Ἀνακοµιδὴ Λειψάνων Ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου
Ἡ γιορτὴ τῆς µνήµης του εἶναι ὀτις 20 Δεκεµβρίου. Ἐδῶ γιορτάζουµε τὴν µνήµη τῆς ἀνακοµιδῆς τῶν Ἱερῶν Λειψάνων του, ἀπὸ τὴν Ῥώµη, ὅπου οἱ Χριστιανοὶ τὰ περισυνέλεξαν ἀπὸ τὸν Ἱππόδροµο καὶ τὰ µετέφεραν στὴν Ἀντιόχεια (Α´ ἀνακοµιδὴ µᾶλλον τὸ ἴδιο ἔτος τοῦ µαρτυρίου του δηλ. τὸ 107 µ.Χ.). Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστοµος, ὅµως, εἰδικὰ γιὰ τὴν σηµερινὴ γιορτὴ τῆς ἀνακοµιδῆς τῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου Ἰγνατίου ἀπὸ τὴν Ῥώµη στὴν Ἀντιόχεια, ἔκανε λόγο, ἀπὸ τὸν ὁποῖο παραθέτουµε ὁρισµένα ἀποσπάσµατα σὲ µετάφραση. «Ὁ Ἰγνάτιος ἔτρεξε πρὸς τὸν θάνατο µὲ τόση µεγάλη προθυµία, µὲ ὅση φυσικὸ ἦταν νὰ τρέχει ἔκεινος ποὺ καλεῖται στὰ οὐράνια ἀνάκτορα. Καὶ ἔτσι, ὁ λαὸς µάθαινε ἀπὸ τὴν προθυµία καὶ τὴν ὑπερβολικὴ χαρὰ ἐκείνου, ὅτι δὲν ἦταν θάνατος ἐκεῖνος πρὸς τὸν ὁποῖο ἔτρεχε, ἀλλὰ κάποια ἀποδηµία καὶ µετάθεση καὶ ἀνάβαση πρὸς τὸν οὐρανό. Δίδασκε ἔτσι, σ᾿ ὅλους ποὺ τὸν παρακολουθοῦσαν νὰ περιφρονοῦν τὴν παροῦσα ζωή, νὰ ἐπιθυµοῦν τὰ µελλοντικὰ καὶ ν᾿ ἀποβλέπουν στὸν οὐρανό, καὶ νὰ µὴ δίνουν σηµασία στὰ κακά της παροῦσας ζωῆς. Τέτοιοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ εἶναι ἐρωτευµένοι· ὅ,τι κι ἂν πάσχουν ὑπὲρ ἐκείνων ποὺ ἀγαποῦν, τὸ δέχονται µὲ εὐχαρίστηση. Τὸ ἴδιο συνέβη καὶ µ᾿ αὐτόν. Ἔσπευδε νὰ µιµηθεῖ τοὺς Ἀποστόλους ὄχι µόνο στὸ θάνατο, ἀλλὰ καὶ στὴν προθυµία, γι᾿ αὐτὸ ἔλεγε: «Θὰ ὠφεληθῶ ἀπὸ τὰ θηρία». Καὶ θεωροῦσε τὰ στόµατα αὐτῶν πολὺ πιὸ ἡµέρα ἀπὸ τὴν γλῶσσα τοῦ τυράννου. Καὶ πολὺ σωστά. Διότι ἐκείνη τὸν καλοῦσε στὴ γέεννα, ἐνῷ τὰ στόµατα τῶν θηρίων τὸν ἔστελναν στὴ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν» 1. 1.37ος τόµος Ε.Π.Ε.Οἱ Ἅγιοι Φιλόθεος, Ὑπερέχιος, Ἄβιβος, Ἰουλιανός, Ῥωµανός, Ἰάκωβος καὶ Παρηγόριος οἱ ἐν Σαµοσάτοις τελειωθέντες.Ἦταν καὶ οἱ ἑπτά τους ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς ἐκείνους ἥρωες, ποὺ µποροῦσαν νὰ διατηρήσουν τὴν σταθερότητά τους, ἀπέναντι ὅλων τῶν δυνάµεων τοῦ κόσµου. Ὅταν τοὺς συνέλαβαν οἱ εἰδωλολάτρες, στὴν ἀρχὴ µὲ βαριὰ ῥόπαλα ἔσπασαν τοὺς µηροὺς καὶ τοὺς βραχίονές τους. Καὶ τέλος τοὺς σκότωσαν µὲ θηριώδη τρόπο, ἀφοῦ διαπέρασαν τὰ κεφάλια τους µὲ καρφιά. Τὴ φρίκη αὐτοῦ τοῦ θανάτου, εἶναι ἀδύνατο νὰ φαντασθεῖ ἢ νὰ περιγράψει κανείς. Καὶ ὅµως, ἐκεῖνοι γενναιόψυχοι καὶ ὁµόψυχοι, τὸν ὑπέστησαν µὲ ὅλο τὸν ἡρωϊσµὸ καὶ παρέδωσαν τὶς ψυχές τους φωνάζοντας ὁ καθένας τους µέχρι τελευταίας στιγµῆς σὲ κάθε νέο κτύπηµα καρφιοῦ «ΕΙΜΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ».
Οἱ Ἅγιοι Σιλουανὸς ἐπίσκοπος, Λουκᾶς διάκονος καὶ Μώκιος ἀναγνώστης
Ἦταν καὶ οἱ τρεῖς στὴν πόλη τῶν Ἐµεσηνῶν της Κοίλης Συρίας, στὰ χρόνια του αὐτοκράτορα Νουµεριανοῦ (284).Ὅταν λοιπὸν τοὺς εἶπαν νὰ ἀρνηθοῦν τὸν Χριστό, αὐτοὶ µεγαλόφωνα ἐπανέλαβαν τὴν ὁµολογία τους, µὲ ἀποτέλεσµα νὰ τοὺς µαστιγώσουν σκληρὰ καὶ νὰ τοὺς φυλακίσουν. Ὅταν µετὰ ἀπὸ µέρες, ἐξαντληµένους, τοὺς ἔβγαλαν ἀπὸ τὴν φυλακὴ καὶ τοὺς ἐξέτασαν γιὰ νὰ δοῦν ἂν ἔχει καµφθεῖ τὸ φρόνηµά τους, ἀποδείχθηκε ὅτι οἱ τρεῖς Ἅγιοι παρέµειναν ἀκλόνητοι καὶ ἀλύγιστοι. Τότε τὰ ἴδια µαρτύρια ἐπαναλήφθηκαν, ἀλλὰ καὶ πάλι χωρὶς ἀποτέλεσµα. Τότε τοὺς ἔφεραν στὸ ἀµφιθέατρο, ὅπου γίνονταν θηριοµαχίες, γιὰ νὰ βροῦν ἐκεῖ τροµερὸ θάνατο ἀπὸ τὰ πεινασµένα θηρία. Τὰ λείψανά τους τὰ παρέλαβαν οἱ χριστιανοὶ καὶ τὰ ἔθαψαν µὲ πολλὴ εὐλάβεια καὶ ἀγάπη. (Στὸν Συναξαριστὴ τοῦ Ἁγίου Νικόδηµου καθὼς καὶ στὸν Παρισινὸ Κώδικα 1578 ἡ µνήµη τοῦ Ἁγίου Σιλουανοῦ ἐπαναλαµβάνεται καὶ τὴν 6η Φεβρουαρίου µαζὶ µὲ τοὺς µάρτυρες Φαῦστο καὶ Βασίλειο).
Οἱ Ἅγιοι Σορβῆλος καὶ Βεβαία οἱ αὐτάδελφοι
Ἔζησαν στὶς ἀρχὲς τοῦ 2ου αἰῶνα µ.Χ. (110). Ὁ Σόρβηλος, Ἱερέας τῶν εἰδώλων προηγούµενα, εἶχε προσέλθει στὸν Χριστιανισµό, ἀφοῦ κατηχήθηκε ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο Ἔδεσσας Βαρσιµαῖο. Μαζὶ µ᾿ αὐτὸν δέχτηκε τὴν θρησκεία τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς ζωῆς καὶ ἡ ἀδελφὴ τοῦ Βεβαία. Ὁ ἔπαρχος Λυσίας ὅταν τὸ πληροφορήθηκε, τοὺς ὑπέβαλε σὲ σειρὰ ὠµοτάτων µαρτυρίων. Ἀλλὰ τὰ µαστίγια, οἱ ἀναµµένες λαµπάδες καὶ τὸ γδάρσιµο τοῦ δέρµατος δὲν µπόρεσαν νὰ ἰσχύσουν ἀπέναντι στὴν ἀκλόνητη πίστη τους. Τέλος τοὺς ἀποκεφάλισαν καὶ τὸ αἷµα τους, τοὺς κάλυψε λαµπρότερο ἀπὸ κάθε βασιλικὴ πορφύρα.
Ὁ Ἅγιος Βαρσιµαῖος ὁ Ὁµολογητὴς ἐπίσκοπος Ἐδέσσης
Ὁ Βαρσιµαῖος, ὁ ἅγιος ἐπίσκοπος Ἐδέσσης,ὅπως εἴπαµε πιὸ πάνω, ἔφερε στὴ θρησκεία τῆς Ἀλήθειας καὶ τῆς Ζωῆς, δηλαδὴ τὸν Χριστιανισµό, τοὺς ἁγίους µάρτυρες Σόρβηλο καὶ τὴν ἀδελφή του Βεβαία. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ λοιπόν, καταγγέλθηκε στὸν ἡγεµόνα Ἐδέσσης Λυσία καὶ ἀφοῦ ὁµολόγησε τὸν Χριστό, µαστιγώθηκε καὶ ῥίχτηκε στὴ φυλακή. Ἀλλὰ στὸ διάστηµα αὐτό, ἔπαψε µὲ βασιλικὸ διάταγµα ὁ διωγµὸς τῶν Χριστιανῶν. Ἔτσι ὁ Βαρσιµαῖος βγῆκε ἀπὸ τὴν φυλακή, γύρισε στὴν Μητρόπολή του καὶ ἀφοῦ ἔζησε κατὰ πάντα θεάρεστα, ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ὁ Ὅσιος Ἀφραάτης
Ὁ Ὅσιος Ἀφραάτης ἦταν Πέρσης στὴν καταγωγὴ καὶ ἔζησε στὰ χρόνια του βασιλιᾶ Οὐάλη (370 µ.Χ.), καὶ πρὶν ἦταν εἰδωλολάτρης. Ἔγινε χριστιανὸς στὴν Ἔδεσσα καὶ κατόπιν πῆγε καὶ µόνασε σ᾿ ἕνα ἀπὸ τὰ ἐρηµητήρια ἔξω ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια. Ὅταν ὁ ἀρειανὸς Οὐάλης ἐξόρισε τὸν ὀρθόδοξο κλῆρο τῆς Ἀντιόχειας καὶ πολλὲς πιέσεις ἀνάγκαζαν τοὺς Χριστιανοὺς νὰ ἀσπάζονται τὸν ἀρειανισµό, ὁ Ἀφραάτης ἄφησε τὸ ἐρηµητήριό του, ἦλθε στὴν πόλη, ὅπου ἄφοβα καὶ µὲ ζῆλο ἐνθάῤῥυνε καὶ παρηγοροῦσε τὰ πλήθη καὶ τὰ στήριζε στὴν Ὀρθοδοξία. Τέτοιες ὑπηρεσίες, πολλὲς πρόσφερε ὁ Ἄφραατης στὴν πίστη. Τελείωσε τὴν ζωή του, ὑπηρετῶντας µὲ ἀφοσίωση τὸ Εὐαγγέλιο.
Ὁ Ὅσιος Ἀκεψιµᾶς
Ἔζησε ἀσκητικὰ καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ὁ Ἅγιος Δηµήτριος ὁ Χιοπολίτης
Γεννήθηκε στὸ Παλιόκαστρο τῆς Χίου τὸ 1780, ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς, τὸν Ἀποστόλη καὶ τὴν Μαρουλού. Σὲ νεαρὴ ἡλικία, ἦλθε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἐργαζόταν κοντὰ στὸν ἐκεῖ ἐγκατεστηµένο ἀδελφό του Ζαννῆ, ποὺ ἦταν ἔµπορος. Ἀργότερα, ἀῤῥαβωνιάστηκε κάποια νέα, καὶ ἐπειδὴ δὲν πῆρε τὴν συγκατάθεση τοῦ ἀδελφοῦ του, τὸν ἔδιωξε ἀπὸ τὸ κατάστηµά του. Ἔπεσε σὲ µεγάλη φτώχεια καὶ θυµήθηκε ὅτι ὁ Σεΐχ- ουλ- ισλάµης ὄφειλε στὸν ἀδελφό του κάποιο ποσὸν ἀπὸ ἀγορά, ἐπὶ πιστώσει, ὑφασµάτων. Ἔτσι πῆγε στὸ σπίτι τοῦ Τούρκου γιὰ νὰ εἰσπράξει τὸ ποσὸ αὐτό, γιὰ νὰ τὸ χρησιµοποιήσει ὁ ἴδιος. Ἐκεῖ ὅµως τὸν περιποιήθηκε κάποια νεαρὴ µωαµεθανίδα, ποὺ τὸν ἐρωτεύθηκε καὶ τοῦ δήλωσε ὅτι γιὰ νὰ τὴν παντρευτεῖ ἔπρεπε νὰ γίνει Μωαµεθανὸς ἢ νὰ πεθάνει. Ὁ Δηµήτριος αἰφνιδιάστηκε, δέχτηκε τὶς προτάσεις τῆς µουσουλµανίδας καὶ παρέµεινε στὸ σπίτι αὐτὸ δυὸ µῆνες σὰν ἐξωµότης. Ὅταν ὅµως συνῆλθε, δραπέτευσε ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πῆγε στὴ συνοικία τοῦ Σταυροδροµίου, ὅπου κρύφτηκε σὲ µία χριστιανικὴ οἰκογένεια. Συγχρόνως εἰδοποιήθηκε ὁ ἀδελφός του Ζαννῆς καὶ πῆγε νὰ τὸν συναντήσει. Ὁ Δηµήτριος ἐξοµολογήθηκε στὸν πνευµατικὸ τοῦ ἀδελφοῦ του καὶ ἔστειλε ἐπιστολὴ στὸν πατέρα του στὴ Χῖο, ὅπου ἐξιστοροῦσε ὅλα τὰ γεγονότα καὶ τὸν πόθο του νὰ µαρτυρήσει γιὰ τὸν Χριστό. Ἀφοῦ λοιπὸν κοινώνησε τῶν ἀχράντων µυστηρίων, παρουσιάστηκε στὸν Τοῦρκο Διοικητὴ καὶ ὁµολόγησε τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Οἱ Χιῶτες τῆς Κωνσταντινουπόλεως, µάζεψαν χρήµατα γιὰ νὰ τὸν ἀπελευθερώσουν, ἀλλ᾿ ὁ Δηµήτριος τοὺς ἐπετίµησε καὶ τοὺς συνέστησε νὰ προσεύχονται γιὰ νὰ τελειώσει τὴν ζωή του µαρτυρικὰ γιὰ τὴν πίστη. Παρὰ τὶς κολακεῖες τῶν Τούρκων καὶ τὶς παρακλήσεις ἐκείνης τῆς µουσουλµανίδας, ὁ Δηµήτριος παρέµεινε ἀκλόνητος στὴν πίστη του. Ἔτσι, µετὰ ἀπὸ πολλὰ βασανιστήρια, ἀποκεφαλίστηκε στὶς 29 Ἰανουαρίου 1802. Τὸ λείψανό του παρέλαβαν οἱ Χριστιανοὶ καὶ τὸ ἔθαψαν µὲ εὐλάβεια σ᾿ ἕνα µοναστήρι στὸ νησὶ Πρώτη.
Ὁ Ἅγιος Gildas the wise
Λεπτοµέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου τῆς ὀρθοδοξίας, µπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρεττανικῶν Νήσων» τοῦ Χριστόφορου Κων. Κοµµοδάτου, ἐπισκόπου Τελµησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου