Έφυγε, σε ηλικία 91 ετών, ο Γεώργιος Σωτηρίου, με σημαντικό εκκλησιαστικό και θρησκευτικό έργο, παράλληλα με την προσφορά του στην εκπαίδευση. Γεννημένος το 1919 στο Αϊβαλί, ο Γιώργος Σωτηρίου ήρθε στη Μυτιλήνη ως πρόσφυγας με την οικογένειά του μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Μετά το γυμνάσιο, σπούδασε στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας, ενώ από το 1941 έως το 1946 διέκοψε τις σπουδές του κι εργάστηκε ως γραμματέας της Κοινότητας του Παλαιοκήπου, ως υπάλληλος στην Οικονομική Εφορία και ως γραμματέας στην Κοινωνική Πρόνοια. Παράλληλα, κήρυττε εθελοντικά σε ναούς και δίδασκε σε κατηχητικά. Όσο ήταν στο Στρατό, υπηρέτησε ως στρατιωτικός ιεροκήρυκας στο Γ΄ Σώμα Στρατού, ενώ το 1949 ανέλαβε ιεροκήρυκας της Αποστολικής Διακονίας στη Μητρόπολη Μυτιλήνης και λίγο μετά παντρεύτηκε τη Μαρία Χατζησάββα.
Το 1954 τοποθετήθηκε στη διεύθυνση του περιοδικού «Ο Ποιμήν», ενώ την ίδια χρονιά διορίστηκε καθηγητής στη μέση εκπαίδευση. Από το 1968 τού ανατέθηκε η διδασκαλία των Θρησκευτικών στην Παιδαγωγική Ακαδημία Μυτιλήνης, όπου μετατάχτηκε το 1970 και τη διεύθυνε τα τελευταία τέσσερα χρόνια της υπηρεσίας του, έως το 1985 που συνταξιοδοτήθηκε.
Το συγγραφικό του έργο
Παράλληλα με την υπηρεσία του στην εκπαίδευση εξακολούθησε να προσφέρει τις υπηρεσίες του στη Μητρόπολη της Μυτιλήνης, την οποία εκπροσώπησε σε όλα σχεδόν τα Πανελλήνια Συνέδρια Ιεροκηρύκων. Το 1962 άρχισε να επιμελείται την έκδοση του Ημερολογίου της Μητρόπολης. Έγραψε μια πληθώρα από θεολογικά, αγιολογικά, αντιαιρετικά, ερμηνευτικά διηγήματα και χρονογραφήματα, καθώς και πλήθος άρθρων που δημοσιεύτηκαν σε περιοδικά και εφημερίδες της Μητρόπολης και της Αθήνας. Αναγνωρίζοντας τη μεγάλη του προσφορά, ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Δημήτριος του απένειμε το «Οφίκιον του Άρχοντος Διδασκάλου του Ευαγγελίου της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας».
Ανάμεσα στα βιβλία του: «Οι τρεις αγάπες» (1988), «Έχει και ο Θεός τηλέφωνο» (1988), «Σωστά και λαθεμένα στο πέλαγος του βίου» (1989), «Όταν ανθίζουν οι ψυχές» (1989), «Η Αγία Βαρβάρα των Παμφίλων» (1990), «Ταξιάρχης του Καγιανιού» (1991), «Η άγκυρα της πίστεως» (1992), «Ο Λόγος της Χάριτος. Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη» (1993) .Ο Mητροπολίτης Μυτιλήνης κ.κ Ιάκωβος, αναγνωρίζοντας τη μεγάλη προσφορά του στην τοπική εκκλησία, μετά από πρόταση του στον αείμνηστο Οικουμενικό Πατριάρχη Δημήτριο, του απένειμε, το Οφίκκιο του Άρχοντος Διδασκάλου του Ευαγγελίου της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας στις 25 Σεπτεμβρίου 1991 .
"Ακολουθεί εισήγηση του ιδίου σχετικά με το ζήτημα των μεταφράσεων των λειτουργικών κειμένων"
...Σχετικό με την συνειδητή συμμετοχή μας στη Θεία Λατρεία είναι το ζήτημα της γλώσσας. Της κατανοήσεως των ιερών κειμένων και ύμνων. Τα Ευαγγέλια εγράφησαν περίπου πριν δύο χιλιάδες χρόνια. Οι ύμνοι πού ψάλλονται στην Εκκλησία εγράφησαν σε διάφορες άλλες εποχές. Από τότε ως τώρα η γλώσσα άλλαξε. Πολλοί έχουν την γνώμη ότι όλα πρέπει να τα μεταφράσουμε στη σημερινή μας γλώσσα. Είναι αυτό δυνατόν; Είναι σωστό; Λύεται το πρόβλημα; Της Καινής Διαθήκης η γλώσσα δεν είναι δύσκολη. Σε κάθε 500 λέξεις μία είναι άγνωστη πού θέλει ερμηνεία, για παράδειγμα στην παραβολή του Ασώτου, «άνθρωπος τις είχε δύο υιούς, και είπεν ο νεώτερος αυτών τω πατρί, πάτερ, δός μοι το επιβάλλον μέρος της ουσίας. Και διείλεν αυτοίς τον βίον. Και μετ' ου πολλάς ημέρας λαβών άπαντα ο νεώτερος υιός απεδήμησεν εις χωράν μακράν, και εκεί διεσκόρπισε την ουσίαν αυτού ζών ασώτως».... Νομίζω ότι μόνον η λέξις «διείλεν» έχει ανάγκη ερμηνείας. Το νόημα το βγάζει ο αναγνώστης από την όλη συνέχεια, «εκ των συμφραζομένων» όπως λέμε. Παρά ταύτα, η Καινή Διαθήκη εκδίδεται δεκαετίες τώρα σε διάφορες εκδόσεις με το κείμενο και τη μετάφραση στη σημερινή γλώσσα και έχει την δυνατότητα να την μελετά ο χριστιανός στο σπίτι του.
Το να διαβάζεται όμως στην Εκκλησία, να ακούμε τα λόγια του Χριστού και των Αποστόλων στη σημερινή μας γλώσσα δεν είναι κάτι πού θα το θέλαμε. Δεν έχει το κύρος, την ιερότητα, το μεγαλείο πού έχει ο λόγος του Θεού, όπως συνηθίσαμε να τον ακούμε. Χάνουμε έτσι το γνήσιο και παίρνουμε το κίβδηλο. Κάνουμε αγώνα να κρατήσουμε τα παραδοσιακά έπιπλα και ερείπια και αντικείμενα και κεντήματα και πάμε να καταστρέψουμε τους πνευματικούς μας θησαυρούς, πού οι ξένοι θεωρούν τιμή τους να πούνε, έστω δυο τρεις λέξεις με την γλώσσα του Ευαγγελίου, σε διεθνή συνέδρια. Έπειτα υπάρχει και ο κίνδυνος, χρησιμοποιώντας μεταφράσεις να διαστρεβλώσουμε το νόημα και να καταντήσουμε αιρετικοί, όπως οι χιλιαστές, οι όποιοι, όπου υπάρχει στα Ευαγγέλια η λέξη «Σταυρός», γράφουν πάσαλος βασάνου, επειδή φοβούνται τον Σταυρό, όπως τον φοβάται και ο διάβολος.
Πολύ δυσκολότερη και κυριολεκτικά αδύνατη είναι η μετάφραση των ύμνων της Εκκλησίας. Υπάρχουν δυσκολίες ανυπέρβλητες. Να φαντασθούμε τί θα γίνη, αν θελήσουμε να μεταφράσουμε τον Εθνικό μας ύμνο: «Σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή, σε γνωρίζω από την όψη πού με βιά μετρά τη γη». Και αν τον μεταφράσουμε, δεν θα μπορέσουμε να τον ψάλουμε. Έκτος τούτου, στους εκκλησιαστικούς ύμνους δεν είναι μόνο οι αρχαίες λέξεις πού μας εμποδίζουν να τους εννοήσουμε, αλλά οι έννοιες πού κρύβουν, π.χ. ψάλλουμε στους χαιρετισμούς, «ως χώρα ανήρωτος σαφώς», «έμψυχε τράπεζα άρτον ζωής χωρήσασα». «Χώρα ανήρωτος» μεταφράζεται χωράφι αναροτρίωτο, αζευγάριστο. Και «έμψυχε τράπεζα» μεταφράζεται ζωντανό τραπέζι. Σημασία όμως έχει το γιατί λέμε την Παναγία «χώρα ανήρωτον» και «έμψυχον τράπεζαν». Κατά παρόμοιο τρόπο πρέπει να ερμηνεύσουμε πλήθος, χιλιάδες, μυριάδες άλλων λέξεων και εννοιών όπως π.χ. «ο πόκος ο ένδροσος» πού σημαίνει μαλλί προβάτων ακατέργαστο, αλανάριστο βρεγμένο ή «πίον όρος» πού σημαίνει εύφορο βουνό, πού για να αποδώσουμε την σημασία τους πρέπει να πούμε μια ολόκληρη ιστορία.Όμως για τους χριστιανούς πού εκκλησιάζονται τακτικά και διαβάζουν τα σχετικά βιβλία οι δυσκολίες ολιγόστεύουν. Ακούγοντας τα πολλές φορές μπαίνουν στο νόημα. Ακούουν σχετικά κηρύγματα. Θα ρωτήσουν τον εφημέριο ή ένα διδάσκαλο να τους λύση μια απορία. Και, αν δεν τα κατανοήσουν όλα, πού είναι δύσκολο και για Θεολόγους, θα ξέρουν πάρα πολλά και ικανοποιούνται.
Η παρακολούθηση της Λειτουργίας δεν αποβλέπει τόσο στο να καταλάβεις (αυτό στο προσφέρει ή κατήχηση), όσο στο να ανυψωθείς με το συναίσθημα και την ενοραματική διαισθητική ως το Θεό. Η μετάφραση του λατρευτικού θα αποστερούσε τη μυσταγωγία από την εξαγνιστική επίδραση της και θα την μετέτρεπε σε απλό θέατρο, όπου οι θεατές μετά την πρώτη παράσταση θα θεωρούσαν περιττή την εκ νέου παρακολούθηση του θεάματος. Με τη βοήθεια της πίστεως, της ατμόσφαιρας, της παράδοσης, της ιεροτελεστίας, το αίσθημα γίνεται διανοητικότερο και η προσέγγιση προς το Θείο συναισθηματική και λογική ταυτόχρονα.
Γράφει γι' αυτό το θέμα και ο Κωστής Παλαμάς: «Η συγκίνησις του θεοσεβούς, καθ' ην ώραν ακροάται του ιερού Ευαγγελίου, δεν σχετίζεται και πολύ προς την διανοητικήν αντίληψην των ρημάτων Εκείνου. Παιδικότης τις κατέρχεται την ώραν εκείνην επί του ευπαιδεύτου και του σοφού, διατελεί ούτος υπό την γοητείαν της ιεράς παραδόσεως, υφίσταται παθητικώς την επήρειαν του τόπου, αισθάνεται και προσεύχεται ούδ' αυτός ζητεί να σχολιάση, να εξήγηση και σαφώς να αντιληφθή».
Το κακό είναι ότι πολλές φορές και τα κατανοητά οι ψάλτες μας τα κάνουν ακατανόητα. Τροπάρια γνωστά, γνωστότατα «στήνουμε το αυτί μας», κατά το δη λεγόμενον, για να ξεχωρίσουμε μια λέξη. Για τούτο βασική λεπτομέρεια στη Θεία Λατρεία αποτελεί και ο τρόπος της ψαλμωδίας. Τα πολύ αργά μέλη κουράζουν, εκνευρίζουν και διώχνουν τον λαό από την Λατρεία. Ο χριστιανός ξέρει ότι ο Θεός, και αν πούμε κάτι πιο σύντομο, θα το ακούση. Και δεν δικαιολογεί τις εκκωφαντικές κραυγές και τις άκαιρες επιδείξεις τέχνης και φωνής πού μερικοί ιεροψάλτες νομίζουν ότι έχουν και ότι ευχαριστούνται οι χριστιανοί μ' αυτές. Με τις κραυγές και με την υπερένταση του μεγαφώνου μπορούν να κινούνται τα κεραμίδια των ναών, αλλά όχι και να συγκινούνται οι ψυχές. Το ίδιο μπορεί να λεχθή και για τις μακρόσυρτες ή εις ύψος αιρόμενες δήθεν καλλιτεχνικές εκφωνήσεις μερικών ιερέων, οι όποιοι, απορώ, πώς δεν παραδειγματίζονται από την σεμνότητα του ύφους πολλών Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτών με το υποδειγματικό Πατριαρχικό ύφος εκφωνήσεων.
+ Γεώργιου Σωτηρίου, Θεολόγου-Ιεροκήρυκος
τ. Δ/ντη Παιδαγωγικής Ακαδημίας Μυτιλήνης
Ο Θεός να τον αναπαύσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου