Κυριακή 10 Οκτωβρίου 2010

Ἁγιολόγιον - Ὀκτώβριος 10

                      Ὁ Ἅγιος Εὐλάµπιος καὶ Εὐλαµπία τὰ ἀδέλφια
Ἔζησαν στὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Μαξιµιανοῦ (296 µ.Χ.). Ὁ διωγµὸς κατὰ τῶν χριστιανῶν ἦταν σκληρὸς καὶ ἀνελέητος. Γι᾿ αὐτό, ὁ Εὐλάµπιος καὶ ἡ ἀδελφή του Εὐλαµπία κρύβονταν µαζὶ µὲ ἄλλους χριστιανοὺς στὸ βουνό. Ἐκεῖ, ζοῦσαν καλλιεργῶντας τὴν προσευχὴ καὶ τὴν µελέτη τῶν ἱερῶν Γραφῶν. Κάποια µέρα, ὁ Εὐλάµπιος πῆγε στὴ Νικοµήδεια νὰ προµηθευθεῖ τροφές, ἀλλὰ οἱ εἰδωλολάτρες τὸν ἀναγνώρισαν καὶ ἀµέσως τὸν συνέλαβαν. Βέβαια, στὴν ἐρώτηση τοῦ βασιλιᾶ ἂν πιστεύει στὸ Χριστό, ὁµολόγησε φανερὰ ὅτι εἶναι χριστιανός, ὁπότε τὸν ἔβαλαν µέσα σὲ εἰδωλολατρικὸ ναὸ γιὰ νὰ θυσιάσει µὲ τὴν βία. Ὁ Εὐλάµπιος, ὅµως, διὰ τῆς προσευχῆς συνέτριψε τὸ εἴδωλο τοῦ θεοῦ Ἄρη. Καὶ ἐνῷ ἄρχισαν νὰ τὸν µαστιγώνουν µὲ τὸν πιὸ ἀπάνθρωπο τρόπο, ὅρµησε ἡ ἀδελφή του Εὐλαµπία, καὶ ἀφοῦ τὸν ἀγκάλιασε, παρακάλεσε τὸ Θεὸ νὰ τὴν ἀξιώσει νὰ συµµαρτυρήσει µὲ τὸν ἀδελφό της. Τότε ἔβαλαν καὶ τοὺς δυὸ σὲ ἕνα καζάνι µὲ βραστὸ νερό. Ἀλλὰ διὰ θαύµατος αὐτοὶ δροσίζονταν, καὶ ἔτσι βγῆκαν σῶοι καὶ ἀβλαβεῖς. Αὐτὸ ἔκανε νὰ πιστέψουν στὸ Χριστὸ 200 εἰδωλολάτρες, οἱ ὁποῖοι µαζὶ µὲ τὸν Εὐλάµπιο καὶ τὴν Εὐλαµπία ἀποκεφαλίστηκαν ὑπὲρ τῆς ἀλήθειας τοῦ Κυρίου. Καὶ ὅπως λέει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, «Δόξα καὶ τιµὴ καὶ εἰρήνη παντὶ τῷ ἐργαζοµένῳ τὸ ἀγαθόν». Δηλαδή, δόξα καὶ τιµὴ καὶ εἰρήνη θὰ ἀποδοθεῖ στὸν καθένα ποὺ ἐργάζεται τὸ ἀγαθὸ καὶ πεθαίνει γι᾿ αὐτό.

Οἱ Ἅγιοι 200 Μάρτυρες
Ὅταν κατὰ τὸν διωγµὸ τοῦ Μαξιµιανοῦ (286-305) οἱ χριστιανοὶ τῆς Νικοµήδειας κατέφυγαν στὰ ὄρη γιὰ ν᾿ ἀποφύγουν τὸν θάνατο, µετὰ τὴν σύλληψη τοῦ Εὐλαµπίου (βλέπε προηγούµενο βιογραφικὸ σηµείωµα) συνελήφθησαν καὶ αὐτοί, µὲ ἀποτέλεσµα νὰ κατασφαγοῦν ὅλοι µαζὶ µὲ τὸν Ἅγιο Εὐλάµπιο.

Ὁ Ὅσιος Βασιανός
Ἦταν ἀπὸ τὴν Συρία καὶ ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Μαρκιανοῦ (450). Ἦλθε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἔλαµψε µὲ τὶς µεγάλες του ἀρετὲς καὶ τὰ θαύµατα, ὥστε ὁ Μαρκιανὸς ἔκτισε Ναὸ στὸ ὄνοµά του (µᾶλλον µετὰ τὸν θάνατο τοῦ Ἁγίου), ποὺ σῴζεται µέχρι σήµερα. Ὁ ἀριθµὸς τῶν µαθητῶν τοῦ Βασιανοῦ ἔφτασε µέχρι καὶ τοὺς 300. Μαθήτριά του ἦταν καὶ ἡ Ἁγία Ματρώνα (+ 9 Νοεµβρίου). Ἔτσι λοιπὸν ἀφοῦ ἔζησε ὁ Ὅσιος, πολλοὺς ἔφερε στὸν Χριστὸ καὶ πολλὰ θαύµατα ἔκανε. Ἔφθασε σὲ βαθιὰ γεράµατα καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικά. Τάφηκε στὸν προαναφερθέντα Ναό του.

Ὁ Ὅσιος Θεόφιλος ὁ Ὁµολογητής
Ζηλευτὸς ἀγωνιστὴς ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας ὁ Ὅσιος Θεόφιλος, γεννήθηκε σ᾿ ἕνα χωριὸ κοντὰ στὴ Τιβεριούπολη. Ὅταν φοιτοῦσε στὸ σχολεῖο, διακρινόταν µεταξὺ τῶν συµµαθητῶν του γιὰ τὴν ἐπίδοση στὰ γράµµατα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν σεµνότητα τοῦ ἤθους καὶ τὴν ἄριστη διαγωγή του. Νέος ἀκόµα, ἐπισκέφθηκε εὐσεβῆ µοναχό, τὸν Στέφανο, ποὺ εἶχε στήσει τὴν κατοικία του ἐπάνω στὸ ὄρος Σελέντιο. Ὑπὸ τὶς ὁδηγίες του ὁ Θεόφιλος µεγάλωνε πνευµατικὰ καὶ πλούτιζε τὶς γνώσεις του στὰ δόγµατα τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἐπειδὴ οἱ γονεῖς του ἦταν ἀρκετὰ πλούσιοι, προσπαθοῦσε νὰ τοὺς κάνει προθυµότερους στὴν ὑπηρεσία θεοφιλῶν ἔργων. Καὶ τὸ κατάφερε. Ἔτσι αὐτοί, µεγάλο µέρος τῆς περιουσίας τους διέθεσαν γιὰ τὴν ἀνακούφιση τῶν φτωχῶν καὶ γιὰ τὴν κατασκευὴ µοναστηριοῦ στὸ ὄρος Σελέντιο, ὅπου ἀργότερα ἔγινε µοναχὸς καὶ ὁ Θεόφιλος. Τότε ὅµως, ἦταν τὰ χρόνια ποὺ κυβερνοῦσε ὁ εἰκονοµάχος Λέων ὁ Ἴσαυρος. Καὶ ὁ Θεόφιλος δὲν ἐπαναπαύτηκε στὶς ἀσκητικές του ἀσχολίες. Κατέβηκε στὸ πεδίο τῆς µάχης, ἄφησε τὸ ἥσυχο ἀσκητήριό του καὶ πήγαινε σὲ πόλεις καὶ χωριά, καὶ κήρυττε ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας. Παρακινοῦσε ἄνδρες καὶ γυναῖκες, κληρικοὺς καὶ λαϊκοὺς νὰ µὴ λιποψυχοῦν, ἀλλὰ νὰ µένουν ἀκλόνητοι καὶ ἀφοσιωµένοι στὸ ὀρθόδοξο φρόνηµα τῆς µητέρας Ἐκκλησίας. Καταγγέλθηκε γι᾿ αὐτό, τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν πῆγαν στὴ Νίκαια, ὅπου ὑπέστη τὴν ποινὴ τοῦ ῥαβδισµοῦ καὶ τοῦ πυρωµένου σιδήρου στὴ σάρκα του. Γύρισε νικητὴς στὸ µοναστήρι του, ὅπου ἡ ψυχή του ἀποδήµησε στὰ µακάρια οὐράνια σκηνώµατα.

                                           Ὁ Ὅσιος Ἀµβρόσιος τῆς Ὄπτινα (Ρῶσος)
Γεννήθηκε στὶς 23 Νοεµβρίου τοῦ 1812 στὸ χωριὸ Μεγάλο Λιπόβιτς τῆς περιφέρειας τοῦ Ταµπώφ. Ὁ πατέρας του ὀνοµαζόταν Μιχαὴλ Θεοδώροβιτς Γρένκωφ καὶ ἡ µητέρα του Μάρθα Νικολάγεβνα. Εἶχαν συνολικὰ ὀκτὼ παιδιὰ καὶ ὁ Ὅσιος Ἀµβρόσιος ἦταν ἕκτος στὴ σειρά. Τὸ βαπτιστικὸ ὄνοµα τοῦ Ὁσίου ἦταν Ἀλέξανδρος καὶ ἡ εὐσεβὴς οἰκογένειά του τὸν ἀνέθρεψε σύµφωνα µὲ τὶς ἐπιταγὲς τοῦ Εὐαγγελίου, ἂν καὶ ὁ ἴδιος, ἀπὸ µικρός, ἦταν πολὺ ζωηρὸς ἀλλὰ καὶ πολὺ εὐφυής. Παρακολούθησε ἱερατικὸ σεµινάριο καὶ στὴν ἀρχὴ ἔγινε δάσκαλος. Κατόπιν ἔγινε µοναχὸς στὴν Ὄπτινα καὶ στὶς 2 Φεβρουαρίου τοῦ 1843 Διάκονος. Στὰ τέλη τοῦ 1845 (9 Δεκεµβρίου ) καὶ σὲ ἡλικία 33 χρονῶν, ἔγινε ἱερέας. Σὲ λίγο ὅµως ἡ ὑγεία του χειροτέρεψε, ἀλλ᾿ ἡ ζωή του ὑπῆρξε ὁσιακὴ καὶ ἄκρως εὐεργετικὴ στοὺς συνανθρώπους του. Εἶχε προορατικὸ χάρισµα καὶ ἵδρυσε γυναικεῖο κοινόβιο τὸ 1872. Οἱ δοκιµασίες ποὺ ὑπέστη ἦταν πολλές, ἀλλ᾿ αὐτὸς στάθηκε βράχος ὑποµονῆς καὶ ἔµπρακτος διδάσκαλος τῶν θεϊκῶν ἀρετῶν. Πέθανε στὶς 10 Ὀκτωβρίου τοῦ 1891 καὶ ἁγιοποιήθηκε τὸ 1990.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου