Γεννήθηκε ἀπὸ Ἕλληνα πατέρα καὶ Ἰουδαία µητέρα, τὴν Εὐνίκη, στὰ Λύστρα τῆς Λυκαονίας. Στερήθηκε πολὺ νωρὶς τὸν πατέρα του, καὶ ἡ γιαγιά του Λωΐδα ἀπὸ µικρὸ παιδὶ ἀκόµα τοῦ δίδαξε τὴν Ἁγία Γραφή. Ὅταν πέρασε ὁ Παῦλος ἀπὸ τὰ Λύστρα, ἐκτίµησε τὰ πνευµατικά του χαρίσµατα καὶ εἶδε σ᾿ αὐτὸν ἕνα σπουδαῖο ἀποστολικὸ ἐργάτη. Τὸν διαπαιδαγωγεῖ ἀνάλογα, τὸν καθιστᾶ ἐπίσκοπο Ἐφέσου καὶ ἀπὸ τὴν 2η ἀποστολική του περιοδεία ὁ Παῦλος παίρνει τὸν Τιµόθεο συνοδό του. Ἀπὸ τότε, κοντὰ στὸν Ἀπόστολο τῶν Ἐθνῶν, ζεῖ πολλὲς περιπέτειες γιὰ τὴν διάδοση τοῦ µηνύµατος τῆς εὐαγγελικῆς ἀλήθειας. Μετὰ τὸ µαρτυρικὸ θάνατο τοῦ Παύλου, ὁ Τιµόθεος ἐπιστρέφει στὴν Ἔφεσο καὶ ἐκεῖ συνεχίζει τὴν διαποίµανση τῆς περιοχῆς ποὺ τοῦ εἶχε ἀναθέσει. Κατὰ τὴν παράδοση, ἐκεῖ ὑπέστη µαρτυρικὸ θάνατο ἀπὸ τοὺς ἐξαγριωµένους ὄχλους τῶν εἰδωλολατρῶν, ἐπειδὴ ἐπέκρινε τὰ ὄργιά τους σὲ µία σειρὰ γιορτῶν τῆς Ἀρτέµιδος τῆς Ἐφεσίας. Ἔτσι, δίκαια θὰ µποροῦσε νὰ ἐπαναλάβει καὶ ὁ Τιµόθεος αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ διδάσκαλός του, ὅταν πλησίαζε τὸ τέλος του: «Τὸν ἀγῶνα τὸν καλὸν ἠγώνισµαι, τὸν δρόµον τετέλεκα, τὴν πίστιν τετήρηκα λοιπὸν ἀπόκειταί µοι ὁ τῆς δικαιοσύνης στέφανος, ὃν ἀποδώσει µοι ὁ Κύριος ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡµέρᾳ, ὁ δίκαιος Κριτής». Δηλαδή, τὸν καλὸ ἀγῶνα τῆς διάδοσης τοῦ Εὐαγγελίου ἀγωνίστηκα, τὸ δρόµο τῆς ἀρετῆς τελείωσα καὶ τὴν πίστη διαφύλαξα. Λοιπόν, µοῦ ἐπιφυλάσσεται ὁ στέφανος τῆς δικαιοσύνης, ποὺ θὰ µοῦ ἀποδώσει ὁ Κύριος τὴν µεγάλη ἡµέρα τῆς Κρίσεως, σὰν δίκαιος Κριτής. Τὸ δὲ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου, µετακοµίστηκε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ κατατέθηκε µέσα στὴν Ἁγία Τράπεζα τοῦ ναοῦ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, µαζὶ µ᾿ αὐτὰ τῶν Ἁγ. Ἀπ. Ἀνδρέου καὶ Λουκᾶ.
Ὁ Ἅγιος Ἀναστάσιος ὁ Πέρσης
Ἔζησε τὸν 7ο αἰῶνα µ.Χ. στὰ χρόνια του βασιλιᾶ τῶν Περσῶν Χοσρόη καὶ τοῦ αὐτοκράτορα Κωνσταντινουπόλεως Ἡρακλείου. Γεννήθηκε στὸ χωριὸ Ῥαζὴχ τῆς ἐπαρχίας Ῥασνουνί. Γιὸς Πέρση, ἀπὸ τὴν τάξη τῶν Μάγων, εἶχε λάβει ἀξιόλογη ἐκπαίδευση καὶ εἶχε µεγάλο ἐνδιαφέρον γιὰ τὰ φιλοσοφικὰ καὶ θρησκευτικὰ προβλήµατα. Ὅταν ὁ Χοσρόης κυρίευσε τὰ Ἱεροσόλυµα τὸ 614, καὶ ἔστειλε τὸν Τίµιο Σταυρὸ στὴν Περσία, οἱ µορφωµένοι Πέρσες ἐνδιαφέρθηκαν πολὺ γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν θρησκεία Του. Ἕνας ἀπ᾿ αὐτοὺς ἦταν καὶ ὁ Μαζοενδὰτ (κατ᾿ ἄλλους Μαγουνδάτ), ὁ γιὸς τοῦ Βάβ, ποὺ κατέληξε στὸ ν᾿ ἀποφασίσει ν᾿ ἀσπασθεῖ τὴν χριστιανικὴ θρησκεία. Γι᾿ αὐτὸ πῆγε στὰ Ἱεροσόλυµα, ὅπου βαπτίσθηκε, ἐκάρη µοναχὸς στὴ Μονὴ τοῦ ἀββᾶ Ἰουστίνου (κατ᾿ ἄλλους τοῦ Ἁγίου Σάββα) καὶ µετονοµάσθηκε Ἀναστάσιος. Κατόπιν πῆγε στὴν Καισάρεια, ὅπου θεώρησε καθῆκον του νὰ προσηλυτίσει στὸν χριστιανισµὸ τὴν ἐκεῖ περσικὴ φρουρά. Στὴν προσπάθειά του αὐτή, καταγγέλθηκε στὸν διοικητὴ Μαρζαβανά. Αὐτός, ὅταν ἔµαθε ὅτι ὁ Ἀναστάσιος ἦταν γιὸς Μάγου, προσπάθησε µὲ κάθε τρόπο νὰ τὸν ἐπαναφέρει στὴν περσικὴ θρησκεία. Ἀπέτυχε ὅµως καὶ διέταξε τὸ θάνατό του µὲ ἀπαγχονισµό. Ἀλλ᾿ ὅταν τὸν ἔπνιγαν, τὴν τελευταία στιγµὴ ποὺ θὰ πέθαινε τὸν ἔλυσαν, γιὰ νὰ δεῖ ὅτι καὶ θὰ τὸν ἀποκεφάλιζαν. Ὁ Ἀναστάσιος µειδίασε εὐτυχισµένος, διότι ἀξιώθηκε ὄχι µόνο νὰ πιστέψει, ἀλλὰ καὶ νὰ πάθει γιὰ τὸ Χριστό.
Οἱ Ἅγιοι Μανουήλ, Γεώργιος, Πέτρος, Λέων, Γαβριήλ, Σιώνιος, Ἰωάννης, Λέων, Πάροδος καὶ ἄλλοι 377
Ὁ Μανουὴλ ἦταν Μητροπολίτης Ἀδριανουπόλεως. Συνελήφθη ἀπὸ τὸν ἡγεµόνα τῶν Βουλγάρων µαζὶ µὲ ἄλλους ἐπισκόπους, Γεωργίου ἐπισκόπου Δολβέρτου καὶ ἐπισκόπου Πέτρου, καθὼς καὶ µὲ πολλοὺς ἄλλους χριστιανούς, ὅταν οἱ Βούλγαροι κατέβηκαν νὰ πολεµήσουν κατὰ τοῦ Βυζαντίου ἐπὶ Λέοντος Ἀρµενίου τοῦ εἰκονοµάχου (815). Ἡγέτης τους ἦταν ὁ Κροῦµος καὶ κατέλαβαν τὴν Ἀδριανούπολη. Τρεῖς µέρες οἱ αἱµοχαρεῖς ἔσφαζαν τοὺς χριστιανούς. Ἀλλὰ καὶ µετὰ τὸν θάνατο τοῦ Κρούµου οἱ διάδοχοί του Δούκουµος καὶ µετὰ ἀπ᾿ αὐτὸν ὁ Δίτσεγγος, ἔδειξαν θηριώδη συµπεριφορὰ στοὺς ἄτυχους χριστιανούς. Ὁ δὲ Μουρτάγων µὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια ἔκοψε ἀπὸ τοὺς ὤµους τὰ χέρια τοῦ Μανουὴλ καὶ τὸ σῶµα του τὸ ἔριξε στὰ σκυλιά. Ἐπίσης, τοὺς ἐπισκόπους Γεώργιο καὶ Πέτρο, ἀφοῦ τοὺς καταξέσχισε, κατόπιν τοὺς ἀποκεφάλισε. Ἔπειτα ὁ ἴδιος ἀποκεφάλισε τοὺς στρατηγοὺς Λέοντα καὶ Ἰωάννη, τοῦ ἐπισκόπου Νικαίας Λέοντα ξέσχισε τὴν κοιλιὰ µὲ ξίφος καὶ τοὺς Γαβριὴλ καὶ Σιώνιο ἀποκεφάλισε. Τὸν δὲ σεβάσµιο πρεσβύτερο Πάροδο λιθοβόλησε, καὶ ἄλλους 377 χριστιανοὺς ἀποκεφάλισε.
Ὁ Ἅγιος Βικέντιος ὁ διάκονος
Ὑπῆρξε ἐπὶ βασιλείας Μαξιµιανοῦ καὶ ἡγεµόνος Δοµετιανοῦ. Καταγόταν ἀπὸ τὴν Αὐγουστόπολη καὶ ἦταν διάκονος τῆς ἐκεῖ ἐκκλησίας. Συνελήφθη µαζὶ µὲ τὸν ἐπίσκοπο Οὐαλλέριο στὴ Βαλεντία καὶ κλείστηκε στὴ φυλακή. Μετὰ ἀπὸ πολλὰ βασανιστήρια, παρέδωσε τὸ πνεῦµα του στὸν Θεό. (Πιθανὸν νὰ εἶναι ὁ ἴδιος µε αὐτὸν τῆς 11ης Νοεµβρίου).
Ὁ Ὅσιος Ἰωσὴφ ὁ ἡγιασµένος ὁ Σαµάκος
Ὁ Ὅσιος Ἰωσὴφ ἦταν γέννηµα καὶ θρέµµα τῆς Κρήτης, ἀπὸ ἕνα χωριὸ ποὺ ὀνοµαζόταν Κεράµων. Οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς του, ὅταν ἦλθε σὲ κατάλληλη ἡλικία τὸν παρέδωσαν σ᾿ ἕναν δάσκαλο, σεβάσµιο πνευµατικὸ πατέρα, ποὺ κατοικοῦσε στὸ µονύδριο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, τοῦ Δερµατάνου ὅπως πολλοὶ τὸ ἤξεραν. Αὐτὸ βρισκόταν κοντὰ στὴ θάλασσα, στὸν Χάνδακα (Ἡράκλειο). Ἐκεῖ ὁ Ἰωσὴφ ἔµαθε τὴν θεία θεωρία καὶ καλλιγραφοῦσε. Ὅταν πέθαναν οἱ γονεῖς του, µοίρασε τὴν µεγάλη κληρονοµιά του στοὺς φτωχοὺς καὶ ἐπιδόθηκε περισσότερο στοὺς πνευµατικοὺς ἀγῶνες. Ἀργότερα ὁ Θεὸς τὸν ἀξίωσε νὰ γίνει ἱερέας καὶ νὰ πάει νὰ προσκυνήσει στοὺς Ἁγίους Τόπους. Κατόπιν ἐπέστρεψε στὸ µονύδριό του καὶ ἔζησε ζωὴ ἁγία µὲ ἀγάπη καὶ ἐλεηµοσύνες πρὸς τοὺς συνανθρώπους του. Πέθανε πάνω ἀπὸ 70 χρονῶν στὶς 22-1-1511. Τὸ 1669, στὶς 29 Αὐγούστου, οἱ συγγενεῖς του ἔφεραν τὸ ἅγιο λείψανό του στὴ Ζάκυνθο. Μνήµη τῆς εὑρέσεως τῆς ἱερᾶς εἰκόνος Παναγίας «Ἐλεήστριας» Κορώνης, ἐν Μεσσηνίᾳ (1897).
Ὁ Ὅσιος Ἀναστάσιος Διάκονος
(Ῥῶσος, 12ος αἰ.).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου