Ὁ Ἅγιος Λουκιανός ὁ ἱεροµάρτυρας, πρεσβύτερος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀντιοχείας
Γεννήθηκε στὰ Σαµόσατα τῆς Συρίας ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς, καὶ µὲ ἀνάλογο τρόπο ἀνατράφηκε. Μετὰ τὸ θάνατο τῶν γονέων του, διαµοίρασε στοὺς φτωχοὺς τὴν πατρική του περιουσία καὶ ἀφοσιώθηκε στὴ µελέτη τῶν θείων Γραφῶν, διότι στὴ σκέψη του ἐπικρατοῦσαν τὰ λόγια τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «Πᾶσα γραφὴ θεόπνευστος καὶ ὠφέλιµος πρὸς διδασκαλίαν, πρὸς ἔλεγχον, πρὸς ἐπανόρθωσιν, πρὸς παιδείαν τὴν ἐν δικαιοσύνῃ». Δηλαδή, ὅλη ἡ Γραφὴ ἔχει ἐµπνευσθεῖ ἀπὸ τὸ Θεό. Γι᾿ αὐτὸ εἶναι ὠφέλιµη γιὰ νὰ διδάσκει τὴν ἀλήθεια, νὰ ἐλέγχει τὶς πλάνες, νὰ διορθώνει αὐτοὺς ποὺ ἁµαρτάνουν καὶ νὰ παιδαγωγεῖ στὴν ἀρετή. Κατόρθωσε, λοιπόν, καὶ ὁ Λουκιανὸς νὰ γίνει βαθὺς γνώστης τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ χειροτονήθηκε πρεσβύτερος στὴν Ἀντιόχεια. Ἐκεῖ δίδασκε µὲ θάῤῥος καὶ ἀκρίβεια τὸ θεῖο λόγο, ἐνθαῤῥύνοντας τοὺς χριστιανοὺς στὸ µαρτύριο. Στὴν Ἀντιόχεια, µάλιστα, ἵδρυσε σχολή, ὅπου φοίτησαν ἀρκετοὶ µαθητές, καταρτιζόµενοι στὰ χριστιανικὰ δόγµατα καὶ στὴν ἄσκηση τῆς ἀρετῆς. Ὅταν ὁ Λουκιανὸς ἔµαθε ὅτι στὴ Νικοµήδεια ὁ Διοκλητιανὸς καταδίωκε καὶ θανάτωνε τοὺς χριστιανούς, ἄφησε τὴν Ἀντιόχεια καὶ πῆγε στὴ Νικοµήδεια γιὰ νὰ στηρίξει καὶ νὰ ἐνισχύσει τοὺς Χριστιανοὺς στὸ µαρτύριο. Συνελήφθη, ὅµως, ἀπὸ τὸ Διοκλητιανὸ καὶ κλείστηκε στὴ φυλακή, ὅπου καὶ πέθανε ἀπὸ πείνα.
Ὁ Ὅσιος Βάρσος ὁ ὁµολογητής, Ἐπίσκοπος Ἐδέσσης
Ἔζησε στὰ µέσα του 4ου αἰῶνα. Μὲ τὴν δυναµικὴ δράση του, ἦταν καρφὶ στὸ µάτι τῶν Ἀρειανῶν αἱρετικῶν, ὅταν αὐτοὶ συντάραζαν τὴν ἐκκλησία. Τότε ὁ Ὅσιος Βάρσος εἶχε ἤδη διακριθεῖ σὰν ἐπίσκοπος Ἐδέσσης µὲ τὴν ἀγαθοεργία του, τὴν δραστηριότητά του καὶ τὴν δύναµη τῆς διδασκαλίας του. Πλούτισε τὶς γνώσεις του ἀφοῦ ἐπισκέφτηκε τὴν Φοινίκη, τὴν Αἴγυπτο καὶ αὐτὴν τὴ Θηβαΐδα. Ἀλλὰ στὴ σκληρὴ διαµάχη µεταξὺ Ὀρθοδοξίας καὶ αἱρετικῶν, ὁ ἐπίσκοπος Βάρσος δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ παραµείνει ἀµέτοχος. Διδάσκοντας, ὑπεράσπιζε τὸ ὀρθόδοξο δόγµα καὶ ξεσκέπαζε τὴν πλάνη τῶν Ἀρειανῶν. Γι΄ αὐτὸ ὁ αὐτοκράτορας Οὐάλης, θερµότατος ὑπερασπιστὴς τῶν αἱρετικῶν, ἐξόρισε τὸν Βάρσο στὴ νῆσο Ἄρανδο. Ἀλλ΄ ἐκεῖ ἔφταναν πλήθη ὀρθοδόξων καὶ ζητοῦσαν τὴν εὐλογία τοῦ Βάρσου, ποὺ ἔτσι ἐξακολουθοῦσε νὰ εἶναι καρφὶ στὸ µάτι τῶν αἱρετικῶν. Μὲ τὶς προτροπές τους ὁ Οὐάλης τὸν ἐξόρισε στὴν Ὀξύῤῥυγχο τῆς Αἰγύπτου. Ἀλλὰ καὶ ἐκεῖ νέα συῤῥοὴ ὀρθοδόξων κύκλωνε τὸν γενναῖο ἐπίσκοπο. Τέλος τὸν ἔκλεισε σ΄ ἕνα φρούριο κοντὰ στὸ Ἀλγέρι. Καὶ ἐκεῖ ἄφησε τὴν τελευταία του πνοή, ἀφοῦ ἀφιέρωσε τὴ ζωή του ὁλόκληρη ὑπηρετῶντας τὸν θεό, τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸν πλησίον. Ἡ δὲ σωζόµενη κλίνη τοῦ Ἁγίου στὴν Ἄρανδο, ἐτιµᾶτο ἀπὸ τοὺς ντόπιους γιὰ τὰ ἐκτελούµενα δι᾿ αὐτῆς θαύµατα.
Ὁ Ὅσιος Σαβίνος ὁ ἐπίσκοπος
Ὁ Ὅσιος αὐτός, λόγω τῶν πολλῶν του ἀρετῶν ἔγινε ἐπίσκοπος, ἄγνωστο σὲ ποιὸν τόπο. Ἔπειτα, ἐπειδὴ µισοῦσε τὶς ταραχὲς ποὺ συνόδευαν τὸ ἐπισκοπικὸ ἀξίωµα, ἔφυγε στὴν ἔρηµο. Ἐκεῖ ἔκανε πολλοὺς ἀσκητικοὺς ἀγῶνες καὶ ἔφτασε σὲ µεγάλα ὕψη ἀρετῆς. Ὁ Θεὸς τὸν ἀξίωσε νὰ θαυµατουργεῖ καὶ θεράπευσε πολλοὺς συνανθρώπους του ἀπὸ διάφορες σωµατικὲς καὶ ψυχικὲς ἀῤῥώστιες. Ἀφοῦ καὶ µὲ τὴν σοφὴ διδασκαλία του ὠφέλησε πολλούς, ἀπεβίωσε εἰρηνικά. (Ὁ Παρισινὸς Κώδικας 1578 τὸν ἀναφέρει σὰν ἐπίσκοπο Κύπρου).
Διήγηση µοναχοῦ ὑποτακτικοῦ περὶ ὑπακοῆς
Λεπτοµέρειες βλέπε «ΜΕΓΑ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗ» Ματθαίου Λαγγῆ τόµος 10ος σελ. 333, ἔκδ. 1992.
Ὁ Ἅγιος Εὐθύµιος ὁ Νέος
Γεννήθηκε στὶς µέρες τοῦ αὐτοκράτορα τοῦ Βυζαντίου Λέοντα Ε΄ τοῦ Ἀρµενίου (813820), σὲ κάποια κωµόπολη τῆς Γαλατίας, τὴν Ὄψω, ποὺ ἦταν κοντὰ στὴν Ἄγκυρα (σηµερινὴ πρωτεύουσα τῆς Τουρκίας). Οἱ γονεῖς του ἦταν πλούσιοι καὶ εὐσεβεῖς, καὶ ὀνοµαζόταν Ἐπιφάνιος καὶ Ἄννα. Εἶχαν καὶ δυὸ κόρες, τὴν Μαρία, ποὺ ἦταν πρεσβυτέρα καὶ τὴν Ἐπιφανία. Ὅταν ὁ Ἅγιος ἦλθε σὲ κατάλληλη ἡλικία, παντρεύτηκε καὶ ἀπόκτησε µία κόρη τὴν Ἀναστασώ (τὴ γυναῖκα του τὴν ἔλεγαν Εὐφροσύνη). Ἐπειδὴ ὅµως ἐπιθυµοῦσε τὴ µοναχικὴ πολιτεία, ἀφοῦ τακτοποίησε τὶς οἰκογενειακές του ὑποθέσεις, πῆγε σὲ µοναστήρι, κοντὰ στὸν Ὅσιο Ἰωαννίκιο, στὸν Ὄλυµπο τῆς Βιθυνίας. Ἐκεῖ, µετὰ ἀπὸ δοκιµασία, γίνεται µοναχός, τὸ 842, µὲ τὸ ὄνοµα Εὐθύµιος, ἀπὸ Νικήτας ποὺ ὀνοµαζόταν πρῶτα. Μετὰ ἀπὸ ἀρκετὰ χρόνια ἀσκήσεως στὸ κοινόβιο αὐτό, ὁ Εὐθύµιος ἀναχώρησε γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἀπὸ ἐκεῖ ἐπέστρεψε στὸν Ὄλυµπο καὶ µετὰ ἀπὸ πολλὲς περιπέτειες καὶ ταξίδια, ἵδρυσε κοντὰ στὴ Θεσσαλονίκη τὴν Μονὴ Περιστερῶν τὸ 871, ὅπου ἐγκαταστάθηκε καὶ τὴν ἀνέδειξε µὲ τὴν ἄριστη πνευµατικὴ ζωή του, σὲ ἄριστο πνευµατικὸ κέντρο. Ἔτσι λοιπόν, ἀσκητικὰ καὶ θεάρεστα ἀφοῦ ἔζησε, ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ τὴν 15η Ὀκτωβρίου 894. Τὴ βιογραφία του συνέγραψε ὁ ἐπίσκοπος Θεσσαλονίκης Βασίλειος, ποὺ ὑπῆρξε καὶ µαθητὴς τοῦ Ἁγίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου