Ὁ Ὅσιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος
Ἦταν ἀναχωρητὴς Αἰγύπτιος ἀσκητικότατος. Πέρασε τὰ χρόνια τῆς ζωῆς του µέσα στὴν ἔρηµο, σ᾿ ἕνα στενότατο κελλί, µὲ πολλὴ ἐγκράτεια καὶ προσευχή. Γιὰ τὰ ἀσκητικά του παλαίσµατα, ὁ Μακάριος, ὀνοµάστηκε µέγας καὶ ἡ φήµη του ἦταν διαδεδοµένη σχεδὸν σ᾿ ὅλα τὰ ἀσκητήρια της Αἰγύπτου. Ὅταν µαζευόταν πολὺ πλῆθος κοντά του, γιὰ νὰ πάρει τὴν συµβουλή του καὶ ν᾿ ἀκούσει ἀπ᾿ τὸ στόµα του ῥήµατα ζωῆς αἰωνίου, αὐτὸς ἐξαφανιζόταν µέσῳ ὑπόγειας σύραγγας ποὺ ἕνα µέρος αὐτῆς ἔσκαψε ὁ ἴδιος µε τὰ χέρια του σὲ µία σπηλιά. Ὁ δὲ Παλλάδιος, διηγεῖται γιὰ τὸν ὅσιο Μακάριο, πολλὰ φοβερὰ καὶ ἐξαίσια κατορθώµατα, νῖκες κατὰ τῶν δαιµόνων καὶ ἀναστάσεις νεκρῶν. Ἔζησε στὰ χρόνια του Μεγάλου Θεοδοσίου (373) καὶ πέθανε εἰρηνικὰ 90 χρονῶν.
Ὁ Ὅσιος Μακάριος ὁ Ἀλεξανδρεύς
Ἀσκητὴς καὶ αὐτὸς καὶ πρεσβύτερος τῶν λεγοµένων Κελλιῶν. Πέρασε τὴν ζωή του στὴν Αἰγυπτιακὴ ἔρηµο µὲ ἄκρα ἡσυχία, στερήσεις πολλὲς καὶ κακουχίες. Ἔζησε πολεµῶντας κατὰ τῶν δαιµόνων (σχετικῶς γράφει ὁ Παλλάδιος στὸ Λαυσαϊκό) καὶ πέθανε εἰρηνικά. (Πιθανὸν νὰ εἶναι τὸ ἴδιο πρόσωπο µὲ τὸν πιὸ πάνω Μακάριο, διότι οἱ βιογραφίες τους εἶναι σχεδὸν ταυτόσηµες).
Ἡ Ἁγία Εὐφρασία
Πατρίδα της ἦταν ἡ Νικοµήδεια καὶ ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Μαξιµιανοῦ (290). Ἡ οἰκογένειά της διακρινόταν γιὰ τὸ ἐπίσηµο τοῦ γένους της, ἡ ἴδια δὲ ἡ Εὐφρασία, ἔλαµπε ἀπὸ µεγάλη σωφροσύνη καὶ εὐσέβεια. Καταγγέλθηκε ὅτι πίστευε στὸν Χριστὸ καὶ ὁ ἔπαρχος τὴν συνέλαβε καὶ τὴν παρέδωσε σ᾿ ἕνα ἀγροῖκο βάρβαρο, γιὰ νὰ τὴν ἀτιµάσει. Ἡ Εὐφρασία ὅµως, ἄλλαξε τὴν σὲ βάρος της κατάσταση, ὑπέρ της. Εἶπε δηλαδὴ σ᾿ ἐκεῖνον τὸν βάρβαρο, ὅτι ἂν τὴν ἄφηνε ἀπείρακτη, θὰ τοῦ γνώριζε κάποιο φάρµακο, ποὺ θὰ τὸν προφύλαγε στὶς µάχες ἀπὸ κάθε πληγὴ καὶ αὐτοῦ ἀκόµα τοῦ ξίφους. Καὶ πρόσθεσε: «ἂν θέλεις νὰ πεισθεὶς γιὰ τὴν ἀλήθεια τῶν λόγων µου, κτύπα δυνατὰ µὲ τὸ ξίφος σου τὸν λαιµό µου καὶ θὰ δεῖς ὅτι δὲν θὰ µὲ βλάψει». Ὁ βάρβαρος δοκίµασε. Τὸ κεφάλι τῆς Ἁγίας κόπηκε καὶ ἔπεσε κάτω αἱµόφυρτο, Ἀλλ᾿ ἡ τιµή της σώθηκε καὶ ἡ ἁγνὴ παρθένος πῆρε τὸ βασιλικὸ στεφάνι τοῦ µαρτυρίου.
Ἡ Ἀνακοµιδὴ τοῦ Λειψάνου τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου
Ἡ ἀνακοµιδὴ τοῦ τιµίου αὐτοῦ λειψάνου ἔγινε ἀπὸ τὸν Κωνσταντῖνο τὸν Πορφυρογέννητο, ποὺ τὸ κατέθεσε στὸν ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Τὴν ἱερὴ κάρα τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου θησαυρίζει ἡ Ἱερὴ Μονὴ τοῦ Βατοπεδίου στὸ ἍγιονὌρος.
Ἀνάµνηση θαύµατος Μεγάλου Βασιλείου
Αὐτὴ τὴν µέρα γίνεται ἡ ἀνάµνηση τοῦ µεγάλου θαύµατος στὴ Νίκαια, ὅταν ὁ Μέγας Βασίλειος µὲ τὴν προσευχή του ἄνοιξε τὶς πόρτες τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν ἔδωσε στοὺς Ὀρθοδόξους.
Ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος Ἀρχιεπίσκοπος Κερκύρας
Ὑπῆρξε στὰ χρόνια του αὐτοκράτορα Βασιλείου τοῦ Μακεδόνα (867-886), στὴν Ἱερουσαλήµ. Ὁ πατέρας του ἦταν καὶ αὐτὸς ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήµ, ἡ δὲ µητέρα του ἀπὸ τὴν Βηθανία. Σὲ µικρὴ ἡλικία οἱ γονεῖς του τὸν ἀφιέρωσαν σ᾿ ἕνα τῶν ἐκεῖ µοναστηριῶν, ὅπου διδασκόταν τὴν µοναχικὴ ζωὴ καὶ 12 χρονῶν ἐκάρη µοναχός. Ἀργότερα ἔφυγε ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴµ καὶ πῆγε στὴ Σελεύκεια, ὅπου χειροτονήθηκε πρεσβύτερος. Ἀπὸ τὴν Σελεύκεια ἐπανῆλθε στὴν Ἱερουσαλὴµ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἐπὶ Πατριάρχου Τρύφωνος (928-931) πῆρε Ἱερατικὴ θέση. Ἐπὶ δὲ τοῦ διαδόχου του Τρύφωνα, Θεοφύλακτου (933-956) ἐκλέχτηκε ἐπίσκοπος Κερκύρας γιὰ τὴν πολὺ ἐνάρετη ζωή του. Σὰν ποιµενάρχης διακρίθηκε γιὰ τὴν εὐαγγελική του δράση καὶ ἀφοσιώθηκε ὁλοκληρωτικὰ στὶς ἀνάγκες τοῦ ποιµνίου του. Κάποτε ὅµως, ὁ Κωνσταντῖνος Πορφυρογέννητος (911 -959), ἄγνωστο γιὰ ποιὸ λόγο, ζήτησε νὰ παρουσιαστοῦν στὴ βασιλεύουσα οἱ Κερκυραῖοι πρόκριτοι. Ὁ γέροντας, πλέον Ἀρσένιος, ἀνέλαβε νὰ διευθετήσει τὰ πράγµατα καὶ πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη. Στὴν ἐπιστροφὴ ὅµως, πέθανε στὸ δρόµο κοντὰ στὴν Κόρινθο. Ἀπὸ ἐκεῖ µετακοµίστηκε στὴν Κέρκυρα καὶ τὸ Ἱερό του λείψανο ἔκανε, µὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, πολλὰ θαύµατα.
Ὁ Ὅσιος Μελέτιος ὁ Γαλασιώτης ὁ Ὁµολογητής
Μαρία ὀνοµαζόταν ἡ µητέρα του καὶ Γεώργιος ὁ πατέρας του, ποὺ ἦταν ἀξιωµατικός. Καταγόταν ἀπὸ µία κωµόπολη τῆς Μαύρης Θάλασσας. Τὸ ἀρχικό του ὄνοµα ἦταν Μιχαὴλ καὶ ὁ εὐσεβὴς πόθος του τὸν ἔφερε στοὺς ἁγίους Τόπους, ἀπ᾿ ὅπου βάδισε πεζὸς στὸ θεοβάδιστο Ὄρος Σινᾶ, καὶ κατατάχθηκε στὸ ἐκεῖ µοναχικὸ τάγµα. Ἀργότερα πῆγε στὴν Αἴγυπτο, ἀπὸ κεῖ στὴ Δαµασκὸ γιὰ νὰ καταλήξει στὴ Μονὴ Ὁσίου Λαζάρου, ποὺ ἦταν στὸ ὄρος Γαλάσιο, καὶ ἀπ᾿ αὐτὸ πῆρε τὸ ἐπώνυµο Γαλασιώτης. Τὸ 1261 ἦλθε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ δίδασκε µαζὶ µὲ τὸν συµµοναστὴ του Γαλακτίονα στοὺς χριστιανούς, νὰ εἶναι ἀκλόνητοι στὴν Ὀρθοδοξία καὶ πὼς νὰ ἐξασφαλίζουν τὴν ψυχική τους σωτηρία. Ὁ Μιχαὴλ Παλαιολόγος τοὺς ἐξόρισε στὴ Σκῦρο τὸ 1275, ἀλλὰ µετὰ µερικὰ χρόνια ἐπέστρεψαν στὴν Κωνσταντινούπολη. Ὁ τότε λατινόφρων πατριάρχης Ἰωσὴφ Βέκκης, εἶπε στὸν Μελέτιο νὰ γίνει ἱερέας, ἀλλ᾿ αὐτὸς δὲν δέχτηκε ἀπὸ ἕναν πολέµιο τῆς Ἐκκλησίας νὰ γίνει ἱερέας. Τελικὰ πέθανε τὸ 1283 σὲ ἡλικία 77 ἐτῶν. Τάφηκε στὴ Μονὴ τοῦ ἁγίου καὶ δικαίου Λαζάρου.
Ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός
«Μᾶρκος οὐχ ὑπέγραψε, λοιπὸν ἐποιήσαµεν οὐδέν». Ὁ Μᾶρκος δὲν ὑπέγραψε, λοιπὸν δὲν κάναµε τίποτα. Μία παροιµιώδης φράση τοῦ Πάπα Ῥώµης, ὅταν ὁ Μᾶρκος ὁ Εὐγενικὸς δὲν ἔβαλε τὴν ὑπογραφή του στὸ πρωτόκολλο γιὰ τὴν ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν, ἐνῷ εἶχαν ὑπογράψει ὅλοι οἱ ἄλλοι ὀρθόδοξοι ἐπίσκοποι. Ὁ ὑπέρµαχος αὐτὸς τῆς Ὀρθοδοξίας γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 1392. Γονεῖς εἶχε τὸν διάκονο Γεώργιο καὶ τὴν Μαρία, ποὺ ἦταν κόρη κάποιου γιατροῦ Λουκᾶ ὀνοµαζοµένου. Ὁ Μᾶρκος εἶχε πολλὰ χαρίσµατα καὶ ἀναδείχθηκε ἔξοχος στὶς θεολογικὲς καὶ ἄλλες σπουδές. Δίδασκε στὸ φροντιστήριο τοῦ πατέρα του, καὶ ἀργότερα, µετὰ τὸν θάνατο αὐτοῦ, τὸν διαδέχθηκε στὸ διδασκαλικὸ ἐπάγγελµα. Διακρίθηκε σὰν δάσκαλος τῆς ῥητορικῆς καί, στὸ 25ο ἔτος τῆς ἡλικίας του, ἀποφάσισε νὰ γίνει µοναχὸς καὶ γι᾿ αὐτὸ ἔφυγε σὲ µία Μονὴ στοὺς Πριγκηπόνησους. Ἐκεῖ ἐτάχθη ὑπὸ τὴν πνευµατικὴ ἐπιστασία ἐναρέτου µοναχοῦ, τοῦ Συµεών, ὁ ὁποῖος τὸν ἔκειρε µοναχὸ καὶ τὸν µετονόµασε ἀπὸ Μανουήλ, ποὺ ἦταν τὸ πρῶτο του ὄνοµα, σὲ Μᾶρκο. Κατόπιν ἀπὸ τὰ νησιὰ αὐτὰ ἔφυγε καὶ πῆγε στὴ Μονὴ τῶν Μαγκάνων, ὅπου χειροτονήθηκε Ἱερέας. Ἀφοῦ ἔγινε κληρικός, τὸ 1436 ἐκλέγεται Ἀρχιεπίσκοπος Ἐφέσου. Τότε, ὁ βασιλεὺς Ἰωάννης ὁ Παλαιολόγος, µπροστὰ στὸν τουρκικὸ κίνδυνο καὶ µὲ τὴν ἰδέα ὅτι θὰ µποροῦσε νὰ τὸν βοηθήσει ὁ Πάπας, πηγαίνει στὴ Φεῤῥάρα τῆς Ἰταλίας γιὰ νὰ συζητήσει τὴν ἕνωση τῶν δυὸ Ἐκκλησιῶν. Στὴν τελικὴ Σύνοδο, ποὺ γίνεται στὴ Φλωρεντία τὸ 1439, βλέπουµε, δυστυχῶς, τοὺς ὀρθοδόξους Ἀρχιερεῖς, ἰδιαίτερα γιὰ τὸ «πρωτεῖο» τοῦ Πάπα, νὰ ὑπογράφουν ὅλοι. Ἐδῶ, ἀκριβῶς στὴν πιὸ κρίσιµη στιγµὴ τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς Ἱστορίας, σηκώνει τὸ πνευµατικό του ἀνάστηµα ὁ Ἐπίσκοπος Ἐφέσου Μᾶρκος ὁ Εὐγενικὸς καὶ λέει «Ὄχι. Καλύτερα σκλαβωµένα σώµατα στοὺς Τούρκους, παρὰ σκλαβωµένο πνεῦµα στὸν αἱρετικὸ Πάπα». Κατόρθωσε, ἔτσι, νὰ κρατήσει ψηλὰ τὴν σηµαία τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ νὰ διδάξει σ᾿ ὅλους µας πὼς τὴν ὀρθόδοξη παράδοσή µας δὲν πρέπει νὰ συµβιβάζουµε καὶ νὰ προδίδουµε, χάριν ἐφήµερων καὶ ἰδιοτελῶν σκοπῶν. Κατόπιν αὐτοῦ ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὑπέστη ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ κυβερνοῦσαν πολλὲς ἐξορίες, καταδιώξεις καὶ ταπεινώσεις, ἀλλ᾿ ἔµεινε ἀδιάσειστος. Ἀῤῥώστησε, γιὰ περίπου 14 µέρες καὶ πέθανε στὶς 23 Ἰουνίου (ὅπου κανονικὰ πρέπει νὰ γιορτάζεται καὶ ἡ κυρίως µνήµη του, σύµφωνα µὲ τὸν Σ. Εὐστρατιάδη) τοῦ ἔτους 1444, σὲ ἡλικία 52 ἐτῶν. Τάφηκε στὴ Μονὴ Ἁγ. Γεωργίου τῶν Μαγκάνων.
Ὁ Ὅσιος Κοσµᾶς ὁ Χρυσοστόµατος
Ἡ µνήµη του ἀναφέρεται στὸ Τυπικό της Κυπριακῆς Μονῆς τοῦ Χρυσοστόµου, ποὺ σῴζεται στὴν ἐθνικὴ Βιβλιοθήκη τῶν Παρισίων ὑπ᾿ ἀριθµ. 402 Coislin φ. 101. Στὸ Τυπικὸ λοιπὸν αὐτό, σηµειώνεται ἡ µνήµη τοῦ ὡς ἑξῆς: «Ἰστέον ὅτι κατὰ ταύτην τὴν ἡµέραν ἐπιτελοῦµεν µνηµόσυνα τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡµῶν Κοσµᾶ τοῦ Χρυσοστόµατος, ὡσαύτως καὶ τὰ µνηµόσυνα τοῦ πρεσβυτέρου καὶ καθηγουµένου κὺρ Νικηφόρου». Σύµφωνα λοιπόν, µ᾿ αὐτά, ὁ ὅσιος Κοσµᾶς ἦταν µοναχὸς τῆς Κυπριακῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Χρυσοστόµου, ἀπ᾿ ὅπου πῆρε καὶ τὴν ἐπωνυµία Χρυσοστόµατος, καὶ ἀφοῦ ἔζησε ζωὴ ὁσία καὶ ἀσκητικὴ ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ καὶ γιορτάζεται στὴ Μονή του.
Ὁ Ὅσιος Μακάριος (Ῥῶσος)
Ὁ Νηστευτὴς (12ος αἰ.).
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος τοῦ Νόβγκοροντ (Ῥῶσος)
Διὰ Χριστὸν σαλός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου