Οἱ Ἅγιοι Κοσµᾶς καὶ Δαµιανός, οἱ Ἀνάργυροι καὶ θαυµατουργοί
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ κατάγονταν ἀπὸ τὴν Ἀσία. Οἱ γονεῖς τους ἦταν ἄριστο πρότυπο χριστιανῶν συζύγων. Ὅταν ἡ µητέρα τους Θεοδότη ἔµεινε χήρα, ἀφιέρωσε κάθε προσπάθειά της στὴ χριστιανικὴ ἀνατροφὴ τῶν δυὸ παιδιῶν της, Κοσµᾶ καὶ Δαµιανοῦ. Τοὺς δυὸ ἀδελφοὺς διέκρινε µεγάλη εὐφυΐα καὶ ἐπιµέλεια, γι᾿ αὐτὸ καὶ σπούδασαν πολλὲς ἐπιστῆµες. Ἰδιαίτερα, ὅµως, ἐπιδόθηκαν στὴν ἰατρικὴ ἐπιστήµη, τὴν ὁποία ἐξασκοῦσαν σὰν διακονία φιλανθρωπίας πρὸς τὸν πλησίον. Θεράπευαν τὶς ἀσθένειες τῶν ἀνθρώπων, καὶ ἰδιαίτερα τῶν φτωχῶν, χωρὶς νὰ παίρνουν χρήµατα, γι᾿ αὐτὸ καὶ ὀνοµάστηκαν Ἀνάργυροι. Πολλοὶ ἀσθενεῖς ποὺ θεραπεύθηκαν ἤθελαν νὰ τοὺς εὐχαριστήσουν. Ἀλλὰ αὐτοὶ δὲ δέχονταν τὶς εὐχαριστίες καὶ ἀπαντοῦσαν µὲ τὸν ὀρθὸ λόγο τῆς ἁγίας Γραφῆς: «Ἡ εὐλογία καὶ ἡ δόξα καὶ ἡ σοφία καὶ ἡ εὐχαριστία καὶ ἡ τιµὴ καὶ ἡ δύναµις καὶ ἡ ἰσχὺς τῷ Θεῷ ἡµῶν εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων». Δηλαδή, ὅλος ὁ ὕµνος καὶ ἡ δόξα καὶ ἡ σοφία καὶ ἡ εὐχαριστία καὶ ἡ τιµὴ καὶ ἡ δύναµη καὶ ἡ ἰσχύς, ἀνήκει στὸ Θεό µας στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἔτσι ταπεινὰ ἀφοῦ διακόνησαν σὲ ὅλη τους τὴ ζωὴ τὸν πλησίον, πέθαναν εἰρηνικὰ καὶ ἐτάφησαν στὴν τοποθεσία Φερεµά.
Οἱ Ἁγίες Κυριαίνα καὶ Ἰουλιανὴ
Εἶχαν ἀφοσιωθεῖ καὶ οἱ δυὸ σὲ ἔργα φιλάνθρωπα, χριστιανικῆς φιλαδελφίας. Ἔζησαν στὰ χρόνια τοῦ διωγµοῦ κατὰ τῶν χριστιανῶν, ἐπὶ Διοκλητιανοῦ. Ἡ Κυριαίνα εἶχε πατρίδα τὴν Ταρσὸ τῆς Κιλικίας καὶ ἡ Ἰουλιανὴ τὴν πόλη Ῥῶσο ἐπίσης τῆς Κιλικίας. Οἱ δραστηριότητες τῶν δυὸ ἁγίων γυναικῶν ἦταν νὰ φροντίζουν ὀρφανά, νὰ παρηγοροῦν φτωχὲς χῆρες καὶ νὰ παρέχουν ἀφιλοκερδῶς τὶς περιποιήσεις τους στοὺς ἀῤῥώστους. Ἤξεραν λίγα γράµµατα, ἀλλ᾿ εἶχαν πολὺ ζῆλο καὶ ἔβρισκαν πάντοτε τρόπο νὰ στηρίζουν τὴν πίστη τῶν δοκιµαζόµενων ἀπὸ τὴν φτώχεια, ἢ ἀπὸ τὴν ἀδικία, ἢ ἀπὸ κάποιο ἄλλο βιοτικὸ ἄνεµο. Πολλὲς φορὲς µάλιστα εἶχαν µπορέσει νὰ φέρουν στὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ ψυχὲς εἰδωλολατρισσῶν, ποὺ ψάρευαν µὲ τὸ δίχτυ τῆς Εὐαγγελικῆς ὑποµονῆς καὶ ἀγαθότητας. Συνελήφθησαν ὅµως καὶ βασανίστηκαν σκληρά, χωρὶς νὰ παρατήσουν τὸ θησαυρὸ τῆς πίστης τους. Καὶ πέθαναν ἀφοῦ τὶς ἔριξαν µέσα στὴ φωτιά, καὶ ὑπέστησαν τὸν τροµερὸ αὐτὸ θάνατο µὲ θαυµαστὴ καρτερία καὶ αὐταπάρνηση.
Οἱ Ἅγιοι Καισάριος, Δάσιος, καὶ ἄλλοι πέντε Μάρτυρες, Σάββας, Σαβινιανός, Ἀγρίππας, Ἀδριανὸς καὶ Θωµᾶς τὸ νήπιο
Συνελήφθησαν στὴ Δαµασκὸ καὶ τιµωρήθηκαν µὲ διάφορα βασανιστήρια γιὰ νὰ ἀρνηθοῦν τὸν Χριστό. Ἐπειδὴ ὅµως δὲν ἀρνήθηκαν τὴν χριστιανική τους πίστη, ὅλοι ἔλαβαν τὸ στεφάνι τοῦ µαρτυρίου διὰ ἀποκεφαλισµοῦ.
Οἱ Ἅγιοι Ἰωάννης ὁ Ἐπίσκοπος καὶ Ἰάκωβος ὁ Πρεσβύτερος
Οἱ Ἱεροµάρτυρες αὐτοὶ ἔζησαν στὰ χρόνια τοῦ βασιλιᾶ τῶν Περσῶν Σαβωρίου (332) καὶ δίδασκαν στοὺς εὐσεβεῖς τὸ λόγο τῆς ἀληθινῆς πίστης καὶ πολλοὺς κατόρθωναν νὰ προσελκύουν σ᾿ αὐτή. Ὁπότε συνελήφθησαν ἀπὸ τὸν Σαβώριο καὶ ἀφοῦ πρῶτα ὑποβλήθηκαν σὲ σκληρὰ βασανιστήρια, στὸ τέλος τοὺς ἀποκεφάλισαν καὶ ἔτσι πῆραν τὸ ἀµάραντο στεφάνι τοῦ µαρτυρίου.
Ὁ Ἅγιος Ἐρµινίγγελδος (ἢ Ἐµηνίγγιλδος)
Ἄνηκε στὴ φυλὴ τῶν Οὐισιγότθων, µεταξὺ τῶν ὁποίων, ὅπως εἶναι γνωστό, εἶχε διαδοθεῖ ἡ αἵρεση τοῦ Ἀρείου, κατακτῶντας καὶ αὐτοὺς τοὺς ἀρχηγούς τους. Ὁ Ἐρµινίγγελδος, ποὺ εἶχε διδαχθεῖ τὴν Ὀρθοδοξία ἀπὸ ἕνα Ἐπίσκοπο ὀρθόδοξο, τὸν Λέανδρο, σ᾿ ἕνα ταξίδι του, ἐπέστρεψε στὴν πατρική του σκηνὴ µὲ ὀρθόδοξο φρόνηµα. Ὁ πατέρας του δὲν ἄργησε νὰ µάθει, ὅτι ὁ γιός του ἀπέῤῥιψε τὶς δοξασίες τοῦ Ἀρείου καὶ προσπάθησε µὲ παρακλήσεις καὶ ἀπειλὲς νὰ τὸν ἐπαναφέρει σ᾿ αὐτές. Ἐπειδὴ ὅµως δὲν τὸ κατόρθωσε, τὸν κατάγγειλε ὁ ἴδιος καὶ προκάλεσε τὴν φυλάκισή του. Ὁ Ἐρµινίγγελδος, ἂν καὶ σκληρὰ βασανίστηκε στὴ φυλακή, ἔµεινε σταθερὸς στὴν Ὀρθοδοξία. Διατάχθηκε τότε ὁ φόνος του. Στρατιῶτες τότε, πῆγαν στὴ φυλακή, ὅπου ἦταν σιδηροδέσµιος ὁ Ἅγιος καὶ γονατιστὸς προσευχόταν, καὶ τὸν θανάτωσαν µὲ τὶς λόγχες τους (585 µ.Χ.).
Οἱ Ἅγιοι Κυπριανὸς καὶ Ἰουλιανὴ
Μαρτύρησαν διὰ πυρός. (Μᾶλλον πρόκειται γιὰ τὶς πιὸ πάνω Ἁγίες τῆς αὐτῆς ἡµέρας
Ἡ Ἁγία Θεολήπτη
Ἐντελῶς ἄγνωστη στοὺς Συναξαριστές. Γιὰ τὴν Ἁγία αὐτὴ γίνεται λόγος στὸν Παρισινὸ Κώδικα 259 φ. 2α, ὅπου ὑπάρχει καὶ στιχηρὸ τροπάριό της. Ἀπ᾿ αὐτὸ συµπεραίνουµε ὅτι, βασανίστηκε ἀπὸ τὸν τύραννο, ῥίχτηκε στὴ φυλακὴ καὶ κατὰ πᾶσα πιθανότητα πέθανε µαρτυρικά.
Οἱ Ἅγιοι Ἰάκωβος ὁ νέος Ὁσιοµάρτυρας ἀπὸ τὴν Καστοριὰ καὶ οἱ δυὸ µαθητές του, Ἰάκωβος ὁ Διάκονος καὶ Διονύσιος ὁ Μοναχός
Ὁ Ἰάκωβος γεννήθηκε σ᾿ ἕνα χωριὸ τῆς Καστοριᾶς (Κορησός), ἀπὸ χριστιανοὺς γονεῖς, τὸν Μαρτίνο καὶ τὴν Παρασκευή. Ἔγινε βοσκὸς προβάτων καὶ ἀπόκτησε ἀρκετὸ πλοῦτο, µὲ ἀποτέλεσµα νὰ τὸν φθονήσει ὁ ἀδελφός του, ποὺ τὸν διέβαλε στὸν κριτή, ὅτι δῆθεν βρῆκε θησαυρό. Γιὰ ν᾿ ἀποφύγει τὸν φθόνο τοῦ ἀδελφοῦ του ὁ Ἰάκωβος, ἔφυγε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἐργαζόµενος σὰν ἔµπορος προβάτων ἔγινε καὶ πάλι πλούσιος. Κάποια µέρα ὅµως, πῆγε στὸν Πατριάρχη, ἐξοµολογήθηκε καὶ διαµοίρασε τὴν περιουσία του στοὺς φτωχούς, πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου ἐκάρη µοναχὸς στὴ Μονὴ Δοχειαρίου. Κατόπιν πῆγε στὴ Σκήτη τοῦ Τιµίου Προδρόµου τῆς Μονῆς τῶν Ἰβήρων, ὅπου ἡσύχαζε ὑποτασσόµενος σὲ κάποιον γέροντα Ἰγνάτιο. Ἀφοῦ ἀσκήθηκε ἀρκετὰ στὶς ἀρετές, ἀναχώρησε καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἦλθε στὰ ἐνδότερα τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅπου ἐγκαταστάθηκε µαζὶ µὲ ἕξι µαθητές του, καὶ διακρίθηκε σὰν δάσκαλος τῆς ἀρετῆς στὴ µοναχικὴ πολιτεία. Ἀργότερα ἀναχώρησε µὲ τοὺς µαθητές του ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ πῆγε στὸ Κάστρο Πέτρα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὰ Μετέωρα, ὅπου δίδαξε στοὺς ἐκεῖ Μοναχούς. Ἔπειτα πῆγε στὸ Μοναστήρι τοῦ Τιµίου Προδρόµου τῆς Δεβέρκιστας, κοντὰ στὴ Ναύπακτο, ὅπου ζοῦσε µὲ προσευχὴ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖ λοιπόν, συκοφαντήθηκε ἀπ᾿ τοὺς Τούρκους, ὅτι ἐξεγείρει τοὺς χριστιανοὺς κατὰ τῆς ἐξουσίας. Συνελήφθη καὶ ὁδηγήθηκε µαζὶ µὲ δυὸ µαθητές του στὸν Μπέη Τρικάλων, ποὺ τὸν ἔκλεισε στὴ φυλακὴ γιὰ 40 µέρες. Ἀπὸ τὴν φυλακὴ αὐτή, ὁδηγήθηκε σιδηροδέσµιος µαζὶ µὲ τοὺς µαθητές του, Ἰάκωβο διάκονο καὶ Διονύσιο µοναχό, στὸ Διδυµότειχο τῆς Θρᾴκης, ὅπου βρισκόταν ὁ Σουλτάνος Σελήµ. Ἐκεῖ ἀφοῦ τοὺς βασάνισαν φρικτά, τοὺς ἔστειλαν στὴν Ἀδριανούπολη, ὅπου ἦλθε καὶ ὁ Σουλτάνος, ὁ ὁποῖος τοὺς πίεζε νὰ ἀλλαξοπιστήσουν. Οἱ Ἅγιοι ὅµως, µὲ µία φωνὴ ἀπάντησαν: «µὴ γένοιτο ποτὲ νὰ ἀρνηθῶµεν τὸν Κύριον ἡµῶν Ἰησοῦ Χριστόν, κἂν µύρια βάσανα µᾶς παιδεύσετε». Τότε µὲ διαταγὴ τοῦ σουλτάνου, οἱ βασανιστὲς ἔξυναν µὲ σιδερένια νύχια τὶς σάρκες τους, γρονθοκοποῦσαν τὰ σαγόνια τοῦ γέροντα Ἰακώβου καὶ ἔβγαζαν λουρίδες τὸ δέρµα του ἀπὸ τὸ στῆθος, καὶ στὶς πληγές του ἔριχναν ἁλάτι καὶ ξίδι. Τοὺς δυὸ µαθητές του, τοὺς µαστίγωσαν σκληρὰ µὲ µαστίγια ἀπὸ νεῦρα βοδιῶν. Ἐπειδὴ ὅµως καὶ οἱ τρεῖς ἦταν ἀµετακίνητοι στὴν πίστη τους, τοὺς ἀπαγχόνισαν στὶς 1-11-1520. Τὰ λείψανα τοῦ ὁσιοµάρτυρα Ἰακώβου καὶ τῶν συµµαρτύρων του, βρίσκονται στὴ Μονὴ Ἁγίας Ἀναστασίας κοντὰ στὴ Θεσσαλονίκη. Βίο καὶ Ἀκολουθία τοῦ νεοµάρτυρα αὐτοῦ, συνέγραψε ὁ ῥήτωρ Θεοφάνης ὁ Θεσσαλονικεύς, ποὺ ὑπῆρξε σύγχρονός του.
Καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Γαρδινίτζα, ποὺ βρισκόταν κοντὰ στὸ Ταλάντιο, τόπος παραθαλάσσιος ἀπέναντι ἀπὸ τὴν Εὔβοια. Ἔζησε ὅταν Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ἦταν ὁ Ἱερεµίας, περὶ τὸ 1519. Τὸν πατέρα του ἔλεγαν Χριστόδουλο καὶ ἦταν ἱερέας, τὴν δὲ µητέρα του Θεοδώρα. Ὁ Ὅσιος Δαβὶδ εἶχε ἄλλον ἕναν ἀδελφὸ καὶ δυὸ ἀδελφές. Ἀπὸ µικρὸς ὁ Ὅσιος ἀνεδείχθη σὲ ἐξαίσια µορφὴ καὶ ἔµαθε ἄριστα τὰ ἱερὰ γράµµατα. Σὲ ἡλικία 15 ἐτῶν ὑποτάχθηκε σ᾿ ἕναν ἅγιο γέροντα, τὸν Ἀκάκιο, ποὺ τὸν ἐκπαίδευσε στὶς ἀρετὲς τῆς µοναχικῆς πολιτείας καὶ ἀπὸ τότε ὁ Ὅσιος Δαβὶδ κάνει µία φοβερή, σύµφωνα µὲ τὸν βιογράφο του, πνευµατικὴ πορεία, διδάσκοντας τὴν ἔµπρακτη ἀρετὴ καὶ κάνοντας διάφορα θαύµατα. Προεῖδε τὸν θάνατό του καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ καὶ µὲ µεγάλη ἁγιότητα τὴν 1η Νοεµβρίου. Βιογραφία του συνέγραψε ὁ µαθητής του Χριστοφόρος µοναχὸς καὶ Ἀκολουθία του ὁ ἐπίσκοπος Ταλαντίου Νεόφυτος ἀπὸ τὴν Ἀθήνα. Μονὴ τοῦ Ὅσιου Δαβὶδ ὑπάρχει στὴν Εὔβοια.
Ἡ Ἁγία Ἑλένη ἡ Παρθενοµάρτυς ἀπὸ τὴν Σινώπη
Μαρτύρησε τὸν 18ο αἰῶνα. Καταγόταν ἀπὸ τὴν ὡραία πόλη τοῦ Πόντου Σινώπη καὶ ἦταν κόρη τῆς εὐσεβοῦς οἰκογενείας Μπεκιάρη. Ἦταν 15 ἐτῶν, ὡραιότατη στὸ σῶµα, ἡ δὲ ἁγνότητά της ἔδινε ἰδιαίτερη χάρη στὸ πρόσωπό της. Διακρινόταν γιὰ τὴν ὑπακοὴ στοὺς γονεῖς της καὶ τὸν θερµὸ ἔρωτα τῆς ψυχῆς της πρὸς τὸν νυµφίο Χριστό. Μία µέρα λοιπόν, ἡ µητέρα της τὴν ἔστειλε ν᾿ ἀγοράσει νήµατα γιὰ τὸ κέντηµα ἀπὸ τὸ κατάστηµα τοῦ Κρύωνα. Στὸ δρόµο ὑπῆρχε τὸ σπίτι τοῦ Οὐκούζογλου πασᾶ, διοικητοῦ τῆς Σινώπης. Τὴν ὥρα ποὺ περνοῦσε ἡ Ἑλένη ὁ πασὰς τὴν εἶδε ἀπ᾿ τὸ παράθυρο. Ἡ ὡραιότητά της τράβηξε τὴν ἀκόλαστη ψυχή του καὶ σκέφθηκε νὰ τὴν µολύνει. Διέταξε τότε καὶ τὴν ἔφεραν µπροστά του. Ἀφοῦ ἔµαθε ποιὰ ἦταν, προσπάθησε πολλὲς φορὲς νὰ τὴν βιάσει, ἀλλὰ χωρὶς ἀποτέλεσµα. Διότι ἕνα ἀόρατο τεῖχος προστάτευε τὴν Ἑλένη, ποὺ συνεχῶς προσευχόταν. Ὁ πασὰς ἀντὶ νὰ δεῖ τὸ θαῦµα, σκλήρυνε περισσότερο ἡ ψυχή του καὶ ἐπειδὴ δὲν µποροῦσε νὰ ἱκανοποιήσει τὸν σκοπό του, τὴν βασάνισε σκληρὰ καὶ τελικὰ τὴν ἀποκεφάλισε. Τὸ ἱερό της λείψανο τὸ ἔριξαν στὴ θάλασσα, ἀλλὰ µὲ θαυµατουργικὸ τρόπο βρέθηκε ἀπὸ Ἕλληνες ναυτικούς, ποὺ τὸ µετέφεραν στὴ Σινώπη. Τὸ 1924 ἡ κάρα τῆς ἁγίας µεταφέρθηκε στὸν Ναὸ τῆς Ἁγίας Μεγαλοµάρτυρας Μαρίνης, Ἄνω Τούµπας Θεσσαλονίκης.