτερικό και τον εξωτερικό, δηλ. την κατανόηση του ανθρώπου και γενικά της Φύσεως. Αλλά, και η σοφία αυτή Θεού δωρεά είναι και, όπως ο Ιώβ μάς λέει (39/56), αυτός είναι που «έβαλε σοφίαν εντός του ανθρώπου». Έτσι εμβαθύνουμε στην κατανόηση της συστάσεως της Δημιουργίας, της μακρινής και της κοντινής, της γης αλλά και των ουρανίων σωμάτων. Η πνευματική εμπειρία μάς οδηγεί επιπρόσθετα να ιδούμε ότι υπάρχει και άλλη γνώση, η υπερβατική. Η Φιλοσοφία μπορεί να φέρει μόνο ως την θύρα της, δηλαδή είναι σε θέση να διακρίνει τα όρια της ανθρώπινης Λογικής, όχι όμως και να δείξει πέραν αυτής. Για την υπερέχουσα αυτή γνώση, γράφει ο απόστολος των εθνών(1 Κορ 2/6): «Σοφίαν δε λαλούμεν εν τοις τελείοις, σοφίαν δε ου του αιώνος τούτου... αλλά λαλούμεν σοφίαν Θεού εν μυστηρίω, την αποκεκαλυμμένην». Έχουμε δηλαδή και τις υπερβατικές γνώσεις της αποκαλύψεως. Την θεία αποκάλυψη δεν μπορεί όμως να τη δεχθεί ο καθένας. Απαιτείται επιθυμία της καρδιάς, ειλικρινής εκζήτηση τέτοια που να διευρύνει τη δεκτικότητα για μια Αλήθεια υπερκόσμια. Είναι αυτοί, για τους οποίους ο ευαγγελιστής Λουκάς (κεφ. 8) λέει ότι ο σπόρος «έπεσεν εις την γην την αγαθήν» και εφύτρωσε και απέδωσε εκατό φορές περισσότερο καρπό, και καταλήγει με τους ευαγγελικούς επίσης λόγους «ο έχων ώτα ακούειν, ακουέτω».Όπως έχει λεχθεί, «ο άνθρωπος είναι μια ενότης εντεταγμένη αφενός εις το πλέγμα της φυσικής πραγματικότητας, αλλά και δυναμένη να υπερβαίνει την υλική φύση... Αφού δεν είναι μόνο ύλη, αλλά και πνεύμα, και ελευθερία, δεν εγκλείεται σ' έναν κόσμο ομοιόμορφον, επίπεδον και μονοδιάστατον».Έτσι μπορούμε να δεχτούμε ότι επηρεάζεται από δύο πηγές γνώσης: Την Παρατήρηση και την Αποκάλυψη. Με την πρώτη διαμορφώνεται η Επιστήμη, ενώ η Δεύτερη κατά την χριστιανική αντίληψη είναι η Αγία Γραφή.
Διερευνώντας λοιπόν τον Κόσμο, από την επιστημονική Εμπειρία και από τη Βίβλο, ευνόητο είναι να διερωτηθούμε κατά πόσον οι δύο τούτοι δρόμοι φέρνουν στο ίδιο αποτέλεσμα. Μ' άλλα λόγια, βλέπουμε να συμπορεύονται η Βίβλος και η Επιστημονική Θεώρηση;
Αναφερόμενοι όμως στην Επιστήμη, ποια Επιστήμη πρέπει να έχουμε υπόψη; Μήπως τη σημερινή του Κ' αιώνα; Είναι γεγονός ότι η έρευνα ακατάπαυστα εξελίσσει τα επιστημονικά δεδομένα. Όλο και προσθέτει νέες γνώσεις και ιδέες, ενώ σύγχρονα αλλοιώνει ή απορρίπτει παλαιότερες θέσεις της.Γι' αυτό δεν επιχειρούμε να ελέγξουμε τη συμφωνία ή μη, προς τις Γραφές, της σημερινής Επιστήμης αλλά να κοιτάξουμε, κατά πόσο η Επιστημονική Σκέψη οδηγεί στην εναρμόνισή της προς τις Άγιες Γραφές ή όχι.Φανερό, ότι το ίδιο αντικείμενο, εξεταζόμενο από άλλη σκοπιά, είναι πιθανόν να δώσει διαφορετικές εντυπώσεις. Ερευνητέο, κατά πόσον αυτές οι εντυπώσεις έχουν την τάση να φέρουν σε σύνθεση ενιαία ή τείνουν ν' απομακρυνθούν μεταξύ τους.
Αν και η καθαρή επιστημονική διερεύνηση ορισμένου πράγματος, αν γίνεται από άλλη - επιστημονική πάντα οδό - ενδέχεται να οδηγήσει σε αδιέξοδο. Π.χ. σχετικά με το ηλεκτρόνιο, η ηλεκτρόλυση, η ραδιενέργεια κ.ά. φαινόμενα μας αναγκάζουν να το εκλάβουμε σαν σωμάτιο, ενώ η περίθλαση, η συμβολή κλπ μας κάνουν να το θεωρήσουμε σαν κύμα. Έτσι, οι φυσικοί αναγκάστηκαν να μιλούν για «διπλή φύση του ηλεκτρονίου», ή μάλλον για διπλή συμπεριφορά του. Δεν δικαιούμαστε όμως να ισχυρισθούμε ότι η μια σειρά παρατηρήσεων και συλλογισμών είναι αναξιόπιστη.Κάτι ανάλογο θα μπορούσαμε να πούμε και για τη Βίβλο, αν θελήσουμε να την προσεγγίσουμε με τον τρόπο που προσεγγίζουμε τα φυσικά φαινόμενα, επειδή η αλήθεια της έχει εσωτερικές πρώτιστα αποδείξεις, καθώς εξάλλου σημειώνει και η προς Εβραίους Επιστολή (11/1) «Έστι δε πίστις ελπιζομένων υπόστασις, πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων... Πίστει νοούμεν κατηρτίσθαι τους αιώνας ρήματι Θεού, ως μη εκ φαινομένων τα βλεπόμενα γεγονέναι».Δεν πρέπει, λοιπόν, να μας φοβίζουν οι τυχόν παρατηρούμενες διαφορές που, σύμφωνα με τα παραπάνω, δεν πρέπει να εκληφθούν σαν πραγματικές, αλλά φαινομενικές σοβαρότατη δε προς τούτο ένδειξη είναι και το ότι συνεχώς βαίνουν ελαττούμενες. Ας παρακολουθήσουμε μερικές συγκεκριμένες περιπτώσεις, μερικές από τις οποίες και άλλοτε κατά διαφόρους τρόπους μας έχουν απασχολήσει.
1. Κατά τον 1ο περίπου π.Χ. αιώνα, ο Ιώβ γράφει (26/17). «Κρεμάζων την γην επί ουδενός», εδώ ο βιβλικός συγγραφέας βλέπει, κατά προφητική όραση, τη Γη σαν ουράνιο σώμα, πράγμα τέλεια άγνωστο στον καιρό του. Αλλού πάλι ο ίδιος χρησιμοποιεί τον όρο «γη», σύμφωνα με το γενικό περιεχόμενο που του έδιναν, δηλαδή σαν ένα επίπεδο μάλλον κατασκεύασμα μιας περιορισμένης κάπως υποστάσεως, που αποτελούσε τον Κόσμο. Αλλά και εδώ η προφητική όραση του συγγραφέα συλλαμβάνει το γεγονός ότι τούτο το κατασκεύασμα, η γη, επικάθηται πάνω σε κάτι άλλο, άγνωστο τότε, και που σήμερα ξέρουμε ότι είναι ο πλανήτης και γράφει ο Ιώβ (38/4): «Πού ήσο ότε εθεμελίωνον την γην;». Ο Αναξίμανδρος κ.ά., είχαν διατυπώσει θεωρία περί του μεμονωμένου της Γης. Τούτο όμως σαν επιστημονική γνώση δεν είχε εδραιωθεί. Φθάσαμε στο τέλος του ΙΕ' μ.Χ. αι. και ακόμα οι σοφοί συζητούσαν για το σχήμα της Γης. Αμφέβαλλαν αν ήταν δυνατόν να την περιτριγυρίσουν, δηλαδή δεν ήσαν ακόμη βέβαιοι για την τέλεια απομόνωσή της. Το συμβούλιο που είχε ορισθεί να εξετάσει την πρόταση του Κολόμβου, να πλεύσει από τα δυτικά προς τις Ινδίες, 10 χρόνια συζητούσε, για να τον εφοδιάσει με τα αναγκαία μέσα. Οι ιεροί συγγραφείς της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης δεν ήσαν παντογνώστες ήξεραν και αυτοί μόνον ό,τι και οι άλλοι άνθρωποι της εποχής τους. Όμως, όταν συνέγραφαν τα ιερά βιβλία, θεόπνευστα καθοδηγούνταν, ώστε να μη καταχωρούν τις εσφαλμένες γνώσεις της εποχής. Σχετικά, ο απόστολος Πέτρος, στη 2η Επιστολή του (1/21) γράφει: «Υπό Πνεύματος Αγίου φερόμενοι ελάλησαν άγιοι Θεού άνθρωποι».
2. Αν κάτι από όσα παραδέχονταν δεν ήταν σωστό, συνεκρατείτο από Θεού ο συγγραφέας και δεν το περιελάμβανε στο γραπτό του. Έτσι, οι Εβραίοι, όπως και οι Έλληνες της Αρχαιότητας, δεν είχαν εξερευνήσει τις βόρειες χώρες και δεν γνώριζαν τα ζώα που τις κατοικούσαν. Πληροφορίες θα είχαν μόνο από αφηγήσεις. Με τον τρόπο αυτόν, ο Ηρόδοτος, από ανακριβείς προφανώς πληροφορίες, γράφει, ότι στον βορρά τα ζώα δεν έχουν κέρατα, και αποδίδει τούτο στο κρύο: «Εν δε τοίσοι ισχυροίσοι ψύχεσι... ου φύει κέρεα τα κτήνεα». Τούτο όμως, όπως τώρα γνωρίζουμε, δεν είναι σωστό, παράδειγμα ο τάρανδος. Πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη σημασία, ότι οι λανθασμένες πληροφορίες - και μάλιστα με τέτοια βεβαιότητα δεν πέρασαν στις Γραφές.
3. Μήπως κατά τον Μεσαίωνα, και μέχρι τον περασμένο αιώνα, δεν ήταν πιστευτό, ότι τα κατώτερα ζώα γεννιόνται ή από το χώμα ή από το αλεύρι ή από κουρέλια κλπ; Όμως, στη Γένεση, απερίφραστα διδάσκεται ότι ο πολλαπλασιασμός του έμβιου κόσμου, των ζώων δηλ. και των φυτών, θα επιτελείτο από αυτά τα ίδια και όχι από την άβιο ύλη: «Αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και γεμίσατε τα ύδατα εν ταις θαλάσσαις και τα πετεινά ας πληθύνωνται επί της γης». Η ίδια ευλογία δίνεται και στον άνθρωπο, ο οποίος επίσης δεν αναπαράγεται από τη νεκρή ύλη. Μόνο μετά τις περίφημες εργασίες του Pasteur απορρίφθηκε η θεωρία της αυτομάτου γενέσεως.
4. Μερικοί υποστήριξαν, ότι η Αγία Γραφή κακώς εμφανίζει τον Ήλιο να γίνεται μετά από τη Γη. Όμως, στα σχετικά χωρία της Γένεσης, πρέπει να δούμε την έννοια, ότι ,οι φωστήρες ετέθησαν τότε για να φέγγουν τη Γη και να χωρίζουν την ημέρα από τη νύχτα, χωρίς τούτο να σημαίνει ότι δεν υπήρχαν και πριν αρχίσουν να διακρίνονται στον ουράνιο θόλο, τότε ακόμα που τα πυκνά νέφη των παλαιών γεωλογικών περιόδων κάλυπταν τον πλανήτη. Ο αστρονόμος Στόνερ (Stoner), σε μια μελέτη του σχετική με την Αστρονομία και τη Γένεση γράφει, ότι, μια προσεκτική μελέτη των πλέον εδραιωμένων αστρονομικών κατευθύνσεων, αποκαλύπτει καταπληκτική συμφωνία με τη σκιαγράφηση των απαρχών, που στηρίζεται στο πρώτο κεφάλαιο της Γενέσεως. Η συμφωνία αυτή - λέει - δεν υπήρχε πάντοτε. Πριν από μερικά χρόνια, η Αστρονομία και η περιγραφή της Δημιουργίας, όπως αυτή μνημονεύεται στη Βίβλο, διέφεραν σε πολλά σημεία. Όμως, χρόνο με το χρόνο έγιναν στην Επιστήμη πρόοδοι που είχαν για αποτέλεσμα μια εξελισσόμενη συμφωνία ανάμεσα στην Αστρονομία και τη Γένεση. Κατά την τελευταία γενιά που πέρασε, δεν βρίσκεται κανένα παράδειγμα που κάπου η Αστρονομία να είχε συμφωνήσει με τη Γένεση και αργότερα η συμφωνία αυτή να ανατράπηκε. Αντίθετα, υπάρχουν πολλές περιπτώσεις, που μεταγενέστερες εξελίξεις κατά πολύ σταθεροποίησαν παλαιότερες ασθενώς στηριζόμενες συμφωνίες.Και ναι μεν η Βίβλος, υπό θεία εποπτεία, στέκεται μέσα στην επιστημονική αλήθεια, όμως αποστολή έχει να φέρει τις πνευματικές αλήθειες, και γι' αυτές τις αλήθειες κάνει αποκάλυψη. Για ό,τι αφορά τη σωτηρία και την πνευματική οικοδομή, δεν αφήνει ασάφειες. Τα επιστημονικά θέματα τα ωθεί τόσο, όσο απαιτείται για να καταδείξει τη σοφία, την παντοδυναμία, την αγαθοσύνη και την πρόνοια του Θεού. Η επιστημονική αλήθεια επαληθεύεται από τις Γραφές, αλλά αυτές δεν παρέχουν τα αντικειμενικά και αποδεικτικά προς τούτο στοιχεία.
5. Μια άλλη αμφιβολία, που λογικό θα ήταν να ταράξει τη σκέψη του ερευνητού ανθρώπου, είναι και η σειρά με την οποία αναφέρεται στο βιβλίο της Γενέσεως η εμφάνιση των διαφόρων μορφών της ζωής. Η βιβλική περιγραφή μάς παρουσιάζει πρώτα την ανάπτυξη των φυτών και έπειτα των ζώων. Μήπως όμως δεν ήταν έτσι; Μήπως υπήρξε κάπως ζωηρή η φαντασία του συγγραφέα, μια και οι επιστημονικές γνώσεις ήσαν πολύ πτωχές στα αρχαία χρόνια; Πώς ήταν δυνατό να ξέρει λεπτομερειακά γεγονότα, που εξελίχθηκαν όχι μόνο προτού αυτός γεννηθεί, αλλά πριν ακόμα και από την εμφάνιση του ανθρώπου; Η απορία αυτή ίσως είχε κάποτε τη θέση της, όταν ακόμα δεν είχε επαρκώς αναπτυχθεί η επιστήμη της Χημείας. Σήμερα δεν έχουμε πια καμιά περί αυτού αμφιβολία. Τώρα ξέρουμε, ότι ένα σημαντικότατο συστατικό του σώματος των εμβίων όντων - ζώων και φυτών είναι το Άζωτο. Το χημικό αυτό στοιχείο τα ζώα αδυνατούν να το παραλάβουν από την ατμόσφαιρα όπου περιέχεται άφθονο. Ορισμένα όμως φυτά το μπορούν και το μεταβιβάζουν στα ζώα, όταν τα ζώα τρώνε τα φυτά και έτσι μεταβιβάζεται στο ζωικό βασίλειο.Κατά συνέπεια, μ' όλο που οι ιεροί συγγραφείς δεν ήξεραν Χημεία, όμως θεόπνευστα καθοδηγούνταν. σε χώρους πέρα από τις γνώσεις της εποχής.Σχετικά μ' όσα αμέσως παραπάνω σημειώσαμε, παρατηρούμε ότι η Βίβλος μας λέει ότι την Τρίτη Κοσμογονική Ημέρα κάνουν την εμφάνισή τους τα ζώα. Μετά από αιώνες η Επιστήμη ήρθε να αιτιολογήσει το γεγονός. Ο κόσμος που μας περιβάλλει δεν είναι βουβός. Η Φύση μάς μιλάει με τη μυστική φωνή των άστρων, του ήλιου, των φυτών, των ζώων. Όπως έχει λεχθεί «σήμερα υπάρχει ένα μεγάλο ποσοστό συμφωνίας ότι το ρεύμα της γνώσεως κατευθύνεται προς μια μη μηχανική πραγματικότητα. Ο νους δεν φαίνεται πια σαν τυχαίος παρείσακτος στο βασίλειο της ύλης αρχίζουμε να υποπτευόμαστε ότι θα έπρεπε μάλλον να τον χαιρετίσουμε σαν τον δημιουργό και τον κυβερνήτη του βασιλείου της ύλης» (J. Jeans).
Μπορεί πολλές παλαιότερες λαθεμένες δοξασίες να κατέρρευσαν, όμως, σήμερα εξακολουθούν να υφίστανται αντιθέσεις μεταξύ Επιστήμης και Βίβλου; Η πρόοδος της Επιστήμης οδήγησε και οδηγεί στη διάλυση πολλών από τις φαινομενικές ασυμφωνίες. Είναι φανερό ότι «επί μέρους γνωρίζομεν», και συνεχώς εισερχόμαστε όλο και βαθύτερα στο μυστήριο της Δημιουργίας, διαπιστώνοντας όλο και περισσότερα από τα θαύματά της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου