Ἡ Ὁσία Δοµνίκη
Στὴν Καρθαγένη τῆς Ἀφρικῆς, ἐκεῖ ὅπου ὁ ἥλιος ῥίχνει τὶς πιὸ καυτὲς ἀκτῖνες του καὶ ἡ ἀσιτία δέρνει ἀλύπητα ἀκόµα καὶ σήµερα µεγάλο τµῆµα τοῦ πληθυσµοῦ, γεννήθηκε ἡ Ἅγια Δοµνίκη. Ὅταν ἔφτασε σὲ νεαρὴ ἡλικία, γιὰ προσωπικοὺς λόγους ἔρχεται στὴν Κωνσταντινούπολη, τὸ 384, µαζὶ µὲ ἄλλες σαράντα συνοµήλικες. Τότε αὐτοκράτορας ἦταν ὁ Μέγας Θεοδόσιος καὶ Πατριάρχης ὁ Νεκτάριος. Μόλις γνωρίζει τὴν Δοµνίκη ὁ Πατριάρχης, διακρίνει τὶς ἁγνές της προθέσεις καὶ ἀµέσως τὴν βαπτίζει καὶ µετὰ τὴν κάνει µοναχή. Στὴ χριστιανικὴ µοναχικὴ ζωὴ διακρίνεται νωρὶς ἡ Ἁγία γιὰ τὴν πίστη της, τὸ ζῆλο, τὴν ἀφοσίωσή της στὴ φιλανθρωπία καί, προπάντων, γιὰ τὴν ἁγνότητα τῆς ψυχῆς της, ἀποδεικνύοντας καὶ αὐτὴ µὲ τὴν ζωή της τὰ λόγια τοῦ Κυρίου µας στοὺς µαθητές Του καί, κατ᾿ ἐπέκταση, σὲ ὅσους Τὸν ἀκολουθοῦν: «Σεῖς τώρα εἶσθε καθαροί. Καὶ σᾶς ἔχει καθαρίσει ὁ λόγος τῆς ἀληθείας, ποὺ σᾶς ἔχω πεῖ καὶ διδάξει». Ἡ ἠθικὴ καθαρότητα τῆς Ἁγίας Δοµνίκης, συνδυασµένη µὲ τὴν ἀξιοθαύµαστη ταπεινοφροσύνη της, εἶχε τέτοια ἀπήχηση στὴ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας µας, ὥστε νὰ τὴν κατατάξει στὸ χορὸ τῶν Ἁγίων της.
Ὁ Ὅσιος Γεώργιος ὁ Χοζεβίτης
Ὁ Ὅσιος Γεώργιος γεννήθηκε σ᾿ ἕνα χωριὸ τῆς Κύπρου ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς. Εἶχε καὶ ἕνα µεγαλύτερο ἀδελφὸ ποὺ τὸν ἔλεγαν Ἡρακλείδη. Αὐτὸς λοιπόν, ὅταν ἀκόµα ζοῦσαν οἱ γονεῖς τους, πῆγε στοὺς ἁγίους τόπους γιὰ νὰ προσκυνήσει. Ἀφοῦ προσκύνησε, κατόπιν πῆγε στὴ Λαύρα τοῦ Καλαµῶνος καὶ ἐκεῖ ἔγινε µοναχός. Ὁ δὲ Γεώργιος παρέµεινε κοντὰ στοὺς γονεῖς του. Ἀργότερα πέθαναν οἱ γονεῖς του καὶ ὁ Γεώργιος ἔµεινε ὀρφανός. Τότε τὸν παρέλαβε µαζὶ µὲ τὴν κληρονοµιά του ὁ θεῖος του, ποὺ εἶχε µία µοναχοκόρη καὶ ἤθελε νὰ τὸν κάνει γαµπρό του. Ὁ Γεώργιος ὅµως δὲν ἤθελε νὰ παντρευτεῖ καὶ ἔφυγε στὸν ἄλλο του θεῖο, ποὺ ἦταν ἡγούµενος σ᾿ ἕνα Μοναστήρι. Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ ὁ προηγούµενος θεῖος του πίεζε τὸν ἀδελφό του ἡγούµενο ν᾿ ἀφήσει τὸν Γεώργιο νὰ φύγει ἀπὸ τὸ µοναστήρι, ὁ Γεώργιος ἔφυγε κι ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πῆγε στὸν ἀδελφό του Ἡρακλείδη στὴ Λαύρα τοῦ Καλαµῶνος. Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ ἦταν νεαρὸς τὸν ὁδήγησε στὴ Μονὴ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, τὴν λεγόµενη Χοζεβά. Ἐκεῖ πλέον ὁ Γεώργιος ἀφοῦ ἔγινε µοναχός, ἔζησε αὐστηρὰ ἀσκητικὴ µοναχικὴ ζωή. Ἡ φήµη τῆς ἀρετῆς του ἦταν µεγάλη καὶ τὰ ἅγια ἔργα του δίδαξαν πολλούς. Τελικά, εἰρηνικὰ παρέδωσε τὴν ἁγία του ψυχὴ στὸν Θεό.
Οἱ Ἅγιοι Ἰουλιανός, Βασίλισσα, Κέλσιος καὶ Ἀντώνιος
Μαρτύρησαν στὶς ἀρχὲς τοῦ 4ου αἰῶνα ἐπὶ Διοκλητιανοῦ καὶ Μαρκιανοῦ διοικητῆ Αἰγύπτου (290). Ὁ Ἰουλιανὸς ἦταν ἀπὸ τὴν Ἀντινούπολη τῆς Μέσης Αἰγύπτου. Ὁ γάµος του µὲ τὴν Βασίλισσα (ἔτσι ὀνοµαζόταν ἡ γυναῖκα του) δὲν τοὺς ἔδωσε παιδί. Ἀλλὰ παιδιά τους θεωροῦσαν τὰ φτωχὰ καὶ τὰ ὀρφανά. Ὅταν τὸ 303 κηρύχτηκε διωγµὸς κατὰ τῶν χριστιανῶν, ὁ Ἰουλιανὸς καὶ ἡ Βασίλισσα γιὰ νὰ ἀποφύγουν τὴν εἰδωλολατρικὴ βία, πῆγαν, ὁ µὲν σὲ ἀνδρικὸ µοναστήρι, ἡ δὲ σὲ γυναικεῖο. Ἀλλ᾿ ἡ σκληρὴ δίωξη ἀπὸ τὸν εἰδωλολάτρη διοικητὴ τῆς Αἰγύπτου Μαρκιανό, ἔφτασε µέχρι αὐτὰ τὰ µοναστήρια. Τότε ὁ Ἰουλιανὸς συνελήφθη καὶ ἰδιαίτερα αὐτὸς βασανίστηκε σκληρά. Ὁ γιὸς ὅµως τοῦ Μαρκιανοῦ, Κέλσιος, ποὺ σεβόταν τοὺς χριστιανούς, εἶπε στὸν πατέρα του νὰ πάψει τὰ σκληρὰ βασανιστήρια. Ἐκεῖνος ἀρνήθηκε. Καὶ ὁ Κέλσιος τότε ὁµολόγησε τὸν Χριστό, µὲ ἀποτέλεσµα νὰ τὸν θανατώσει ὁ ἴδιος ὁ πατέρας του. Λίγο ἀργότερα, µετὰ ἀπὸ ἀπάνθρωπα βασανιστήρια, παρέδιδαν στὸν στεφανοδότη Χριστὸ τὶς ψυχὲς τοὺς ὁ Ἰουλιανὸς καὶ ἡ σύζυγός του Βασίλισσα. Μαζί τους δὲ καὶ ἕνας ἱερέας ὀνόµατι Ἀντώνιος, καθὼς καὶ κάποιος ἀπὸ τοὺς Δήµιους, ἀλλὰ καὶ ἄλλοι πολλοὶ ἄνδρες. Ἐπίσης καὶ κάποιος ἐκ νεκρῶν ἀναστὰς Ἀναστάσιος καὶ 20 Στρατιῶτες. Ἡ µνήµη ὅλων τῶν πιὸ πάνω Ἁγίων, ἄγνωστο γιατί, ἐπαναλαµβάνεται καὶ τὴν 21η Ἰουνίου.
Ἡ Ἁγία Γυναῖκα
Ἡ Ἁγία αὐτὴ ἦταν σύζυγος τοῦ ἡγεµόνα ποὺ θανάτωσε τὸν Ἅγιο Ἰουλιανὸ καὶ µητέρα τοῦ Ἁγίου Κελσίου. Πίστεψε στὸν Χριστὸ ἀπὸ τὰ θαύµατα ποὺ ἔγιναν κατὰ τὴν διάρκεια τῶν µαρτυρίων καὶ στὴ συνέχεια ἀποκεφαλίστηκε.
Ὁ Ἅγιος Καρτέριος ἱεροµάρτυρας
Μαρτύρησε καὶ αὐτὸς στὸ διωγµὸ τοῦ Διοκλητιανοῦ κατὰ τῆς Ἐκκλησίας. Ἦταν Ἱερέας στὴν Καισαρεία τῆς Καππαδοκίας καὶ ἔσπειρε τὸν καλὸ σπόρο στὴν πόλη.Ὅταν οἱ ναοὶ τοῦ Χριστοῦ κλείστηκαν, αὐτὸς ἔκανε θεία λειτουργία σ᾿ ἕνα µυστικὸ εὐκτήριο οἶκο. Καταγγέλθηκε, ἀρνήθηκε τὴν ἀναγνώριση τῶν διαταγµάτων τοῦ διωγµοῦ καὶ ἔµεινε σταθερὸς στὴν ὁµολογία τοῦ Χριστοῦ. Ὁ διοικητὴς Οὐρβανὸς (298) διέταξε τὴν φυλάκισή του. Ὅταν ξαναδήλωσε τὴν πίστη του, µαστιγώθηκε σκληρά. Κατόπιν ξερίζωσαν τὰ νύχια ἀπὸ τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια του καὶ ἔπειτα ἄνοιξαν τὰ πλευρά του µὲ σιδερένια νύχια, καὶ τὶς πληγὲς ἔκαψαν µὲ ἀναµµένες λαµπάδες ἀπὸ ῥητίνη. Ἀλλὰ ὁ Καρτέριος ὑπέµεινε νικηφόρα, ἐφαρµόζοντας τὸ λόγο τοῦ ἀπ. Παύλου: «τὶς ὑµᾶς χωρίσει ἀπὸ τοῦ Χριστοῦ; θλῖψις ἢ κίνδυνος ἢ µάχαιρα;» (Ῥωµ. η´ 35). Καὶ ἔτσι πῆρε τὸ ἀµάραντο στεφάνι τῆς αἰώνιας δόξας.
Οἱ Ἅγιοι Θεόφιλος ὁ Διάκονος καὶ Ἑλλάδιος ὁ λαϊκός
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες ἦταν ἀπὸ τὴν Λιβύη. Συνελήφθησαν διότι ὁµολογοῦσαν τὸν Χριστὸ καὶ ὁδηγήθηκαν στὸν ἀνθύπατο καὶ ἄρχοντα τῆς Λιβύης. Ἐπειδὴ ἐπέµεναν στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, τοὺς καταξέσχισαν καὶ ἔτσι παρέδωσαν οἱ Ἅγιοι τὶς ψυχές τους στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ καὶ ἀνέβηκαν νικηφόροι στὰ οὐράνια.
Ὁ Ὅσιος Ἀγάθων
Ἀπὸ τοὺς λόγιους καὶ πολύπειρους ἀσκητὲς τῆς ἐρήµου, ποὺ σοφὰ ἀποφθέγµατά του βρίσκονται στὸ Γεροντικό. Ἀπεβίωσε εἰρηνικά. Ὁ Ὅσιος Ἀγάθων εἶναι ἐκεῖνος περὶ τοῦ ὁποίου γράφεται ἐν τῷ Γεροντικῷ, ὅτι ἀκούοντες τινές, ὅτι ἔχει µεγάλην διάκρισιν, ἠθέλησαν νὰ τὸν δοκιµάσωσιν ἂν ὀργίζηται, ὅθεν εἶπον εἰς αὐτόν: «Σὺ εἶσαι ὁ Ἀγάθων; ἄκουοµεν ὅτι εἶσαι πόρνος καὶ ὑπερήφανος». Ὁ δὲ Ὅσιος εἶπε: «Ναί, οὕτως ἔχει ἡ ἀλήθεια». Πάλιν εἶπον: «Σὺ εἶσαι ὁ Ἀγάθων, ὁ φλύαρος καὶ κατάλαλος;». Ὁ Ὅσιος ἀπεκρίθη: «Ναί, ἐγὼ εἶµαι». Οἱ δὲ πάλιν εἶπον: «Σὺ εἶσαι ὁ Ἀγάθων ὁ αἱρετικός;». Ὁ Ὅσιος ἀπεκρίθη «Δὲν εἶµαι αἱρετικός». Ἐκεῖνοι δὲ παρεκάλεσαν αὐτὸν λέγοντες: «Διατὶ τὰς µὲν ἄλλας ὕβρεις ἐδέχθης, ταύτην ὅµως δὲν ἐβάστασας;». Ἀπεκρίθη ὁ γέρων: «Ἐκείνας µὲν ἐδέχθην, διότι εἶναι ὄφελος εἰς τὴν ψυχήν µου, τὸ δὲ αἱρετικὸς εἶναι χωρισµὸς ἀπὸ τοῦ Θεοῦ καὶ διὰ τοῦτο δὲν τὸ ἐδέχθην». Οἱ δὲ ἀκούσαντες ἔθαυµασαν τὴν διάκρισίν του καὶ ἀπῆλθον ὠφεληθέντες.
Ὁ Ἅγιος Κῦρος Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως
Ἡ πατριαρχεία του διήρκησε ἀπὸ τὸ 705 µέχρι τὸ 711. Τὰ χρόνια ἐκεῖνα τάραζαν τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸ Κράτος οἱ αἱρέσεις τοῦ Μονοφυσιτισµοῦ καὶ τοῦ Μονοθελητισµοῦ, παρόλο ποὺ εἶχαν καταδικασθεῖ ἀπὸ τὴν Δ´ καὶ ΣΤ´ Οἰκουµενικὴ Σύνοδο. Οἱ ὀπαδοὶ τῶν αἱρέσεων αὐτῶν ἦταν πάρα πολλοὶ στὴ Συρία, τὴν Αἴγυπτο, τὴ Μεσοποταµία, τὴν Ἀρµενία, τὴν Περσία, καὶ βοήθησαν τοὺς Ἄραβες στὴν κατάκτηση τῶν χωρῶν αὐτῶν καὶ τὴν ἀπόσπασή τους ἀπὸ τὸ Βυζάντιο. Ἐνῷ ὅµως ἡ ἀνάκτηση τους ἦταν ἀδύνατη, ὑπῆρχε µερίδα - κυρίως αἱρετικῶν ἀνθρώπων, ποὺ ἐπέµενε ὅτι ἦταν δυνατὸ νὰ ἀνακτηθοῦν οἱ χῶρες ἐκεῖνες, ἐὰν τὸ Βυζάντιο καταργοῦσε τὶς δυσµενεῖς γιὰ Μονοφυσῖτες καὶ Μονοθελητὲς ἀποφάσεις τῆς Δ´ καὶ ΣΤ´ Οἰκουµενικῆς Συνόδου. Πρᾶγµα ποὺ δυστυχῶς συνέβη ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Φιλιππικό. Ὁ Πατριάρχης Κῦρος ἀντιστάθηκε σθεναρὰ στὴ διαταγὴ τοῦ αὐτοκράτορα, µὲ ἀποτέλεσµα αὐτὸς νὰ τὸν ἐκθρονήσει καὶ νὰ τὸν κλείσει στὴ Μονὴ τῆς Χώρας. Ἐκεῖ ὁ Κῦρος πέρασε τὰ τελευταῖα χρόνια της ζωῆς του, µὲ ἥσυχη τὴν συνείδηση ὅτι περιφρόνησε τὴν ἀπειλὴ τοῦ ἀσεβοῦς αὐτοκράτορα, δέχθηκε τὸ διωγµό του καὶ ἦταν ἕτοιµος νὰ δεχθεῖ καὶ τὸ θάνατο.
Ὁ Ἅγιος Ἀττικὸς Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
Γεννήθηκε στὴ Σεβάστεια τῆς Ἀρµενίας, ὅπου καὶ ἐκπαιδεύτηκε. Ὅταν πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη, ἔγινε κληρικὸς τῆς ἐκεῖ Ἀρχιεπισκοπῆς. Ἡ µόρφωσή του ἦταν µέτρια, πολλὴ ὅµως ἦταν ἡ φιλοτιµία καὶ ὁ κόπος του στὸ νὰ µελετᾷ γιὰ νὰ µπορεῖ νὰ κηρύττει. Στὴ ζωή του ἦταν ἀσκητικὸς ἀλλὰ συγχρόνως καὶ κοινωνικὸς τύπος. Στὴν Ἀρχιεπισκοπὴ Κωνσταντινουπόλεως διαδέχτηκε τὸν ἀποθανόντα - κατὰ τὸ µήνα Ὀκτώβριο τοῦ 405 - Ἀρσάκιο. Ἡ ἐκλογή του ἔγινε στὰ τέλη τοῦ 405 ἢ ἀρχὲς τοῦ 406. Ἐπὶ τῆς πατριαρχείας του ἔγιναν τὰ ἑξῆς: Τὸ 415 ἔγιναν τὰ ἐγκαίνια τοῦ - πυρποληθέντος τὸ 404 - ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας. Τὸ 421 βάπτισε τὴν περίφηµη Ἀθηναΐδα, κόρη τοῦ Ἀθηναίου σοφιστῆ Λεοντίου, ἀφοῦ τὴν µετονόµασε σὲ Εὐδοκία καὶ κατόπιν εὐλόγησε τοὺς γάµους της µὲ τὸν αὐτοκράτορα Θεοδόσιο τὸν Β´. Ὑπῆρξε µεγάλος εὐεργέτης τῶν φτωχῶν. Ἐργάστηκε ἐναντίον τῶν δεισιδαιµονιῶν. Μὲ τὴν µετριοπάθεια καὶ τὴν ἀγαθότητά του κέρδισε πολλοὺς σχισµατικοὺς καὶ αἱρετικούς. Τὸ 422 ἔγραψε στὰ Δίπτυχα τῆς Ἐκκλησίας τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστοµο. Ὁ Ἀττικὸς πέθανε εἰρηνικὰ τὸ 425· πατριάρχευσε 20 χρόνια.
Ὁ Προφήτης Σαµέας ὁ Ἐλαµίτης
Ἕνας ἀπὸ τοὺς προφῆτες ποὺ τὸ βιβλίο του χάθηκε, ὅπως µαθαίνουµε ἀπὸ τὸ Β´ Παραλειποµένων (κβ´ 15): «καὶ λόγοι Ῥοβοὰµ οἱ πρῶτοι οὐκ ἰδοὺ γεγραµµένοι ἐν τοῖς λόγοις Σαµέου τοῦ προφήτου;». Αὐτὸς ἐπίσης ἐµπόδισε τὸν Ῥοβοάµ, γιὸ τοῦ Σολοµῶντα, νὰ κινήσει πόλεµο κατὰ τῶν δώδεκα φυλῶν γιὰ τὴν προστασία τους (Γ´ Βασιλ. κεφ. ιβ´ ).
Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος κτήτορας καὶ ἡγούµενος τῆς Μονῆς Χώρας
Ἡ µνήµη του ἀναγράφεται στὸ Βυζαντινὸ Ἑορτολόγιο τοῦ Γεδεῶν σελ. 55.
Ὁ Ὅσιος Μακάριος ὁ Μακρής, ἡγούµενος τῆς Μονῆς Παντοκράτορα Κωνσταντινουπόλεως
Καταγόταν ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη καὶ ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ Μανουὴλ τοῦ Παλαιολόγου. Ἦταν Ἑβραῖος καὶ ἔγινε χριστιανὸς µὲ πολλὴ ἀρετή, σύνεση καὶ εὐφράδεια λόγου. Νέος στὴν ἡλικία πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου ἔκαρη µοναχὸς στὴ Μονὴ Βατοπεδίου. Ἀργότερα πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἔγινε ἡγούµενος τῆς Μονῆς Παντοκράτορα καὶ πνευµατικὸς τοῦ αὐτοκράτορα, ποὺ τοῦ ἔδωσε τὸ ἀξίωµα τοῦ µεγάλου Πρωτοσύγκελλου. Ἀπεβίωσε στὴ Χάλκη ἀπὸ µία θανατηφόρα ἀῤῥώστια στὶς 7 Ἰανουαρίου 1431 µ.Χ. Ἀκολουθία του βρίσκεται σὲ κάποιο Κώδικα τοῦ Καιροῦ, ποὺ δηµοσίευσε ὁ Κεραµεύς.
Τὴ µετὰ τὰ Θεοφάνεια πρώτη Κυριακή: Μνήµην ἐπιτελοῦµεν ἐν τῇ περιοχῇ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἐδέσσης καὶ Πέλλης, τῶν ἁγίων Παρθενοµαρτύρων Νεολλίνας, Δοµνίνας καὶ Παρθένας της Ἐδεσσαἰας (1373/5).
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Ὁσιοµάρτυρας ὁ θαυµατουργὸς (Ῥῶσος + 1094)
Ὁ Ὅσιος Παΐσιος Ὁσιοµάρτυρας
Ἡγούµενος Μονῆς Ἁγίας Σκέπης (Ῥῶσος + 1609).
Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος ὁ Ἔγκλειστος(Ῥῶσος + 14ος αἰ.)·.
Μνήµη Οἰκογενείας Μ. Βασιλείου
Τὴν 2η Κυριακὴ Ἰανουαρίου, ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, µὲ ἀπόφασή της τὴν 4η Σεπτεµβρίου 1998, καθόρισε τὴν µνήµη καὶ τιµὴ τῆς οἰκογενείας τοῦ Μ. Βασιλείου.
Ὁ Ἅγιος Σεβερῖνος
Λεπτοµέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου της Ὀρθοδοξίας, µπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Ἡ ἐν Ὀρθοδοξίᾳ Ἡνωµένη Εὐρώπη» τοῦ Γ.Ε. Πιπεράκη, Ἐκδ. Ἑπτάλοφος, Ἀθῆναι 1997.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου