Οἱ Ἅγιοι Κῦρος καὶ Ἰωάννης οἱ Ἀνάργυροι, καὶ ἡ Ἁγία Ἀθανασία µὲ τὶς τρεῖς θυγατέρες της Θεοδότη, Θεοκτίστη καὶ Εὐδοξία
Ὁ Ἅγιος Κῦρος, ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ Διοκλητιανοῦ (292), πῆγε σὲ µοναστήρι ποὺ ἦταν στὸν Ἀραβικὸ κόλπο. Ἡ φήµη δὲ τῆς θαυµατουργικῆς χάριτος µὲ τὴν ὁποία ἦταν προικισµένος, ἔφερε σ᾿ αὐτὸν συµµοναστὴ τὸν Ἰωάννη (ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴνἜδεσσα τῆς Μεσοποταµίας), στολισµένο ἐπίσης µὲ πολλὰ πνευµατικὰ χαρίσµατα. Οἱ δυὸ Ἅγιοι, µὲ τὴν δύναµη τῆς πίστης στὸ Σωτῆρα Χριστό, γιάτρευαν θαυµατουργικὰ κάθε πάσχοντα ποὺ πήγαινε στὸ ἐρηµητήριό τους. Αὐτὸ δὲν εἶναι παράξενο, διότι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ὑποσχέθηκε: «Ἀµήν, λέγω ὑµῖν, ὁ πιστεύων εἰς ἐµέ, τὰ ἔργα ἃ ἐγὼ ποιῶ κἀκεῖνος ποιήσει, καὶ µείζονα τούτων ποιήσει». Δηλαδή, ἀλήθεια σᾶς λέω, ὅτι ἐκεῖνος ποὺ πιστεύει σὲ µένα, τὰ ὑπερφυσικὰ ἔργα ποὺ κάνω ἐγὼ θὰ τὰ κάνει καὶ ἐκεῖνος, καὶ µάλιστα µεγαλύτερα κι ἀπὸ αὐτά. Ὅµως, ὁ Κῦρος καὶ ὁ Ἰωάννης δὲν ἦταν ἀποκλειστικὰ κλεισµένοι στὰ κελλιά τους. Ἔµαθαν ὅτι σε κάποια πόλη οἱ εἰδωλολάτρες ἔπιασαν µία χήρα γυναῖκα, τὴν Ἀθανασία, µὲ τὶς τρεῖς νεαρὲς θυγατέρες της, Θεοδότη, Θεοκτίστη καὶ Εὐδοξία, καὶ εἶχαν σκοπὸ νὰ τὶς βασανίσουν. Τότε, οἱ δυὸ Ἅγιοι ἄφοβα πῆγαν στὸν τόπο τοῦ µαρτυρίου καὶ µὲ τὰ λόγια τους ἐνδυνάµωσαν καὶ παρακίνησαν τὶς τέσσερις γυναῖκες στὸν ἀγῶνα τοῦ µαρτυρίου. Ἐξ αἰτίας ὅµως αὐτοῦ, οἱ εἰδωλολάτρες, µαζὶ µὲ τὶς γυναῖκες ἀποκεφάλισαν καὶ τοὺς δυὸ Ἁγίους.
Οἱ Ἅγιοι Οὐϊκτωρῖνος, Οὐΐκτωρ, Νικηφόρος, Κλαύδιος, Διόδωρος, Σαραπῖνος καὶ Παππίας
Ἦταν ὅλοι Κορίνθιοι καὶ ἔζησαν στὰ χρόνια του βασιλιᾶ Δεκίου (249-251 µ.Χ.). Διατάχθηκαν ν᾿ ἀρνηθοῦν τὸν Χριστό, ἀλλ᾿ αὐτοὶ τὸν ὁµολόγησαν γενναῖα. Τότε ὁ ἀνθύπατος Τέρτιος τοὺς ὑπέβαλε σὲ φρικτὰ µαρτύρια, ποὺ µπροστὰ τοὺς οἱ Ἅγιοι ἔµειναν ἄφοβοι καὶ ἀµετακίνητοι, ἄξιοι τοῦ ἀποστόλου Παύλου, τοῦ θεµελιωτῆ τῆς Ἐκκλησίας τους. Καὶ πέθαναν µὲ τὴν σειρά, κάτω ἀπὸ τὸν ὡραῖο οὐρανὸ τῆς πατρίδας τους, χωρὶς νὰ λυπηθοῦν καθόλου. Ἀντίθετα µάλιστα, χαίρονταν διότι ὁ θάνατος αὐτὸς θὰ τοὺς ἔφερνε, ἐκεῖ ὅπου λάµπει ὁ ἀνέσπερος Ἥλιος καὶ ἁπλώνονται τὰ ἀνέκφραστα καὶ ἄπειρα καὶ ἀθάνατα κάλλη καὶ θέλγητρα τῆς θείας βασιλείας. Ἔτσι οἱ µὲν Οὐΐκτωρινος, Οὐΐκτωρ καὶ Νικηφόρος πέθαναν, ἀφοῦ τοὺς συνέτριψαν τὰ µέλη, ὁ Κλαύδιος πέθανε, ἀφοῦ τοῦ ἔκοψαν τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια, ὁ Διόδωρος ῥίχτηκε στὴ φωτιά, τοῦ Σαραπίνου ἔκοψαν τὸ κεφάλι καὶ τὸν Παππία τὸν ἔπνιξαν µέσα στὴ θάλασσα.
Ἡ Ἁγία Τρυφαίνη
Καταγόταν ἀπὸ τὴν Κύζικο καὶ εἶχε πατέρα Συγκλητικὸ ὀνοµαζόµενο Ἀναστάσιο, µητέρα δὲ τὴν εὐσεβὴ καὶ ἐνάρετη Σωκρατία, χριστιανή. Ἔτσι ἡ κόρη ἀνατράφηκε µὲ τὴν ἐνθουσιώδη φλόγα τῆς πίστης καὶ ἔγινε ἀληθινὴ ἡρωΐδα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ γενναιότητά της φάνηκε σ᾿ ἕναν διωγµό. Γιὰ νὰ ἐνθαῤῥύνει τοὺς ἀσθενέστερους καὶ γιὰ νὰ ἀπελπίσει τοὺς εἰδωλολάτρες, παρουσιάστηκε µόνη της καὶ γνωστοποίησε ὅτι εἶναι χριστιανὴ καὶ κήρυξε τὸν βέβαιο θρίαµβο τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ τόλµη της αὐτὴ τὴν ὁδήγησε στὸ µαρτύριο. Μετὰ ἀπὸ πολλὲς δοκιµασίες, ποὺ ὑπέµεινε µὲ θαυµαστὴ ὑποµονή, ῥίχτηκε στὰ ἄγρια θηρία. Τότε, ταῦρος ἄγριος ὅρµησε ἐναντίον της καὶ τὴν διέσχισε, χωρὶς αὐτὴ νὰ κάνει καµιὰ κίνηση διαφυγῆς. Ἔτσι ἔνδοξα πῆρε τὸ ἀµάραντο στεφάνι τῆς αἰώνιας δόξας.
Ὁ Ἅγιος Ἠλίας ὁ Ἀρδούνης
Γεννήθηκε στὴν Καλαµάτα ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς. Ἔκανε τὸ ἐπάγγελµα τοῦ κουρέα καὶ εἶχε µεγάλη ὑπόληψη ἀπὸ τοὺς προεστοὺς τῆς Καλαµάτας. Μιλῶντας κάποτε σ᾿ αὐτούς, τοὺς προέτρεψε νὰ ἐνεργήσουν γιὰ νὰ ἐλαφρυνθοῦν οἱ φόροι ποὺ ἐπιβάλλουν οἱ Τοῦρκοι στοὺς χριστιανούς, διότι ἀλλιῶς κινδυνεύουν νὰ ἀρνηθοῦν τὴν πίστη τῶν πατέρων τους. Κατὰ τὴν συζήτηση δηµιουργήθηκε λογοµαχία καὶ ὁ Ἀρδουνης παρουσιάστηκε στὸν κριτὴ καὶ ἀπαρνήθηκε τὴν χριστιανικὴ πίστη. Ἐλεγχόµενος ὅµως ἀπὸ τὴν συνείδησή του, πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἀπου µόνασε γιὰ 8 χρόνια, ἀσκούµενος στὴν ἀρετή, τὴν προσευχὴ καὶ τὴν προετοιµασία γιὰ τὸ µαρτύριο. Ἐπανῆλθε λοιπὸν στὴν Καλαµάτα, παρουσιάστηκε στὸν κριτὴ καὶ ὁµολόγησε µπροστά του τὴν χριστιανικὴ πίστη. Παρὰ τὶς κολακεῖες καὶ τὰ φρικτὰ βασανιστήρια, ὁ Ἠλίας ἔµεινε ἀκλόνητος στὴν πίστη του. Ἔτσι στὶς 31 Ἰανουαρίου 1686, τὸν ἔκαψαν ζωντανό. Ἡ τίµια κάρα τοῦ νεοµάρτυρα αὐτοῦ, εἶναι θησαυρισµένη στὴν Ἱερὰ Μονὴ Βουλκάνου τῆς Μεσσηνίας.
Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος ὁ Νέος ἐν Πάρῳ
Διακρίθηκε στὴν εὐσέβεια σὰν µοναχὸς καὶ τιµᾶται σήµερα στὶς Κυκλάδες ὡς Ὅσιος. Γεννήθηκε στὰ Ἰωάννινα στὶς 31 Ἰανουαρίου 1800 καὶ τὸ κατὰ κόσµον ὄνοµά του ἦταν Ἀθανάσιος. Σὲ ἡλικία ἐννέα ἐτῶν πῆγε στὶς Κυδωνιὲς τῆς Μ. Ἀσίας, ὅπου σπούδασε στὴν ἐκεῖ ὀνοµαστὴ σχολὴ τῆς πόλης, ἔχοντας διδάσκαλο τὸν Γρηγόριο Σαράφη. Τὸ 1815 ἀναχώρησε γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος, µαζὶ µὲ κάποιο γέροντα ἀπὸ τὴν Ζαγορά, ὀνόµατι µοναχὸς Δανιήλ, ποὺ ὑπῆρξε χειραγωγός του κατὰ τὴν παιδικὴ καὶ ἐφηβικὴ ἡλικία του, καὶ ὅπου στὴ συνέχεια ἔγινε µοναχός. Μετὰ ἀπὸ ἕξι χρόνια οἱ δυὸ µοναχοί, ἔφυγαν καὶ ἦλθαν στὴ Μονὴ Πεντέλης καὶ ἀπὸ κεῖ στὶς Κυκλάδες. Ὁ Ἀρσένιος, κυρίως ἔδρασε στὴν Πάρο καὶ τὴν Φολέγανδρο, ὅπου δίδαξε γιὰ κάποιο διάστηµα στὴ σχολὴ ἑλληνικῶν γραµµάτων, ποὺ εἶχε ἱδρυθεῖ στὰ τελευταῖα χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας. Τὸ περισσότερο ὅµως τῆς ζωῆς του τὸ πέρασε στὴν Πάρο, ἀφοσιωµένος σὲ πνευµατικὰ ἔργα καὶ ἰδίως στὴν ἐξοµολόγηση. Ἀπεβίωσε, τὴν 31η Ἰανουαρίου τοῦ 1877 στὴν ἐν Πάρῳ γυναικεία Μονὴ τῆς Μεταµορφώσεως τοῦ Χριστοῦ, ὅπου διετέλεσε πνευµατικὸς πατήρ. Ὁ λαός, ἰδίως τῆς Πάρου, τίµησε, τὸν Ἀρσένιο καὶ ζωντανὸ ὡς Ὅσιο, µετὰ δὲ τὸν θάνατό του ἀνηγέρθη ναΐσκος στὴν Πάρο, στὸν ὁποῖο περιλαµβάνεται ὁ τάφος του. Ἀναφέρονται δὲ καὶ θαύµατα αὐτοῦ.