Δευτέρα 17 Ιανουαρίου 2011

Η ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΤΩΝ ΨΑΛΜΩΝ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

Ένα από τα σημαντικότερα βιβλία της Π. Διαθήκης που συνέβαλε καθοριστικά στην ανάπτυξη και διαμόρφωση του ορθοδόξου δόγματος, είναι αναμφίβολα το βιβλίο των Ψαλμών, το οποίο εκτός από τον προφητικό και ηθικο-παιδαγωγικό χαρακτήρα του, όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο Θεοδώρητος Κύρου, «δογματικήν προσφέρει διδασκαλίαν» . Θα πρέπει μάλιστα να τονίσουμε ότι η συμβολή του βιβλίου αυτού στην ανάπτυξη και διαμόρφωση του ορθοδόξου δόγματος είναι πολύ μεγαλύτερη σε σχέση με άλλα βιβλία της Π. Διαθήκης.
Στο σημείο αυτό όμως τίθεται εύλογα το ερώτημα: Ποιός είναι ο λόγος, για τον οποίο το βιβλίο των Ψαλμών προσδιορίζει, και μάλιστα, όπως τονίσαμε, καθοριστικά, την πορεία αναπτύξεως του ορθοδόξου δόγματος, και πού οφείλεται εν προκειμένω αυτός ο καθοριστικός ρόλος του;
Για να απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας κατ’ αρχήν τη δογματική ενότητα μεταξύ Παλαιάς και Καινής Διαθήκης μέσα στην ορθόδοξη παράδοση. Κατά τους πατέρες της Εκκλησίας η Π. Διαθήκη δεν θεωρείται αυτόνομη και ανεξάρτητη από την Κ. Διαθήκη και την εν Χριστώ αποκάλυψη, όπως συμβαίνει δυστυχώς σήμερα κυρίως μεταξύ ορισμένων Προτεσταντών . Κατανοείται και αξιολογείται μόνο υπό το πρίσμα της εν Χριστώ αποκαλύψεως και σε στενή και άρρηκτη σχέση με την Κ. Διαθήκη . Γι’ αυτό ήδη από τα πρώτα βήματα της χριστιανικής Εκκλησίας η Π. Διαθήκη (ο Νόμος και οι Προφήται) θεωρήθηκε ως το βιβλίο που εξαγγέλλει το πρόσωπο, το έργο και τη διδασκαλία του Χριστού . Υπό την έννοια αυτή οτιδήποτε συνδέεται με το πρόσωπο του Χριστού αποτέλεσε για την Εκκλησία όχι μόνο την πλήρωση αλλά και την κλείδα κατανοήσεως της Π. Διαθήκης. Έτσι η Π. Διαθήκη δεν ήταν πλέον για την Εκκλησία το βιβλίο των Ιουδαίων αλλά το βιβλίο των Χριστιανών, που ακριβώς για το λόγο αυτό, όπως είναι γνωστό, διαβαζόταν στις λατρευτικές συνάξεις μαζί με τα Ευαγγέλια και τις Επιστολές των αποστόλων . Η χριστολογική και κατ’ επέκταση η τριαδολογική κατανόηση της Π. Διαθήκης αποτελούσε πλέον το κριτήριο διαφοροποιήσεως της χριστιανικής Εκκλησίας από την ιουδαϊκή κοινότητα . Παλαιά και Καινή Διαθήκη αποτελούσαν για την Εκκλησία μια αδιάσπαστη ενότητα. και αυτό συνιστούσε μια αξιωματική αρχή που ήταν διαχρονικά αποδεκτή όχι μόνο από τους ορθοδόξους αλλά ακόμη και από τους αιρετικούς. Ήδη ο Ωριγένης στην προσπάθειά του να διασφαλίσει την τριαδικότητα του Θεού από το δυναμικό και τροπικό Μοναρχιανισμό της εποχής του με βάση το ευρέως αποδεκτό κατά την προνικαιϊκή περίοδο σύστημα της «υποταγής» (subordinatio) ερμήνευσε τριαδολογικά, καίτοι κατά ιδιάζοντα τρόπο, τα χωρία Ησ. 6, 2 («kaˆ serafˆn eƒst»keisan kÚklJ aÙtoà, ›x ptšrugej tù ˜nˆ kaˆ ›x ptšrugej tù ˜n…, kaˆ ta‹j mn dusˆn katek£lupton tÕ prÒswpon kaˆ ta‹j dusˆn katek£lupton toÝj pÒdaj kaˆ ta‹j dusˆn ™pštanto») και Αββ. 3, 3 («™n mšsJ dÚo zówn gnwsq»sV»), ώστε να παριστούν και να θεμελιώνουν βιβλικά το ανωτέρω σύστημα της «υποταγής». Τα δύο σεραφείμ που είδε ο Ησαΐας στο όραμα της κλήσης του στην προφητική διακονία και τα δύο ζώα της ωδής του Αββακούμ δεν είναι κατ’ αυτόν παρά ο Υιός και το Άγ. Πνεύμα που βρίσκονται εκατέρωθεν του Πατρός . Είναι χαρακτηριστικό επίσης ότι και ο Άρειος, προκειμένου να τεκμηριώσει την αιρετική διδασκαλία του για την κτιστότητα του Λόγου, χρησιμοποίησε κυρίως ένα χωρίο όχι από την Καινή αλλά από την Π. Διαθήκη: Πρόκειται για το χωρίο των Παροιμιών «KÚrioj œktisšn me ¢rc¾n Ðdîn aÙtoà e„j œrga aÙtoà» (Παρ. 8, 22) . Και βεβαίως ποτέ οι πατέρες που τον αντιμετώπισαν δεν αντέτειναν ως επιχείρημα ότι δεν πρέπει να χρησιμοποιείται η Π. Διαθήκη ως βάση για τον καθορισμό της σχέσης μεταξύ Πατρός και Υιού, ακριβώς γιατί και οι ίδιοι δέχονταν a priori και ασυζητητί την ενότητα μεταξύ Παλαιάς και Καινής Διαθήκης. Μάλιστα, επειδή ακριβώς δέχονταν τη χριστολογική σημασία του χωρίου αυτού αντέταξαν έναντι του Αρείου το επιχείρημα ότι το εν λόγω χωρίο αναφέρεται αποκλειστικά στην ενανθρώπηση του Λόγου και όχι στην προΰπαρξή του .
Εκτός αυτού όμως η συμβολή του βιβλίου των Ψαλμών στην ανάπτυξη και διαμόρφωση του ορθοδόξου δόγματος οφείλεται ιδιαίτερα στην πληθώρα των ψαλμικών εκείνων στίχων που λόγω της ενότητας Παλαιάς και Καινής Διαθήκης κατανοούνται από τους πατέρες τριαδολογικά και χριστολογικά και προσφέρονται ως εκ τούτου για την αντίκρουση των τριαδολογικών και χριστολογικών αιρέσεων και τη θεμελίωση γενικότερα της ορθόδοξης δογματικής διδασκαλίας. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να πούμε ότι το παράδειγμα για τη χριστολογική και κατ’ επέκταση την τριαδολογική κατανόηση και χρήση του βιβλίου των Ψαλμών δίδεται ήδη μέσα στην Κ. Διαθήκη από τον ίδιο το Χριστό και τους αποστόλους .
Είναι χαρακτηριστική η χριστολογική και τριαδολογική κατανόηση και χρήση του στίχου Ψαλμ. 109, 1 που κάνει ο Χριστός κατά το διάλογό του με τους Φαρισαίους: «Sunhgmšnwn d tîn Farisa…wn ™phrèthsen aÙtoÝj Ð 'Ihsoàj lšgwn, T… Øm‹n doke‹ perˆ toà Cristoà; t…noj uƒÒj ™stin; lšgousin aÙtù, Toà Dau…d. lšgei aÙto‹j, Pîj oân Dauˆd ™n pneÚmati kale‹ aÙtÕn kÚrion lšgwn, Epen kÚrioj tù kur…J mou, K£qou ™k dexiîn mou ›wj ¨n qî toÝj ™cqroÚj sou Øpok£tw tîn podîn sou; e„ oân Dauˆd kale‹ aÙtÕn kÚrion, pîj uƒÕj aÙtoà ™stin; kaˆ oÙdeˆj ™dÚnato ¢pokriqÁnai aÙtù lÒgon, oÙd ™tÒlmhsšn tij ¢p' ™ke…nhj tÁj ¹mšraj ™perwtÁsai aÙtÕn oÙkšti» (Ματθ. 22, 41-46). Όπως είναι σαφές, χρησιμοποιώντας τον ανωτέρω στίχο των Ψαλμών ο Χριστός υπογραμμίζει παράλληλα με την ανθρώπινη καταγωγή του εκ του Δαβίδ, που ήταν ιστορικά αναμφισβήτητη, και τη θεία υπόστασή του, αποκαλώντας εμμέσως τον εαυτό του Κύριο, προς τον οποίο ο άλλος Κύριος, δηλ. ο Πατήρ, είπε «K£qou ™k dexiîn mou ›wj ¨n qî toÝj ™cqroÚj sou Øpok£tw tîn podîn sou».
Παρόμοια χρήση του βιβλίου των Ψαλμών γίνεται και από τους αποστόλους. Όπως μας πληροφορεί ο ευαγγελιστής Λουκάς στις Πράξεις των αποστόλων, ο απόστολος Παύλος κατά το λόγο του στην Αντιόχεια της Πισιδίας, χρησιμοποιεί τους στίχους Ψαλμ. 2, 7 («UƒÒj mou e sÚ, ™gë s»meron gegšnnhk£ se») και Ψαλμ. 15, 10 («oÙd dèseij tÕn ÓsiÒn sou „de‹n diafqor£n»), τους οποίους κατανοεί και ερμηνεύει χριστολογικά, προκειμένου να τεκμηριώσει βιβλικά την προφητική επαγγελία σχετικά με την ανάσταση του Χριστού . Η ίδια χριστολογική κατανόηση και ερμηνεία του στίχου Ψαλμ. 2, 7, καθώς και του στίχου Ψαλμ. 109, 4 («SÝ e ƒereÝj e„j tÕn a„îna kat¦ t¾n t£xin Melcisedšk»), απαντά και στην Προς Εβραίους επιστολή, για να τονισθεί η υπεροχή του Χριστού είτε σε σχέση με τους αγγέλους είτε σε σχέση με τους αρχιερείς της Π. Διαθήκης .
Κατόπιν τούτων ήταν φυσικό η χριστολογική και τριαδολογική κατανόηση και ερμηνεία των Ψαλμών που απαντά ήδη στην Κ. Διαθήκη να αποτελέσει για τους πατέρες τη βάση για την αντιμετώπιση των τριαδολογικών και χριστολογικών αιρέσεων και για την ανάπτυξη και διαμόρφωση της ορθόδοξης δογματικής διδασκαλίας.
Ας έρθουμε όμως να δούμε αναλυτικότερα τη δογματική σημασία των Ψαλμών στην ορθόδοξη παράδοση και ειδικότερα σε σχέση με το τριαδικό και χριστολογικό δόγμα, καθώς και με τη διδασκαλία για τη γνώση του Θεού.
Η χρήση του βιβλίου των Ψαλμών από τους πατέρες κατά την ανάπτυξη και διαμόρφωση του τριαδικού δόγματος συνδέεται στενά με την αντιμετώπιση των τριαδολογικών αιρέσεων της εποχής τους και εντάσσεται στη γενικότερη πατερική μέθοδο αξιοποίησης της Π. Διαθήκης για τη θεμελίωση της ορθόδοξης τριαδολογικής διδασκαλίας. Όπως ο Άρειος, για να θεμελιώσει βιβλικά την κτιστότητα του Λόγου, ερμήνευε, όπως είδαμε, το παλαιοδιαθηκικό χωρίο των Παρ. 8, 22 με τρόπο που να πλήττεται η φυσική υιότητα του Υιού σε σχέση με τον Πατέρα, έτσι και οι πατέρες που αντιμετώπισαν τον Αρειανισμό αξιοποίησαν μεταξύ των άλλων βιβλίων της Π. Διαθήκης και το βιβλίο των Ψαλμών ερμηνεύοντας χριστολογικά και τριαδολογικά τα χωρία εκείνα που προσφέρονταν για μια τέτοια ερμηνεία, έτσι ώστε να θεμελιώνεται βιβλικά η φυσική υιότητα και ενότητα του Υιού σε σχέση με τον Πατέρα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι τόσο ο Μ. Αθανάσιος όσο και οι Καππαδόκες πατέρες, προκειμένου να τονίσουν κατά του Αρείου τη φυσική υιότητα και ομοουσιότητα του Υιού σε σχέση με τον Πατέρα, στηρίζονται κατά κόρον στο 2ο και στον 109ο ψαλμό. Τόσο ο στίχος Ψαλμ. 2, 7 («UƒÒj mou e sÚ, ™gë s»meron gegšnnhk£ se») όσο και ο στίχος Ψαλμ. 109, 3 («™k gastrÕj prÕ ˜wsfÒrou ™gšnnhs£ se») κατανοούνται και ερμηνεύονται από το Μ. Αθανάσιο και τους Καππαδόκες τριαδολογικά, ως λόγια που απευθύνονται εκ μέρους του Πατρός προς τον Υιό και υποδηλώνουν την αΐδια και κατά φύση γέννησή του από τον Πατέρα . Η προσφυγή του Μ. Αθανασίου και των Καππαδοκών στους ανωτέρω ψαλμικούς στίχους που ερμηνεύονται ως αναφερόμενοι στη γέννηση του Υιού ήταν αναγκαία, προκειμένου να υπογραμμισθεί η αντιαρειανική τους θέση, σύμφωνα με την οποία ο Υιός ως γεννηθείς εκ του Πατρός δεν είναι ποίημα και προϊόν της θείας βουλήσεως, όπως ήθελε ο Άρειος, αλλά «ἴδιον τῆς πατρικῆς οὐσίας… γέννημα» κατά τη χαρακτηριστική έκφραση του Μ. Αθανασίου . Με την έννοια αυτή οι ανωτέρω ψαλμικοί στίχοι, υποδηλώνοντας την αΐδια υπαρκτική σχέση μεταξύ Πατρός και Υιού, αποτελούν στα πλαίσια της αντιαρειανικής πολεμικής των πατέρων τρανή απόδειξη της κατά φύση οικειότητας και ομοουσιότητας μεταξύ των δύο αυτών θείων προσώπων.
Εκτός των ανωτέρω ψαλμικών στίχων οι πατέρες του δ΄ αι. χρησιμοποιούν κατά του Αρείου επίσης κατά κόρον και το στίχο Ψαλμ. 109, 1 («Epen Ð KÚrioj tù Kur…J mou. K£qou ™k dexiîn mou, ›wj ¨n qî toÝj ™cqroÚj sou ØpopÒdion tîn podîn sou») που είχε χρησιμοποιήσει, όπως είδαμε, ήδη ο Χριστός, για να υποδηλώσει τη θεότητά του. Ο στίχος αυτός υποδηλώνει, όπως τονίζει ο Μ. Αθανάσιος, ότι ο Υιός δεν γίνεται Κύριος, όταν αποστέλλεται εκ του Πατρός να επιτελέσει το έργο της Θείας Οικονομίας, αλλά ότι είναι φύσει Κύριος και Βασιλεύς αϊδίως, όπως και ο Πατήρ . Με άλλα λόγια η κυριότητα που χαρακτηρίζει τον Υιό στην Οικονομία, δεν είναι επίκτητη ιδιότητα που προσδιορίζεται από το σωτηριώδες έργο του, με το οποίο αναδεικνύεται Κύριος ζώντων και νεκρών, αλλά φυσική και αΐδια ιδιότητα που δηλώνει την κατά φύση θεότητά του. Όπως παρατηρεί χαρακτηριστικά ο Μ. Αθανάσιος, «OÙ g¦r œprepe di’ ˜tšrou t¾n lÚtrwsin genšsqai, ¢ll¦ di¦ toà fÚsei Kur…ou, †na m¾ di¦ Uƒoà mn ktizèmeqa, ¥llon d KÚrion Ñnom£zwmen, kaˆ pšswmen e„j t¾n 'Areian¾n kaˆ t¾n `Ellhnik¾n ¢frosÚnhn, kt…sei douleÚontej par¦ tÕn kt…santa t¦ p£nta QeÒn» .
Εκτός όμως από τα παραπάνω βασικά χωρία οι πατέρες επιστράτευσαν δευτερευόντως και άλλα ψαλμικά χωρία, όπως η επιγραφή του Ψαλμ. 9, 1 («E„j tÕ tšloj, Øpr tîn kruf…wn toà uƒoà»), το χωρίο της επιγραφής του Ψαλμ. 44, 1 («òd¾ Øpr toà ¢gaphtoà»), το Ψαλμ. 44, 2 («'ExhreÚxato ¹ kard…a mou lÒgon ¢gaqÒn»), το Ψαλμ. 44, 7 («Ð qrÒnoj sou, Ð qeÒj, e„j tÕn a„îna toà a„înoj, •£bdoj eÙqÚthtoj ¹ •£bdoj tÁj basile…aj sou»), το Ψαλμ. 106, 20 («¢pšsteilen tÕn lÒgon aÙtoà kaˆ „£sato aÙtoÝj kaˆ ™rrÚsato aÙtoÝj ™k tîn diafqorîn aÙtîn»), το Ψαλμ. 109, 5 («KÚrioj ™k dexiîn sou sunšqlasen ™n ¹mšrv ÑrgÁj aÙtoà basile‹j») κ.ά., που όλα τους κατανοούνται και ερμηνεύονται χριστολογικά και τριαδολογικά με στόχο την αντιμετώπιση της αρειανικής κακοδοξίας και τη θεμελίωση της ορθόδοξης διδασκαλίας για την κατά φύση υιότητα και θεότητα του Χριστού και την ομοουσιότητά του με τον Πατέρα .
Όπως οι πατέρες αξιοποίησαν το βιβλίο των Ψαλμών έναντι των Αρειανών, κατά παρόμοιο τρόπο ενήργησαν και για την αντιμετώπιση της αίρεσης των Πνευματομάχων και τη διαμόρφωση της ορθόδοξης Πνευματολογίας. Όλα τα ψαλμικά χωρία που κάνουν λόγο για το Πνεύμα του Θεού υποδηλώνουν κατά τους πατέρες το Άγ. Πνεύμα, και αυτό αποτελεί τη βιβλική βάση της πολεμικής τους κατά των Πνευματομάχων.
Ως γνωστόν οι Πνευματομάχοι δίδασκαν ότι το Άγ. Πνεύμα είναι ένα αγγελοειδές κτίσμα, και μάλιστα το πρώτο κτίσμα του Υιού, που, όπως όλη η κτίση, είναι δουλικό και όχι κυρίαρχο. Ως εκ τούτου δεν έχει δημιουργική παρά μόνο αγιαστική και διδασκαλική ενέργεια και αποτελεί τον τόπο και το χρόνο, μέσα στον οποίο έλαβε χώρα η δημιουργία δια μέσου του Υιού .
Έναντι των θέσεων αυτών των Πνευματομάχων οι πατέρες αντέταξαν όλα εκείνα τα ψαλμικά χωρία που αναφέρονται κατ’ αυτούς στις ενέργειες του Αγ. Πνεύματος και υπογραμμίζουν τη δημιουργική του ενέργεια, διαφοροποιώντας το πλήρως από την κτίση. Έτσι οι στίχοι Ψαλμ. 32, 6 («Tù lÒgJ toà Kur…ou oƒ oÙranoˆ ™stereèqhsan kaˆ tù pneÚmati toà stÒmatoj aÙtoà p©sa ¹ dÚnamij aÙtîn»), Ψαλμ. 103, 30 («™xapostele‹j tÕ pneàm£ sou, kaˆ ktisq»sontai, kaˆ ¢nakainie‹j tÕ prÒswpon tÁj gÁj») και Ψαλμ. 147, 7 («¢postele‹ tÕn lÒgon aÙtoà kaˆ t»xei aÙt£• pneÚsei tÕ pneàma aÙtoà, kaˆ •u»setai Ûdata») δηλώνουν κατά τους πατέρες σαφώς τη δημιουργική ενέργεια του Αγ. Πνεύματος . ο στίχος Ψαλμ. 138, 7 («poà poreuqî ¢pÕ toà pneÚmatÒj sou ...;») υπογραμμίζει την πανταχού παρουσία και κατά συνέπεια τη θεία υπόσταση του Αγ. Πνεύματος , και οι στίχοι Ψαλμ. 50, 12-14 («kaˆ pneàma eÙqj ™gka…nison ™n to‹j ™gk£toij mou... tÕ pneàma tÕ ¤giÒn sou m¾ ¢ntanšlVj ¢p’ ™moà... kaˆ pneÚmati ¹gemonikù st»rixÒn me») αναφέρονται στις ενέργειες του Αγ. Πνεύματος που επισημαίνουν τον κυριαρχικό ρόλο του σε σχέση με τη δουλική κτίση . Για ορισμένους μάλιστα πατέρες ο κυριαρχικός ρόλος του Αγ. Πνεύματος έναντι της κτίσης υποδηλώνεται και από το στίχο Ψαλμ. 109, 5 («KÚrioj ™k dexiîn sou»), ο οποίος μέσα στα πλαίσια της τριαδολογικής σημασίας του εν λόγω ψαλμού επισημαίνει κατ’ αυτούς τη σχέση μεταξύ Υιού και Αγ. Πνεύματος . Με άλλα λόγια ο Κύριος που υπονοείται στον ανωτέρω ψαλμικό στίχο ως καθήμενος «εκ δεξιών» του Υιού είναι το Άγ. Πνεύμα, πράγμα που υπογραμμίζει κατ’ αυτούς την ομοτιμία του Αγ. Πνεύματος με τον Υιό και κατ’ επέκταση με τον Πατέρα.
Τα χωρία όμως εκείνα, που δεν υπογραμμίζουν απλώς τη δημιουργική ενέργεια του Αγ. Πνεύματος, αλλά και δηλώνουν σαφώς και την ενότητα ενέργειας των προσώπων της Αγ. Τριάδος κατά τους πατέρες είναι οι δύο στίχοι που προαναφέρθηκαν από τον 32ο και τον 147ο ψαλμό. Τόσο ο «λόγος» του Κυρίου στους δύο αυτούς στίχους όσο και «το πνεύμα του στόματος αυτού» κατά το στίχο Ψαλμ. 32, 6 ή το «πνεύμα αυτού» κατά το στίχο Ψαλμ. 147, 7 αναφέρονται κατά τους πατέρες στον Υιό και το άγ. Πνεύμα αντίστοιχα . Με την έννοια αυτή η από κοινού ενέργεια του Κυρίου, του Λόγου και του Πνεύματός του, για την οποία γίνεται λόγος στους παραπάνω δύο στίχους, αποτελεί για τους πατέρες τρανή απόδειξη της ενότητας των ενεργειών που χαρακτηρίζει τα πρόσωπα της Αγ. Τριάδος και κατ’ επέκταση της ενότητας της ουσίας τους. Όπως πολύ χαρακτηριστικά επισημαίνει ο Μ. Αθανάσιος, «OÙdn g£r ™stin Ö m¾ di¦ toà LÒgou ™n tù PneÚmati g…netai kaˆ ™nerge‹tai. Toàto kaˆ ™n Yalmo‹j °detai• “Tù LÒgJ Kur…ou oƒ oÙranoˆ ™stereèqhsan, kaˆ tù PneÚmati toà stÒmatoj aÙtoà p©sa ¹ dÚnamij aÙtîn” kaˆ ™n tù ˜katostù tessarakostù ˜bdÒmJ yalmù• “'Apostele‹ tÕn LÒgon aÙtoà, kaˆ t»xei aÙt£• pneÚsei tÕ Pneàma aÙtoà, kaˆ •u»setai Ûdata”» . Γι’ αυτό άλλωστε, όπως είναι γνωστό, ο ίδιος ιερός πατήρ στηριζόμενος στην ενότητα ενεργειών των προσώπων της Αγ. Τριάδος, την οποία θεμελιώνει με πλήθος βιβλικών χωρίων στην Α΄ Προς Σεραπίωνα επιστολή του, όχι μόνο αποκαλεί ρητά το Άγ. Πνεύμα «ομοούσιο» με τον Πατέρα και τον Υιό , αλλά τονίζει και το αδιαίρετο της ουσίας των προσώπων της Αγ. Τριάδος .
Παρά το γεγονός ότι από τους παραπάνω δύο ψαλμικούς στίχους ο Μ. Βασίλειος σε αντιδιαστολή με το Μ. Αθανάσιο και με άλλους πατέρες δεν χρησιμοποιεί καθόλου στο θεολογικό του οπλοστάσιο το στίχο του Ψαλμ. 147, 7, ωστόσο χρησιμοποιεί πληθωρικά το σημαντικότατο στίχο Ψαλμ. 32, 6, ο οποίος έχει, όπως θα δούμε, καθοριστική σημασία για τη διαμόρφωση της Πνευματολογίας και γενικότερα της Τριαδολογίας του. Χρησιμοποιώντας το στίχο αυτό στοχεύει κατ’ αρχήν όχι μόνο να τονίσει έναντι των Πνευματομάχων τη δημιουργική ενέργεια του Αγ. Πνεύματος και την ενότητα ενέργειας των προσώπων της Αγ. Τριάδος, αλλά και να επισημάνει την ιδιαιτερότητά τους ως προς τον τρόπο του ενεργείν κατά την εκδήλωση της κοινής τους ενέργειας. Το στόχο του αυτό τον επιτυγχάνει κατασκευάζοντας με βάση τον ανωτέρω στίχο ένα ευφυέστατο επιχείρημα για την απόδειξη της δημιουργικής ενέργειας του Αγ. Πνεύματος σχετιζόμενο με τη δημιουργία των αγγέλων .
Αν και, όπως είναι γνωστό, δεν υπάρχει καμιά σαφής μαρτυρία μέσα στην Αγ. Γραφή για τον τρόπο δημιουργίας των αγγελικών δυνάμεων, ωστόσο ο Μ. Βασίλειος αντλεί τη σχετική επιχειρηματολογία του από τον ανωτέρω ψαλμικό στίχο, τον οποίο, όπως και ο Μ. Αθανάσιος, τον ερμηνεύει τριαδολογικά. Με άλλα λόγια ο «λόγος του Κυρίου» και το «πνεύμα του στόματος αυτού» είναι γι’ αυτόν ο Υιός και Λόγος του Θεού και το Άγ. Πνεύμα αντίστοιχα. Έτσι υπό το πρίσμα της τριαδολογικής ερμηνείας ο στίχος αυτός αποτελεί για το Μ. Βασίλειο σαφή απόδειξη ότι η δημιουργική ενέργεια του Αγ. Πνεύματος δεν χωρίζεται από τη δημιουργική ενέργεια του Υιού. Και οι δύο συνήργησαν από κοινού για τη δημιουργία των ουρανών και των αγγελικών τους δυνάμεων. Όπως ο δημιουργός Λόγος δημιούργησε και στερέωσε τους ουρανούς, έτσι και το Άγ. Πνεύμα με τις ενέργειές του στερέωσε τις επουράνιες δυνάμεις στον αγιασμό και την ηθική τους τελείωση ήδη από τη στιγμή της δημιουργίας τους . Το γεγονός ότι από το στίχο αυτό δεν φαίνεται η δημιουργική συμβολή του Υιού στη δημιουργία των αγγέλων δεν ενοχλεί το Μ. Βασίλειο. Θεωρεί αυτονόητο ότι η πάροδος των αγγελικών δυνάμεων στο είναι, όπως άλλωστε και ολόκληρης της δημιουργίας σύμφωνα με τη βιβλική παράδοση, οφείλεται στη δημιουργική ενέργεια του Υιού . Εκείνο το οποίο ενδιαφέρεται να τονίσει έναντι των Πνευματομάχων με βάση τον παραπάνω στίχο είναι ότι το δημιουργικό έργο του Αγ. Πνεύματος κατά τη δημιουργία των αγγέλων συνίσταται στη στερέωσή τους στον αγιασμό και την ηθική τους τελείωση και δεν είναι αποκομμένο από το δημιουργικό έργο του Υιού.
Ο στίχος όμως αυτός κατά το Μ. Βασίλειο δεν αποδεικνύει μόνο την ύπαρξη της δημιουργικής ενέργειας του Αγ. Πνεύματος, καθώς και την ενότητα ενέργειας μεταξύ των προσώπων της Αγ. Τριάδος, αλλά υποδηλώνει, όπως είπαμε, και την ιδιαιτερότητά τους στον τρόπο του ενεργείν κατά την εκδήλωση της κοινής τους ενέργειας για τη δημιουργία όχι μόνο των αγγελικών δυνάμεων αλλά γενικότερα ολόκληρης της κτίσης. Ο Πατήρ ενεργεί ως ο «προστάσσων» Κύριος, ο Υιός ως ο «δημιουργών» Λόγος και το Άγ. Πνεύμα ως το «τελειούν» τη δημιουργία με τον αγιασμό, συμβάλλοντας στην ολοκλήρωσή της, ή, όπως λέει αλλιώς, ο Πατήρ ενεργεί ως προκαταρκτική αιτία, ο Υιός ως δημιουργική και το Άγ. Πνεύμα ως τελειωτική . Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, «'En d tÍ toÚtwn kt…sei (ενν. τη δημιουργία των αγγελικών δυνάμεων) ™nnÒhsÒn moi t¾n prokatarktik¾n a„t…an tîn ginomšnwn, tÕn Patšra• t¾n dhmiourgik»n, tÕn UƒÒn• t¾n teleiwtik»n, tÕ Pneàma• éste boul»mati mn toà PatrÕj t¦ leitourgik¦ pneÚmata Øp£rcein, ™nerge…v d toà Uƒoà e„j tÕ enai par£gesqai, parous…v d toà PneÚmatoj teleioàsqai. Tele…wsij d ¢ggšlwn, ¡giasmÒj, kaˆ ¹ ™n toÚtJ diamon». Kaˆ mhdeˆj o„šsqw me À tre‹j enai lšgein ¢rcik¦j Øpost£seij, À ¢telÁ f£skein toà Uƒoà t¾n ™nšrgeian. 'Arc¾ g¦r tîn Ôntwn m…a, di’ Uƒoà dhmiourgoàsa, kaˆ teleioàsa ™n PneÚmati. Kaˆ oÜte Pat»r, “Ð t¦ p£nta ™n p©sin ™nergîn”, ¢telÁ œcei t¾n ™nšrgeian• oÜte UƒÕj ™llipÁ t¾n dhmiourg…an, m¾ teleioumšnhn par¦ toà PneÚmatoj. OÛtw g¦r ¨n oÜte Pat¾r prosdehqe…h Uƒoà, mÒnJ tù qšlein dhmiourgîn• ¢ll' Ómwj qšlei di¦ Uƒoà. OÜt’ ¨n UƒÕj sunerg…aj prosdehqe…h, kaq’ ÐmoiÒthta toà PatrÕj ™nergîn• ¢ll¦ kaˆ UƒÕj qšlei di¦ toà PneÚmatoj teleioàn» . Στο σημείο αυτό ο Μ. Βασίλειος προσάγει προς τεκμηρίωση των θέσεών του το στίχο των Ψαλμ. 32, 6. «“Tù lÒgJ g¦r Kur…ou oƒ oÙranoˆ ™stereèqhsan, kaˆ tù PneÚmati toà stÒmatoj aÙtoà p©sa ¹ dÚnamij aÙtîn”. OÜte oân lÒgoj, ¢šroj tÚpwsij shmantik», di¦ fwnhtikîn Ñrg£nwn ™kferomšnh• oÜte pneàma, stÒmatoj ¢tmÒj, ™k tîn ¢napneustikîn merîn ™xwqoÚmenoj• ¢ll¦ LÒgoj mn Ð prÕj QeÕn ín ™n ¢rcÍ, kaˆ QeÕj ên. Pneàma d stÒmatoj Qeoà, “tÕ Pneàma tÁj ¢lhqe…aj, Ö par¦ toà PatrÕj ™kporeÚetai”. Tr…a to…nun noe‹j, tÕn prost£ssonta KÚrion, tÕn dhmiourgoànta LÒgon, tÕ stereoàn tÕ Pneàma» .
Ο ανωτέρω όμως ψαλμικός στίχος δεν αποτελεί κατά το Μ. Βασίλειο μόνο το βάθρο, πάνω στο οποίο οικοδόμησε τη διδασκαλία του για τη δημιουργική ενέργεια του Αγ. Πνεύματος, την ενότητα της ενέργειας και την ιδιαιτερότητα του τρόπου του ενεργείν των προσώπων της Αγ. Τριάδος, αλλά αποτελεί και το στίχο εκείνο, με βάση τον οποίο καθόρισε και τον ιδιαίτερο τρόπο υπάρξεως του Αγ. Πνεύματος, σε αντιδιαστολή μάλιστα με τον τρόπο υπάρξεως του Υιού, έτσι ώστε να αποκλείεται σαφώς η σύγχυση των τρόπων υπάρξεως των δύο αυτών θείων προσώπων.
Για να κατανοήσουμε εν προκειμένω την τεράστια συμβολή του Μ. Βασιλείου στη διαμόρφωση της ορθόδοξης Τριαδολογίας με βάση τον εν λόγω ψαλμικό στίχο, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι ο μόνος τρόπος διακρίσεως του τρόπου υπάρξεως του Αγ. Πνεύματος από τον τρόπο υπάρξεως του Υιού σύμφωνα με πολλούς πατέρες μέχρι και την εποχή του Μ. Βασιλείου, έτσι ώστε να μη θεωρείται το Πνεύμα ως αδελφός του Υιού ή εγγονός («υἱωνός») του Πατρός, όπως πίστευαν κακόδοξα ορισμένοι κατά τον δ΄ αιώνα , ήταν να διατυπώνεται ο τρόπος υπάρξεως του Αγ. Πνεύματος αρνητικά σε σχέση με τον τρόπο υπάρξεως του Υιού, ότι δηλ. το Άγ. Πνεύμα προέρχεται εκ του Πατρός «οὐ γεννητῶς ὡς ὁ Υἱός» . Δεν υπήρχε δηλ. μια θετική διατύπωση για τον τρόπο υπάρξεως του Αγ. Πνεύματος. Υπήρχε βεβαίως το χωρίο Ιω. 15, 26, όπου λέγεται σαφώς ότι το Πνεύμα «παρὰ τοῦ Πατρὸς ἐκπορεύεται», το χωρίο όμως αυτό τόσο για το Μ. Βασίλειο όσο και για τους προγενέστερους πατέρες δεν δήλωνε τον ιδιαίτερο τρόπο υπάρξεως του Αγ. Πνεύματος, αλλά μόνο την προέλευσή του από τον Πατέρα και τίποτε περισσότερο. Κι’ αυτό γιατί το ρήμα «εκπορεύεται» στο ανωτέρω χωρίο δεν σήμαινε γι’ αυτούς τίποτε περισσότερο από την ετυμολογική σημασία του («εκπορεύεται»= «προέρχεται»). Και βέβαια υπό την έννοια αυτή όχι μόνο το Άγ. Πνεύμα, αλλά και ο Υιός «εκπορεύεται», δηλ. προέρχεται εκ του Πατρός . Αυτός είναι προφανώς ο λόγος που ο Μ. Βασίλειος δεν θεωρεί το «εκπορευτό» ούτε ως υποστατικό ιδίωμα ούτε ως δηλωτικό του ιδιαίτερου τρόπου υπάρξεως του Αγ. Πνεύματος. Ωστόσο, για να καταστήσει σαφή τον ιδιαίτερο τρόπο προελεύσεως του Αγ. Πνεύματος εκ του Πατρός σε σχέση με εκείνον του Υιού προσφεύγει στο στίχο Ψαλμ. 32, 6. Ο στίχος αυτός με τη φράση «tù pneÚmati toà stÒmatoj aÙtoà (ενν. του Κυρίου)» που περιέχει δίδει στο Μ. Βασίλειο τη δυνατότητα να σχηματίσει μια βιβλική εικόνα για τον τρόπο προελεύσεως του Πνεύματος εκ του Πατρός, έτσι ώστε ο τρόπος της υπάρξεώς του να διακρίνεται πλέον σαφώς από τον τρόπο υπάρξεως του Υιού . Όπως υπογραμμίζει χαρακτηριστικά, το Άγ. Πνεύμα «εκπορεύεται», δηλ. προέρχεται, εκ του Πατρός «ου γεννητώς ως ο Υιός, αλλ’ ως Πνεύμα στόματος αυτού» . Έτσι με τη διευκρίνιση αυτή που οφείλεται στην τριαδολογική εκμετάλλευση του ανωτέρω ψαλμικού στίχου ο Μ. Βασίλειος απέκλεισε πλέον οριστικά τη δυνατότητα συγχύσεως των τρόπων υπάρξεως του Υιού και του Αγ. Πνεύματος που συνιστούσε, όπως είδαμε, απειλή για τη διαμόρφωση της ορθοδόξου Τριαδολογίας. Ωστόσο, για να μη νομισθεί ότι το μυστήριο του τρόπου υπάρξεως του Αγ. Πνεύματος εξαντλείται σε μια βιβλική εικόνα, όπως αυτή του ανωτέρω ψαλμικού στίχου, τονίζει με ιδιαίτερη έμφαση ότι ο τρόπος υπάρξεως του Αγ. Πνεύματος, όπως άλλωστε και ο τρόπος υπάρξεως του Υιού, παραμένει παντελώς «ἄρρητος» .
Η συμβολή εν προκειμένω του Μ. Βασιλείου στην ανάπτυξη και διαμόρφωση του Τριαδικού δόγματος, και ιδιαίτερα της ορθοδόξου Πνευματολογίας, με βάση τον ανωτέρω ψαλμικό στίχο είναι τεράστια. Θα πρέπει μάλιστα να τονίσουμε ότι η συμβολή του αυτή προσλαμβάνει ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις, αν λάβουμε υπόψη ότι με τις παραπάνω διευκρινίσεις που έκανε αξιοποιώντας τον εν λόγω ψαλμικό στίχο έδωσε τη δυνατότητα στους άλλους δύο Καππαδόκες, καθώς και στο Δίδυμο τον Τυφλό, να καταστήσουν το «εκπορευτό» τεχνικό όρο που να συνιστά το υποστατικό ιδίωμα του Αγ. Πνεύματος και να δηλώνει όχι απλώς την κατ’ ουσίαν σχέση του με τον Πατέρα, αλλά και τον ιδιαίτερο τρόπο της υπάρξεώς του .

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Γ. Δ. Μαρτζέλου, Ουσία και ενέργειαι του Θεού κατά τον Μέγαν Βασίλειον. Συμβολή εις την ιστορικοδογματικήν διερεύνησιν της περί ουσίας και ενεργειών του Θεού διδασκαλίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη
J. D. Mansi/Sacrorum Conciliorum Nova et Amplissima Collectio 
Πλάτωνος/ Πολιτεία

1 σχόλιο: